Latest Posts

Στίρνερ και Νίτσε: Τα όρια του μηδενισμού

Του Ζήση Σαρίκα

Από την εκδήλωση στην Υφανέτ το 2004.

Η εποχή των δύο μεγάλων γερμανών στοχαστών για τους οποίους θα συζητήσουμε σήμερα είναι ο 19ος αιώνας. Ο πρώτος τον ανοίγει και ο δεύτερος τον κλείνει. Ο Μαξ Στίρνερ γεννήθηκε το 1806 (ένα χρόνο μετά, το 1807, εκδόθηκε η Φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ) και δημοσίευσε το μοναδικό έργο του Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του το1844, έτος κατά το οποίο γεννήθηκε ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Στίρνερ πέθανε το 1856 σε ηλικία 50 ετών. Με τη σειρά του, ο Νίτσε έγραψε το σπουδαιότερο έργο του, το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το 1883, έτος θανάτου του Καρλ Μαρξ. Ο Νίτσε έχασε τα λογικά του από το 1899 και πέθανε το 1900, σε ηλικία 56 ετών, έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε η Ερμηνευτική των ονείρων του Ζίγκμουντ Φρόυντ. (Προφανώς, οι συμπτώσεις αυτές δεν παραπέμπουν σε κάποιο μυστηριώδη «δόλο» της ιστορίας, αλλά είναι απλώς σημαδιακές «στιγμές» μέσα σε ένα ιστορικό και πνευματικό γίγνεσθαι.)

Λίγα λόγια τώρα, σχηματικά, για την εποχή. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από τεράστιες ανατροπές και ανακατατάξεις σε κάθε επίπεδο και σε παγκόσμια κλίμακα. Ουσιαστικά, παρατηρείται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική ο σταδιακός εκθρονισμός μιας αγροτικής παράδοσης αιώνων και η αντικατάστασή της από μια αστική, εκβιομηχανισμένη, τεχνοκρατική κοινωνία. Οι ιδέες της Γαλλικής αστικής επανάστασης του 1789 περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης μεταφράζονται στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού του έθνους και στον φιλελευθερισμό, με την έμφασή του στην ατομική ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη αγορά, δηλαδή στην αλματώδη και απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ένα αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής είναι η δημιουργία των εθνών-κρατών, όπως είναι η Γερμανία (που ενοποιήθηκε ανάμεσα στο 1828 και το 1888), η Ιταλία, το Βέλγιο, οι βαλκανικές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), η κατάρρευση παλιών αυτοκρατοριών, όπως είναι η αυστροουγγρική και η οθωμανική, και η εξάπλωση των ΗΠΑ προς τα δυτικά, η εκβιομηχάνισή της και η εντόπια επανάσταση της αγοράς, καθώς και η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός της Ρωσίας. Ένα δεύτερο αποτέλεσμα, στενά συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι η ακμή της αποικιοκρατίας: μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δυτικές αυτοκρατορίες μοιράζονται ολόκληρη σχεδόν την Αφρική, τη νοτιοανατολική Ασία και πολλά νησιά του Ειρηνικού ωκεανού.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συμβαδίζει και προωθείται από τις εντυπωσιακές και ραγδαίες προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και την παρεπόμενη έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, η οποία στηρίζεται αρχικά στη χρήση του κάρβουνου, του σίδηρου και του σιδηρόδρομου, αλλά προς τα τέλη του αιώνα, από το 1874 και εξής, στο ατσάλι, στα χημικά, στον ηλεκτρισμό και στο πετρέλαιο. Όψεις ή επακόλουθα της ανάπτυξης αυτής είναι ο πολλαπλασιασμός των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων, η γιγάντωση των πόλεων και η αστυφιλία, η άνοδος του επιπέδου ζωής, αλλά και το μεγάλωμα του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, και τέλος η γένεση ενός ογκώδους βιομηχανικού προλεταριάτου και η εμφάνιση και δράση σοσιαλιστικών, κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων.

Οι αντίστοιχες εξελίξεις στο ιδεολογικό επίπεδο (με την ευρύτερη έννοια του όρου) είναι εξ ορισμού τόσο πολύπλοκες και ετεροβαρείς που δεν επιδέχονται ανάλογη σχηματοποίηση. Θα περιοριστώ να πω ότι ο φιλελευθερισμός, με την έμφασή του τόσο στον ατομικισμό όσο και στην αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της συνεχούς «προόδου» του ανθρώπου συνολικά, με την επιμονή του σε μια δήθεν πραγμάτωση των ιδεών του Διαφωτισμού περί ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας, αποτελεί μια προσχηματική επικάλυψη τόσο της κυριαρχίας του κράτους και της «αντιπροσωπευτικής» ψευδοδημοκρατίας όσο και της διαιώνισης της ταξικής κοινωνίας και της ανισότητας των ανθρώπων. Αντίθετα, οι σοσιαλιστικές, κομουνιστικές και αναρχικές θεωρίες, πρεσβεύουν μια άλλη αντίληψη περί προόδου και μια ουσιαστική υλοποίηση των ιδεών του Διαφωτισμού (είναι αυτονόητο πως η διαπίστωση αυτή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να τις εξομοιώσει και να εξαλείψει τα ιδιαίτερα και συχνά αντιφατικά χαρακτηριστικά τους). Οι θεωρίες αυτές θέλουν να καταρρίψουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο την ταξική κοινωνία όσο και τις θεωρίες που τη νομιμοποιούν και πιστεύουν στη δυνατότητα ενός ριζικού και πρωτόφαντου ιστορικά μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τέλος, το αντίβαρο στις δύο αυτές «αισιόδοξες» τάσεις με τα πολυάριθμα παρακλάδια είναι ο μηδενισμός, η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα της προόδου, της βελτίωσης του ανθρώπου, της μεταρρύθμισης εν γένει, που φτάνει σε σημείο, αντλώντας ακόμη και από θεολογικές πηγές, να αρνηθεί κάθε νόημα στην ύπαρξη. Ο μηδενισμός μπορεί να είναι πεσιμισμός, μπορεί όμως να εκφράζει και ένα στρεβλό οπτιμισμό (για να το πω στην κοινή γλώσσα: αν δεν μένει πια τίποτε να ειπωθεί και αν τίποτε δεν έχει νόημα, κοιτώ τουλάχιστον να «περνώ καλά»).

Έρχομαι τώρα στους δύο στοχαστές που αποτελούν αντικείμενο της ομιλίας μου. Αφού σημειώσω πως και οι δύο παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα της ιδιαίτερα δραματικής εποχής τους (π.χ. ο Στίρνερ τις κοινωνικές εξεγέρσεις του 1848 και ο Νίτσε την Κομούνα των Παρισίων του 1871), θα δώσω λίγα βιογραφικά στοιχεία του Στίρνερ. Αυτός γεννήθηκε το 1806 και πέθανε το 1856 στη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και κλασική φιλολογία (ευτύχησε να έχει δάσκαλο τον ίδιο τον Χέγκελ), εργάστηκε για ένα διάστημα ως καθηγητής σε ιδιωτικό λύκειο θηλέων και κατόπιν (μετά το δεύτερο γάμο του και με το κεφάλαιο της γυναίκας του) επιχείρησε να γίνει, ανεπιτυχώς, έμπορος γάλατος. Στη συνέχεια μετέφρασε κάποια έργα άγγλων οικονομολόγων στα γερμανικά και τελείωσε τη διαδρομή του ως φτωχός παραγγελιοδόχος, που αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις επειδή τον κυνηγούσαν οι πιστωτές του.

Ο Στίρνερ ανδρώθηκε διανοητικά μέσα στο χώρο των νέων εγελειανών ή εγελειανών της αριστεράς, όπως ο Φόυερμπαχ, οι αδελφοί Μπάουερ, ο Νταβίντ Στράους, ο Ρούγκε, ο Ες και τελικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς, οι οποίοι προσπάθησαν να αποτινάξουν από πάνω τους, ο καθένας με τον τρόπο του, τη βαριά σκιά του Χέγκελ, προτάσσοντας ταυτόχρονα τη δική τους άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο.

Ο Στίρνερ υπήρξε συγγραφέας ενός και μοναδικού ογκώδους βιβλίου με τον τίτλο Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του. (Έγραψε και κάποια πολύ βραχύτερα κείμενα μικρότερης σημασίας.). Το βιβλίο αυτό ορθά παρομοιάστηκε με «κομήτη». Έλαμψε για λίγο έντονα στο ευρωπαϊκό πνευματικό στερέωμα, δέχτηκε δριμείες κριτικές, εξαφανίστηκε και επανεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, σπρωγμένο από την αίγλη που είχαν αποκτήσει διεθνώς τα έργα του Νίτσε. Έκτοτε παραμένει ορατό. Στα αγγλικά έχει μεταφραστεί δύο φορές, στα γαλλικά επίσης δύο, στα ιταλικά έξι κτλ. (Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνον αποσπάσματά του.).

Ας δούμε από πιο κοντά το βιβλίο αυτό. Ήδη από τον τίτλο του θέλει να δείξει ότι το άτομο, το εγώ, κάθε μεμονωμένο άτομο και μεμονωμένο εγώ, είναι μοναδικό και δεν μπορεί να αναχθεί σε καμιά κοινωνική, πολιτική ή θρησκευτική διάσταση. Ως τέτοιο, μπορεί λοιπόν να θεωρεί, δικαιωματικά, όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τον κόσμο και τους ανθρώπους, «ιδιοκτησία» του.

Το εγώ είναι η πρώτη αρχή, αλλά δεν μπορούμε να το ορίσουμε, διότι βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ροής και διάλυσης. Αν προσπαθήσουμε να το σκεφτούμε (δηλαδή να το ορίσουμε), τού στερούμε ακριβώς τη μοναδικότητά του, εφόσον, θέλουμε δεν θέλουμε, θα το κλείσουμε μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε κάποια γενική ουσία ή καθορισμό. Το εγώ βγαίνει μέσα από ένα δημιουργικό μηδέν, στο οποίο κάθε τόσο επιστρέφει.

Το πεπερασμένο αυτό εγώ διαθέτει αυτοκατοχή, μια ιδιότητα την οποία έχει πάντα και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και όταν είναι δούλος ή υφίσταται βασανιστήρια. Σε αντίθεση με την αυτοκατοχή, η πολυδιαφημισμένη ελευθερία είναι για τον Στίρνερ πλασματική έννοια, καθώς σημαίνει πάντα την «ελευθερία από κάτι». Όσο πιο ελεύθεροι όμως γινόμαστε, τόσο περισσότερους καταναγκασμούς ανακαλύπτουμε. Όσο για την «εσωτερική ελευθερία», την οποία μπορεί να έχει ακόμη και ένας δούλος (όπως υποστήριζαν ήδη από την αρχαιότητα οι στωικοί φιλόσοφοι), κι αυτή δεν είναι, για τον Στίρνερ, παρά φενάκη.

Ο μοναδικός, το εγώ, κινείται μέσα στον κόσμο μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποιεί μέσα όπως η πειθώς, ο εξαναγκασμός, το παρακάλιο ή η υποκρισία. Ποιος δεν είπε ψέματα σε έναν χωροφύλακα που τον συνέλαβε κάποτε; λέει ο Στίρνερ. Γι’ αυτό βλέπει τον κόσμο και τους ανθρώπους ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που χρησιμοποιεί για την προσωπική του απόλαυση, ως κάτι που μπορεί να διαθέσει όπως θέλει, ακόμη και να το χαλάσει, ανάλογα με τις επιθυμίες του και τις επιταγές της ελεύθερης θέλησής του. (Έννοιες όπως γενική βούληση, γενικό συμφέρον, καλό του συνόλου κτλ. είναι ψευδείς και αλλοτριωτικές κατά τον Στίρνερ.) Η έκταση και ο βαθμός στον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του το εγώ εξαρτώνται από την ποσότητα της δύναμής του. Αυτό είναι και το μόνο δικαίωμα του μοναδικού, ο οποίος δεν αναγνωρίζει κανένα άλλο δικαίωμα, υποχρέωση ή καθήκον, όπως τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα ή τα πάσης φύσεως ιερά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα.

Για να μπορέσει να ζήσει ο μοναδικός ως ιδιοκτήτης, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση εξέγερσης, προκειμένου να μπορεί να απαλλάσσεται από όλες τις μεγάλες και καθαγιασμένες φενάκες που στοχεύουν στην αλλοτρίωσή του. Αυτές είναι η ιδιοκτησία με τη γνωστή (όχι τη στιρνερική) έννοια του όρου, η οικογένεια, το κράτος, ο λαός, η κοινωνία, οι κοινωνικές τάξεις, η ανθρωπότητα, η κοινότητα, η ομάδα (κάθε ομάδα). Όλες αυτές είναι ψευδείς υποστάσεις και τάξεις εξάρτησης, ξένοι αφέντες που αποβλέπουν στην υποδούλωση του μοναδικού, στον ευνουχισμό του, στο να μη γίνει αυτό που είναι, στο να μην ζήσει τον εαυτό του. Για παράδειγμα, το δημιουργημένο από την αστική τάξη κράτος είναι ο κατεξοχήν απόλυτος μονάρχης που, με βάση ένα σύστημα δικαίου, καθορίζει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι (δικαιώματα και υποχρεώσεις), καθώς και τις συνθήκες νομιμότητας της ιδιοκτησίας. Το αποτέλεσμα όμως, που δεν το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του, οι αστοί, είναι η αυτονόμηση του κράτους. Το κράτος γίνεται μια εξωτερική, αυτοδύναμη βαθμίδα που βάζει φραγμό στα συμφέροντα του μοναδικού και συγχρόνως προσδιορίζει άπαξ διά παντός τα συμφέροντα των δικών του δημιουργών, των αστών. Συνεπώς, αυτοί είναι ευνουχισμένα εγώ, φυλακισμένοι στην ιδεοληψία που οι ίδιοι κατασκεύασαν. Εξυπηρετούν βέβαια μέσω του κράτους τα συμφέροντά τους, αλλά τα συμφέροντα αυτά είναι περιορισμένα, καθορισμένα, συρρικνωμένα, αιώνια και ανάλλακτα.

Τα ίδια ισχύουν και για τις άλλες φενάκες, τον λαό, την πατρίδα, την οικογένεια κτλ. Όλα αυτά τα νοητικά κατασκευάσματα αυτονομούνται, επιτυγχάνουν την αλλοτρίωση του εγώ, το κάνουν να θυσιάζεται για σκοπούς άλλους από τον δικό του. Στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, ο λαός, το σώμα των αθηναίων πολιτών, είχε αυτονομηθεί, με συνέπεια να καταπιέζεται και να μένει ανυπεράσπιστο το μεμονωμένο άτομο. Οι Αθηναίοι επινόησαν τον οστρακισμό, την αποπομπή των ανεπιθύμητων πολιτών, ακριβώς την εποχή που ο λαός απολάμβανε της μεγαλύτερης εκτίμησης. Θύμα αυτής της αυταπάτης έπεσε και ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος δεν άκουσε τις παραινέσεις των μαθητών του και δεν το έσκασε από τη φυλακή. Ήπιε το κώνειο, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ήταν κορόιδο, θύμα της πιο συντριπτικής φαντασίωσης των ανθρώπων της εποχής του. (Εξίσου κορόιδο φάνηκε, κατά τον Στίρνερ, και ο Χριστός, που άφησε να τον σταυρώσουν, ενώ είχε ήδη πετύχει την ανατροπή του «εθνικού» ειδωλολατρικού κατεστημένου.)

Αντίθετα, ο «αντιουτοπιστής» μοναδικός δεν πιστεύει σε κανένα «πρέπει». Δεν πιστεύει στις ηθικές αξίες, στην ισότητα, στη δικαιοσύνη, στη φιλία, στην αγάπη, είτε υπό κάποια υπαρκτή μορφή τους είτε υπό κάποια ιδεατή. Δεν πιστεύει σε καμιά θεωρία που μιλά για δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου, για πρόοδο του ανθρώπου ή για δυνατότητα έκφρασης της αληθινής φύσης του, αν γκρεμιστούν τα τείχη και σηκωθούν τα πέπλα που την καταστέλλουν και τη συσκοτίζουν. Οι κομουνιστικές ή αναρχικές ιδέες της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ίσης κατανομής του πλούτου και της καθαίρεσης του κράτους, που, αν πραγματωθούν, θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ζήσουν με αλληλεγγύη, ισότητα και ελευθερία, είναι γι’ αυτόν απάτες και παραπλανήσεις. Τόσο η «τυπική» ισότητα του φιλελευθερισμού (όπου όλα τα άτομα είναι «τυπικά» ίσα έναντι των νόμων, αλλά άνισα ως προς τον πλούτο και την εξουσία) είναι για τον Στίρνερ εξίσου κατακριτέα και απορριπτέα με την ιδέα της ουσιαστικής ισότητας, που θα προκύψει, κατά τους κομουνιστές και τους αναρχικούς, από την κατάργηση της ιδιοκτησίας, διότι και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που θα κυριαρχήσει είναι μια «απρόσωπη» κοινωνία, με τους νόμους και την ηθική της, η οποία συνεπάγεται εξ ορισμού την εκμηδένιση της μοναδικότητας του εγώ, την εξαφάνισή του ως προσώπου. Ισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να υπάρξει, αφού αυτοί διαθέτουν (και θα διαθέτουν εσαεί) διαφορετική ποσότητα δύναμης. Η ελευθερία δεν μπορεί να νοηθεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Αυτό θα ήταν αντίφαση στους όρους. Κάθε μορφή κοινωνίας, φιλελεύθερη, κομουνιστική ή αναρχική, επιβάλλει στο άτομο όρια που το εμποδίσουν να αντιδράσει απέναντι στους άλλους όπως του αρέσει. Το σλόγκαν «η ελευθερία μου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» δείχνει εύγλωττα πως με κοινωνικούς όρους η ελευθερία είναι πάντα σχετική, ελευθερία μέσα στον περιορισμό, στην καθυπόταξη ή και στη δουλεία. Επομένως, καμιά πολιτική επανάσταση ή ανατροπή δεν μπορεί να «ελευθερώσει» τον άνθρωπο.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όμως ότι ο μοναδικός είναι ερημίτης ή ασκητής. Συνάπτει σχέσεις (π.χ. φιλικές ή επαγγελματικές), ποτέ όμως δεν παραδίνεται σ’ αυτές, δεν αφήνει να τον ορίσουν, δεν θυσιάζει το συμφέρον του για χάρη τους. Ίσα ίσα, τις χρησιμοποιεί για το συμφέρον του. Οι σχέσεις του χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα και διαρκή αμφισβήτηση, διότι μέριμνά του είναι να αξιολογεί τον εαυτό του με βάση την αποκλειστικότητά του και όχι τις σχέσεις του. Μπορεί να αγαπάει (φιλικά ή ερωτικά) κάποιον ή κάποιαν, απεχθάνεται όμως τη ρομαντική ή αλτρουιστική αγάπη, την παράδοση στον άλλο, τη θυσία δηλαδή του εαυτού του. Αγαπάει μόνο στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς. Η ιδιοτέλεια είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει, ακόμη και σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως είναι ανιδιοτελείς. (Κατά τον Στίρνερ, και αυτοί είναι εγωιστές, αλλά, για να το πούμε έτσι, ασύνειδοι.) Έννοιες όπως φιλανθρωπία, οίκτος, αλληλεγγύη εκφράζουν, κατά τον Στίρνερ, κλασικές μορφές αυτοαλλοτρίωσης και αυτοπροδοσίας.

Ο μοναδικός του Στίρνερ είναι λοιπόν ο απόλυτος μηδενιστής (οπτιμιστής μηδενιστής)-εγωιστής, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ως ιδιοκτησία του, ως κάτι που μπορεί να μπορεί να απολαύσει σπαταλώντας το, διαλύοντάς το, ζώντας το, χρησιμοποιώντας το όπως του αρέσει. Κι αυτό το κάνει μόνος του, δίχως να θέλει να το μοιραστεί με κανέναν άλλο. Τον ενδιαφέρει μόνον το παρόν και δεν ζει με ελπίδες για το μέλλον ούτε αναγνωρίζει κανέναν ανώτερο σκοπό ή προορισμό. Ο μοναδικός μπορεί λοιπόν να κινηθεί όπως επιθυμεί ή κρίνει, αφήνοντας και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στόχος του δεν είναι η ανατροπή του κατεστημένου, του κράτους, της οικογένειας και των άλλων αλλοτριωτικών θεσμών, αλλά το ξεγέλασμά τους και η χρησιμοποίησή τους. Συνεπώς, ο μοναδικός μπορεί να είναι οτιδήποτε, τρομοκράτης, βομβιστής, κρατικός αξιωματούχος, άνθρωπος της θρησκείας κτλ., αν κρίνει και για όσο κρίνει ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα την επιδίωξη της προσωπικής ευχαρίστησής του. Ξέρει τι είναι οι θεσμοί, αλλά δεν αφήνει να «τον πιάσουν κορόιδο». Αντίθετα, τους εξαπατά αυτός. Είναι ένας «προηγμένος» κυνικός.

Τι είναι όμως η ευχαρίστηση, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα, η ελεύθερη θέληση του μοναδικού; Είναι πράγματα αυθύπαρκτα και αυτοκαθοριζόμενα; Και γιατί είναι η ηδονή κάτι αυτοφυές και αληθές, ενώ η παραγωγή αξιών και ιδανικών κάτι ετεροκαθοριζόμενο και ψευδές; Επιπλέον, δεν μπορεί να αντλείται ηδονή από οράματα ή ιδανικά; Γιατί είναι αυτοσκοπός η ηδονή; Ο Στίρνερ, αυτός ο μακρινός συγγενής του μαρκήσιου ντε Σαντ, εξετάζει ανεπαρκώς τα εύλογα αυτά ερωτήματα που σηματοδοτούν, μεταξύ άλλων, και τα όρια της σκέψης του, τα όρια του βιβλίου του, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε «οδηγός επιβίωσης μέσα στον καπιταλισμό».

Όλα λοιπόν ξεκινούν από τον εαυτό και καταλήγουν σ’ αυτόν. Για τον Στίρνερ, το γενικό ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος;» δεν έχει καμιά απολύτως σημασία και πρέπει να αντικατασταθεί από το ερώτημα «ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». Ωστόσο, παρόλο που ο Στίρνερ δεν ιλιγγιά μπροστά στην απομόνωση, στο μηδέν, στο κενό που πρεσβεύει, αλλά θέλει αντίθετα να το «χαρεί», και παρόλο που πιστεύει ότι οι αλήθειες του είναι «σχετικές» και μη ανακοινώσιμες (τότε όμως γιατί έγραψε το βιβλίο του;), κάνει μια περίεργη υποχώρηση. Υποστηρίζει ότι, αφού η κοινωνία είναι κάτι ψευδές και καταπιεστικό, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τον «συνασπισμό» ή «ένωση» των εγωιστών, μοναδικών δηλαδή ατόμων, που θα συνέχιζαν όμως να αποβλέπουν, εντός της ένωσης, στην ικανοποίηση των προσωπικών επιθυμιών τους. Η ένωση αυτή θα ήταν βέβαια ένας «πόλεμος όλων εναντίον όλων», με σκοπό την αύξηση της δύναμης του καθένα σε βάρος, φυσικά, των άλλων. Τα ερωτήματα που εγείρονται αμέσως μετά την αλλόκοτη αυτή σύλληψη είναι πολλά και σπουδαία. Θα περιοριστώ να πω ότι πρώτος ο νεοεγελειανός Μόζες Ες κατηγόρησε τον Στίρνερ γι’ αυτήν τονίζοντας ότι όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα δεν ήταν παρά παρόμοιες «ενώσεις» ή «συνασπισμοί εγωιστών», που απέβλεπαν και κατέληγαν στην εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους. Ο Ες δεν έλαβε πάντως υπόψη του ότι ο συνασπισμός του Στίρνερ θα λάμβανε χώρα ανάμεσα σε «μοναδικούς», δηλαδή σε αποφενακισμένα άτομα, σε άτομα που θα είχαν προβεί προηγουμένως σε καθολική απομυθοποίηση των πάντων και θα είχαν απαλλαγεί από κάθε είδος αυταπάτης. Ίσως η ιδέα της ένωσης ή του συνασπισμού των εγωιστών ή μοναδικών να είναι τελικά ένα «αντίδοτο» που δίνει ο ίδιος ο Στίρνερ στον απόλυτο ατομικισμό και μηδενισμό του. Όσο κι αν ο συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο, ίσως ο «συνασπισμός των εγωιστών» να είναι ένα σκιώδες κοινωνικό πρόταγμα, κάτι που ξεφεύγει δηλαδή από το παρόν και κατοικοεδρεύει στο μέλλον.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε κάποιους από τους υποτιθέμενους αντιπάλους και διαδόχους του Στίρνερ. Οι κριτικές που δέχτηκε ο Στίρνερ αμέσως μετά την εμφάνιση του «μοναδικού» του βιβλίου ήταν περισσότερες από τους επαίνους και προέρχονταν κυρίως από τους παλιούς του ομοϊδεάτες, τους εγελειανούς της αριστεράς, όπως τον Φόυερμπαχ, τον Ες και τον Μπάουερ. Την πιο δριμεία κριτική του άσκησαν όμως οι Μαρξ και Ένγκελς, το 1845-1846, με το βιβλίο τους Η γερμανική ιδεολογία, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε όμως σε δύο φάσεις, το 1903-1904 και το 1932, και έμεινε συνεπώς για πάντα άγνωστο στον Στίρνερ. Σημειώνω ότι ο Ένγκελς έκανε για πολύ καιρό παρέα με τον Στίρνερ στο Βερολίνο, στην ομάδα Die Freien, και είναι αυτός που τον κατέταξε το 1886 με το ατυχές βιβλίο του Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στην ίδια κατηγορία με τους αναρχικούς Μπακούνιν και Προυντόν.

Στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο εαυτός, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία είναι πράγματα κοινωνικά καθορισμένα και δεν μπορούν να εξεταστούν έξω από τα πλαίσια κάθε συγκεκριμένης εποχής και κοινωνικού περιβάλλοντος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατηγορούν τον Στίρνερ ότι οι έννοιές του τού μοναδικού και της αυτοσυνειδησίας είναι κενές αφαιρέσεις, απλοϊκός υλισμός και συνάμα απενσαρκωμένος ιδεαλισμός. Τονίζουν ότι, παρόλο που απεχθάνεται το κράτος, δεν μπορεί να το γκρεμίσει, διότι η εξέγερσή του είναι καθαρά «κατ’ όνομα», πλασματική. (Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι ο Στίρνερ δεν θέλει να καταργήσει το κράτος αλλά να το «εξαπατήσει».) Απορρίπτουν επίσης την έννοια των μοναδικών για κάθε άνθρωπο συμφερόντων, των καθαρά ατομικών συμφερόντων (για αυτούς ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, άρα υπάρχει πάντα, έστω και διαστρεβλωμένο, κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «γενικό συμφέρον»). Υποστηρίζουν, βεβιασμένα και άστοχα είναι αλήθεια, ότι οι απόψεις του Στίρνερ για την ιδιοκτησία τον καθιστούν εκπρόσωπο των γερμανών μικροαστών, που μόνη τους λαχτάρα ήταν να γίνουν αστοί και να καρπωθούν τα προνόμια των τελευταίων. Τέλος, μέμφονται, ορθά από μια ορισμένη οπτική γωνία, τον Στίρνερ για το ότι ανάγει τελικά όλες τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις ωφελιμισμού και εκμετάλλευσης.

Είναι φανερό πως άβυσσος χωρίζει τον Στίρνερ από τη μια και τους Μαρξ και Ένγκελς από την άλλη. Αρκούμαι εδώ να επισημάνω ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφήνονται να παρασυρθούν από την ούτως ή άλλως συζητήσιμη πεποίθησή τους ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση» και βλέπουν τον μοναδικό του Στίρνερ ως μια απόπειρα πλήρους ανεξαρτητοποίησης του εγώ, του εαυτού, από τα κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα. Ο Στίρνερ όμως αφήνει να εννοηθεί, υπόρρητα κατά τη γνώμη μου, ότι ο μοναδικός δεν είναι αλλά γίνεται. Γίνεται, όταν συνειδητοποιήσει και διώξει όλα τα φαντάσματα που τον κατατρύχουν (κοινωνία, θρησκεία, ανθρώπινη φυλή, κράτος, έθνος, τάξεις κτλ.), τα οποία δεν έχουν κατεβεί από κάπου σαν από μηχανής θεοί αλλά είναι, ασφαλώς, κοινωνικο-ιστορικά κατασκευάσματα. Μπορεί να μη θέλει να τα εξαλείψει, σίγουρα όμως θέλει να τα ξεπεράσει, «να ανεβεί ψηλότερα απ’ αυτά», όπως λέει ο ίδιος. (Εξ ου και η «μόνιμη» εξέγερσή του.). Επομένως, ο χαρακτηρισμός του Στίρνερ ως ενός είδους «αυτιστικού ιδεαλιστή» είναι ανεπιτυχής και μαρτυρεί τη σφοδρή επιθυμία του Μαρξ και του Ένγκελς να τελειώνουν μια για πάντα με μια πολύ προκλητική (έστω και προβληματική) σκέψη. (Αυτό φαίνεται και από τον τεράστιο αριθμό των σελίδων που αντιστοιχούν στη Γερμανική ιδεολογία στον «άγιο Μαξ», δηλαδή στον Στίρνερ.) Πάντως, η βασική διαφορά μεταξύ των τριών έγκειται στο ότι στη σύλληψη του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με την πράξη μιας ανθρώπινης συλλογικότητας (ομάδας, κοινωνικής τάξης κτλ.), η οποία αφορά το σύνολο των ανθρώπινων όντων, αντιπαρατίθεται η σύλληψη του Στίρνερ σχετικά με τη «δημιουργικότητα» του καλλιτέχνη, ο οποίος πραγματώνει και εκφράζει μόνον τον εαυτό του.

Για να περάσω σε ένα άλλο ζήτημα, μια από τις πιο παράξενες και βεβιασμένες ταυτίσεις που έχουν γίνει είναι εκείνη του Στίρνερ με τους αναρχικούς. Η άποψη αυτή, που ανάγεται στον Ένγκελς και επαναλαμβάνεται αργότερα από τον αναρχικό ποιητή και βιογράφο του Στίρνερ Μακάυ, παγιώθηκε με τον χαρακτηρισμό του Στίρνερ ως αριστοκράτη ή ατομικιστή αναρχικού, μολονότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν αναρχικοί στοχαστές άμεσα επηρεασμένοι από τις ιδέες του Στίρνερ. Οι μόνοι που ονοματίστηκαν «επίγονοι» του Στίρνερ ήταν ο αμερικανός αναρχικός Μπέντζαμιν Τάκερ, κάποιοι κύκλοι καλλιτεχνών και λογοτεχνών του «τέλους του αιώνα», ιδίως Γάλλοι, και τέλος ορισμένες «τρομοκρατικές» ομάδες αναρχικών που έδρασαν στη Γαλλία και στην Ιταλία τη δεκαετία του 1890, καθώς και διάφορες «γκανγκστερικές» συμμορίες της Αμερικής του 1920.

Οι «εκλεκτικές» αυτές συγγένειες είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ αμφίβολες. Ανυπόστατη ή στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά χαλαρή φαίνεται για παράδειγμα η σύνδεση του Στίρνερ με τη δράση των αναρχικών «ντεσπεράντος», που ζούσαν εκτός νόμου, σαν μοναχικοί λύκοι, κάνοντας ένοπλες ληστείες, βάζοντας βόμβες και σκοτώνοντας εκπροσώπους του κατεστημένου. Θεωρητικά, ο Στίρνερ δεν θα είχε αντίρρηση για τις ένοπλες ληστείες, αφού αυτές θα ήταν απλώς ένα από τα «πρόσφορα» μέσα που θα μπορούσε να επιλέξει και να χρησιμοποιήσει κάποιος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, θα έβρισκε όμως άνευ νοήματος τη σύγκρουση με το κατεστημένο με βόμβες ή δολοφονίες, είτε αυτές γίνονταν από αυτοτροφοδοτούμενο μίσος είτε με σκοπό να «αφυπνίσουν» τον κόσμο.

Από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Στίρνερ μοιάζει με τους αναρχικούς στην απόρριψη κάθε καθαγιασμένης αυθεντίας (θρησκευτικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής), στην άρνηση του κράτους ως μέσου εδραίωσης της κοινωνικής τάξης και επιβολής του δικαίου στα μέλη του (ενός δικαίου που καθορίζει με αυστηρούς κανόνες και με τη βία την ατομικότητά τους και τη δράση τους) και στη μη παραδοχή των «αναπαλλοτρίωτων» δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αναρχικοί πιστεύουν ότι αν μέσω της επανάστασης συντριβεί το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του, αν αρθούν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της θρησκείας και της παγιωμένης, αμετακίνητης ηθικής, καθώς και οι κοντόφθαλμες ιδεολογίες όπως π.χ. ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, αν τέλος καταργηθεί η ιδιοκτησία ως εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής ανισότητας, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν δυνατότητες κρυμμένες ή φιμωμένες ώς εκείνη τη στιγμή και να χτίσουν μια κοινωνική οργάνωση δίχως αυθεντίες και διακυβέρνηση εκ των άνω, στηριγμένη στην αυτονομία, στην αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία. Το πρόταγμα αυτό εμπεριέχει τις εξής πεποιθήσεις: α) ότι ο άνθρωπος είναι, όπως είπε ο Μπακούνιν, βαθύτατα κοινωνικό και συνάμα βαθύτατα ατομικό ον· β) ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη ηθική αίσθηση και αίσθηση δικαίου, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα της συνεργασίας και του αμοιβαίου σεβασμού, χωρίς βέβαια να εξαλείφονται ως διά μαγείας οι διαφορές και οι συγκρούσεις, και γ) ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειστεί από το ίδιο του το λογικό και να το χρησιμοποιήσει έτσι ώστε να υλοποιήσει στην πράξη, να δώσει σάρκα και οστά στις ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Κατά τους αναρχικούς λοιπόν, ο άνθρωπος είναι ένα ον που διαθέτει δυνατότητα ριζικής βελτίωσης ή αναμόρφωσης του εαυτού του και του κόσμου (περφεξιονισμός).

Αντίθετα, ο μοναδικός του Στίρνερ δεν δέχεται την ύπαρξη μιας ιδεώδους ανθρώπινης φύσης, που απλώς δεν έχει πραγματωθεί ακόμα, ούτε την πιθανότητα για την επίτευξη κάποιας κοινωνικής αρμονίας. Περιφρονεί κάθε ηθική αρχή (είναι δηλαδή αμοραλιστής) και δεν πιστεύει στη συλλογική δράση ή στην επανάσταση. Θέλει απλώς να απαλλαχτεί από τις αλλοτριώσεις που του έχουν επιβάλλει και να «ζήσει τον εαυτό του», μόνος του, αν και ανάμεσα σε άλλους, εδώ και τώρα. Αμφισβητεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μόνο και μόνο επειδή του απαγορεύουν να χρησιμοποιήσει ο ίδιος πράγματα που δεν του «ανήκουν». Επειδή όμως τα θέλει, θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη που διαθέτει (κάθε μέσο που κρίνει λυσιτελές) για να τα αποκτήσει. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και όλοι οι άλλοι. Ανάλογη με τη δύναμη του καθένα θα είναι και η ιδιοκτησία του. Γι’ αυτό ο Στίρνερ απορρίπτει την άποψη του Προυντόν ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Ο μοναδικός είναι εξ ορισμού εγκληματίας. Επίσης, ο μοναδικός εχθρεύεται το κράτος, όχι επειδή αυτό βιάζει την αυτονομία του ατόμου, αλλά επειδή είναι απειλή για τα ιδιωτικά συμφέροντα του τελευταίου. Το κράτος ασκεί τη δύναμή του πάνω μου, αλλά και εγώ θα ασκήσω τη δική μου. Θα προσπαθήσω με κάθε τρόπο να εξαπατήσω το κράτος και να αποφύγω τους νόμους του. Επομένως, ο μοναδικός είναι ένας κυνικός ατομικιστής που πιστεύει μόνο στη δύναμη και στον ανταγωνισμό και προσβλέπει μόνο στην ικανοποίηση των συμφερόντων και των επιθυμιών του. (Υπενθυμίζω πάντως την αντίφαση που αντιπροσωπεύει η σύλληψη της ένωσης, του συνασπισμού των εγωιστών.). Τέλος, ο μοναδικός αρνείται ουσιαστικά την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, αφού βλέπει τους πάντες και τα πάντα σαν αντικείμενα προς ιδιοποίηση και αφού θεωρεί καθετί συλλογικό υπαρκτή ή δυνητική αλλοτρίωση για το «εγώ».

Είπα ήδη πως ο Μοναδικός του Στίρνερ ξαναπρόβαλε στον ορίζοντα όταν έγινε ευρέως γνωστό το έργο του Φρίντριχ Νίτσε και ιδίως το βιβλίο του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, που γράφτηκε το 1883, σαράντα περίπου χρόνια μετά τον Μοναδικό. (Σημειώνω εν παρόδω πως στο ογκώδες έργο του Νίτσε δεν γίνεται καμιά μνεία στον Στίρνερ. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με κάποια ενδεχόμενη συγγένεια μεταξύ τους είναι δυο τρεις μαρτυρίες που λένε πως ο Νίτσε γνώριζε το έργο του Στίρνερ. Προσωπική μου γνώμη, την οποία δεν θα στηρίξω με επιχειρήματα τώρα, είναι ότι ο Νίτσε το γνώριζε.

