Latest Posts

Είσελθε στων Εσπερίδων τον Κήπον

Παραθέτουμε εδώ ένα ραδιοφωνικό απόσπασμα (1993) από την εκπομπή της ΟΠΟΘ – Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης στο Ράδιο Κιβωτός.

Ο Θ. διαβάζει ένα απόσπασμα από τον Αρισταίο τον Μεγαρείτη, νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 5ου αιώνα. Μετάφραση: Δημήτρης Ντακρέτας. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Οδός Πανός”.

Η φωτογραφία είναι του Βίλχελμ φον Γλούντεν (1856-1931)

Cinema ’98

Η μακριά σιωπή επιτέλους τελειώνει. Νέες φωνές έχουν εμφανιστεί, ανοιχτές και χωρίς διάθεση για απολογίες. Αφηγούνται ιστορίες που δεν έχουν ποτέ ειπωθεί – για ανθρώπους που πάντοτε υπήρχαν.

— The Celluloid Closet

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη γκέι εφημερίδα “ο πόθος”, το 1998

Μια νέα μανία διακατέχει τον κινηματογράφο σήμερα. Το σινεμά γνέφει στους ομοφυλόφιλους να βγουν στο πανί και το κοινό – ποπ κορν και κοκακόλες στο χέρι – περιμένει, αδημονεί!, να αρχίσει η ταινία. Ευτυχώς για μας , οι ουρές στους κινηματογράφους δεν είναι για το “Cruising”, αλλά για το “In & Out”. Θα έπρεπε, όμως, να είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι με την τροπή που πήραν τα πράγματα; Γνωρίζω – όχι προσωπικά! — τουλάχιστον ένα άτομο που είναι τρομερά ευχαριστημένο με την εξέλιξη των πραγμάτων: το σεναριογράφο Ron Nyswaner.

Ο Ron Nyswaner είναι χαρούμενος όχι γιατί πουλά σενάρια, αλλά γιατί ταινίες σαν το “Cruising” έχουν πάψει να πουλάνε στο κοινό, και συνεπώς να γυρίζονται. Η δική του εμπειρία από την ταινία ήταν αρκετά “στενή” θα έλεγε κανείς: Καθώς βρισκόταν σε ένα πάρκο και προσπαθούσε να ξεφύγει από μια ομαδική επίθεση, ένας από τους διώκτες του, που εργαζόταν σε κινηματογράφο, του φώναξε: “Αν είδες το ‘Cruising’, θα ξέρεις τι σου αξίζει!”. Προφανώς, αναφερόταν στην αρχική στιγμή της ταινίας όπου ένα ακρωτηριασμένο πτώμα εμφανίζεται να επιπλέει στον ποταμό Hudson. Η ταινία είχε αρχίσει να προβάλλεται μόλις λίγες μέρες πριν.

Η ιστορία του Nyswaner εικονογραφεί πολύ καλά τη σημερινή κατάσταση του γκέι κινηματογράφου. Αν οι “κακές” συμπεριφορές προκαλούνται από “κακές” ταινίες, τότε δεν έχουμε παρά να πλημμυρήσουμε τη μεγάλη οθόνη με “θετικές” εικόνες και να περιμένουμε τα ευχάριστα αποτελέσματα.

Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της σχολής είναι η ταινία “In & Out”. Φαινομενικά, έχει όλα τα προσόντα υπέρ της, με κυριότερα τον γκέι σεναριογράφο, γκέι ηθοποιούς και μια αληθινή και συγκινητική ιστορία να τη συνδέει με μια άλλη σπουδαία ταινία, τη “Φιλαδέλφεια”. Καθώς ο Ματ Ντίλον, a la Τομ Χανκς, ευχαριστεί δημόσια τον καθηγητή του που είναι γκέι και μεγάλη καρδιά, το κουβάρι του “In & Out” αρχίζει να ξετυλίγεται. Ο σεναριογράφος, με προϋπηρεσία σε επιτυχημένα θεατρικά έργα, έχει γράψει ένα πραγματικά διασκεδαστικό σενάριο, με ορισμένες αληθινά καταπληκτικές στιγμές, και δίνει την ευκαιρία στους ηθοποιούς να υποδυθούν ορισμένους απολαυστικούς ρόλους. Κάτι δεν πάει καλά, όμως, και δεν μιλώ για το ελαφρά χοντροκομμένο και, ώρες ώρες, κομπλεξαρισμένο (λέγε με αμερικάνικο) χιούμορ.

in and out

Από ένα σημείο και μετά, γίνεται ένα άλμα από τον πραγματικό κόσμο, σε ένα φανταστικό περιβάλλον, γέννημα-θρέμμα της φαντασίας του σεναριογράφου. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου, ξαφνικά, όλοι βρίσκονται στο πλευρό του μέχρι πρότινος καταδιωκόμενου ομοφυλόφιλου. Όσο ωραία κι αν είναι σαν επιθυμία μια τέτοια εικόνα, έχει έναν υπερβολικά διδακτικό τόνο που κάποιοι θα έβρισκαν ενοχλητικό. Ποντάροντας στα αντιρατσιστικά συναισθήματα, που έχει κάθε θεατής που σέβεται τον εαυτό του, ο σεναριογράφος, μεταξύ γέλιου και δράματος, βρίσκει την ευκαιρία να αρχίσει το κήρυγμα.

Το άσχημο είναι ότι όταν προσπαθείς να πείσεις τόσους πολλούς ανθρώπους μέσα σε πέντε λεπτά, αρχίζεις να κάνεις σοβαρές παραχωρήσεις. Οι χαρακτήρες του “In & Out”, όσο αστείοι και συμπαθητικοί κι αν είναι, δείχνουν να μην έχουν σεξουαλική ζωή. Ασφαλώς, δίνουν το διαβόητο φιλί στην οθόνη, πέρα αυτού, όμως, μηδέν. Για να πετύχει κανείς στην επικοινωνία του με το κοινό είναι καλύτερο να μιλά για το πόσο καλοί είναι οι ομοφυλόφιλοι, παρά για τους ομοφυλόφιλους τους ίδιους.

Βλέποντας τα συμπαθητικά “χάιδεψέ με!” ζωάκια που μας παρουσιάζουν να είμαστε οι διάφορες επιτυχίες, όπως το “In & Out” ή η “Πρισίλα”, σκέφτεται κανείς παλιότερες ταινίες όπως η “Ερωτική τριλογία”, “Ο νόμος του πόθου”, “Ωραίο μου πλυντήριο”, “Άγριες νύχτες” αλλά και λιγότερο γνωστές, όπως η “Νεύρωση: 50 χρόνια διαστροφής” του Rosa Von Paunheim (είχαμε την ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν λίγα χρόνια).

skin and boneΕίναι πολύ ενδιαφέρον”, δηλώνει ο Praunheim, ο διεθνώς γνωστός γκέι σκηνοθέτης της Γερμανίας. “Νομίζω ότι ο κίνδυνος βρίσκεται στο ότι η αποκαλούμενη ‘πολιτική ορθότητα’ κάνει τη ζωή πολύ βαρετή, ιδιαίτερα αν το μήνυμα που επιτρέπεται σε όλους μας να προβάλλουμε είναι αυτό που εγώ αποκαλώ ‘οι ηλιόλουστοι γκέι’. Ξέρεις, πιστεύω ότι αν είσαι ένα καλλιτέχνης, οι κακοί άνθρωποι είναι πάντα πιο ενδιαφέροντες από τους καλούς, και έχοντας ανάγκη από δραματικούς χαρακτήρες, τείνεις να τους μεγαλοποιείς. Αυτό που νομίζω είναι πως οι γκέι άνθρωποι έχουν γελοιοποιηθεί από το στρέιτ κινηματογράφο, έχουν παρουσιαστεί σαν μια αρνητική παρουσία για πάρα πολύ καιρό”. Συμπληρώνει, όμως, ότι “τα πράγματα είναι διαφορετικά, αν ένας γκέι σκηνοθέτης επιλέξει να κάνει [το ίδιο]”.

Πραγματικά, φαίνεται ότι όσο ενοχλητική είναι για μερικούς όλη αυτή η εικόνα, άλλο τόσο ενδυναμωτική είναι για κάποιους άλλους. Αρκετοί άνθρωποι φαίνονται να αντλούν δύναμη από όλη αυτή την αρνητική ενέργεια. Στο στόμα τους οι λέξεις “ανώμαλος”, “αδερφή”, “πουστάρα” αποκτούν μια κολακευτική χροιά, εκφέρονται ως εύσημα, επιδεικνύονται περήφανα σαν σημάδια από τραύματα βετεράνων. Η επικεφαλίδα “Η επανάσταση των πούστηδων” ενός άρθρου μια γερμανικής δεξιάς εφημερίδας έγινε τίτλος της επόμενης ταινίας του Praunheim. Το ντοκιμαντέρ-θρύλος “Δεν είναι ο ομοφυλόφιλος που είναι ανώμαλος, αλλά η κατάσταση στην οποία ζει” (ο τουλάχιστον εντυπωσιακός τίτλος τα λέει όλα!) απαγορεύτηκε το 1970 από τη Γερμανική τηλεόραση. Κι όμως, όταν μετά από μερικά χρόνια επιτράπηκε η προβολή του – όταν ο σκηνοθέτης είχε στα ράφια του κάμποσα βραβεία – ήταν η γκέι κοινότητα που εξαγριώθηκε από την ανελέητη επίθεση της ταινίας στη γκέι μονογαμία και αξιοπρέπεια.

Απ’ ό,τι φαίνεται το σχοινί δεν είναι ποτέ αρκετά τραβηγμένο. Ο πάπας του “new queer cinema” Bruce LaBruce συμμετέχει σε μια ανθολογία κειμένων που πρόσφατα εκδόθηκε ως βιβλίο στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Κατά διαβολική σύμπτωση, τόσο ο LaBruce όσο και η λεσβία “μεταφεμινίστρια” Camille Paglia, υποστηρίζουν το ανήκουστο (ή το αυτονόητο κατ’ άλλους): ότι το ομοφυλοφιλικό σεξ είναι παρά φύσιν. Σε πείσμα πολλών ομοφυλόφιλων που τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να έχουν την αίσθηση ότι “λίγο ακόμα και θα τα καταφέρουμε” εμφανίζεται και ο ποιητής της πόλης μας Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίο δεν παύει να αποκαλεί την ομοφυλοφιλία “διαστροφή”.

Πρόκειται, άραγε, για μια προσπάθεια να θυμίσουν ότι η ομοφυλοφιλική επιλογή θα βρίσκεται πάντα σε γωνία με τις κυρίαρχες αντιλήψεις; Θέλουν απλά να πικάρουν το στρατόπεδο των “δες-τι-ευπρεπης-που-είμαι”; Το μόνο σίγουρα είναι ότι κάθε πλευρά, στον κινηματογράφο και στην υπόλοιπη ζωή, έχει τα δικά της γερά επιχειρήματα. Όπως πολύ καλά το έθεσε μια μεγάλη γκέι εφημερίδα που κυκλοφορεί στο Λονδίνο – σε μια λεζάντα δίπλα από τον Curt Cobain των Nirvana να τραγουδά φτιαγμένος, αξύριστος και ντυμένος με μια δαντελένια νυχτικιά — “αυτά είναι τα πρότυπα που δείξουμε στα παιδιά μας;”

“Η ελευθερία είναι σημαντικότερη από την υγεία”: Ο Thomas Szasz και το πρόβλημα του πατερναλισμού

Της Joanna Moncrief, International Psychiatry Vol.11, No 2, Μάιος 2014

Όταν ο Thomas Szasz συνόψισε τις φιλοσοφικές αρχές του στην ετήσια συνάντηση του Βασιλικού Κολλέγιου Ψυχιάτρων στο Εδιμβούργο το 2010, δήλωσε ότι “η ελευθερία είναι πιο σημαντική από την υγεία”. Αυτή η άποψη διαμορφώθηκε από την εμπειρία του της διαφυγής από τους Ναζί στη δεκαετία του ’30 και την άφιξή του τελικά στις ΗΠΑ, στη χώρα της ελευθερίας. Στο σύνολο της καριέρας του ο Szasz είχε τη σταθερή θέση ότι η καλλιέργεια της ικανότητας των μεμονωμένων ανθρώπων να κάνουν τις δικές τους επιλογές ήταν η πλέον σημαντική αρχή μιας σύγχρονης κοινωνίας, “μιας κοινωνίας στην οποία ο άνθρωπος έχει μια ευκαιρία, οσοδήποτε μικρή, να αναπτύξει τις δικές του δυνάμεις και γίνει άτομο” (Szasz, 1988, σ. 128). Ήταν αντίθετος σε απαγορεύσεις στη χρήση οποιασδήποτε κατηγορίας ουσιών, στους περιορισμούς που σχεδιάστηκαν για προλαμβάνουν την αυτοκτονία και σε οτιδήποτε εκλάμβανε ως παρεμβολή του κράτους στις ιδιωτικές ζωές και πράξεις των ατόμων.

Η σημασία που απέδιδε ο Szasz στην ελευθερία συσχετιζόταν με μια έγνοια για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και μια πίστη ότι η αξιοπρέπεια πηγάζει από την ικανότητα να ζήσεις μια ανεξάρτητη, αυτο-καθορισμένη ζωή, ελεύθερη από έλεγχο και δυνητικό εξευτελισμό στα χέρια των άλλων. Εφόσον η ελευθερία (και η υπευθυνότητα) είναι το “καίριο ηθικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης” (Szasz, 1988, σ. xv) οποιαδήποτε περίσταση καθιστά τους ανθρώπους εξαρτημένους, με άλλους για να παίρνουν αποφάσεις για λογαριασμό τους, αυτόματα κάνει τα άτομα λιγότερο πλήρως ανθρώπινα και συνεπώς απομειώνει την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ζωής.

Η ασθένεια και η αναπηρία περιλαμβάνουν εξάρτηση και επομένως μια κάποια απώλεια αξιοπρέπειας, αλλά και η ιατρική θεραπεία επίσης καθιστά τον “ανάπηρο” εξαρτώμενο από τον γιατρό ή τον θεραπευτή, και υπό αυτή την έννοια η θεραπεία είναι επίσης ενδογενώς αναξιοπρεπής. Με αυτή τη θέση, ο Szasz είναι κοντά στον Ivan Illich και τη θέση που αναπτύσσεται στο κλασικό βιβλίο του τελευταίου, Medical Nemesis, ότι οι επιδράσεις της σύγχρονης ιατρικής που προκαλούν εξάρτηση έχουν απομειώσει τους φυσικούς πόρους των ανθρώπινων όντων για να υπομένουν και να καταπολεμούν τον πόνο. Αντί να βελτιώνει τη ζωή, η ιατρική, από αυτή την άποψη, έχει υποβαθμίσει την ανθρωπότητα συνολικά (Illich, 1976).

