Latest Posts

All of us strangers

Παραδοσιακά, δύο παραδοχές έχουν διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι ταινίες αξιολογούνται από τον δημοφιλή γκέι τύπο. Η πρώτη – ότι οι ταινίες που γυρίζονται από γκέι για γκέι είναι κατά κάποιο τρόπο υπεράνω κριτικής – είναι, ευτυχώς, εκτός μόδας. Τα χρόνια που καθόμασταν να βλέπουμε τα πιο φρικτά σκουπίδια και αισθανόμασταν υποχρεωμένοι να χειροκροτούμε τις προσπάθειες των σκηνοθετών έχουν σαφώς καταβάλει το τίμημά τους… Η δεύτερη — ότι οι ταινίες που γίνονται για ένα μαζικό κοινό είναι αυτόματα ύποπτες όταν πρόκειται για τις αναπαραστάσεις των λεσβιών και των γκέι ανδρών — εξακολουθεί να ισχύει για ένα σημαντικό αριθμό γκέι κριτικών κινηματογράφου…(Τ)ο μεγαλύτερο μέρος αυτού που αναφερόμαστε ως “γκέι κινηματογραφική κριτική” εξακολουθεί να ξεκινάει από την παραδοχή ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι τι συνεισφέρει η εν λόγω ταινία στην τέχνη του κινηματογράφου ή τι απολαύσεις μπορεί να επιφυλάσσει για ένα queer εγγράμματο κοινό, αλλά ο βαθμός στον οποίο εξυπηρετεί ρητά την πολιτική υπόθεση των γκέι… όχι “έχει ο χαρακτήρας να παίξει σημαντικό ή διασκεδαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πλοκής;” αλλά “δίνει αυτός ο χαρακτήρας ένα καλό παράδειγμα;”.

Paul Burston, 1998

O δε ανήρ να φοβάται τον άνδρα

Ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα που έχουν γραφτεί πάνω στην ομοφυλοφιλία τα τελευταία χρόνια – αποσπάσματα του οποίου είχε φιλοξενήσει πέρυσι o «Πόθος» — αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα ολόκληρο στην Ελλάδα (στο περιοδικό «NPQ»). Επιχειρηματολογώντας στο «ο δε ανήρ να φοβάται τον άνδρα» ο Τζόναθαν Ρόου εξηγεί με έξυπνο και πειστικό τρόπο γιατί η κοινωνία πρέπει να δεχτεί και να υποστηρίξει τον ομοφυλοφιλικό γάμο – και τίποτα λιγότερο από αυτόν. Για να στηρίξει την άποψή του, ξεπερνά τη φορμαλιστική άποψη που θέλει το γάμο, πάνω κάτω, ένα ακόμη είδος νομικού συμβολαίου και εξετάζει την ουσία του. «Η δύναμή του δεν είναι μόνο νομική», γράφει, «αλλά και κοινωνική».

Ένα μικρό δείγμα της κοινωνικής δύναμης του ομοφυλοφιλικού γάμου αναπτύσσεται σε προηγούμενη παράγραφο: «Έστω κι αν δεν είναι παντρεμένοι, οι ομοφυλόφιλοι που ζουν με το σύντροφό τους έχουν σταθερή ερωτική ζωή και σχέσεις που εκτιμούν και υπολογίζουν – συνεπώς είναι λιγότερο έκφυλοι. Αν μπορούσαν να είναι και επίσημα παντρεμένοι, τότε θα υπήρχαν ακόμα περισσότερες επιρροές σταθερότητας. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του γάμου είναι ότι ‘δένει’ τα ζευγάρια όχι μόνο στα δικά τους μάτια, αλλά και στα μάτια της κοινωνίας. Γύρω από του δύο συντρόφους πλέκεται ένας ιστός από προσδοκίες. Ότι θα περνούν μαζί τις νύχτες, ότι θα πηγαίνουν μαζί σε πάρτι, ότι θα παίρνουν μαζί στεγαστικά δάνεια, ότι θα αγοράζουν μαζί έπιπλα, και πολλά άλλα – που όλα θα τους βοηθήσουν να είναι ενωμένοι και να παραμένουν σπίτι τους μακριά από τους δρόμους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό είναι πάρα πολύ καλό, ειδικά αν το συγκρίνει κανείς με την περιθωριακή νοοτροπία των ομοφυλόφιλων για σεξ στα κλεφτά, με αναρίθμητους παρτενέρ στα δημόσια λουτρά και πάρκα». Στην εικόνα του σύγχρονου γκέι ζευγαριού, που τόσο γλαφυρά ζωγράφισε ο Ρόου, έρχεται να αντιπαρατεθεί η εικόνα της ηθικής παρακμής και φιληδονίας των πάρκων και άλλων τόπων ψωνίσματος. Η συζήτηση έχει μεταφερθεί πλέον από το νομικό πεδίο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο χώρο της [κατεστημένης] ηθικής.