Ο Νίτσε γεννήθηκε το 1844 και πέθανε το 1900 στη Γερμανία σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλολογία, θεολογία και φιλοσοφία και εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας για 6 χρόνια. Παραιτήθηκε από τη θέση του για λόγους υγείας (ο Νίτσε πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή του άρρωστος) και, χάρη σε μια μικρή σύνταξη που κατόρθωσε να βγάλει, πέρασε δεκαπέντε χρόνια ως εργένης πλάνης, γράφοντας τα βιβλία του και αλλάζοντας συνεχώς τόπο διαμονής (μέρη που προτιμούσε ήταν η Ελβετία και ο «Νότος», δηλαδή η βόρεια Ιταλία και η νότια Γαλλία). Το 1888, σε ηλικία 44 ετών, είχε ήδη γράψει ένα τεράστιο έργο (15 πολυσέλιδοι τόμοι στην πιο πρόσφατη έκδοση των απάντων του). Τον ίδιο χρόνο εκδηλώθηκε η ψυχική νόσος που θα τον βύθιζε σε πνευματικό σκοτάδι για 11 ολόκληρα χρόνια, ώς τη στιγμή του θανάτου του.

Επιφανειακά, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη σκέψη του Νίτσε και σ’ εκείνη του Στίρνερ. Τέτοιες είναι:

α) Η έμφαση στο υπάρχον άτομο, που πασχίζει εδώ και τώρα να «βγάλει άκρη» με την άμεση εμπειρία του. Η οργάνωση του χάους της άμεσης εμπειρίας είναι για τον Νίτσε «αισθητικό» φαινόμενο. Ο κόσμος δικαιώνεται μόνον ως αισθητικό φαινόμενο.

β) Ο άνθρωπος αναζητά διαρκώς την «αλήθεια», αυτή όμως είναι πάντα σχετική. Εκείνο που μετράει είναι συνεπώς η συνεχής αναζήτησή της, δηλαδή η μόνιμη άσκηση της κριτικής και της αμφισβήτησης σε όλες τις διαστάσεις και τις πτυχές τους.

γ) Η στροφή στον παρόντα κόσμο και συνεπώς η απόρριψη κάθε υπερβατικής, εξωκοσμικής ή αλλοκοσμικής ουσίας και λύσης. Για τον Νίτσε είναι απαράδεκτη κάθε μορφή θρησκείας και ανυπόστατη κάθε μορφή τέλειας, ιδεώδους και δυνάμενης να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ανθρώπινης ουσίας και κοινότητας (σαν αυτές που πρεσβεύουν λ.χ. ο κομουνισμός ή ο αναρχισμός).

δ) Η εξονυχιστική εξέταση του ηθικού σύμπαντος, ο εντοπισμός και η καταγγελία των ηθικών συμβάσεων, κοινοτοπιών και αποκρύψεων. Για παράδειγμα, η ηθική αρχή του οίκτου μπορεί να είναι στην ουσία αυτοπροστασία και εκείνη της φιλανθρωπίας φιλαυτία, αγάπη για τον εαυτό.

ε) Η άρνηση κάθε θεσμισμένης αυθεντίας και, φυσικά, της ύψιστης μορφής της, του σύγχρονου κράτους.

στ) Η απολάκτιση ιδεολογιών και πραγματικοτήτων όπως ο φιλελευθερισμός, η αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο εθνικισμός, ο φυλετισμός κτλ. αφενός επειδή τείνουν να αρνηθούν την ατομικότητα, να ομοιογενοποιήσουν τους ανθρώπους, να τους μετατρέψουν σε αγέλη, σε κοπάδι (αυτό κάνει κατά τον Νίτσε κάθε μορφή εξισωτισμού, κάθε θεωρία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι) και αφετέρου επειδή ανάγουν σε ύψιστες και καθοριστικές αρχές ιδιότητες που είναι απλά προσαρτήματα, όπως το χρώμα του δέρματος, το φύλο, η εθνικότητα, η ηλικία κτλ. (Ο Νίτσε ήταν υπέρμαχος μιας μορφής κοσμοπολιτισμού που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά μ’ αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως παγκοσμιοποίηση.)

ζ) Η ανάδειξη της δύναμης και της σύγκρουσης ως των μόνων πανταχού παρουσών και σίγουρων πραγματικοτήτων στη ζωή και στον κόσμο. (Θυμίζω ότι ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι μόνον η δύναμη υπάρχει και η ζωή είναι ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων».)

Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, θα ήθελα να τονίσω πως γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη». Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Σας θυμίζω στο σημείο αυτό ότι ο Στίρνερ θεωρούσε τον οστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου. Αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων». (Εδώ ίσως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σύγκριση με την ένωση, τον συνασπισμό των εγωιστών του Στίρνερ. Ίσως μέσα σ’ αυτόν τον «συνασπισμό» να κρύβεται η ιδεώδης μορφή αγώνος.)

Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή. Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής. Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.

Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακή, μηδενιστική, εποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του (κι εδώ έγκειται μια από τις ουσιώδεις διαφορές του με τον Στίρνερ) είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων. Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων –μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω. Εξίσου διαφοροποιείται όμως ο Νίτσε και από τον Στίρνερ, εφόσον πιστεύει σε κάποια μορφή, έστω και αριστοκρατική, συλλογικής δράσης –πράγμα απαράδεκτο και αλλοτριωτικό για τον «Μοναδικό».

Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού. Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό –αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του αλλά δικός μου. Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο και που συνεχώς εξαντικειμενικεύεται δημιουργώντας τις μορφές του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Φαντάζομαι πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα κατέτασσε ο Νίτσε και την κατά τα άλλα πολύ διαφορετική φιλοσοφία του Μαξ Στίρνερ και παρά τα κοινά στοιχεία που είχε μ’ αυτόν. Μολονότι ο Στίρνερ δεν δεχόταν καμιά υπερβατική αρχή (και προφανώς δεν θα δεχόταν πως μια παντοδύναμη εξωανθρώπινη θέληση σοπεναουερικού ή άλλου τύπου καθορίζει όπως αυτή θέλει τη ζωή των ανθρώπων), ο ατομικισμός και ο ηδονισμός του δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τον Νίτσε, τον αριστοκράτη φιλόσοφο της κατάφασης στη ζωή, τον υποστηρικτή της υπέρβασης και της επαναξιολόγησης όλων των αξιών, από τον ψυχολόγο που θέλει βέβαια να δρουν και να μην φιμώνονται τα ένστικτα και οι ενορμήσεις, αλλά που τονίζει παράλληλα πως αυτά μετουσιώνονται και πρέπει να μετουσιώνονται διοχετεύοντας την ενέργειά τους σε άλλης τάξης δημιουργήματα. (Σημειώνω εν παρόδω πως στην ιδέα αυτή –και όχι μόνον– στηρίχτηκε αργότερα ο Φρόυντ.)

Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε –με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφορά στη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)

Στα δυσκολότατα αυτά ερωτήματα δεν θα αποπειραθώ να δώσω κάποια απάντηση τώρα. Αυτό που κρατώ πάντως από τους δύο μεγάλους στοχαστές που μας απασχόλησαν σήμερα, τον Στίρνερ και τον Νίτσε, είναι η συμβολή τους στην κριτική και την απομαγικοποίηση της δυτικής κοινωνίας, η άρνηση κάθε υπερβατικότητας, η απαράμιλλή τους ικανότητα να απομυθοποιούν πεποιθήσεις, ιδέες και αξίες παγιωμένες και ατράνταχτες για αιώνες και η επιμονή τους στην αναζήτηση της αλήθειας, έστω κι αν θεωρούν την τελευταία «σχετική». Αναζήτηση της αλήθειας σημαίνει όμως κριτική, αμφισβήτηση, διερώτηση, αποφενακισμός. Τα στοιχεία αυτά είναι για μένα οι κινητήριοι μοχλοί για μια καινούργια σύλληψη της ατομικότητας και της συλλογικότητας και για μια υπερκέραση της σημερινής παντοδυναμίας του μηδενισμού.

Είναι ο πρωκτός τάφος;

Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν σεξ είκοσι με τριάντα φορές τη νύχτα… Έρχεται ένας άνδρας και πηγαίνει από πρωκτό σε πρωκτό και μέσα σε μία μόνο νύχτα θα λειτουργήσει ως κουνούπι μεταφέροντας μολυσμένα κύτταρα στο πέος του. Όταν αυτό ασκείται επί ένα χρόνο, με έναν άνδρα να έχει τρεις χιλιάδες σεξουαλικές επαφές, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει αυτή τη μαζική επιδημία που μας πλήττει σήμερα.

Καθηγητής Opendra Narayan, Ιατρική Σχολή Johns Hopkins

Θα σας αφήσω να αναρωτηθείτε, μαζί μου, γιατί όταν μια γυναίκα ανοίγει τα πόδια της για μια κάμερα, θεωρείται ότι ασκεί ελεύθερη βούληση.

Catharine A. Mackinnon

Le moi est haïssable. . . .

Pascal

Στη μνήμη του Robert Hagopian

Υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό σχετικά με το σεξ: στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει. Δεν έχω καμία στατιστική που να το επιβεβαιώνει, και αμφιβάλλω (αν και από την εποχή του Kinsey δεν λείπουν οι δημοσκοπήσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά) ότι έχει γίνει ποτέ κάποια δημοσκόπηση στην οποία οι ερωτώμενοι ρωτήθηκαν απλώς: «Σας αρέσει το σεξ;». Ούτε υπονοώ την ανάγκη για οποιαδήποτε τέτοια δημοσκόπηση, αφού οι άνθρωποι θα απαντούσαν μάλλον στην ερώτηση σαν να τους ρωτούσαν: «Νιώθετε συχνά την ανάγκη να κάνετε σεξ;» και ένας από τους στόχους μου θα είναι να υποδείξω γιατί πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές ερωτήσεις.

Ενδιαφέρομαι, ωστόσο, για τα μάλλον ανεύθυνα ανακοινωθέντα ευρήματα της ανύπαρκτης δημοσκόπησής μας, επειδή μου φαίνεται ότι βοηθούν να γίνει κατανοητό ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων σχετικά με το σεξ και τη σεξουαλικότητα από ό,τι ίσως οποιαδήποτε άλλη μεμονωμένη υπόθεση. Λέγοντας ότι στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει το σεξ, δεν υποστηρίζω (ούτε, προφανώς, αρνούμαι) ότι οι πιο αυστηρά ηθικιστικές ρήσεις για το σεξ κρύβουν ηφαίστεια που σιγοβράζουν από καταπιεσμένη σεξουαλική επιθυμία. Όταν προβάλλετε αυτό το επιχείρημα, χωρίζετε τους ανθρώπους σε δύο στρατόπεδα και ταυτόχρονα αφήνετε να γίνει γνωστό σε ποιο στρατόπεδο ανήκετε. Υπάρχουν, όπως υπαινίσσεστε, εκείνοι που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες (ή, συναφώς, τη σχέση μεταξύ αυτών των επιθυμιών και των απόψεών τους για το σεξ), και εκείνοι που γνωρίζουν ότι υπάρχει μια τέτοια σχέση και που κατά τεκμήριο δεν φοβούνται τις δικές τους σεξουαλικές παρορμήσεις. Αντίθετα, με ενδιαφέρει κάτι άλλο, κάτι που έχουν κοινό και τα δύο στρατόπεδα, το οποίο μπορεί να είναι μια ορισμένη αποστροφή, μια αποστροφή που δεν είναι το ίδιο πράγμα με την καταπίεση και που μπορεί να συνυπάρχει αρκετά άνετα με, ας πούμε, την πιο ενθουσιώδη υποστήριξη της πολυσεξουαλικότητας με πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Η αποστροφή στην οποία αναφέρομαι έχει τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις μορφές. Η κακοήθης αποστροφή είχε πρόσφατα μια εξαιρετική ευκαιρία να εκφραστεί (και να αποκαλυφθεί) και, με τραγικό τρόπο, να επιδείξει τη δύναμή της. Σκέφτομαι φυσικά τις αντιδράσεις για το AIDS – πιο συγκεκριμένα, για το πώς μια κρίση δημόσιας υγείας αντιμετωπίστηκε σαν μια άνευ προηγουμένου σεξουαλική απειλή. Τα σημάδια και το νόημα αυτής της έκτακτης μετατόπισης αποτελούν το αντικείμενο ενός εξαιρετικού βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από τον Simon Watney, με τον εύστοχο τίτλο Policing Desire. Η παραδοχή του Watney είναι ότι «το AIDS δεν είναι μόνο μια ιατρική κρίση σε πρωτοφανή κλίμακα, αλλά περιλαμβάνει και μια κρίση της ίδιας της αναπαράστασης, μια κρίση για το σύνολο της πλαισίωσης της γνώσης σχετικά με το ανθρώπινο σώμα και τις δυνατότητές του για σεξουαλική απόλαυση» (σ. 9). Το Policing Desire είναι τόσο ένα βιβλίο περιπτώσεων με γενικά τρομακτικά παραδείγματα αυτής της κρίσης (που προέρχονται κυρίως από την κυβερνητική πολιτική σχετικά με το AIDS, καθώς και από τον Τύπο και την τηλεόραση, στην Αγγλία και την Αμερική) όσο και, το πιο ενδιαφέρον, μια προσπάθεια να εξηγηθούν οι μηχανισμοί με τους οποίους ένα θέαμα πόνου και θανάτου απελευθέρωσε και φάνηκε ακόμη και να νομιμοποιεί την παρόρμηση για δολοφονία.

Υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, τα γνωστά πλέον, λιγότερο ή περισσότερο διαφανή και ολοένα αυξανόμενα στοιχεία της μετατόπισης που μελετά ο Watney. Στα υψηλότερα επίπεδα της επίσημης εξουσίας, υπήρξαν οι εγκληματικές καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση της έρευνας και της θεραπείας, η εμμονή με τις εξετάσεις αντί της θεραπείας, τα παντελώς ακατάλληλα μέλη της επιτροπής που συστάθηκε καθυστερημένα για το AIDS από τον Reagan και η γενική τάση να θεωρείται το AIDS ως επιδημία του μέλλοντος και όχι ως καταστροφή του παρόντος. Επιπλέον, «οι νοσοκομειακές πολιτικές», σύμφωνα με έναν γιατρό της Νέας Υόρκης που αναφέρει ο Watney, «έχουν να κάνουν περισσότερο με τους φόβους των άλλων ασθενών παρά με την ανησυχία για την υγεία των ασθενών με AIDS» (σ. 38). Οι γιατροί έχουν αρνηθεί να χειρουργήσουν άτομα που είναι γνωστό ότι έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV, τα σχολεία έχουν απαγορεύσει σε παιδιά με AIDS να παρακολουθούν μαθήματα, και πρόσφατα οι πολίτες της ειδυλλιακής πόλης Arcadia της Φλόριντα έβαλαν φωτιά στο σπίτι μιας οικογένειας με τρία αιμοκαθαιρόμενα παιδιά που προφανώς είχαν μολυνθεί από τον ιό HIV. Η τηλεόραση και ο Τύπος συνεχίζουν να συγχέουν το AIDS με τον ιό HIV, να μιλούν για το AIDS σαν να επρόκειτο για αφροδίσιο νόσημα και, κατά συνέπεια, να υπονοούν ότι κάποιος το κολλάει με την ακολασία. Η αποτελεσµατικότητα των µέσων ενηµέρωσης ως εκπαιδευτικής δύναµης στον αγώνα κατά του AIDS µπορεί να µετρηθεί από τα αποτελέσµατα µιας δηµοσκόπησης που επικαλείται ο Watney, σύµφωνα µε την οποία το 56,8% των αναγνωστών της News of the World τάχθηκε «υπέρ της ιδέας ότι οι ‘φορείς του AIDS’ θα πρέπει να «στειρωθούν και να λάβουν θεραπεία για να περιορίσουν τη σεξουαλική τους όρεξη», ενώ «µόλις» το 51% τάχθηκε υπέρ της πλήρους επαναποινικοποίησης της οµοφυλοφιλίας” (σ. 141). Λέγεται ότι υπάρχει, σε ένα – κατά τεκμήριο – υψηλό επίπεδο επαγγελματικής εξειδίκευσης, η περιγραφή του σεξ μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών – την οποία παραθέτω ως επίμετρο σε αυτό το δοκίμιο – που δόθηκε στους τηλεθεατές ενός προγράμματος του BBC Horizon από κάποιον Opendra Narayan της Ιατρικής Σχολής του Johns Hopkins (με υπόβαθρο στην κτηνιατρική). Μια λιγότερο γλαφυρή αλλά εξίσου φρικιαστική περιγραφή του γκέι σεξ δόθηκε από τον δικαστή Richard Wallach του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν, όταν, εκδίδοντας την προσωρινή περιοριστική διαταγή που έκλεισε τα λουτρά New St. Marks, σημείωσε: «Αυτό που συμβαλινει σε ένα τέτοιο λουτρό είναι η οργιαστική συμπεριφορά πολλαπλών συντρόφων, ο ένας μετά τον άλλον, όπου μέσα σε πέντε λεπτά μπορείς να έχεις πέντε επαφές». Τέλος, η ιστορία που μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη νοσηρή απόλαυση εμφανίστηκε στη Sun του Λονδίνου με τίτλο «I’d Shoot My Son if He Had AIDS, Says Vicar!» συνοδευόμενη από τη φωτογραφία ενός άνδρα που κρατούσε μια καραμπίνα προς ένα αγόρι σε απόσταση αναπνοής. Ο γιος, προφανώς πιο ευαισθητοποιημένος στην τάση του πατέρα του για βία απ’ ό,τι ο ίδιος ο ευυπόληπτος αιδεσιμότατος, πρόσθεσε με ειλικρίνεια: «Μερικές φορές νομίζω ότι θα ήθελε να με πυροβολήσει είτε είχα AIDS είτε όχι.»

Όλα αυτά είναι, όπως είπα, γνώριμο έδαφος, και αναφέρω αυτά τα λίγα ανόμοια στοιχεία λίγο-πολύ τυχαία, απλώς για να υπενθυμίσω από πού ξεκινάει η αναλυτική μας έρευνα, και για να υποδείξω ότι, δεδομένης της φύσης αυτής της αφετηρίας, η ανάλυση, αν και αναγκαία, μπορεί επίσης να είναι μια αδικαιολόγητη πολυτέλεια. Συμμερίζομαι τα ερμηνευτικά ενδιαφέροντα του Watney, αλλά είναι επίσης είναι σημαντικό να πω ότι, ηθικά, η μόνη αναγκαία απάντηση σε όλα αυτά είναι η οργή. «Το AIDS», γράφει ο Watney, «χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως πρόσχημα σε όλη τη Δύση για να ‘δικαιολογηθούν’ οι εκκλήσεις για αύξηση της νομοθεσίας και της ρύθμισης όσων θεωρούνται κοινωνικά απαράδεκτοι». Και οι απαράδεκτοι στην κρίση του AIDS είναι, φυσικά, οι άνδρες ομοφυλόφιλοι και οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (πολλοί από τους τελευταίους, όπως γνωρίζουμε, είναι φτωχοί μαύροι και ισπανόφωνοι). Είναι άδικο να υποθέσουμε ότι οι αναγνώστες της News of the World και ο Βρετανός εφημέριος που οπλοφορεί είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της αντίδρασης του «κοινού» στο AIDS; Υπάρχουν άραγε περισσότεροι αξιοπρεπείς ετεροφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι που δεν ξυπνούν με μια παθιασμένη λαχτάρα να μη μοιραστούμε τον ίδιο πλανήτη μαζί τους; Φυσικά και υπάρχουν, αλλά – και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες – η εξουσία βρίσκεται στα χέρια εκείνων που δείχνουν κάθε σημάδι ότι είναι σε θέση να συμπάσχουν περισσότερο με τη δολοφονική «ηθική» μανία του καλού εφημέριου παρά με την αγωνία ενός ασθενούς με KS [Στμ. Σάρκωμα Καπόζι] σε τελικό στάδιο.

Ήταν, άλλωστε, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών που εξέδωσε νομική γνωμοδότηση σύμφωνα με την οποία οι εργοδότες μπορούσαν να απολύσουν εργαζόμενους με AIDS, αν είχαν έστω και την υποψία ότι ο ιός θα μπορούσε να μεταδοθεί σε άλλους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από ιατρικά στοιχεία. Ο Αμερικανός Υπουργός Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών ήταν αυτός που πρόσφατα προέτρεψε το Κογκρέσο να αναβάλει τη λήψη μέτρων για ένα νομοσχέδιο που θα απαγόρευε τις διακρίσεις σε βάρος των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV, και ο οποίος επίσης υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται ένας ομοσπονδιακός νόμος που να εγγυάται την εμπιστευτικότητα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων αντισωμάτων HIV. Το να διατυπώνεις τέτοιες απόψεις και επιχειρήματα δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με το να σημαδεύεις με όπλο το κεφάλι του γιου σου, αλλά δεδομένου ότι, όπως έχει συχνά ειπωθεί, η μη εγγύηση της εμπιστευτικότητας θα αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να κάνουν το τεστ και έτσι θα καταστήσει δυσκολότερο τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού, το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι ο υπουργός Otis R. Bowen θεωρεί πιο σημαντικό να έχει τα ονόματα όσων κάνουν θετικό τεστ παρά να επιβραδύνει την εξάπλωση του AIDS στο ιερό «ευρύ κοινό». Για να το θέσουμε σχηματικά: η κατοχή των απαραίτητων πληροφοριών για τον εγκλεισμό των ομοφυλόφιλων σε στρατόπεδα καραντίνας μπορεί να αποτελεί υψηλότερη προτεραιότητα για την, προσανατολισμένη στην οικογένεια, κυβέρνηση Reagan από τη διάσωση των ετεροφυλόφιλων μελών των αμερικανικών οικογενειών από το AIDS. Μια τέτοια προτεραιότητα υποδηλώνει ένα πολύ πιο σοβαρό και φιλόδοξο πάθος για τη βία από ό,τι είναι τελικά οι μάλλον μπανάλ, μάλλον φυσιολογικές παρορμήσεις του αιδεσιμότατου Robert Simpson για τη δολοφονία του γιου του. Τουλάχιστον, πράγματα όπως η παραλίγο σύσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να διώχνουν από τις δουλειές τους ανθρώπους με AIDS υποδηλώνουν ότι αν ο Edwin Meese δεν θα έβαζε ένα όπλο στο κεφάλι ενός ανθρώπου με AIDS, ίσως να μην θεωρούσε τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου άνδρα με AIDS (ή χωρίς AIDS;) απαράδεκτη ή αφόρητη. Και αυτό ακριβώς μπορεί να ειπωθεί για εκατομμύρια νέους Γερμανούς που δεν συμμετείχαν ποτέ στη δολοφονία των Εβραίων (και των ομοφυλόφιλων), αλλά δεν θεώρησαν την ιδέα του ολοκαυτώματος αφόρητη.

Αυτό ήταν το κάτι παραπάνω από επαρκές μέτρο της συνεργασίας τους, το μήνυμα που έστειλαν στον Φύρερ τους, ακόμη και πριν αρχίσει το ολοκαύτωμα, αλλά όταν η ιδέα του ολοκαυτώματος υπήρχε, δοκιμαζόταν, τρόπον τινά, ως προς την αποδοχή του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 από λιγότερο βίαιες, αλλά παρόλα αυτά μολυσματικές εκδηλώσεις αντισημιτισμού, όπως ακριβώς οι ηγέτες μας, παραπέμποντας την προστασία των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV στις τοπικές αρχές, λένε στις αρχές αυτές ότι όλα επιτρέπονται, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν βρίσκει την ιδέα των στρατοπέδων – ή ίσως και χειρότερα – απαράδεκτη.

Μπορούμε βέβαια να υπολογίζουμε στον πιο φιλελεύθερο Τύπο να αρθρογραφεί εναντίον των απόψεων του Meese και των προτροπών του Bowen. Μπορούμε, ωστόσο, να βασιστούμε επίσης στον ίδιο τύπο για να δώσει πρωτοσέλιδη κάλυψη στην ιστορία ενός κατά πάσα πιθανότητα στρέιτ εργαζόμενου στον τομέα της υγείας που βρέθηκε θετικός στον ιό HIV και – τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα – σχεδόν καθόλου κάλυψη στα παράπονα σχετικά με τον εξαιρετικά αργό ρυθμό με τον οποίο διάφορα φάρμακα δοκιμάζονται και εγκρίνονται για χρήση κατά του ιού. Προσπαθήστε να παρακολουθείτε την έρευνα για το AIDS μέσω της τηλεόρασης και του Τύπου και θα παραμείνετε αρκετά αδαείς. Θα μάθετε, ωστόσο, πάρα πολλά από τη συχνότητα της τηλεόρασης και από την καθημερινή σας εφημερίδα για τις ανησυχίες των ετεροφυλόφιλων. Αντί να μας δώσει αιχμηρά ερευνητικά ρεπορτάζ – ας πούμε, στο 60 Minutes – για την έρευνα που μοιράζεται αναποτελεσματικά μεταξύ διαφόρων ασυντόνιστων και συχνά ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημόσιων κέντρων και οργανισμών, ή για τα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών που συμβάλλουν στη διαθεσιμότητα (ή συμβάλλουν στη μη διαθεσιμότητα) νέων αντιικών θεραπειών και στην προώθηση ή καθυστέρηση της ανάπτυξης ενός εμβολίου, η τηλεόραση μάς περιποιείται με αηδιαστικές λιτανείες γιάπηδων γυναικών που ανακοινώνουν στον κόσμο ότι δεν θα κάνουν πια σεξ με τους γιάπηδες φίλους τους, εκτός αν αυτοί οι φίλοι συμφωνήσουν να χρησιμοποιούν προφυλακτικό. Έτσι, εκατοντάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλοι άνδρες και χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, οι οποίοι έχουν λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV, ή οι οποίοι γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί (και οι οποίοι, ως εκ τούτου, ζουν με τον καθημερινό τρόμο ότι θα εμφανιστεί ένα από τα γνωστά συμπτώματα), ή οι οποίοι ήδη πάσχουν από κάποια ασθένεια που σχετίζεται με το AIDS, ή που πεθαίνουν από μια από αυτές τις ασθένειες, καλούνται να συμπάσχουν με όλες εκείνες τις γιάπισσες που αγωνιούν για το αν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν ένα καλό πήδημα παίρνοντας την «μη θηλυκή» πρωτοβουλία να διακόψουν τον εισβολέα άνδρα προκειμένου να επιμείνουν να εφαρμόσει ασφαλές σεξ.

Μπροστά σε όλα αυτά, η οξύτητα ενός Larry Kramer μπορεί να φανεί ως η πιο απλή λογική. Ο κίνδυνος να μην υπερβάλλουμε στην εχθρότητα προς την ομοφυλοφιλία που «νομιμοποιήθηκε» από το AIDS είναι ότι, όντας «λογικοί», μπορεί σύντομα να βρεθούμε σε καταστάσεις όπου η υπερβολή θα είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Kramer είπε πρόσφατα ότι «αν το AIDS δεν εξαπλωθεί ευρέως στον λευκό ετεροφυλόφιλο πληθυσμό που δεν κάνει χρήση ναρκωτικών, όπως μπορεί να γίνει ή να μην γίνει, τότε ο λευκός πληθυσμός που δεν κάνει χρήση ναρκωτικών θα μας μισήσει ακόμα περισσότερο – γιατί τους τρομάζουμε, γιατί τους κοστίζουμε μια γαμημένη περιουσία, για τον ‘τρόπο ζωής’ μας, που λένε ότι το προκάλεσε αυτό». Τι νοσηρή, ακόμα και φρικτή, αλλά ίσως λογική πρόταση: μόνο όταν απειλείται το «ευρύ κοινό» μπορεί να ελπίζει ότι το αντίθετο του ευρέος κοινού να τύχει επαρκούς προσοχής και θεραπείας. Σχεδόν το σύνολο της κάλυψης του AIDS από τα µέσα ενηµέρωσης στόχευε στις ετεροφυλόφιλες οµάδες που τώρα κινδυνεύουν ελάχιστα, ωσάν οι οµάδες υψηλού κινδύνου να µην αποτελούσαν µέρος του κοινού. Και κατά μία έννοια, όπως υποδηλώνει ο Watney, δεν είναι. Τα μέσα ενημέρωσης στοχεύουν «σε μια φανταστική εθνική οικογενειακή μονάδα που είναι και λευκή και ετεροφυλόφιλη». Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι τηλεθεατές στην Ευρώπη και την Αμερική δεν είναι λευκοί και ετεροφυλόφιλοι και μέλη μιας οικογένειας. Σημαίνει, ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Stuart Hall, ότι η αναπαράσταση είναι πολύ διαφορετική από τον προβληματισμό: «Συνεπάγεται την ενεργό εργασία της επιλογής και της παρουσίασης, της δόμησης και της διαμόρφωσης: όχι απλώς τη μετάδοση του ήδη υπάρχοντος νοήματος, αλλά την πιο ενεργή εργασία του να κάνεις τα πράγματα να σημαίνουν». Η τηλεόραση δεν φτιάχνει την οικογένεια, αλλά κάνει την οικογένεια να σημαίνει με έναν ορισμένο τρόπο. Δηλαδή, κάνει μια εξαιρετικά οξεία διάκριση μεταξύ της οικογένειας ως βιολογικής μονάδας και ως πολιτισμικής ταυτότητας, και το κάνει αυτό διδάσκοντάς μας τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές με τις οποίες οι άνθρωποι που νόμιζαν ότι ανήκαν ήδη σε μια οικογένεια στην πραγματικότητα αρχίζουν μόνο να χαρακτηρίζονται ως ανήκοντες σε μια οικογένεια. Η μεγάλη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, και ιδίως της τηλεόρασης, είναι, όπως γράφει ο Watney, «η ικανότητά τους να κατασκευάζουν την ίδια την υποκειμενικότητα»), και με τον τρόπο αυτό να υπαγορεύουν τη μορφή μιας ταυτότητας. Το «ευρύ κοινό» είναι ταυτόχρονα ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα και μια ηθική συνταγή.

Επιπλέον, ο ορισμός της οικογένειας ως ταυτότητας είναι, εγγενώς, μια διαδικασία αποκλεισμού και το πολιτιστικό προϊόν δεν έχει καμία υποχρέωση να συμπίπτει ακριβώς με το φυσικό του σημείο αναφοράς. Έτσι, η οικογενειακή ταυτότητα που παράγεται στην αμερικανική τηλεόραση είναι πολύ πιθανότερο να περιλαμβάνει τον σκύλο σας παρά τον ομοφυλόφιλο αδελφό ή αδελφή σας.

Ο ιδιότυπος αποκλεισμός των κύριων πασχόντων από την κρίση του AIDS από τον σχετικό διάλογο έγινε ίσως πιο έντονα αισθητός από τους γκέι άνδρες που, μέχρι πρόσφατα, μπορούσαν να αισθάνονται ότι μπορούσαν να είναι σχετικά ανοιχτοί σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους και ταυτόχρονα να θεωρούνται ότι ανήκουν στο «ευρύ κοινό», στο mainstream της αμερικανικής ζωής. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ήταν βέβαια δύσκολο να διαχειριστούν και τα δύο αυτά πράγματα ταυτόχρονα. Υπάρχει, πιστεύω, κάτι σωτήριο στο ότι έπρεπε να ανακαλύψουμε την απατηλή φύση αυτής της αρμονικής προσαρμογής. Γνωρίζουμε πλέον, ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε, ότι «οι ομοφυλόφιλοι άνδρες», όπως γράφει ο Watney, «θεωρούνται επίσημα, στο σύνολό μας, ως μια αναλώσιμη εκλογική ομάδα». Το «στο σύνολό μας» είναι κρίσιμο. Ενώ θα ήταν βέβαια αισχρό να ισχυριστεί κανείς ότι η άνετη ζωή ενός επιτυχημένου λευκού γκέι επιχειρηματία ή γιατρού είναι εξίσου καταπιεσμένη με εκείνη μιας φτωχής μαύρης μητέρας σε ένα από τα γκέτο μας, είναι επίσης αλήθεια ότι η δύναμη των μαύρων ως ομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των ομοφυλόφιλων. Παραδόξως, όπως είδαμε πρόσφατα στην ψήφο των συντηρητικών Δημοκρατικών γερουσιαστών του Νότου κατά του διορισμού του Bork στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι μαύροι, λόγω του πλήθους τους και της αυξανόμενης συμμετοχής τους στην ψηφοφορία, δεν αποτελούν πλέον μια αναλώσιμη εκλογική ομάδα στις ίδιες εκείνες πολιτείες που έχουν το πιο επιφανές ιστορικό φυλετικών διακρίσεων. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι οι μαύροι τα κατάφεραν στη λευκή Αμερική. Στην πραγματικότητα, κάποια πολιτική προσοχή στα συμφέροντα των μαύρων έχει μια ορισμένη τακτική χρησιμότητα: μαλακώνει το πλήγμα και συσκοτίζει την αντίληψη μιας επίμονης αδιαφορίας απέναντι στην πάντοτε συνεχιζόμενη οικονομική καταπίεση των μαύρων. Πουθενά αυτή η καταπίεση δεν είναι πιο ορατή, λιγότερο συγκαλυμμένη, από ό,τι σε μεγάλες αμερικανικές πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, η Φιλαδέλφεια, η Βοστώνη και το Σικάγο, αν και είναι χαρακτηριστικό της αμερικανικής ιδιοφυΐας για πολιτικά εκτοπισμένες σκέψεις ότι όταν οι λευκοί φιλελεύθεροι Νεοϋορκέζοι (και οι λευκοί φιλελεύθεροι αρθρογράφοι όπως ο Anthony Lewis) σκέφτονται τη φυλετική καταπίεση, έχουν μάλλον πάντα στο μυαλό τους εικόνες της Νότιας Αφρικής [Στμ.: Υπήρχε ακόμα το Απαρτχάιντ]. Ωστόσο, κάποιοι μαύροι χρειάζονται σε θέσεις εξέχουσας θέσης ή εξουσίας, κάτι που δεν ισχύει καθόλου για τους ομοφυλόφιλους. Οι στρέιτ μπορούν πολύ εύκολα να υποδυθούν τους γκέι στην τηλεόραση, ενώ οι λευκοί γενικά δεν μπορούν να ξεφύγουν με το να περάσουν για μαύροι και είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικοί από τους μαύρους ως μοντέλα σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για αλυσίδες γρήγορου φαγητού που απευθύνονται στα εκατομμύρια των μαύρων που δεν έχουν τα χρήματα να φάνε οπουδήποτε αλλού. Όσο πιο λιπαρό είναι το προϊόν, τόσο πιο πιθανό είναι να επιτραπεί σε κάποια μαύρα μοντέλα να βγάλουν χρήματα για την προώθησή του. Επίσης, η χώρα προφανώς χρειάζεται μια Επιτροπή Πολιτικών Δικαιωμάτων, και εξίσου προφανώς πρέπει να έχει μαύρους σε αυτή την Επιτροπή, ενώ δεν υπάρχει προφανώς καμία άμεση προοπτική για μια ομοσπονδιακή επιτροπή για την προστασία και την προώθηση του τρόπου ζωής των ομοφυλοφίλων. Δεν υπάρχει πλέον λογική για την καταπίεση των μαύρων στην Αμερική, ενώ το AIDS έχει κάνει την καταπίεση των ομοφυλόφιλων ανδρών να μοιάζει με ηθική επιταγή.

Εν ολίγοις, κάποιοι λίγοι μαύροι θα πρέπει πάντα να σώζονται από την απαίσια μοίρα των περισσότερων μαύρων στην Αμερική, ενώ δεν υπάρχει καμία πολιτική ανάγκη να σωθούν ή να προστατευθούν καθόλου οι ομοφυλόφιλοι. Η ανακάλυψη της χώρας ότι ο Rock Hudson ήταν ομοφυλόφιλος δεν άλλαξε τίποτα: κανείς δεν χρειάζεται τις ψήφους των ηθοποιών (ή ακόμη και των ίδιων των ηθοποιών, για να λέμε την αλήθεια) με τον ίδιο τρόπο που οι γερουσιαστές του Νότου χρειάζονται τις ψήφους των μαύρων για να παραμείνουν στην εξουσία. Σε αυτές ακριβώς τις πόλεις όπου οι λευκοί ομοφυλόφιλοι μπορούσαν, τουλάχιστον για λίγα χρόνια, να θεωρούν τους εαυτούς τους σαφώς πιο λευκούς από ό,τι μαύρους όσον αφορά την κατανομή των προνομίων στην Αμερική, πόλεις όπου η ολοένα και πιο αποτελεσματική γκετοποίηση των μαύρων προχωράει ανενόχλητη, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες που είχαν το ίδιο μικρό πρόβλημα με τους στρέιτ ομολόγους τους να αποδεχτούν αυτόν τον δημογραφικό και οικονομικό διαχωρισμό πρέπει τώρα να αποδεχτούν το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους υποβαθμισμένους μαύρους γύρω τους, τους οποίους, όπως και οι περισσότεροι άλλοι λευκοί, έχουν αναπτύξει μια τεχνική για να μη βλέπουν, αυτοί – οι ομοφυλόφιλοι – δεν έχουν καμία αξίωση για εξουσία. Συχνά είναι με την πλευρά της εξουσίας, αλλά ανίσχυροι – συχνά είναι θλιμμένοι, αλλά πολιτικά άποροι – συχνά έχουν ευφράδεια, αλλά δεν έχουν παρά ένα ηθικό επιχείρημα – που δεν αναγνωρίζεται καν ως ηθικό επιχείρημα – για να κρατηθούν στους προστατευόμενους λευκούς θύλακες και έξω από τα στρατόπεδα καραντίνας.