Όταν κάποιος άνθρωπος είναι πολύ άρρωστος, μπορεί να καταστεί ανίκανος να παίρνει τεκμηριωμένες και προσεκτικές αποφάσεις σχετικά με το τι θέλει να γίνει. Σε αυτή την περίπτωση, συγγενείς, φίλοι, φροντιστές και γιατροί πρέπει να κρίνουν για λογαριασμό του ασθενούς. Η αντίληψη ότι τρίτοι άνθρωποι μπορούν να πάρουν αποφάσεις βασισμένοι αποκλειστικά στα βέλτιστα συμφέροντα ενός άλλου ατόμου είναι αυτό που αποκαλούμε “πατερναλισμός”. Ο Szasz, μεταξύ άλλων, ήταν μονίμως καχύποπτος απέναντι στον πατερναλισμό, θεωρώντας τον ως το κακό που έπρεπε να αποφευχθεί αν ήταν δυνατόν, παραθέτοντας τον Kant που είχε πει “κανένας δεν μπορεί να με αναγκάσει να είμαι ευτυχισμένος με τον δικό του τρόπο. Ο πατερναλισμός είναι ο βαρύτερος δεσποτισμός που μπορεί να φανταστεί κανείς” (παρατίθεται στο Szasz, 1990, σ. 39)

Εκτός του ότι παραβιάζει την αυτονομία του ατόμου, ο πατερναλισμός είναι επικίνδυνος, σύμφωνα με τον Szasz, γιατί αποκρύπτει το γεγονός ότι πάντα διακυβεύονται και άλλα κίνητρα. Καμία απόφαση σχετικά με τη μεταχείριση άλλου ανθρώπινου πλάσματος δεν είναι ποτέ πραγματικά ουδέτερη ή αντικειμενική. Σε ιατρικές καταστάσεις, υπάρχουν πάντα συμφέροντα που υπεισέρχονται, πέρα από αυτά του ασθενή, είτε είναι τα συμφέροντα της οικογένειας, του γιατρού, της κοινότητας ή του οργανισμού που εκπροσωπεί ο γιατρός. Η ιδέα του πατερναλισμού απλώς συσκοτίζει αυτές τις άλλες επιρροές (Szasz, 1988).

Έχει υποστηριχθεί, όμως, ότι η ελευθερία είναι μια ενασχόληση εκείνων που είναι ήδη υγιείς, πλούσιοι και ασφαλείς. Εκεί που η καθημερινή ύπαρξη παραμένει αγώνας, ο αυτοκαθορισμός του κάθε ατόμου μπορεί να φαντάζει σχετικά ασήμαντος. Ο Γάλλος φιλόσοφος Georges Canguilhem παρέθεσε τον χειρούργο Rene΄ Leriche όταν περιέγραφε την υγεία ως τη “σιωπή των οργάνων” και κατέδειξε το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της ασθένειας και της αδυναμίας συχνά δεν εκτιμούνται ότι η καλή υγεία θεωρείται δεδομένη (Canguilhem, 2012). Σε ορισμένες χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, καθώς και στα γκέτο των Δυτικών πόλεων, όπου ελευθερία σημαίνει να βγάζεις τα προς το ζην από το περιθώριο της εύπορης κοινωνίας, η απώλειά της μπορεί να μη θρηνείται και τόσο πολύ. Επιπλέον, τα προβλήματα υγείας που συνεχίζουν να πολιορκούν το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής για παράδειγμα – υποσιτισμός και μολυσματικές ασθένειες – μπορούν να περιοριστούν σημαντικά με απλές διαδικασίες όπως η βελτιωμένη υγιεινή, ο επισιτισμός, η ανοσοποίηση και η παροχή αντιβιοτικών που συνεπάγονται μικρή απώλεια αξιοπρέπειας. Το οφέλη στην υγεία που προκύπτουν βοηθούν στη αύξηση της ικανότητας να ζήσουν μια αυτόνομη και ανεξάρτητη ζωή.

Ακόμα και στις χώρες με υψηλό εισόδημα, η ελευθερία μερικές φορές υποτάσσεται ενώπιον της γενικής υγείας του ευρύτερου πληθυσμού. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο εμβολιασμός των παιδιών είναι υποχρεωτικός γιατί η ανοσία της κοινότητας, γενικά, τίθεται σε προτεραιότητα σε σχέση με την επιλογή των μεμονωμένων οικογενειών. Παρόμοια, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του ΗΒ, έχουν νόμους για τη δημόσια υγεία που προβλέπουν μέτρα για την επιβολή θεραπείας για τη φυματίωση, συμπεριλαμβανομένου του εξαναγκαστικού περιορισμού ενός μολυσμένου ατόμου εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.

Παρόλο που ο Szasz μπορεί να είχε αναγνωρίσει ότι ένας αυτεπίγνωτος πατερναλισμός ήταν απαραίτητος στην περίπτωση της φροντίδας ανθρώπων που ήταν σοβαρά σωματικά ασθενείς, ήταν επικριτικός στην επέκταση της πατερναλιστικής αρχής σε άλλους τομείς της ζωής, συμπεριλαμβανομένης της ψυχιατρικής. Μάλιστα, ο Szasz υποστήριξε ότι ο λόγος για την κατασκευή συγκεκριμένων τύπων συμπεριφοράς ως ασθένειας είναι ακριβώς για να δικαιολογηθεί η διαχείρισή τους με έναν πατερναλιστικό τρόπο. Είναι περιβόητα γνωστό ότι για τον Szasz η “ψυχική ασθένεια” δεν οντότητα της ίδιας μορφής με τη σωματική ασθένεια ή νόσο, και μπορεί να γίνει ορθά αντιληπτή μόνο κατά μία μεταφορική έννοια. Η μεταφορά εκλαμβάνεται λανθασμένα ως πραγματικότητα εξαιτίας των κοινωνικών λειτουργιών που υπηρετεί, μια εκ των οποίων είναι να παρέχει έναν βολικό μηχανισμό για τη διαχείριση της κοινωνικά αποδιοργανωτικής και απρόβλεπτης συμπεριφοράς.

Ο σκοπός της έννοιας της ψυχικής ασθένειας σε αυτή την αφήγηση είναι, επομένως, “να αποκρύπτει και να καθιστά πιο εύγευστο το πικρό χάπι της ηθικής σύγκρουσης στις ανθρώπινες σχέσεις” (Szasz, 1070, σ. 24). Ορίζοντας τέτοιες καταστάσεις ως ασθένεια ενός συγκεκριμένου ατόμου επιτρέπει να αναπαρασταθούν ως “θεραπεία” ο περιορισμός της ελευθερίας αυτού του ατόμου και οι παρεμβάσεις για προσαρμογή της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, ένα άτομο μπορεί να υποταχθεί στη βούληση των άλλων, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης από την κοινωνία, του περιορισμου σε ίδρυμα και του εξαναγκασμού λήψης ψυχοτρόπων ουσιών, αλλά αυτές οι πράξεις μπορούν να ερμηνευτούν ως “προς το καλύτερο δυνατό όφελος” του ατόμου. Επομένως η ψυχιατρική είναι το πεδίο μάχης στο οποίο η σύγκρουση μεταξύ ελευθερίας και υγείας έρχεται με τον πιο καταφανή τρόπο στο φως, αλλά είναι επίσης μια τεχνητή σύγκρουση, σύμφωνα με τον Szasz. Η γλώσσα της υγείας και της ασθένειας είναι μόνο ένα επίχρισμα που εφαρμόζεται στις καθημερινές συγκρούσεις που προκύπτουν μεταξύ ανθρώπων που θέλουν να συμπεριφερθούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και εκείνων που θέλουν τους προηγούμενους να συμπεριφερθούν διαφορετικά.

Όμως, τα προβλήματα ψυχικής υγείας δεν χρειάζεται να γίνονται αντιληπτά ως ασθένειες ούτως ώστε να δικαιολογούν πατερναλιστικές παρεμβάσεις. Παρόλο που εν τέλει απορρίφθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση, η αντίληψη της έδρασης της νομοθεσίας περί ψυχικής υγείας στην έννοια της “ικανότητας” έχει προταθεί σε διάφορες διαβουλεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικά διορισμένης επιτροπής Richardson το 1999 (Υπουργείο Υγείας, 1999). Σύμφωνα με αυτές τις προτάσεις, μια παρέμβαση που θα κρινόταν ότι θα ήταν “για τον καλύτερο δυνατόν όφελος” ενός ατόμου, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν αυτό το άτομο κρινόταν ότι είχε απωλέσει την ικανότητα να παίρνει λογικές αποφάσεις, είτε αυτή η απώλεια ικανότητας προήλθε απά μια bona fide ασθένεια του εγκεφάλου είτε από ένα επισόδειο ψυχικής ανατάραξης το οποίο θα μπορούσε να διαγνωστεί ως ψυχική διαταραχή κάποιας μορφής.

Οι επιφυλάξεις όσον αφορά τον πατερναλισμό ισχύουν ανεξάρτητα του πώς εννοιολογείται η ψυχική διαταραχή, και οι κρίσεις σχετικά με τη φύση της “ανικανότητας” και με το τι πραγματικά αποτελεί “το καλύτερο δυνατόν όφελος” του ατόμου θα είναι πάντοτε υποκειμενικές. Εντούτοις, απομακρύνοντας τη σύνδεση με την ασθένεια θα μπορούσε να κανει τη φύση και τον σκοπό των εξαναγκαστικών παρεμβάσεων στη ψυχιατρική περισσότερο προφανείς.

Ο Szasz ένοιωθε ότι τα άτομα δεν θα έπρεπε να εξαναγκάζονται να λαμβάνουν κάποια παρέμβαση που δεν θέλουν, ακόμα κι αν η ζωή τους δίχως με μια τέτοια παρέμβαση φαντάζει αθλια, περιορισμένη, δίχως επιβράβευση και άβολη. Σε αντίθεση με τη σωματική ιατρική, όπου ο πατερναλισμός θα μπορούσε ορισμένες φορές να είναι ένα αναγκαίο κακό, στην ψυχιατρική αυτό είναι απαράδεκτο, διότι αρνείται στα ανθρώπινα όντα την αξιοπρέπεια της λήψης των δικών τους επιλογών, όσο ασύνετες ή αυτοκαταστροφικές οι επιλογές αυτές μπορούν να φαίνονται κάποιες φορές. Η περίσκεψη πάνω στις απόψεις του Canguilhem, όμως, προτείνει ότι παρόλο που τη μεριά της λογικής μπορεί να είναι δυνατό να εκτιμηθεί η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ελευθερίας ως ανώτερης της ικανότητας να λειτουργήσει κανείς μέσα στον πραγματικό κόσμο, κάποιος πρέπει να έχει ένα βασικό επίπεδο λογικής ικανότητας ώστε να προβεί σε αυτή την κρίση. Όταν αυτό παρεμποδίζεται, τότε μια πατερναλιστική προσέγγιση που στοχεύει στην αποκατάσταση αυτή της ικανότητας θα μπορούσε να ειδωθεί ως υποστηρικτική της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αυτονομίας, αντί να τις εξαντλεί.

Οι ψυχίατροι που εργάζονται με ανθρώπους που είναι βαριά ψυχικά ασθενείς αντιμετωπίζουν αυτά τα διλήμματα καθημερινά. Να αφήνουν ασθενείς που είναι βαθιά ψυχωσικοί στον εαυτό τους, επιτρέποντάς τους να βυθιστούν σε μια κατάσταση ακραίας απάθειας και εσωτερικής ενασχόλησης ή να τους αναγκάζουν να λάβουν αντιψυχωσική αγωγή η οποία θα μπορούσε να αποκαταστήσει κάποιο βαθμό επαφής με τον εξωτερικό κόσμο; Παρομοίως, να προσπαθήσουν να εμπλέξουν άτομα σαν κι αυτά σε κάποιο είδος κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην οποία, αρχικά τουλάχιστον, μπορεί να αντισταθούν, ούτως ώστε να προσπαθήσουν και να εδραιώσουν μια πιο ικανοποιητική και κοινωνική ζωή; Αν όλοι οι ασθενείς ξυπνούσαν από την ψύχωσή τους και ευχαριστούσαν τους ψυχιάτρους που τους επανέφεραν στη λογική, το δίλημμα δεν θα υπήρχε. Αλλά οι περισσότεροι δεν ξυπνούν. Πολλοί άνθρωποι που εξαναγκάζονται να λάβουν ψυχιατρική θεραπεία, όπως αντιψυχωσικά φάρμακα, ενάντια στις επιθυμίες τους είτε νιώθουν ότι δεν έχουν ωφεληθεί είτε νιώθουν ότι τα οφέλη δεν αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις της θεραπείας. Παρόλο που τα συμπτώματα μπορεί να μειωθούν, κάποιοι άνθρωποι νιώθουν ότι μια σημαντική πλευρά της προσωπικότητάς τους έχει επίσης χαθεί, και ότι η ψυχική ζωή τους έχει καταστεί πιο περιορισμένη. Ένας ασθενής συνόψισε το δίλημμα ως εξής: “Για να χάσω τις περιόδους μου με την τρέλα, έπρεπε να πληρώσω με την ψυχή μου” (Wescott, 1979, σ. 989).

Η χρήση εξαναγκασμένης θεραπείας ώστε να αυξηθεί η αυτονομία στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι επομένως γεμάτη δυσκολίες. Είναι αδύνατο να προβλεφθεί αξιόπιστα ποιος είναι πιθανό να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της θεραπείας και ποιος θα μπορούσε να αισθανθεί μειωμένος από αυτά. Και πάλι, ένας παραλληλισμός με την ιατρική στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος θα μπορούσε να παρέχει ενδείξεις για μια λύση.

Παρόλο που τα οφέλη απλών μέτρων υγείας όπως η βελτιωμένη υγιεινή φαίνονται προφανή, μπορούν εντούτοις να αντιμετωπίζονται εχθρικά και με αντίσταση εάν επιβάλλονται απ’ έξω. Μόνο όταν η φροντίδα υγείας σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από την ίδια την κοινότητα θα μπορέσει να προωθήσει την ανάπτυξη ικανών και αυτόνομων ατόμων. Με παρόμοιο τρόπο, η κοινωνία ως σύνολο χρειάζεται να αναλάβει την ευθύνη για τα πράγματα που κάνουμε στους ανθρώπους που είναι χαρακτηρισμένοι ότι έχουν ψυχικές διαταραχές. Χρειάζεται να υπάρχει μια διαφανής συζήτηση για το πότε είναι δικαιολογημένο να υποβάλλεις κάποιον σε βίαιο περιορισμό και σε παρεμβάσεις που αλλάζουν το μυαλό. Είναι κρίσιμο να ακουστούν οι ετυμηγορίες ανθρώπων που είχαν την εμπειρία τέτοιων μέτρων. Όπως αναγνώρισε ο Szasz, όμως, αυτό είναι απίθανο να συμβεί εφ όσον αυτές οι συνθήκες ορίζονται ως ιατρικές ασθένειες και η παρέμβαση ως “ιατρική θεραπεία”. Ένα σύστημα είναι δυνατόν, όμως, το οποίο να μειώνει το χάσμα που κάποιες φορές υπάρχει μεταξύ ελευθερίας και λογικής.