Ο Πόθος, τ.22, Καλοκαίρι 1999

Οικογένεια, ψυχική ασθένεια, ψυχιατρείο & 10 υπέροχα χρόνια στην Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης

Ο Παναγιώτης είναι ένας 40χρονος άνδρας που πάσχει από διπολική διαταραχή και κατάθλιψη. Μας διηγείται τη σχέση με την οικογένειά του, το ταξίδι της ομοφυλόφιλης ερωτικής του «κλίσης», καθώς και την πολιτικοποίησή του σε σχέση με αυτό το ζήτημα μέσα από την Ομάδα Πρωτοβουλία Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης. Μας μιλάει επίσης για τους έρωτές του, τη διαχείριση της ψυχικής ασθένειας, αλλά και τη ζωή στο ψυχιατρείο.

Μπορείτε να ακούσετε ή να διαβάσετε την ιστορία του εδώ.

Για έναν απαιτητικό σαδισμό

Tης Avgi Saketopoulou, Sexuality beyond consent

Η προέλευση του σαδισμού

Τα ερωτικο-φιλοσοφικά γραπτά του Μαρκήσιου ντε Σαντ απασχόλησαν αρκετές σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες του εικοστού αιώνα. Αυτή η ενασχόληση έχει μια ορατή γραμμή ρήξης. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διανοούμενοι του εικοστού αιώνα διάβαζαν τον Σαντ για τις εικονοκλαστικές και επαναστατικές δυνατότητές του. Ο Σαντ εξυμνήθηκε από τον Απολινέρ ως το πιο ελεύθερο πνεύμα που έζησε ποτέ (Lély, 1966), στέφθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους του Φρόιντ (Hassan, 1969- Seaver, 1999- Wilson, 1962), θεωρήθηκε ότι πρόλαβε το έργο του Χάβελοκ Έλις και του Ρίχαρντ φον Κραφτ-Έμπινγκ (Eisler, 1951- Taylor, 1954) και θεωρήθηκε ακόμη και πρώιμος πρόδρομος του σύγχρονου ψυχοδράματος (Schutzenberger, 1966). Άλλοι τοποθετούν την αξία της μαρτυρίας του στη ριζοσπαστική αισχρότητα και βία του έργου του, στην υπέρβαση λογοτεχνικών ορίων που δεν είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν και στο ότι έφερε τη γλώσσα στα όρια της αναπαράστασης (Carter, 1978- Hénaff, 1986- Neboit-Mombet, 1972).

Ο Σαντ έχει επίσης μελετηθεί προσεκτικά για την πολιτική του φιλοσοφία, η οποία συναντάται στις περίφημες μακροσκελείς πραγματείες των ελευθερίων του για τη φύση της κυβέρνησης, το κοινωνικό συμβόλαιο, την ανθρώπινη φύση και την εκκλησία – που συχνά παραδίδονται στα διαλείμματα μεταξύ των εγκληματικών ερωτικών ακολασιών τους. Αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ρεύμα άρχισε να στρέφεται εναντίον του Σαντ. Ενώ προηγουμένως είχε θεωρηθεί ως «ο υμνητής της σεξουαλικής απελευθέρωσης», η φιλοσοφική σκέψη στον απόηχο της καταστροφής τον μετέτρεψε «[σ]το παραδειγματικό παράδειγμα της φασιστικής επιθυμίας» (Marty, 2016 σ. 20). Έτσι, ένας κανόνας κειμένων άρχισε να αναδύεται στη μεταπολεμική Γαλλία, ο οποίος χάραξε μια ευθεία γραμμή από τη φιλοσοφία του στον ναζισμό. Ο Ζακ Λακάν, ο οποίος αρχικά είδε στον Σαντ την επιβεβαίωση του ιστορικού φαινομένου της ενόρμησης του θανάτου, έδειξε στο θεμελιώδες δοκίμιό του «Kant avec Sade» ότι η φιλοσοφία του Σαντ μπορεί να θεωρηθεί ως η ασυνείδητη αλήθεια του Καντ (1963/1989).