Στο σύνολό τους, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες δεν είναι λιγότερο φιλόδοξοι κοινωνικά και, συχνότερα απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, δεν είναι λιγότερο αντιδραστικοί και ρατσιστές από τους ετεροφυλόφιλους. Η επιθυμία για σεξ με έναν άλλο άνδρα δεν αποτελεί ακριβώς διαπιστευτήριο πολιτικού ριζοσπαστισμού – γεγονός που αναγνωρίστηκε και ταυτόχρονα απορρίφθηκε από το κίνημα απελευθέρωσης των γκέι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έχοντας αναγνωριστεί ο βαθμός που η γκέι απελευθέρωση, όπως το έθεσε ο Jeffrey Weeks, πρότεινε «ένα ριζοσπαστικό διαχωρισμό … μεταξύ της ομοφυλοφιλίας, που αφορούσε τη σεξουαλική προτίμηση, και του ‘γκέι’, που αφορούσε έναν ανατρεπτικά πολιτικό τρόπο ζωής». Και αρνήθηκε ό,τι αυτός ακριβώς ο διαχωρισμός προτάθηκε από τους ομοφυλόφιλους, οι οποίοι έτσι υποστήριζαν τουλάχιστον σιωπηρά την ίδια την ομοφυλοφιλία ως προνομιακό τόπο ή σημείο εκκίνησης για μια πολιτικο-σεξουαλική ταυτότητα που δεν «καθορίζεται» από έναν συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό ή που κατά κάποιο τρόπο δεν ανάγεται σε αυτόν. Δεν είναι μυστικό ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι αντιστέκονταν ή απλώς αδιαφορούσαν για τη συμμετοχή τους σε «έναν ανατρεπτικά πολιτικό τρόπο ζωής», για να αποχρωματιστούν ως ομοφυλόφιλοι, κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου να ενταχθούν σε αυτό που ο Watney περιγράφει ως «μια κοινωνική ταυτότητα που ορίζεται όχι από τις έννοιες της σεξουαλικής ‘ουσίας’, αλλά σε αντιθετική σχέση με τους θεσμούς και τους λόγους της ιατρικής, του νόμου, της εκπαίδευσης, της πολιτικής στέγασης και πρόνοιας κ.ο.κ.». Πιο συγκεκριμένα – και πιο πολύ στην υπόθεση ότι το ριζοσπαστικό σεξ σημαίνει ή οδηγεί σε ριζοσπαστική πολιτική – πολλοί γκέι άνδρες θα μπορούσαν, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να αρχίσουν να αισθάνονται άνετα έχοντας «ασυνήθιστες» ή ριζοσπαστικές ιδέες για το τι είναι ΟΚ στο σεξ χωρίς να τροποποιήσουν ούτε στο ελάχιστο την περήφανη μεσοαστική τους συνείδηση ή ακόμα και τον ρατσισμό τους. Οι άνδρες των οποίων η συμπεριφορά τη νύχτα στο Cauldron του Σαν Φρανσίσκο ή στο Mineshaft της Νέας Υόρκης μπορούσε να κερδίσει την έγκριση πέντε αστέρων από τους (κυρίως στρέιτ) θεωρητικούς της πολυσεξουαλικότητας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να είναι γκέι ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι σε άθλια κατάσταση κατά τη διάρκεια της ημέρας και, στο Σαν Φρανσίσκο για παράδειγμα, να διώχνουν από το Western Addition μαύρες οικογένειες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα ενοίκια που ήταν απαραίτητα για τον εξευγενισμό της γειτονιάς.

Δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να έχουν πρόβλημα με τέτοιους συνδυασμούς στη ζωή τους (αν και προφανώς δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να αισθάνονται άνετα με το να είναι ιδιοκτήτες άθλιων ακινήτων), αλλά εννοώ ότι υπήρξε μεγάλη σύγχυση σχετικά με τις πραγματικές ή πιθανές πολιτικές επιπτώσεις της ομοφυλοφιλίας.

Οι γκέι ακτιβιστές τείνουν να συμπεραίνουν αυτές τις συνέπειες από το καθεστώς των ομοφυλόφιλων ως καταπιεσμένης μειονότητας και όχι από αυτό που νομίζω ότι είναι (εκτός ίσως από κοινωνίες πιο σωματικά καταπιεστικές από τη δική μας) οι πιο κρίσιμες συνέχειες μεταξύ των πολιτικών συμπαθειών από τη μία πλευρά και, από την άλλη, των φαντασιώσεων που συνδέονται με τη σεξουαλική απόλαυση.

Χάρη σε ένα σύστημα χαριτωμένων εμφάσεων, η ρητορική των γκέι ακτιβιστών έχει καταφέρει κατά καιρούς να υποδηλώνει ότι η λαγνεία για τα σώματα άλλων ανδρών είναι ένα υποπροϊόν ή μια απόφαση που προκύπτει από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό και όχι ένα δεδομένο σημείο εκκίνησης για ένα ολόκληρο φάσμα πολιτικών συμπάθειας. Ενώ είναι αναμφισβήτητα αλήθεια ότι η σεξουαλικότητα πάντα πολιτικοποιείται, οι τρόποι με τους οποίους η σεξουαλική επαφή πολιτικοποιείται είναι εξαιρετικά προβληματικοί. Η δεξιά πολιτική μπορεί, για παράδειγμα, να προκύψει πολύ εύκολα από μια συναισθηματοποίηση των ενόπλων δυνάμεων ή των εργατών, μια συναισθηματοποίηση που μπορεί η ίδια να παρατείνει και να υποβαθμίσει μια έντονη σεξουαλική προτίμηση για τους ναύτες και τους τηλεφωνητές.

Εν ολίγοις, για να θέσω το θέμα πολεμικά και μάλλον βάναυσα, έχουμε πει μερικά ψέματα – ψέματα των οποίων τη στρατηγική αξία κατανοώ πλήρως, αλλά τα οποία η κρίση του AIDS έχει καταστήσει παρωχημένα. Δεν βρίσκω, για παράδειγμα, χρήσιμο να υπονοούμε, όπως πρότεινε ο Dennis Altman, ότι οι γκέι σάουνες δημιούργησαν «ένα είδος δημοκρατίας σε στυλ Whitman, μια επιθυμία να γνωρίσουν και να εμπιστευτούν άλλους άνδρες σε ένα είδος αδελφότητας που απέχει πολύ από την ανδρική δουλεία της ιεραρχίας, της ιεραρχίας και του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του εξωτερικού κόσμου». Όποιος έχει περάσει ποτέ μια νύχτα σε μια γκέι σάουνα ξέρει ότι είναι (ή ήταν) ένα από τα πιο αδίστακτα βαθμολογούμενα, ιεραρχημένα και ανταγωνιστικά περιβάλλοντα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Η εμφάνισή σου, οι μύες σου, η κατανομή των μαλλιών σου, το μέγεθος του πούτσου και το σχήμα του κώλου σου καθόριζαν ακριβώς πόσο ευτυχισμένος θα ήσουν κατά τη διάρκεια αυτών των λίγων ωρών, και η απόρριψη, που γενικά συνοδευόταν από δύο ή τρεις λέξεις το πολύ, μπορούσε να είναι γρήγορη και βίαιη, χωρίς καμία από τις πολιτιστικές υποκρισίες με τις οποίες ξεφορτωνόμαστε τους ανεπιθύμητους στον έξω κόσμο. Έχει συχνά υποστηριχθεί τα τελευταία χρόνια ότι πράγματα όπως το στυλ gay-macho, το λεσβιακό ζευγάρι butch-fem και ο gay και λεσβιακός σαδομαζοχισμός, μακριά από το να εκφράζουν ανεπιφύλακτη και ανεξέλεγκτη συνενοχή με ένα βίαιο και μισογυνικό ιδεώδες της αρρενωπότητας, ή με το ετεροφυλόφιλο ζευγάρι μόνιμα εγκλωβισμένο σε μια δομή εξουσίας της ανδρικής σεξουαλικής και κοινωνικής κυριαρχίας επί της γυναικείας σεξουαλικής και κοινωνικής παθητικότητας, ή, τέλος, με τον φασισμό, είναι στην πραγματικότητα ανατρεπτικές παρωδίες των ίδιων των σχηματισμών και των συμπεριφορών που φαίνεται να μιμούνται. Τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχουν αποτελέσει αντικείμενο ζωηρής και συχνά ευφυούς συζήτησης, είναι, μου φαίνεται, εντελώς αλλοπρόσαλλοι, μολονότι, με όρους μάλλον απαράδεκτους για τους υπερασπιστές τους, μπορούν επίσης – και μάλιστα πρέπει επίσης – να υποστηριχθούν.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πιθανών επιπτώσεων αυτών των στυλ στον ετεροφυλόφιλο κόσμο που παρέχει τα πρότυπα στα οποία βασίζονται, και της σημασίας τους για τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους άνδρες που τα εκτελούν. Μια συνθηματολογική προσέγγιση δεν θα μας βοηθήσει εδώ. Ακόμα και ο Weeks, του οποίου το έργο θαυμάζω, μιλάει για «την άνοδο του macho-style μεταξύ των γκέι ανδρών στη δεκαετία του 1970 … ως άλλο ένα επεισόδιο στο συνεχιζόμενο ‘σημειωτικό ανταρτοπόλεμο’ που διεξάγεται από σεξουαλικούς παρείσακτους ενάντια στην κυρίαρχη τάξη», και παραθέτει επιδοκιμαστικά την πρόταση του Richard Dyer ότι «παίρνοντας τα σημάδια του ανδρισμού και ερωτικοποιώντας τα σε ένα απροκάλυπτα ομοφυλοφιλικό πλαίσιο, γίνεται μεγάλη ζημιά στην ασφάλεια με την οποία ορίζονται οι ‘άνδρες’ στην κοινωνία και με την οποία εξασφαλίζεται η εξουσία τους.» Αυτές οι παρατηρήσεις αρνούνται αυτό που θεωρώ ότι είναι εντελώς μη ανατρεπτικές προθέσεις, συγχέοντάς τες με προβληματικά ανατρεπτικά αποτελέσματα. Είναι δύσκολο να ξέρουμε πόσο «πολύ κακό» μπορεί να κάνει ένα στυλ που βλέπουν οι στρέιτ άντρες – αν το βλέπουν καθόλου – από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου καθώς οδηγούν στην οδό Folsom. Η ασφάλειά τους ως άνδρες με εξουσία μπορεί κάλλιστα να μην απειλείται καθόλου από αυτό το ελάχιστα τραυματικό θέαμα, επειδή τίποτα δεν τους αναγκάζει να δουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του γκέι-macho στυλ και της εικόνας που έχουν για τη δική τους αρρενωπότητα (μάλιστα, οι ίδιες οι υπερβολές αυτού του στυλ κάνουν τέτοιες αρνήσεις να φαίνονται εύλογες). Μπορεί, ωστόσο, να είναι αλήθεια ότι στο βαθμό που ο ετεροφυλόφιλος άντρας λίγο πολύ κρυφά θαυμάζει ή ταυτίζεται με τον μοτοσικλετιστικό ανδρισμό, η υιοθέτησή του από τους πούστηδες δημιουργεί, όπως προτείνουν οι Weeks και Dyer, μια οδυνηρή (αν και παροδική) κρίση αναπαράστασης. Το γκέι-macho στυλ εφευρίσκει ταυτόχρονα την οξύμωρη έκφραση «leather queen» και αρνείται την οξύμωρη ιδιότητά της – για τον macho στρέιτ άνδρα, η leather queen είναι κατανοητή, και μάλιστα ανεκτή, μόνο ως οξύμωρο – πράγμα που σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να παραμείνει ακατανόητη. Το δέρμα και οι μύες βεβηλώνονται από ένα σεξουαλικά θηλυκοποιημένο σώμα, αν και – και εδώ είναι που έχω πρόβλημα με τον ισχυρισμό του Week ότι το γκέι-macho στυλ «ροκανίζει τις ρίζες της ανδρικής ετεροφυλόφιλης ταυτότητας» – η απόρριψη του macho άνδρα από την αναπαράστασή του από τη leather queen μπορεί επίσης να συνοδεύεται από τη μυστική ικανοποίηση της γνώσης ότι η leather queen, παρ’ όλη την κατάπτυστη βλασφημία της, σκοπεύει τουλάχιστον να αποτίσει λατρευτικό φόρο τιμής στο στυλ και τη συμπεριφορά που βεβηλώνει. Η πολύ πραγματική δυνατότητα ανατρεπτικής σύγχυσης στη σύνδεση της γυναικείας σεξουαλικότητας (θα επανέλθω σε αυτό σε λίγο) και των σημαινόντων του ματσισμού διαλύεται μόλις ο ετεροφυλόφιλος αναγνωρίσει στο γκέι-macho στυλ μια λαχτάρα προς τον ματσισμό, μια λαχτάρα που, πολύ βολικά για τον ετεροφυλόφιλο, καθιστά την απαγορευτική πανοπλία και τους πολεμικούς τρόπους της leather queen μια διαστροφή και όχι μια ανατροπή της πραγματικής αρρενωπότητας.

Πράγματι, αν στραφούμε τώρα στη σημασία του στυλ macho για τους ομοφυλόφιλους άνδρες, θα ήταν, νομίζω, ακριβές να πούμε ότι αυτό το στυλ προκαλεί δύο αντιδράσεις, οι οποίες δείχνουν ένα βαθύ σεβασμό για τον ίδιο τον ματσισμό. Η μία είναι η κλασική υποτίμηση: το butch νούμερο που καμαρώνει σε ένα μπαρ με δερμάτινη στολή ανοίγει το στόμα του και ακούγεται σαν αδερφή, σε πηγαίνει σπίτι, όπου το πρώτο πράγμα που προσέχεις είναι τα πλήρη έργα της Jane Austen, σε ρίχνει στο κρεβάτι και – λοιπόν, τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Εν ολίγοις, η διακωμώδηση του γκέι ματσισμού είναι σχεδόν αποκλειστικά μια εσωτερική υπόθεση, και βασίζεται στη σκοτεινή υποψία ότι μπορεί να μην παίρνεις το πραγματικό προϊόν. Η άλλη αντίδραση είναι, πολύ απλά, ο σεξουαλικός ενθουσιασμός. Και αυτό μας φέρνει πίσω στο ζήτημα όχι της αντανάκλασης ή της έκφρασης της πολιτικής στο σεξ, αλλά μάλλον της εξαιρετικά σκοτεινής διαδικασίας με την οποία η σεξουαλική απόλαυση παράγει πολιτική. Αν το να γλείφεις τις δερμάτινες μπότες κάποιου σε ερεθίζει (και αυτόν), κανείς από τους δύο δεν κάνει μια δήλωση ανατρεπτική του macho ανδρισμο. Το camp είναι ένα ερωτικό turn-off, και όλοι οι γκέι άντρες το γνωρίζουν αυτό. Πολλά από τα campy λεγόμενα είναι παρωδιακά, και ενώ αυτό μπορεί να είναι διασκεδαστικό σε ένα δείπνο, αν έχεις σκοπό να το κάνεις με κάποιον, απενεργοποιείς το camp. Το ανδρικό γκέι camp είναι, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό μια παρωδία των γυναικών, γεγονός που, προφανώς, εγείρει κάποια άλλα ερωτήματα. Η γκέι ανδρική παρωδία μιας συγκεκριμένης θηλυκότητας, η οποία, όπως έχουν υποστηρίξει άλλοι, μπορεί να είναι η ίδια μια περίτεχνη κοινωνική κατασκευή, είναι αφενός ένας τρόπος να εκφραστεί η εχθρότητα προς τις γυναίκες που πιθανώς πλήττει κάθε άνδρα (και την οποία οι άνδρες ετεροφυλόφιλοι έχουν φυσικά εκφράσει με απείρως πιο άσχημους και αποτελεσματικούς τρόπους) και αφετέρου θα μπορούσε παραδόξως να θεωρηθεί ότι βοηθάει στην αποδόμηση αυτής της εικόνας για τις ίδιες τις γυναίκες. Ένας συγκεκριμένος τύπος ομοφυλοφιλικού στρατοπέδου εκφράζει την αλήθεια αυτής της θηλυκότητας ως άμυαλης, ασεξουαλικής και υστερικά σκύλας, προκαλώντας έτσι, όπως μου φαίνεται, μια βίαια αντιμιμητική αντίδραση σε κάθε γυναίκα θεατή.

Η γκέι αρσενική σκύλα απενοχοποιεί και αποσεξουαλικοποιεί έναν τύπο θηλυκότητας που εξιδανικεύεται από τους σταρ του κινηματογράφου, τους οποίους δολοφονεί έτσι με αγάπη με το στυλ του, παρόλο που ο ίδιος ο παρωδός μπορεί να διεγείρεται αρκετά από τις μισητές παρορμήσεις που αναπόφευκτα περιλαμβάνονται στην παράστασή του. Το γκέι-macho στυλ, από την άλλη πλευρά, αποσκοπεί στο να διεγείρει σεξουαλικά τους άλλους, και ο μόνος λόγος που συνεχίζει να υιοθετείται είναι ότι συχνά το πετυχαίνει. (Αν, ιδίως στις πιο ακραίες δερμάτινες μορφές του, υιοθετείται τόσο συχνά από ηλικιωμένους άνδρες, είναι ακριβώς επειδή βασίζονται σε αυτό για να συμπληρώσουν τη μειωμένη σεξουαλική τους ελκυστικότητα).

Η θανάσιμη σοβαρότητα της δέσμευσης των γκέι στον ματσισμό (με την οποία φυσικά δεν εννοώ ότι όλοι οι γκέι μοιράζονται, ή μοιράζονται αναμφισβήτητα, αυτή τη δέσμευση) σημαίνει ότι οι γκέι άνδρες κινδυνεύουν να εξιδανικεύσουν και να αισθανθούν κατώτεροι από ορισμένες αναπαραστάσεις του ανδρισμού βάσει των οποίων στην πραγματικότητα κρίνονται και καταδικάζονται. Η λογική της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας περιλαμβάνει τη δυνατότητα μιας ερωτικής ταύτισης με τους εχθρούς του ομοφυλόφιλου άνδρα. Και αυτό είναι μια φαντασίωση-πολυτέλεια που είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη και μη επιτρεπτή πλέον. Αναπόφευκτη επειδή η σεξουαλική επιθυμία για τους άνδρες δεν μπορεί να είναι απλώς ένα είδος πολιτισμικά ουδέτερης έλξης προς μια Πλατωνική Ιδέα του ανδρικού σώματος – το αντικείμενο αυτής της επιθυμίας περιλαμβάνει αναγκαστικά έναν κοινωνικά καθορισμένο και κοινωνικά διαδεδομένο ορισμό του τι σημαίνει να είσαι άνδρας. Τα επιχειρήματα για την κοινωνική κατασκευή του φύλου είναι πλέον γνωστά. Αλλά τέτοια επιχειρήματα έχουν σχεδόν πάντοτε, για σοβαρούς πολιτικούς λόγους, μια εντελώς διαφορετική κλίση – προορίζονται διδακτικά ως αποδείξεις ότι οι ανδρικές και γυναικείες ταυτότητες που προτείνονται από μια πατριαρχική και σεξιστική κουλτούρα δεν πρέπει να λαμβάνονται ως αυτό που προτείνονται να είναι: ανιστορικές, ουσιώδεις, βιολογικά καθορισμένες ταυτότητες. Χωρίς να διαφωνώ με αυτό το επιχείρημα, θέλω να διατυπώσω μια διαφορετική άποψη, μια άποψη που είναι κατανοητό ότι είναι λιγότερο δημοφιλής σε όσους ανυπομονούν να απελευθερωθούν από τους καταπιεστικούς και εξευτελιστικούς αυτοπροσδιορισμούς. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας δεν κινδυνεύει να αγαπήσει τον καταπιεστή του μόνο με τους τρόπους με τους οποίους οι μαύροι ή οι Εβραίοι μπορεί να συνεργάζονται περισσότερο ή λιγότερο κρυφά με τους καταπιεστές τους – δηλαδή, ως συνέπεια της καταπίεσης, εκείνης της λεπτής διαφθοράς με την οποία ένας σκλάβος μπορεί να φτάσει να ειδωλοποιήσει την εξουσία, να συμφωνήσει ότι πρέπει να υποδουλωθεί επειδή είναι υποδουλωμένος, ότι πρέπει να του αρνηθούν την εξουσία επειδή δεν έχει. Αλλά οι μαύροι και οι Εβραίοι δεν γίνονται μαύροι και Εβραίοι ως αποτέλεσμα αυτής της εσωτερίκευσης μιας καταπιεστικής νοοτροπίας, ενώ αυτή η εσωτερίκευση είναι εν μέρει συστατικό στοιχείο της ανδρικής ομοφυλοφιλικής επιθυμίας, η οποία, όπως κάθε σεξουαλική επιθυμία, συνδυάζει και συγχέει τις παρορμήσεις για οικειοποίηση και ταύτιση με το αντικείμενο της επιθυμίας. Μια αυθεντική γκέι ανδρική πολιτική ταυτότητα συνεπάγεται επομένως έναν αγώνα όχι μόνο ενάντια στους ορισμούς της αρρενωπότητας και της ομοφυλοφιλίας, όπως αυτοί επαναλαμβάνονται και επιβάλλονται σε έναν ετεροφυλόφιλο κοινωνικό λόγο, αλλά και ενάντια στους ίδιους αυτούς ορισμούς που τόσο σαγηνευτικά και τόσο πιστά αντανακλώνται από αυτά τα (εν πολλοίς πολιτισμικά επινοημένα και επεξεργασμένα) ανδρικά σώματα που κουβαλάμε μέσα μας ως μόνιμα ανανεώσιμες πηγές διέγερσης.

Υπάρχει, ωστόσο, ίσως ένας τρόπος να ανατινάξουμε αυτό το ιδεολογικό σώμα. Θέλω να προτείνω, αντί για την άρνηση αυτών που θεωρώ σημαντικές (αν και πολιτικά δυσάρεστες) αλήθειες για την ανδρική ομοφυλοφιλική επιθυμία, μια επίπονη αναπαραστατική πειθαρχία. Η σεξιστική εξουσία που ορίζει την αρρενωπότητα στους περισσότερους ανθρώπινους πολιτισμούς μπορεί εύκολα να επιβιώσει από κοινωνικές επαναστάσεις – αυτό που ίσως δεν μπορεί να επιβιώσει είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ανάληψης ή ανάληψης αυτής της εξουσίας. Αν, όπως το θέτει ο Weeks, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες «ροκανίζουν τις ρίζες μιας ανδρικής ετεροφυλόφιλης ταυτότητας», αυτό δεν οφείλεται στην παρωδιακή απόσταση που παίρνουν από αυτή την ταυτότητα, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι, μέσα από τη σχεδόν τρελή ταύτισή τους με αυτήν, δεν παύουν ποτέ να αισθάνονται την έλξη της παραβίασής της.

Για να το καταλάβουμε αυτό, είναι ίσως απαραίτητο να αποδεχτούμε τον πόνο που προκαλεί η υιοθέτηση, τουλάχιστον προσωρινά, μιας ομοφοβικής αναπαράστασης της ομοφυλοφιλίας. Ας επιστρέψουμε για λίγο στις διαταραγμένες αρμονίες της Arcadia, στη Φλόριντα, και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι είδαν πραγματικά οι πολίτες της – ιδιαίτερα εκείνοι που έβαλαν φωτιά στο σπίτι των Ray- όταν σκέφτονταν ή κοίταζαν τα τρία αγόρια των Ray. Η καταδίωξη των παιδιών ή των ετεροφυλόφιλων με AIDS (ή που έχουν βρεθεί θετικοί στον ιό HIV) είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενόψει της δημοφιλούς περιγραφής αυτών των ανθρώπων ως «αθώων θυμάτων». Είναι σαν η «ενοχή» των ομοφυλόφιλων ανδρών να ήταν ο πραγματικός παράγοντας της μόλυνσης. Και τι ακριβώς είναι αυτό για το οποίο είναι ένοχοι;

Όλοι συμφωνούν ότι το έγκλημα είναι σεξουαλικό, και ο Watney, μαζί με άλλους, το ορίζει ως τη φανταστική ή πραγματική ασυδοσία για την οποία οι γκέι άνδρες είναι τόσο διάσημοι. Αναλύει μια ιστορία για το AIDS από τον επιστημονικό ανταποκριτή του Observer, στην οποία το «κύριο επιχείρημα, που υποστηρίζεται από ‘ειδικούς του AIDS στην Αμερική’, [είναι] κατά των ‘περιστασιακών σεξουαλικών επαφών’». Ένας λονδρέζος γιατρός προτρέπει, κατά τη διάρκεια του άρθρου, τη χρήση προφυλακτικών σε τέτοιες επαφές, αλλά «το κύριο πρόβλημα … είναι προφανώς η ‘ασυδοσία’, με τα ζητήματα σχετικά με το είδος του σεξ που κάνει κανείς να μπαίνουν σταθερά στο περιθώριο». Αλλά τα είδη του σεξ που εμπλέκονται, με μια εντελώς διαφορετική έννοια, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κρίσιμα για το επιχείρημα. Εφόσον η ασυδοσία εδώ είναι ομοφυλοφιλική ασυδοσία, μπορούμε, νομίζω, να αναρωτηθούμε δικαιολογημένα αν το τι γίνεται δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το πόσες φορές γίνεται. Ή, ακριβέστερα, η ίδια η πράξη που αναπαρίσταται μπορεί να συνδέεται με την ακόρεστη επιθυμία, με το ασταμάτητο σεξ.

Προτού γίνω πιο σαφής σχετικά με αυτό, θα πρέπει να αναγνωρίσω ότι το επιχείρημα που θέλω να διατυπώσω είναι άκρως υποθετικό και βασίζεται κυρίως στον αποκλεισμό των στοιχείων που το υποστηρίζουν. Ένα σημαντικό μάθημα που μπορεί να αντληθεί από τη μελέτη της αναπαράστασης του AIDS είναι ότι τα μηνύματα που είναι πιο πιθανό να φτάσουν στον προορισμό τους είναι τα μηνύματα που βρίσκονται ήδη εκεί. Ή, για να το θέσουμε με άλλους όρους, οι αναπαραστάσεις του AIDS πρέπει να ακτινογραφηθούν για τη φαντασιακή λογική τους – τεκμηριώνουν τη συγκριτική ασημαντότητα της πληροφορίας στην επικοινωνία.

Έτσι, οι ιατρικές γνωματεύσεις των ειδικών για το πώς ο ιός δεν μπορεί να μεταδοθεί (πληροφορίες τις οποίες έχουν ακούσει και αναφέρουν ο δήμαρχος της Αρκαδίας και η σύζυγός του με πανεπιστημιακή μόρφωση) συζητούνται ταυτόχρονα ορθολογικά και αποκρύπτονται. Η SueEllen Smith, η σύζυγος του δημάρχου της Αρκαδίας, κάνει το ανεπιφύλακτο σχόλιο ότι «υπάρχουν πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με αυτή την ασθένεια», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «αν είσαι έξυπνος και ακούς και διαβάζεις για το AIDS φοβάσαι όταν αφορά τα ίδια σου τα παιδιά, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι όλες οι διαβεβαιώσεις δεν βασίζονται σε αδιάσειστα στοιχεία». Με αυστηρά ορθολογικούς όρους, αυτό μπορεί βέβαια να απαντηθεί εύκολα: υπάρχουν πράγματι «πολλά αναπάντητα ερωτήματα» σχετικά με το AIDS, αλλά οι διαβεβαιώσεις που δίνουν οι ιατρικές αρχές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού HIV μέσω περιστασιακών επαφών μεταξύ μαθητών βασίζονται στην πραγματικότητα σε «αδιάσειστα στοιχεία». Αλλά αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο στη συνέντευξη των New York Times με τους Smiths από την οποία παραθέτω (είναι ένα ευγενικό, ακόμη και αφοπλιστικό ζευγάρι: «Ξέρω ότι πρέπει να ακούγομαι σαν χωριάτης που το λέει αυτό», παρατηρεί ο κ. Smith, ο οποίος πραγματικά ποτέ δεν ακούγεται σαν χωριάτης) είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα έχουν λάβει και αφομοιώσει σε βάθος εντελώς διαφορετικά μηνύματα για το AIDS. Ο δήμαρχος είπε ότι «πολλοί ντόπιοι, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, πίστευαν ότι ισχυρά συμφέροντα, κυρίως οι εθνικοί ηγέτες των ομοφυλόφιλων, είχαν πιέσει την κυβέρνηση να απέχει από τη λήψη νόμιμων μέτρων για να βοηθήσει στον περιορισμό της εξάπλωσης του AIDS». Ας αγνοήσουμε τη γοητευτική ψευδαίσθηση ότι οι «εθνικοί ηγέτες των ομοφυλόφιλων» είναι αρκετά ισχυροί ώστε να πιέσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει οτιδήποτε, και ας επικεντρωθούμε στην πραγματικά εκπληκτική υπόθεση ότι όσοι ανήκουν στην ομάδα που πλήττεται περισσότερο από το AIDS δεν θέλουν τίποτα πιο έντονα από το να δουν την εξάπλωσή του ανεξέλεγκτη. Με άλλα λόγια, αυτοί που σκοτώνονται είναι δολοφόνοι. Ο Watney παραθέτει άλλες εκδοχές αυτής της ιδέας των γκέι ανδρών ως δολοφόνων (η συμπεριφορά τους θεωρείται ως η αιτία και η πηγή του AIDS), και μιλάει για «μια εκτοπισμένη επιθυμία να τους σκοτώσουμε όλους – τα σφύζοντα σε απόκλιση εκατομμύρια». Ίσως – αλλά η υποτιθέμενη αρχική επιθυμία να σκοτωθούν οι ομοφυλόφιλοι μπορεί η ίδια να είναι κατανοητή μόνο από την άποψη της φαντασίωσης για την οποία προσφέρεται ως εξήγηση: οι ομοφυλόφιλοι είναι δολοφόνοι. Τι είναι όμως αυτό ακριβώς που τους κάνει δολοφόνους;

Ο δημόσιος λόγος για τους ομοφυλόφιλους από τότε που ξεκίνησε η κρίση του AIDS έχει μια εκπληκτική ομοιότητα (την οποία ο Watney σημειώνει παρεμπιπτόντως) με την αναπαράσταση των γυναικών ιερόδουλων τον δέκατο ένατο αιώνα «ως μολυσμένων δοχείων, που μεταφέρουν ‘γυναικείες’ αφροδίσια ασθένειες σε ‘αθώους’ άνδρες». Κάποιο περισσότερο φως ρίχνει αναδρομικά σε αυτές τις αναπαραστάσεις η σύνδεση της δολοφονικότητας των ομοφυλόφιλων ανδρών με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ο ειδικός σεξουαλικός ηρωισμός της ασυδοσίας τους. Οι αφηγήσεις του καθηγητή Narayan και του δικαστή Wallach για τους γκέι άνδρες που κάνουν σεξ είκοσι έως τριάντα φορές τη νύχτα ή μία φορά το λεπτό, είναι πολύ λιγότερο περιγραφικές ακόμη και για την πιο άσωτη ανδρική σεξουαλικότητα παρά θυμίζουν τις ανδρικές φαντασιώσεις για τους πολλαπλούς οργασμούς των γυναικών.

Η βικτοριανή αναπαράσταση των ιερόδουλων μπορεί να ποινικοποιεί ρητά αυτό που είναι απλώς συνέπεια μιας πιο βαθιάς ή αρχικής ενοχής. Η ακολασία είναι το κοινωνικό αντίστοιχο μιας σεξουαλικότητας που φυσιολογικά εδράζεται στο απειλητικό φαινόμενο της μη κλιμακούμενης κορύφωσης. Οι πόρνες διαφημίζουν (και μάλιστα πωλούν) την έμφυτη ικανότητα των γυναικών για αδιάκοπο σεξ. Αντίθετα, οι ομοιότητες μεταξύ των αναπαραστάσεων των γυναικών ιερόδουλων και των ανδρών ομοφυλόφιλων θα πρέπει να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε την ακριβή μορφή της σεξουαλικής συμπεριφοράς που στοχοποιείται, στις αναπαραστάσεις του AIDS, ως η εγκληματική, μοιραία και ακαταμάχητα επαναλαμβανόμενη πράξη. Πρόκειται φυσικά για το πρωκτικό σεξ (με τη δυνατότητα πολλαπλών οργασμών να έχει εξαπλωθεί από τον εισάγοντα στον εισάγοντα, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, μπορεί πάντα να αλλάζει ρόλους και να είναι ο εισάγων για δέκα ή δεκαπέντε από αυτές τις τριάντα νυχτερινές συναντήσεις), και πρέπει φυσικά να λάβουμε υπόψη μας την ευρέως διαδεδομένη σύγχυση σε ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους άνδρες μεταξύ φαντασιώσεων πρωκτικού και κολπικού σεξ. Οι πραγματικότητες της σύφιλης τον δέκατο ένατο αιώνα και του AIDS σήμερα «νομιμοποιούν» μια φαντασίωση της γυναικείας σεξουαλικότητας ως εγγενώς άρρωστη – και η ασυδοσία σε αυτή τη φαντασίωση, μακριά από το να αυξάνει απλώς τον κίνδυνο μόλυνσης, είναι το σημάδι της μόλυνσης. Οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι άνδρες ανοίγουν τα πόδια τους με μια άσβεστη όρεξη για καταστροφή. Αυτή είναι μια εικόνα με εξαιρετική δύναμη – και αν οι καλοί πολίτες της Arcadia, στη Φλόριντα, μπόρεσαν να βγάλουν από τη μέση τους μια μέση, νομοταγή οικογένεια, είναι, θα έλεγα, επειδή κοιτάζοντας τρία αιμοφιλικά παιδιά μπορεί να είδαν – δηλαδή, ασυνείδητα να αναπαριστούν – την απείρως πιο σαγηνευτική και αφόρητη εικόνα ενός ενήλικου άνδρα, με τα πόδια ψηλά στον αέρα, ανίκανου να αρνηθεί την αυτοκτονική έκσταση του να είσαι γυναίκα.

Αλλά γιατί «αυτοκτονικό»; Πρόσφατες μελέτες έχουν τονίσει ότι ακόμη και σε κοινωνίες στις οποίες, όπως γράφει ο John Boswell, «τα πρότυπα ομορφιάς συχνά βασίζονται σε ανδρικά αρχέτυπα» (αναφέρει την αρχαία Ελλάδα και τον μουσουλμανικό κόσμο) και, ακόμη πιο εντυπωσιακά, σε πολιτισμούς που δεν θεωρούν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών αφύσικες ή αμαρτωλές, το όριο βρίσκεται στο «παθητικό» πρωκτικό σεξ. Στο μεσαιωνικό Ισλάμ, παρόλη την έμφασή του στον ομοφυλοφιλικό ερωτισμό, «η θέση του ‘εισερχόμενου’ θεωρείται παράξενη ή και παθολογική», και ενώ για τους αρχαίους Ρωμαίους, «η διάκριση μεταξύ των ρόλων που εγκρίνονταν για τους άνδρες πολίτες και τους άλλους φαίνεται να επικεντρώνεται στη χορήγηση του σπόρου (σε αντίθεση με τη λήψη του) και όχι στον πιο γνωστό σύγχρονο διαχωρισμό ενεργητικού-παθητικού», το να διεισδύει κανείς πρωκτικά δεν κρινόταν λιγότερο ως «ακατάλληλος ρόλος για τους άνδρες πολίτες.» Και στον τόμο ΙΙ της Ιστορίας της σεξουαλικότητας, ο Michel Foucault έχει τεκμηριώσει επαρκώς την αποδοχή (ακόμη και την εξύμνηση) και τη βαθιά καχυποψία της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Η γενική ηθική πόλωση στην ελληνική σκέψη της αυτοκυριαρχίας και της αβοήθητης ικανοποίησης των ορέξεων έχει, ως ένα από τα αποτελέσματά της, τη δόμηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς με όρους δραστηριότητας και παθητικότητας, με τη συνακόλουθη απόρριψη του λεγόμενου παθητικού ρόλου στο σεξ.

