Από το 1965 στο πεζοδρόµιο, 60 ετών σήµερα, η Αλόµα παραµένει η τραβεστί-θρύλος και ανελλιπώς, κάθε βράδυ, συνεχίζει να βγαίνει στη λεωφόρο Καβάλας για το νυχτοκάµατο.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Screw #10, Οκτ. 2009. Συνέντευξη στον Γιάννη Χατζηγεωργίου
«Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό, κοντά στο Κιλκίς. Αγροτική οικογένεια, με επτά ετεροθαλή αδέλφια. Εγώ είχα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου, συνήθως αυτό συμβαίνει με τους ομοφυλόφιλους. Αυτήν είχα ως πρότυπό μου, όλο στην αγκαλιά της ήθελα να είμαι, δεν ήθελα να πηγαίνω στα καφενεία, επιθυμούσα τη γυναικεία παρέα. Στα 9 μου χρόνια, καθώς κάναμε μπάνιο σε ένα ποτάμι, κάποιος ηλικι ωμένος γείτονάς μας ξεχώρισε εμένα από όλα τα παιδιά που παίζαμε μαζί, με πήγε παράμερα, έβαλε το κεφάλι μου μέσα στο νερό για να μην ακούγομαι και με βίασε. Το αίμα από το σώμα μου κοκκίνισε το νερό. Έκλαιγα, σπάραξα, αλλά δεν το είπα στους γο νείς μου. Αυτός ο βιασμός, έχω την εντύπωση ότι επίσπευσε την κατάσταση της ομοφυλοφιλίας. Όσα παιχνίδια παίζαμε μετά με τα άλλα παιδιά είχαν μέσα πάντα κάτι σεξουαλικό – κι εγώ ήμουν ανέκαθεν ο παθητικός. Έκανα τη δασκάλα ή όταν παίζαμε κρυφτό όλοι ήθελαν να είναι στην ομάδα μου, επειδή εκεί που κρυβόμασταν εμείς παίζαμε σεξουαλικά παιχνίδια. Τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον αυτά τα παιδιά θα έχουν οικογένειες και εγγόνια».
«Ως παιδί, δεν έκανα όνειρα. Δεν είχα περιθώρια για όνειρα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής, δε με άφηνε το κακό οικογενειακό περιβάλλον να συγκεντρωθώ στα μαθήματά μου, παρόλο που ήμουν έξυπνο παιδί. Στα 15 μου χρόνια πήγα στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκα για τρία χρόνια ως βοηθός σερβιτόρου. Έμενα σε ένα μικρό δωματιάκι στην πόλη. Μόνος μου. Ήμουν πολύ θηλυπρεπής και οι άλλοι με πείραζαν. Φαινόμουν και μου είχαν κολλήσει τη ρετσινιά. Τότε με έκραζαν και με έδερναν. Όλα τα αφεντικά με έδιωχναν και βρισκόμουνα πάντοτε στους δρόμους να ψάχνω για δουλειά. Ζούσα ένα μαρτύριο. Ακόμη και το σεξουαλικό, δεν το ζούσα. Το έκανα ασυνείδητα, εκσπερμάτωνε ο επιβήτορας αλλά εγώ δεν μπορούσα, ήθελα να αυνανιστώ».
«Το 1966, βγήκα για πρώτη φορά στο πεζοδρόμιο, σε ηλικία 17 ετών. Ήμουν στη δεύτερη φουρνιά τραβεστί που βγήκαν στην Ελλάδα – σχεδόν από τους πρώτους. Τυχαία έγινε. Είχα πάει σε ένα κομμωτήριο, εκεί πήγαιναν και κάποιες τραβεστί και κουβέντα στην κουβέντα μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Μία από αυτές, η Τερέζα, με βάφτισε από τότε “Αλόμα”. Ξεκίνησα στα Λαδάδικα. Τότε οι ιερόδουλες έπαιρναν 15 δραχμές, επειδή όμως εμείς ήμασταν το καινούργιο φρούτο και κάναμε παρά φύσιν πράγματα που δε δέχονταν να κάνουν οι ιερόδουλες, ζητούσαμε 20 δραχμές. Εκείνη την εποχή υπήρχε πολύ μεγάλη αστυνομική βία. Στα 21 μου
ήρθα στην Αθήνα όπου και έμεινα. Κι εδώ όμως, ήμασταν “η ρετσινιά της κοινωνίας”. Αυτοί που μας κατηγορούν τη μέρα, έρχονται το βράδυ σε εμάς, κρυφά από όλους, και κάνουν το κέφι τους».