Γι’ αυτόν, ο Σαντ ωθούσε τη φορμαλιστική ηθική του Καντ στο λογικό της άκρο, ανυψώνοντας το εκούσιο κακό στο επίπεδο του παγκόσμιου νόμου, μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε μια κατηγορηματική προσταγή. Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, οι Μαξ Χορκχάιμερ και Θίοντορ Αντόρνο (1987) εντόπισαν επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο Σαντ αντιπροσώπευε το άκρο της καντιανής λογικής. Ωθώντας τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού στα όριά της, ο Σαντ υποβάθμισε τους ανθρώπους σε αναλώσιμα ανταλλακτικά, αποτελώντας έτσι τον συνδετικό κρίκο, αν όχι την πύλη, για τον φασισμό. Η εξαντλητικά τυποποιημένη συστηματοποίηση των σαρκικών απολαύσεων του Σαντ (π.χ. 1782/1966b) εξετάστηκε υπό το πρίσμα της «ειδικής αρχιτεκτονικής δομής του καντιανού συστήματος [που βρίσκει την ενσαρκωμένη έκφρασή της] στις πυραμίδες των γυμναστών στα όργια του Sade» (Horkheimer & Adorno, 1987, σ. 69). Βιρτουόζοι της αυτοκυριαρχίας, οι ελευθεριάζοντες του Σαντ διατρέχουν τα πάθη τους μέσω της φορμαλιστικής λογικής, υπολογίζοντας, ραδιουργώντας, σχεδιάζοντας, καταστρώνοντας, στρατηγικά προετοιμάζοντας, επινοώντας, έτσι ώστε όλες οι πτυχές των εγκλημάτων τους να μπορούν να χαρτογραφηθούν με ακρίβεια και τα αποτελέσματά τους να προβλεφθούν πλήρως. Οι δολοφονικές αθλιότητες πρέπει να εκτελούνται με απάθεια, και η αληθινή ελευθεριότητα εκτελείται εν ψυχρώ, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Ανάξια του σεβασμού ενός ελευθεριάζοντα, τα εγκλήματα πάθους αντανακλούν μια θλιβερή έλλειψη αυτοσυγκράτησης, ένα ενδιαφέρον για το θύμα παρά για την εκτέλεση του ίδιου του εγκλήματος. Στις ιστορίες του Σαντ, γράφει η Σιμόν ντε Μποβουάρ, «η αισθησιακή ηδονή [ποτέ] δεν εμφανίζεται ως αυτοεξευτελισμός, λιποθυμία ή εγκατάλειψη… [Ο Σαντικός ήρωας] δεν χάνεται ποτέ, ούτε για μια στιγμή, στη ζωώδη φύση του – παραμένει τόσο διαυγής, τόσο εγκεφαλικός, ώστε ο φιλοσοφικός λόγος, μακριά από το να αμβλύνει την ορμή του, λειτουργεί ως αφροδισιακό» (1953, σ. 33). Σε αυτή την ανάγνωση του Σαντ, το μαρτύριο προκαλείται για την ανάγκη της λογικής, όχι για να αρπάξει κάποια απροσδόκητη ηδονή, αλλά ως υπάκουη εκτέλεση ενός σχεδίου που θα αποφέρει υπολογισμένες απολαύσεις και προσηλωμένα αδιάφορη για τον άλλον ως ξεχωριστό κέντρο υποκειμενικότητας – σε αντίθεση με τον Ζάχερ φον Μάσοχ, ο οποίος, όπως θα δούμε, δίνει έμφαση στη συμβατική συμφωνία με τον άλλον.

Οι ελευθεριάζοντες του Sade διέπονται από άκαμπτες αρχές, με βασικότερη τη φιλοσοφία του sang-froid, την αδιαμαρτύρητη, παθιασμένη υποταγή στα «τέλεια» εγκλήματα. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς πού μπορούν να συναντηθούν οι αρχές του Σαντ και ο ναζισμός: στην εξύψωση της λατρείας της κυριαρχίας –στην άκρως τυποποιημένη, απαθής προσέγγιση του εγκλήματος – στο τέχνασμα μιας ανωτερότητας έναντι εκείνων που θεωρούνται αναλώσιμοι, μια συνταγή που ο φασισμός τυποποίησε φυλετικά.

Πολύ πριν από το Ολοκαύτωμα, βέβαια, υπήρξε ένα άλλο ιστορικό γεγονός, το Ατλαντικό Δουλεμπόριο, το οποίο επίσης χρησιμοποίησε τις σαδενικές αρχές, αν και για διαφορετικά ρατσιστικά υποκείμενα και για διαφορετικούς σκοπούς: η απαθής λογιστική των σωμάτων και των ιδιοτήτων τους για τη μεγιστοποίηση της εργασίας και του κεφαλαίου, η μετατροπή των ανθρώπων σε σάρκα (Spillers, 1987) και η κυρίαρχη άσκηση ελέγχου επί των ζωών και των σωμάτων των μαύρων εύκολα ομοιάζουν με (αυτή την ανάγνωση της) σαδενικής λογικής. Στην Ιστορία της Τρέλας, ο Φουκό είδε στον Σαντ το πρόσωπο της αντίστασης στην ψυχιατρική εξουσία, ακριβώς επειδή ο Σαντ, ο οποίος ήταν φυλακισμένος και ψυχιατρικά περιορισμένος για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, αντιστέκεται στην ψυχολογική εννοιολόγηση της τρέλας – όλα αυτά πριν τον αποκηρύξει ο Φουκό.

«Ο Σαντ», γράφει το 1975, «διατύπωσε έναν ερωτισμό που αρμόζει σε μια πειθαρχική κοινωνία: μια ρυθμιζόμενη, ανατομική, ιεραρχική κοινωνία της οποίας ο χρόνος είναι προσεκτικά κατανεμημένος, οι χώροι της διαμερισμένοι, που χαρακτηρίζεται από υπακοή και επιτήρηση. Είναι καιρός να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας», προτρέπει, «κρίμα για τον Σαντ: μας κουράζει. Είναι ένας πειθαρχικός, ένας λοχίας του σεξ, ένας λογιστής του κώλου και των ισοδύναμων του» (1975, σσ. 226-227). Ο Φουκό μας προσφέρει, αντίθετα, ένα μοντέλο σαδισμού και μαζοχισμού που απομακρύνεται ριζικά από τον Σαντ.