Αυτό που οι Αθηναίοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν, γράφει ο Foucault, είναι η εξουσία ενός ηγέτη που ως έφηβος ήταν «αντικείμενο ηδονής» για τους άλλους άνδρες – υπάρχει ένα νομικό και ηθικό ασυμβίβαστο μεταξύ σεξουαλικής παθητικότητας και πολιτικής εξουσίας. Η μόνη «έντιμη» σεξουαλική συμπεριφορά «συνίσταται στο να είναι κανείς ενεργός, να κυριαρχεί, να διεισδύει και να ασκεί έτσι την εξουσία του». Με άλλα λόγια, το ηθικό ταμπού για το «παθητικό» πρωκτικό σεξ στην αρχαία Αθήνα διατυπώνεται πρωτίστως ως ένα είδος υγιεινής της κοινωνικής εξουσίας. Η διείσδυση σημαίνει παραίτηση από την εξουσία. Βρίσκω ενδιαφέρον ότι ένα σχεδόν πανομοιότυπο επιχείρημα – από μια, βέβαια, εντελώς διαφορετική ηθική οπτική γωνία – προβάλλεται σήμερα από ορισμένες φεμινίστριες. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια στο Salmagundi, ο Foucault είπε: «Οι άνδρες πιστεύουν ότι οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν ευχαρίστηση μόνο αναγνωρίζοντας τους άνδρες ως αφέντες» – μια φράση που θα μπορούσε κανείς εύκολα να εκλάβει ότι προέρχεται από τις πένες της Catharine MacKinnon και της Andrea Dworkin.

Πρόκειται για απίθανους συνοδοιπόρους. Στην ίδια συνέντευξη από την οποία μόλις παρέθεσα ένα απόσπασμα, ο Foucault επαινεί λίγο-πολύ ανοιχτά τις σαδομαζοχιστικές πρακτικές που βοηθούν τους ομοφυλόφιλους άνδρες (πολλοί από τους οποίους μοιράζονται τον φόβο των ετεροφυλόφιλων ανδρών να χάσουν την εξουσία τους «όντας κάτω από έναν άλλο άνδρα στην ερωτική πράξη») να «ανακουφίσουν» το «πρόβλημα» του να αισθάνονται ότι «ο παθητικός ρόλος είναι κατά κάποιο τρόπο εξευτελιστικός». Η MacKinnon και η Dworkin, από την άλλη πλευρά, δεν ενδιαφέρονται φυσικά να κάνουν τις γυναίκες να αισθάνονται άνετα που βρίσκονται κάτω από τους άνδρες, αλλά να αλλάξουν την κατανομή της εξουσίας που τόσο σηματοδοτείται όσο και συγκροτείται από την επιμονή των ανδρών να είναι από πάνω. Είχαν αρκετή κακή δημοσιότητα, αλλά νομίζω ότι διατυπώνουν ορισμένα πολύ σημαντικά σημεία, σημεία που – μάλλον απροσδόκητα – μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την ομοφοβική οργή που εξαπέλυσε το AIDS. Η MacKinnon, για παράδειγμα, επιχειρηματολογεί πειστικά ενάντια στη φιλελεύθερη διάκριση μεταξύ βίας και σεξ στο βιασμό και την πορνογραφία, μια διάκριση που, εκτός από το να αρνείται αυτό που θα έπρεπε να είναι προφανές ότι η βία είναι σεξ για το βιαστή, έχει βοηθήσει να ακούγεται η πορνογραφία απλώς σέξι, και επομένως να προστατεύεται. Αν η ίδια και η Dworkin χρησιμοποιούν τη λέξη βία για να περιγράψουν πορνογραφία που κανονικά θα ταξινομούνταν ως μη βίαιη (για παράδειγμα, ταινίες πορνό χωρίς ρητό σαδομαζοχισμό ή σκηνές βιασμού), είναι επειδή ορίζουν ως βίαιη τη σχέση εξουσίας που βλέπουν να εγγράφεται στις σεξουαλικές πράξεις που αναπαριστά η πορνογραφία. Η πορνογραφία, γράφει η MacKinnon, «ερωτικοποιεί την ιεραρχία» – «μετατρέπει την ανισότητα σε σεξ, πράγμα που την κάνει απολαυστική, και στο φύλο, πράγμα που την κάνει να φαίνεται φυσική». Όχι πολύ διαφορετικά από τον Foucault (εκτός, βέβαια, από τη ρητορική κλιμάκωση), η MacKinnon μιλάει για «τον ανδροκρατικό ορισμό της γυναικείας σεξουαλικότητας ως λαγνεία για αυτοκαταστροφή». Η πορνογραφία «θεσμοθετεί τη σεξουαλικότητα της ανδρικής υπεροχής, συγχωνεύοντας την ερωτικοποίηση της κυριαρχίας και της υποταγής με την κοινωνική κατασκευή του αρσενικού και του θηλυκού». Έχει υποστηριχθεί ότι ακόμη και αν τέτοιες περιγραφές της πορνογραφίας είναι ακριβείς, υπερβάλλουν για τη σημασία της: Οι MacKinnon και Dworkin βλέπουν την πορνογραφία να παίζει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή μιας κοινωνικής πραγματικότητας της οποίας στην πραγματικότητα αποτελεί μόνο μια περιθωριακή αντανάκλαση. Κατά μία έννοια -και ιδίως αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος του σταθερού κοινού για τη σκληρή πορνογραφία – αυτό είναι αλήθεια.

Αλλά η αντίρρηση είναι επίσης κάτι σαν αποφυγή, διότι αν συμφωνηθεί ότι η πορνογραφία ερωτικοποιεί – και έτσι εξυμνεί – τη βία της ίδιας της ανισότητας (και η ανισότητα δεν χρειάζεται να επιβάλλεται με μαστίγια για να είναι βίαιη: η άρνηση στους μαύρους να έχουν ίσα προνόμια στις θέσεις στα δημόσια λεωφορεία θεωρήθηκε δικαίως ως μια μορφή φυλετικής βίας), τότε η νόμιμη πορνογραφία είναι νομιμοποιημένη βία.

Και όχι μόνο αυτό: Οι MacKinnon και Dworkin διεκδικούν πραγματικά τον ρεαλισμό της πορνογραφίας. Δηλαδή, είτε τη θεωρούμε συστατική (και όχι απλώς αντανακλαστική) μιας ερωτικοποίησης της βίας της ανισότητας είτε όχι, η πορνογραφία θα ήταν η πιο ακριβής περιγραφή και η πιο αποτελεσματική προώθηση αυτής της ανισότητας. Η πορνογραφία δεν μπορεί να απορριφθεί ως λιγότερο σημαντική κοινωνικά από άλλες πιο διάχυτες εκφράσεις της ανισότητας των φύλων (όπως οι αποτρόπαιες και αναρίθμητες τηλεοπτικές διαφημίσεις στις οποίες, στο πλαίσιο της προώθησης πωλήσεων φαρμάκων για το βήχα και δημητριακών με πίτουρο, οι γυναίκες απεικονίζονται ως σκλάβες της φυσιολογικής λειτουργίας των βρογχικών σωλήνων και των παχέων εντέρων των ανδρών τους), διότι μόνο η πορνογραφία μας λέει γιατί η διαφήμιση με πίτουρο είναι αποτελεσματική: η δουλοπρέπεια των γυναικών είναι ερωτικά συναρπαστική. Η απόλυτη λογική της κριτικής της MacKinnon και της Dworkin στην πορνογραφία –και, όσο παρωδιακό κι αν ακούγεται αυτό, πραγματικά δεν το εννοώ ως παρωδία των απόψεών τους – θα ήταν η ποινικοποίηση του ίδιου του σεξ έως ότου αυτό επανεφευρεθεί. Διότι ο πιο ριζοσπαστικός ισχυρισμός τους δεν είναι ότι η πορνογραφία έχει βλαβερή επίδραση στις κατά τα άλλα μη βλαβερές σεξουαλικές σχέσεις, αλλά μάλλον ότι η λεγόμενη κανονική σεξουαλικότητα είναι ήδη πορνογραφική.

«Όταν η βία κατά των γυναικών ερωτικοποιείται, όπως συμβαίνει σε αυτή την κουλτούρα», γράφει η MacKinnon, «είναι πολύ δύσκολο να πούμε ότι υπάρχει σημαντική διάκριση στο επίπεδο το σεξ που εμπλέκεται μεταξύ της επίθεσης από ένα πέος και της επίθεσης από μια γροθιά, ειδικά όταν ο δράστης είναι άνδρας». Η Dworkin έχει φτάσει αυτή τη θέση στο λογικό της άκρο: στην απόρριψη της ίδιας της συνουσίας. Αν, όπως υποστηρίζει, «υπάρχει σχέση μεταξύ της συνουσίας καθεαυτής και του χαμηλού στάτους των γυναικών» και αν η ίδια η συνουσία «έχει ανοσία στη μεταρρύθμιση», τότε δεν πρέπει να υπάρχει πλέον διείσδυση. Η Dworkin αναγγέλλει: «Η διείσδυση δεν μπορεί να είναι η πρώτη φορά που θα πρέπει να γίνει: ‘Σε έναν κόσμο ανδρικής εξουσίας – εξουσίας του πέους – το γαμήσι είναι η ουσιαστική σεξουαλική εμπειρία της εξουσίας και της δύναμης και της κατοχής – γαμήσι από θνητούς άνδρες, κανονικούς άντρες».

Σχεδόν όλοι όσοι διαβάζουν τέτοιες προτάσεις θα τις θεωρήσουν τρελές, αν και κατά μία έννοια απλώς αναπτύσσουν την έμμεση ηθική λογική της πιο αποστασιοποιημένης και επομένως πιο αξιοσέβαστης διατύπωσης του Foucault: «Οι άνδρες πιστεύουν ότι οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν ευχαρίστηση μόνο αναγνωρίζοντας τους άνδρες ως αφέντες». Η MacKinnon, η Dworkin και ο Foucault λένε ότι ένας άνδρας που βρίσκεται πάνω σε μια γυναίκα υποθέτει ότι αυτό που τη διεγείρει είναι η ιδέα ότι στο σώμα της εισβάλλει ένας φαλλικός αφέντης.

Το επιχείρημα κατά της πορνογραφίας παραμένει, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα φιλελεύθερο επιχείρημα όσο θεωρείται ότι η πορνογραφία παραβιάζει τη φυσική σύνδεση του σεξ με την τρυφερότητα και την αγάπη. Γίνεται ένα πολύ πιο ανησυχητικά ριζοσπαστικό επιχείρημα όταν η κατηγορία κατά της πορνογραφίας ταυτίζεται με την κατηγορία κατά του ίδιου του σεξ. Αυτό το βήμα συνήθως αποφεύγεται με την τοποθέτηση της βίας της πορνογραφίας είτε ως ένδειξη ορισμένων φαντασιώσεων που συνδέονται ελάχιστα με μια κατά τα άλλα ουσιαστικά υγιή (φροντίδα, αγάπη) μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε ως συμπτωματικό υποπροϊόν των κοινωνικών ανισοτήτων (πιο συγκεκριμένα, της βίας που ενυπάρχει σε μια φαλλοκεντρική κουλτούρα). Στην πρώτη περίπτωση, η πορνογραφία μπορεί να υπερασπιστεί ως θεραπευτική ή τουλάχιστον καθαρτική διέξοδος για αυτές τις ίσως αναπόφευκτες αλλά ευτυχώς περιθωριακές φαντασιώσεις, και στη δεύτερη περίπτωση η πορνογραφία καθίσταται λίγο πολύ άσχετη με έναν πολιτικό αγώνα ενάντια σε πιο διάχυτες κοινωνικές δομές ανισότητας (διότι μόλις οι τελευταίες διαλυθούν, τα πορνογραφικά παράγωγά τους θα έχουν χάσει τον λόγο ύπαρξής τους).

Οι MacKinnon και Dworkin, από την άλλη πλευρά, υποθέτουν δικαίως την τεράστια δύναμη των σεξουαλικών εικόνων να προσανατολίζουν τη φαντασία μας για το πώς μπορεί και πρέπει να διανέμεται και να απολαμβάνεται η πολιτική εξουσία, και, μου φαίνεται ότι εξίσου δικαίως δυσπιστούν σε μια ορισμένη διανοητική προχειρότητα στο επιχείρημα της κάθαρσης, μια προχειρότητα που συνίσταται στην αποφυγή του ερωτήματος πώς ένα κέντρο υποθετικά υγιούς σεξουαλικότητας παρήγαγε ποτέ αυτά τα δυσάρεστα περιθώρια. Δεδομένου του δημόσιου λόγου γύρω από το κέντρο της σεξουαλικότητας (ενός λόγου που προφανώς δεν παρακινείται από μια κανονιστική ιδεολογία για το σεξ), τα περιθώρια μπορεί να είναι το μόνο μέρος όπου το κέντρο γίνεται ορατό.

Επιπλέον, αν και οι στρατηγικές και οι πρακτικές συστάσεις τους είναι μοναδικές, το έργο της MacKinnon και της Dworkin θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα γενικότερο εγχείρημα, το οποίο θα ονομάσω λυτρωτική επανίδρυση του σεξ. Το εγχείρημα αυτό τέμνει τις συνήθεις γραμμές στο πεδίο μάχης της σεξουαλικής πολιτικής, και περιλαμβάνει όχι μόνο την πανικόβλητη άρνηση της παιδικής σεξουαλικότητας, η οποία «αξιοποιείται» στις μέρες μας ως μια σχεδόν ψυχωτική ανησυχία για την παιδική κακοποίηση, αλλά και τις δραστηριότητες επιφανών λεσβιών υποστηρικτών του σαδομαζοχιστικού σεξ όπως η Gayle Rubin και η Pat Califia, καμία από τις οποίες, για να το θέσω ήπια, δεν συμμερίζεται την πολιτική ατζέντα της MacKinnon και της Dworkin. Ο τεράστιος όγκος του σύγχρονου λόγου που υποστηρίζει μια ριζικά αναθεωρημένη φαντασία της ικανότητας του σώματος για απόλαυση – ένα διακριτικό πρόταγμα στο οποίο ανήκουν ο Foucault, ο Weeks και ο Watney – έχει ως την ίδια τη συνθήκη της δυνατότητάς του μια ορισμένη άρνηση του σεξ όπως το ξέρουμε, και μια συχνά κρυφή συμφωνία για τη σεξουαλικότητα ως κάτι που είναι, στην ουσία του, λιγότερο ενοχλητικό, λιγότερο κοινωνικά τραχύ, λιγότερο βίαιο, περισσότερο σεβαστό στην «προσωπικότητα» απ’ ό,τι ήταν σε μια ανδροκρατούμενη, φαλλοκεντρική κουλτούρα. Οι μυστικοποιήσεις στον γκέι ακτιβιστικό λόγο για τον γκέι ανδρικό ματσισμό ανήκουν σε αυτό το εγχείρημα – θα επιστρέψω σε άλλα σημάδια της συμμετοχής των γκέι στο λυτρωτικό σεξουαλικό πρόταγμα.

Προς το παρόν, θέλω να υποστηρίξω, πρώτα απ’ όλα, ότι η MacKinnon και η Dworkin είχαν τουλάχιστον το θάρρος να είναι σαφείς σχετικά με τη βαθιά ηθική απέχθεια για το σεξ που εμπνέει ολόκληρο το πρόταγμα, είτε το συγκεκριμένο πρόγραμμά τους είναι νόμοι κατά της πορνογραφίας, είτε η επιστροφή στις αρκαδικές κινητικότητες της παιδικής πολυσεξουαλικότητας, είτε το S&M που κακοποιεί το σώμα προκειμένου να πολλαπλασιάσει ή να αναδιανείμει τους τόπους απόλαυσης, ή, όπως θα δούμε, η συγκριτικά ανώδυνη ατζέντα (που υποστηρίζεται από τους Weeks και Watney) του σεξουαλικού πλουραλισμού. Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα έχουν την ελαφρώς αμφισβητήσιμη αρετή ότι είναι αναμφισβήτητα πιο υγιή από το λυρικό αφιέρωμα της Dworkin στον μαχητικό ποιμενισμό της παρθενίας της Ιωάννας της Λωραίνης, αλλά η ποιμενική παρόρμηση βρίσκεται πίσω από όλα αυτά. Αυτό που με ενοχλεί με τη MacKinnon και την Dworkin δεν είναι η ανάλυσή τους για τη σεξουαλικότητα, αλλά μάλλον οι ποιμαντικές, λυτρωτικές προθέσεις που υποστηρίζουν την ανάλυση. Δηλαδή – και αυτό είναι το δεύτερο, μείζον σημείο που θέλω να υποστηρίξω – μας έδωσαν τους λόγους για τους οποίους η πορνογραφία πρέπει να πολλαπλασιαστεί και όχι να εγκαταλειφθεί, και, πιο βαθιά, τους λόγους για την υπεράσπιση, για την καλλιέργεια του ίδιου του σεξ που βρίσκουν τόσο μισητό. Η καταγγελία τους για το σεξ – η άρνησή τους να το ωραιοποιήσουν, να το ρομαντικοποιήσουν, να ισχυριστούν ότι το γαμήσι έχει σχέση με την κοινότητα ή την αγάπη – είχε το εξαιρετικά επιθυμητό αποτέλεσμα να δημοσιοποιήσει, να μας εκθέσει με σαφήνεια την ανεκτίμητη αξία του σεξ ως – τουλάχιστον σε ορισμένες από τις αδιόρθωτες πτυχές του – αντικοινοτικό, αντι-ισονομικό, αντι-τροφοδοτικό, αντι-αγάπη.

Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες ανατομικές εκτιμήσεις. Τα ανθρώπινα σώματα είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι, ή τουλάχιστον ήταν, σχεδόν αδύνατο να μην συνδέσουμε την κυριαρχία και την υποταγή με την εμπειρία των πιο έντονων απολαύσεών μας. Αυτό είναι πρώτα απ’ όλα ένα ζήτημα τοποθέτησης. Αν η διείσδυση που είναι απαραίτητη (μέχρι πρόσφατα…) για την αναπαραγωγή του είδους επιτυγχάνεται κατά κανόνα με το να ανέβει ο άνδρας πάνω στη γυναίκα, είναι επίσης αλήθεια ότι το να είσαι από πάνω δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς θέμα φυσικής θέσης – είτε για το άτομο που είναι από πάνω είτε για εκείνο που είναι από κάτω. (Και για τη γυναίκα το να βρεθεί από πάνω είναι απλώς ένας τρόπος να την αφήσουμε να παίξει για λίγο το παιχνίδι της εξουσίας, αν και – όπως δείχνουν αρκετά αποτελεσματικά οι εικόνες των ταινιών πορνό – ακόμη και από κάτω, ο άνδρας μπορεί να συγκεντρώσει την παραπλανητικά απαρνημένη επιθετικότητά του στην ωστική κίνηση του πέους του). Και, όπως αυτό υποδηλώνει, υπάρχει, δυστυχώς, και το ζήτημα του πέους. Δυστυχώς, η απόρριψη του φθόνου του πέους ως ανδρικής φαντασίωσης και όχι ως ψυχολογικής αλήθειας για τις γυναίκες δεν κάνει πραγματικά τίποτα για να αλλάξει τις υποθέσεις πίσω από αυτή τη φαντασίωση.

Γιατί η ιδέα του φθόνου του πέους περιγράφει το πώς αισθάνονται οι άνδρες που έχουν πέος, και, όσο υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα σημαντικό γεγονός για τις γυναίκες. Εν ολίγοις, οι κοινωνικές δομές από τις οποίες συχνά λέγεται ότι απορρέει ο ερωτισμός της κυριαρχίας και της υποταγής είναι ίσως οι ίδιες παράγωγα (και υποβαθμίσεις) της αδιαχώριστης φύσης της σεξουαλικής απόλαυσης και της άσκησης ή της απώλειας της εξουσίας. Το να λέμε αυτό δεν σημαίνει ότι προτείνουμε μια «ουσιοκρατική» άποψη για τη σεξουαλικότητα. Ο προβληματισμός σχετικά με το φαντασιακό δυναμικό του ανθρώπινου σώματος – οι φαντασιώσεις που γεννά η σεξουαλική του ανατομία και οι συγκεκριμένες κινήσεις που κάνει κατά τη λήψη της σεξουαλικής απόλαυσης – δεν είναι το ίδιο πράγμα με μια a priori, ιδεολογικά υποκινούμενη και κανονιστική περιγραφή της ουσίας της σεξουαλικότητας. Αντίθετα, λέω ότι εκείνα τα αποτελέσματα της εξουσίας που, όπως έχει υποστηρίξει ο Foucault, είναι εγγενή στην ίδια τη σχέση (παράγονται άμεσα από «τις διαιρέσεις, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες» που αναπόφευκτα υπάρχουν «σε κάθε σχέση από το ένα σημείο στο άλλο») μπορούν ίσως πιο εύκολα να επιδεινωθούν, και να πολωθούν σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, στο σεξ, και ότι αυτή η δυνατότητα μπορεί να θεμελιωθεί στην μεταβαλλόμενη εμπειρία που έχει κάθε ανθρώπινο ον σχετικά με την ικανότητα ή την αποτυχία του σώματός του να ελέγχει και να χειρίζεται τον κόσμο πέρα από τον εαυτό του.

Περιττό να πούμε ότι οι ιδεολογικές εκμεταλλεύσεις αυτού του φανταστικού δυναμικού έχουν μακρά και άδοξη ιστορία. Πρόκειται κυρίως για μια ιστορία της ανδρικής εξουσίας, η οποία έχει πλέον τεκμηριωθεί πλούσια από άλλους. Θέλω να προσεγγίσω αυτό το θέμα από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία και να υποστηρίξω ότι μια σοβαρά δυσλειτουργική πτυχή αυτού που είναι, τελικά, η υγιής ευχαρίστηση που παίρνουμε από τη λειτουργία ενός συντονισμένου και ισχυρού φυσικού οργανισμού είναι ο πειρασμός να αρνηθούμε την ίσως εξίσου ισχυρή έλξη της αδυναμίας, της απώλειας του ελέγχου. Ο φαλλοκεντρισμός είναι ακριβώς αυτό: όχι πρωτίστως η άρνηση της εξουσίας στις γυναίκες (αν και προφανώς έχει οδηγήσει και σε αυτό, παντού και πάντα), αλλά κυρίως η άρνηση της αξίας της αδυναμίας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Δεν εννοώ την αξία της ευγένειας, ή της μη επιθετικότητας, ή ακόμη και της παθητικότητας, αλλά μάλλον μιας πιο ριζικής διάλυσης και ταπείνωσης του εαυτού. Γιατί υπάρχει τελικά, πέρα από τις φαντασιώσεις της σωματικής εξουσίας και υποταγής που μόλις συζήτησα, μια υπέρβαση αυτής ακριβώς της πολικότητας, η οποία, όπως έχει προτείνει ο Georges Bataille, μπορεί να είναι το βαθύ νόημα τόσο ορισμένων μυστικιστικών εμπειριών όσο και της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Κάνοντας αυτή την πρόταση σκέφτομαι επίσης την κάπως απρόθυμη εικασία του Freud, ιδίως στα Τρία δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, ότι η σεξουαλική ευχαρίστηση εμφανίζεται κάθε φορά που επιτυγχάνεται ένα ορισμένο κατώφλι έντασης, όταν η οργάνωση του εαυτού διαταράσσεται στιγμιαία από αισθήσεις ή συναισθηματικές διεργασίες κατά κάποιον τρόπο «πέρα» από εκείνες που συνδέονται με την ψυχική οργάνωση. Απρόθυμος, διότι, όπως έχω υποστηρίξει αλλού, ο ορισμός αυτός απομακρύνει το σεξουαλικό από το διακειμενικό, στερώντας έτσι από το τελεολογικό επιχείρημα των Τριών Δοκιμίων μεγάλο μέρος της βαρύτητάς του. Διότι από τη μια πλευρά ο Freud σκιαγραφεί μια κανονιστική σεξουαλική ανάπτυξη που βρίσκει τον φυσικό της στόχο στη μετα-οιδιπόδεια, γεννητικά επικεντρωμένη επιθυμία για κάποιον του αντίθετου φύλου, ενώ από την άλλη πλευρά προτείνει όχι μόνο την ασημαντότητα του αντικειμένου στη σεξουαλικότητα αλλά και, και ακόμη πιο ριζικά, μια συντριβή των ίδιων των ψυχικών δομών που αποτελούν την προϋπόθεση για την ίδια την εγκαθίδρυση μιας σχέσης με τους άλλους. Σε αυτή την περίεργα επίμονη, αν και διακεκομμένη, προσπάθεια να προσεγγίσει την «ουσία» της σεξουαλικής ηδονής –μια προσπάθεια που διανθίζει και διακόπτει το πιο ασφαλές αφηγηματικό περίγραμμα της ιστορίας της επιθυμίας στα Τρία Δοκίμια – ο Freud επανέρχεται διαρκώς σε μια γραμμή συλλογισμού στην οποία η αντίθεση μεταξύ ηδονής και πόνου καθίσταται άνευ σημασίας, στην οποία το σεξουαλικό αναδύεται ως η jouissance των εκρηγμένων ορίων, ως η εκστατική οδύνη στην οποία βυθίζεται στιγμιαία ο ανθρώπινος οργανισμός όταν «πιέζεται» πέρα από ένα ορισμένο όριο αντοχής. Η σεξουαλικότητα, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται, μπορεί να είναι μια ταυτολογία για τον μαζοχισμό. Στο βιβλίο Το φροϋδικό σώμα πρότεινα ότι αυτός ο σεξουαλικά συγκροτημένος μαζοχισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και ως εξελικτική κατάκτηση, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο βρέφος να επιβιώσει, και μάλιστα να βρει ευχαρίστηση, στην οδυνηρή και χαρακτηριστικά ανθρώπινη περίοδο κατά την οποία τα βρέφη συντρίβονται από ερεθίσματα για τα οποία δεν έχουν ακόμη αναπτύξει αμυντικές ή ενοποιητικές δομές του εγώ. Ο μαζοχισμός θα ήταν η ψυχική στρατηγική που νικά εν μέρει μια βιολογικά δυσλειτουργική διαδικασία ωρίμανσης. Από αυτή τη φροϋδική οπτική γωνία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Bataille αναδιατυπώνει αυτόν τον αυτο-συντριβή στο σεξουαλικό ως ένα είδος όχι ανεπίσημου αυτοεξευτελισμού, ως έναν μαζοχισμό στον οποίο η μελαγχολία του ηθικού μαζοχισμού του μετα-οιδιπόδειου υπερεγώ είναι εντελώς ξένη, και στον οποίο, τρόπον τινά, ο εαυτός απορρίπτεται πληθωρικά.

Η συνάφεια αυτών των εικασιών με την παρούσα συζήτηση θα πρέπει να είναι σαφής: ο εαυτός που το σεξουαλικό συντρίβει παρέχει τη βάση στην οποία η σεξουαλικότητα συνδέεται με την εξουσία. Είναι δυνατόν να σκεφτούμε το σεξουαλικό ως, ακριβώς, κινούμενο μεταξύ μιας υπερβολικής αίσθησης του εαυτού και μιας απώλειας κάθε συνείδησης του εαυτού. Αλλά το σεξ ως υπερβολή του εαυτού είναι ίσως μια καταστολή του σεξ ως κατάργηση του εαυτού. Ανακριβώς αναπαράγει την αυτοκαταστροφή ως αυτοδιόγκωση, ως ψυχική διόγκωση.

Αν, όπως υποδηλώνουν αυτές οι λέξεις, οι άνδρες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να «επιλέγουν» αυτή την εκδοχή της σεξουαλικής απόλαυσης, επειδή ο σεξουαλικός τους εξοπλισμός φαίνεται να προσκαλεί κατ’ αναλογία, ή τουλάχιστον να διευκολύνει, τη φαλλοποίηση του εγώ, κανένα από τα δύο φύλα δεν έχει αποκλειστικά δικαιώματα στην πρακτική του σεξ ως αυτο-υπερβολή. Διότι είναι ίσως πρωτίστως ο εκφυλισμός του σεξουαλικού σε σχέση που καταδικάζει τη σεξουαλικότητα να μετατρέπεται σε αγώνα για την εξουσία. Από τη στιγμή που τίθενται πρόσωπα, αρχίζει ο πόλεμος. Είναι ο εαυτός που φουσκώνει από ενθουσιασμό στην ιδέα ότι είναι από πάνω, ο εαυτός που κάνει το αναπόφευκτο παιχνίδι των ωθήσεων και των υποχωρήσεων στο σεξ επιχείρημα για τη φυσική εξουσία του ενός φύλου έναντι του άλλου.

Μακριά από το να απολογούνται για την ασυδοσία τους ως αποτυχία να διατηρήσουν μια σχέση αγάπης, μακριά από το να καλωσορίζουν την επιστροφή στη μονογαμία ως ευεργετική συνέπεια της φρίκης του AIDS, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες θα πρέπει να θρηνούν αδιάκοπα την πρακτική αναγκαιότητα, τώρα, τέτοιων σχέσεων, θα πρέπει να αντιστέκονται στο να παρασυρθούν στο να μιμηθούν τον αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ ανδρών και γυναικών, τον οποίο τίποτα δεν έχει αλλάξει ποτέ. Ακόμη και μεταξύ των πιο επικριτικών ιστορικών της σεξουαλικότητας και των πιο οργισμένων ακτιβιστών, υπήρξε αρκετή αμυντική στάση σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι γκέι. Έτσι, για τον Jeffrey Weeks η πιο χαρακτηριστική πτυχή της γκέι ζωής είναι ο «ριζοσπαστικός πλουραλισμός» της. Η Gayle Rubin απηχεί και επεκτείνει αυτή την ιδέα υποστηρίζοντας έναν «θεωρητικό καθώς και σεξουαλικό πλουραλισμό». Ο Watney επαναλαμβάνει αυτό το θέμα με, είναι αλήθεια, κάποιες σημαντικές αποχρώσεις. Βλέπει ότι «η νέα γκέι ταυτότητα κατασκευάστηκε μέσα από πολλαπλές συναντήσεις, μετατοπίσεις της σεξουαλικής ταύτισης, πράξεις, πολιτισμικές ενισχύσεις και μια πλειάδα ευκαιριών (τουλάχιστον στις μεγάλες αστικές περιοχές) για την απενοχοποίηση της κληρονομημένης σεξουαλικής ενοχής μιας τραγελαφικά ομοφοβικής κοινωνίας» και γι’ αυτό θρηνεί για τη «καταφανή αποσεξουαλικοποίηση της γκέι κουλτούρας και εμπειρίας» που ενθαρρύνθηκε από την κρίση του AIDS. Παρ’ όλα αυτά, αμβλύνει αυτό που θεωρώ ότι είναι η συγκεκριμένη απειλή του γκέι σεξ για αυτή την «γκροτέσκα ομοφοβική κοινωνία», επιμένοντας στη διαβεβαίωση της «ποικιλομορφίας της ανθρώπινης σεξουαλικότητας σε όλες τις παραλλαγές της» ως «ίσως την πιο ριζοσπαστική πτυχή της γκέι κουλτούρας». Η ποικιλομορφία είναι η λέξη-κλειδί στις συζητήσεις του για την ομοφυλοφιλία, την οποία ορίζει ως «ένα κυμαινόμενο πεδίο σεξουαλικών επιθυμιών και συμπεριφορών» – μεγιστοποιεί «τις αμοιβαίες ερωτικές δυνατότητες του σώματος, και γι’ αυτό είναι ταμπού».

Πολλά από αυτά προέρχονται φυσικά από τη ρητορική της σεξουαλικής απελευθέρωσης στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μια ρητορική που έλαβε την πιο έγκριτη διανοητική δικαίωσή της από το κάλεσμα του Foucault – ιδιαίτερα στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας – για την επανεφεύρεση του σώματος ως επιφάνεια πολλαπλών πηγών απόλαυσης. Τέτοιες εκκλήσεις, παρόλη τη λυτρωτική τους γοητεία, είναι, ωστόσο, περιττά και ακόμη και επικίνδυνα εξημερωμένες. Το επιχείρημα για την ποικιλομορφία έχει το στρατηγικό πλεονέκτημα ότι κάνει τους ομοφυλόφιλους να φαίνονται σαν παθιασμένοι υπερασπιστές μιας από τις πρωταρχικές αξίες της κυρίαρχης φιλελεύθερης κουλτούρας, αλλά το να προβάλλει κανείς αυτό το επιχείρημα σημαίνει, μου φαίνεται, ότι είναι ανειλικρινές ως προς τη σχέση μεταξύ της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς και της απέχθειας που εμπνέει. Η απέχθεια, όπως αποδεικνύεται, είναι ένα μεγάλο λάθος: αυτό που πραγματικά επιδιώκουμε είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία, και το να πηδιόμαστε είναι απλώς μια στιγμή στην πρακτική αυτών των αξιέπαινων ανθρωπιστικών αρετών. Ο Foucault θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα διεστραμμένος για όλα αυτά: απαιτητικός, προκλητικός, και όμως, παρά τις ριζοσπαστικές του προθέσεις, κάπως κατευναστικός στις εμφάσεις του. Έτσι, στη συνέντευξη στο Salmagundi στην οποία ήδη αναφέρθηκα, αφού ανακοινώσει ότι «δεν θα κάνει χρήση μιας θέσης εξουσίας ενώ [του] παίρνουν συνέντευξη για να διακινήσει απόψεις», παραδίδει στον εαυτό του τις άκρως ιδιότυπες απόψεις, πρώτα απ’ όλα, ότι «για έναν ομοφυλόφιλο, η καλύτερη στιγμή του έρωτα είναι πιθανότατα όταν ο εραστής φεύγει με το ταξί» («η ομοφυλοφιλική φαντασία ασχολείται ως επί το πλείστον με την ανάμνηση της πράξης παρά με την πρόβλεψη [ή, προφανώς, την απόλαυσή της]») και, δεύτερον, ότι οι τελετουργίες των ομοφυλόφιλων S&M είναι «το αντίστοιχο των μεσαιωνικών δικαστηρίων όπου ορίζονταν αυστηροί κανόνες ιδιοκτησιακής ερωτοτροπίας.» Η πρώτη άποψη είναι κάπως ενοχλητική – η δεύτερη έχει μια κάποια campy γοητεία.

Και τα δύο στρέφουν την προσοχή μας μακριά από το σώμα – από τις πράξεις στις οποίες συμμετέχει, από τον πόνο που προκαλεί και εκλιπαρεί – και στρέφουν την προσοχή μας στους ρομαντισμούς της μνήμης και στις εξιδανικεύσεις της προσεξουαλικής, της ερωτικής φαντασίας. Αυτή η απομάκρυνση από το σεξ προβάλλεται στη συνέχεια στους ετεροφυλόφιλους ως εξήγηση για την εχθρότητά τους. «Νομίζω ότι αυτό που ενοχλεί περισσότερο αυτούς που δεν είναι ομοφυλόφιλοι σχετικά με την ομοφυλοφιλία είναι το γκέι στυλ ζωής, όχι οι ίδιες οι σεξουαλικές πράξεις», και, «Είναι η προοπτική ότι οι ομοφυλόφιλοι θα δημιουργήσουν ακόμη απρόβλεπτα είδη σχέσεων που πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να ανεχτούν». Αλλά τι είναι «το γκέι στυλ ζωής»; Υπάρχει τέτοιο; Ήταν το life style του Foucault το ίδιο με αυτό του Rock Hudson; Και το πιο σημαντικό, μπορεί μια μη αναπαραστατική μορφή σχέσης να είναι πραγματικά πιο απειλητική από την αναπαράσταση μιας συγκεκριμένης σεξουαλικής πράξης – ειδικά όταν η σεξουαλική πράξη συνδέεται με τις γυναίκες αλλά εκτελείται από άνδρες και, όπως έχω προτείνει, έχει την τρομακτική έλξη της απώλειας του εγώ, του αυτοεξευτελισμού;

Μελετήσαμε παραδείγματα αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ένα φρενήρες έπος μετατοπίσεων στο λόγο για τη σεξουαλικότητα και το AIDS. Η κυβέρνηση μιλάει περισσότερο για εξετάσεις παρά για έρευνα και θεραπεία – ενδιαφέρεται περισσότερο για εκείνους που μπορεί τελικά να απειληθούν από το AIDS παρά για εκείνους που έχουν ήδη προσβληθεί από αυτό. Υπάρχουν νοσοκομεία στα οποία η μέριμνα για την ασφάλεια των ασθενών που δεν έχουν εκτεθεί στον ιό HIV υπερισχύει της φροντίδας όσων πάσχουν από ασθένεια που σχετίζεται με το AIDS. Η προσοχή στρέφεται μακριά από τα είδη του σεξ που ασκούν οι άνθρωποι σε έναν ηθικιστικό λόγο για την ασυδοσία. Η παρόρμηση για τη δολοφονία των ομοφυλόφιλων βγαίνει στην επιφάνεια ως οργή κατά των ομοφυλόφιλων δολοφόνων που σκοπίμως διαδίδουν έναν θανατηφόρο ιό στο «ευρύ κοινό». Ο πειρασμός της αιμομιξίας γίνεται εθνική εμμονή με την κακοποίηση παιδιών από εργαζόμενους σε παιδικούς σταθμούς και δασκάλους. Μεταξύ των διανοουμένων, το πέος έχει εξυγιανθεί και υποβιβαστεί στον φαλλό ως το αρχικό σημαίνον – το σώμα πρέπει να διαβαστεί ως γλώσσα. (Τέτοιες τεχνικές αποστασιοποίησης, για τις οποίες οι διανοούμενοι έχουν μια φυσική κλίση, δεν είναι φυσικά μόνο σεξουαλικές: η εθνική ντροπή των οικονομικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων θάβεται στην αυτοδικαιωμένη έκκληση για κυρώσεις κατά της Πρετόριας). Ο άγριος ενθουσιασμός του φασιστικού S&M γίνεται παρωδία του φασισμού – η ειδωλολατρία των γκέι ανδρών για τον πούτσο «ανυψώνεται» στην πολιτική αξιοπρέπεια του «σημειωτικού ανταρτοπόλεμου». Ο φαλλοκεντρισμός του gay cruising γίνεται ποικιλομορφία και πλουραλισμός – η αναπαράσταση μετατοπίζεται από τη συγκεκριμένη πρακτική της πεολειχίας και του σοδομισμού στη μελαγχολική γοητεία των ερωτικών αναμνήσεων και στις εγκεφαλικές εντάσεις του φλερτ. Υπήρξε ακόμη και η μετατόπιση της ίδιας της μετατόπισης. Ενώ είναι αναμφισβήτητα σωστό να μιλάμε – όπως, μεταξύ άλλων, έχουν μιλήσει ο Foucault, ο Weeks και η MacKinnon – για την ιδεολογικά οργανωτική δύναμη της σεξουαλικότητας, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να υποστηρίζουμε – όπως προτείνουν επίσης αυτοί οι συγγραφείς – ότι οι σεξουαλικές ανισότητες είναι κυρίως, ίσως αποκλειστικά, εκτοπισμένες κοινωνικές ανισότητες. Ο Weeks, για παράδειγμα, μιλάει για ερωτικές εντάσεις ως εκτόπιση των πολιτικά επιβαλλόμενων θέσεων εξουσίας και υποταγής, λες και το σεξουαλικό – που εμπλέκει την πηγή και τον τόπο της αρχικής εμπειρίας της εξουσίας (και της αδυναμίας) κάθε ατόμου στον κόσμο: το ανθρώπινο σώμα – θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να νοηθεί μακριά από όλες τις σχέσεις εξουσίας, θα μπορούσε, τρόπον τινά, να μολυνθεί καθυστερημένα από την εξουσία από αλλού.