Κωνσταντίνος / Παναγιώτης, 1994

Από το βιβλίο “Κωνσταντίνος”, του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, 1996

Όταν έρχεται ο Κωστής στο σπίτι, όποιος κι αν είναι πλάι στον Παναγιώτη – γιατί τώρα πάντα κάποιος είναι κοντά του στο δωμάτιο του αρρώστου –, σηκώνεται και πάει στην κουζίνα να τους αφήσει μόνους. Ο Παναγιώτης τους είναι σε καλά χέρια. Αισθάνονται την αγάπη, τη συγκίνηση πιο πολύ του Κωστή για τον πόνο του Παναγιώτη, την αφοσίωσή του σε κάθε πόνο. Ο θάνατος, λέει μέσα του τώρα ο Κωστής, αντικρύζοντας τον φίλο του στο κρεβάτι, που σε κάθε καινούρια επίσκεψη έχει κατρακυλήσει ακόμα λίγο στη σκάλα της απίσχνασης, ο θάνατος, αν θα έρθει, θα είναι από ασιτία. Του πάει πιο πολύ, είναι περισσότερο αυτοκτονία παρά νίκη μιας άρρωστης φθοράς. Η ηθελημένη ασιτία είναι άρνηση της ψυχής, ένας πόλεμος με περιφρόνηση. Ο Παναγιώτης κατρακυλάει χωρίς να πιάνεται από πουθενά. Ίσως δεν μπορεί να διανοηθεί το θάνατο. “Αν πίστευα”, λέει τώρα στον Κωστή, “θα προσευχόμουν, θα έκανα μάγια και τελετές”. Η Ευγενία επιμένει ήπια να τα κάνει κι ας μην τα πιστεύει. Αυτά τα πράγματα έχουν τη δική τους δύναμη. Ο Κωστής του λέει πως καταλαβαίνει, κι αυτή τους η συμφωνία είναι μια μικρή πίστη σε κάτι, κάτι που κάνει σήμερα τον Παναγιώτη να δεχτεί να πιεί ένα χυμό καρότο και να φάει λίγες βραστές πατάτες με φρέσκο μαϊντανό, λάδι και λεμόνι. Εκείνο που τρέμει είναι η εικόνα του να παλεύει με νύχια και με δόντια, η γελοιότητα της προσπάθειας να ζήσει. Ντρέπεται για την επιθυμία για ζωή και μέχρι πού μπορεί να τον σπρώξει. Θέλει να πρυτανεύει η λογική και αυτή λέει πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ενάντια σε μια τέτοια ανίατη αρρώστια. Αυτό του φέρνει τρόμο, αλλά κατά βάθος τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη και τον ξεκουράζει. Έτσι καταδικάζει τον εαυτό του σε θάνατο. Πεθαίνει με πείσμα. Η ασιτία είναι η επιβίωση του πεισματάρικου χαρακτήρα του, η αυτοκαταστροφική του λύσσα – η μόνη δυνατότητα που έχει να κάνει, έτσι καθηλωμένος στο κρεβάτι, το δικό του: δεν τρώω, άρα ακόμα υπάρχω. Ταυτόχρονα θέλει να ζήσει, κάτι μέσα του θέλει να ζήσει, χωρίς να πρέπει γι’ αυτό να πάρει καμία ευθύνη.

Με τον Κωστή θυμάται αυτό που ήτανε, θυμάται τα γέλια, την υπερβολή των αισθήσεων. Τη μανία για ακρότητες, μανία που φουντώνει για να δημιουργήσει υλικό για κατοπινές διηγήσεις. Περνάει πάντα ακόμα τον Κωστή από αυστηρή ανάκριση για να του πει αν γνώρισε κανέναν, πού, πώς, τι έκαναν, ποιος είναι. Κι αυτός, εδώ και λίγο καιρό, του διηγείται ελαφρά παραλλαγμένη την ιστορία με τον Κωνσταντίνο. Μη λέγοντάς του ποιος είναι, ανακατεύοντας στιγμιότυπα από μια άλλη παλιά περιπέτεια που ο Παναγιώτης δεν ήξερε. Το κάνει για τον Παναγιώτη, γιατί αυτό του δίνει ζωή, το κάνει και για τον ίδιο, γιατί θέλει απελπισμένα να μιλήσει γι’ αυτό. Ντρέπεται όμως να ομολογήσει πως έχει παθιαστεί μ’ αυτό τον άνθρωπο του πάρκου που οι άλλοι χρησιμοποίησαν μόνο ως σκεύος διαστροφών και τυχαίου ξεφαντώματος. Η αφήγηση φτιάχνει τη διάθεση του αρρώστου – είναι απογευματάκι και έχει ακόμα κάποιες δυνάμεις – κι απ’ την κουζίνα ακούνε με αγαλλίαση το παλιό γέλιο του παιδιού τους, τη γνωστή εκκωφαντική φωνή. Στο τέλος ανεβάζει πυρετό, αλλά ο Παναγιώτης είναι ικανοποιημένος σαν να έχει πάρει τη δόση του. Ο Κωστής τον βάζει κι αυτός να του πει κάτι απ’ την ιστορία με τον Κωνσταντίνο, την τελευταία του ιστορία, που δεν μπορεί να αξιωθεί το όνομα έρωτας, αλλά είναι η τελευταία και γι’ αυτό με κάποιο τρόπο σημαντική. Θα σου πω σήμερα την ιστορία με τις μπότες, λέει ο Παναγιώτης, λιγάκι σαν γέρος που δεν θυμάται πια τι έχει πει και πόσες φορές. Είναι όχι μια ιστορία μα ένα τους συναπάντημα με τον Κωνσταντίνο που χρησιμοποιείται σαν προσάναμμα σε άλλα περιστατικά και αφηγήσεις, περισσότερο σαν συμπλήρωμα παρά σαν αυτοτελής ιστορία η ίδια. Ο Κωστής μαζεύει τα κομμάτια και είναι σαν να είναι κι αυτός παρών στη σκηνή, συμπληρώνει.

Η ιστορία είναι η εξής: Κάνει κρύο και ακόμα κι όταν φτάνουν σπίτι, το δωμάτιο είναι πάγος, τα χνώτα τους, πλησιάζοντας, χτυπιούνται σαν σπαθιά. Αγγίζονται πάνω απ’ τα ρούχα κι η δυσκαμψία τους γίνεται χάδια σκληρά, ηχηρά, απ’ αυτά που θέλουν να δείξουν πως τους αρέσει να πληγώνουν. Να πληγώνουν γιατί κρυώνουν και πιστεύουν πως δεν αγαπιούνται, γιατί δεν έχουν συγχωρέσει ο ένας τον άλλο για κάτι που δεν έχει να κάνει με τους ίδιους και που ούτε θέλουν να ξέρουν τι είναι. Θέλουν να πονέσουν ο ένας τον άλλο για κάτι που δεν έχει να κάνει με τους ίδιους και που ούτε θέλουν να ξέρουν τι είναι. Θέλουν να πονέσουν ο ένας τον άλλο, ο Παναγιώτης θέλει να πονέσει τον Κωνσταντίνο, γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει, πονώντας τον εαυτό του και τιμωρώντας γι’ αυτό τον άλλο. Τον βάζει λοιπόν να γδυθεί μέσα στο κρύο δωμάτιο – ο πόθος, το να δηλώσουν περίτρανα και αδιάψευστα πως ο πόθος τους, ναι, αυτός υπάρχει, ερήμην της παγωνιάς, ένα ποθώ που αποδεικνύει την ίδια τους την ύπαρξη, ο πόθος τους δεν έχει αφήσει τον Παναγιώτη να ασχοληθεί με την περίπλοκη διαδικασία του ανάμματος της σόμπας πετρελαίου. Γιατί φοβάται το νεκρό χρόνο ανάμεσά τους όσο δεν θα αγγίζονται, φοβάται πως αυτό θα γεννήσει μικρόβια που θα γκρεμίσουν τον ετοιμόρροπο ζήλο τους και επίσης θέλει να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, να κάνουν ό,τι είναι να κάνουν, να φύγει ο άλλος να πάει σπίτι του, να μπορέσει να κοιμηθεί κι αυτός. Ένα απ’ τα καλά αυτού του Κωνσταντίνου είναι πως δεν περνάει ποτέ τα βράδια εκεί, πως δεν βλέπει κι αυτός την ώρα να του δίνει. Αν ασχοληθεί τώρα ν’ ανάψει τη σόμπα, ο κενός χρόνος ίσως υψώσει αναμεσά τους μια αναγκαστική οικειότητα, μια τριβή καθημερινότητας, που φοβάται μην τους κάνει ξαφνικά από μαχητές σκληρούς κάτι άλλο, μήπως κάμψει τη σκληρότητα – φιλική, είναι αλήθεια, μέσα στη σύμβασή της και την ακρίβεια των ρόλων – και τους κάνει κάτι σαν ομοίους, όντα που ανήκουν σε μια αμήχανη και ανόητη αδελφότητα. Δε χρειάζονται τη φωτιά. Η δική τους φλόγα τρέφεται μονάχα από τα ρούχα, τα μέλη, τον τρόπο και το τελετουργικό της συνάντησης, απ’ τις χειρονομίες, αντρικής συνωμοτικής σιγουριάς. Θα νικήσω κι εσύ θ’ αφεθείς να νικηθείς, το μόνο που θέλω να ξέρω είναι πως θα σου αρέσει κι εσένα και σ’ αυτό δεν θέλω να με διαψεύσεις. Τον κάνει να γδυθεί τελείως και να γονατίσει μπροστά του, ενώ ο ίδιος δεν βγάζει τίποτα. Ανοίγει μόνο κουμπιά, κατεβάζει φερμουάρ, μετακινεί μέλη. Πιάνει το κεφάλι του Κωνσταντίνου απ’ τους κροτάφους και το βάζει σε γωνίες με δικό του όρθιο σώμα. Ο Κωνσταντίνος ξετρυπώνει τα μέλη του Παναγιώτη, λύνει τις ζώνες. Τα χέρια στους κροτάφους, στ’ αυτιά που είναι πάντα σαν βρώμικα. Όταν κάποτε ο Παναγιώτης είναι κι αυτός γυμνός, φοράει ακόμα τις μπότες του, μυτερές, με πέταλα, με στολίδια μεταλλικά, αιχμηρά. Παρακινημένος απ’ τον Παναγιώτη, ο Κωνσταντίνος θα σκύψει το πρόσωπό του μέχρι ν’ αγγίξει τις μύτες, τις ασημένιες μύτες με τα χείλη, θα τις βάλει για μια στιγμή στο στόμα του κι ύστερα θα περάσει τη γλώσσα του βιαστικά, όχι προσπαθώντας να αποφύγει, αλλά σαν η συντομία να ήταν σ’ αυτή την περίπτωση μητέρα της ευχαρίστησης, και θα γλείψει όλη την επιφάνεια της μπότας. Ο Κωνσταντίνος μου γλύφει τις μπότες, ο Κωνσταντίνος είναι γονατιστός στα πόδια μου και μου γλύφει τις μπότες – αναπαριστά τη σκηνή σε λέξεις μες στο μυαλό του ο Παναγιώτης, σκυμμένος κι αυτός πάνω από τον Κωνσταντίνο, φράσεις του κατεβαίνουν και του στέλνουν το αίμα μ’ ένα τίναγμα ανάμεσα στα πόδια. Και όσο αίμα δε χωράει στο εντούτοις τεράστιο μέγεθός του, ανεβαίνει μεμιάς στο κεφάλι, του σφίγγει τον λαιμό, χτυπάει το σάλιο του σαν κύμα στα τοιχώματα του ουρανίσκου. Ξαπλώνουν, πισωπλατώντας ο Παναγιώτης προς το τεράστιο κρεβάτι, ακολουθώντας στα γόνατα ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να μη χάσει την επαφή του με το μέταλλο και το μαύρο σκασμένο δέρμα, σαν ένα τάμα που πρέπει να τηρηθεί με απόλυτη ακρίβεια, ξαπλώνουν και επιδίδονται σε μια σειρά ακροβατικής δεινότητας πράξεις που τους δίνουν την ικανοποίηση της πίστης ότι εκπληρώνουν τη φαντασίωση του άλλου και τη δική τους. Προσπαθώντας, αν μη τι άλλο, να μοιραστούν την ιδέα αυτού του μετ’ εμποδίων αισθησιασμού.

Φτάνουν στο τέλος ίσως λίγο πιο μακριά: στην αναγνώριση του ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο από αυτό. Συμφωνία που τους φέρνει ανακούφιση, κάτι σαν φιλικότητα, που όμως κανένας τους δεν ενδιαφέρεται να κάνει φιλία. Οι μπότες δεν βγήκαν ποτέ απ’ τα πόδια του Παναγιώτη εκείνο το βράδυ – τουλάχιστον όσο ήταν εκεί εκείνος τον οποίο ο Παναγιώτης θα περιέγραφε έκτοτε, απαντώντας στην ερώτηση για το πώς έμοιαζε αυτός ο εραστής, σαν έναν φαλακρούλη και παχουλό αλλά καλοδιατηρημένο σαραντάρη – και το πρωί χρειάστηκε να τις γυαλίσει, αφού πρώτα τις σκούπισε προσεκτικά. Οι μπότες ήταν αυτοί οι ίδιοι. Κοίλα αντικείμενα που κάθε θρησκευτικό τελετουργικό θα ζήλευε την ικανότητά τους να χωράνε τόση αίσθηση και πνεύμα.

Three Imaginary Boys

“Μήπως είσαι πολύ καλά;” με ρώτησε ευθύς αμέσως όταν της είπα χαμογελώντας ότι “είμαι καλά”. Φοβόμουν πολύ το “δεν είμαι καλά”, το υγρό δράξιμο της κατάθλιψης, τη νεκρική όψη στο πρόσωπο. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να φοβάμαι κι αν είμαι “πολύ καλά”. Το χέρι της όρισε με μια κίνηση στον αέρα μια νοητή, ισχνή γραμμούλα. Να! Εκεί πάνω πρέπει να στέκομαι, να προσέχω να μην πέσω, να έχω το νου μου να μην απογειωθώ. Μια λεπτή, κάτισχνη γραμμούλα όπως αυτή στο βιβλίο του Σαμαράκη: “Περπατάτε πάνω στη γραμμή που χάραξε για εσάς το κράτος. Μόνο τότε βρίσκεστε εν ασφαλεία”. Ντουζίνες από κλωστές με κρατάνε καρφωμένο πάνω στη λεπτή γραμμή. Τα ονόματά τους τα ξέρει μόνο αυτή, εγώ ξέρω ότι σέρνομαι σαν σκουλήκι πάνω στη γραμμή, καμπουριάζω, μαζεύομαι, τεντώνομαι, πάω παραπάνω, πάω παρακάτω. Που και παρακάτω που πάω το ίδιο είναι σε αυτόν τον μονοδιάστατο κόσμο – αλλά τουλάχιστον δείχνω ότι κινούμαι, ότι είμαι ζωντανός. Πίνω, τρώω, κατουράω, χέζω, αναπνέω, μετακινούμαι – Ω! Σίγουρα είμαι ζωντανός.
Είμαι ερωτευμένος με τα φάρμακά μου, τα νιώθω να γλιστρούν μέσα μου σαν χέλια, να με ηλεκτρίζουν και να μου προκαλούν τινάγματα σαν στον βάτραχο του Γκαλβάνι. “I want to take it easy” τους τραγουδώ πονεμένα Sex Gang Children, “ήρεμα θα ’ναι όλα” μου ανταπαντούν αυτά. Τυλίγομαι σε γάζες, ούτε πόνος, ούτε χαρά, “είσθε ευσυγκίνητος πολύ” μου είχε πει τότε αυτή, μα έλα που το ταχτοποιήσαμε κι αυτό. Είμαι ερωτευμένος με τα φάρμακά μου, τα πίνω με τη δέουσα ευλάβεια. Και τώρα έμαθα ότι μου το ανταποδίδουν: είμαι σωματικά εξαρτημένος στα Tavor 2,5 mg. Κοιτάζω το χλωμό φως που βγάζει η οθόνη του PC, εδώ πάνω, στον 6ο όροφο, εδώ ψηλά, εδώ που κάποιες φορές αρνείται να ανέβη το ασανσέρ, εδώ-τώρα σε μια λίμνη από ηλεκτρονικό φως και γύρω μου απέραντο σκοτάδι πληκτρολογώ: θα μπορούσα να είμαι και νεκρός. Θυμάμαι ακόμα να συσπάω τους μύες του προσώπου για να δείχνω ότι υπάρχει ένα ίχνος χαμόγελου, ένα πτώμα molto bello, ένα πτώμα tres jollie, ένα πτώμα magnifique, ένα πτώμα που καπνίζει. Και περιμένει. Να δει τι θα γίνει παρακάτω. Δεν έχει τέλος ο Γολγοθάς μου.