«Η ιδέα ότι ο S/M σχετίζεται με μια βαθιά βία», λέει, «ότι η πρακτική του S/M είναι ένας τρόπος απελευθέρωσης αυτής της βίας, αυτής της επιθετικότητας, είναι ανόητη. Ξέρουμε πολύ καλά [ότι] αυτό που κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι [οι ασκούμενοι S/M] δεν είναι επιθετικό – εφευρίσκουν νέες δυνατότητες απόλαυσης με νέα μέρη του σώματός τους» (Foucault, 1989, σ. 209). Ο Foucault δεν ίδρυσε σε καμία περίπτωση τη θεωρία του BDSM που μετέφερε τον σαδισμό από τον φασισμό στον ασθενικό αντίποδά του, δηλαδή τον ευαίσθητο σαδισμό, αλλά βοήθησε στην ενίσχυσή του. «Αυτό που μου κάνει εντύπωση όσον αφορά τον S/M», γράφει, «είναι το πώς διαφέρει από την κοινωνική εξουσία… Φυσικά, υπάρχουν ρόλοι, αλλά όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτοί οι ρόλοι μπορούν να αντιστραφούν. Μερικές φορές η σκηνή αρχίζει με τον αφέντη και τον σκλάβο και στο τέλος ο σκλάβος έχει γίνει αφέντης. Ή, ακόμη και όταν οι ρόλοι είναι σταθεροποιημένοι, γνωρίζετε πολύ καλά ότι πρόκειται πάντα για ένα παιχνίδι. Είτε οι κανόνες παραβιάζονται, είτε υπάρχει μια συμφωνία, είτε ρητή είτε σιωπηρή, που τους κάνει να γνωρίζουν ορισμένα όρια» (Foucault, 1989, σ. 210). Οι κοινωνικές δομές, γράφει το ακτιβιστό του BDSM Πατ Καλίφια, εγκαθιδρύουν «υποχρεωτικές σεξουαλικές διευθετήσεις, όπου οι άνθρωποι μπορούν να χαρακτηριστούν ανάλογα με τη φυλή, την ηλικία, την τάξη και το φύλο… χωρίς επιλογή, χωρίς ασφαλή λέξη, χωρίς διαπραγμάτευση» (1988, σ. 25). Στο S/M παιχνίδι, λέει το επιχείρημα, οι ασκούμενοι απλώς βάζουν και βγάζουν τις κοινωνικές κατηγορίες, πετώντας τες με τη βούλα και με το απλό κάλεσμα μιας λέξης – δίνοντάς μας έναν σαδισμό που είναι κυρίως επιτήδευση. Προσέξτε, για παράδειγμα, την προειδοποίηση του Καλίφια ότι επειδή «η ευχαρίστηση του πάνω μέρους εξαρτάται από την προθυμία του κάτω μέρους να παίξει», ο σαδιστής μπορεί να προσβληθεί από «μια ήπια έως σοβαρή περίπτωση άγχους απόδοσης» (1996, σ. 232). Ο σαδισμός γίνεται έτσι ένας προσποιητός ρόλος που πρέπει να υιοθετηθεί, σε σύγκριση με τις πραγματικές καταστάσεις εξουσίας, οι οποίες «συνεπάγονται πόνο και σκληρότητα, όπου η συναινετική συμφωνία για αυτούς τους ρόλους δεν αναγνωρίζεται ή απουσιάζει» (Juicy Lucy, 1987, σ. 30): εδώ πρόκειται για ένα «παιχνίδι με την εξουσία» (A. Stein, 1999, σ. 51), σε αντίθεση με την άσκηση εξουσίας. Υπάρχει πραγματική εξουσία, λέει αυτός ο συλλογισμός, και υπάρχει η εξουσία τύπου BDSM, η οποία δεν είναι πραγματική αλλά προσποιητή εξουσία, ένα simulacrum (Byrne, 2015). Το BDSM, από αυτή την άποψη, είναι κάτι που κάποιος εκτελεί, κάτι στο οποίο παίζει, και μπορούμε να θυμηθούμε εδώ την προειδοποίηση της Susan Sontag ότι υπάρχει θέατρο στον σαδομαζοχισμό (1974). Το παιχνίδι του σαδομαζοχισμού, από αυτή την άποψη, είναι ένα παιχνίδι του φαίνεσθαι. Εδώ η θεατρικότητα λειτουργεί ως άλλοθι, κάτι που αναπαριστά μάλλον παρά αναπαριστά μια πραγματικότητα, κάτι που συμβολίζει την εξουσία αλλά δεν διεξάγει τη δύναμή της στη συνάντηση. Η ιδέα είναι ότι η πραγματική εξουσία είναι αμβλεία εξουσία, ενώ η προσομοίωση της εξουσίας, το παιχνίδι της εξουσίας, είναι λιγότερο επακόλουθο. Όμως, όπως συζητείται σε ολόκληρο τον τόμο, αυτός ο καθαρός διαχωρισμός είναι απατηλός: τη στιγμή της αισθητικής εμπειρίας, αυτό που μπορεί να μοιάζει με προσομοιωμένη δύναμη μετατρέπεται, μέσω της οριακής εμπειρίας, σε πραγματική δύναμη, δηλαδή σε δύναμη που μπορεί να δράσει πάνω μας με τρόπους που είναι πραγματικοί και που παραμένουν. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη δύναμη της παράστασης, όπως η δύναμη που άσκησε πάνω μου το Slave Play – η δύναμη που ένιωσε η Μία ότι είχα πάνω της μετά από μία μόνο συνεδρία – η δύναμη που ανέλαβε ο Τζιμ μέσω της εξουσιοδότησης της Κανίσα, η οποία, όπως αποδείχτηκε, την υπερέβαινε: όλα αυτά ξεκινούν ως προσομοιωμένη δύναμη αλλά καταλήγουν να πυροδοτούν ενέργειες που είναι πραγματικές και έχουν υλικές συνέπειες. Η αισθητική εμπειρία διαβρώνει το χάσμα μεταξύ πραγματικής και προσομοιωμένης εξουσίας, «προβληματίζοντας έτσι τον δυαδικό διαχωρισμό μεταξύ τεχνάσματος και αυθεντικότητας» (Byrne, 2013, σ. 152).

