queer
comments 2

Πώς να είστε γκέι (2) – Η γκέι ταυτότητα πηγή δυστυχίας

Παραθέτουμε το δεύτερο μέρος από το βιβλίο “How To Be Gay” του David M. Halperin. Διαβάστε το πρώτο μέρος και την εισαγωγή εδώ. Η εικονογράφηση και οι λεζάντες είναι σχόλια του μεταφραστή.

Τι ήταν λοιπόν αυτό που εκείνες οι παλιές αδελφές στον κινηματογράφο του Castro κατανοούσαν στο πώς να είσαι γκέι το οποίο πολλά μέλη της δικής μου γενιάς είχαν χάσει; Αν θα έπρεπε να μεταφέρω σε λίγες λέξεις τι πιστεύω ότι ήταν αυτό, θα έλεγα ότι γνώριζαν πως η γκέι ανδρική επιθυμία δεν μπορεί να περιοριστεί είτε σε σεξουαλική επιθυμία είτε σε γκέι ταυτότητα.

Η γκέι ταυτότητα πηγή δυστυχίας

Η σεξουαλική επιθυμία είναι μόνο μία άποψη της γκέι ανδρικής επιθυμίας. Το σεξ δεν είναι το άθροισμα της queer απόλαυσης. Η γκέι επιθυμία επιζητεί περισσότερα από την επίτευξη της γκέι ταυτότητας. Η γκέι ταυτότητα δεν απαντά σε όλες τις απαιτήσεις της γκέι επιθυμίας. Η γκέι ταυτότητα δεν είναι αρκετή για μια πλήρη έκφραση της γκέι υποκειμενικότητας. Η γκέι ταυτότητα μπορεί κάλλιστα να εγγράφει το γεγονός της γκέι επιθυμίας. Μπορεί ακόμα και να αντικαθιστά τις δύστροπες αιτήσεις της, τις μη αναμενόμενες ορμές και ικανοποιήσεις της. Αλλά η γκέι ταυτότητα δεν συλλαμβάνει – και δεν μπορεί να συλλάβει – την γκέι επιθυμία σε όλο της το υποκειμενικό φάσμα και εύρος. Δεν μπορεί να την εκφράσει.

Η επιθυμία να γίνει ταυτότητα δεν γίνεται.

Η γκέι ταυτότητα δεν μπορεί να εκφράσει την γκέι επιθυμία ή την γκέι υποκειμενικότητα γιατί η γκέι επιθυμία δεν περιορίζεται στην επιθυμία για άντρες. Η γκέι επιθυμία δεν αποτελείται μόνο από επιθυμία για σεξ με άντρες. Ή από μια επιθυμία για έναν γκέι αντρικό κόσμο. Όλες αυτές οι επιθυμίες θα μπορούσαν, θεωρητικά, να αναφέρονται στην γκέι ταυτότητα, σε κάποια άποψη του τι ορίζει έναν γκέι άντρα. Αλλά η γκέι ανδρική επιθυμία στην πραγματικότητα συμπεριλαμβάνει ένα καλειδοσκοπικό εύρος από queer πόθους – από επιθυμίες και αισθήσεις και απολαύσεις και συναισθήματα – που υπερβαίνουν τα όρια οποιασδήποτε μοναδιαίας ταυτότητας και εκτείνονται πέρα από τις λεπτομέρειες της γκέι ανδρικής ύπαρξης.

Αυτός είναι ο λόγος που ένα κοινωνικό κίνημα που βασίζεται στην γκέι ταυτότητα οριζόμενη από την αποκλειστική αναφορά στους γκέι ανθρώπους – με τα LGBTQ κοινωνικά κέντρα και οργανώσεις της, τα λεσβιακά, bi και γκέι περιοδικά και μυθιστορήματα και τις ταινίες και την ποπ μουσική και τα τηλεοπτικά σόου και τα καλωδιακά κανάλια της, τις γειτονιές, τα μπαρ, κλαμπ, θέρετρα διακοπών και τις εκκλησίες της, τους πολιτικούς εκπροσώπους και ηγέτες και τις ομάδες πίεσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πορείες στους δρόμους και τις διαδηλώσεις, τις θεωρητικές και ακαδημαϊκές σημαντικές ανακαλύψεις της, τις ιστορικές ανακαλύψεις, τα πανεπιστημιακά μαθήματα και τους τομείς έρευνας – αυτός είναι ο λόγος που όλη αυτή η εμπορική και πολιτική και πολιτισμική δομή της γκέι ταυτότητας παραμένει μια διηνεκής απογοήτευση, αφήνοντας πολλά μέλη της γκέι εκλογικής περιφέρειας αενάως ανικανοποίητα. Η γκέι ταυτότητα – η gayness περιορισμένη στην ταυτότητα ή κατανοητή ως ταυτότητα – αποτυγχάνει να εννοήσει την ανδρική ομοφυλοφιλική επιθυμία στο απρόβλεπτο, μη συστηματικό σύνολό της. Απαντά μόνο σε μία διάσταση της γκέι ανδρικής υποκειμενικότητας.

Κι όμως, η ταυτότητα έχει καταστεί η προτιμώμενη κατηγορία για να σκεφτόμαστε για την ομοφυλοφιλία. Επιπλέον, έχει προαχθεί εις άμεσο βάρος της ικανοποίησης ή του συναισθήματος ή της υποκειμενικότητας.