Ο εκτοπισμός είναι ενδημικό φαινόμενο της σεξουαλικότητας. Έχω γράψει, ιδίως στον Baudelaire και τον Freud, για την κινητικότητα της επιθυμίας, υποστηρίζοντας ότι η σεξουαλική επιθυμία ξεκινά, και μάλιστα μπορεί να αναγνωριστεί από μια ταραγμένη φαντασιακή δραστηριότητα, κατά την οποία τα αρχικά (αλλά, εξ αρχής, μη εντοπίσιμα) αντικείμενα της επιθυμίας χάνονται στις εικόνες που δημιουργούν. Η επιθυμία, από τη φύση της, μας απομακρύνει από τα αντικείμενά της. Αν αναφέρομαι κριτικά σε αυτό που θεωρώ ότι είναι μια ορισμένη άρνηση να μιλήσουμε ειλικρινά για το γκέι σεξ, δεν είναι επειδή πιστεύω είτε ότι το γκέι σεξ μπορεί να αναχθεί σε μια μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας είτε ότι το ίδιο το σεξουαλικό είναι μια σταθερή, εύκολα παρατηρήσιμη ή εύκολα προσδιορίσιμη λειτουργία. Αντίθετα, προσπαθώ να εξηγήσω τις δολοφονικές αναπαραστάσεις των ομοφυλόφιλων που απελευθερώθηκαν και «νομιμοποιήθηκαν» από το AIDS, και με αυτόν τον τρόπο μου έκανε εντύπωση αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί αποστροφή-μετατόπιση που χαρακτηρίζει τόσο αυτές τις αναπαραστάσεις όσο και τις αντιδράσεις των ομοφυλόφιλων σε αυτές. Ο Watney έχει έντονη επίγνωση των μετατοπίσεων που λειτουργούν σε «περιπτώσεις ακραίας λεκτικής ή σωματικής βίας απέναντι στις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους άνδρες και, κατ’ επέκταση, σε όλο το θέμα του AIDS»- μιλάει, για παράδειγμα, για «μετατοπισμένο μισογυνισμό», για «μίσος απέναντι σε ό,τι προβάλλεται ως ‘παθητικό’ και επομένως θηλυκό, το οποίο εγκρίνεται από τις ετεροφυλόφιλες ορμές του υποκειμένου». Αλλά, όπως υποστήριξα προηγουμένως, τόσο η βία προς τους ομοφυλόφιλους άνδρες (και προς τις γυναίκες, ομοφυλόφιλες και στρέιτ) όσο και η επανεξέταση από τους ομοφυλόφιλους (και από τις γυναίκες) του τι σημαίνει να είσαι ομοφυλόφιλος (και τι να είσαι γυναίκα) εμπεριέχουν μια ορισμένη συμφωνία για το τι πρέπει να είναι το σεξ. Το έργο της ποιμαντικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενημερώνει ακόμη και τις πιο καταπιεστικές εκδηλώσεις εξουσίας. Αν, για παράδειγμα, υποθέσουμε ότι η καταπίεση των γυναικών συγκαλύπτει μια φοβισμένη ανδρική αντίδραση στη σαγηνευτικότητα μιας εικόνας σεξουαλικής αδυναμίας, τότε ο πιο βίαιος ματσισμός είναι στην πραγματικότητα μέρος ενός έργου εξημέρωσης, ακόμη και εξυγίανσης. Η φιλοδοξία της επιτέλεσης του σεξ ως μοναδικής δύναμης είναι ένα σωτηριολογικό σχέδιο, σχεδιασμένο να μας διαφυλάξει από τον εφιάλτη της οντολογικής αισχρότητας, από την προοπτική της κατάρρευσης του ίδιου του ανθρώπου στις σεξουαλικές εντάσεις, από ένα είδος αυτοσκοπού επικοινωνίας με τις «κατώτερες» τάξεις ύπαρξης. Ο πανικός για την παιδική κακοποίηση είναι η πιο διαφανής περίπτωση αυτού του καταναγκασμού να ξαναγράψουμε το σεξ. Η ενήλικη σεξουαλικότητα χωρίζεται στα δύο: ταυτόχρονα λυτρώνεται από την αναδρομική μεταμόρφωσή της στην αγνότητα μιας άφυλης παιδικής ηλικίας, αλλά και διατηρείται στις πιο δυσοίωνες μορφές της, καθώς προβάλλεται στην εικόνα του εγκληματία αποπλανητή των παιδιών. Η «αγνότητα» είναι κρίσιμη εδώ: πίσω από τις βιαιότητες κατά των ομοφυλόφιλων, κατά των γυναικών και, στην άρνηση της ίδιας τους της φύσης και της αυτονομίας τους, κατά των παιδιών, κρύβεται η ποιμαντική, η εξιδανίκευση, το λυτρωτικό σχέδιο για το οποίο μίλησα. Πιο συγκεκριμένα, η βαρβαρότητα είναι ταυτόσημη με την εξιδανίκευση.

Η συμμετοχή των ίδιων των ανίσχυρων σε αυτό το σχέδιο είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική. Οι ομοφυλόφιλοι και οι γυναίκες πρέπει βεβαίως να καταπολεμήσουν τη βία που στρέφεται εναντίον τους, και σίγουρα δεν υποστηρίζω τη συνενοχή με τις μισογυνιστικές και ομοφοβικές φαντασιώσεις. Υποστηρίζω, ωστόσο, την αντίθεση σε εκείνη τη μορφή συνενοχής που συνίσταται στην αποδοχή, ακόμη και στην εξεύρεση νέων τρόπων υπεράσπισης, των ψεμάτων της κουλτούρας μας για τη σεξουαλικότητα. Σαν σε μυστική συμφωνία με τις αξίες που υποστηρίζουν τις μισογυνιστικές εικόνες της γυναικείας σεξουαλικότητας, οι γυναίκες ζητούν το μόνιμο κλείσιμο των μηρών στο όνομα των χιμαιρικά μη βίαιων ιδανικών της τρυφερότητας και της φροντίδας – οι ομοφυλόφιλοι ξαφνικά ανακαλύπτουν ξανά τα χαμένα λουτρά τους ως εργαστήρια ηθικού φιλελευθερισμού, μέρη όπου τα κακώς εφαρμοσμένα ιδανικά της κοινότητας και της διαφορετικότητας ενός πολιτισμού εφαρμόζονται αυθεντικά στην πράξη. Τι θα γινόταν όμως αν λέγαμε, για παράδειγμα, όχι ότι είναι λάθος να θεωρούμε το λεγόμενο παθητικό σεξ «εξευτελιστικό», αλλά μάλλον ότι η αξία της ίδιας της σεξουαλικότητας είναι να εξευτελίζει τη σοβαρότητα των προσπαθειών για τη λύτρωσή της; «Το AIDS», γράφει ο Watney, «προσφέρει ένα νέο σημάδι για τον συμβολικό μηχανισμό της καταστολής, καθιστώντας τον πρωκτό τάφο» (σ. 126). Αλλά αν ο πρωκτός είναι ο τάφος στον οποίο θάβεται το ανδρικό ιδεώδες (ένα ιδεώδες που μοιράζονται – διαφορετικά – άνδρες και γυναίκες) της περήφανης υποκειμενικότητας, τότε θα πρέπει να γιορτάζεται για την ίδια τη δυνατότητα θανάτου του. Κατά τραγικό τρόπο, το AIDS έχει κυριολεκτήσει αυτή τη δυνατότητα ως τη βεβαιότητα του βιολογικού θανάτου, και επομένως έχει ενισχύσει την ετεροφυλοφιλική συσχέτιση του πρωκτικού σεξ με μια αυτοκαταστροφή που αρχικά και πρωτίστως ταυτίστηκε με το φανταστικό μυστήριο μιας ακόρεστης, ασταμάτητης γυναικείας σεξουαλικότητας. Ίσως, τελικά, ο ομοφυλόφιλος άντρας να κατεδαφίζει στον πρωκτό του την ίδια την ίσως κατά τα άλλα ανεξέλεγκτη ταύτισή του με μια δολοφονική κρίση εναντίον του.

Αυτή η κρίση, όπως έχω υποδείξει, βασίζεται στην ιερή αξία του εαυτού, μια αξία που εξηγεί την εξαιρετική προθυμία των ανθρώπων να σκοτώσουν προκειμένου να προστατεύσουν τη σοβαρότητα των δηλώσεών τους. Ο εαυτός είναι μια πρακτική ευκολία – αναβαθμισμένος σε ηθικό ιδεώδες, είναι μια κύρωση για τη βία. Αν η σεξουαλικότητα είναι κοινωνικά δυσλειτουργική, δεδομένου ότι φέρνει τους ανθρώπους κοντά μόνο και μόνο για να τους βυθίσει σε μια αυτοκαταστροφική και σολιψιστική jouissance που τους απομακρύνει, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως η πρωταρχική υγιεινή πρακτική της μη βίας. Η «εμμονή» των ομοφυλόφιλων ανδρών με το σεξ, κάθε άλλο παρά αρνούμενη, πρέπει να γιορτάζεται – όχι λόγω των κοινοτικών αρετών της, όχι λόγω της ανατρεπτικής δυναμικής της για παρωδίες του ματσισμού, όχι επειδή προσφέρει ένα μοντέλο γνήσιου πλουραλισμού σε μια κοινωνία που ταυτόχρονα εξυμνεί και τιμωρεί τον πλουραλισμό, αλλά μάλλον επειδή δεν παύει ποτέ να αναπαριστά το εσωτερικευμένο φαλλικό αρσενικό ως ένα απείρως αγαπημένο αντικείμενο θυσίας. Η ανδρική ομοφυλοφιλία διαφημίζει τον κίνδυνο του ίδιου του σεξουαλικού ως τον κίνδυνο της αυτοαπόρριψης, της απώλειας του εαυτού, και με αυτόν τον τρόπο προτείνει και αναπαριστά επικίνδυνα την jouissance ως τρόπο άσκησης.

Σπαράγματα από την εποχή της αντιψυχιατρικής

Η ψυχική ασθένεια ΔΕΝ είναι μια ασθένεια σαν όλες τις άλλες!

  • Η “ψυχική αρρώστια” είναι μεταφορική έννοια. Η ψυχή μπορεί να είναι άρρωστη, μόνο με την έννοια που τα αστεία είναι “άρρωστα” ή η οικονομία είναι “άρρωστη”.
  • Οι ψυχιατρικές διαγνώσεις είναι ταμπέλες που στιγματίζουν. Διατυπώνονται έτσι που να μοιάζουν με ιατρικές διαγνώσεις και εφαρμόζονται σε πρόσωπα, που η συμπεριφορά τους ενοχλεί ή προσβάλλει τους άλλους.
  • Εκείνοι που υποφέρουν και παραπονιούνται για την ίδια τους τη συμπεριφορά ταξινομούνται συνήθως σαν “νευρωτικοί”· εκείνοι, που η συμπεριφορά τους κάνει τους άλλους να υποφέρουν και για τους οποίους οι άλλοι παραπονούνται, ταξινομούνται συνήθως σαν “ψυχωτικοί”.
  • Η “ψυχική αρρώστια” δεν είναι κάτι που έχει ένα πρόσωπο, αλλά είναι κάτι που κάνει ή είναι ένα πρόσωπο.
  • Αν δεν υπάρχει ψυχική αρρώστια δεν μπορεί να μπαίνουν οι δήθεν άρρωστοι στα νοσοκομεία, να τους γίνεται θεραπευτική αγωγή ή να θεραπεύονται από αυτήν. Οι άνθρωποι, φυσικά, μπορεί να αλλάζουν συμπεριφορά ή προσωπικότητα, με ψυχιατρική ανάμιξη ή χωρίς αυτήν. Αυτή η ανάμιξη λέγεται σήμερα “θεραπευτική αγωγή” και η αλλαγή, αν γίνεται προς την κατεύθυνση που επιδοκιμάζεται από την κοινωνία , λέγεται “αποκατάσταση” ή “θεραπεία”.
  • Η προσωπική διαγωγή ακολουθεί πάντοτε ορισμένους κανόνες και στρατηγικές και έχει νόημα . Οι τύποι των διαπροσωπικών και των κοινωνικών σχέσεων μπορούν θα θεωρηθούν και να αναλυθούν σαν να ήταν “παιχνίδια” και η συμπεριφορά των παιχτών σαν να κυβερνάται από ρητούς και άρρητους κανόνες του παιχνιδιού.
  • Στην ψυχοθεραπεία που γίνεται με τη θέληση του ατόμου, ο θεραπευτής προσπαθεί να διευκρινίσει τους ασαφείς ή άρρητους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους συμπεριφέρεται ο πελάτης και να τον βοηθήσει να ερευνήσει βαθιά τους σκοπούς και τις αξίες των παιχνιδιών που παίζει.
  • Δεν υπάρχει ιατρική, ηθική ή νομική δικαιολογία για τις ψυχιατρικές επεμβάσεις χωρίς τη θέληση του υποκειμένου. Είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

(Thomas Szasz, “Ο μύθος της ψυχικής αρρώστιας”)
ΑντιΨυχομαχίες

Sarah Kane: Ψύχωση

απόσυρση σε βαθμό να είναι

δυσάρεστο
απαράδεκτο
ανέμπνευστο
αδιαπέραστο

άσχετο
ανίερο
ανόσιο
αμετανόητο

αντιπαθώ
αποδιαρθρώνω
αποσωματώνω
αποδομώ

δε φαντάζομαι
(καθαρά)
ότι μια ψυχή
            μπορούσε
                        θα ήθελε
                                    θα έπρεπε
                                                ή θα

και αν αυτοί ναι
εγώ δεν νομίζω
(καθαρά)
            ότι μια άλλη ψυχή
            μια ψυχή σαν τη δική μου
                        μπορούσε
                                    θα ήθελε
                                                θα έπρεπε
                                                            ή θα

ασχέτως

Ξέρω τι κάνω τώρα
            και πολύ καλά μάλιστα

Δε ορίζω γλώσσα

παράλογη
ασυμμάζευτη
αλύτρωτη
αγνώριστη

εκτροχιασμένη
ξέφρενη
παραμορφώνω
μορφή ελεύθερη-ρώνω

σκοτεινό σε βαθμό να είμαι

Αληθές    Ορθό    Σωστό
Κάποιος    ή    όποιος
Ένας    καθένας    όλοι

να πνίγομαι σε μια θάλασσα λογικής
            αυτή η τερατώδης κατάσταση τρομώδους παράλυσης

                                                μονίμως άρρωστη

                                    – – – – –

Συμπεράσματα: Δεν τρώει, δεν κοιμάται, δε μιλάει, καμία διάθεση για σεξ, σε απόγνωση, θέλει να πεθάνει.

Διάγνωση: Πένθος παθολογικό.

Σερτραλίνη (Sertraline), 50 mg. Επιδεινούμενη αϋπνία, έντονο άγχος, ανορεξία (απώλεια βάρους 17 κιλά) αύξηση των αυτοκτονικών σκέψεων, σχεδίων και προθέσεων. Διεκόπη μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Ζοπικλόνη (Zopiclone), 7,5 mg. Κοιμήθηκε. Διεκόπη κατόπιν εμφάνισης εξανθήματος. Η ασθενής επεχείρησε να εγκαταλείψει το νοσοκομείο παρά τις ιατρικές συστάσεις. Αναχαιτίστηκε από τρεις άρρενες νοσηλευτές δύο φορές το ανάστημά της. Ασθενής απειλητική και μη συνεργάσιμη. Παρανοϊκές σκέψεις – πιστεύει ότι το προσωπικό του νοσοκομείου επιχειρεί τώρα να τη δηλητηριάσει.

Μελερίλ (Melleril), 50 mg. Συνεργάσιμη.

Λοφεπραμίνη (Lofepramine), 70 mg, αυξήθηκε στα 140 mg, μετέπειτα στα 210 mg. Αύξηση βάρους 12 κιλά. Απώλεια πρόσφατης μνήμης. Καμία άλλη αντιδραση.

Λογομαχία με ειδικευόμενη ιατρό την οποία την κατηγόρησε για προδοσία. Κατόπιν ξύρισε το κεφάλι της και έκοψε με ξυράφι τα χέρια της.

Η ασθενής εξήχθη και παρεδόθη στη φροντίδα της έξω κοινότητας εξαιτίας της αφίξεως οξέος ψυχωτικού περιστατικού στα επείγοντα το οποίο έχρηζε μεγαλυτέρας ανάγκης νοσοκομειακής κλίνης.

Σιταλοπράμη (Citalopram), 20 mg. Πρωινά ρίγη. Καμία άλλη αντίδραση

Οι Λοφεπραμίνες και οι Σιταλοπράμες διεκόπησαν γιατί η ασθενής τα ’παιξε από τις παρενέργειες και την έλλειψη εμφανούς βελτιώσεως. Συμπτώματα διακοπής: Σκοτοδίνη και σύγχυση. Η ασθενής συνεχώς κατέρρεε, λιποθυμούσε και πεταγόταν στο δρόμο μπροστά στα αυτοκίνητα. Παραληρητικές ιδέες – πιστεύει ότι ο επιμελητής είναι ο αντίχριστος.

Υδροχλωρική Φλουοξετίνη (Fluoxetine hydrochloride), στον αγορά Prozac, 20 mg, αυξήθηκε στα 40 mg. Αϋπνία, ασταθής όρεξη, (απώλεια βάρους 14 κιλά), ισχυρό άγχος, ανίκανη να φτάσει σε οργασμό, δολοφονικές σκέψεις εναντίον ορισμένων ιατρών και φαρμακοβιομηχανιών.
Διεκόπη.

Διάθεση: Έξω φρενών.
Συναίσθημα: Έξαλλη.

Θοραζίνη (Thorazine), 100 mg. Κοιμήθηκε. Πιο ήρεμη.

Βενλαφαξίνη (Venlafaxine), 75 mg, αυξήθηκε στα 150 mg, μετέπειτα στα 225 mg. Σκοτοδίνες, υπόταση, πονοκέφαλοι.
Καμία άλλη αντίδραση.
Διεκόπη.

Η ασθενής αρνήθηκε να της χορηγηθεί το Σεροξάτ (Seroxat). Υποχονδρία – προφασίζεται σπαστικό τικ των βλεφάρων και σοβαρή απώλεια μνήμης ως ενδείξεις όψιμης δυσκινησίας και όψιμης άνοιας.

Αρνήθηκε κάθε περαιτέρω αγωγή.

100 ασπιρίνες και ένα μπουκάλι βουλγάρικο Cabernet Sauvignon, 1986. Η ασθενής ξύπνησε μέσα σε μια λίμνη εμετού και είπε “Κοιμήσου με τους σκύλους και ξύπνα μες στους ψύλλους”. Οξύς στομαχικός πόνος.
Καμία άλλη αντίδραση.

– – – – –

Μπουκαπόρτα ανοίγει
Ξερό φως

            η τηλεόραση μιλάει
            όλο μάτια
            τα πνεύματα της όρασης
            και τώρα φοβάμαι τόσο

Τώρα βλέπω πράγματα
Τώρα ακούω πράγματα
Δεν ξέρω ποια είμαι

            γλώσσα άουτ
                        σκέψη στοπ

            η βαθμιαία κατάρρευση του μυαλού μου

Πού αρχίζω;
Πού σταματάω;
Πώς αρχίζω;
(Αφού εννοώ να συνεχίζω;)

Πώς σταματάω;
Πώς σταματάω;
Πώς σταματάω;
Πώς σταματάω;
Πώς σταματάω;                                  Μια ταμπλέτα πόνου
Πώς σταματάω;                                  Σφάζει τα πνευμόνια μου
Πώς σταματάω;                                  Μια ταμπλέτα θανάτου
Πώς σταματάω;                                  Στραγγίζει την καρδιά μου
            Θα πεθάνω
                        όχι ακόμα
                                    αλλά είναι εκεί

Παρακαλώ…
Λεφτά…
Ερωμένη…

Κάθε πράξη είναι ένα σύμβολο
που το βάρος του με τσακίζει

Μια διακεκομμένη γραμμή γύρω από το λαιμό
                                                ΚΟΨΕ ΕΔΩ

ΜΗΝ ΤΟ ΑΦΗΣΕΤΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ
ΑΥΤΟ ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΕ ΤΣΑΚΙΣΕΙ ΚΑΙ
            ΘΑ ΜΕ ΣΤΕΙΛΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Σας παρακαλώ σώστε με από αυτή την τρέλα που με τρώει
                        ένας υποβολιμιαίος θάνατος

Πίστευα δε θα ’πρεπε να ξαναμιλήσω πια
αλλά τώρα ξέρω ότι υπάρχει κάτι πιο σκοτεινό και απ’ την
                                                            επιθυμία

                                                ίσως με σώσει
                                                ίσως με σκοτώσει

Ένα θλιβερό σφύριγμα, δηλαδή η κραυγή του μαύρου
σπαραγμού, γύρω γύρω στην κολασμένη γούβα στο ταβάνι
                                                                        του μυαλού μου

μιλιούνια οι κατσαρίδες

                                                            σταμάτα αυτόν τον πόλεμο

                        Με κομμένα πόδια μου
                        Χωρίς λέξεις στόμα μου
                        Να έτσι χορεύει η τρέλα

Top Man: Ο Τομ Κρουζ και ο ναρκισσιστικός αρσενικός ήρωας

Το κείµενο «Top Man: Tom Cruise and the narcissist male hero» γράφτηκε από τον Mark Simpson και δηµοσιεύτηκε πρώτη φορά στο βιβλίο του Mark Simpon «Male Impersonators: Men performing masculinity» (1994). Μεταφράστηκε από τον SUBBOY25 µε τη βοήθεια του Μάνου, του Cine Yfanet και της Βίκυς. Τυπώθηκε στη Σαλονίκη.

Ποια είμαστε

Το Cine Yfanet είναι μια κινηματογραφική ομάδα που λειτουργεί από το 2019 στην κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ. Μια από τις βασικές του ασχολίες είναι η διοργάνωση εβδομαδιαίων προβολών-συζητήσεων πάνω σε διάφορες θεματικές. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει πραγματοποιήσει αφιερώματα γύρω από κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα (αλβανική μετανάστευση στην ελλάδα, διακρίσεις απέναντι στον μαύρο πληθυσμό στις ΗΠΑ κ.α.), έχει προσπαθήσει να εξερευνήσει μια γκάμα από κινηματογραφικές γεωγραφίες (νότια αμερική, βαλκάνια, ιταλία κ.α), ενώ δεν παραλείπει να παρουσιάσει και το έργο αγαπημένων σκηνοθετών. Παράλληλα, διατηρεί και δημιουργικές ανησυχίες, με τις οποίες έχει τροφοδοτήσει την αυτοοργανωμένη αντιεμπορευματική ταινία Κεραμίδι, αλλά και διάφορα βίντεο που φτιάχνονται από την κατάληψη Υφανέτ.

Ο SUBBOY25, μεταξύ άλλων, διατηρεί το blog Αθάνατη Ελληνική Λεβεντιά.

Πρόλογος από το Cine Yfanet

Πρώτη έκδοση από το Cine Yfanet λοιπόν! Μια ιδέα που στριφογύριζε για αρκετό καιρό στις συζητήσεις της ομάδας μας , αλλά δεν είχε βρει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να υλοποιηθεί. Εν τέλει κατέληξε να πάρει σάρκα και οστά, όταν συναντήθηκε με τον SUBBOY25 και την πρόταση για ένα 3μερο εκδηλώσεων, με αφορμή την μετάφραση του κειμένου Top Man – Ο Τομ Κρουζ και ο ναρκισσιστικός αρσενικός ήρωας. Από την πλευρά μας, κρίναμε ότι τόσο το κείμενο καθαυτό, όσο και η επιθυμία να μεταφραστεί, να κυκλοφορήσει και να ανοίξει συζητήσεις, είναι πλήρως εναρμονισμένα με του στόχους της ομάδας μας. Ποιοι είναι όμως αυτοί;

 Εδώ και 5 χρόνια πραγματοποιούμε εβδομαδιαίες προβολές ταινιών και συζητήσεις, έχοντας ως αφετηρία κάποιες κοινές παραδοχές. Πρώτον, το γεγονός ότι μέσα από το σινεμά μπορούμε να προσεγγίσουμε με διαφορετικό τρόπο μια σειρά από κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που μας απασχολούν. Το σινεμά (όπως αντίστοιχα και άλλες μορφές τέχνης) διατηρεί μια δικιά του γλώσσα , αλλιώτικη από αυτή που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε στις κινηματικές διαδικασίες μας. Μια γλώσσα με την οποία ο περισσότερος κόσμος είναι εξοικειωμένος. Για αυτό, οι συζητήσεις με αφορμή μια προβολή ταινίας καταλήγουν συχνά να διεξάγονται με πιο συμμετοχικούς όρους. Εκτιμούμε ότι πολλά άτομα νιώθουν πολύ πιο άνετα να τοποθετηθούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο, απ’ ότι σε μια παραδοσιακού τύπου συνέλευση ή εκδήλωση. Στο Cine Yfanet προσπαθούμε να συνδυάσουμε την αγάπη μας για το σινεμά και την ανάγκη μας να «ανοίξουμε» συζητήσεις.

Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι η κινηματογραφική γλώσσα και οι αφηγήσεις της δεν είναι ουδέτερες ως προς τα ζητήματα που μας απασχολούν. Για αυτό και δεν επιθυμούμε να συζητάμε μόνο αφηρημένα για αυτά, αλλά να μελετάμε παράλληλα και την διάρθρωση αυτής της γλώσσας. Να αναλύουμε δηλαδή συγκεκριμένα, πώς οι κινηματογραφικές τεχνικές που χρησιμοποιεί η κάθε ταινία αναδεικνύουν πτυχές αυτών των ζητημάτων και κατευθύνουν την σκέψη των θεατών. Μια τέτοια προσέγγιση μας είναι χρήσιμη, ακριβώς γιατί μας απασχολεί το σινεμά και από μια δημιουργική σκοπιά. Θέλουμε δηλαδή να μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε την κινηματογραφική αφήγηση για να μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε. Διερευνώντας την, συνθέτουμε παράλληλα το διάνυσμα που ενώνει τις προθέσεις των δημιουργών και την πρόσληψη μιας ταινίας από το κοινό. Μέχρι στιγμής έχουμε ήδη προσπαθήσει να εφαρμόσουμε στην πράξη ένα κομμάτι αυτής της έρευνας. Η εμπειρία των συζητήσεων στο Cine Yfanet μας ήταν χρήσιμη κατά την δημιουργία της ταινίας Κεραμίδι. Έχοντας συζητήσει συλλογικά και δημόσια πάνω σε δεκάδες ταινίες, αποκτήσαμε αρκετές ενδείξεις γύρω από το τί μας αρέσει ως θεατές και τί όχι , τί συγκινεί το κοινό και τί το αφήνει αδιάφορο, με ποιον τρόπο «διαβάζουμε» αγαπημένες μας ταινίες, ποια στοιχεία της κινηματογραφικής γλώσσας υπερισχύουν έναντι άλλων κλπ. Γνωρίζουμε φυσικά ότι αυτή η διερεύνηση δεν εξαντλείται ποτέ, καθώς η κινηματογραφική γλώσσα είναι πολύ πλούσια και εξελίσσεται συνεχώς, ενώ από τη φύση της ενθαρρύνει την υποκειμενική ανάγνωση, αλλά αυτό ακριβώς είναι που καθιστά την διαδικασία αυτή τόσο ενδιαφέρουσα. Στο κείμενο Top Man – Ο Τομ Κρουζ και ο ναρκισσιστικός αρσενικός ήρωας του Mark Simpson, αναγνωρίσαμε πολλά από τα παραπάνω στοιχεία. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με μια σειρά από θέματα που μας απασχολούν, όπως η ναρκισσιστική αρρενωπότητα, ο θεσμός του στρατού, οι έμφυλες σχέσεις και η εθνική ιδεολογία. Παράλληλα, προσπαθεί να αναδείξει πώς η χολιγουντιανή αφήγηση της περιόδου εκείνης προέτασσε συγκεκριμένες πτυχές της κυρίαρχης ιδεολογίας, διαμορφώνοντας αντίστοιχα και τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Για αυτόν το λόγο, η έκδοση αυτή συμπληρώνεται με το παράρτημα Υπερήφανα η Ντροπή του Έθνους, σε μια προσπάθεια να υπενθυμίσουμε τις φωνές όσων δεν χώρεσαν στα κυρίαρχα πρότυπα της αρρενωπότητας, του μιλιταρισμού και του έθνους.

Τοπ μαν / Top Gun

«Πιστεύεις ότι το όνομά σου θα είναι στην πλακέτα μέχρι το τέλος του έτους;» ρωτά ο Βάιπερ, ο επικεφαλής εκπαιδευτής στη σχολή επίλεκτων μαχητών του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, τον Μάβερικ (Τομ Κρουζ).

Η πλακέτα στον τοίχο, στην οποία αναφέρεται, απαριθμεί τα ονόματα των καλύτερων πιλότων κάθε έτους (ή Top Gun), οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη σχολή ως εκπαιδευτές.

«Yessir!» λέει ο Μάβερικ με τον αθυρόστομο τρόπο του.

«Λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα παρέα σας, δεν νομίζετε ότι αυτό είναι λίγο αλαζονικό;»

Ο Μάβερικ κοιτάζει γύρω από την αίθουσα τους συγκεντρωμένους νεαρούς πιλότους και χαμογελάει στην κάμερα πλάγια. «Yessir!»

«Μου αρέσει αυτό σε έναν πιλότο», επιβεβαιώνει ο Βάιπερ. Μας αρέσει αυτό στον Τομ Κρουζ και στη δεκαετία του ’80 αυτό άρεσε στους άνδρες.

Το Top Gun (Τόνι Σκοτ, 1986) ήταν ίσως η ταινία της δεκαετίας του 1980. Όπως και ο Ρεϊγκανισμός, προώθησε έναν νέο θρασύτατο ατομικισμό ως επιστροφή στις παλιομοδίτικες αξίες. Γυρισμένη με τεράστια βοήθεια από το Πεντάγωνο και συνειδητά ρετρό στα σημεία αναφοράς της (οι εσωτερικοί χώροι προσπαθούν προσεκτικά να αναπαράγουν εκείνους μιας ταινίας πιλότων μαχητικών αεροσκαφών του 1940, όπως οι Ιπτάμενες Τίγρεις), η ταινία φαίνεται να υποστηρίζει τον πατριωτικό μάτσο-ανδρισμό του Β Παγκοσμίου Πολέμου, έναν ανδρισμό που βασίζεται στις κολεκτιβιστικές έννοιες της ομαδικότητας και της αυτοθυσίας. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι ένα σκηνικό για την πραγμάτωση του ανδρικού ναρκισσισμού όπου οι «παλιομοδίτικες αξίες» και τα επώνυμα αξεσουάρ, όπως τα φλάη και τα γυαλιά ηλίου της δεκαετίας του 1940, έχουν το ίδιο σημασιολογικό κύρος.

Ο Τομ Κρουζ ήταν ο τέλειος άνθρωπος για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Top Gun. Ακόμα και το όνομά του έχει μια περίεργη συμμετρία με τον τίτλο, τυπογραφικά και συνειρμικά. Το πιο διάσημο και εντυπωσιακό κομμάτι του στρατιωτικού υλικού της δεκαετίας του 1980 ήταν ο πύραυλος  Κρουζ. Αυτά τα φαλλικά όπλα υψηλής τεχνολογίας με πυρηνική κεφαλή είχαν σχεδιαστεί για να πετούν μόνα τους, πονηρά κάτω από τα ραντάρ του εχθρού, διαπερνώντας την άμυνά του.

Όπως και ο συνονόματός του πύραυλος, ο Τομ Κρουζ στο Top Gun υποδύεται έναν αλαζόνα πιλότο που ονομάζεται «Μάβερικ» (δημοφιλής ετικέτα για τους καουμπόικους χαρακτήρες τη δεκαετία του 1950 και το όνομα που δόθηκε σε έναν άλλο πύραυλο της δεκαετίας του 1980), ο οποίος επιβεβαιώνει τον ατομικισμό και την ισχύ της αμερικανικής πολεμικής μηχανής και του αμερικανικού αρσενικού, συνδέοντας όλους αυτούς τους θεσμούς σε ένα εγωκεντρικό χαμόγελο.

 Ο Τομ Κρουζ ήταν η τέλεια κινηματογραφική ενσάρκωση του νέου ανδρικού ναρκισσισμού που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το Top Gun είναι η ταινία που τον εισήγαγε ως σταρ στο κινηματογραφικό κοινό, φτιάχτηκε γι’ αυτόν και κατ’ αντιστοιχία τον ανύψωσε στα μάτια του κοινού. Το αμερικανικό του brand αγορίστικης σωματικής σεξουαλικότητας, μια πικάντικη αρρενωπότητα – μια αγνή και υγιής απόλαυση – τον έκανε πανέτοιμο για το αμερικανικό όνειρο της δεκαετίας του 1980.

Αλλά, περισσότερο από ένα όμορφο πρόσωπο, ο Τομ Κρουζ ήταν η αντίφαση της φτιαγμένης από ελκυστική σάρκα αρρενωπότητας της δεκαετίας του 1980. Κοντός, φαρδύς και με τετράγωνο σαγόνι, δίνει μια χωρίς αμφιβολίες επίφαση αντρικών αρετών, ενώ, από την άλλη το στρογγυλό του πρόσωπο, τα μεγάλα μπλε μάτια και η παραδόξως ψηλή φωνή του εκπέμπουν ένα διφορούμενο υπονοούμενο – κι αυτό είναι η πραγματική γοητεία της παρουσίας του στην οθόνη, η οποία τον κάνει ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο της επιθυμίας: ένα Dream Boy με το οποίο τόσο οι άνδρες, όσο και οι γυναίκες μπορούν να διασκεδάσουν στον ύπνο τους. Είναι σαν ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ή ο Τζέιμς Ντιν να έπαιζαν τον Τζον Γουέιν – ένας πολύ γκέι ματσισμός, επιτηδευμένος και παράδοξος – υπερτονίζοντας ένα πράγμα και υποσχόμενος ένα άλλο.

Το γεγονός ότι θεωρεί εμφανώς τον εαυτό του ως αντικείμενο της αγάπης του, απλώς ενισχύει την ελκυστικότητά του. Η αυτο-αγάπη του εκλαμβάνεται ως απόδειξη αυτοπεποίθησης, κάτι που στα 80s λειτουργούσε σαν σεξουαλικός μαγνήτης. Το καλογυμνασμένο σώμα του και η επίδειξή του γίνονται παραδόξως τόσο η απόδειξη του ανδρισμού του «τι τύπος!», όσο και το ίδιο το πράγμα που τον μετατρέπει σε ένα παθητικό αντικείμενο για χάζι. Επιπροσθέτως, η συναρπαστική αυτο-αγάπη του, επιτρέπει στους άντρες (και τις γυναίκες) μπροστά στην κινηματογραφική οθόνη να τον εκλάβουν ως τη δική τους εξιδανικευμένη αντανάκλαση και να αγαπήσουν αυτόν/τους εαυτούς τους ναρκισσιστικά.