Σπάσιμο του σαδισμού και του μαζοχισμού πέρα από τον σαδομαζοχισμό

Το Psychopathia Sexualis του Κραφτ-Έμπινγκ (1866) περιέγραψε μια σύγκλιση μεταξύ σαδισμού και μαζοχισμού σε ένα σαδομαζοχιστικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει πειραματισμούς με την ανάληψη ενός ρόλου και στη συνέχεια την ανάληψη του αντίστροφου, σε μια διαλεκτική δυναμική παροχής και λήψης πόνου. Αλλά η ευρέως διαδεδομένη παρανόηση ότι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός είναι συμπληρωματικά φαινόμενα θα πρέπει να πιστωθεί στον Φρόιντ. Η ιδέα του ότι «ένα άτομο που αισθάνεται ευχαρίστηση με το να προκαλεί πόνο σε κάποιον άλλον σε μια σεξουαλική σχέση είναι επίσης ικανό να απολαμβάνει ως ευχαρίστηση τον όποιο πόνο μπορεί να αντλήσει ο ίδιος από τις σεξουαλικές σχέσεις» (Freud, 1905b, σ. 159) συγκέντρωσε τον σαδισμό και τον μαζοχισμό σε μια μοναδική έννοια, τον σαδομαζοχισμό. Γράφοντας ότι ένας «σαδιστής είναι πάντα ταυτόχρονα και μαζοχιστής», διαπίστωσε ότι τα δύο αυτά φαινόμενα δεν είναι ουσιαστικά διαφορετικά, αλλά απλές αντιστροφές του άλλου, «ενεργητικές και παθητικές μορφές» του ίδιου λιβιδινικού ρεύματος (Freud, 1905b, σ. 159). Η ενοποίηση του σαδισμού και του μαζοχισμού υπό την ενιαία έννοια του σαδομαζοχισμού επικρίθηκε από τον Ζιλ Ντελέζ, ο οποίος αμφισβήτησε την ιδέα της συμπληρωματικότητάς τους (1989) – και η κριτική του θεμελιώνει και τη δική μου σκέψη. Ο Ντελέζ ανέλυσε προσεκτικά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ του προτάγματος του σαδιστή και του μαζοχιστή, επιστρέφοντας στα κείμενα του Μαρκήσιου ντε Σαντ και του φον Ζάχερ Μάσοχ. Ο Ντελέζ επισημαίνει ότι ο σαδιστής, όπως τον φαντάζεται μέσα από τα κείμενα του Σαντ, δεν ενδιαφέρεται να πείσει, να πείσει ή να εκπαιδεύσει το θύμα του. Ως ο απόλυτος κυρίαρχος πράκτορας, ενεργεί ενάντια στη συγκατάθεση του άλλου. Παγιδευμένος σε ένα ερμητικό σύμπαν μοναξιάς, καυχιέται για την παντοδυναμία του.

Στα μυθιστορήματα του Μάσοχ, ωστόσο, βρισκόμαστε στο πεδίο ενός θύματος που αναζητά έναν θυματοποιητή. Το θύμα ενορχηστρώνει τη δική του παραβίαση, αλλά για να το κάνει αυτό, πρέπει πρώτα να εκπαιδεύσει και να επιστρατεύσει τη συγκατάθεση του βασανιστή, ο οποίος έχει συμβληθεί με σύμβαση στο ρόλο του συμφωνημένου θύτη μέσω της παραίνεσης του θύματος. Ως εκ τούτου, «ο μαζοχιστής καταρτίζει συμβόλαια, ενώ ο σαδιστής τα αποστρέφεται και τα καταστρέφει», διότι κάθε κανόνας που δεν τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του σαδιστή σημαίνει ότι αμφισβητεί την κυριαρχία της και υπονομεύει την κυριαρχία του (Deleuze, 1989, σ. 22). Ο μαζοχιστής, από την άλλη πλευρά, «εμφορείται από ένα διαλεκτικό πνεύμα» εγγραφής του άλλου στο μαζοχιστικό του συμβόλαιο. Ως πραγματικός διαλεκτικός, ο μαζοχιστής «γνωρίζει την κατάλληλη στιγμή και την εκμεταλλεύεται» (Deleuze, 1989, σ. 33). Θα δυσκολευόμασταν λοιπόν να αναγνωρίσουμε ως πραγματικά σαδιστή τον συμβατικό σύντροφο του μαζοχιστή, ο οποίος ως επί το πλείστον συναινεί (και, ενίοτε, τροποποιεί) το σενάριο που σκαρφίζεται ο μαζοχιστής.