«Αυτός που πάει με τραβεστί, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι νορμάλ, είναι και αυτός, κατά κάποιον τρόπο, ανώμαλος. Γιατί δεν πάει με γυναίκα; Όταν είχα πρωτοβγεί, ήμασταν “οι παθητικοί”. Τώρα όμως έχουν αλλάξει οι συνθήκες και πολλές φορές είμαστε εμείς οι ενεργητικοί. Εμείς είμαστε τώρα “οι απόπάνω”. Όποιος τραβεστί μπορεί και είναι σήμερα ενεργητικός, θεωρείται προτέρημα για το επάγγελμα. Έχει πιο πολλή κονόμα. Σταματάνε οι πελάτες και ρωτάνε “Καυλώνεις;”. Άλλαξαν οι εποχές. Πολλοί, μάλιστα, αισθάνονται και ενοχές γι’ αυτό. Κάποιος γεροδεμένος, αφού υπήρξε παθητικός μαζί μου, μετά ήθελε να με σκοτώσει με ένα μαχαίρι επειδή έγινε ό,τι έγινε. Με κοίταξε με αγριάδα και μου είπε “Και τώρα τι συνέβη, ρε πούστη; Αντί να σε πηδήξω εγώ, με πήδηξες εσύ;”. Κατάλαβα γρήγορα τι θα γινόταν, έφυγα τρέχοντας και τη γλίτωσα. Μπορεί να με σκότωνε. Έχω άγιο. Τι να πω; Τέτοια συμβαίνουν πολλά. Σήμερα, η τιμή για κάθε πελάτη, κυμαίνεται από 30 έως 100 ευρώ. Ανάλογα με τα γούστα».
«Όλοι κρύβουν ένα μικρό ομοφυλόφιλο μέσα τους. Τώρα, και λίγο να γυναικοφέρνεις, περνάς για άντρας. Έχω δει πολλά. Δε με πειράζει όμως αν κάποιος ομοφυλόφιλος έχει παιδιά, αγαπάει τη γυναίκα του, έχει την οικογένειά του που τη λατρεύει και το βράδυ έρχεται σε εμένα για να ξεσπάσει. Με μέτρο και με προφύλαξη. Η οικογένεια και τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα, ας φεύγουν τα απωθημένα και οι κακίες με αυτόν τον τρόπο. Όλοι είμαστε όλα, αλλά όλα μέσα σε λογικά πλαίσια».
«Δεν μπόρεσα ποτέ να ερωτευτώ γυναίκα! Δεν μπόρεσα να το αισθανθώ. Άντρα ερωτεύτηκα τρεις φορές. Ο μεγαλύτερός μου δεσμός κράτησε δυόμισι χρόνια. Τότε έκανα παράλληλα και πεζοδρόμιο. Αυτός, αργότερα παντρεύτηκε. Θυμάμαι ότι όταν τελείωνα το βράδυ από το πεζοδρόμιο, αυτός έπαιρνε απολυμαντικό, έκανα γαργάρες και μετά κοιμόμασταν μαζί. Ήταν σαν κάτι βρόμικο που ήθελε να το καθαρίσει. Εγώ σκεφτόμουν “Πόσο βρόμικη μπο ρεί να είναι η δουλειά που κάνω, αφού κατά βάθος είμαι κοινωνικός λειτουργός;”. Κάνω κοινωνικό λειτούργημα. Εκσπερματώνουν οι διεστραμμένοι στις δικές μας πλάτες και ξεθυμαίνουν. Θα ήθελα να είχα ένα παιδί, αλλά ξέρω ότι δε θα μπορούσα να αντεπεξέλθω ως σύζυγος. Ένα παιδί θέλει και τη μάνα του και τον πατέρα του. Δεν μπορώ να έχω τη σωστή οικογένεια, όσο και να το θέλω».
«Με ρωτάς για τον Ταχτσή. Λοιπόν, ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένα άτομο καλλιεργημένο, αλλά είχε αυτή την ιδιαιτερότητα: Πήγαινε στις πιάτσες τις δικές μας και ικανοποιούσε το κέφι του. Το ’77 αποφασίσαμε με τον Θεοδωρακόπουλο και τον Βελισσαρόπουλο να κάνουμε ένα άτυπο κίνημα με πορείες και διαμαρτυρίες. Μια μέρα, διαβάσαμε στα Νέα ένα γράμμα του Ταχτσή εναντίον μας, στο οποίο μας αποκαλούσε “κατακάθια”. Εγώ το είδα ως μια άδικη επίθεση κι ένα βράδυ, όταν συναντηθήκαμε, μου έβρισε τη μάνα. Αυτό ήταν το πιο ιερό μου. Πήρα ένα τελάρο και τον χτύπησα στο κεφάλι. Ήρθε η Αστυνομία και πήγαμε στα δικαστήρια. Δικηγόρος μου τότε ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού. Μετά τα βρήκαμε με τον Κώστα, αλλά πάντοτε ο ίδιος αισθανόταν ανωτέρου επιπέδου άνθρωπος και μας απέφευγε».