10511580_10207197573560677_5919828819192572373_o

Να τι πρέπει να γίνει πριν γράψεις ένα βιβλίο για αυτό. Πρέπει να πάρεις έναν σουγιά και να πελεκάς το σώμα σου. Κομμάτια, φλούδες από ματωμένο κρέας πέφτουν χάμω και με το αίμα τους γράφεις τις επόμενες σελίδες. Έγραψα αυτό το βιβλίο γιατί αλλιώς θα μου έβγαινε από τα ρουθούνια. Πάντα εκκινώντας από τη τεντωμένη χορδή της νορμοθυμίας, παίζοντας μαζί της, τραντάζοντάς την άτεχνα πάνω κάτω, μαθαίνοντας να παίζεις απλές και οργισμένες πάνκ συγχορδίες, σέρνοντας την παλάμη σου πάνω της για να βγαίνει από τον ενισχυτή και τα ηχεία η ηλεκτρική κραυγή σου. Και κάθε μέρα να νιώθεις ότι λιώνεις, ότι πεθαίνεις όμορφα και αμίλητα.
Μεγάλη επιτυχία θα ήταν αν ήμουν ήδη νεκρός. Όμως είμαι εδώ και εδώ είναι και το βιβλίο που αγάπησα πολύ. Το βιβλίο που με αγάπησε πολύ και μου έκανε ένα απόκοσμο δώρο… Σας ακούω… Ακούω τι σκέπτεστε, το μονολογείτε, τι μουρμουρίζετε… Σας ακούω… Σας ακούω στο δρόμο, στο πάρκο, στο ασανσέρ, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σας ακούω ακόμα κι όταν δεν είστε εδώ, όταν είμαι μόνος μου. Και είναι φοβερό πώς η η κακία απλώνεται και κυματίζει σαν μαύρο μεταξωτό σεντόνι, μαζεύεται και ορμά πάνω μου. Θα ήθελα να μην ακούω τα λόγια που μου έμαθε αυτό το βιβλίο, τα λόγια που επαναλαμβάνουν όλοι: “Είσαι ένα κτήνος”. Μα τώρα, πάει, έφυγε, είναι μακριά από μένα. Το κακό κόπηκε σε εκατοντάδες κομματάκια, μπήκε σε φακέλους, μοιράστηκε, διαβάστηκε.

ΤΟ ΜΕΝΟΥ
Ανθρακικό λίθιο 1200 mg
Amisulpride 800 mg
Escitalopram 20 mg
Duloxetine 30 mg
Lamotrigine 150 mg
Lorazepam 2,5 mg (για τα βράδια…)

Walk across the garden
In the footsteps of my shadow
See the lights out
No one’s home
In amongst the statues
Stare at nothing in
The garden moves
Can you help me?
Close my eyes
And hold so tightly
Scared of what the morning brings
Waiting for tomorrow
Never comes
Deep inside
The empty feeling
All the night time leaves me
Three imaginary boys
Slipping through the door
Hear my heart beats in the hallway
Echoes
Round and round
Inside my head
Drifting up the stairs
I see the steps behind me
Disappearing
Can you help me?
Close my eyes
And hold so tightly
Scared of what the morning brings
Waiting for tomorrow
Never comes
Deep inside
The empty feeling
All the night time leaves me
Three imaginary boys sing in my
Sleep sweet child
The moon will change your mind
See the cracked reflection
Standing still
Before the bedroom mirror
Over my shoulder
But no one’s there
Whispers in the silence
Pressing close behind me
Pressing close behind
Can you help me?
Can you help me?
Can you help me?

Αλόμα: η τραβεστί-θρύλος

Από το 1965 στο πεζοδρόµιο, 60 ετών σήµερα, η Αλόµα παραµένει η τραβεστί-θρύλος και ανελλιπώς, κάθε βράδυ, συνεχίζει να βγαίνει στη λεωφόρο Καβάλας για το νυχτοκάµατο.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Screw #10, Οκτ. 2009. Συνέντευξη στον Γιάννη Χατζηγεωργίου

«Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό, κοντά στο Κιλκίς. Αγροτική οικογένεια, με επτά ετεροθαλή αδέλφια. Εγώ είχα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου, συνήθως αυτό συμβαίνει με τους ομοφυλόφιλους. Αυτήν είχα ως πρότυπό μου, όλο στην αγκαλιά της ήθελα να είμαι, δεν ήθελα να πηγαίνω στα καφενεία, επιθυμούσα τη γυναικεία παρέα. Στα 9 μου χρόνια, καθώς κάναμε μπάνιο σε ένα ποτάμι, κάποιος ηλικι ωμένος γείτονάς μας ξεχώρισε εμένα από όλα τα παιδιά που παίζαμε μαζί, με πήγε παράμερα, έβαλε το κεφάλι μου μέσα στο νερό για να μην ακούγομαι και με βίασε. Το αίμα από το σώμα μου κοκκίνισε το νερό. Έκλαιγα, σπάραξα, αλλά δεν το είπα στους γο νείς μου. Αυτός ο βιασμός, έχω την εντύπωση ότι επίσπευσε την κατάσταση της ομοφυλοφιλίας. Όσα παιχνίδια παίζαμε μετά με τα άλλα παιδιά είχαν μέσα πάντα κάτι σεξουαλικό – κι εγώ ήμουν ανέκαθεν ο παθητικός. Έκανα τη δασκάλα ή όταν παίζαμε κρυφτό όλοι ήθελαν να είναι στην ομάδα μου, επειδή εκεί που κρυβόμασταν εμείς παίζαμε σεξουαλικά παιχνίδια. Τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον αυτά τα παιδιά θα έχουν οικογένειες και εγγόνια».

«Ως παιδί, δεν έκανα όνειρα. Δεν είχα περιθώρια για όνειρα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής, δε με άφηνε το κακό οικογενειακό περιβάλλον να συγκεντρωθώ στα μαθήματά μου, παρόλο που ήμουν έξυπνο παιδί. Στα 15 μου χρόνια πήγα στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκα για τρία χρόνια ως βοηθός σερβιτόρου. Έμενα σε ένα μικρό δωματιάκι στην πόλη. Μόνος μου. Ήμουν πολύ θηλυπρεπής και οι άλλοι με πείραζαν. Φαινόμουν και μου είχαν κολλήσει τη ρετσινιά. Τότε με έκραζαν και με έδερναν. Όλα τα αφεντικά με έδιωχναν και βρισκόμουνα πάντοτε στους δρόμους να ψάχνω για δουλειά. Ζούσα ένα μαρτύριο. Ακόμη και το σεξουαλικό, δεν το ζούσα. Το έκανα ασυνείδητα, εκσπερμάτωνε ο επιβήτορας αλλά εγώ δεν μπορούσα, ήθελα να αυνανιστώ».

«Το 1966, βγήκα για πρώτη φορά στο πεζοδρόμιο, σε ηλικία 17 ετών. Ήμουν στη δεύτερη φουρνιά τραβεστί που βγήκαν στην Ελλάδα – σχεδόν από τους πρώτους. Τυχαία έγινε. Είχα πάει σε ένα κομμωτήριο, εκεί πήγαιναν και κάποιες τραβεστί και κουβέντα στην κουβέντα μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Μία από αυτές, η Τερέζα, με βάφτισε από τότε “Αλόμα”. Ξεκίνησα στα Λαδάδικα. Τότε οι ιερόδουλες έπαιρναν 15 δραχμές, επειδή όμως εμείς ήμασταν το καινούργιο φρούτο και κάναμε παρά φύσιν πράγματα που δε δέχονταν να κάνουν οι ιερόδουλες, ζητούσαμε 20 δραχμές. Εκείνη την εποχή υπήρχε πολύ μεγάλη αστυνομική βία. Στα 21 μου

ήρθα στην Αθήνα όπου και έμεινα. Κι εδώ όμως, ήμασταν “η ρετσινιά της κοινωνίας”. Αυτοί που μας κατηγορούν τη μέρα, έρχονται το βράδυ σε εμάς, κρυφά από όλους, και κάνουν το κέφι τους».

«Αυτός που πάει με τραβεστί, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι νορμάλ, είναι και αυτός, κατά κάποιον τρόπο, ανώμαλος. Γιατί δεν πάει με γυναίκα; Όταν είχα πρωτοβγεί, ήμασταν “οι παθητικοί”. Τώρα όμως έχουν αλλάξει οι συνθήκες και πολλές φορές είμαστε εμείς οι ενεργητικοί. Εμείς είμαστε τώρα “οι απόπάνω”. Όποιος τραβεστί μπορεί και είναι σήμερα ενεργητικός, θεωρείται προτέρημα για το επάγγελμα. Έχει πιο πολλή κονόμα. Σταματάνε οι πελάτες και ρωτάνε “Καυλώνεις;”. Άλλαξαν οι εποχές. Πολλοί, μάλιστα, αισθάνονται και ενοχές γι’ αυτό. Κάποιος γεροδεμένος, αφού υπήρξε παθητικός μαζί μου, μετά ήθελε να με σκοτώσει με ένα μαχαίρι επειδή έγινε ό,τι έγινε. Με κοίταξε με αγριάδα και μου είπε “Και τώρα τι συνέβη, ρε πούστη; Αντί να σε πηδήξω εγώ, με πήδηξες εσύ;”. Κατάλαβα γρήγορα τι θα γινόταν, έφυγα τρέχοντας και τη γλίτωσα. Μπορεί να με σκότωνε. Έχω άγιο. Τι να πω; Τέτοια συμβαίνουν πολλά. Σήμερα, η τιμή για κάθε πελάτη, κυμαίνεται από 30 έως 100 ευρώ. Ανάλογα με τα γούστα».

«Όλοι κρύβουν ένα μικρό ομοφυλόφιλο μέσα τους. Τώρα, και λίγο να γυναικοφέρνεις, περνάς για άντρας. Έχω δει πολλά. Δε με πειράζει όμως αν κάποιος ομοφυλόφιλος έχει παιδιά, αγαπάει τη γυναίκα του, έχει την οικογένειά του που τη λατρεύει και το βράδυ έρχεται σε εμένα για να ξεσπάσει. Με μέτρο και με προφύλαξη. Η οικογένεια και τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα, ας φεύγουν τα απωθημένα και οι κακίες με αυτόν τον τρόπο. Όλοι είμαστε όλα, αλλά όλα μέσα σε λογικά πλαίσια».

«Δεν μπόρεσα ποτέ να ερωτευτώ γυναίκα! Δεν μπόρεσα να το αισθανθώ. Άντρα ερωτεύτηκα τρεις φορές. Ο μεγαλύτερός μου δεσμός κράτησε δυόμισι χρόνια. Τότε έκανα παράλληλα και πεζοδρόμιο. Αυτός, αργότερα παντρεύτηκε. Θυμάμαι ότι όταν τελείωνα το βράδυ από το πεζοδρόμιο, αυτός έπαιρνε απολυμαντικό, έκανα γαργάρες και μετά κοιμόμασταν μαζί. Ήταν σαν κάτι βρόμικο που ήθελε να το καθαρίσει. Εγώ σκεφτόμουν “Πόσο βρόμικη μπο ρεί να είναι η δουλειά που κάνω, αφού κατά βάθος είμαι κοινωνικός λειτουργός;”. Κάνω κοινωνικό λειτούργημα. Εκσπερματώνουν οι διεστραμμένοι στις δικές μας πλάτες και ξεθυμαίνουν. Θα ήθελα να είχα ένα παιδί, αλλά ξέρω ότι δε θα μπορούσα να αντεπεξέλθω ως σύζυγος. Ένα παιδί θέλει και τη μάνα του και τον πατέρα του. Δεν μπορώ να έχω τη σωστή οικογένεια, όσο και να το θέλω».

«Με ρωτάς για τον Ταχτσή. Λοιπόν, ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένα άτομο καλλιεργημένο, αλλά είχε αυτή την ιδιαιτερότητα: Πήγαινε στις πιάτσες τις δικές μας και ικανοποιούσε το κέφι του. Το ’77 αποφασίσαμε με τον Θεοδωρακόπουλο και τον Βελισσαρόπουλο να κάνουμε ένα άτυπο κίνημα με πορείες και διαμαρτυρίες. Μια μέρα, διαβάσαμε στα Νέα ένα γράμμα του Ταχτσή εναντίον μας, στο οποίο μας αποκαλούσε “κατακάθια”. Εγώ το είδα ως μια άδικη επίθεση κι ένα βράδυ, όταν συναντηθήκαμε, μου έβρισε τη μάνα. Αυτό ήταν το πιο ιερό μου. Πήρα ένα τελάρο και τον χτύπησα στο κεφάλι. Ήρθε η Αστυνομία και πήγαμε στα δικαστήρια. Δικηγόρος μου τότε ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού. Μετά τα βρήκαμε με τον Κώστα, αλλά πάντοτε ο ίδιος αισθανόταν ανωτέρου επιπέδου άνθρωπος και μας απέφευγε».

«Ο Ταχτσής το διακινδύνευε. Άρχισε αυτό το πράγμα στα γεράματά του, έβαλε στήθος, μαλλιά φυτευτά. Η αλλαγή του από άντρας σε γυναίκα γινόταν με λεπτομέρεια και με διαφορετικό τρόπο από εμάς τους υπόλοιπους. Τον έλεγαν “Λίνα” και είχε μεγάλη επιτυχία διότι, σε αντίθεση με εμάς, περιποιούνταν πολλή ώρα τον πελάτη, το ζούσε. Όσοι νεαροί πήγαιναν μαζί του δεν ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με τον γερο-Ταχτσή! Όπου πήγαινε, πήγαινε μόνος του, ενώ εμείς λειτουργούσαμε σαν ομάδα, με αδελφοσύνη. Μετά, άρχισε να ξεφεύγει, να μην ελέγχει την κατάσταση, να παίρνει δυο-δυο και τρεις-τρεις. Όλοι μαζί. Ύστερα από ένα χρόνο, έμαθα για τη δολοφονία του».

«Εγώ, ποτέ μου δεν έκανα ναρκωτικά. Να φανταστείς, δεν καπνίζω καν. Εγώ πάντοτε πρόσεχα, προτιμούσα να χάσω το μεροκάματο παρά τη ζωή μου. Είχα επιτυχίες, όχι γιατί ήμουν εμφανίσιμος, αλλά διότι ήμουν τίμιος στη δουλειά μου». «Αν ξεκινούσα τώρα τη ζωή μου, δε θα έκανα αυτή τη δουλειά. Όχι. Τότε είχα ξεκινήσει από ανάγκη. Θα ήμουν ομοφυλόφιλος, αλλά θα επέλεγα να εργαστώ αλλού, σε μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά, στην οποία όμως να φοράω γυναικεία. Μου έγινε βίωμα αυτό: Και λεφτά να μου δώσουν, τα γυναικεία δεν τα κόβω».

«Εγώ διαφωνώ με την αλλαγή φύλου. Η εγχείρηση είναι σακατεμός, η ψυχούλα τους το ξέρει όσοι το κάνουν. Ο τραβεστί δεν είναι γυναίκα, είναι άντρας. Γεννήθηκε άντρας. Εγώ ποτέ δεν αισθανόμουν γυναίκα. Όταν μάλιστα μου ζητούσε ο πελάτης να είμαι ενεργητικός, πώς να πάω και να κόψω το όργανό μου; Ήταν και εργαλείο της δουλειάς μου».