Παρομοίως, ένας μαζοχιστής που θέλει να κακοποιηθεί είναι ανάθεμα για τον πραγματικό σαδιστή, για τον οποίο η συναίνεση και η κοινή εφευρετικότητα ανατρέπουν την ανάγκη της για απόλυτη κυριαρχία επί του άλλου που δεν συμβιβάζεται με το όραμα ή την επιθυμία του. Είναι μόνο η «απρόσεκτη λογική», σημειώνει ο Ντελέζ (1989, σ. 40), που προορίζει αυτούς τους δύο – τον σαδιστή του Σαντ και τον μαζοχιστή του Μάσοχ – να συναντηθούν. Κεντρικό ρόλο στο σενάριο του Μάσοχ, βλέπουμε, δεν παίζει η θέληση του σαδιστή αλλά του μαζοχιστή. Ο σαδιστής του Μάσοχ καταλήγει να συμμετέχει σε ένα συμβόλαιο που δεν είναι δικό του δημιούργημα, στο οποίο εκπαιδεύεται, εκπαιδεύεται και υποκινείται ως διπλή συνέπεια της θέλησης του μαζοχιστή. Αυτή η μορφή μαζοχισμού δεν αποτελεί παραίτηση από τη θέληση αλλά εκτέλεση της θέλησης – δηλαδή, γίνεται μόνο να φαίνεται σαν να περιλαμβάνει υποταγή, παρόλο που ο μαζοχιστής δεν παραδίδεται στην πραγματικότητα στον άλλο. Με άλλα λόγια, ο μαζοχιστής του Μάσοχ δεν υποχωρεί τη θέλησή του αλλά, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιεί το μαζοχιστικό συμβόλαιο για να την εκτελέσει, εμπλέκοντας τον «σαδιστή» σε αυτό. Βάζω τη λέξη «σαδιστής» σε εισαγωγικά, για να επισημάνω ότι ο σαδιστής του Μάσοχ υπάρχει στη σφαίρα του λογικού σαδισμού και για να υπογραμμίσω ότι ο μαζοχιστής του Μάσοχ, συμβολαιοποιώντας την ανταλλαγή, δεν λυγίζει τη θέλησή του για να παραδοθεί στον σαδιστή αλλά, αντίθετα, εργάζεται προς την κατεύθυνση της υλοποίησης της θέλησής του. Η υποκείμενη παραδοχή, ότι η εξουσία κατασκευάζεται μέσω μιας θεατρικής νοηματοδότησης, επιδιώκει να διασώσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει καταφέρει να διασώσει, τον σαδομαζοχισμό από την ψυχοπαθολογία. Αλλά, από την άλλη πλευρά, μας αφήνει με ένα αναιμικό είδος σαδισμού.

Το «όλο επεισόδιο», γράφει το Καλίφια, μπορεί να ματαιωθεί με μια λέξη – με την οποία μπορεί να πέσει η αυλαία σε όλη την παράσταση, αν κάποιο από τα δύο μέρη θελήσει να πάει σπίτι του» (1988, σ. 25). Αλλά η συζήτησή μας για το Slave Play υποδηλώνει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: Η ασφαλής λέξη του Τζιμ δεν «σταματά την παράσταση» – βάζει τα πράγματα σε κίνηση, οδηγώντας τελικά στην τρίτη πράξη. Φυσικά, όταν το Καλιφία γράφει: «Αν δεν σου αρέσει να είσαι πάνω ή κάτω, αλλάζεις τα κλειδιά σου. Δοκίμασε να το κάνεις αυτό με το βιολογικό σου φύλο ή τη φυλή σου ή την κοινωνικοοικονομική σου κατάσταση» (1996, σ. 232), αυτό που θέλει να τονίσει είναι ότι στο BDSM, η θέση συμφωνείται συναινετικά και όχι ότι εγκαθίσταται μέσω των κοινωνικών σχέσεων. Η ιδέα είναι ότι η εναλλαγή φέρνει στο προσκήνιο την ενδεχομενική φύση των κοινωνικών συνθηκών. Παρόλα αυτά, το τέχνασμα του λογικού σαδισμού αποδυναμώνει τον σαδισμό. Ακολουθεί το ευρέως διαδεδομένο τροπάριο, που προσφέρει η Tonya Pinkins, σε μια συνέντευξη με το καστ του Slave Play: «Οι άνθρωποι έχουν αυτή την παρανόηση σχετικά με το BDSM, καθώς νομίζουν ότι ο dom – δεν καταλαβαίνουν ότι ο dom είναι ο υπηρέτης … Αυτό που σημαίνει όταν είσαι dom είναι ότι πρέπει να κοιτάξεις το άλλο άτομο, τι ψάχνει, τι θέλει, και είσαι εκεί για να το παρέχεις» (Talks at Google, 2020). Ένας τέτοιος απενοχοποιημένος σαδισμός, ωστόσο, αρχίζει να ακούγεται σαν σοφιστεία. Ο λογικός σαδισμός δεν κάνει προσφορές πέρα από την ικανοποίηση, και εφόσον δεν κλιμακώνεται προς το αφόρητο, αλλά παραμένει εντός της στενής περιμέτρου της θετικής συναίνεσης του άλλου, παραιτείται από τη δυνατότητα να φτάσει σε καταστάσεις συγκλονισμού. Ούτε ο λογικός σαδισμός ούτε ο αντίστοιχος σαδιστικός δεν μπορούν να μας φέρουν κοντά στην κυρίαρχη εμπειρία: Αυτή είναι η αρμοδιότητα του απαιτητικού σαδισμού.