«Ο Ταχτσής το διακινδύνευε. Άρχισε αυτό το πράγμα στα γεράματά του, έβαλε στήθος, μαλλιά φυτευτά. Η αλλαγή του από άντρας σε γυναίκα γινόταν με λεπτομέρεια και με διαφορετικό τρόπο από εμάς τους υπόλοιπους. Τον έλεγαν “Λίνα” και είχε μεγάλη επιτυχία διότι, σε αντίθεση με εμάς, περιποιούνταν πολλή ώρα τον πελάτη, το ζούσε. Όσοι νεαροί πήγαιναν μαζί του δεν ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με τον γερο-Ταχτσή! Όπου πήγαινε, πήγαινε μόνος του, ενώ εμείς λειτουργούσαμε σαν ομάδα, με αδελφοσύνη. Μετά, άρχισε να ξεφεύγει, να μην ελέγχει την κατάσταση, να παίρνει δυο-δυο και τρεις-τρεις. Όλοι μαζί. Ύστερα από ένα χρόνο, έμαθα για τη δολοφονία του».
«Εγώ, ποτέ μου δεν έκανα ναρκωτικά. Να φανταστείς, δεν καπνίζω καν. Εγώ πάντοτε πρόσεχα, προτιμούσα να χάσω το μεροκάματο παρά τη ζωή μου. Είχα επιτυχίες, όχι γιατί ήμουν εμφανίσιμος, αλλά διότι ήμουν τίμιος στη δουλειά μου». «Αν ξεκινούσα τώρα τη ζωή μου, δε θα έκανα αυτή τη δουλειά. Όχι. Τότε είχα ξεκινήσει από ανάγκη. Θα ήμουν ομοφυλόφιλος, αλλά θα επέλεγα να εργαστώ αλλού, σε μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά, στην οποία όμως να φοράω γυναικεία. Μου έγινε βίωμα αυτό: Και λεφτά να μου δώσουν, τα γυναικεία δεν τα κόβω».
«Εγώ διαφωνώ με την αλλαγή φύλου. Η εγχείρηση είναι σακατεμός, η ψυχούλα τους το ξέρει όσοι το κάνουν. Ο τραβεστί δεν είναι γυναίκα, είναι άντρας. Γεννήθηκε άντρας. Εγώ ποτέ δεν αισθανόμουν γυναίκα. Όταν μάλιστα μου ζητούσε ο πελάτης να είμαι ενεργητικός, πώς να πάω και να κόψω το όργανό μου; Ήταν και εργαλείο της δουλειάς μου».
«Μερικές φορές βάζω τα γυναικεία και ανεβαίνω στα τρόλεϊ. Φτιάχνω ένα ελαφρύ μακιγιάζ και κάνω το δρομολόγιό μου. Παίρνω μια σοβαρή εφημερίδα, κάνω ότι διαβάζω και παρακολουθώ τους γύρω πώς με κοιτάνε. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον».
«Έχω ζήσει διάφορα παράξενα στη δουλειά. Συνήθως αυτό συμβαίνει με ζευγάρια: Ο άντρας να είναι με μία γυναίκα κι εγώ να είμαι ντυμένος στα γυναικεία, ενεργητικός με τη γυναίκα. Δεν μπορώ να αντεπεξέλθω σε αυτό. Έτσι είναι η φύση μου».
«Δεν έχω φίλους. Τι συζήτηση να κάνω με ένα συνάδελφό μου, με τον οποίο διαφωνούμε σε ουσιώδη πράγματα, που θεωρεί τον εαυτό του γυναίκα; Στερούμαι τη φιλία. Έχω το σκυλί μου, τον Ιβάν, την αγάπη μου. Προσπάθησαν χθες να τον δηλητηριάσουν και πήγα να τρελαθώ. Δε θέλω να σκέφτομαι τα γεράματα. Τα φοβάμαι. Τα αφήνω φλου».
«Περνάω ένα μικρό Γολγοθά τα τελευταία χρόνια. Αισθάνομαι παραγκωνισμένος, αλλά δεν θέλω να είμαι δυστυχισμένος. Τώρα πια δεν μπορώ να αλλάξω. Έτσι με γέννησε η μάνα μου. Δεν εισέπραξα όση αγάπη θα ήθελα στη ζωή μου, αλλά, από την άλλη, δεν έδινα κι εγώ αγάπη για να πάρω πίσω. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά επειδή δεν ήξερα πώς είναι να δίνεις αγάπη. Δε γνώριζα τον τρόπο».
- Για την κηδεία της Αλόμα
- Η ραδιοφωνική συνέντευξη της Αλόμα στην ΟΠΟΘ – Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκη, 1990