Το λεσβιακό και γκέι κίνημα έχει πολεμήσει εδώ και καιρό ώστε να κερδίσει για τους queer ανθρώπους τη θέση μιας πολιτικής μειονότητας. Έχει προσπαθήσει σκληρά για να πείσει τους άλλους να μας βλέπουν οριζόμενους από μια πολιτική κατηγορία – ήτοι, την γκέι ταυτότητα – γιατί μια τέτοια κατηγορία είναι ηθικά ουδέτερη. Και έτσι το λεσβιακό και γκέι κίνημα μάς έχει παρουσιάσει ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας που έχει υποφέρει και συνεχίζει να υποφέρει, αν και όχι από δικό μας πταίσμα, τόσο από επίσημες όσο και από ανεπίσημες διακρίσεις – που κυμαίνονται από έλλειψη ίσων δικαιωμάτων μέχρι την ανεπίσημη αγένεια και δυσφήμιση. Το να είσαι γκέι, κατ’ αυτή την άποψη, σημαίνει να είσαι μέλος μιας κοινωνικά μειονεκτούσας μειονότητας. Αυτή είναι σίγουρα μια αρκετά δίκαιη άποψη της κατάστασής μας. Αλλά υπάρχει επίσης ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό τίμημα που προέρχεται από τον ορισμό της ομοφυλοφιλίας ως πολιτικής και κοινωνικής, και όχι ως υποκειμενικής, κατάστασης: ένας τέτοιος αμιγώς πολιτικός ορισμός της gayness βοηθά να διαβεβαιωθεί ότι η ομοφυλοφιλία δεν θα γίνει ποτέ ξανά κατανοητή ως κάποιο είδος ψυχικής ασθένειας – ως μιας ασθένειας για την οποία φταίνε οι γκέι άνθρωποι ως άτομα, αντί για την ομοφοβική κοινωνία στην οποία ζούμε.

Το λεσβιακό και γκέι κίνημα έχει καλούς λόγους, επομένως, να υποβαθμίζει την υποκειμενική εμπειρία της ομοφυλοφιλίας, να παραλείπει τι αισθήματα μας προκαλεί η ομοφυλοφιλία. Είναι απολύτως δικαιολογημένο να υπάρχει ανησυχία ότι οποιαδήποτε προσοχή στις υποτιθέμενες ψυχικές ή συναισθηματικές μας ιδιαιτερότητες απλά θα επιβεβαίωνε αρχαίες προκαταλήψεις για την ψυχολογική ανωμαλία μας, προκαταλήψεις που έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο συχνά για να δικαιολογήσουν διακρίσεις κατά λεσβιών και γκέι αντρών. Έτσι, έχει ελαχιστοποιήσει τις υποκειμενικές και πολιτισμικές διαφορές μας, μέχρις του σημείου να τις αρνηθεί. Έχει διεξάγει μια επίμονη, σταθερή, επί δεκαετίες ιδεολογική πάλη για να απεικονίσει την ομοφυλοφιλία ως μια πολιτική κατηγορία, ή το πολύ ως μια κοινωνική κατηγορία, όχι ως μια συναισθηματική ή ψυχολογική ιδιαιτερότητα. Αποτέλεσμα όλων αυτών των προσπαθειών από λεσβίες και γκέι ακτιβιστές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκούς, είναι οι μόνες έγκυρες διαφορές (πέρα από τις σεξουαλικές διαφορές) που μπορούν να αποδοθούν στους γκέι ανθρώπους σήμερα, τουλάχιστον από οποιοδήποτε που θέλει να εμφανίζεται διαφωτισμένος και πολιτικά του κυρίαρχου ρεύματος, να είναι καθαρά κοινωνικές διαφορές.

Έτσι το τέχνασμα του λεσβιακού και γκέι κινήματος υπήρξε κατά το μεγαλύτερο μέρος επιτυχές. Αν μη τι άλλο, υπήρξε υπερβολικά επιτυχές. Γιατί έχει ουσιαστικά αποκλείσει το όλο ζήτημα της γκέι υποκειμενικότητας από την ευυπόληπτη έρευνα, καθιστώντας αδύνατο για εμάς να εξετάσουμε τους εαυτούς μας ή να εξερευνήσουμε με οποιοδήποτε συστηματικό ή έχοντα νόημα τρόπο τις μοναδικές ευαισθησίες και κουλτούρες μας – πέρα από ζητήματα σεξουαλικότητας. Έχουμε καταλήξει να επιβάλουμε μια αποστειρωτική συσκότιση σε πολλές χαρακτηριστικές απόψεις της queer ζωής που υπό άλλες προϋποθέσεις θα προσδιορίζονταν ως τα πιο αυθεντικά και, πιθανά, πιο αξιέπαινα γνωρίσματά της.

Παρά τα αδιαμφισβήτητα οφέλη της, η gay pride μάς αποτρέπει τώρα να γνωρίζουμε τους εαυτούς μας.

Πράγματι, το όλο νόημα των γκέι πολιτικών ταυτοτήτων ήταν να σταματήσει ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένων των εαυτών μας) από το να ρωτάνε υπερβολικά πολλές αδέξιες ή αδιάκριτες ερωτήσεις για το τι συμβαίνει στις εσωτερικές ζωές μας. Ένας από τους μακρόπνοους στόχους της πολιτικής ταυτοτήτων γενικότερα είναι να καθιστά τον κόσμο ασφαλή για την μειοψηφούσα υποκειμενικότητα μετατοπίζοντας το δημόσιο βλέμμα μακριά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των υποκουλτούρων της μειονότητας, ειδικά από οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει ανθρώπους που δεν ανήκουν σε αυτές τις υποκουλτούρες να νιώθουν άβολα με αυτές, καχύποπτοι με αυτές ή εξαιρούμενοι από αυτές. Εστιάζοντας την προσοχή, αντίθετα, σε συγκεκριμένες πολιτικές (και επομένως λιγότερο διαισθητικά ανησυχητικές) απαιτήσεις για ίση μεταχείριση, κοινωνική αναγνώριση και διαδικαστική δικαιοσύνη, τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα έχουν επιτύχει σημαντικά οφέλη για τα μέλη στιγματισμένων ομάδων. Αντίστοιχα, εκστρατείες για δικαιώματα μειονοτήτων έχουν σταθερά προασπιστεί την ταυτότητα (ποιοι είμαστε) εις βάρος της υποκειμενικότητας (πώς αισθανόμαστε) και έχουν δώσει έμφαση σε ζητήματα όπως η κοινωνική ισότητα, τα οφέλη της ποικιλομορφίας, οι απολαύσεις της διαφοράς, η ηθική της ειρηνικής συνύπαρξης.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι να υπονοείται ότι το φάσμα των μειονοτικών ταυτοτήτων δεν είναι περισσότερο προκλητικό ή προσβλητικό απ’ όσο ένα δείπνο εθνικής κουζίνας σε ένα διεθνές φεστιβάλ φαγητού: ένας μπουφές από τερπνές αλλά ασήμαντες και δίχως νόημα παραλλαγές, ανοιχτές σε όλους. Μια πρόσκληση να διευρύνουμε το πολιτισμικό μας εύρος, παρέχοντας κάτι σε όλους για να απολαύσουν – δίχως κανείς να είναι υποχρεωμένος να δοκιμάσει τα πάντα, ιδιαίτερα οτιδήποτε δείχνει ιδιαίτερα χυδαίο ή αηδιαστικό. Κάνοντας μερικά βήματα πίσω από τις λεπτομέρειες της queer ζωής, βρίσκουμε καταφύγιο σε αβλαβείς γενικότητες: στην προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στον εορτασμό της ποικιλομορφίας, στην εκτίμηση της διαφοράς, στην υποστήριξη του πολυπολιτισμικού, στη μάχη για την κοινωνική δικαιοσύνη.