Φυσικά, ο ναρκισσισμός του Κρουζ, τον οποίο απολαμβάνει ο κόσμος σε ευρεία οθόνη σε Technicolor, δεν μπορεί να είναι υπερβολικά κραυγαλέος: η παραδοχή της συνειδητής αυτο-αγάπης του στην ερμηνεία μπροστά στην κάμερα θα απειλούσε τον ανδρισμό του. Έτσι, ο άντρας σταρ του κινηματογράφου, ο απόλυτος «ποζεράς», πρέπει να επιδεικνύει μια ανεπηρέαστη συμπεριφορά μπροστά στην κάμερα. Το χαρούμενο, ατίθασο στυλ του Κρουζ είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχή αποδοχή του ναρκισσισμού του. Το διάσημο χαμόγελό του εκφράζει τον μύθο του ανδρισμού του Χόλιγουντ σε ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο: εύκολο, αυθόρμητο, ακαταμάχητα φυσικό αποτέλεσμα της καλύτερης οδοντιατρικής που μπορεί να αγοράσει κανείς και αμέτρητες ώρες επίπονης εξάσκησης μπροστά στον καθρέφτη.

Οι εμφανίσεις της Χαμογελαστής Μηχανής σε άλλους δύο στρατιωτικούς ρόλους, στο Γεννημένος την 4η Ιουλίου (1990) και στο Ζήτημα Τιμής (1992) μετά το Top Gun, έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια να κανονικοποιηθεί ο εμφανής ναρκισσισμός και η ομοερωτική του έλξη. Οι ταινίες αυτές δεν ήταν κλασικές πολεμικές ταινίες – μάλλον ήταν ταινίες για τον στρατό που συνειδητά προσφέρουν ένα μήνυμα για τον πολιτικό κόσμο γενικά και τον ανδρισμό ειδικότερα. Όμως το στρατιωτικό σκηνικό ταιριάζει στον Κρουζ, όχι μόνο επειδή η all-American-boy εμφάνισή του ταιριάζει εύκολα με την αντίληψη του κοινού για τον στρατό ως δεξαμενή μιας εξιδανικευμένης αμερικανικής αρρενωπότητας (δεν είναι εντυπωσιακός με τη στολή;), αλλά και επειδή το στρατιωτικό σκηνικό παρέχει την ευκαιρία να εστιάσει κανείς στον Κρουζ με ένα βλέμμα που δεν παρεμποδίζεται από συζύγους ή υπαρκτές γκόμενες με τρόπο που θα αναστάτωνε, στα πλαίσια της ζωής των απλών πολιτών. Ο στρατός παρέχει τόσο ένα άλλοθι απέναντι στις κατηγορίες ναρκισσισμού («ενεργό καθήκον») και αυτό-εμμονής («υπηρετεί την πατρίδα του») όσο και μια εγγύηση απέναντι στις ανησυχίες για την αμφίσημη παρουσία του: τι θα μπορούσε να είναι πιο κανονικό από έναν στρατιωτικό;

Το επίτευγμα του Κρουζ ήταν να παριστάνει την παθητικότητα (ναρκισσισμός) ως ενεργητικότητα (στρατός), υποδεικνύοντας την πρόσφατη επανάσταση στον ανδρισμό και ταυτόχρονα συγκαλύπτοντάς την. Παρόλα αυτά, η εκάστοτε περσόνα του στην οθόνη, μας δίνει πληροφορίες για τη μεταβαλλόμενη στάση του Χόλυγουντ απέναντι στον ανδρικό ναρκισσισμό και, όπως θα δούμε, μια ιδέα για το πόσο ακριβώς «μη-κανονικός» μπορεί να είναι ένας κανονικός άντρας.

Ο καλύτερος

Στο Top Gun ο Κρουζ βρίσκεται στο κέντρο ενός κόσμου που φαίνεται να υπάρχει μόνο για να ικανοποιεί τις ανάγκες του: ο ναρκισσιστής βρίσκεται σε ένα ναρκισσιστικό σύμπαν. Ο Έρνεστ Μπέκερ υποστήριξε ότι ο ναρκισσισμός βρίσκεται στη ρίζα της ανθρώπινης παρόρμησης για ηρωισμό. «Όταν συνδυάζεις τον φυσικό ναρκισσισμό με τη βασική ανάγκη για αυτοεκτίμηση, δημιουργείς ένα πλάσμα που πρέπει να αισθάνεται τον εαυτό του ως αντικείμενο υψίστης σημασίας: στο κέντρο του σύμπαντος, εκπροσωπώντας μέσα του όλο το νόημα της ζωής». Στο Top Gun η παρόρμηση για ηρωισμό συνδέεται πολύ στενά με τον ναρκισσισμό και την ικανοποίηση της επιθυμίας: ο Μάβερικ επαναλαμβάνει ξανά και ξανά: «Έχω συνηθίσει να βγαίνω έξω και να παίρνω αυτό που θέλω». Στην ταινία ο στόχος είναι να είναι «ο καλύτερος», γιατί μόνο ο καλύτερος μπορεί να βρεθεί στο κέντρο του σύμπαντος, όπου θα ικανοποιηθούν όλες του οι ανάγκες.

Ο ανταγωνισμός, ο μηχανισμός που αποφασίζει ποιανού οι ανάγκες θα ικανοποιηθούν σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ποιος θα είναι «ο καλύτερος», είναι ο ίδιος ρητά σεξουαλικοποιημένος. Κατά τη διάρκεια προπονητικών αερομαχιών ο Μάβερικ λέει για άλλους «εχθρικούς» πιλότους: «Τον θέλω». Οι αερομαχίες, η κύρια μορφή ανταγωνισμού (δαρβινικού τύπου), παρουσιάζονται ως άκρως σεξουαλικές, με τεχνικές γρήγορου μοντάζ που χάρισαν στην ταινία μια υποψηφιότητα για Όσκαρ γι’ αυτό, μεταφέροντας την κίνηση και τη δύναμη της σύγχρονης πτήσης με τζετ ως μια τρομαχτική βόλτα με υγρό καβάλο. Πρόκειται για πολεμική ταινία ως ποπ προωθητική ενέργεια. Παρακολουθούμε ενθουσιασμένοι τους ντυμένους στα δερμάτινα άνδρες, με τα μάτια καλυμμένα από σκοτεινά σκίαστρα, να πετούν τις υπερσύγχρονες φονικές μηχανές τους στον ουρανό. Η γλώσσα, λεκτική και οπτική, αναπνέει καυτά στο σβέρκο μας: «ώθηση», «επιτάχυνση G», «συσκότιση», «περιστροφή», «βουτιά», «έτοιμος για πυροδότηση», η τεχνικο-σεξουαλική βρώμικη συζήτηση φτάνει σε μια κορύφωση κατά την οποία οι άνδρες εκτοξεύουν τους χιονόλευκους πυραύλους τους στον γαλάζιο ουρανό σε μια εκστατική αψίδα, ανατινάζοντας τον στόχο τους.

Στην Ερμηνεία των ονείρων ο Φρόιντ (Freud) προτείνει ότι τα όνειρα στα οποία πετάς αντιπροσωπεύουν μια φαλλική φαντασίωση δύναμης και κυριαρχίας. Το Top Gun, μια ταινία για την αεροπορική υπεροχή, δεν χάνει ευκαιρία να εκμεταλλευτεί αυτή τη σημασία, τονίζοντας με αγάπη τα φαλλικά χαρακτηριστικά των «πραγμάτων που πετούν» που χειρίζονται από εμφανώς διεγερμένους μάτσο άνδρες, οι οποίοι φαλλοποιούνται από τον εξοπλισμό πτήσης, τις στολές και τα κράνη τους.

Αμέσως μόλις ο προπονητής του Μάβερικ που μασάει πούρα και είναι ένας αποτυχημένος αξιωματικός επικεφαλής (η ταινία είναι γεμάτη με εικόνες βγαλμένες από την ευλογημένη εικονογραφία του αμερικανικού αθλητισμού), του λέει ότι πηγαίνει στο Top Gun, ξεκινάει ένα ξεσηκωτικό power-rock κομμάτι-χαλί που χρησιμοποιείται για τις σκηνές πτήσης, το «PlayingWith the Boys». Το πλάνο δείχνει τον Μάβερικ καβάλα στην κορυφαία μοτοσικλέτα του BMW, ντυμένο με το τζιν, το δερμάτινο μπουφάν και τα γυαλιά ηλίου του, με το γκάζι ορθάνοιχτο, να κινείται σε έναν δρόμο παράλληλο με τον διάδρομο όπου απογειώνεται ένα F15, με αναμμένους τους μετακαυστήρες. Η κάμερα τους καδράρει μαζί, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τον Μάβερικ και τη μοτοσικλέτα του, ενώ στο βάθος το τεράστιο αεροσκάφος βρυχάται στον ουρανό. Η μουσική δυναμώνει και ο Μάβερικ ουρλιάζει και χτυπάει τον αέρα με τη γροθιά του. Περνάμε σε πλάνα από αερομαχίες στον πόλεμο της Κορέας: ένα MiG καταρρίπτεται. Βρισκόμαστε στο αμφιθέατρο του Top Gun. Ένας από τους πιλότους στο ακροατήριο, ξανθός και κούκλος, σκύβει προς τον σύντροφό του και του ψιθυρίζει στο αυτί: «Μου σηκώνεται». «Μη με πειράζεις!» λέει ο φίλος του.

Σε αυτή την ακολουθία πλάνων, που διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό, η ταινία εγκαθιδρύει επιδέξια την ερωτική πτυχή τόσο της πτήσης όσο και της απόλαυσής της από τους άνδρες – φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υπαινίσσεται αρκετά έντονα ότι μπορεί να υπάρχει κάτι πραγματικά queer σε όλο αυτό («μη με πειράζεις!»). Aυτή η τελευταία ιδέα αναβλύζει από τον Μάβερικ, ο οποίος, ως ενθουσιώδης μαθητής που είναι κάθεται στο πρώτο θρανίο και κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον ώμο του, προφανώς χαζεύοντας τη συλλογή των εξωφρενικά ελκυστικών ανδρών που είναι συγκεντρωμένοι στην αίθουσα.

Και ποιος θα μπορούσε  να τον κατηγορήσει; Η θελκτικότητα των ανδρών σε αυτή την ταινία και ο σεξουαλικός χαρακτήρας του ανταγωνισμού τους γίνεται παραπάνω από σαφής. Οι ατμοσφαιρικές σκηνές στα αποδυτήρια, μας προσφέρουν τους πιλότους σχεδόν ημίγυμνους να συζητούν για την «πτήση» στην οποία μόλις συμμετείχαν. Στις πολεμικές ταινίες μιας πιο αθώας εποχής αυτού του είδους ο διάλογος θα γινόταν στην ασφάλεια του μπαρ της βάσης, όπου η ανδρική σεμνότητα θα μπορούσε να κρατήσει το πουκάμισό της φορεμένο. Αλλά στο TopGun τα ξυρισμένα σώματα, με ιδανικές αναλογίες, των καλύτερων πιλότων της Αμερικής, μας σερβίρονται σε μια μορφή που είναι εντελώς άσεμνη (σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή στα αποδυτήρια ένας νεαρός άνδρας που φοράει μόνο μια πετσέτα βρίσκεται ανάσκελα σε έναν πάγκο, κουνώντας τα πόδια του στον αέρα, ενώ οι άλλοι άνδρες στέκονται γύρω του και διανθίζουν τη συζήτησή τους για τη δράση της ημέρας με βρισιές: «ο πούτσος μου! ο κώλος μου!»). Στην πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης είναι τόσο πρόθυμος να επιδείξει τα χαρακτηριστικά των αγοριών του που φαίνεται να απογοητεύεται από την πρακτική ανάγκη να κινηματογραφεί τους πιλότους με ρούχα ενώ αυτοί κάνουν «αερομαχίες» – παρακάμπτει αυτό το πρακτικό πρόβλημα παρεμβάλλοντας, εκτός από τις σκηνές στα αποδυτήρια, μια σκηνή όπου παίζουν βόλεϊ στην παραλία, γυμνοί μέχρι τη μέση, φορώντας τα «γυαλιά» τους (που αντιπροσωπεύουν τα σκούρα σκίαστρα στα κράνη τους), ενώ το «Playing With the Boys», ο ύμνος των αερομαχιών, οργιάζει στο soundtrack.

Πίσω στο αμφιθέατρο, ο Μάβερικ και ένας ψηλός ξανθός πιλότος (που αργότερα μαθαίνουμε ότι λέγεται «Άισμαν» [Βαλ Κίλμερ]), με μαλλιά τόσο άψογα ζελεδιασμένα/μουσαρισμένα που δεν χάνουν ούτε μια φορά το σχήμα τους σε όλη την ταινία, ανταλλάσσουν μακρόσυρτες ματιές. Ο Γκους, ο πλοηγός του Μάβερικ, ενοχλείται/ζηλεύει αυτά τα αδερφίστικα καμώματα: «Μάβερικ, τι κάνεις;» ρωτάει. «Απλά αναρωτιέμαι ποιος είναι ο καλύτερος», απαντά ο Μάβερικ. Ο ανδρικός ανταγωνισμός παρουσιάζεται ως ερωτικός και ο ανδρικός ερωτισμός ως ανταγωνισμός (κάτι που κάθε θαμώνας μιας μητροπολιτικής γκέι ντίσκο θα επιβεβαιώσει).

Όλη αυτή η «αδερφίστικη υπόθεση» επισημαίνει και πάλι τον τρόπο με τον οποίο η ταινία φαίνεται να υποστηρίζει μια «διαχρονική» αρρενωπότητα, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πιο φιλόδοξο. Δεν είναι ο ομοερωτισμός του Top Gun που έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολεμική ταινία με το θέμα της φιλαναγνωσίας, αλλά η αυστηρότητά του. Η θρασύτητα του Top Gun και η ρητή σεξουαλική ένταση μεταξύ των ανδρών που προκαλεί θα ήταν καταστροφικά ενοχλητική για την «αγνή» ανδρική αγάπη του esprit de corps της παραδοσιακής πολεμικής ταινίας (βλ. κεφάλαιο παρακάτω). Αυτή η απόκλιση πηγάζει από τον ατομικισμό και τον ναρκισσισμό που βρίσκονται στην καρδιά της ταινίας και που στην πραγματικότητα ενθαρρύνουν την επιθυμία (ειδικά για το ανδρικό σώμα), η οποία θα ήταν ταμπού σε προηγούμενες ταινίες. Στον Μάβερικ επιτρέπεται μια κάποια πολύμορφη διαστροφή, να φαίνεται ότι επιθυμεί τα πάντα και τους πάντες, επειδή βρίσκεται στο αυτοερωτικό κέντρο του σύμπαντος «εκπροσωπώντας στον εαυτό του όλη τη ζωή».

Εκεί που το Top Gun είναι πιο παραδοσιακό στην παρουσίαση του ανδρισμού της πολεμικής ταινίας είναι στη στάση του απέναντι στο θηλυκό: είναι κάτι που πρέπει να κατακτηθεί. Αυτό δραματοποιείται στο φλερτ του Μάβερικ με την «Τσάρλι» (Κέλι ΜακΓκίλις), την οποία γνωρίζει σε ένα μπαρ που περιγράφει στον Γκους ως «περιβάλλον πλούσιο σε στόχους». Σε μια σκηνή που επρόκειτο να εκτοξεύσει τη μόδα του καραόκε στα ύψη, της κάνει καντάδα μαζί με τον Γκους «τραγουδώντας» το «You’ve lost that loving feeling» (η πρώτη του συνάντηση με την πρωταγωνίστρια παίρνει μια ναρκισσιστική μορφή, μια παράσταση «προσωπικότητας»). Το τολμηρό αλλά άνετο πέρασμά του από την Τσάρλι αποτυγχάνει, αλλά επιτρέποντάς της να εμφανιστεί ως μια απλή γκόμενα που γουστάρει ο Μάβερικ, το κοινό προετοιμάζεται για τη σκηνή της επόμενης ημέρας. Σε μια ενημέρωση των πιλότων του TopGun παρουσιάζεται μια εμπειρογνώμονας που είναι «κορυφαία στον τομέα της» –η Τσάρλι. Ξαφνικά ο ήρωάς μας βρίσκεται σε υποτακτική θέση – η κοπέλα με την οποία κουβέντιασε τόσο περιφρονητικά το προηγούμενο βράδυ έχει γίνει ανώτερή του (και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι είναι μια μεγαλύτερη γυναίκα).

Για μια και μόνο στιγμή φαίνεται ότι το Top Gun θα διαπραγματευτεί πραγματικά τον μεταβαλλόμενο ρόλο της γυναίκας, ότι η νοσταλγία του για έναν μυθικό άνδρα αεροπόρο της δεκαετίας του 1940 κινδυνεύει να γίνει εκπληκτικά μοντέρνα στην αντιμετώπιση του φύλου. Δεν υπάρχει περίπτωση. Αυτό που αναπτύσσεται, είναι μια ταινία που απλώς παίζει με την επίφαση της αμφισβήτησης της φαλλικής ανδρικής εξουσίας (με τον ίδιο τρόπο που το ελαφρώς διφορούμενο ως προς το φύλο όνομα «Τσάρλι», ανήκει σε μια πολύ «θηλυκή» γυναίκα). Αμέσως η «αυθεντία» της Τσάρλι ανατρέπεται από τον Μάβερικ, ο οποίος αντικρούει την πολιτική/ακαδημαϊκή της δήλωση σχετικά με τις προδιαγραφές ενός MiG με την εμπειρία του από πρώτο χέρι στη μάχη – τον κόσμο του άνδρα. Εξάλλου, η Τσάρλι είναι μόνο πολίτης και η αγωνία ότι οι γυναίκες μπορεί να εισβάλλουν στον ανδρικό κόσμο, που εδώ αντιπροσωπεύεται από τον στρατό, αποποιείται. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός τους έφτανε τις δεκάδες χιλιάδες στα μέσα της δεκαετίας του ’80, δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα με στολή σε ολόκληρη την ταινία. Ο ουρανός και οι συγκινήσεις του παραμένουν ένας αδιαμφισβήτητος κόσμος μόνο για αγόρια, αμόλυντος από γυναίκες.

Η «σύγκρουση» κορυφώνεται τεχνητά σε μια μεταγενέστερη σκηνή, όταν ο Μάβερικ ταπεινώνεται από αυτήν μπροστά στα άλλα αγόρια σε μια συνεδρία ενημέρωσης, στην οποία επικρίνει τις «ανορθόδοξες» τακτικές του. Εκείνος φεύγει από την αίθουσα σκυθρωπός. Αλλά αυτή η αναστάτωση είναι απλώς για να στηθεί κάποιο «δράμα» ώστε να κανονιστεί η πλήρης συνθηκολόγηση της Τσάρλι στη σκηνή που ακολουθεί αμέσως μετά. Σε έναν σαφώς γήινο απόηχο των αερομαχιών, τον κυνηγάει (εκείνη με την καμπριολέ Porsche της δεκαετίας του 1950 – εκείνος με την BMW του) και του εξομολογείται ότι δεν μπορούσε να πει αυτό που πραγματικά ένιωθε: «ότι η πτήση σου δείχνει σημάδια πραγματικής ιδιοφυΐας και νομίζω ότι σε έχω ερωτευτεί». Η αμφισβήτηση της εξουσίας του μετατρέπεται άμεσα σε υποταγή σε αυτήν και εκείνος σφίγγεται μαζί της. Cut σε φλογερή σεξουαλική σκηνή. Ο Μάβερικ θριαμβεύει, είναι κυριολεκτικά Top Man, και δεν υπάρχει περαιτέρω «αγώνας» για κυριαρχία στο έδαφος.

Στον αέρα, ο αγώνας/ερωτοτροπία με τον Άισμαν συνεχίζεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σκηνές σεξ είναι πολύ λιγότερο «σέξι» από τις σκηνές πτήσης και η μουσική που χρησιμοποιείται για αυτές τις σκηνές, το «Take My Breath Away», υπογραμμίζει αυτή την ειρωνεία – είναι η πτήση που σου κόβει την ανάσα. Ο ανταγωνισμός, η επιθυμία μετά την επιθυμία, η λαγνεία χωρίς ολοκλήρωση, είναι εκεί που υπάρχει ο ενθουσιασμός, και ο ανταγωνισμός στον αέρα είναι πραγματικός: είναι μεταξύ δύο ανδρών, του Άισμαν και του Μάβερικ, και οι δύο αποφασισμένοι να είναι «κορυφαίοι» – κανένας από τους δύο δεν θέλει να πάρει μια «θηλυκή» υποτακτική θέση (η ομοφυλοφιλική επιθυμία είναι ατελείωτη και αποδεικνύεται ότι είναι η αιώνια βάση της ανδρικής οικονομίας). Φυσικά, υπάρχει ένας άνδρας που είναι πολύ ευτυχής να πάρει αυτή τη θέση – ο Γκους. Ως ο αφοσιωμένος πλοηγός του Μάβερικ που ταξιδεύει πίσω του, ο Γκους είναι η «σύζυγός» του στον αγορίστικο κόσμο της αερομαχίας. Η άφιξη της Τσάρλι καθιστά τον ρόλο του ξεκάθαρο και επίσης μη βιώσιμο πλέον. Σε ένα μπαρ συμμετέχει στο ντουέτο του Μάβερικ και του Γκους και στη συνέχεια φεύγει μαζί με τον Μάβερικ, ανεβαίνοντας για πρώτη φορά ως συνεπιβάτιδα στη μοτοσικλέτα του – στη θέση του Γκους στο F-15. Στο τέλος αυτής της ακολουθίας τον εκλιπαρεί: «Πάρε με στο κρεβάτι και κάνε μου έρωτα, μεγάλε επιβήτορα». Το Top Gun είναι δολοφονικά άμεσο στο μήνυμά του για το τι συμβαίνει στους άνδρες που υιοθετούν οικειοθελώς αυτή τη γυναικεία θέση: μερικές σκηνές αργότερα ο Γκους είναι νεκρός, σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα. Θυμίζοντάς μας την «υποτακτικότητα» του Γκους, βλέπουμε τη χήρα σύζυγό του να επιβεβαιώνει με δάκρυα στα μάτια: «Θεέ μου, του άρεσε να πετάει μαζί σου, Μάβερικ!».

Αλλά ο θάνατος του Γκους εξυπηρετεί έναν ευρύτερο σκοπό: να προκαλέσει έναν αγώνα μέσα στον Μάβερικ ενάντια στα δικά του «θηλυκά» συναισθήματα. Η προσήλωσή του στον Γκους υποδηλώνεται από μόνη της ως «θηλυκή» και ως εκ τούτου ακατάλληλη: «Είσαι η μόνη οικογένεια που έχω», λέει στον Γκους λίγο πριν από το ατύχημα (η μητέρα και ο πατέρας του είναι νεκροί).

Συντετριμμένος, ο Μάβερικ σχεδιάζει να εγκαταλείψει το Top Gun και το Ναυτικό. Ο Βάιπερ, η πατρική φιγούρα, λέει στον Μάβερικ ότι πρέπει να «αφεθεί», όπως έκανε στο Βιετνάμ όταν οι φίλοι του έπεφταν γύρω του – η απώλεια είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για την ανδρική αγάπη: το «θηλυκό» πρέπει να ξεπεραστεί. Αν αρνηθείς να πληρώσεις αυτό το τίμημα, χάνεις το δικαίωμά σου να παίξεις το παιχνίδι του πολέμου/ανδρισμού. Η απειλή ευνουχισμού που αντιπροσωπεύει ο θάνατος (των φίλων εδώ) πρέπει να αποκηρυχθεί. Η «μητέρα» από την οποία πρέπει να αποχωριστείς (σεξουαλικά και κοινωνικά) είναι η «οικογένεια» που εκπροσωπεί ο Γκους. Ακριβώς στην αρχή της ταινίας βλέπουμε έναν πιλότο ονόματι Κούγκαρ να χάνει την ψυχραιμία του σε μια άγρια μάχη, αφού ατενίζει μια φωτογραφία της γυναίκας και των παιδιών του καρφιτσωμένη στον πίνακα ελέγχου. Η αποτυχία του και η παραίτησή του οδήγησαν άμεσα στο να πάει ο ανύπαντρος Μάβερικ στο Top Gun.

Ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την πατρική του σημασία, ο Βάιπερ λέει στον Μάβερικ ότι είχε πετάξει με τον πατέρα του, επίσης πιλότο του Πολεμικού Ναυτικού, και ότι αυτός πέθανε ένδοξα (υπήρξε ένα ερωτηματικό σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του). Έτσι, ο πατέρας του αντιμετώπισε το άγχος του ευνουχισμού, πραγματοποίησε μια ηρωική πράξη που του εξασφάλισε την αθανασία και το ίδιο πρέπει να κάνει και ο Μάβερικ. Αποφασίζει να παραμείνει, αλλά χάνει τον τίτλο του «Top Gun» από τον Άισμαν (το όνομα του Άισμαν θα μπει στην πλακέτα και έτσι θα αποκτήσει την ιδιότητα του αθάνατου ήρωα: η φήμη είναι η νίκη του ναρκισσιστή επί του θανάτου).

Στο τελευταίο μέρος, ο Μάβερικ «δοκιμάζεται» κατά τη διάρκεια μιας αερομαχίας με MiGs πάνω από τον Ινδικό Ωκεανό. Ακόμα δεν έχει «ξεκολλήσει», οπότε αρχικά χάνει την ψυχραιμία του. Αλλά αφού κοιτάζει τις ταυτότητες του Γκους που κρατάει στο χέρι του, ξεπερνάει με επιτυχία το φόβο του ευνουχισμού/θανάτου. Ο Μάβερικ τιμά τη μνήμη του νεκρού πατέρα και του συνεργάτη του επιτιθέμενος στον εχθρό και κερδίζοντας ολοκληρωτικά, σώζοντας τη ζωή του Άισμαν. Αργότερα πετάει τις ταυτότητες του Γκους στη θάλασσα (αφού δεν έχει πλέον καμιά χρήση γι’ αυτές – έχει εγκαταλείψει τα αντικείμενα αγάπης του Γκους και του πατέρα του, ενσωματώνοντάς τα στο εγώ του).

Αφού κερδίσει την αερομαχία, ο Μάβερικ προσγειώνεται πίσω στο αεροπλανοφόρο και η σχέση της ταινίας ολοκληρώνεται μπροστά σε ένα κοινό που ζητωκραυγάζει, το οποίο αποτελείται από τέλεια χτενισμένα αρσενικά μοντέλα που παριστάνουν τους πιλότους (οι οποίοι υποτίθεται ότι μόλις συμμετείχαν σε μια απελπιστική αερομαχία). «Τ’ορκίζομαι!» φωνάζει ο Άισμαν, δείχνοντας τον Μάβερικ. «Είσαι ακόμα επικίνδυνος!» Ξεσπώντας σε ένα ζεστό χαμόγελο και πιάνοντας τον Μάβερικ από τον ώμο ανακοινώνει: «Μπορείς να γίνεις ο συγκυβερνήτης μου οποιαδήποτε στιγμή!» «Μαλακίες!» χαμογελάει ο Μάβερικ. «Μπορείς να γίνεις δικός μου!» Αγκαλιάζονται παθιασμένα υπό τον πανηγυρισμό όλου του (ανδρικού) πληρώματος του αεροπλανοφόρου. Η νέα ερωτική σχέση μπορεί να ολοκληρωθεί, αλλά κανένας από τους δυο δεν θα πάρει υποτακτική θέση απέναντι στον άλλον (σε αντίθεση με τον Γκους). Παρά τον κραυγαλέο ομοερωτισμό της οθόνης της σχέσης τους, το «θηλυκό» κρατείται μακριά – και οι δύο άνδρες το έχουν κατακτήσει και όμως έχουν κερδίσει ο ένας τον άλλον. Ο πόλεμος/επιτυχία στο Top Gun έχει αποδειχθεί μια οδός μέσω της οποίας οι αντιθέσεις του ατομικισμού και της ομαδικής εργασίας, του ομοερωτισμού και του ανδρισμού μπορούν να φανούν να συμφιλιώνονται: και οι δύο άνδρες μπορούν να παίζουν τον «πάνω» και κανένας από τους δύο δεν χρειάζεται να παίζει τον «κάτω».

Το ναρκισσιστικό όνειρο της διασημότητας πραγματοποιείται επίσης. Ο διοικητής του Μάβερικ του λέει ότι το πρόσωπό του είναι στο εξώφυλλο κάθε εφημερίδας στον αγγλόφωνο κόσμο. Συνοψίζοντας τον οπισθοδρομικό εκσυγχρονισμό της αρρενωπότητας που αντιπροσωπεύει το Top Gun, ο Μάβερικ, έχει επιτύχει μέσω του παλιομοδίτικου ηρωισμού την κατάσταση που ήρθε να τον αντικαταστήσει – τη φήμη. Όπως έχουν παρατηρήσει και άλλοι: «Σήμερα οι ήρωές μας δεν είναι πλέον πολεμιστές, κατακτητές ή στρατηγοί … τα κριτήρια της επιτυχίας έχουν επαναπροσδιοριστεί με την έλευση της διάχυτης επιρροής των μέσων μαζικής ενημέρωσης».

Ο Μάβερικ, επιτυχημένος και διάσημος πλέον, μπορεί να επιλέξει όποια θέση του αρέσει οπουδήποτε στον κόσμο. Επιλέγει να γίνει εκπαιδευτής στο Top Gun, κερδίζοντας έτσι το βραβείο που στήθηκε στην αρχή της ταινίας: έχει φτάσει στα πιο ιλιγγιώδη ύψη του ανδρισμού, στο επίκεντρο του θαυμαστικού βλέμματος των άλλων ανδρών και είναι πλέον σε θέση να εκπαιδεύσει άλλους, να αναλάβει τον πατρικό ρόλο.

Το πλάνο τον δείχνει να κάθεται σε ένα μπαρ (άλλη μια ρετρό σκηνή της δεκαετίας του 1940) και το τζουκ μποξ αρχίζει να παίζει το «You’ve Lost that Loving Feeling» Γυρίζει και βλέπει την Τσάρλι. Σύμφωνα με το παραδοσιακό σενάριο των πολεμικών ταινιών έχει αντιμετωπίσει το άγχος του ευνουχισμού, έχει περάσει τη δοκιμασία του και τώρα είναι σε θέση να διεκδικήσει τη νύφη του: το ανδρικό εγώ έχει θριαμβεύσει. Αυτό συνδυάζεται με το σύγχρονο θέμα της καριέρας/αφιέρωσης της ταινίας: τώρα που έχει επιτύχει μπορεί να νοικοκυρευτεί.

Αλλά υπάρχει μια ασάφεια στον διάλογο εδώ. Ο Μάβερικ μιλάει για «συντριβή και καψούρα» στην πρώτη του σχέση. Μιλάει για τον Γκους; Σίγουρα η μουσική μας θυμίζει το ντουέτο του με τον Γκους όσο μας θυμίζει και τη συνάντησή του με την Τσάρλι. Και αντί να δείχνει την Τσάρλι και τον Μάβερικ να αγκαλιάζονται, η σκηνή σβήνει με τους δύο να στέκονται και να κοιτάζονται ο ένας τον άλλον στην άλλη πλευρά του δωματίου. Οι τίτλοι τέλους περνούν πάνω από ένα πλάνο δύο F-15 που απογειώνονται και κυλούν παιχνιδιάρικα μαζί στον αέρα: είναι ο Μάβερικ και ο Άισμαν;

Το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι στο τέλος είναι ότι κανείς δεν μπορεί πραγματικά να κατέχει τον Μάβερικ – παραμένει το ναρκισσιστικό κέντρο του δικού του σύμπαντος και η ηδονοβλεπτική ιδιοκτησία του κοινού. Στον στρατό δεν χρειάζεται ποτέ να τραγουδήσεις στον εαυτό σου: Έχεις χάσει αυτό το (αυτο)αγαπητικό συναίσθημα.

Ονειρευόμασταν να γίνουμε άντρες

Ο πρώτος στρατιωτικός ρόλος του Κρουζ μετά το Top Gun ήταν το Γεννημένος την 4η Ιουλίου (Όλιβερ Στόουν, 1989) και του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ήταν τόσο αποφασιστικά αντιπολεμική ταινία, που βρισκόταν στον αντίποδα του Top Gun. Το τελευταίο έλεγε ότι ο πόλεμος και ο στρατός ήταν λέσχες αγοριών που έκαναν τα αγόρια ισχυρούς ατομικιστές, στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Το Γεννημένος την 4η Ιουλίου έλεγε ότι ο πόλεμος τα ευνουχίζει και τα αφήνει μόνα και χωρίς αγάπη. Εκεί που το Top Gun τόνιζε τη φαντασία και τη φαλλική αίγλη του πολέμου, το Γεννημένος την 4η Ιουλίου τόνιζε τον εφιάλτη και τη φρικτή ταπείνωσή του.

Ο Όλιβερ Στόουν επέλεξε σχεδόν σίγουρα τον Κρουζ για το ρόλο, ακριβώς για να αντιταχθεί στο μήνυμα του Top Gun –παρόλα αυτά, η επιλογή του υπογραμμίζει επίσης το κοινό σημείο των ταινιών: και οι δύο παρουσιάζουν τον Κρουζ ως το πάσχον αμερικανικό αγόρι, και στις δύο ταινίες ο ναρκισσισμός του Αμερικανού άνδρα/ Κρουζ βρίσκεται στο επίκεντρο, εκτοπίζοντας το πολιτικό μήνυμα. Περισσότερο από μια ακόμη «αντιπολεμική» ταινία, η 4η Ιουλίου δίνει μια περιγραφή της κρίσης του ανδρισμού που ξεκίνησε στην Αμερική της δεκαετίας του 1960 και του αγώνα ενός άνδρα να προσαρμοστεί σε αυτήν. Οι εναρκτήριες σκηνές θυμίζουν αριστοτεχνικά την Αμερική της δεκαετίας του 1950 στην οποία μεγάλωσε ο Κόβιτς και από την οποία πήρε τα πρότυπα του ανδρισμού του.

Η ταινία ξεκινά με τον οκτάχρονο Ρον Κόβιτς με τους φίλους του, να παίζουν τους στρατιώτες στο δάσος. Η απαλή φωνή του Κρουζ μας λέει ότι αυτός και οι φίλοι του «ονειρεύονταν να γίνουν άντρες». Στη συνέχεια βλέπουμε τον νεαρό Κόβιτς να παρακολουθεί την παρέλαση της 4ης Ιουλίου, ειδικά τους στρατιώτες και τους βετεράνους. Βλέπουμε τον Κόβιτς να φιλάει ένα κορίτσι χωρίς ενδιαφέρον και στη συνέχεια, να κάνει κάμψεις. Ενώ παίζει μπέιζμπολ, την βλέπει να κρατιέται χέρι-χέρι με ένα άλλο αγόρι, αλλά απλώς χτυπάει τη μπάλα ψηλά στον αέρα, ενώ ο πατέρας του ουρλιάζει από χαρά. Έτσι, ο Κόβιτς φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για το όνειρό του να γίνει άντρας, παρά για τα κορίτσια.

Αποδεικνύεται ότι το όνειρό του για ανδρισμό δεν είναι δικό του, αλλά της ευσεβούς καθολικής μητέρας του. Καθώς κάθεται μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας την ομιλία του Κένεντι για την ορκωμοσία – «Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα σας για εσάς, αλλά ρωτήστε τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τη χώρα σας» – γυρίζει στον Κόβιτς και του λέει: «Ρόνι, είδα ένα όνειρο χθες το βράδυ ότι μιλούσες σε ένα μεγάλο πλήθος σαν κι αυτό και έλεγες σπουδαία πράγματα!».

Τώρα βλέπουμε τον Κόβιτς ως έφηβο (τον υποδύεται ο Τομ Κρουζ), ο οποίος προπονείται σκληρά για να γίνει πρωτοκλασάτος παλαιστής. Ο προπονητής του είναι ένας σαδιστής που αποκαλεί τα αγόρια «κυρίες». Αλλά όταν έρχεται η μεγάλη μέρα, ο Κόβιτς αποτυγχάνει και καθηλώνεται στο έδαφος από τον αντίπαλό του. Οι γονείς του, ειδικά η μητέρα του, ντρέπονται και ο ίδιος είναι απαρηγόρητος (και κανείς δεν προσπαθεί να τον παρηγορήσει). Οι άντρες πρέπει να είναι πάντα στην κορυφή. Στην επόμενη σκηνή τον βλέπουμε σε μια συνάντηση στρατολόγησης του USMC, όπου ένας λοχίας των πεζοναυτών (Τομ Μπέρεγκερ) λέει στα συγκεντρωμένα αγόρια ότι το USMC «παίρνει μόνο τους καλύτερους».

Σε αυτές τις εναρκτήριες σκηνές, η απόφαση του Κόβιτς να καταταγεί παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη συνέπεια της ανατροφής του, μιας ανατροφής πολύ συνηθισμένης για ένα αμερικανικό αγόρι εκείνη την εποχή. Αισθάνεται ότι κάνει το καθήκον του για να υπερασπιστεί τη χώρα του, να νικήσει τον άθεο κομμουνισμό και να αποδείξει το ανδρικό του σθένος.