«Μερικές φορές βάζω τα γυναικεία και ανεβαίνω στα τρόλεϊ. Φτιάχνω ένα ελαφρύ μακιγιάζ και κάνω το δρομολόγιό μου. Παίρνω μια σοβαρή εφημερίδα, κάνω ότι διαβάζω και παρακολουθώ τους γύρω πώς με κοιτάνε. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον».

«Έχω ζήσει διάφορα παράξενα στη δουλειά. Συνήθως αυτό συμβαίνει με ζευγάρια: Ο άντρας να είναι με μία γυναίκα κι εγώ να είμαι ντυμένος στα γυναικεία, ενεργητικός με τη γυναίκα. Δεν μπορώ να αντεπεξέλθω σε αυτό. Έτσι είναι η φύση μου».

«Δεν έχω φίλους. Τι συζήτηση να κάνω με ένα συνάδελφό μου, με τον οποίο διαφωνούμε σε ουσιώδη πράγματα, που θεωρεί τον εαυτό του γυναίκα; Στερούμαι τη φιλία. Έχω το σκυλί μου, τον Ιβάν, την αγάπη μου. Προσπάθησαν χθες να τον δηλητηριάσουν και πήγα να τρελαθώ. Δε θέλω να σκέφτομαι τα γεράματα. Τα φοβάμαι. Τα αφήνω φλου».

«Περνάω ένα μικρό Γολγοθά τα τελευταία χρόνια. Αισθάνομαι παραγκωνισμένος, αλλά δεν θέλω να είμαι δυστυχισμένος. Τώρα πια δεν μπορώ να αλλάξω. Έτσι με γέννησε η μάνα μου. Δεν εισέπραξα όση αγάπη θα ήθελα στη ζωή μου, αλλά, από την άλλη, δεν έδινα κι εγώ αγάπη για να πάρω πίσω. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά επειδή δεν ήξερα πώς είναι να δίνεις αγάπη. Δε γνώριζα τον τρόπο».

Τα πάθη της γκέι ταυτότητας

Πολύ γκέι * λίγο dark

Μια εκτεταμένη γκέι δράση έλαβε χώρα μετά τα Χριστούγεννα και λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του 2023. Περίπου 200 ασπρόμαυρες αφισέτες κολλήθηκαν πάνω από την Εγνατία και κάτω από Αγ. Δημητρίου, στις παράλληλες και κάθετες οδούς. Όλες έφεραν ένα γκέι ανδρικό σώμα σε δράση με ένα άλλο, ή ημίγυμνο μόνο του ή σε περιπτύξεις και φιλιά. Από κάτω το μόττο MUCHO GAY * POCO DARK.

Processed with VSCO with preset

Τα αγόρια στη φωτογραφία δεν συνοδεύονται από κάποια διεκδικητική ή επιθετική συνθηματολογία. Τουναντίον, στέκονται παθητικά στο παρατηρητικό βλέμμα, ιδιαίτερα στο στρέητ ανδρικό βλέμμα, ασχολούμενα με το σεξ μεταξύ τους ή ποζάροντας λάγνα και ηδονικά. Ήταν επιλογή μας, αυτές τις γιορτινές μέρες, να προσφέρουμε ένα όμορφο δώρο στους γκέι περιπατητές της περιοχής και μια αφορμή αναστοχασμού στους στρέητ συναδέρφους τους.

Οι πρώτες μορφές αντικειμενοποίησης του ανδρικού σώματος στον κινηματογράφο λέγεται ότι έγιναν για χάρη του γυναικείου κοινού. Η Susan Sontag στο The Double Standard of Aging το 1972, έγραφε ότι ο Rock Hudson και του Paul Newman εμφανίζονταν διαρκώς σε αφίσες δωματιών που απευθύνονταν αποκλειστικά σε γυναικεία υποκείμενα, σε αντίθεση με αντίστοιχες αφίσες γυναικείων ηθοποιών που απευθύνονταν τόσο προς θηλυκά, όσο και προς αρσενικά υποκείμενα. Οι κούκλοι ηθοποιοί του τότε έπρεπε φυσικά να ενσωματώνουν τις κυρίαρχες αναπαράστασεις περί αρρενωπότητας, δηλαδή να γίνεται εμφανής η δύναμη τους και η εξουσία τους.

Παρόλα αυτά είναι εμφανές ότι τις τελευταίες δεκαετίες αλλάζει όλο και περισσότερο. Οι άλλοτε πολλά βαρύς και ασήκωτοι στρέητ που απλά γαμούσαν αλλά δεν ήταν αδερφές έχουν λυγίσει πολλάκις τα γόνατα και έχουν σκύψει το κεφάλι. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα δεν ντρέπονται να το αρθρώνουν κιόλας (πάντα φυσικά με ένα «αλλά» να περισσεύει).

Οι άνδρες αντικειμενοποιούνται και σεξουαλικοποιούνται περισσότερο και επιπλέον μπαίνουν στη διαδικασία να αυτο-φετιχοποιούνται και να πειθαρχούν στα πρότυπα ομορφιάς. Η αντικειμενοποίηση τους πλέον δεν απευθύνεται μόνο σε γυναικεία υποκείμενα, αν και ίσως κανείς θα μπορούσε να πει ότι ποτέ δεν συνέβαινε αυτό σε ολοκληρωτικό βαθμό. Άλλωστε και ο Hudson και ο Newman όλο και κάποιο κρυφό γκομενάκι είχαν που θα τους σκεφτόταν αλλιώς.

Γενικά οι άνδρες που θεωρούνται ότι έχουν θηλυκά σωματικά χαρακτηριστικά ή επιτελέσεις συχνά στιγματίζονται και υφίστανται διακρίσεις αλλά και αντικειμενοποιούνται και να φετιχοποιούνται με τρόπο που ενισχύει τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και ενισχύει την ανισότητα των φύλων.

Αλλά από την άλλη η επανοικειοποίηση και η αντιστροφή του στιγματισμού μέσω της πουστιάς, του camp ή και του drag έδωσε μία χείρα βοηθείας σε συγκεκριμένα αγόρια για να αντισταθούν, να αντεπιτεθούν ή ακόμα και να σταματήσουν να είναι ακριβώς άνδρες. Πλέον μπορούν να κοιτάζουν το κοινό, αληθινό ή φανταστικό, στα μάτια και να το προσκαλέσουν σε μία περιπέτεια δίχως τέλος. Σε μία περιπέτεια για την επιθυμία που δεν έχει φύλο.

\Η περιοχή της αφισοκόλλησης έχει πολλά φοιτητικά, ή όχι, μπαρ και καφέ. Είναι επίσης πέρασμα για αφισοκολλήσεις. Είχαμε λοιπόν μια μικρή αγωνία πώς θα συμπεριφερθούν στα διάπυρα αγόρια μας. Αυτό που βασικά διαπιστώσαμε ήταν μια διακριτική ευγένεια από τους επόμενους αφισοκολλητές – όπου είχαμε πάνω από δύο αφίσες, πατούσαν μόνο τη μία. Κάποια σχισίματα εδώ κι εκεί, κι αυτό ήταν όλο.

Μια μικρή ανασκόπηση παρόμοιων δράσεων

Το σχετικά οριοθετημένο κέντρο της Θεσσαλονίκης προσφέρεται για δράσεις που εύκολα θα μαθευτούν. Θα θυμηθούμε ορισμένες μόνο από αυτές.

Φιλιά στην Παραλία

Η δράση ήταν μια ιδέα του περιοδικού Screw και απαιτούσε από δύο μουσάτα νεαρά αγόρια να κάνουν περίπατο εμπρός από τις καφετέριες της παραλίας, με τα χέρια πιασμένα και ανταλλάσσοντας φιλιά. Σε ασφαλή απόσταση, δύο συνεργάτες του περιοδικού κατέγραφαν τις αντιδράσεις. Όπως, συνήθως, συμβαίνει οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν οι τεττριμένες. Με εξαίρεση στο τέλος, όταν όλοι μαζί καθήσανε σε ένα γκέι καφέ να ξεκουραστούν, συνεχίζοντας φυσικά τα φιλιά. Ήταν εκεί που δέχτηκαν την παρατήρηση από την ιδιοκτήτρια να σταματήσουν.

Αγαπάτε Αλλήλους

Η αφορμή για αυτή τη δράση ήταν το διακριτικό φλερτ της αφίσας του 5ου Pride Θεσσαλονίκης με το υπερπέραν. Μια ταπεινή υπενθύμιση, έτσι όπως μας μάθανε στα θρησκευτικά, ότι πρέπει να αγαπάμε αλλήλους – και κυρίως να μας αγαπάνε αυτοί που τώρα μας μισούν. Πολύ σύντομα, σχεδόν ακαριαία, κυκλοφόρησε αρχικά σαν τρολιά μια παραλλαγή αυτής της αφίσας, που όμως δεν φείδονταν στην ένταση και την απαίτηση των θρησκευτικών αιτημάτων. Ένας Εσταυρωμένος κι ένας ισχυρισμός ότι “σταυρώθηκε και για μας”. Το αποτέλεσμα ήταν μήνυση κατ’ αγνώστων από τον Αμβρόσιο, με συνημμένα τα 6 σημεία βλασφημίας πάνω στην αφίσα.

 

Πολύ γκέι * Λίγο dark

Αποφασίσαμε αυτή τη δράση διαβάζοντας τη μετάφραση ενός αποσπάσματος του βιβλίου How to be gay του ακαδημαϊκού David Halperin. Μας κίνησε το ενδιαφέρον ο σχολιασμός του για τα όρια και τους περιορισμούς της γκέι ταυτότητας (ένα βασικό εργαλείο, ακόμα και σήμερα, για αρκετές πολιτικές ομάδες και ακτιβιστές). Με τη δράση μας θελήσαμε να υπογραμμίσουμε την αποσεξουαλικοποίηση του να είσαι γκέι, προς όφελος του γενικότερου Σκοπού και Δημόσιων Σχέσεων.

Πλέον ακόμα και στην ελληνική πραγματικότητα, λανσάρεται το άτυπο μοντέλο ή αλλιώς η ρητορική του «καλού γκέι». Ακολουθώντας την ρητορική του «καλού μετανάστη» αυτό το μοντέλο συνήθως εκφράζεται με ευπρέπεια, ταπεινότητα και αξιοπρέπεια, επιθυμώντας την ισότιμη ένταξη και αντιπροσώπευση στην κοινωνία, στην πολιτική, στο εγχώριο σταρ σύστεμ κ.α. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει το πλασάρισμα του εαυτού ως εργατικού, νομοταγούς και αφομοιωμένου στην κυρίαρχη-εθνική κουλτούρα. Η ρητορική του «καλού μετανάστη» ή του «επιτυχημένου μετανάστη» χρησιμοποιείται συχνά για να αντιπαρατεθεί με τον «κακό μετανάστη», ο οποίος λογίζεται ως τεμπέλης, εγκληματίας και απρόθυμος να αφομοιωθεί. Αντίστοιχα δηλαδή βλέπουμε, όλο και πιο έντονα, να αναδεικνύεται η κατηγορία του «καλού και επιφανούς γκέι», που εκφράζεται μέσα από πολλαπλές και συχνά αντιφατικές κατηγορίες.

Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα στο σήμερα, βλέπουμε ότι απέναντι στο πολλαπλό μοντέλο «του καλού γκέι» αναδύονται συνεχώς γνώριμοι μας εχθροί. Φασίστες, ρατσιστές, ελληνορθόδοξοι βλαμμένοι αλλά και καθημερινοί έλληνες πατριώτες της διπλανής πόρτας φωνάσκουν και επιτίθενται στα μέσα κοινωνική δικτύωσης αλλά και στις γειτονιές και στους δρόμους. Γενικότερα οι πατριώτες τη σημέρον ημέραν αυτοθυματοποιούνται, φτιάχνουν τα δικά τους (Macedonian και Straight pride), μιλάνε για τον κίνδυνο της απώλειας των ελληνικών αξιών της ελληνικής οικογένειας και ξερνάν το μίσος απέναντι σε τρανς, γκέι και μεταναστευτικά υποκείμενα διεκδικώντας την αυτοδιάθεση του έθνους και των παραδοσιακών ρόλων. Οπότε μέσα σε αυτή τη συνθήκη δεν θα μπορούσαμε να πούμε – ελαφρά τη καρδία – ότι βρισκόμαστε κάθετα απέναντι σε όλους όσους ενστερνίζονται και αναπαράγουν το συγκεκριμένο μοντέλο. Δεν βρισκόμαστε απέναντι σε όσους διεκδικούν την κοινωνική ένταξη με συμβολικούς όρους, αλλά δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στις παγίδες που παράγει ο εγκλωβισμός στους θεαματικούς ορίζοντες και στις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες. Συχνά δηλαδή η ανάγκη για ενσωμάτωση που εκφράζεται, ίσως κινδυνεύει να είναι άλλη μία περίπτωση ενσωμάτωσης δια μέσω του αποκλεισμού. Δηλαδή μέσω του αποκλεισμού όσων διαδρομών, συμπεριφορών, επιθυμιών και πρακτικών διαφεύγουν από τα συγκεκριμένα μοντέλα.

Πραγματικά τελευταία δείχνει να υπάρχει ένα διαγωνισμός γκέι μπαμπάδων, μεταξύ άλλων, που δεν προτάσσουν απλά κάποια ευπρέπεια αλλά επιθυμούν να είναι παράδειγμα επιτυχίας αλλά και δημόσιου λόγου. Φαίνεται ότι η ταυτοτική άποψη δεν διαφέρουμε από σας, παρά μόνο σε μια μικρή λεπτομέρεια κερδίζει ολοταχώς έδαφος εις βάρος αυτής της μικρής λεπτομέρειας. Αντί να αναφερθούμε στο χαρούμενο (και όχι kid-friendly;) καρναβάλι ξέκωλων, γυμνών ανδρών και BDSMers στα πράηντ και τα βαρετά σχόλια που πάντα ακολουθούν – ότι έτσι χάνετε το δίκιο σας κλπ – προτιμήσαμε να μπούμε στον κόπο να μεταφράσουμε όλο το απόσπασμα όπου ο David Halperin μιλά για την ταυτότητα.

Δεν κρύβουμε ότι συντασσόμαστε έντονα μαζί του, αλλά ελπίζουμε σε αναγνώσεις άλλων που θα συνεισφέρουν σε μια συζήτηση που κρίνουμε επίκαιρη και ίσως και επείγουσα.

SUBBOY25
E. JONES

Διαβάστε το απόσπασμα του David Halperin για την γκέι ταυτότητα εδώ.

Οι δύο κόκκινες αδελφές

Βλέπω έναν εφιάλτη.

Δύο αδελφές σιαμαίες κόβουν παπαρούνες μέσα σ’ ένα κατακόκκινο λιβάδι. Η μία κόβει λουλούδια για την άλλη, τα φουστάνια τους είναι κι αυτά κατακόκκινα, τρέχουν, είναι ιδρωμένες και γελάνε. Τα μαλλιά τους είναι κατάμαυρα, ανεμίζουν πάνω τους, είναι τόσο μακριά, που σκεπάζουν το λιβάδι και φτάνουν μέχρι τη θάλασσα.

“Θα ’θελες να ζεις χωρίς εμένα;” ρωτάει η μια την άλλη.

“Μα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Αν σε σκοτώσω, θα πεθάνω κι εγώ. Ενωμένες είμαστε δυνατές”.

“Η κάθε σου κίνηση μου προκαλεί πόνο”, λέει η άλλη. “Αλλά γι’ αυτό σ’ αγαπώ”.

Μέσα στο όνειρό μου σκέπτομαι: Μα δύο αδελφές σιαμαίες δεν μπορούν να τρέχουν μέσα στους κάμπους.