Οι μεγαλύτεροι ευεργετούμενοι από αυτή τη μόδα της αναπαράστασης της πολιτισμικής διαφοράς με όρους αθώας και άκακης ποικιλομορφίας είναι εκείνες οι περιθωριοποιημένες ομάδες που φέρουν ακόμα ένα μεγάλο βάρος στίγματος και των οποίων η δημόσια συμπεριφορά συνεχίζει, για τον λόγο αυτό, να εγείρει ισχυρή γενική απώθηση: Αφροαμερικάνοι που χρησιμοποιούν Μαύρα Αγγλικά στη Λευκή κοινωνία, γκέι άντρες που φιλιούνται στο δρόμο, butch γυναίκες που διεκδικούν ηγετικούς ρόλους και επιβάλλουν εξουσία επί των ανδρών, ή άτομα με αναπηρία που επίμονα και φορτικά διαπραγματεύονται ένα σχηματισμένο περιβάλλον που δεν έχει σχεδιαστεί για αυτά. Η ταυτότητα βοηθά να “καλυφθούν” να αδιάκριτα και αποδιοργανωτικά χαρακτηριστικά των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, οι πιο καταφανώς ορατές φανερώσεις τους – ακριβώς εκείνα τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των στιγματισμένων μειονοτήτων που τις προκάλεσαν να είναι στιγματισμένες εξ’ αρχής. Η ταυτότητα παρέχει μια προστατευτική ασπίδα ενάντια στην ανησυχία που οι στιγματισμένοι πληθυσμοί συχνά προξενούν στους “φυσιολογικούς” ανθρώπους – δηλαδή, ανθρώπους που δεν υποφέρουν από το εν λόγω στίγμα και είναι ενσαρκώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό την κοινωνική νόρμα.

Η ταυτότητα μπορεί να επιτελέσει αυτή την σημαντική πρακτική και πολιτική λειτουργία γιατί επιτρέπει και πράγματι ενθαρρύνει φυσιολογικούς ανθρώπους να κατηγοριοποιούν τα μέλη ενός στιγματισμένου πληθυσμού ως μια ενιαία ομάδα, όχι επί της βάσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς τους, αλλά πιο ουδέτερα, επί της βάσεως της “ταυτότητάς” τους – δηλαδή, του ότι είναι όλοι μέλη μιας “κοινότητας”. Η κατηγορία της “ταυτότητας” προσφέρει εύλογα εδάφη για να βασιστεί επάνω της ως ζήτημα αρχής η ίση μεταχείριση των ατόμων που ανήκουν σε μια τέτοια κοινότητα αναπαριστώντας τους ως μια γενική τάξη ανθρώπων – ως μια ομάδα όπως οποιαδήποτε άλλη – και υποβαθμίζοντας τις κοινές, επιδεικτικές διαφορές, όλες εκείνες τις μυστήριες και ενοχλητικές αταξίες οι οποίες τουλάχιστον εν μέρει ορίζουν, διακρίνουν και συνιστούν την ομάδα εξ αρχής. Όπως το θέτει ο Michael Warner, αναφερόμενος στις σεξουαλικές μειονότητες, “Η ταυτότητα … μας επιτρέπει να απομακρύνουμε τους εαυτούς μας από οποιαδήποτε ανοιχτή εκδήλωση της queerness”. Οι πολιτικές της ταυτότητας επιτελούν με τον τρόπο αυτό μια σημαντική πρακτική υπηρεσία. Παρόλο που πηγάζουν από ένα μοντέλο κοινωνικής διαφοράς, οι πολιτικές ταυτοτήτων, στο μέτρο που επιμένουν στην ταυτότητα ως μια γενική – ακόμα και οικουμενική – κοινωνική κατηγορία, συνεισφέρουν στην υπέρβαση των ιδιαίτερων διαφορών και επομένως στο τυφλό απέναντι στην ταυτότητα σχέδιο της αφομοίωσης.

Ακριβώς επειδή ο στόχος των κυρίαρχων γκέι πολιτικών είναι να προωθηθεί μια αγαθή θέση αποδοχής προς τις σεξουαλικές μειονότητες, αναπαριστώμενες όχι ως υποκείμενα με έναν διακριτό τρόπο ύπαρξης και συναίσθησης αλλά ως μέλη μιας γενικής, βασισμένης στην ταυτότητα, ομάδας, οι γκέι άνθρωποι έχουν πιεστεί να καλύψουν την queerness τους, να χαλιναγωγήσουν τις ευαισθησίες τους και να υποβαθμίσουν τις διαφορές τους από τον συνηθισμένο κόσμο. “Η πρόοδος στα γκέι δικαιώματα”, υποστηρίζει ο Daniel Harris, “συχνά κερδίζεται σε βάρος των ιθαγενών, μη αλλοτριωμένων πολιτιστικά ιδιοσυγκρασιών μας ως μειονότητα, ο οποίες πρέπει να υποτονιστούν ή να διαγραφούν τελείως ως να πετύχουμε εμείς πλήρη κοινωνική αποδοχή. Η γκέι απελευθέρωση και η γκέι αισθαντικότητα είναι σταθεροί ανταγωνιστές”.