Workcamp

Όταν ήμουνα μικρός, ας πούμε 14, ξεκαλοκαιριάζαμε στο εξοχικό. Τρεις μήνες διακοπές καθότι οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι. Το σπίτι ήτανε τότε διακόσια μέτρα έξω από το χωριό, μόνο του. Ένα απόγευμα του Ιούνη, ήρθε ένα φορτηγό και άδειασε ένα βουνό από τσιμεντόλιθους στην άκρη από το οικόπεδο, θα χρησίμευσαν για να φτιάξουμε το βόθρο. Και να πώς φτιάχτηκε ο βόθρος.

Σύντομα, ένα ζεστό απογευματάκι του Ιούνη, μου ανακοινώθηκε από τους γονείς μου (τον πατέρα συγκεκριμένα) ότι δουλειά μου θα είναι να μετακινήσω με τα χέρια μου όλους αυτούς τους τσιμεντόλιθους από τη μία άκρη του οικοπέδου στην άλλη. Θα είναι όλο το καλοκαίρι μπροστά μου και όταν θα τελείωνα το Σεπτέμβρη θα είχα μπράτσα και θα ήμουν άντρας. Και κάθε απογευματάκι λοιπόν του Ιούνη, μα και του Ιούλη και του Αυγούστου, φορούσα κάτι χοντρά εργατικά γάντια και με τα παιδικά χεράκια μου, αδύνατα σαν καλαμάκια, εκτελούσα τη μεταφορά από το Α στο Β. Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι από το Β έπρεπε μετά να τα πάω στο Γ, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Οι γονείς κάθονταν στο μεγάλο μπαλκόνι από πάνω, έπιναν καφέ και σχολίαζαν το θέαμα με επιφωνήματα, παραινέσεις κλπ. Δεν καταλάβαινα γιατί τα τραβούσα όλα αυτά, το να αποκτήσω μπράτσα μου φαινόταν εύλογος λόγος, άλλωστε μου άρεσαν τα μπράτσα του μπαμπά μου και μου άρεσε η δύναμη που είχαν έτσι κάτω από το wife-beater αμάνικο, ήθελα πολύ να με αγκαλιάσει και να μου μιλήσει αντρικά «μη φοβάσαι, θα καθαρίσω εγώ και για τους δυο μας» κοντολογίς ένιωθα μια έλξη ερωτική.