Γυρίζουν και με κοιτάνε.

“Λώρα, ποια από τις δυο μας προτιμάς; Ή μας αγαπάς το ίδιο; Εμείς σε λατρεύουμε κι οι δυο. Χωρίς εσένα δε ζούμε. Μας τρέφεις και μας διατηρείς ζωντανές”.

Εγώ απάντησα:

“Διπολικέ μου εραστή, ξάπλωσε στα πόδια μου να σε χαϊδέψω λίγο, δώσε μου τη Θεία Μανία του Διονύσου, ή την έσχατη κατάντια του πιο θλιμμένου θνητού, είμαι δικιά σου…”

“Δεν είμαστε εραστής, είμαστε γυναίκες!” φωνάζουν και οι δύο θυμωμένες. “Είμαστε μαινάδες, είμαστε ερωμένες” κι ανεμίσανε τα μαύρα τους μαλλιά, ο κάμπος σκοτείνιασε, τόσο μακριά ήταν τα μαλλιά τους.

Σηκώθηκα, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά.

“Φτερωτές θεές”, φώναξα, “πιάστε με στα νύχια σας και πάρτε με ψηλά, να δω τον Ήλιο και τη Σελήνη ν’ ανατέλλουνε συγχρόνως. Τι είναι ο θάνατος μπροστά στις ηδονές που θα μου δώσετε; Είμαι δικιά σας. Κι αν σας μισώ, είναι από έρωτα και μόνο. Κι ο τρόμος που μου προκαλείτε, πάλι από έρωτα είναι. Αν θέλετε το θάνατο, θανατώστε με σαν τα σκυλιά, ξέρετε εσείς. Μόνον πριν, δώστε μου λίγο χρόνο για να σας υμνήσω, να ζηλέψουν οι κοινοί θνητοί. Δώστε μου λίγο χρόνο, λίγο, σε σας θα τον αφιερώσω, όπως σας έχω χαρίσει κι όλα τ’ άλλα”.

Οι δύο αδελφές γελάνε, πλέκουνε ατέλειωτες κοτσίδες τα μαλλιά τους.

“Αδελφές του Σκότους, πάρτε με μαζί σας…”

“Γλυκιά μου θνητή, ζωντανή σε θέλουμε. Αν πεθάνεις, θα μας ξεφύγεις, και με τι θα παίζουμε όταν θα είσαι νεκρή; Κι εσύ είσαι από τις αγαπημένες μας, γιατί μας ξέρεις καλά και μας μάχεσαι. Και το θάνατό σου εμείς θα τον ορίσουμε, όταν θα έρθει η ώρα. Ούτε ο θάνατος σου πια δε σου ανήκει. Μικρή μας, αγαπημένη πολεμίστρια, πάψε να μας πολεμάς, αφού είμαστε μέσα σου, είμαστε εσύ. Τα φάρμακα που παίρνεις μας αρέσουν, μας κατευνάζουν κι εμάς λιγάκι, κάνουμε βάρδιες και κοιμόμαστε. Αλλά για να ξυπνήσουμε θηρία, πιο δυνατές, πιο σφριγηλές, έτοιμες πάλι για τρομερά παιχνίδια. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να τελειώνουμε; Εμείς θα ’μαστε δίπλα σου, οικείες, τρυφερές. Μη βασανίζεσαι πια, αφήσου σε μας…

”Σ’ τα έχουμε πάρει όλα. Θέλουμε όμως και τη ζωή σου…”

Ανάβουμε κάτι λεπτά, μακρόστενα πουράκια. Καπνίζουν νευρικά. Τα πουράκια μυρίζουν λιβάνι και γιασεμί. Είναι κόκκινα σαν τα φουστάνια τους.

Δε λένε τίποτα. Με κοιτάζουν με τα μαύρα αστραφτερά τους μάτια. Μέσα στο όνειρο νυχτώνει. Οι κόκκινες παπαρούνες, τα φουστάνια τους, γίνονται ένα με το χώμα.

“Κουράστηκα”, τους λέω. “Ελάτε να με πάρετε, κοιμίστε με βαθιά, να ξεμπερδεύω”.

Οι αδελφές σιαμαίες με πλησιάζουν. Μόλις πάνε να μ’ αγγίξουν, βγάζω μια κραυγή που ηχεί σ’ όλο τον κάμπο:

“Σας μισώ!”

Με το που το λέω, οι αδελφές γίνονται πιο αχνές, το κόκκινο χρώμα στα φουστάνια τους ξεθωριάζει. Το βλέμμα τους γίνεται ουδέτερο.

Ξυπνάω. Σηκώνομαι απότομα. Πάω στον καθρέφτη. Το πρόσωπό μου είναι σχισμένο στα δύο. Η μία του μεριά κλαίει σπαρακτικά. Η άλλη γελάει τόσο πολύ, που τα χείλη στην άκρη έχουνε ματώσει…

Μ.Κ.

Σε υπεράσπιση του boy love

“Όλα τα παιδιά, εκτός από ένα, μεγαλώνουν. Σύντομα μαθαίνουν ότι θα μεγαλώσουν, και ο τρόπος που το έμαθε η Γουέντι ήταν αυτός. Μια μέρα, όταν ήταν δύο χρονών, έπαιζε σε κάποιο κήπο και έκοψε ένα ακόμα λουλούδι κι έτρεξε μ’ αυτό στη μητέρα της. Φαντάζομαι ότι πρέπει να έδειχνε πολύ χαριτωμένη, γιατί η κ. Ντάρλιγκ ακούμπησε το χέρι στην καρδιά της και φώναξε ‘Αχ, γιατί να μην μπορείς να μείνεις για πάντα έτσι!’ Αυτό ήταν το μόνο που αντάλλαξαν μεταξύ τους πάνω στο ζήτημα, αλλά στο εξής η Γουέντι γνώριζε ότι πρέπει να μεγαλώσει. Πάντα το ξέρεις μετά τα δύο. Δύο χρονών είναι η αρχή του τέλους”.

Στις 19 Μαΐου συμπληρώθηκαν 77 χρόνια από το θάνατο ενός ξεχωριστού αγοριού. Το όνομά του ήταν Michael Llewelyn-Davies και ήταν το αγαπημένο αγόρι του J.M. Barrie που είχε στενές σχέσεις με την οικογένειά τους. Δυστυχώς, πρώτα ο πατέρας τους Άρθρουρ πέθανε από καρκίνο και ακολούθησε η μητέρα τους Σύλβια. Τα αγόρια έμειναν ορφανά και ο J.M. Barrie τα υιοθέτησε το 1911.

Η τραγωδία συνεχίστηκε, όταν το 1918 ο George σκοτώθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ηλικία 21 ετών, κι όταν στις 19 Μαΐου 1921, ενώ σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Michael βρέθηκε πνιγμένος στην πισίνα του Sandford, στην αγκαλιά ενός άλλου φοιτητή, του Rupert Buxton. Και οι δύο ήταν γυμνοί.

Ο Michael και ο Barrie διατηρούσαν μια μακροχρόνια καθημερινή αλληλογραφία, που καταστράφηκε το 1952 από τον αδερφό του εκδότη του Barrie, επειδή “παραήταν…!”.
Ο Michael ποζάριζε για τον Barrie με το κοστούμι του Πήτερ Παν και θεωρείται η σημαντικότερη επίδραση από όλα τα αγόρια στη δημιουργία αυτού του μύθου. Γιατί ο “Πήτερ Παν” δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εξέλιξη των συναρπαστικών ιστοριών που ο Barrie αφηγούταν στα πέντε αγόρια.

“Ο Πήτερ Παν ή το αγόρι που δεν μεγάλωσε ποτέ” ανέβηκε ως παράσταση για πρώτη φορά στις 27 Δεκεμβρίου 1904 και δημοσιεύτηκε ως αφήγημα με τίτλο “Πήτερ και Γουέντυ” το 1911 και ως θεατρικό έργο το 1928. Ο Πήτερ Παν, μεταφρασμένος σε πάρα πολλές γλώσσες και πασίγνωστος από την ομώνυμη ταινία της Disney (βγήκε στους κινηματογράφους το 1953, έπειτα από 14 χρόνια παραγωγής), αλλά και το πιο πρόσφατο “Hook” του Σπήλμπεργκ, είναι πια ένας ήρωας που έχει πάρει τη θέση του στην Αγγλική παράδοση. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν φανταστικό κόσμο όπου υπάρχουν μόνο παιδιά και η έλξη που ασκεί σε όλους τους αναγνώστες και θεατές είναι αυτή η διάχυτη και πανταχού παρούσα αγάπη προς τα παιδιά.
Όσο συναρπαστική όμως είναι για τους νεαρούς αναγνώστες, άλλο τόσο τραγική φαντάζει στους ενήλικες αυτή η αγάπη – η οποία πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι αποτελεί μια έκφραση της παιδοφιλίας του Barrie. Η έλξη του Barrie προς τα αγόρια έχει καταγραφεί διεξοδικά στα βιβλία “J.M. Barrie and the Lost Boys” (Andrew Birkin, London, Constable, 1979), “The Death of Narcissus” (Morris Fraser, London, Secker and Warbung, 1976) και “Secret Gardens; a study of the golden age of children’s literature” (Humphrey Carpenter, London. George, Allen & Unwin, 1985). Τέλος, ο James Kinkaid προσφέρει μια έξοχη ψυχολογική ανάλυση του ρόλου του τρομαχτικού Κάπταιν Χουκ στον Πήτερ Παν, στο βιβλίο “Child-Loving; the Erotic Child and Victorian Culture” (London, Routledge, 1993).

Απόσπασμα από το “The Little White Bird” του J.M. Barrie (ένα πρωτότυπο των περιπετειών του Πήτερ Παν, η διήγηση του θαυμασμού ενός μεσήλικα εργένη για ένα μικρό αγόρι. Είχε συγκεντρώσει διθυραμβικές κριτικές όταν δημοσιεύτηκε, πράγμα που μας λέει μερικά πράγματα για το πώς άλλαξαν οι αντιλήψεις τα τελευταία εκατό χρόνια).

“…Γνώριζα από διαίσθηση ότι περίμενε εμένα να του βγάλω τις μπότες. Τις έβγαλα με όλη τη σταθερότητα ενός χεριού κάποιας ηλικίας, και κατόπιν τον κάθισα στο γόνατό μου και του έβγαλα τη μπλούζα. Ήταν μια θαυμάσια εμπειρία, αλλά πιστεύω ότι παρέμεινα υπέροχα ήρεμος μέχρι που συνήλθα κάπως ξαφνικά από τα μικρά του αγκαλιάσματα, τα οποία με αναστάτωσαν βαθιά. Δεν μπορώ να συνεχίσω δημόσια με το γδύσιμο του Ντέιβιντ…

‘Ε, Ντέιβιντ’, είπα καθώς ανακάθισα, ‘θέλεις να έρθεις στο κρεβάτι μου;’ Η μητέρα είπε ότι δεν κάνει να το θέλω εκτός κι αν το θέλεις εσύ πρώτος’, τσίριξε, και χωρίς άλλη φασαρία η μικρή φιγούρα σηκώθηκε και πετάχτηκε προς τη μεριά μου. Το υπόλοιπο της βραδιάς ήταν ξαπλωμένος επάνω μου και διαγώνιά μου, και μερικές φορές τα πόδια του ήταν στην άκρη του κρεβατιού και μερικές στο μαξιλάρι, αλλά πάντα διατηρούσε την κυριότητα από το δάχτυλό μου…

Σκεφτόμουν ξαπλωμένος αυτό το μικρό αγόρι, το οποίο, στη μέση του έργου του, καθώς τον έγδυνα, είχε ξαφνικά θάψει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά μου… Τη μικρή μορφή του Ντέιβιντ να στάζει νερά στο μπάνιο και το πώς αποπειρώμουν να τον πιάσω καθώς γλιστρούσε μέσα από τα χέρια μου σαν πέστροφα. Ή το πώς είχα σταθεί στην ανοιχτή πόρτα ακούγοντας την γλυκιά αναπνοή του, είχα σταθεί τόσο πολύ που είχα ξεχάσει το όνομά του…”

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο γκέι zine “Ο πόθος” τ.21, Θεσσαλονίκη, Χειμώνας 1998

Ο Ντ. Χριστιανόπουλος στην ημερίδα Ομοφυλοφιλία και Κοινωνία (1991)

Ντίνος Χριστιανόπουλος

λογοτέχνης

Η ΗΘΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Τώρα τι να σας πω; Εγώ ήρθα κυρίως για ν’ ακούσω κι όπως βλέπω ήρθα τόσο αργά και δεν μπόρεσα να ακούσω τίποτα.

Αλλά ίσως και καλύτερα έτσι, γιατί από το λόγο που άκουσα το ρίξατε πολύ στην κουλτούρα και στη θεωρία και κατάντησε το θέμα ουσιαστικά σαν ένα πτώμα κατάλληλο προς ανατομία, ενώ μου φαίνεται ότι το θέμα μάς “τσούζει” σαν κάτι το ζωντανό κι όχι το πεθαμένο.

Για το τι λέει ο νόμος και ποια είναι η πρακτική; Μπορούμε να συζητήσουμε ώρες ολόκληρες. Αλλά δεν είναι έτσι. Με ενοχλεί η όλη αυτή τοποθέτηση που θεωρητικοποιεί τα πράγματα και αρχίζουν θεωρίες κι οι ατελεύτητες απόψεις γύρω απ’ αυτήν την ιστορία. Χώρια που δεν βλέπω και κανένα πρακτικό όφελος: Εσύ είπες αυτό, εγώ είπα αυτό, ένας άλλος σηκώνεται λέει κάτι άλλο. Και τι έγινε τελικά; Εν τω μεταξύ το θέμα είναι τόσο καυτό ώστε νομίζω ότι ο καθένας που ήρθε ουσιαστικά για να πάρει μια βοήθεια ή μια απάντηση, όχι για να γεμίσουν τα αυτιά του από παχιά λόγια.

Από την άποψη αυτή, φοβούμαι ότι θα σας απογοητεύσω. Μην ξεχνάτε ότι ανήκω σε μια παλαιότερη γενιά, τουλάχιστον κατά τριάντα χρόνια παλαιότερη από το μέσο όρο της δικής σας ηλικίας. Κι έχω εντελώς άλλη νοοτροπία, κι έχω διαμορφώσει τη ζωή μου με εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις.

Πριν από τριάντα και σαράντα χρόνια που πρόλαβα να ζήσω και να έχω βιώματα, ακόμα και η τόσο επιστημονικά ηλίθια λέξη “ομοφυλοφιλία” ήταν άκρως επικίνδυνη. Δεν μπορούσες ούτε να την πεις χωρίς να κοκκινίσεις. Και κινδύνευες και από κανένα χαστούκι στη μέση του δρόμου.

Αλλά και όλα τα λαϊκά της υποκατάστατα ήταν φοβερά επικίνδυνα. Έγινε μεγάλη πρόοδος προς αυτήν την κατεύθυνση και να λέμε τη λέξη αυτή χωρίς να κοκκινίζουμε, αμφιβάλλω όμως αν η πρόοδος είναι ουσιαστική και θα σας πω γιατί.