Αυτός ο ανταγωνισμός δεν έχει οδηγήσει στον ολική εξαίρεση της γκέι αισθαντικότητας από τη δημόσια σκηνή, φυσικά, ούτε έχουν επιτύχει οι πολιτικές επιταγές να καταπιέσουν κάθε αναξιοπρεπή έκφραση της λεσβιακής και γκέι επιθυμίας, υποκειμενικότητας και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Οι εορτασμοί των gay pride στα μεγάλα αστικά κέντρα ακόμα έχουν τις μοναδικά queer, υπερβατικές, καρναβαλίστικες αντιπροσωπείες τους – από τις dykes on bikes μέχρι τους boy-lovers, από τις drag queens μέχρι τους πορνοστάρ. Αλλά τέτοιες εικόνες αναπαριστούν μια διακεκριμένη ντροπή για την επίσημη, δημόσια εικόνα της Αμερικάνικης γκέι ταυτότητας, με τις πολιτικές της της ευηποληψίας, της κοινωνικής υπευθυνότητας και της επιβεβαίωσης. Στην εβδομάδα που ακολουθεί οποιαδήποτε παρέλαση gay pride, δεκάδες γράμματα εμφανίζονται στις τοπικές εφημερίδες (και mainstream και γκέι) διαμαρτυρόμενα πως το gay pride έχει γίνει τσίρκο (freak show) και πως η παρουσία όλων αυτών των φλογερών πλασμάτων στην παρέλαση δίνει στην ομοφυλοφιλία Κακό Όνομα και είναι Κακή Για Τον Σκοπό.

Η γκέι πολιτική ταυτοτήτων έχει σίγουρα μας έχει εξασφαλίσει ένα αδιαμφισβήτητο και ανεκτίμητο σύνολο ελευθεριών και αδειών. Αλλά τώρα αρχίζει να αποκαλύπτει τις ατέλειες των ίδιων των αρετών της και να μας υποβάλλει σε έναν εκπληκτικό αριθμό αυξανόμενα ενοχλητικών περιορισμών. Μπορεί να έχουμε γίνει περήφανοι για την γκέι ταυτότητά μας, και ακλόνητοι για τις ομόφυλες επιθυμίες και σχέσεις μας. Κι όμως παραμένουμε απελπιστικά ντροπιασμένοι για το πόσο queer αισθανόμαστε και δρούμε – ντροπιασμένοι για τα ένστικτά μας, για τις αγάπες και τα μίση μας, για τη στάση μας, για τις μη καθιερωμένες αξίες μας, και τους τρόπους που υπάρχουμε, για τις κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές μας. Αντί να εορτάζουμε την ιδιαίτερη υποκειμενικότητά μας, τις ξεχωριστές απολαύσεις μας και την χαρακτηριστική κουλτούρα μας, έχουμε επιτύχει μια gay pride εις βάρος τους.

Όταν, για παράδειγμα, λέω ότι είμαι γκέι – όταν “ταυτίζομαι” ως γκέι ή όταν αποκαλύπτω την γκέι “ταυτότητά” μου – υιοθετώ μια στρατηγική βασισμένη στην ταυτότητα, που έχει παραχθεί από την ίδια την γκέι πολιτική ταυτοτήτων, ώστε να χειριστών την κοινωνική διαφορά που έχει η σεξουαλική διαφορά μου σε έναν ετεροκανονικό κόσμο. Συγκεκριμένα, επιλέγω να παρουσιάζω τη σεξουαλικότητά μου ως ουδέτερο χαρακτηριστικό της κοινωνικής μου ύπαρξης, λίγο πολύ σαν να δήλωνα την εθνικότητα ή το φύλο μου. Πράττοντας έτσι, ωφελούμαι από ένα θετικό, μη φοβικό, μη παθολογικό όρο που παρέχεται για λογαριασμό μου από ένα πολιτικό κίνημα πολλαπλών γενεών για την λεσβιακή και γκέι απελευθέρωση, υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Καθιστώντας τον όρο “γκέι” διαθέσιμο σε εμένα, το κίνημα μού έχει δώσει έναν τρόπο να ονομάσω τη σεξουαλικότητά μου χωρίς να την περιγράψω και χωρίς να κάνω συγκεκριμένες αναφορές στις σεξουαλικές επιθυμίες, αισθήματα ή πρακτικές μου. Μπορώ να αναγνωρίσω την σεξουαλικότητά μου ανοιχτά και ξεκάθαρα, ακόμα κι όταν βάζω σε παρένθεση τις απεχθείς λεπτομέρειες της σεξουαλικής συμπεριφοράς και της πολιτισμικής διαφωνίας μου. Η γκέι ταυτότητα-ετικέτα μού επιτρέπει επίσης να συστήνω τον εαυτό μου κοινωνικά χωρίς να επανέρχομαι σε εξευτελιστική ή άλλως μολυσμένη ψυχολογική, θεολογική, εγκληματολογική, κοινωνιολογική, σεξολογική, ιατρική ή ηθική γλώσσα (“ανώμαλος”, “σοδομίτης”, “διεστραμμένος”, “σεξομανής”, “ψυχοπαθής”, “ομοφυλόφιλος”).

Δεν έδειχνα πάντα τόσο ενδιαφέρον προς τον όρο “γκέι” κι εγώ, το παραδέχομαι. Για κάποιο διάστημα, τότε που τον πρωτοσυνάντησα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μου έκανε έντονη εντύπωση ως ατυχές δείγμα πολιτικού λεξιλογίου – το οποίο, με την εύθυμη επιμονή του στο πόσο χαρούμενοι υποτίθεται ότι έπρεπε όλοι να είμαστε, απλά προκαλούσε την εμφάνιση του φάσματος που καταφανώς αγωνιζόταν να εξορκίσει, του φάσματος μιας θλιμμένης και αξιολύπητης ομοφυλοφιλίας.

Αλλά αυτά συνέβαιναν τότε. Είμαστε στο σήμερα.

