Ήταν εκεί 30 τραβεστί όλες κι όλες, μεγάλης ηλικίας οι περισσότερες. Η Τζένη, η Χαρούλα, η Ρομπέρτα, η Κοκάλω, η Σάσα, η Ζανέττα η Πατρινιά… Την διάβασαν σε ένα απόμερο εκκλησάκι του Τρίτου Νεκροταφείου, φαντάζομαι εκεί που πάνε οι παραμελημένοι.
Το φέρετρο είχε στηριχτεί σε ένα φθαρμένο κασόνι που πρόχειρα το κάλυπτε ένα κόκκινο ιερατικό σατέν, λερωμένο κι αυτό. Ο παππάς την αποκαλούσε σταθερά με το αντρικό της όνομα, βιαστικός. Δεν είχε έρθει κανένας συγγενής, κι έτσι στη θέση της πενθούσας οικογένειας κάθισαν δυο τραβεστί που έκλαιγαν σιγανά. Η νεότερη, άκουσα, της «είχε συμπαρασταθεί». Οι υπόλοιπες άναψαν κεριά και κοίταζαν το φέρετρο απορροφημένες στις σκέψεις.
Η Πάολα είπε δυο σοβαρά, δίκαια λόγια, δίκην επικηδείου:
«Έχασε κάποια στιγμή το δρόμο της η Αλόμα» είπε, «αλλά και ποιος δεν τον χάνει;» Η πομπή ήταν σύντομη, ανάμεσα σε χτυπητά μνήματα (σε κάποιο, δυο γαλάζια δελφίνια σχημάτιζαν αψίδα), και βρύσες. Κάποιος εργάτης πλενότανε, σήκωσε τα μάτια απορημένος και κοίταζε την παράξενη παρέλαση. Θάφτηκε σε ένα λάκκο -τον φτηνότερο. Δεν υπήρχαν λεφτά -τελευταία στιγμή ο Εθνικός Σταρ ανέλαβε να διευθετήσει μια κηδεία υποτυπώδη, για να μη πάει στα αζήτητα.
Έπεισε τους νεκροπομπούς να την υποβαστάξουν δωρεάν. Αν και η μικρή παρέα προερχόταν από το πιο ταλαιπωρημένο κομμάτι της κοινωνίας, δεν ένιωθες λύπηση. Υπερτερούσε ο θαυμασμός για όσους επιλέγουν μια δύσκολη ελευθερία.
Πηγή: www.lifo.gr
Την Μ.Παρασκευή έπαθα κάτι σωματικό που συνόδεψε μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Anyway, υπέφερα φριχτά όλο το βράδυ, έχασα μια φορά τις αισθήσεις μου και πίστευα ότι άμα υπάρχει δεύτερη φορά θα είναι και οριστική. Υπάρχει μόνο ένα αντικλείδι στον κόσμο για την πόρτα μου και η κάτοχος ήταν στη Γερμανία. Κι επίσης είναι σκάρτο. Στις 5 το πρωί ήμουν βέβαιος ότι έλεγα αντίο. Οι τελευταίες μου σκέψεις ήταν: αυτός δεν είναι ηρωικός θάνατος – θα με βρούνε μετά από πολλές μέρες και θα μου έχει φάει το πρόσωπο και το χέρι ο Σπίθας που θα πεινάει – κατάφερα να πάρω το κινητό, να κάνω log in στο Grindr και να το κρύψω στον κόρφο μου. Αλλά οι πραγματικά τελευταίες σκέψεις, όταν ήρθαν τα μεγάλα μεγάλα σκοτάδια ήταν #I JUST DON’T GIVE A FUCKING SHIT για τίποτα και για κανέναν σας. Πέθανα μέσα στα σκατά μου σε καθαρή, 100% pure μακαριότητα, ίσως παιδάκι να ήμουν έτσι, δεν θυμάμαι, δεν το έχω ξαναζήσει. Ξύπνησα πολλές ώρες αργότερα σε ένα δυσώδες περιβάλλον. Ο Σπίθας καθόταν ήρεμα στο πόδι μου και κάτι σκληρό και κρύο ήταν σαν μάρμαρο στο στήθος μου. Κατάλαβα ότι ήταν το γυάλινο smartphone και, εφόσον είχα αρκετές δυνάμεις, τσέκαρα αμέσως το Grindr. 0 new messages. Λογικό. Αυτά σαν λίγες σκέψεις για τους επικήδειους, ιδιαίτερα όταν περιέχουν φράσεις “πήρε το στραβό δρόμο”, “δυστυχώς…” και τα λοιπά. AS IF THE DEAD FUCKING CARE. Δυστυχώς, είμαι ακόμα ζωντανός, κι ακόμα μια μαλακισμένη μέρα ξεκινάει. Ας προσποιηθούμε τους ψόφιους, για μερικά ψίχουλα ελευθερίας.
Όλοι θα λευτερωθείτε… όλοι θα λευτερωθείτε…
…ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΓΛΥΤΩΣΕΙ
Pingback: Αλόμα: η τραβεστί-θρύλος | αθάνατη ελληνική λεβεντιά