Γιατί εμείς στην εποχή μας ξέραμε ότι αυτή η ιστορία είναι μια τρομερή διαστροφή. Δεχόμασταν a priori την ενοχή που κουβαλούσε αυτό το σύμπλεγμα μέσα του. Σήμερα, όλοι, ιδίως μετά την εμφάνιση του κινήματος των gay στην Αμερική θεωρούν τη διαστροφή σαν κάτι το πολύ ντεμοντέ και τη σεξουαλική διαφοροποίηση σαν μια μικροδιαφορά. Μέσα στο τσουκάλι της εποχής μας που χωρούν όλα τ’ άλλα, χωράει κι η ομοφυλοφιλία. Επομένως, σκέφτονται σήμερα οι νέοι, γιατί να ντρέπομαι; Θα βγω, θα παλέψω και θα το καυχηθώ. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να γίνουν ακόμη και σωματεία. Πράγμα κατά τη γνώμη μου κακό. Γιατί τα σωματεία διαιωνίζουν την κατάσταση της γκετοποίησης, ενώ θα έπρεπε να κοιτάξουμε να μπορέσουμε να διαλυθούμε μέσα στην κοινωνία, όπως και το αλάτι διαλύεται μέσα στο φαΐ.

Αντίθετα, αυτή η γκετοποίηση δεν βλέπω σε τι οδηγεί, εκτός από το να διαιωνίζουμε το σταμπάρισμα και να προκαλούμε με ποικίλους τρόπους, ακόμα και επιστημονικούς, ακόμα και συνεδριακούς, την καχυποψία και σιχαμερή προκατάληψη, που εξακολουθούσε, εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί η προκατάληψη δεν προέρχεται από το νόμο, προέρχεται από τα ένστικτα. Και τα ένστικτα κανείς δεν μπόρεσε να τα αλλάξει. Επανέρχομαι, λοιπόν, στο ότι έχω εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις κι αμφιβάλλω, αν ούτε ένας από σας θα μπορούσε να συμφωνήσει μαζί μου. Κι αυτό το ζήτημα, ότι δηλαδή κοιτάζω την ομοφυλοφιλία με μια προσωπική ενοχή, φέρνει ένα άλλο ακόμη τρομερότερο:

Και πώς αντιμετωπίζεται;

Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι δεν έχω καμιά σχέση με τους προλαλήσαντες. Γιατί βλέπω πως όλος ο καημός σας ήταν η κοινωνία. Δηλαδή το τι κάνουν οι άλλοι: πώς στέκεται το κράτος απέναντι στην ομοφυλοφιλία, πώς στέκεται ο νόμος, πώς στέκεται ο κόσμος, πώς στέκονται οι άντρες. Κανείς δεν θέλησε να αναρωτηθεί:

Εμείς σαν άτομα πώς το αντιμετωπίζουμε προσωπικά; Άτομα; Γιατί αυτό βέβαια είναι ένας ατομικός καημός, δεν είναι συνδικαλιστικό σχήμα με σωματεία και δραστηριότητες. Ή το αντιμετωπίζεις με μια δική σου ηθική ή αλλιώς κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, μεταθέτοντας όλα τα προβλήματα και το φταίξιμο στην κοινωνία. Και ξέρετε τι εύκολο είναι αυτό; Οι άλλοι φταίνε, οι μπάτσοι φταίνε, τα υποκείμενα που τριγυρνάνε στα νυχτερινά στέκια, οι πάντες φταίνε! Και μόνο εμείς είμαστε οι αθώες παρθένες που από παντού τρώμε χαστούκια (ας πούμε) κι όλο αναρωτιόμαστε εξ αιτίας του ότι: “Τι έχουμε τέλος πάντων; Μια μικροδιαφορά αυτό είναι όλο κι όλο. Γιατί τόση αδικία; Γιατί τόσος κατατρεγμός;” Αλλά καταλαβαίνετε πως με μια τέτοια λογική δεν βρίσκεις άκρη. Γι’ αυτό σας λέω: αφήστε κατά μέρος το κράτος, το νόμο και την κοινωνία, και κοιτάξτε τι κάνει ο καθένας αυτήν τη στιγμή για να να αντιμετωπίσει το ατομικό του πρόβλημα.

Τι κάνει; Το βασικότερο απ’ όλα είναι να έχει συγκροτήσει έναν ηθικό κανόνα ζωής. Απο τη στιγμη, λόγου χάρη, που σουλατσέρνεις τη νύχτα στα στέκια, βεβαίως θα τύχει κάποτε να ξυλοκοπηθείς. Τι διαμαρτύρεσαι, μετά, που ξυλοκοπήθηκες; Δεν θέλεις να ξυλοκοπηθείς; Μη σουλατσέρνεις. Βρες έναν άλλον τρόπο για μα λύσεις το πρόβλημά σου. Αλλά μη λέμε ότι φταίνε…

Ακροατής: Πείτε έναν άλλο τρόπο.

Χριστιανόπουλος: Καταρχήν, δεν είμαι ούτε ηθικοδιδάσκαλος ούτε ήρθα για να δώσω απαντήσεις για τη λύση του προβλήματος. Τοποθετώ κι εγώ με τη σειρά μου μερικά γενικά πλάνα κι από κει και πέρα, ας κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει. Δεν θα δώσω εγώ [δυσανάγνωστο]

Ακούστε να δείτε. Επιμένω πάρα πολύ:

Πρώτον: Στο ότι το θέμα είναι, κατεξοχήν, θέμα ατομικό και όχι συλλογικό κι όχι κοινωνικό.

Δεύτερον: Αυτό το ατομικό θέμα, μόνος του ο καθένας θα προσπαθήσει να το αντιμετωπίσει και να βρει μια λύση που του πάει.

Τρίτον: Ποια θα είναι η λύση; Υπάρχουνε πάρα πολλές όπως ξέρεις. Ο Ωριγένης λ.χ. έκοψε την τσουτσού του! Δεν θα φτάσουμε βέβαια εκεί. Ούτε μου αρέσει και η περίπτωση των κρυφοομοφυλόφιλων που για κάποιον καθωσπρεσπισμό κόβουν το ίδιο το ένστικτό μέσα από τη ζωή τους. Αλλά ένας μοναχικός βίος μπορεί να διαμορφωθεί ανάλογα με το πώς βλέπουμε αυτό το πάθος και το τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε. Ας ακούσουμε τον Καβάφη που λέει ότι:

Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς
μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου
μες στις πολλές κινήσεις και ομιλίες

Λοιπόν, μην την εξευτελίζεις. Πείτε μου, ποιος ομοφυλόφιλος σκέφτηκε σοβαρά να μην εξευτελίζει τη ζωή του; Αντίθετα, φιρί-φιρί το πάμε, θαρρείς και υπάρχει ένας υποδόριος μαζοχισμός, για να επιτύχουμε την άκρα εξευτέλιση.

Ακροάτρια: Τι σημαίνει εξευτέλιση; Ο καθένας έχει μια προσωπικότητα.

Χριστιανόπουλος: Δεν θέλω θεωρίες. Το τι σημαίνει εξευτέλιση, δείτε το στην εγκυκλοπαίδεια. Στο κάτω-κάτω, τι με νοιάζει εμένα; Αλλά το τι πράγμα μάς εξευτελίζει, αυτό το ξέρουμε και χωρίς να γνωρίζουμε το νόημά του. Λοιπόν, να μην κοροϊδευόμαστε και να μην κάνουμε την πάπια. Το πράγμα είναι πολύ πιο σαφές και πιο οδυνηρό από τους εννοιολογικούς ορισμούς. Λοιπόν, προσέξτε. Ας το πάρουμε απόφαση: για όλα όσα τραβάμε, φταίει κυρίως ο εαυτός μας. Αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. Διότι, απ’ τη στιγμή που δίνουμε συγχωροχάρτι στον εαυτό μας και από τη στιγμή που για όλα φταίνε οι άλλοι, χάσαμε τον έλεγχο της ευκαιρίας από τα χέρια μας. Θα σας πω ένα παράδειγμα:

Κάποιος σε εκμεταλλεύεται. Φρικτό πράγμα, μια ολόκληρη ζωή να βαστάει η ερωτική εκμετάλλευση με χρήματα, με εκβιασμούς και άλλα.

Ναι, αλλά εσύ γιατί δέχτηκες να γίνεις το υποκείμενο μιας εκμετάλλευσης;

— Μα είχα μια αδυναμία και πήγα κι έπεσα σ’ αυτό το μούτρο.

— Να ήσουν λίγο πιο προσεχτικός. Να μην πέφτεις τόσο εύκολα στα μούτρα.

— Μα έχω ανάγκη από σεξ.

— Βεβαίως, το καταλαβαίνω, όλοι μας έχουμε ανάγκη από σεξ. Αλλά γιατί ταυτίζεις τη λαχτάρα του έρωτα με τη λύσσα της πουτανιάς;

Είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό, από το οποίο βέβαια δεν έχω γλιτώσει ούτε εγώ, σας εξομολογούμαι την αμαρτία μου. Αλλά θέλω να σας πω πόσο, αν καθίσει να τα σκεφτεί κανείς όλα αυτά τα πράγματα, θα ιδεί ότι τελικά φτάνουμε σε κάποιες τοποθετήσεις, όπου δεν ενδιαφέρει αν είσαι άντρας ή γυναίκα. Τα προβλήματα είναι ίδια.

— Δηλαδή λαχταράς αγάπη;

— Ναι.

— Κι έγινες πουτάνα; Γιατί;

Και η κάθε γυναίκα που λαχταράει την αγάπη κι αυτή πρέπει να πάει και να γίνει πουτάνα;

Αλλά όπως βλέπετε οι πιο πολλοί και οι πιο πολλές απόψεις ότι θα φτάσουν στην πουτανιά – υπάρχει αυτό που λέμε αυτοσυγκρατημός.

Δεν είναι δυνατό εγώ, επειδή έχω ανάγκη να αγαπήσω και να αγαπηθώ, να φτάσω στα έσχατα όρια να τρέχω τις νύχτες από δω κι από κει. Ούτε όταν φάω τα μούτρα μου τότε να τα ρίχνω όλα στους άλλους.

Λοιπόν, θέλω να σας πω (δε σας συμβουλεύω τίποτα): Θέλετε να τρέξετε; Τρέξτε. Θέλετε να βρείτε; Βρείτε. Άλλωστε, είτε το θέλετε είτε όχι, θα περάσετε κι από αυτό το κανάλι. Θα φάτε και κανένα ξυλοκόπημα και να είστε ευχαριστημένοι αν το φάτε μόνο μία φορά στη ζωή σας.

Το θέμα δεν είναι τί θα πάθει ο καθένας. Το θέμα είναι πώς βλέπει το πρόβλημα ο καθένας και γιατί αποφεύγει να παραδεχτεί ότι η λύση είναι καθαρά ατομική.

Αυτό για μένα είναι το πιο λεπτό και το πιο κρίσιμο σημείο. Διότι, αν παραδεχτούμε ότι έτσι είναι τα πράγματα, το επόμενο βήμα θα είναι, είτε θέλουμε είτε όχι, να μιλήσουμε για ηθική.

Ποια είναι λοιπόν η ηθική μας; Και τι έχει να πει ο καθένας γι’ αυτό το ζήτημα; Και με ποια δικαιολογία φτάσανε οι νεώτεροι, η ηθική τους να είναι να τα θέλουν όλα για πάρτη τους; Πώς είναι δυνατόν να απαιτούν μόνο τα δικαιώματά τους και να ξεχνούν τις υποχρεώσεις τους; Να απαιτεί από τον άλλον να σέβεται το κουσούρι του, το βίτσιο του, την ομοφυλοφιλία του, αλλά ο ίδιος να επιμένει να κουνιέται και να μην σκέφτεται καθόλου, ότι όσο πιο πολύ κουνιέται, τόσο πιο πολύ προκαλεί τον άλλον.

Δεν υπάρχει τέλος πάντων καμία ισορροπία κοινωνικών σχέσεων; Τίποτα; Δηλαδή και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο; Και να μου κουνιέσαι στο δρόμο και να απαιτείς οι άλλοι να σε σέβονται; Δεν γίνονταν αυτά τα πράγματα. Η κοινωνία είναι απερίγραπτα πιο μοχθηρή.

Άσε που και όμως προσπαθείς να μην προκαλείς και πάλι ακούς τα εξ αμάξει. Πόσο μάλλον και ν’ αρχίσεις το ξεσάλωμα. Λοιπόν θα μπορούσαμε, επάνω σε αυτό το μοτίβο, να πούμε πολλά. Δυστυχώς είμαι άρρωστος και κουρασμένος και δεν μπορώ να συνεχίσω παραπέρα.

Σας δηλώνω μονάχα το εξής: Δεν θα απαντήσω σε καμία απολύτως ερώτηση. Θέλω να το σκεφτείτε μόνοι σας, με τον εαυτό σας. Εγώ ένα μέρος απ’ αυτά που είχα να σας πω τα είπα. Από κει και πέρα σκεφτείτε τα μόνοι.

Συντονιστής συζήτησης: Ευχαριστούμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ήταν όντως μια νέα οπτική γωνία, αυτή που μας παρουσίασε. Συνεχίζουμε τις τοποθετήσεις — “ερωτήσεις” προς τον κ. Χριστιανόπουλο.

Ακροάτρια: Θα ήθελα να πω σ’ αυτό που είπε ο κ. Χριστιανόπουλος, ότι οι ομοφυλόφιλοι τριγυρνούν στα διάφορα στέκια, πως μου θυμίζει αυτό που λένε χρόνια τώρα στην πατριαρχική κοινωνία μας, ότι οι γυναίκες φταίνε που βιάζονται στο δρόμο γιατί κυκλοφορούν το βράδυ. Είναι ένας παραλληλισμός. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, αντιφάσκει. Αυτό ήθελα να πω σαν αρχή.

Επίσης, ως τώρα δεν έγινε κανένας συσχετισμός της ομοφυλοφιλίας με το γυναικείο κίνημα – έγινε μόνο κάποια αναφορά. Και θέλω να πω:

1ο: Η γυναίκα καταπιέζεται διπλά: Πρώτα σαν γυναίκα, σαν φύλο.

2ο: Για την ερωτική-πολιτική επιλογή της σαν λεσβία, ομοφυλόφιλη. Και πρέπει και άνδρες και γυναίκες, ομοφυλόφιλες και ομοφυλόφιλοι, να έχουνε μία αναφορά στο γυναικείο ζήτημα γιατί το ότι κατέληξε να καταπιέζονται αυτοί οι άνθρωποι είναι αποτέλεσμα της πατριαρχίας. Είπαμε στην αρχή ότι η ομοφυλοφιλία δεν συμβάλλει στην αναπαραγωγή. Γι’ αυτό υπάρχει άμεση σχέση και αναφορά – τονίζω – με το γυναικείο. Και νομίζω το ότι δεν έγινε αναφορά για το γυναικείο, αυτό προσβάλλει όλες τις γυναίκες και εμένα προσωπικά. Να μιλήσουμε και για προσωπικό καημό, κύριε Χριστιανόπουλε!

Χριστιανόπουλος: Μα δεν είχα καμία σχέση με τις λεσβίες, πώς να μιλήσω γι’ αυτές;

Βαλλιανάτος: Δε θέλω να κάνω ερώτηση στον κύριο Χριστιανόπουλο, ήθελα μόνο να πω τρία πράγματα για την τοποθέτησή του. Κατ’ αρχήν, τον σέβομαι και τον εκτιμώ για ο,τι έχει κάνει. Δεύτερο, δεν θα τολμούσα ποτέ τρεις ώρες, μετά από μία συζήτηση, να κρίνω τι είπαν οι ομιλητές. Και τρίτο, οι απόψεις του είναι παλιές, δεν είναι καινούριες. Εγώ κρατώ από όσα έχει επανειλημμένα και έχει δώσει να μαγνητοφωνηθούν, ότι ανήκει στη γενιά που παραδίδει και, επιτέλους, υπάρχει μια γενιά που παραλαμβάνει.