Στο Βιετνάμ καταρρέουν όλες οι υποθέσεις του για τον ανδρισμό και τα «καθήκοντά» του. Ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει τίποτα χριστιανικό ή ανδροπρεπές στον πόλεμο: η διμοιρία του διατάσσεται να ανοίξει πυρ εναντίον ενός χωριού γεμάτου γυναίκες και παιδιά. Μέσα στη σύγχυση που προκαλεί αυτή η ανακάλυψη, ο Κόβιτς πυροβολεί έναν νεοσύλλεκτο στρατιώτη από την Πολιτεία της Τζόρτζια. Ο Κόβιτς προσπαθεί αγωνιωδώς να παραδοθεί, αλλά ο διοικητής του αρνείται να τον ακούσει. Έννοιες όπως καλό και κακό, αυτοί και εμείς, παύουν να υπάρχουν. Η σφαίρα του ελεύθερου σκοπευτή που διαπερνά το στήθος του στην επόμενη σκηνή, σπάζοντας τη σπονδυλική του στήλη και σακατεύοντάς τον, είναι απλώς μια φυσική μεταφορά για την κατάρρευση της «γλώσσας» του ανδρισμού του.

Το νοσοκομείο είναι ο απόλυτος και ανελέητος εξευτελισμός. Είναι στελεχωμένο εξ ολοκλήρου από κακοπληρωμένους μαύρους που δεν εντυπωσιάζονται από τον πόλεμο των λευκών: «Μπορείτε να πάρετε το Βιετνάμ σας και να το χώσετε στον κώλο σας!» Εδώ δεν υπάρχει σκηνή για τον θρίαμβο του ανδρικού εγώ. Ως παραπληγικός, η ανικανότητα του Κόβιτς, κυριολεκτικά και συμβολικά, φαίνεται στην ανατριχιαστική πρωινή τελετουργία όπου τα σκατά του ξεπλένονται από μαύρους νοσηλευτές. Ξαπλώνει γυμνός σε ένα ράφι περιτριγυρισμένος από άλλους άνδρες, όλοι με σακούλες κλύσματος που διοχετεύουν νερό στο ορθό τους. Ο Κόβιτς παραπονιέται ότι «τελείωσε», αλλά ένας νοσοκόμος του υπενθυμίζει σαδιστικά την πλήρη αδυναμία του, αναγκάζοντάς τον να περιμένει πριν τον περιποιηθεί. Ο λευκός πεζοναύτης ήρωας πολέμου, ο καλύτερος της Αμερικής, ο απόλυτος «γαμιόλης», πρέπει να υπομείνει την ντροπή του ορθού του να βρίσκεται στο έλεος ενός μαύρου άντρα που του χώνει κυριολεκτικά το Βιετνάμ στον κώλο.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο Κόβιτς έρχεται σε οργισμένη αντιπαράθεση με τον αδελφό του, ο οποίος με τα μακριά μαλλιά και τα εμπριμέ πουκάμισα μοιάζει με αδελφή – έχει ασπαστεί την αντικουλτούρα. Ο καυγάς αφορά φαινομενικά την αντίθεση του αδελφού του στον πόλεμο – «Τι, δεν πιστεύεις στον πόλεμο;» … «Τι, εσύ πιστεύεις στις διαδηλώσεις και στο κάψιμο της σημαίας;» – αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τα εντελώς ανταγωνιστικά πιστεύω του ανδρισμού: ο Κόβιτς εκπροσωπεί το παλιό, ο αδελφός του το νέο. Η λέξη «πιστεύω» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο αδελφός του Κόβιτς φωνάζει «Πιστεύεις στον πόλεμο; Κοίτα τι σου έκανε ο πόλεμος! Εννοώ κοίτα τον εαυτό σου, φίλε!» Ο Κόβιτς τρελαίνεται. «Τι εννοείς κοίταξέ με; Έχω κάποιο πρόβλημα; Πολέμησα για την πατρίδα μου».

Αλλά ο Κόβιτς είναι έξαλλος γιατί συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κερδίσει. Όσο αδερφίστικος και αντιπατριωτικός κι αν είναι ο αδερφός του, αυτός έχει ακόμα τον «βιολογικό» ανδρισμό του, ενώ ο πόλεμος έχει ευνουχίσει τον Κόβιτς. Η ανδρική του ηθική του κόστισε το σώμα που απεικονίζεται σε μια φωτογραφία με τη σχολική του στολή πάλης, την οποία κοιτάζει με απελπισία όταν επιστρέφει από το νοσοκομείο. Ο στρατός που επρόκειτο να τον κάνει «τον καλύτερο» τον έχει καθηλώσει στο έδαφος πολύ πιο αποτελεσματικά και ταπεινωτικά από τον παλαιστή στο προηγούμενο μέρος της ταινίας. Έχει χάσει όλα όσα δούλεψε τόσο σκληρά για να αποκτήσει και επιθυμούσε ναρκισσιστικά ως παιδί, όταν «ονειρευόταν να γίνει άντρας».

Τελικά, ο Κόβιτς έρχεται σε ρήξη με το παρελθόν σε μια μεθυσμένη σκηνή με τη μητέρα του. «Θεός και πατρίδα; Δεν υπάρχουν!» φωνάζει με όλη του τη φωνή. «Είναι μαλακίες!» Γίνεται σαφές ότι ο Κόβιτς έχει τελικά απορρίψει την άποψη της μητέρας του για τον κόσμο και για το πώς πρέπει να είναι ένας άνδρας. Την κατηγορεί ότι τον ευνουχίζει: στην κορύφωση της σκηνής παίζει με το παντελόνι του, προσπαθώντας να βγάλει κάτι, φωνάζοντάς της: «Να το πέος μου!». Εκείνη βογκάει και φωνάζει «Όχι!» καθώς εκείνος βγάζει τον καθετήρα του. Εκείνη φωνάζει: «Δεν ανέχομαι αυτή τη λέξη στο σπίτι μου»! Εκείνος φωνάζει τόσο δυνατά που τον ακούει όλος ο δρόμος: «ΠΕΟΣ! ΜΕΓΑΛΟ! ΓΑΜΙΟΛΙΚΟ! ΣΗΚΩΜΕΝΟ! ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΠΕΟΣ!!!»

Ο πατέρας του, μια ανίκανη και σκιώδης φιγούρα, η αδυναμία του οποίου ενοχοποιείται σιωπηρά για το γεγονός ότι ο Κόβιτς πήγε στον πόλεμο και έγινε ανάπηρος, βοηθάει τον Κόβιτς στο κρεβάτι και του λέει ότι θα ήταν καλύτερα αν έφευγε από το σπίτι. «Τι θέλεις από εμάς, Ρον;» ρωτάει. «Θέλω το σώμα μου πίσω!» φωνάζει. «Ποιά θα με αγαπήσει;» Αλλά δεν είναι απλώς η αγωνία ότι, όπως η μητέρα του, οι γυναίκες δεν θα τον επιθυμούν πλέον: Ο βαθύτερος φόβος του Κόβιτς είναι ότι δεν μπορεί να αγαπήσει τον εαυτό του. Ολόκληρο το δόγμα του ανδρισμού με το οποίο είχε ανατραφεί εξαρτιόταν στη ρίζα του από μια ναρκισσιστική αγάπη για τον δικό του «ανδρισμό», μια ερωτική σχέση με το ισχυρό, κυρίαρχο ανδρικό σώμα που είχε μάθει να επιθυμεί για τον εαυτό του ως παιδί. Ως ανάπηρος δεν έχει σώμα, δεν έχει φαλλό, άρα δεν μπορεί να έχει αυτοσεβασμό/αγάπη.

Ο ναρκισσισμός που βρίσκεται στη ρίζα της ανδρικής αίσθησης του εαυτού του είναι ξεκάθαρος: ο Κόβιτς ήταν από την αρχή «το παιδί της μαμάς». Αλλά όπως το θέτει ο Leslie Fiedler, «όλα τα αγόρια στις ΗΠΑ ανήκουν στη μητέρα». Όπως του λέει η μητέρα του μικρού Ρόνι Κόβιτς στην αρχή της ταινίας, είναι «το δικό μου μικρό Αμερικανάκι», γεννημένο την 4η Ιουλίου: Η Αμερική είναι η μητέρα του Κόβιτς, όπως ακριβώς κι αυτός αντιπροσωπεύει το αμερικανικό αγόρι.

Και για το αμερικανικό αγόρι, το να είναι «αγόρι της μαμάς» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μαλακό ή αδελφίστικο – το αντίθετο μάλιστα. Η ζωή του Κόβιτς χαρακτηρίζεται από μια αποφυγή του θηλυκού και μια σκληρή αποφασιστικότητα να αποδείξει τον ανδρισμό του. Δεν έχει φιλενάδες γιατί είναι πολύ απασχολημένος με τον αθλητισμό και όταν τελικά φαίνεται ότι μπορεί να συνάψει σχέση με κάποια κοπέλα πρέπει να φύγει για να καταταγεί στο Σώμα των Πεζοναυτών. Το όνειρο του ανδρισμού που του έθεσε η μητέρα του τον κρατά χωρισμένο από τις άλλες γυναίκες, ερωτευμένο με την αρρενωπή εικόνα του εαυτού του και παραμένει «το αγόρι της μαμάς». Ο Κόβιτς εξακολουθεί να είναι τυλιγμένος σε ένα ναρκισσιστικό όνειρο ανδρισμού που ειρωνικά τον τραβάει προς την παιδική ηλικία και μακριά από την πρόκληση ενός αυτόνομου ανδρισμού.

Στην περίπτωση του Κόβιτς η «μεγάλη πράξη» που οι μεταφροϋδικοί όπως ο David D. Gilmore πιστεύουν ότι το αγόρι πρέπει να εκτελέσει για να «σπάσει την αλυσίδα με τη μητέρα του», δεν είναι να πάει στον πόλεμο (η παραδοσιακή κινηματογραφική δραματοποίηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος), αλλά να πολεμήσει ενάντια στον πόλεμο. Φωνάζοντας «ΠΕΟΣ! ΜΕΓΑΛΟ! ΓΑΜΙΟΛΙΚΟ! ΣΗΚΩΜΕΝΟ! ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΠΕΟΣ!!!» μπροστά στη μητέρα που έψαχνε με θρησκευτική ευλάβεια το δωμάτιό του για περιοδικά με γυμνές γυναίκες, ο Κόβιτς διεκδικεί τον αυτόνομο ανδρισμό του και τερματίζει το ναρκισσιστικό ρομάντζο με τη μητέρα του και την Αμερική (τη «μητέρα πατρίδα»).

Αποφασισμένος τώρα να αποτρέψει τον ευνουχισμό του από το να τον εμποδίσει να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από το «αγόρι της μαμάς» για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Κόβιτς ταξιδεύει στο Μεξικό, όπου οι γυναίκες τουλάχιστον σέβονται τα δολάριά του. Τον βλέπουμε να κάνει σεξ με μια πόρνη της οποίας η ευαισθησία και η κατανόηση φαίνεται σχεδόν να ξεπερνούν την ανικανότητά του. Με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύει την τελική ρήξη με τη μητέρα του.

Στο Μεξικό ο Κόβιτς συναντά μια ομάδα άλλων ανάπηρων βετεράνων που εκμεταλλεύονται τη μεξικανική φτώχεια για να διογκώσουν την αξία των συντάξεών τους. Βρίζουν και πίνουν σαν λιμενεργάτες και καυχιούνται ότι χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους αντί για πούτσες στις πόρνες. Αλλά αυτή η υπερ-αρρενωπή παράσταση του κακού αγοριού είναι απλώς μια παρωδία, όπως αντιλαμβάνεται σύντομα ο Κόβιτς. Μπλέκεται σε καυγά με έναν άλλο παραπληγικό βετεράνο σε μια ψεύτικη καυχησιολογία για το ποιος «σκότωσε τα περισσότερα μωρά» στο Βιετνάμ. Πέφτουν από τις καρέκλες τους στο έδαφος και παλεύουν για λίγο σε μια θλιβερή αντήχηση των ημερών πάλης του Κόβιτς, προτού συνειδητοποιήσουν και οι δύο τον παραλογισμό της κατάστασης. Ο Κόβιτς επιστρέφει στις Ηνωμένες Πολιτείες και επισκέπτεται την οικογένεια του στρατιώτη από τη Τζόρτζια που πυροβόλησε στο Βιετνάμ και ομολογεί το έγκλημά του. Πρόκειται για μια συμβολική αναίρεση της μεξικανικής φαντασίωσής του – η τελευταία ανάσα του ξεπερασμένου ανδρισμού του.

Αλλά είναι επίσης η αρχή του «νέου» ανδρισμού του. Είναι ισοδύναμη με τη δράση του Μάβερικ στην τελική αερομαχία: Ο Κόβιτς «αφήνει» τον στρατιώτη (κατά μία έννοια, γίνεται αυτός) και αντιμετωπίζει το δικό του άγχος ευνουχισμού. Και όπως και για τον Μάβερικ, αυτή η στιγμή επιτρέπει στον Κόβιτς να αναλάβει τη μάχη με ανανεωμένο ζήλο: με μια διαφορά. Τώρα πολεμά τον πόλεμο/τη μητέρα που τον σακάτεψε (και σκότωσε τον στρατιώτη). Συμμετέχει στις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες. Τον βλέπουμε στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων το 1970 στο Μαϊάμι να προσπαθεί να διακόψει την ευχαριστήρια ομιλία του Ρίτσαρντ Νίξον. Τον πετάνε έξω οι άνδρες της Μυστικής Υπηρεσίας, έναν από τους οποίους υποδύεται ο Τομ Μπέρεντζερ, ο οποίος έπαιζε και τον λοχία στρατολόγησης που έπεισε τον Κόβιτς να καταταγεί, υπογραμμίζοντας ότι ο Κόβιτς αναμετράται πλέον με τη συμβατική ανδρική τάξη που τον κατακρεούργησε. Έξω, η αστυνομία επιτίθεται στους διαδηλωτές, αλλά ο Κόβιτς ηγείται, σε στρατιωτικό στυλ, μιας αντεπίθεσης από ανάπηρους βετεράνους και αντιστασιακούς της επιστράτευσης με στρατιωτικές καμπαρντίνες από τα αποθέματα του στρατού. Η εικόνα είναι πλούσια σε ειρωνεία: η αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, αυτοί που λένε «όχι» στον πολεμικό ανδρισμό της Αμερικής, ένας στρατός από ανάπηρους και «εκφυλισμένους», αρπάζει τις στολές των «καλύτερων του Μαϊάμι» που κρατούν τα γκλομπ.

Η τελευταία σκηνή τον δείχνει να ετοιμάζεται να μιλήσει στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 1976. Μια μαύρη δημοσιογράφος τον ρωτάει πώς αισθάνεται που πρόκειται να μιλήσει στο έθνος, «αισθάνομαι σαν να γύρισα επιτέλους σπίτι», λέει. Καθώς πλησιάζει στο βήμα, βλέπουμε τη μητέρα του σε φλας μπακ να λέει στον «μικρό Ρόνι» για το όνειρό της. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο «μικρός Ρόνι» έχει πλέον γίνει άντρας διαχωρίζοντας τον εαυτό του από τη μητέρα του, κάνοντας το δικό του «όνειρο ανδρισμού» και πραγματοποιώντας τις δικές του μεγάλες πράξεις: μαθαίνοντας έναν νέο τρόπο να αγαπά τον εαυτό του. Αλλά οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται αυτό το «νέο» όνειρο ανδρισμού είναι οι ίδιες: η ανδρεία μπορεί να έρθει μόνο μέσα από τον αγώνα.

Παρ’ όλα αυτά, το όνειρο του Κόβιτς για τον ανδρισμό και την Αμερική δεν είναι ακόμη εντελώς δικό του: είναι σιωπηρά ένα όνειρο που ανήκει στους μαύρους άνδρες. Αν και δεν υπάρχουν κεντρικοί μαύροι χαρακτήρες στο Γεννημένος την 4η Ιουλίου, οι μαύροι άνδρες είναι απρόσωποι άγγελοι που κάνουν τακτικές εμφανίσεις για να βοηθήσουν τον ήρωά μας στο ταξίδι του προς την ανδρεία. Είναι ένας μαύρος στρατιώτης που μεταφέρει το τραυματισμένο σώμα του Κόβιτς έξω από τη γραμμή πυρός με μεγάλο κίνδυνο για τον εαυτό του. Μια μαύρη νοσοκόμα είναι η πρώτη που του λέει την αλήθεια για το Βιετνάμ. Είναι ένας μαύρος διαδηλωτής που τον μεταφέρει σε ασφαλές μέρος όταν πέφτει από το αναπηρικό του καροτσάκι έξω από το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων. Οι μαύροι άνδρες προσφέρουν το εναλλακτικό ανδρικό πρότυπο για τον Κόβιτς. Η γενναιότητα των μαύρων ανδρών απέναντι στον ρατσισμό και την καταπίεση είναι πιο ανδρική από τη στρατιωτική δράση των λευκών ανδρών – παρουσιάζουν στον Κόβιτς μια άλλη Αμερική για να αγαπήσει και να πολεμήσει. Στην πραγματικότητα, η μόνη ρομαντική συνέχεια στην ταινία είναι η ερωτική σχέση του Κόβιτς με τους μαύρους άνδρες, μια ερωτική σχέση που πρέπει να παραμείνει στο παρασκήνιο και να μην ολοκληρωθεί (εκτός από τη σκηνή με το κλύσμα στο νοσοκομείο των βετεράνων). Είναι ο Χακ Φιν, που σώζεται από τον αφοσιωμένο του Τζιμ. Και όπως και ο Τζιμ, ο μαύρος άνδρας σε αυτή την ταινία είναι, όπως το θέτει ο Leslie Fiedler, «μερικές φορές περισσότερο υπηρέτης παρά πατέρας, μερικές φορές περισσότερο εραστής παρά υπηρέτης, μερικές φορές περισσότερο μητέρα από οποιοδήποτε από τα δύο!» Ο Κόβιτς αναζητά στους μαύρους άνδρες όχι απλώς ένα άλλο ανδρικό πρότυπο αλλά μια άλλη Αμερική ως μητέρα. Είναι και πάλι «το αμερικανικό όνειρο της ενοχής που απαλλάσσεται από τον νέγρο». Έτσι, πριν μιλήσει ο Κόβιτς στο συνέδριο, βλέπουμε έναν μαύρο πολιτικό να εκφωνεί λόγο για τον αγώνα για μια «Αμερική» που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους της: μαύρους, λευκούς, γυναίκες, ανάπηρους.

Το Γεννημένος την 4η Ιουλίου, παρ’ όλες τις ριζοσπαστικές φιλοδοξίες του, είναι μια αντιπολεμική ταινία που χρησιμοποιεί τη συμβατική μυθολογία των πολεμικών ταινιών για να επιφέρει μια επιτυχημένη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ανδρική: ο «πόλεμος» χάνει, αλλά ο ανδρισμός είναι νικητής. Αυτή η συνέχεια φαίνεται στις εικόνες έναρξης και λήξης της ταινίας, η οποία ξεκινά με τον Κόβιτς να παίζει το να είναι άντρας, ένα μικρό αγόρι να παίζει το να είναι μεγάλος στρατιώτης και τελειώνει με τον ίδιο ως διαδηλωτή πολέμου να πλησιάζει σε μια σκηνή από την οποία θα δώσει την παράσταση της ζωής του. Και όπως και στο TopGun, η ιδιότητα του ήρωα έχει αντικατασταθεί από την ιδιότητα της διασημότητας ως τον απόλυτο ναρκισσιστικό στόχο. Το ανδρικό εγώ θριαμβεύει και πάλι – αυτή τη φορά σε αναπηρικό καροτσάκι αντί για F-15.

Τα έβαλες με έναν Βασιλικό Πεζοναύτη!

Το Ζήτημα Τιμής (1992), σε σκηνοθεσία Ρομπ Ράινερ (βλ. επίσης Στάσου Πλάι μου), είναι η δεύτερη ταινία με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Αμερικανικός Στρατός των Ενόπλων Δυνάμεων και αυτό αξίζει να σχολιαστεί. Οι USMC έχουν ένα ιδιαίτερο καθεστώς στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς δεν είναι μόνο η επίλεκτη τακτική μονάδα των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και ο φύλακας της φλόγας της ίδιας της Αμερικής – είναι τα στρατεύματα πρώτης γραμμής από τα οποία εξαρτάται ο αμερικανικός τρόπος ζωής. Το σύγχρονο αντίστοιχο του ιππικού: τα λιβάδια αντικαταστάθηκαν από ωκεανούς, καθώς τα σύνορα της Αμερικής έκλεισαν και η υπερπόντια αυτοκρατορία της επεκτάθηκε. Και όπως εκείνα τα έφιππα αγόρια με τα μπλε, έτσι και οι USMC συμβολίζουν στο Χόλιγουντ έναν «διαχρονικό» τύπο αρρενωπότητας, έναν τύπο που παραμένει αναλλοίωτος και αδιαμφισβήτητος στο πέρασμα των αιώνων, έναν τύπο που αντιπροσωπεύει την πιο αποδεκτή ομοκοινωνικότητα: μια απόδραση από τον «πολιτισμό» και το «θηλυκό» προκειμένου να τον προστατεύσει. «Οι πεζοναύτες ψάχνουν για μερικούς καλούς άνδρες» είναι το διάσημο σύνθημα στρατολόγησης – οι πεζοναύτες παίρνουν μόνο «τους καλύτερους» όπως λέει ο λοχίας στρατολόγησης στο Γεννημένος την 4η Ιουλίου στον Κόβιτς.

Η φιλοπολεμική ταινία TopGun πήρε την ιδέα του «καλύτερου» και τη μετέτρεψε σε ναρκισσιστικό ατομικισμό, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τη «διαχρονικότητά» της. Η αντιπολεμική ταινία Γεννημένος την 4η Ιουλίου εφάρμοσε την ίδια στρατηγική, απλώς αντιστρέφοντας την επίσημη πολιτική. Το Ζήτημα Τιμής, μια φιλο-στρατιωτική ταινία που κάνει τα πάντα για να τονίσει «τον σεβασμό της προς τους USMC», τους άνδρες που «στέκονται στα τείχη», καταλήγει να ανακατασκευάζει την αρρενωπότητα με τρόπο πιο ριζοσπαστικό από οποιαδήποτε από τις άλλες δύο ταινίες.

Η ταινία ξεκινά στον στρατώνα Ουίντγουντ των USMC, στον Κόλπο του Γκουαντάναμο, στην Κούβα (η «πρώτη γραμμή/σύνορο»), με το θύμα ενός «Κόκκινου Κώδικα» [CodeRed] (μια μη εγκεκριμένη πειθαρχική ενέργεια) να είναι δεμένο, φιμωμένο και χτυπημένο. Κατά τη διάρκεια αυτής της «εκπαίδευσης», ο «εκπαιδευόμενος» πεθαίνει κατά λάθος. Αργότερα μαθαίνουμε ότι ο διοικητής της βάσης, ο συνταγματάρχης Τζέσεπ (Τζακ Νίκολσον), διέταξε αυτή την επίθεση στον νεαρό πεζοναύτη ως τιμωρία για παραβίαση της ιεραρχίας και για συνεχή αποτυχία στην απόδοσή του. Το αγόρι έδειξε αδυναμία και απιστία στον ανδρικό του κόσμο και πρέπει να τιμωρηθεί με την παραδοσιακή ανδρική δικαιοσύνη – ένα συνοπτικό ξυλοδαρμό από τους συναδέλφους του. Η υπεράσπιση των δύο πεζοναυτών που επέβαλαν τον ξυλοδαρμό εξαρτάται από την αποκάλυψη του επισήμως ανύπαρκτου «Κόκκινου Κώδικα». Αλλά αυτό που δικάζεται σε αυτή την ταινία δεν είναι μόνο η βάναυση παράδοση της ανεπίσημης πειθαρχικής δίωξης, αλλά και το είδος του βάναυσου παραδοσιακού στρατιωτικού άνδρα των «συνόρων» που αποτελεί το παράδειγμα του συνταγματάρχη Τζέσεπ. Ο άνθρωπος που τον βάζει στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ο υπολοχαγός Κάφι (Τομ Κρουζ), δεν είναι απλώς ο κατήγορός του, αλλά ένα εναλλακτικό παράδειγμα. Το Ζήτημα Τιμής δεν είναι τόσο ένα στρατιωτικό δικαστικό δράμα όσο μια μάχη μεταξύ δύο ανδρών και των αντικρουόμενων πεποιθήσεών τους για το τι ακριβώς συνιστά έναν καλό άνθρωπο.

Η διαφήμιση της ταινίας περιλαμβάνει ένα κοντινό πλάνο του υπολοχαγού Κάφι και του συνταγματάρχη Τζέσεπ και οι δύο με πλήρη επίσημη στολή (που φοριέται σε «δημόσιες» περιστάσεις), ο Τζέσεπ με το μαύρο/σκούρο μπλε του Σώματος Πεζοναυτών και ο Κάφι με τα λευκά του Ναυτικού. Τα κεφάλια τους είναι πλαισιωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, στραμμένα προς τα εμπρός σαν να είναι σε προσοχή, με τα πρόσωπα μισοφωτισμένα από τις αντίθετες πλευρές, υποδηλώνοντας ότι είναι τα δύο μισά ενός ανθρώπου: σκούρο και ανοιχτόχρωμο, ηλικιωμένο και νέο – γιν και γιανγκ, αρσενικό και θηλυκό. Το πρόσωπο του Κάφι είναι φιλόξενο εκεί που του Τζέσεπ είναι απαγορευτικό, απαλό εκεί που του Τζέσεπ είναι γραμμωμένο – τα χείλη του είναι γεμάτα και αισθησιακά εκεί που του Τζέσεπ είναι λεπτά και ραγισμένα – τα μάτια του ζεστά και υγρά εκεί που του Τζέσεπ είναι ψυχρά. Ο Τζέσεπ είναι άντρας – ο Κάφι είναι αγόρι. Ο Τζέσεπ είναι συνταγματάρχης των Πεζοναυτών, με όλη την ανδρική παράδοση του Σώματος των Πεζοναυτών πίσω του – ο Κάφι είναι ένας γραφιάς του Ναυτικού που μόλις έχει τελειώσει τη Νομική Σχολή. Στη λαϊκή παράδοση του Σώματος Πεζοναυτών οι πεζοναύτες είναι «σκληροτράχηλοι», ενώ τα αγόρια του Ναυτικού είναι «μουνάκια».

Αυτές οι αντιθέσεις που τοποθετούν τον Κάφι σε μια παραδοσιακά «θηλυκή» θέση συνοψίζονται από τον Τζέσεπ την πρώτη φορά που ο Κάφι προσπαθεί να επιβληθεί ζητώντας να δει ένα βασικό έγγραφο. «Στέκεσαι εκεί με την αδερφίστικη λευκή στολή σου και με το στόμα σου από το Χάρβαρντ και μου λες τι να κάνω!» φτύνει ο Τζέσεπ, απαιτώντας σεβασμό. Το συντακτικό της πατριαρχίας έχει παραλειφθεί.

Η δικαστική αντιπαράθεση στο τελευταίο φιλμ δεν είναι απλώς η ευκαιρία του Κάφι να αντιμετωπίσει την απειλή του ευνουχισμού (αν και είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτή τη στρατιωτική ταινία διακυβεύεται η καριέρα του και όχι η ζωή του) και να αποκτήσει ανδρισμό – δηλαδή να αναλάβει τη θέση του στην πατριαρχία – αλλά και μια ευκαιρία να τη μεταρρυθμίσει – κυριολεκτικά να εισαγάγει τη δικαιοσύνη σε ένα σύστημα (στρατιωτική αρρενωπότητα) που λειτουργεί με βάση τους «κώδικες» του βαθμού και του «σεβασμού». Παρασύροντας τον Τζέσεπ σε μια παγίδα, ο Κάφι καταφέρνει να αποσπάσει μια παραδοχή – έναν κομπασμό – ότι αυτός έδωσε τη διαταγή για τον Κόκκινο Κώδικα. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες του Τζέσεπ, το δικαστήριο δεν «σέβεται» το σκεπτικό του. Αντιλαμβανόμενος αυτό, ο Τζέσεπ ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στη βάση του, αλλά ο δικαστής διατάζει να περιοριστεί. Με κατακόκκινο πρόσωπο, παλεύοντας με δύο στρατιωτικούς, ο Τζέσεπ επικαλείται την ανδρική του παράδοση, φωνάζοντας στον Κάφι: «Τα έβαλες με έναν Βασιλικό Πεζοναύτη!» και προσθέτοντας: «Γιε μου, θα έπρεπε να σου βγάλω τα μάτια!» Ο Κάφι αποκρούει οργισμένα αυτή την «ευνουχιστική» προσπάθεια να τον βάλει στη θέση του και διεκδικεί τη νεοαποκτηθείσα ιδιότητα και τον αυτοσεβασμό του. «Μη με λες γιο. Είμαι αξιωματικός και δικηγόρος και συλλαμβάνεσαι – κάθαρμα!»

Η χρήση της λέξης «γιος» από τον Τζέσεπ έχει και μια άλλη απήχηση. Αναλαμβάνοντας τον Τζέσεπ, ο Κάφι αναμετρήθηκε επίσης με τη μνήμη του πατέρα του, του σπουδαίου δικηγόρου του Ναυτικού, στη σκιά του οποίου ζούσε, «κρατώντας τον συναισθηματικά απόμακρο και χωρίς σκοπό»: Ο Τζέσεπ αντιπροσωπεύει «τους πατέρες». Στο Ζήτημα Τιμής, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολεμική/στρατιωτική ταινία, το αγόρι που θέλει να γίνει άντρας πρέπει να αποχωριστεί όχι τη μητέρα αλλά τον πατέρα. Στο Top Gun ο ορφανός από μητέρα Μάβερικ ξεπερνά το άγχος ευνουχισμού ξεπερνώντας/ενδοπροβάλοντας (introjecting) τη «θηλυκή» του προσκόλληση στον νεκρό πατέρα και πλοηγό του. Στο Γεννημένος την 4η Ιουλίου ο πραγματικός ευνουχισμός ξεπερνιέται συμβολικά με τον αποχωρισμό από τη μητέρα. Στο Ζήτημα Τιμής ο Κάφι αντιμετωπίζει το άγχος ευνουχισμού όχι με γενναιότητα απέναντι στον εχθρό ή με το να «αφήσει τους συντρόφους του να φύγουν», αλλά με το να αντιμετωπίσει και να νικήσει τον DI/Dad που είναι ο δημιουργός του.

Ο Τζέσεπ, όπως τον υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον, είναι όλοι οι στρατιωτικοί εκπαιδευτές και όλοι οι πατέρες μετουσιωμένοι σε έναν τρομακτικό συνταγματάρχη με ευνουχιστικό βλέμμα. (Η αφήγηση του Κάφι είναι αυτή του Ηθικού Οιδίποδα – η ίδια με αυτή που αφηγήθηκε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπιλ Κλίντον στις τηλεοπτικές οθόνες του έθνους στην προσπάθειά του για τον Λευκό Οίκο: πώς αντιστάθηκε στον κτηνώδη πατριό του που χτυπούσε τη μητέρα του).

Αυτή η νέα ηθική μαθαίνεται από τους δύο πεζοναύτες που εφαρμόζουν τον «Κόκκινο Κώδικα»/πατρικό νόμο. Οι ένορκοι τους αθωώνουν για τη δολοφονία, αλλά τους κρίνουν ένοχους για συμπεριφορά «ανάρμοστη για πεζοναύτη». Είναι απελπισμένοι – το Σώμα των Πεζοναυτών είναι όλος τους ο κόσμος. Ο ένας στρέφεται προς τον φίλο του και ρωτά «Τι κάναμε λάθος; Απλώς κάναμε το καθήκον μας!» «Όχι» απαντά ο σύντροφός του. «Αποτύχαμε. Αποτύχαμε να προστατέψουμε τους πιο αδύναμους από εμάς».

Η ταινία κλείνει με ένα κλασικό πλάνο δικαστικού δράματος με τον Κάφι, τον νικηφόρο σταυροφόρο της δικαιοσύνης μόνο του στην αίθουσα του δικαστηρίου, με την κάμερα να απομακρύνεται και από πάνω: ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει τη διαφορά σε μια δημοκρατία, το ίδιο celebrity/ναρκισσιστικό συμπέρασμα του Top Gun και του Γεννημένος την 4η Ιουλίου. Το μόνο που λείπει από αυτή την ξεσηκωτική σκηνή είναι ένα τελικό κοντινό πλάνο της σημαίας των ΗΠΑ να ανεμίζει περήφανα στον άνεμο. Η καθιερωμένη τάξη του στρατού και του ανδρισμού έχει υποστεί ανελέητη κριτική, αλλά στο τέλος αποκαταστάθηκε. Αυτή είναι η λύση του «Operation Margarine» του Barthes, που περιγράφεται στο βιβλίο Μυθολογίες:

«Πάρτε πάλι τον στρατό: θέστε ως βασική αρχή τον επιστημονικό φανατισμό των μηχανικών του και την τύφλωσή τους – δείξτε όλα όσα καταστρέφονται από μια τέτοια ανελέητη αυστηρότητα: ανθρώπινα όντα, ζευγάρια. Και μετά βγάλτε τη σημαία, σώστε το στρατό στο όνομα της προόδου, συνδέστε το μεγαλείο του πρώτου με το θρίαμβο του δεύτερου…».

Η καθιερωμένη τάξη του στρατού/ανδρισμού μπορεί να αποκαταστάθηκε, αλλά με κάποιο κόστος. Το Top Gun κατέκτησε το θηλυκό, το Γεννημένος την 4η Ιουλίου το απέφυγε, αλλά το Ζήτημα Τιμής το ενσωματώνει. Ο θρίαμβος της «προόδου» σε αυτή την περίπτωση είναι ο θρίαμβος του «θηλυκού» μέσα στο «αρσενικό». Το «μεγαλείο» του ανδρισμού έχει συνδεθεί με τον θρίαμβο του «θηλυκού» – που εδώ δραματοποιείται στο ανδρικό σώμα του στρατού και του υπολοχαγού Κάφι. Παρ’ όλο το φινάλε που ανεμίζει σημαίες, δεν πρόκειται για έναν απλό κλασικό θρίαμβο του αρσενικού εγώ: το «θηλυκό» έχει γίνει δεκτό στην ακρόπολη.

Επίσης, η παρουσία του «θηλυκού» στο στρατό δεν διαχωρίζεται από τη «γυναίκα». Σε αντίθεση με το Top Gun, οι γυναίκες είναι όντως ορατές με στολή: Η Τζόαν Γκάλοουέι (Ντέμι Μουρ) είναι μια στρατιωτικός  που, ως υποπλοίαρχος, κατέχει ανώτερο βαθμό από τον αγορίστικο ήρωά μας. Εδώ δεν συναντάμε καμία ψεύτικη μάχη του Top Gun για την κυριαρχία, η οποία αποδεικνύεται ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από περίτεχνο παιχνίδι, το κινηματογραφικό ισοδύναμο ενός συζύγου που ζητάει από τη γυναίκα του να φορέσει δερμάτινες μπότες και να χρησιμοποιήσει μαστίγιο ιππασίας. Στο Ζήτημα Τιμής, η Γκαλοουέι είναι η ανώτερή του. Και το πιο αξιοσημείωτο απ’ όλα είναι ότι το Χόλιγουντ αντιστάθηκε στον καταναγκασμό του να κατεβάζει τέτοιες γυναίκες χαμηλά και κράτησε την Ντέμι Μουρ τόσο κάθετη όσο και πλήρως ντυμένη. Έτσι, σεξουαλικά μιλώντας, τον Κρουζ δεν τον παίρνει να είναι ο Top Man σε αυτή την ταινία. Επιπλέον, η Γκάλοουέι δεν είναι απλώς ανώτερή του από άποψη βαθμού – είναι ηθικά ανώτερη από τον Κάφι: είναι το θάρρος και η επαγγελματική της δέσμευση που τελικά πείθει τον Κάφι να πολεμήσει την υπόθεση αντί να καταφύγει στη συνηθισμένη άθλια διαπραγμάτευση με συμβιβασμό. Η προσδοκία του κοινού για την ανάπτυξη ενός ρομάντζου τύπου Top Gun μεταξύ του Κάφι και της Γκαλοουέι ανατρέπεται κατάμουτρα. Αυτό επιτυγχάνεται με την υπόθεση ότι η Γκαλοουέι είναι απλώς ένα ακόμη «ερωτικό ενδιαφέρον» στο στόμα του πιο κατακριτέου χαρακτήρα. Κατά την πρώτη συνάντηση της Γκαλοουέι και του Κάφι, ο Τζέσεπ αγνοεί την Γκαλοουέι και απευθύνει τα σχόλιά του στον Κάφι. Ξαφνικά συνειδητοποιεί με προσβλητική διασκέδαση ότι η Γκαλοουέι είναι η ανώτερη του Κάφι. «Σε ζηλεύω» λέει με ύφος στον Κάφι. «Απλά δεν έχεις ζήσει μέχρι να σου πάρει πίπα μια ανώτερη αξιωματικός». Αυτή η υπολογισμένη προσβολή προς την Γκαλοουέι που στηρίζεται στη συνειδητή παραδοχή ότι «είμαστε όλοι μαζί, παιδιά» πυροβολεί ειρωνικά την κληρονομιά του Top Gun στον αέρα: Ο Μάβερικ «συντρίβεται και καίγεται».