Το πλεονέκτημα του “γκέι”, σήμερα, είναι ότι πλέον δεν σημαίνει τίποτα από μόνο του. Σίγουρα δεν υπονοεί ότι οι γκέι άνθρωποι είναι gay με την έννοια του ανεβασμένου ή του χαρούμενου. Η λέξη έχει γίνει ένας συμβολικός – όχι ένας περιγραφικός ή εκφραστικός – προδιορισμός. Λειτουργεί εξ ολοκλήρου ως ένας συμβατικός όρος αναφοράς. Απλά αναφέρεται σε ανθρώπους που κάνουν μια ομόφυλη σεξουαλική επιλογή αντικειμένου προτείνοντας ίσως, επίσης, ότι δεν ντρέπονται για τη σεξουαλικότητά τους και δεν επιζητούν να την κρύψουν.

Ως τέτοιο, το “γκέι” επιτρέπει στη σεξουαλικότητά μου να δηλωθεί δημόσια κάτω από το κάλυμμα ενός ευγενικού προσδιορισμού, σχεδόν ενός ευφημισμού, και με όρους ταυτότητας αντί ως μια ερωτική υποκειμενικότητα ή μια σεξουαλική συμπεριφορά. Μου επιτρέπει να παρουσιάσω τον εαυτό μου ως μέλος ενός λαού ή έθνους ή φυλής, μιας ανθρώπινης συλλογικότητας εν πάσει περιπτώσει, αντί ως ένα μεμονωμένο διεστραμμένο (deviant) άτομο – ένα τέρας, φρικιό, εγκληματία, αμαρτωλό, ή κοινωνικά απόβλητο. (Μπορώ κάλλιστα να επιλέξω να προσαγορεύσω τον εαυτό μου ως διεστραμμένο, ως κοινωνικό ή σεξουαλικό παρία, πράγμα που κάνω όταν δίνω στον εαυτό μου την ετικέτα “queer”, αλλά τουλάχιστον αυτό είναι μια επιλογή μου, δεν είναι πλέον ισόβια καταδίκη).

Επομένως ο όρος “γκέι” ταυτοποιεί την σεξουαλικότητά μου χωρίς να επικαλείται την βιωμένη πραγματικότητα της και χωρίς να πραγματεύεται διεξοδικά τα σεξουαλικά αισθήματα, φαντασιώσεις ή πρακτικές μου. Κατ’ αυτή την έννοια, ακούγεται σχετικά αξιοπρεπής και λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η λέξη “σύζυγος” για τους παντρεμένους, αναφερόμενη σε μια σεξουαλική ταυτότητα χωρίς να φέρνει ρητά στο προσκήνιο ποιο είναι το σεξουαλικό στοιχείο σε αυτή.

Αυτό είναι μεγάλη ευκολία.

Αλλά αυτή η ευκολία έχει κάποιο συγκεκριμένο κόστος. Πρώτα απ’ όλα, η προοπτική της επίτευξης κοινωνικής αποδοχής με την προώθηση της γκέι ταυτότητας εις βάρος της γκέι σεξουαλικότητας καθιστά δελεαστικό να κατασκευαστεί ένα είδος επίσημης, δημόσιας γκέι ταυτότητας ολοκληρωτικά διαχωρισμένη από το σεξ. Αυτός είναι ο πειρασμός για τον οποίο μας προειδοποιεί εύγλωττα ο Michael Warner στο The Trouble With Normal, παροτρύνοντάς μας να μη γυρίσουμε την πλάτη μας στη εξεζητημένη και περιπετειώδη queer κουλτούρα που έχουμε δημιουργήσει γύρω από το σεξ, να μην ξεπουλήσουμε εκείνα τα μέλη των κοινοτήτων μας που δεν θάβουν (ή δεν μπορούν να θάψουν) διακριτικά τη σεξουαλικότητά τους στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, και να μην επιλέγουμε την αξιοπρέπεια εις βάρος του σεξ.

Παρομοίως, ο John Howard, ένας διακεκριμένος γκέι ιστορικός, παραπονιέται ότι η αμερικάνικη λεσβιακή και γκέι ιστορία “συχνά εξωραΐζει τις ερωτικές αλληλεπιδράσεις queer ιστορικών υποκειμένων. Απασχολημένη με την ταυτότητα, την κουλτούρα και την πολιτική, κάποιες φορές παραβλέπει ευγενικά το εύλογα καθοριστικό χαρακτηριστικό της υπόθεσης, το ομοφυλόφιλο σεξ.” Καθώς οι γκέι άντρες έχουν αποκτήσει πρόσβαση στην δημοφιλή κουλτούρα και στην εκπροσώπηση στα media ακριβώς βάζοντας σε παρένθεση ή υποβαθμίζοντας τις συγκεκριμένα σεξουαλικές διαστάσεις των ζωών τους – δείτε την επιτυχία ταινιών και τηλεοπτικών σειρών όπως Philadelphia, Will and Grace, Queer Eye for the Straight Guy, Rent και Brokeback Mountain – έχει ακουστεί ένα πλήθος από φωνές που υποστηρίζουν αυτή τη διαμαρτυρία του Warner ενάντια στην απο-σεξουαλικοποίηση των γκέι αντρών. Έχω συνεισφέρει σε αυτή την κριτική κι εγώ, και δεν πρόκειται να συζητήσω μέχρι εξαντλήσεως εκείνα τα προγενέστερα επιχειρήματα εδώ (ii). Το ζήτημα, πιστεύω, έχει τεθεί σωστά, ακόμα κι αν η συμφωνία υπέρ του δεν είναι τόσο ευρεία όσο θα ήθελα.