Ακροατής: Εγώ δε θα είμαι τόσο ευγενικός, όσο ο κύριος Βαλλιανάτος, απέναντι στον κύριο Χριστιανόπουλο. Όταν άκουσα ότι ο κ. Χριστιανόπουλος ήταν ένας από τους εισηγητές ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα. Οι μέχρι τώρα απόψεις του, ιδίως τα ποιήματά του και κυρίως εκείνο το ποίημά του για κινήματα, δεν μου επέτρεπαν να φανταστώ την παρουσία του εδώ πέρα. Ο κ. Χριστιανόπουλος ήρθε στο τέλος και εξέφρασε τις απόψεις του και ομολογώ ότι πάντα είμαι ευγενικός. Πρώτη φορά διακόπτω άλλο ομιλητή και το έκανα γιατί με πρόσβαλε και με εξόργισε.

Εξέφρασε τις απόψεις του ένας άνθρωπος που έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι ομοφυλόφιλος – δεν το κρύβει. Αλλά εξέφρασε τις πιο αντιδραστικές απόψεις που υπάρχουν πάνω στο θέμα, εξωραϊσμένες βέβαια μ’ ένα μαϊντανό λογοτεχνίζοντα. Πράγμα που απαλύνει λιγάκι στη σκληρότητα και την οξύτητα των απόψεών του. Τέτοιο μοιρολατρισμό ομολογώ, κ. Χριστιανόπουλε, δεν έχω ξαναδεί. Λίγο ακόμα και θ’ άρχιζα να κλαίω, ειλικρινά.

Θέλω επίσης να πω κάτι που άκουσα και με εξόργισε: Ο καθένα θα πρέπει να αντιμετωπίζει το ατομικό του πρόβλημα από μόνος του, γιατί το πρόβλημα είναι ατομικό, όχι συλλογικό, όχι πολιτικό και όχι κοινωνικό. Με συγχωρείτε, κ. Χριστιανόπουλε, αν αυτή τη στιγμή εγώ βγω με τον φίλο μου στην Τσιμισκή και είμαστε αγκαλιασμένοι και φιλιόμαστε, τι αντίδραση πιστεύετε θα υπάρξει; Δεν με ενδιαφέρει η αντίδραση του κόσμου αλλά θα υπάρξει μια κάποια αντίδραση, την οποία γνωρίζετε. Δεν είναι κοινωνικό πρόβλημα, κ. Χριστιανόπουλε; Πού ζω; Στην έρημο ζω;

Χριστιανόπουλος: Φιληθείτε με τον φίλο σας στο δωμάτιό σας και να πάψετε να σκανδαλίζετε στη μέση του δρόμου.

Ακρ.: Δηλαδή ο άνδρας που φιλάει τη φίλη του δεν σκανδαλίζει;

Χριστιανόπουλος: Όχι.

Ακρ.: Όχι;

Χριστιανόπουλος: Μη τα θέλετε όλα δικά σας, κρατηθείτε λίγο.

Ακρ.: Κύριε Χριστιανόπουλε, μιλάτε για ετεροφυλόφιλα πρότυπα. Μιλάτε ετεροφυλόφιλα.

Χριστιανόπουλος: Τι να σας πω!

Ακρ.: Το ότι υπήρχαν στο παρελθόν κάποια νομοσχέδια που ποινικοποιούσαν στην ουσία την ομοφυλοφιλία – μιλάω για εδώ πέρα, για την Ελλάδα (μιλάω εν έτει ’77-’78, για το νομοσχέδιο του Δοξιάδη) – δεν αποδεικνύει ότι είναι πολιτικό το πρόβλημα;

Χριστιανόπουλος: Τι να σας πω. Έτσι κι αλλιώς αυτά τα πράγματα από τότε που μπήκαμε στην ΕΟΚ θα άλλαζαν κάπως.

Ακρ.: Θα ήθελα να σας σας ευχαριστήσω, που ενώ είπατε πως δεν θα απαντήσετε σε ερωτήσεις απαντάτε.

Ακροάτρια: Εγώ ήθελα να σας πω ότι στην αρχή χάρηκα πολύ με την παρέμβασή σας, όπως επίσης θα έπρεπε να χαρούν και οι υπόλοιποι. Για ποιο λόγο: Χάρηκα κατ’ αρχάς που μπήκε το πρόβλημα της απενοχοποίησης ενός ομοφυλόφιλου. Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη πως ένας ισορροπημένος ομοφυλόφιλος είτε λειτουργώντας μέσα σε κίνημα είτε λειτουργώντας στο δρόμο είτε σ’ ένα μπαράκι, προφανώς αντιμετωπίζει πολύ καλύτερα τη λαθεμένη στάση της κοινωνίας. Στη συνέχεια, όμως, μου τα χαλάσατε. Φάνηκε δηλαδή ότι η ενοχή είναι μια “λυδία λίθος” του – υιοθετώ τη φράση σας — “προβλήματός μας”, αν και δεν συμφωνώ καθόλου με τον όρο. Γίνατε ένα με όλους αυτούς που θεωρούν την ομοφυλοφιλία σαν μια νεύρωση ή σαν μια διαστροφή. Δέχομαι απόλυτα ότι ένας νευρωτικός ομοφυλόφιλος πρέπει να εκλείψει και τη θέση του να πάρει ένας ισορροπημένος ομοφυλόφιλος – εάν είναι δυνατόν, ο κ. Μπαϊρακτάρης θα μας βοηθήσει. Στη συνέχεια ο κ. Χριστιανόπουλος άρχισε να βάζει ορισμένες λέξεις που σύγχρονα αποδείχνουν τη δική του ενοχή όλων αυτών των χρόνων – κατά τη δική μου άποψη. Μπήκε η λέξη ηθική. Μπήκε η ηθική ως ένα εξωτερικό πλαίσιο με προφορές του δρόμου όπως “ψωνίζομαι” κτλ. Η ηθική! Όπως καταλαβαίνετε, κ. Χριστιανόπουλε, και στο σπίτι σαν να μείνετε μ’ ένα παιδί ή να μένατε, θυμηθείτε λίγο ένα από τους πρώτους σας δεσμούς ή τις πρώτες σας νύχτες, αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σχετικό. Δηλαδή μπορεί να αγαπάς, να θυσιάζεσαι, αλλά να μην έχεις ηθική εάν θέλετε να μιλήσουμε με ψυχαναλυτικούς όρους. Ήταν δικαίωμά σας να βγάλετε τη δική σας ενοχή. Σας προσφέρω μια αφετηρία. Δεν ξέρω αν η θέση σας ως λογοτέχνη, το φολκλόρ στοιχείο που συχνά υιοθετείτε – κινησιολογικά και στην ομιλία – αποτελεί έναν υπέροχο τρόπο άμυνας, τον οποίο εγώ που έχω σπυράκια, πιθανώς, κι έτσι βαριά προφορά, δεν μπορώ να τον κάνω. Δεν τυχαίνω ευρύτατης αποδοχής σ’ έναν κύκλο που μπορεί να είναι π.χ. λογοτέχνες. Πείτε μου, στο αντίβαρο της άμυνας την οποία πολύ σωστά αποκομίζετε τόσα χρόνια, μέσω του λόγου έστω, σκεφτήκατε ποτέ την αγάπη, την υγεία του σώματος, την αποενοχοποίηση εν τέλει; Γιατί κι εγώ συμφωνώ ότι ένας ομοφυλόφιλος με ενοχές θα δημιουργήσει και ένα γκέτο από μέσα, εκτός από το γκέτο που υπάρχει απ’ έξω. Είναι εξαιρετικά προκλητικό να ξεκινάτε μια κουβέντα σωστά και έπειτα να την εκλαϊκεύετε για να αποσπάσετε την επιβεβαίωση μέσω γέλιου νεαρών ατόμων.

Μπαϊρακτάρης: Συμφωνώ απόλυτα με την έκφραση που διατύπωσε ο κ. Χριστιανόπουλος “σαν αναγκαιότητα διάχυσης στην κοινωνία”, πράγμα που προφυλάσσει από κάτι, το οποίο ήταν μέχρι σήμερα, πολλές φορές, μία συνέπεια της λειτουργίας του εγκεφάλου. Εκεί που θα διαφωνήσω όμως, και εκεί είναι η αντίφαση, κατά την άποψή μου, σ’ αυτά που είπε ο κ. Χριστιανόπουλος, είναι το ότι η αναγκαιότητα αυτής της κοινωνικής διάχυσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από το οικοδόμημα το οποίο έχει στήσει, δηλ. της ατομικής λύσης ή της ατομικής πια αντιμετώπισης τους προβλήματος ή της επιθυμίας, πράγμα που πολλές φορές, αν το πάρει κανείς αρκετά παρατραβηγμένα, μπορεί να οδηγήσει ή να οδηγεί στη δημιουργία αυτού που μλέγεται ατομικό γκέτο και με τη συγκεκριμένη έκφραση του παραδείγματος που ανέφερε “να μη φιληθείτε στο δρόμο” ή “φιληθείτε στο κλειστό σας δωμάτιο”. Νομίζω ότι το να φιληθούν στο δρόμο ήδη συντελεί στην κοινωνική διάχυση – στη διάχυση μέσα στην κοινωνία – ενώ το να φιληθούν μέσα στο δωμάτιο είναι αυτό που συμβάλλει στην ανατροπή αυτής της αναγκαιότητας – δεν την προωθεί καθόλου – της κοινωνικής διάχυσης.

Παρασκευόπουλος: Πρέπει να πω κάτι για λόγους προσωπικής αισθητικής. Μου ’τυχε πολλές φορές να μιλήσω σε ακροατήρια π.χ. συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, που ήτανε ιδιαίτερα συντηρητικά. Όταν έλεγα αποδεκτές απόψεις μου, έλεγαν είναι σωστά αυτά που λες. Όταν έλεγα κάτι και δεν άρεσε στο ακροατήριο, μου έλεγαν: “Αυτά που λες είναι θεωρίες”. Επομένως, όποιος μου λέει: “Αυτά που λες είναι θεωρητικά” έχω συνηθίσει να καταλαβαίνω ότι απλώς δεν συμφωνεί με το περιεχόμενο των όσων είπα και όχι ότι αυτά τα οποία είπα δεν μπορούν να επενεργούν σε ένα ακροατήριο, δεν μπορούν να αλλάξουν αντιλήψεις ή δεν έχουν σχέση με πρακτικές που αναπτύσσονται. Επί της ουσίας: το ζήτημα είναι ατομικό; Είναι κοινωνικό;

Να ξεκινήσω λοιπόν από τις απεχθείς θεωρίες μου. Λένε οι κοινωνιολόγοι ότι τον ίδιο άνθρωπο, αν τον πάρεις από κάποιες σχέσεις και τον βάλεις σε κάποιες άλλες, δρα διαφορετικά. Αν πάρεις το Γιώργο και τον βάλεις στο κέντρο της πόλης, από το χωριό, θα δράσει διαφορετικά. Αν ξαναπάει στο χωριό, θα δράσει όπως παλιά, πάλι διαφορετικά. Είναι ο Γιώργος του χωριού ή ο Γιώργος της πόλης; Πώς θα καταλάβει αυτός τον εαυτό του, αν δεν καταλάβει το κοινωνικό του περιβάλλον;

Άλλο παράδειγμα: Αλλιώς οδηγεί ο μετανάστης στη Γερμανία κι αλλιώς στην Ελλάδα. Ο Γερμανός τουρίστας αλλιώς οδηγεί, πειθαρχημένα και με σεβασμό στη Γερμανία, κι αλλιώς στην Ελλάδα, ο ίδιος ο Γερμανός όταν μπει στον ελληνικό χώρο.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι σε μεγάλο βαθμό την απόφασή σου, τον εαυτό σου, την προσωπικότητά σου, την καθορίζουν οι κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες βρίσκεσαι.

Ο άνθρωπος πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει τον εαυτό του. Και για να αλλάξει τον εαυτό του, πρέπει να καταλάβει τον εαυτό του. Αλλά ο άνθρωπος επειδή δε ζει μέσα σ’ ένα δοκιμαστικό σωλήνα με την ηθική του και με τα ένστικτά του, για να καταλάβει τον εαυτό του, πρέπει να καταλάβει και τους άλλους.

Ακροατής: Κύριε Χριστιανόπουλε, ομοφυλοφιλία δε σημαίνει να κάνεις έρωτα με έναν ομοφυλόφιλο. Το να βρεθώ μ’ ένα άλλο αγόρι σ’ ένα δωμάτιο και το να κάνω έρωτα, αυτό δε σημαίνει ότι είμαι και ομοφυλόφιλος. Είναι μια πρακτική, είναι τρόπος ζωής, ο οποίος δεν περιορίζεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Βγαίνει προς τα έξω. Βγαίνει προς τα ότι θα πάω με τον φίλο μου σε μια κοινωνική εκδήλωση, θα βγω μαζί του για ψώνια, θα βγω μαζί του να πάω να πιω καφέ, θα μας καλέσουν κάποιοι φίλοι για τραπέζι και χίλια δυο πράγματα. Δεν περιορίζεται στο κρεβάτι, κ. Χριστιανόπουλε!

Ακροατής: Πριν μία βδομάδα, διάβασα στην “Ελευθεροτυπία” από άρθρο του Τσαγκαρουσιάνου ότι οι ομοφυλόφιλοι έχουν τάση αλκοολισμού στο σεξ.

Χριστιανόπουλος: Με γεια του με χαρά του να χρησιμοποιεί ο,τι όρο θέλει.

Ακροατής: Μόνο αυτή είναι η απάντηση; Εσάς τι σας λέει ο αλκοολισμός;

Χριστιανόπουλος: Τώρα τι να σας πω; Δεν μπορούμε με πέντε κουβέντες να λύσουμε προβλήματα που κρατάνε μια ολόκληρη ζωή. Και είναι αστείο το ότι οι πιο πολλοί απάντησαν σε μια παρανυχίδα που έθιξα: αν θα πρέπει να φιληθούν μέσα ή έξω και πώς. Αστεία πράγματα! Εδώ υπάρχει ολόκληρος χείμαρρος σχέσης, νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Εγώ ήθελα να βεβαιωθείτε πόσο “αντιδραστικός” είμαι. Από τη στιγμή που βεβαιωθήκατε, είμαι ευχαριστημένος. Από ’και και πέρα ασχοληθείτε με την κοινωνία όσο θέλετε, κι αν θέλετε φιληθείτε, αν θέλετε μη φιληθείτε. Δεν με ενδιαφέρει. Αλλού είναι η ουσία. Πάντως, νομίζω ότι ο Τσαγκαρουσιάνος μ’ έχει αδικήσει λιγάκι. Είμαι σούπερ ερωτικός. Κι εδώ ακριβώς θα ήθελα να σας μπούνε ψύλλοι, ένα τόσο ερωτικό άτομο και με τόση πείρα, γιατί εμφανίζεται τόσο “αντιδραστικό”; Βλάκας είναι;

Ακροατής: Μια παρατήρηση που ίσως συνδυάζει τις δύο οπτικές. Επειδή παραλείπεται πάντα να μπει το ζήτημα της προσωπικής στάσης του καθένα, που εκεί είναι και το ζήτημα της ηθικής, πράγμα που αντιλήφθηκα από την τοποθέτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, νομίζω ότι θα πρέπει να πει ο καθένας και κυρίως οι ετεροφυλόφιλοι, πώς αντιμετωπίζουν αυτοί την ομοφυλοφιλία και μετά να πούμε αν φταίει η κοινωνία, το σύστημα, ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός, η ψυχολογία. Νομίζω ότι πρέπει να μπει ως πρόταγμα.