Αντί να αντιπροσωπεύει τον Άλλο προς διαπραγμάτευση, η Γκαλοουέι φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια πτυχή του ίδιου του Κάφι, μια πτυχή που μόλις ενεργοποιηθεί του δίνει τη δυνατότητα να νικήσει τους «πατέρες». Αυτό μπορεί να διαβαστεί στην αλλόκοτη ομοιότητα μεταξύ των προσώπων τους στην οθόνη. Φορώντας και οι δύο στολές αξιωματικών του ναυτικού και με κοντά σκούρα μαλλιά, το απαλό δέρμα, τα στρογγυλά πρόσωπα και τα φαρδιά ζυγωματικά τους μοιάζουν να συγχέονται. (Αυτό είναι πιο εμφανές σε ένα άλλο διαφημιστικό πλάνο στο οποίο τα κεφάλια των Τζέσεπ, Κάφι και Γκαλοουέι είναι τοποθετημένα στην ίδια ευθεία, με τα σκληροτράχηλα χαρακτηριστικά του Τζέσεπ να χωρίζουν τους Κάφι και Γκαλοουέι).

Η έμφυλη σχέση μεταξύ του Κάφι και της Γκαλοουέι είναι τόσο απροσδιόριστη που θα μπορούσε εύκολα να είναι κουήρ. Όχι μόνο δεν πηδιούνται, αλλά, το πιο εντυπωσιακό για το Χόλιγουντ, δεν γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια να διαπιστωθεί ότι έχουν ετεροφυλόφιλη προτίμηση, παρά την απουσία μιας θριαμβευτικής σκηνής στο κρεβάτι. Το μοναδικό σενάριο για «ραντεβού» μετατρέπεται σε φιλικό ραντεβού. Ακόμη και η αγάπη του Κάφι για το μπέιζμπολ, που αποδεικνύεται από το αδιάκοπο παιχνίδι και την παρακολούθησή του, δεν είναι όλα όσα θα έπρεπε να είναι. Από τη μια πλευρά μπορεί να βοηθήσει να τον χαρακτηρίσει κανείς ως έναν υγιή Αμερικανό άνδρα, που απομακρύνει κάθε υποψία περί αδερφής, αλλά από την άλλη μοιάζει ο ίδιος ύποπτος – μια άρνηση να βάλει στην άκρη τα «παιδικά» πράγματα. Στο σπίτι δεν τον βλέπουμε ποτέ χωρίς το μπαστούνι του σφιγμένο στο χέρι του, ακόμη και κατά τη διάρκεια των συναντήσεων με την Γκαλοουέι για να συζητήσουν την υπόθεση. «Με βοηθάει να σκέφτομαι», εξηγεί. Σε μια περίπτωση τον βλέπουμε χωρίς τη φαλλική του πιπίλα επειδή η Γκαλοουέι την έχει βάλει σε μια ντουλάπα. «Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» της λέει, κρατώντας την σταθερά και με τα δύο χέρια.

Στο Ζήτημα Τιμής ο αγορίστικος ναρκισσισμός του Τομ Κρουζ και η σχέση του κοινού με αυτόν βγαίνουν επιτέλους από την ντουλάπα. Στο Top Gun φάνηκε να έχει ρομαντική σχέση με όλους τους συμπρωταγωνιστές του: Τσάρλι, Γκους και Άισμαν. Όμως, παρά την ερωτική σκηνή με την ΜακΓκίλις και τις ερωτικές σεκάνς πτήσης με τον Γκους και τον Άισμαν, δεν παραδίδεται ποτέ ολοκληρωτικά σε κανέναν από αυτούς: παραμένει το πραγματικό αντικείμενο της αγάπης του, αφήνοντάς τον εαυτό τους στο αρπακτικό βλέμμα του κοινού. Στο Γεννημένος την 4η Ιουλίου η ναρκισσιστική αφοσίωσή του στο άθλημα και τον πόλεμο τον κρατάει μακριά από τη ρομαντική εμπλοκή πριν από τον τραυματισμό του – και μετά η ανικανότητά του (ακόμη και η ερωτική του σχέση με τους μαύρους κρατιέται εκτός οθόνης). Αλλά στο Ζήτημα Τιμής τα «μούσια» του TopGun και οι μηχανισμοί του Γεννημένος την 4η Ιουλίου εγκαταλείπονται: ο ίδιος, ο αυτοερωτισμός του, το θρασύ χαμόγελό του και το ρόπαλο του μπέιζμπολ είναι ανοιχτά και αποκλειστικά διαθέσιμα για κατανάλωση από το κοινό, από όποια θέση υποκειμένου κι αν προτιμά.

Ο ναρκισσισμός του, που τώρα μπορεί να είναι ανοιχτός, φαίνεται λιγότερο παρανοϊκός από ό,τι στις προηγούμενες εκδοχές. Το «θηλυκό» δεν είναι πια τόσο το Άλλο όσο μια πτυχή του εαυτού του που μπορεί να αγαπήσει (και εμείς): αυτό είναι το νόημα της σκηνής του ραντεβού όπου, αντί να πηγή αμηχανίας, η Γκαλοουέι εκφράζει τον τεράστιο θαυμασμό της για τον Κάφι- στο Top Gun αυτό ήταν ένα σύνθημα για τη φαλλική νίκη του Μάβερικ, εδώ φαίνεται ένα σήμα για τον Κάφι – το αγόρι που δεν έχει αυτοπεποίθηση εξαιτίας της σκιάς του πατέρα του – να αγαπήσει τον εαυτό του και τη «θηλυκή» του πλευρά.

Ας ελπίσουμε ότι το Ζήτημα Τιμής αντιπροσωπεύει μια εξέλιξη του ανδρικού ναρκισσισμού στον/στη φιγούρα του Τομ Κρουζ που είναι πολύ σύγχρονη στην έμφυλη και σεξουαλική της απροσδιοριστία, έναν ναρκισσισμό που υποστηρίζει μια αρρενωπότητα που δεν είναι πλέον καταστροφική (TopGun) ή μισογυνιστική (Γεννημένος την 4η Ιουλίου), αλλά που μετατρέπει τα αγόρια σε ηθικούς Οιδίποδες που αντιμετωπίζουν την πατριαρχία.

Αν και αναμφίβολα και οι τρεις τύποι ναρκισσιστικής αρρενωπότητας που εμφανίζονται στην κινηματογραφική καριέρα του Κρουζ θα συνυπάρχουν για αρκετό καιρό ακόμα, ίσως το Ζήτημα Τιμής αποδειχθεί η ταινία της δεκαετίας του 1990, όπως το Top Gun ήταν η ταινία της δεκαετίας του 1980. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε διάσημος ένας πραγματικός «Μάβερικ», ένας πιλότος του Top Gun F-15, το πρόσωπο του οποίου εμφανιζόταν σε «όλες τις εφημερίδες». Αλλά αυτός ο πιλότος με το ίδιο διακριτικό κλήσης με τον χαρακτήρα του Top Gun του Κρουζ ήταν γυναίκα – η πρώτη γυναίκα που έλαβε θέση μάχης στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ.

Υστερόγραφο

Μπορεί τώρα να επιτρέπεται στην Τσάρλι να κάθεται στη θέση του πιλότου και το Χόλιγουντ να κινείται προς την κατεύθυνση της προσαρμογής στη σεξουαλική απροσδιοριστία, αλλά, όπως έμελλε να αποδείξουν παραστατικά τα γεγονότα, το Πεντάγωνο και ο συνταγματάρχης Τζέσεπ εξακολουθούν να δίνουν μια αιματηρή μάχη οπισθοφυλακής που κοστίζει σε χιλιάδες ανθρώπους την καριέρα τους και σε κάποιους τη ζωή τους.

Το Ζήτημα Τιμής, που κυκλοφόρησε στην προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών του 1992, κατά την οποία η απαγόρευση των ομοφυλοφίλων στο Πεντάγωνο δέχθηκε επίθεση από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Μπιλ Κλίντον, θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια ίσως άθελη αλληγορία για τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους στο στρατό. Τα θέματα της ταινίας, η διατήρηση της καλής πειθαρχίας και του ηθικού και η σχέση αυτών με τη διαφορετικότητα και τα δικαιώματα, είναι ακριβώς τα θέματα που επικαλείται το Πεντάγωνο για την υπεράσπιση της απαγόρευσης: οι λεσβίες και οι ομοφυλόφιλοι «βλάπτουν την καλή τάξη και πειθαρχία και την εκτέλεση της στρατιωτικής αποστολής». Η στρατιωτική ζωή, υποστηρίζουν, είναι διαφορετική από την πολιτική ζωή – σε ένα περιβάλλον όπου διακυβεύεται μεγάλος αριθμός ζωών, το στρατιωτικό προσωπικό δεν μπορεί να έχει δικαιώματα με την έννοια που τα αντιλαμβάνονται οι πολίτες. Αυτή είναι η γραμμή που παρουσιάζει ο Τζέσεπ για να υποστηρίξει το βάναυσο καθεστώς του και τον «Κόκκινο Κώδικα». «Υπάρχουν δέκα χιλιάδες Κουβανοί στην άλλη πλευρά αυτού του φράχτη εκπαιδευμένοι να με σκοτώσουν» μας υπενθυμίζουν.

Και, όπως και το θέμα των ομοφυλόφιλων στο στρατό, η υπόθεση του πεζοναύτη που πέθανε κατά τη διάρκεια της «πειθαρχικής τιμωρίας» είχε ως αποτέλεσμα να δημοσιοποιηθούν οι ιδιωτικοί κανόνες του στρατού και να μεταφερθούν οι πρακτικές του στο δικαστήριο. Τόσο ο «Κόκκινος Κώδικας» όσο και η στρατιωτική ομοφοβία εξαρτώνται για τη συνέχιση της ύπαρξής τους από το να παραμένουν ιδιωτικές στρατιωτικές υποθέσεις, όπως ο ξυλοδαρμός των συζύγων – κρυφοί μηχανισμοί που εκδηλώνονται μόνο στα θύματά τους (αυτός είναι ο χαρακτήρας της ίδιας της αρρενωπότητας – πρέπει να παραμείνει ανεξερεύνητη αν θέλει να διατηρήσει τη δύναμή της). Στο Ζήτημα Τιμής αυτή η σιωπή σπάει με τον πεζοναύτη που «σπάει την αλυσίδα της διοίκησης» και γράφει επιστολές διαμαρτυρόμενος για την κακομεταχείρισή του. Οι φανταστικές εμπειρίες αυτού του πεζοναύτη επρόκειτο να έχουν ανατριχιαστική απήχηση στη σύντομη πραγματική ζωή ενός Αμερικανού ναύτη, του οποίου η μεταχείριση από τους συντρόφους του επρόκειτο επίσης να γίνει γεγονός στα μέσα ενημέρωσης λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της ταινίας. Στις 27 Οκτωβρίου 1992 το άσχημα χτυπημένο πτώμα του 22χρονου ναύτη Άλαν Σίντλερ, βρέθηκε σε μια τουαλέτα πάρκου κοντά στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Σασέμπο στη νότια Ιαπωνία. Σε αντίθεση με τον φανταστικό πεζοναύτη στο Γκουαντάναμο, ο θάνατος αυτού του πραγματικού αγοριού ήταν σε μεγάλο βαθμό σκόπιμος: το σώμα του είχε υποστεί τόσο μεθοδική και βίαιη επεξεργασία ώστε η μητέρα του μπορούσε να τον αναγνωρίσει μόνο από τα τατουάζ του. Τα γράμματα που είχε γράψει ο Σίντλερ πριν από το περιστατικό αποκάλυπταν ότι είχε υποστεί τρομερή παρενόχληση για την ομοφυλοφιλία του – τα παράπονα στους ανωτέρους του, συμπεριλαμβανομένου του ιερέα του, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι ανώτεροι αξιωματικοί του εμπλέκονται στη δολοφονία του, αναμφισβήτητα η προφανής αδιαφορία τους για τις επιθέσεις εναντίον του, σε συνδυασμό με την κωδικοποιημένη ομοφοβία του Πενταγώνου, έδωσε ένα μήνυμα στους δολοφόνους του Σίντλερ εξίσου σαφές και εξίσου ακαταμάχητο – και σε αυτή την περίπτωση ακόμη πιο βίαιο – από τον «Κόκκινο Κώδικα» που διέταξε ο Τζέσεπ στο Ζήτημα Τιμής.

Για περισσότερα βλέπε Μη μου πεθάνεις, φιλαράκι – Ομοερωτισμός και μαζοχισμός στις πολεμικές ταινίες

ΛΑΜΙΑ

του SUBBOY25

Παρόλο που είχα χαρτί από τον ψυχίατρο, λόγω ενός γραφειοκρατικού ζητήματος έπρεπε να παρουσιαστώ στη μονάδα. Φοβόμουν πολύ, έτρεμα σαν ψάρι. Κι όμως, όλα τα είχα κάνει σωστά: το χαρτί στην τσέπη και ήμουν σωστά ψημένος από όλα τα χρόνια στο κίνημα – η τελευταία μπροσούρα που είχα διαβάσει έλεγε ξεκάθαρα ΟΧΙ στην ιμπεριαλιστική παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Είχα καταπιεί αμάσητο το παραμύθι ότι είμαι ένα είδος μαχητή, πράκτορα, δολιοφθορέα του συστήματος, όπως θέλετε πείτε το, ενώ είχα ξεχάσει ότι είμαι γκέι κι ότι φοβάμαι. Φοβάμαι τα όπλα, την πειθαρχεία, τη στολή, το συγχρωτισμό με τα άλλα αρσενικά, τον πόλεμο τον ίδιο και τις χαζές προσομοιώσεις του που θα κάναμε στις ασκήσεις. Μια λέξη με είχε γεμίσει σαν δοχείο υγρού, από τα πόδια μέχρι το κεφάλι: φοβάμαι.

Το τι είδα τις πέντε μέρες που έμεινα στο στρατόπεδο δεν θα σας το αφηγηθώ γιατί όσοι πήγαν τα ξέρουν κι όσοι δεν πήγαν τα έχουν ήδη ακούσει από αλλού.

Θα πάω κατευθείαν στο συμπέρασμα που πρόσθεσα σε όλα τα συμπεράσματα που είχα μάθει στη ζωή μου: δεν έχει σημασία να είσαι γενναίος ή ψάρι, δεν έχει σημασία αν διαμαρτύρεσαι για την ιμπεριαλιστική παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο ή αν τρέμεις για δικούς σου λόγους το στρατό και το στρατόπεδο. Δεν χρειάζεται να είσαι μικρός ήρωας ή ένας κοινός λιποτάκτης. Σημασία έχει ότι δεν θέλεις το στρατό κι αυτό δεν χρειάζεται παραπέρα αιτιολόγηση γιατί είναι λογικό, προφανές και αυταπόδεικτο.

Προφανές για κάποιους. Πάρτε για παράδειγμα μια παλιά, πολύ παλιά αδελφή, τότε που ήμουν 20 κι αυτή 50. Ας την πούμε «Μπέλλα». Η Μπέλλα, λοιπόν, αγάπησε το στρατό ή μάλλον αγάπησε το αμιγώς αντρικό περιβάλλον. «Σαν βασίλισσα με είχανε», έλεγε κρυφά δακρυσμένη από το ατυχές αλλά αναπόφευκτο σημαδιακό γεγονός της απόλυσής της έπειτα από 24 ολόκληρους μήνες υπηρεσίες και βασιλείας της.

Σίγουρα σε ατομικό επίπεδο, πολλά μπορούν να γραφούν, κάθε πούστης και μια ιστορία, αλλά εδώ δεν είναι ημερολόγιο.

Μου ζητήσανε να προλογίσω πώς και αν το γκέι κίνημα στην Ελλάδα στάθηκε απέναντι στο στρατό. Ξεκίνησα από τα πιο παλιά μου αρχεία, το «Κράξιμο» το ’80, τον «Πόθο» το ’90 κι ένα κουήρ πάνκ συγκρότημα για το 2000-10. Για πρώτη φορά κοιτάζω σαν γκέι άντρας τι λένε και τι κάνανε άλλοι γκέι άντρες όταν ερχόταν η ώρα να υπηρετηθεί η πατρίδα. Αυτά τα λιγοστά που βρήκα, τα κάναμε παράρτημα στις περιπέτειες του Τομ Κρουζ και σκέφτομαι ένα πράγμα. Πήγα να σταθώ απέναντι στην κρεατομηχανή του στρατού μόνος κι αδασκάλευτος. Ελπίζω ένα γκέι αγόρι στο μέλλον να έχει δει την Divine να πηγαίνει στρατιωτίνα στο Κράξιμο στις σελίδες του παραρτήματος, να μην φάει τη φιλελεύθερη φόλα διαβάζοντας τις αφηγήσεις του Πόθου και να χοροπηδήσει πάνω κάτω με την οργή και το μπρίο του κουήρ πάνκ τραγουδιού από το Ατζινάβωτο Φέγι. Αν μου είχε δοθεί κι εμένα αυτή η ευκαιρία ίσως να άλλαζε η ζωή μου.

ΔΙΜΟΙΡΙΑ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΑΠΟ ΓΚΕΙ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ

Μια διµοιρία σουηδών στρατιωτών στη Βοσνία βάφτισε δύο οπλισµένα τανκ µε τα ονόµατα του διασηµότερου γκέι ζευγαριού της Σουηδίας, τον πολύ-καλλιτέχνη Jonas Gardell και το σύντροφό του Mark Levengood. Οι δύο άντρες έχουν δηλώσει τη σχέση τους, σύµφωνα µε τη Σουηδική νοµοθεσία για τη συµβίωση. Ο Gardell είχε ξεκινήσει ένα ρεύµα αποκαλύψεων της σεξουαλικής ταυτότητας εκ µέρους διαφόρων προσωπικοτήτων στη Σουηδία στα µέσα της δεκαετίας του 1980. Είναι ένας πετυχηµένος συγγραφέας και κωµικός. Ο Levengood είναι τηλεσκηνοθέτης και είχε αρκετές δικές του προσωπικές εκποµπές στην τηλεόραση.

«Γεια σας, παιδιά», έγραψε η διµοιρία στον Jonas και τον Mark. «Ελπίζουµε να µη σας πειράζει που βαφτίσαµε τα οπλισµένα τανκ µας µε τα ονόµατά σας. Εξάλλου ακολουθούµε το ίδιο σύνθηµα: ‘Οι µεγάλοι άντρες κάνουν πράγµατα µαζί’.

«Μας κάνει πολύ χαρούµενους και µας κολακεύει το γεγονός», δήλωσε ο Mark στις εφηµερίδες. «Είναι µια πρόοδος το γεγονός ότι µια οµάδα από προφανώς στρέιτ άντρες µας τιµά. Δείχνει ότι ο φόβος που υπήρχε όταν µεγαλώναµε έχει εξαγανιστεί. Επιπλέον ενισχύει το σεξ-απήλ µου να έχω ένα οπλισµένο τανκ µε το όνοµά µου», είπε.

Εξέφρασε επίσης ικανοποίηση που επρόκειτο για διµοιρία που βρισκόταν σε ειρηνευτική αποστολή και τόνισε πως οι φαντάροι και το ζευγάρι ακολουθούν τον ίδιο κανόνα: «Παίζε µε το όπλο σου, αλλά πρόσεχε πού πυροβολείς».

Το ζευγάρι ευχαρίστησε τους στρατιώτες ηχογραφώντας ένα ειδικό τραγούδι προς τη διµοιρία µε το χαρακτηριστικό τίτλο «Είν’ ο φαντάρος µου στη Βοσνία…»

Από την γκέι αφημερίδα της Θεσσαλονίκης, «Ο Πόθος», 1998

ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ

Συνέντευξη – αστραπή από την «Κόρη της Divine» στον Πασχάλη

Π: Στο φιλικό σου κύκλο σ’ ονοµάζουν «Κόρη της Divine» (Daughter of Divine). Πώς συνέβη να ταυτιστείς µε τη «Θεϊκιά»;

D.O.D.: Ζώντας πολλά χρόνια στο εξωτερικό, είχα την τιµή να γνωρίσω την ίδια σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Αµερικής. Με έκανε να την εκτιµήσω σε τέτοιο επίπεδο ώστε να δω τις οµοιότητες και ν’ αρχίσω να την µιµούµαι σε διάφορα σόου και Aids Benefits (εκδηλώσεις για το Aids). Από τη πρώτη µας συνάντηση στο STUDIO1 του Los Angeles, το µεγαλύτερο Gay Club της πόλης το ’83, είδα µπροστά µου αυτό που λίγο καιρό πριν είχα µόνο ακουστά. Αν και η συνάντηση ήταν πολύ σύντοµη, ήταν πολύ φιλική. Μετά απ’ αυτή τη συνάντηση, µε έκανε να εξερευνήσω την καριέρα της αναλυτικά και να γίνω φανατικός οπαδός της. Αν και την πρωτογνώρισα 4 χρόνια µόλις πριν το θάνατο της, είχα τη χαρά να τη συναντήσω άλλες 3 φορές. Η τελευταία ήταν το Μάιο του ‘87, λίγους µήνες πριν από το θάνατο της. Σ’ αυτό το διάστηµα µελέτησα την κάθε κίνηση, έκφραση και τον εκκεντρικό τρόπο ζωής της. Από την πρώτη µας συνάντηση άρχισα να την µιµούµαι και µετά από το θάνατο της συνεχίζω το θρύλο της.

Π: Πώς πήρες τον τίτλο σου;

D.O.D.: Τον τίτλο µου «Κόρη της Divine» µου τον έδωσε η ίδια, την τελευταία φορά που την είδα. Με σήκωσε επί σκηνής (ήµουν ντυµένος Divine) και µε παρουσίασε στον κόσµο ως Κόρη της και τραγουδήσαµε µαζί το «You think you’re a man». Τα show της Μητέρας ήταν γεµάτα τραγούδι, ανέκδοτα και συµβουλές για safe sex. Πάντα έδινε πολύ κέφι στον κόσµο και χόρευαν όλοι. Πράγµα που κράτησα κι εγώ στα show τα δικά µου.

Π: Ένα τέτοιο φοβερό show έκανες το βράδυ της ηµέρας που παρουσιάστηκες στο στρατό…

D.O.D.: Α ναι, εκείνη η αξέχαστη µέρα! Ηταν ένα show που άρχισε πρωί πρωί. Έξι η ώρα το πρωί µπροστά στον καθρέφτη για να πάρω τη µορφή του ειδώλου µου. Ξύρισµα, ολόσωµο και προσώπου, κόντρα.

Ξύρισµα µούσι, µουστάκι, φαβορίτες και αυτοµάτως το δερµάτινο µπουφάν έδωσε τη θέση του σε φούστα και γούνα. Τρεις ώρες αργότερα, µετά από πολύ µακιγιάζ, µια κούκλα στεκόταν µπροστά στον καθρέφτη. Η Μαµά Divine θα ήταν περήφανη για µένα. Εννιά η ώρα έτοιµη, εννιάµισι έξω από τη Στρατολογία. Το λίγο τρακ που είχα µου ’φύγε, όταν µού ’φυγε το ψεύτικο νύχι και αµέσως έβγαλα το µανόν και έβαψα το δικό µου, για να µην υπάρχει καµιά ατέλεια στο «λουκ». Το λίγο τρακ το δικό µου δεν ήταν τίποτα µπροστά στο κόµπλεξ που είχαν οι υπόλοιποι, από τον πιο υψηλόβαθµο στρατιωτικό µέχρι τον απλό φαντάρο που παρέλασαν από το γραφείο, όπου βρισκόµουν, για να απολαύσουν την οµορφιά µου! Μια τέτοια µέρα δεν θα µπορούσε να µη γιορταστεί και έτσι το βράδυ εξελίχτηκε σ’ ένα show στην πίστα ενός αθηναϊκού µπαρ!

Π.: Έχεις να δώσεις καµιά άλλη συµβουλή προς τους ενδιαφερόµενους να ακολουθήσουν το παράδειγµα σου;

D.O.D.: Για όσους από σας το δοκιµάσετε, πάρτε για καλό και για κακό δυο-τρεις φιλενάδες βοηθούς, έτσι για ηθική συµπαράσταση. Άντε και καλό βόλι!

Από το «Κράξιμο», 1980s

Flyer του SUBBOY25

ΤΡΑΒΑ ΕΣΥ ΕΜΠΡΟΣ

Ήρθε το χαρτί να πάω να υπηρετήσω την πατρίδα
Θα γίνω άντρας αν πετάω χειροβοµβίδα
Θα πάρω τη µορφή του αχιλλέα του σπαρτιάτη
Δωδεκάµηνο αν κάνω στου έβρου το φράχτη

Κανένα έθνος δεν υπηρετώ
Μη σώσω και γίνω ποτέ µου αρσενικό
Αν είναι κανονικό να το παίζω τζι άη τζο
Με φούστα και περούκα θα παρουσιαστώ

Κόντρα παίρνω το µουστάκι
Βάζω σκουλαρίκι µε στρασάκι
Σουτιέν λίπστικ και µασκάρα
Δίνω στο λοχία µια τροµάρα

Κι οι τρελογιατροί
µου δίνουν απαλλαγή
γιατί είµαι φοβερή
και πάω εκδροµή

Ψωνιστήρι ολοταχώς
Να πάει ο κόσµος µας εµπρός

Δε γουστάρω ρε χακί Πάρτε την αλίκη να καταταγεί

Από το κουήρ πανκ συγκρότημα «Ατζινάβωτο Φέγι», 2010s.

Massqueerraid στο Thessaloniki Prinde 2013

Σκόρπια αποφθέγματα του Louis Scutenaire

Γράφω για τους ίδιους λόγους που άλλοι άνθρωποι
βανδαλίζουν γραμματοκιβώτια, πυροβολούν μπάτσους, σκοτώνουν τα αφεντικά τους, καταστρέφουν την κοινωνική τάξη.
Γιατί κάτι με ενοχλεί: μια αηδία, μια επιθυμία.

Η πλήρης κατανόηση της μαλακίας που έχουν
οι ειλικρινείς άνθρωποι είναι εκπληκτική.

Θέλω να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερες
από τις βρωμοδουλειές μου ανθρώπινα.

Το μέλλον υπάρχει μόνο στο παρόν.

Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους εκτιμώ τόσο λίγο,
που θα ήταν άχρηστο να πω κάτι γι’ αυτούς,
μιας και δε θα μπορούσε να γίνει χειρότερο.

Οι άνθρωποι έχουν επινοήσει εκατομμύρια θεών,
για να κρύψουν την ίδια τη δύναμή τους, την οποία
φοβούνται, από τους εαυτούς τους.

Άλλος ένας λόγος που οι άνθρωποι επινόησαν τους θεούς
είναι για να παρηγορηθούν πως η μιζέρια τους
είναι σταλμένη από κάποια ανώτερη δύναμη.

Κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος, είναι διαφορετικά.

Ας μη ξεχνάμε ότι οι αφέντες μας έχουν τις ψυχές δούλων.

Τα δημόσια πρόσωπα είναι αυτοί που βγήκαν απ’ τη σκιά
για να βουτήξουν στα σκατά.

Δεν έχω άλλο στόχο από την απόλυτη απελευθέρωση
κάθε τί ζωντανού. Τίποτα δεν είναι ζωντανό.

Η ζωή θα είναι ωραία όταν η δουλειά γίνει μια απόλαυση
που θα μπορεί να δοκιμάσει ο καθένας.

Κοιμάσαι για τα αφεντικά.

Να φωνάζεις «Ζήτω η ζωή», ενώ είσαι αλυσοδεμένος
σε ένα φλεγόμενο σπίτι, είναι σαν να φωνάζεις
«Ζήτω το παγωτό». Μπορείς πάντως να φωνάξεις
ούτως ή άλλως. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί;

Δεν είναι φρόνιμο να μένεις πιστός σε φίλους
που δεν είναι πιστοί στον εαυτό τους.

Η δικαιοσύνη περιλαμβάνει επίσης την καταδίκη του δικαστή.

Όταν ήμουν νέος, τα εργατικά ατυχήματα ήταν τόσο συχνά
στη χώρα μου που όταν περνούσε μια νεκροφόρα ακολουθούμενη από κηδεία, κανείς δε ρώταγε «Ποιος πέθανε;» αλλά μάλλον,
με ένα είδος μαύρου χιούμορ: «Από που τον βγάλανε;», εννοώντας «τί δουλειά έκανε όταν σκοτώθηκε;». Και, λες κι αυτοί οι θάνατοι δεν ήταν ήδη αρκετοί, στις απεργίες ερχόταν ολόκληρος ο στρατός για να πυροβολήσει τους εργάτες.
Θυμάμαι μια διαδήλωση που πήγαινα, καθισμένος στους ώμους του Meme Diablot. Οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν, κι εμείς πέσαμε στο έδαφος και συρθήκαμε τριακόσια μέτρα με τις κοιλιές μας. Ακριβώς δίπλα μου ήταν ένας μεγάλος άνδρας με βελούδινο σακάκι, ο Victor Pintat, που ούρλιαζε με έναν εξεγερτικό ενθουσιασμό και χόρευε καθώς σερνόταν.

Δέχομαι τα πάντα εκτός από αυτά που με κρατούν σε μια κατάσταση εξυπηρέτησής μου.

Αυτό που εξοργίζει τους γείτονες,
κινεί την περιέργεια των παιδιών τους.

Το δυστυχές, για την εκπαίδευση των παιδιών,
είναι ότι οι αναμνήσεις των πολέμων γράφονται
από αυτούς που δε σκοτώθηκαν στον πόλεμο.

Τα αφεντικά είναι σκατά που έχουν εξουσία,
οι υπήκοοι τα κάνουν σκατά όταν έχουν εξουσία.

Προλετάριοι όλων των χωρών,
δεν έχω καμία συμβουλή για σας.

Ένας τσατισμένος μπάτσος μυρίζει,
ακόμα χειρότερα από έναν κανονικό.

Δώσε την υπεραξία σου στους φτωχούς, ώστε να τα πάρουν
από αυτούς οι πλούσιοι, και γιάτρεψε τους λεπρούς,
ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στο εργοστάσιο.

Louis : 9 στις 10 φορές έχω δίκιο.
Lorraine: Τί κρίμα που συνήθως υπάρχουν 10 φορές.

Ο αδερφός μου είπε μια μέρα σε δυο παντρεμένους καθολικούς νέους που γνώριζε: «Ω, εσείς, που σήμερα κολυμπάτε στην ευλογία του θεού και των ανθρώπων! Τι κρίμα! η θρησκεία
και οι νόμοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να κρύβουν
την ανηθικότητα και το έγκλημα!»

Το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου είναι δυστυχώς
αυτό του ιεροκήρυκα.

Δεν πρέπει να θέλουμε να πάρουμε τα αγαθά που έχουν
οι πλούσιοι, αλλά να τα κάνουμε να αηδιάζουν
και τους ίδιους ακόμα.

Παραείμαι φιλόδοξος για να έχω μια φιλοδοξία.

Να μεγαλώνεις και να χαλαρώνεις τα δεσμά σου,
είναι το αντίθετο από το να τα σπας.

Να αυτοκτονήσεις; Μα, αυτό δεν κάνεις μια ζωή;

Καλός εργάτης σημαίνει ένα φτωχό και βαρετό κορόιδο.

Είναι προτιμότερο να ρίξεις μια μπουνιά στο πρόσωπο
ενός πλούσιου παρά να του ρίξεις μια μούτζα.

Η ύπαρξη των χριστιανών αποδεικνύει
την ανυπαρξία του θεού.

Το ότι κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν δουλειά
είναι δυσάρεστο μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι έχουν.

Αφού ολοκλήρωσα τα αριστουργήματά μου,
προσηλυτίστηκα στην τεμπελιά.

Οι δούλοι συνήθιζαν να κλαίνε πάνω απ’ τα πτώματα
των αφεντών τους μόνο όταν φοβούνταν για τους νέους αφέντες.

Το μόνο έπος που με συγκινεί είναι αυτό της συμμορίας Μπονό.

Μισώ τη δουλειά τόσο πολύ,
που δεν μπορώ καν να ζητήσω από άλλους να την κάνουν.

Ας κάνουμε μια εκδρομή να εξερευνήσουμε τις κοινοτυπίες.

Μη ξεχάσεις να μου διαβάσεις την στήλη των κηδειών.
Πάντα με ευχαριστούσαν οι ειδήσεις.

Καταλήγω να βαριέμαι μαζί σου μόνο και μόνο
για να ξεγελάσω τη δική μου βαρεμάρα.

Τα πάντα είναι υποθετικά. Ακόμη κι αυτό.

Η κλοπή και η κληρονομιά, αυτές είναι
οι δυο πηγές του πλούτου.

Μετάφραση στα αγγλικα: Jordan Levinson, πρωτοχρονιά του 2005 – Live Free Or Buy Trying!
Μετάφραση στα ελληνικά: Δ., Αύγουστος 2007
Φωτογραφίες από το αρχείο του SUBBOY25, Νοέμβριος 2024

All of us strangers

Παραδοσιακά, δύο παραδοχές έχουν διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες αξιολογούνται από τον δημοφιλή γκέι τύπο. Η πρώτη – ότι οι ταινίες που γυρίζονται από γκέι για γκέι είναι κατά κάποιο τρόπο υπεράνω κριτικής – είναι, ευτυχώς, εκτός μόδας. Τα χρόνια που καθόμασταν να βλέπουμε τα πιο φρικτά σκουπίδια και αισθανόμασταν υποχρεωμένοι να χειροκροτούμε τις προσπάθειες των σκηνοθετών έχουν σαφώς καταβάλει το τίμημά τους… Η δεύτερη — ότι οι ταινίες που γίνονται για ένα μαζικό κοινό είναι αυτόματα ύποπτες όταν πρόκειται για τις αναπαραστάσεις των λεσβιών και των γκέι ανδρών — εξακολουθεί να ισχύει για ένα σημαντικό αριθμό γκέι κριτικών κινηματογράφου…(Τ)ο μεγαλύτερο μέρος αυτού που αναφερόμαστε ως “γκέι κινηματογραφική κριτική” εξακολουθεί να ξεκινάει από την παραδοχή ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τι συνεισφέρει η εν λόγω ταινία στην τέχνη του κινηματογράφου ή τι απολαύσεις μπορεί να επιφυλάσσει για ένα queer εγγράμματο κοινό, αλλά ο βαθμός στον οποίο εξυπηρετεί ρητά την πολιτική υπόθεση των γκέι… όχι “έχει ο χαρακτήρας να παίξει σημαντικό ή διασκεδαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πλοκής;” αλλά “δίνει αυτός ο χαρακτήρας ένα καλό παράδειγμα;”.

Paul Burston, 1998

O δε ανήρ να φοβάται τον άνδρα

Ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στην ομοφυλοφιλία τα τελευταία χρόνια – αποσπάσματα του οποίου είχε φιλοξενήσει πέρυσι o «Πόθος» — αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα ολόκληρο στην Ελλάδα (στο περιοδικό «NPQ»). Επιχειρηματολογώντας στο «ο δε ανήρ να φοβάται τον άνδρα» ο Τζόναθαν Ρόου εξηγεί με έξυπνο και πειστικό τρόπο γιατί η κοινωνία πρέπει να δεχτεί και να υποστηρίξει τον ομοφυλοφιλικό γάμο – και τίποτα λιγότερο από αυτόν. Για να στηρίξει την άποψή του, ξεπερνά τη φορμαλιστική άποψη που θέλει το γάμο, πάνω κάτω, ένα ακόμη είδος νομικού συμβολαίου και εξετάζει την ουσία του. «Η δύναμή του δεν είναι μόνο νομική», γράφει, «αλλά και κοινωνική».

Ένα μικρό δείγμα της κοινωνικής δύναμης του ομοφυλοφιλικού γάμου αναπτύσσεται σε προηγούμενη παράγραφο: «Έστω κι αν δεν είναι παντρεμένοι, οι ομοφυλόφιλοι που ζουν με το σύντροφό τους έχουν σταθερή ερωτική ζωή και σχέσεις που εκτιμούν και υπολογίζουν – συνεπώς είναι λιγότερο έκφυλοι. Αν μπορούσαν να είναι και επίσημα παντρεμένοι, τότε θα υπήρχαν ακόμα περισσότερες επιρροές σταθερότητας. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του γάμου είναι ότι ‘δένει’ τα ζευγάρια όχι μόνο στα δικά τους μάτια, αλλά και στα μάτια της κοινωνίας. Γύρω από του δύο συντρόφους πλέκεται ένας ιστός από προσδοκίες. Ότι θα περνούν μαζί τις νύχτες, ότι θα πηγαίνουν μαζί σε πάρτι, ότι θα παίρνουν μαζί στεγαστικά δάνεια, ότι θα αγοράζουν μαζί έπιπλα, και πολλά άλλα – που όλα θα τους βοηθήσουν να είναι ενωμένοι και να παραμένουν σπίτι τους μακριά από τους δρόμους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό είναι πάρα πολύ καλό, ειδικά αν το συγκρίνει κανείς με την περιθωριακή νοοτροπία των ομοφυλόφιλων για σεξ στα κλεφτά, με αναρίθμητους παρτενέρ στα δημόσια λουτρά και πάρκα». Στην εικόνα του σύγχρονου γκέι ζευγαριού, που τόσο γλαφυρά ζωγράφισε ο Ρόου, έρχεται να αντιπαρατεθεί η εικόνα της ηθικής παρακμής και φιληδονίας των πάρκων και άλλων τόπων ψωνίσματος. Η συζήτηση έχει μεταφερθεί πλέον από το νομικό πεδίο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο χώρο της [κατεστημένης] ηθικής.

Ο Πόθος, τ.22, Καλοκαίρι 1999