Αντίθετα, έχω τώρα μια διαφορετική, σχεδόν αντίθετη θέση να προτείνω. Θα επιχειρηματολογήσω ότι ο μετασχηματισμός της ομοφυλοφιλίας από μια σεξουαλική διαστροφή σε μια κοινωνική ταυτότητα, και οι πολιτικές απαιτήσεις του gay pride, έχουν τείνει να αντιστρατεύονται οποιαδήποτε σοβαρή γκέι έρευνα στην εσωτερική ζωή της ομοφυλοφιλίας – ειδικά εκείνων των μη σεξουαλικών διαστάσεών της για τις οποίες οι γκέι άνθρωποι είναι ακόμα αβέβαιοι ή νευρικοί. Η γκέι υποκειμενικότητα, και οι χαρακτηριστικές πολιτισμικές πρακτικές που την φανερώνουν, μπορεί τώρα να έχει καταστεί τόσο ανυπόληπτη, τόσο ταμπού, όσο και το queer σεξ. Ένα όνομα για αυτή τη στρατηγική αποφυγή της γκέι υποκειμενικότητας, για αυτή την άρνηση να την εξερευνήσεις, είναι, πολύ απλά, η “γκέι ταυτότητα”. Ή, τουλάχιστον, η γκέι ταυτότητα λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο όταν θεωρείται να είναι ένας στοιχειώδης, πρωτεύων όρος, ένας όρος δίχως συστατικά μέρη και χωρίς υποκειμενικές διαστάσεις, ένας όρος που πρέπει να γίνει δεκτός καθ’ ονομαστική αξία και ο οποίος δεν δέχεται περαιτέρω ανάλυση. Οι γκέι άνθρωποι απλά υπάρχουν. Κάποιοι άνθρωποι είναι γκέι. Έχω μια γκέι ταυτότητα. Και αυτό είναι όλο. (Έχεις κάποιο πρόβλημα με αυτό;)

Λοιπόν, ναι, στην πραγματικότητα έχω κάποιο πρόβλημα με αυτό. Όχι, φυσικά, με το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι γκέι. Και όχι απλά με τον τρόπο που αυτή η γκέι ταυτότητα συχνά καταλήγει να βάζει στην ντουλάπα την σεξουαλικότητα (αν και όντως μοιράζομαι την ανησυχία του Warner και επιδοκιμάζω πλήρως την κριτική του). Στο κάτω κάτω, η γκέι ταυτότητα τουλάχιστον αναγνωρίζει την γκέι σεξουαλικότητα στο βαθμό που επιμένει στην ομόφυλη σεξουαλική έλξη ως το καθοριστικό χαρακτηριστικό της γκέι ταυτότητας, και όντως παρέχει μια κοινωνική βάση στην οποία μπορούμε να διεκδικούμε υπερηφάνεια για τις σεξουαλικές σχέσει και σεξουαλικές υποκειμενικότητές μας. Το βασικό πρόβλημά μου με την πολιτική λειτουργία της γκέι ταυτότητας σήμερα είναι ότι κατά την πορεία της διεκδίκησης της δημόσιας αναγνώρισης και της αποδοχής του γεγονότος της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας (μερικές φορές εις βάρος του γκέι σεξ, ασφαλώς), το επίσημο γκέι και λεσβιακό κίνημα έχει ουσιαστικά αποκλείσει την έρευνα πάνω στην queer αισθαντικότητα, στιλ, συναίσθημα ή οποιαδήποτε συγκεκριμένη, μη σεξουαλική μορφή queer υποκειμενικότητας ή συναισθήματος ή ηδονής.

Αυτή η καταστολή κάποτε υπηρετούσε έναν κρίσιμο πολιτικό σκοπό: μόνο αφαιρώντας έμφαση από το πόσο queer νιώθαμε, και αρνούμενοι πόσο πολιτισμικά διαφορετικοί είμαστε από τους στρέιτ ανθρώπους, μπορέσαμε να εξαλείψουμε από την ομοφυλοφιλία το μόλυσμα της ανωμαλίας και να αποτινάξουμε το βαρύ φορτίο της ψυχοπαθολογίας, της αρρώστιας. Τώρα το πρόταγμα να αρνηθούμε τη διαφορά μας είναι λιγότερο επιτακτικό από όσο ήταν κάποτε. Οπότε γιατί είμαστε ακόμα τόσο ευπτόητοι; Η αποφυγή μας είναι ακόμα πιο αινιγματική εφόσον διαιωνίζει μια σοβαρή συκοφαντία εναντίον μας: υπονοεί ότι είμαστε ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι. Και έτσι επισκοτίζει εκείνα ακριβώς τα πράγματα στη γκέι ζωή και την γκέι κουλτούρα που τις κάνουν ενδιαφέρουσες και πολύτιμες. Αρνείται το μοναδικό δαιμόνιο πνεύμα του να είσαι queer.

Αυτή η συνήθεια να προβάλλεται στο προσκήνιο η ταυτότητα και να υποβαθμίζεται στο παρασκήνιο η υποκειμενικότητα δεν γινόταν πάντα αντιληπτή σαν περιορισμός. Η προαγωγή των γκέι ταυτοτήτων εις βάρος των γκέι υποκειμενικοτήτων μπορούσε να είναι πολύ πιο εύκολα ανεκτή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και των αρχών της δεκαετίας του 1990, όταν αυτή η προστατευτική τάση έδειχνε να αντικατοπτρίζει τις επείγουσες απαιτήσεις μιας καταστροφικής πολιτικής κατάστασης.

Με την άνοδο της Νέας Δεξιάς (New Right), την αυξανόμενη ερήμωση του HIV/AIDS, την ξανά της μόδας ομοφοβία που εξαπολύονταν από τον ηθικό πανικό που περιέβαλλε την επιδημία, και την αποτυχία των περισσότερων κυβερνήσεων να αντιδράσουν αποτελεσματικά στην ιατρική καταστροφή που κυρίευε τους ίδιους τους πολίτες τους, το κατανοητό ερέθισμα του γκέι κινήματος ήταν να επιμείνει στην επιβίωσή μας ως λαός, να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας ως μέλη μιας ομάδας που γνώριζε μεγάλο συλλογικό κίνδυνο. Κι έτσι πασχίσαμε να τονίσουμε ότι ήμασταν κι εμείς μέλη σε διάφορες κοινωνικές και εθνοτικές ταυτότητες-κατηγορίες και επιζητήσαμε να υποβαθμίσουμε εκείνες τις υποκειμενικές διαστάσεις της ομοφυλοφιλίας, καθώς και εκείνα τα διακεκριμένα χαρακτηριστικά της γκέι ανδρικής κουλτούρας – για να μην πω για τις συναισθηματικές και ερωτικές ιδιαιτερότητες της queer ύπαρξης – οι οποίες στο μυαλό πολλών ανθρώπων ήταν υπεύθυνες για τη διάδοση του HIV εξ αρχής.