Έτσι με πείσμα, με χειροκροτήματα, με παιδική λαχτάρα να αποδείξω πόσο καλός γιος είμαι, με το όνειρο των γονιών μου να έχω μπράτσα τον Σεπτέμβριο που έγινε και δικό μου όνειρο, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού. Και το βουνό από τσιμεντόλιθα έγινε ένας αστείος σωρός από είκοσι τούβλα, να δεις που τελείωσα και πριν από την ώρα μου. Τώρα όποιος έχει μείνει σε χωριό ξέρει ότι εκεί στα υπολείμματα, εκεί όπου μαζεύεις τις βρωμιές, εκεί μαζεύονται τα φίδια, τα ζουζούνια κι όλα τα μικρά τέρατα. Έτσι και σε μένα έτυχε να καταλάβω ότι ενοχλώ την ησυχία μιας τεράστιας τριχωτής αράχνης που είχε βρει καταφύγιο στη ρίζα του βουνού που είχα να μετακομίσω. Με έπιασε αηδία, δεν μπορούσα να χώσω τα χέρια μου στις τρύπες από τα τσιμεντόλιθα γιατί μπορεί να ήτανε μέσα, έλεγχα κάθε μου κίνηση, σκιαζόμουν με κάθε σκιά και αεράκι, δεν χούφτωνα τα τούβλα σωστά ίσως και λίγο γυναικωτά. Μου έπεσε κι ένα χάμω και έσπασε. Πριν το καταλάβω καλά καλά, ο πατέρας μου είχε κατέβει κάτω στο οικόπεδο και στεκόταν μπροστά μου. «Άχρηστε!» μου φώναζε. «Για τίποτα δεν είσαι, μια ζωή τα ίδια χάλια!». «Ναι, κρέμασε τα μούτρα σου πάλι!», «Ζώον!» Πούστη δε με φώναξε ποτέ, του το αναγνωρίζω. Κρατούσα πειθήνια το επόμενο τσιμεντόλιθο εκείνη την ώρα, με ή χωρίς αράχνη, και με όση δύναμη είχαν τα αδερφίστικα χεράκια μου, το σήκωσα στον αέρα και το πέταξα πάνω του. Έπεσε κάτω πλακωμένος στο στήθος κι εγώ ανέβηκα στο σπίτι ουρλιάζοντας. Έσπασα την πόρτα του δωματίου μου μπαίνοντας και έκατσα περιμένοντας. Περίμενα πάρα πολλή ώρα, αλλά δεν ήρθε ποτέ κανείς να με βρει, ούτε η μαμά μου ούτε ο μπαμπάς μου. Αργότερα, το βράδυ, η μαμά μου μου έκανε διπλή μερίδα πατάτες τηγανιτές και ένα αβγό μάτι από πάνω.

My Life as a Living Toilet

του Slava Mogutin

Όταν ήμουν παιδί, ευχόμουν να ήμουν το slaveboy ενός χαριτωμένου γιου στην ηλικία μου σε πλούσιους masters σκλάβων στην αρχαία Ρώμη. Η ζωή και το σώμα μου θα ήταν άρρηκτα δεμένα με τις διαθέσεις του. Θα κοιμόμουν ανάμεσα στα πόδια του σαν το σκυλί. Θα γινόμουν η ζωντανή τουαλέτα του και θα ξυπνούσα στο μέσον της νύχτας γιατί θα κατουρούσε μέσα στο στόμα μου αντί να τρέχει στη λεκάνη. Και όχι μόνο κάτουρα, με την ευκαιρία… Τα πρωινά θα τον ξυπνούσα προσκαλώντας το καυτό, δυνατό, σκληρό από τον ύπνο γκαβλί του μέσα στο μουνί που θα ήταν το στόμα μου. Δεν μπορούσα πια να επιβιώσω δίχως αυτό. Μου απαγόρευε να φοράω ρούχα και με τάιζε μόνο το σπέρμα και τα κόπρανά του. Τα έτρωγα και τα κατάπινα όλα, χωρίς να αφήνω υπολείμματα. Σύντομα συνήθισα σε αυτή τη δίαιτα και δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιο άλλο φαγητό. Δεν ήξερα τι να κάνω όταν είπε στους γονείς του ότι με είχε βαρεθεί κι ότι ήθελε έναν άλλο σκλάβο. Νομίζω θα μας σκότωνα και τους δυο, αρχίζοντας με αυτόν. Θα έχωνα το χέρι μου μέσα στον κώλο μέχρι τον αγκώνα, θα διέλυα και θα έσχιζα το εσωτερικό του και θα έτρωγα αυτά τα συστρεφόμενα σωθικά που φωνάζανε. Μετά θα πέθαινα από νοσταλγία και πείνα…

“35άρα, ανύπαντρη και ψυχονευρωτική”

Αμερική, δεκαετία του ’50. Τα πρώτα χάπια της ψυχιατρικής κάνουν την εμφάνισή τους. Αντιψυχωτικά, αργότερα τα αντικαταθλιπτικά και τέλος οι βενζοδιαζεπίνες (ηρεμιστικά). Ένα νέο κομμάτι της αγοράς είναι οι γυναίκες. Κλεισμένες στο σπίτι, πάντα σούπερ σύζυγοι, με τα απείθαρχα παιδιά και, βέβαια, “φτιάχνοντας ένα γλυκό για τον μπαμπά” – για να ξέρει ότι τον αγαπάμε. Η σκηνή από την ταινία “Οι Ώρες” όπου η νοικοκυρά αναδύεται σε μια σκηνή ονείρου μέσα σε μια θάλασσα από χάπια είναι ενδεικτική της νάρκωσης που υφίσταται ο μεσοαστικός γυναικείος πληθυσμός. Η μέρα μπορεί να ξεκινήσει με Valium (“η μικρή βοήθεια της μανούλας’) και να συνεχιστεί με άλλες αγωγές πειθάρχησης και ανταπόκρισης στο συζυγικό καθήκον.

Διασώσαμε εδώ διαφημίσεις της εποχής που απευθύνονται σε γυναίκες (ή σε άντρες που επιθυμούν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά της γυναίκας τους) από το Bonkers Institute for Nearly Genuine Research – μια μαχητική και ειρωνική σελίδα για την ψυχιατρική. Η σελίδα πλέον έχει καταργηθεί, όποτε οι διασωθείσες εικόνες αποκτούν μια ιστορική διάσταση αρχείου.