Αν οι γκέι άντρες δεν ένιωθαν ιδιαίτερα δεσμευμένοι από αυτή την τοποθέτηση σε αγκύλες του αισθήματος, της αισθαντικότητας, του συναισθήματος και την απτή διαφορά των βιωματικών εμπειριών τους, αν οι συντριπτικά πολιτικές αναπαραστάσεις της gayness ως μια συλλογική κοινωνική ταυτότητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν τους βάρυνε ως ιδιαίτερα καταπιεστική, αυτό οφειλόταν σε ένα δεύτερο, πιο διακριτικό παράγοντα. Η γκέι υποκειμενικότητα, όχι μόνο δεν είχε κατασιγαστεί, αλλά έδειχνε να θριαμβεύει παντού. Η δημόσια γκέι αντίδραση στον HIV/AIDS, στο κάτω κάτω, ήταν σαφώς βουτηγμένη στο συναίσθημα. Ή, μάλλον, ήταν βουτηγμένη σε δύο συγκεκριμένα συναισθήματα – οδύνη και οργή – συνοδευόμενα και ενισχυόμενα από τις επακόλουθες δημόσιες εκφράσεις τους: πένθος και μαχητικότητα.

Η οδύνη και η οργή, όμως, παρόλο που ήταν αδιαμφισβήτητα θερμά συναισθήματα, ήταν επίσης πολιτικά ενάρετα συναισθήματα. Εξέφραζαν όχι την ατομική αισθαντικότητα αλλά την προσωπική εμπειρία μιας συλλογικής καταστροφής. Όσο πιο προσωπικά ήταν, τόσο πιο υποδειγματικά έφταναν να φαίνονται – υποδειγματικά των βασάνων, της απώλειας και της θυματοποίησης των γκέι ανδρών ως ομάδα.

Έτσι η οδύνη και η οργή, κάθε άλλο παρά αναξιοπρεπή συναισθήματα, ήταν πολιτικά επιτακτικά, ήταν συναισθήματα που ήμασταν πολιτικά δεσμευμένοι να έχουμε. Κατ’ αυτή την έννοια, η οδύνη και η οργή δεν σε καθιστούσαν άτομο ή πρόσωπο, όσο ατομικά ή προσωπικά κι αν μπορούσαν επίσης να είναι. Δεν γινόταν να περιοριστούν σε ζητήματα ιδιωτικής υποκειμενικότητας, εάν αυτή οριζόταν από μια μοναδική, μη δυνάμενη να μοιραστεί εσωτερικότητα. Κάθε άλλο παρά περιορισμένες στο προσωπικό, η οδύνη και η οργή προώθησαν την γκέι ταυτότητα επιπλέον στη δημόσια σφαίρα. Αύξησαν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά της και επιτάχυναν στον μετασχηματισμό της σε μια δημόσια απαιτητή ταυτότητα, που άξιζε αναγνώρισης, αποδοχής και προστασίας. Δεν υπήρχε πολιτική τάση μεταξύ των αισθημάτων της οργής και της οδύνης και των απαιτήσεων της πολιτικής ορατότητας.

Υπήρχαν, όμως, ορισμένα queer συναισθήματα που οι γκέι άνθρωποι υποτίθεται ότι δεν θα έπρεπε να έχουν, και τα οποία δεν ήταν πολιτικά αξιοσέβαστα (iii). Κορυφαίοι γκέι συγγραφείς και διανοούμενοι, όπως ο Larry Kramer και ο Paul Monette, έκαναν πολύ ξεκάθαρο τον διαχωρισμό. Τα κακά γκέι συναισθήματα περιλάμβαναν τον ναρκισσισμό, στην ντροπή, το μίσος για τον εαυτό, την παθητικότητα, τη συναισθηματικότητα, τη δειλία και υποτιθέμενα καταστροφικές (το οποίο συχνά σήμαινε “έκλυτες”) μορφές σεξουαλικότητας. Σε αντίθεση με την οδύνη και την οργή, αυτά τα αισθήματα ήταν απλά προσωπικά, με την έννοια ότι εξέφραζαν όχι μια ομαδική ταυτότητα αλλά ατομικές αδυναμίες. Υπονοούσαν ακόμα και παθολογία: συμπτωματοποιούσαν τα επίμονα αποτελέσματα των τραυμάτων που είχαμε υποφέρει κατά τους προηγούμενους αιώνες κοινωνικής καταπίεσης, αποτελέσματα από τα οποία είχαμε ανεπαρκώς απελευθερώσει τους εαυτούς μας. Το HIV/AIDS δεν μας επέτρεπε πλέον την πολυτέλεια μιας μη πλήρους πολιτικής ταύτισης, την πολυτέλεια να μην αγωνιζόμαστε για ψυχική αποαποικιοποίηση. Ο εχθρός δεν βρισκόταν μόνο στους διαδρόμους της εξουσίας, αλλά επίσης μέσα στις ψυχές μας (“Hitler in my heart”, όπως θα το έθετε πολλά χρόνια μετά ο Antony Hegarty, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Antony and the Johnsons). Ήταν παραπάνω από αναγκαίο να ξεφορτωθούμε οποιαδήποτε συναισθήματα μας απέτρεπαν να βρεθούμε συλλογικά μαζί σε ένα νέο μαχητικό, ακόμα και στρατιωτικού χαρακτήρα, κίνημα. Αυτή δεν ήταν η στιγμή για να εορταστούν οι αντικοινωνικές, μαλθακές queer απολαύσεις του ναρκισσισμού και της παθητικότητας.

Antony and the Johnsons – Hitler in My Heart

As I search for a piece of kindness
And I find Hitler in my heart

And he is whispering
“As sure as love will spring
From the Well of Blood in Vain, oh Jew!
The Well of Blood in Vain!”
La la la la la la

And I fell into a deeper precipice
With mouths of rapists
Jaws dropped down
Jaws dropped down
Jaws dropped

Don’t punish me
For wanting your love inside of me
Don’t punish me
For wanting your love inside of me

And I find Hitler in my heart
From the corpses flowers grow

And I find Hitler in my heart
From the corpses flowers grow

And I find Hitler in my heart
From the corpses flowers grow
Flowers grow
From the corpses flowers grow
Flowers grow

Μέρος αυτού που ξεχώριζε το καλό γκέι συναίσθημα από το κακό γκέι συναίσθημα, επομένως, ήταν ότι το καλό είδος δεν ήταν αποκαλυπτικό προσωπικά ή ψυχολογικά. Οργή και οδύνη μπορούσαν να απαιτηθούν δημόσια και να τις υποδυθούμε ακριβώς γιατί δεν εξέφραζαν κάποια ιδιόρρυθμη, ατομική, προσωπική και πιθανά παθολογική εσωτερική κατάσταση που βασάνιζε τους γκέι άντρες. Αντίθετα, εξέφραζαν τη συλλογική μας κατάσταση της πολιτικής καταπίεσης και αντίστασης, τη συλλογική μας θυματοποίηση από μια επιδημία και από μια κοινωνία που αυτάρεσκα το παρακολουθούσε να συμβαίνει. Εξέφραζαν επίσης την άρνησή μας να το υπομείνουμε ήσυχα, να κρατήσουμε τα βάσανά μας μακριά από το δημόσιο βλέμμα, να κρύψουμε τη σεξουαλικότητά μας, να βάλουμε τις σχέσεις μας στην ντουλάπα, να αφήσουμε τους καταπιεστές μας να ξεφύγουν από τη δύσκολη κατάσταση.

Ως τέτοια, τα αισθήματα οργής και οδύνης δεν χρειάζονταν να τα αρνηθούμε. Στο κάτω κάτω, προέρχονταν όχι από τις κατεστραμμένες ψυχές μας, αλλά από την αντικειμενική, πολιορκούμενη κατάστασή μας. Ήταν ψυχολογικές αντιδράσεις σε μια εξωτερική απειλή, μια εξωτερική καταστροφή – μια αντίδραση σε μια συμφορά που μας είχε επισκεφτεί προερχόμενη έξω από εμάς. Ήταν μια υγιής αντίδραση στην απώλεια.

Το HIV/AIDS ήταν ακριβώς όχι η εσωτερική αλήθεια για την ανδρική ομοφυλοφιλία, όχι το εξωτερικευόμενο και ορατό σημάδι μιας εσωτερικής ή πνευματικής ασθένειας, ούτε η τιμωρία για το γκέι αμάρτημα ή το γκέι έγκλημα, δεν ήταν αυτό που μας άξιζε. Εξ ου η χαρακτηριστική πολιτική τακτική να μετατρέψουμε την οδύνη μας σε οργή, το πένθος μας σε μαχητικότητα. Το ζήτημα ήταν να εκφράσουμε την προσωπική και συλλογική μας επιμονή ότι το HIV/AIDS ήταν μια καταστροφή στη δημόσια υγεία, επιτεινόμενη από την αδιαφορία και την ομοφοβία, όχι η κατάληξη της εσωτερικής λογικής της ανδρικής ομοφυλοφιλίας της ίδιας. Ήταν ένα τρομαχτικό ιστορικό δυστύχημα, και δεν είχε τίποτα να κάνει με εμάς, ή με το ποιοι ήμασταν ως γκέι άντρες, εκτός στο βαθμό που κατηγορούμασταν συλλογικά για την ίδια επιδημία της οποίας ήμασταν θύματα.

Στην μακριά σκιά της επιδημίας του HIV/AIDS, υπήρξε δυνατόν για τους γκέι άντρες να υπεκφύγουν της επίγνωσης ότι έχει επιβληθεί μια συσκότιση στην έκφραση ή στη διερεύνηση του queer συναισθήματος. Στο κάτω κάτω, η γκέι ζωή ήταν ήδη για πολύ καιρό κορεσμένη στο συναίσθημα, μουσκεμένη στα δάκρυα και κατακλυσμένη με οργή. Τώρα που ο HIV/AIDS ακτιβισμός, αν και όχι το ίδιο το HIV/AIDS, υποχωρεί από την πρώτη γραμμή της γκέι ανδρικής ζωής, τουλάχιστον μεταξύ Λευκών ανθρώπων στον ανεπτυγμένο κόσμο, τώρα που οι πολιτικές απαιτήσεις του HIV/AIDS ακτιβισμού αλλάζουν, τώρα που η οδύνη και η οργή αρχίζουν να χάνουν το μονοπώλιό τους στο εύρος των queer συναισθημάτων που μπορούν να εκφραστούν ανοιχτά, και τώρα που η queer κουλτούρα επανεφευρίσκει συνεχή μεταξύ της σύγχρονης λεσβιακής και γκέι ύπαρξης και προηγούμενων, προ του Stonewall μορφών σεξουαλικής παρανομίας, δείχνει αυξανόμενα δυνατό να διερευνήσεις όψεις ή διαστάσεις της εσωτερικής ζωής της ομοφυλοφιλίας που όχι πολύ καιρό πριν έδειχναν πολιτικά αμφίβολες, για να μην πω δυσάρεστες – και, σε κάθε περίπτωση, εκτός ορίων για μια λεπτομερή εξερεύνηση.

iΣτο πρωτότυπο: “Gay Identity and its discontents”. Βασιστήκαμε στην δημοφιλέστερη απόδοση στα Ελληνικά του έργου του Φρόιντ “Das Unbehagen in der Kultur / Civilization and Its Discontents” — “Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας”

iiSee David M. Halperin, “Gay Identity and Its Discontents,” Photofile 61 (December 2000): 31–36, somewhat expanded as Halperin, “Identité et désenchantement,” trans. Paul Lagneau-Ymonet, in L’infréquentable Michel Foucault: Renouveaux de la pensée critique, ed. Didier Eribon (Paris: EPEL, 2001), 73–87; Spanish translation by Graciela Graham in El infrecuentable Michel Foucault: Renovación del pensamiento crítico, ed. Eribon (Buenos Aires: Letra Viva/EDELP, 2004), 105–120.

iiiOn the difference between emotions that are politically good and those that are politically bad, see Sianne Ngai, Ugly Feelings (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2004); and Anne Anlin Cheng, The Melancholy of Race: Psychoanalysis, Assimilation, and Hidden Grief (New York: Oxford University Press, 2002), both discussed in Love, Feeling Backward, 12–14, with considerable pertinence to the issues reviewed here.