“Μήπως είσαι πολύ καλά;” με ρώτησε ευθύς αμέσως όταν της είπα χαμογελώντας ότι “είμαι καλά”. Φοβόμουν πολύ το “δεν είμαι καλά”, το υγρό δράξιμο της κατάθλιψης, τη νεκρική όψη στο πρόσωπο. Τώρα έμαθα ότι πρέπει να φοβάμαι κι αν είμαι “πολύ καλά”. Το χέρι της όρισε με μια κίνηση στον αέρα μια νοητή, ισχνή γραμμούλα. Να! Εκεί πάνω πρέπει να στέκομαι, να προσέχω να μην πέσω, να έχω το νου μου να μην απογειωθώ. Μια λεπτή, κάτισχνη γραμμούλα όπως αυτή στο βιβλίο του Σαμαράκη: “Περπατάτε πάνω στη γραμμή που χάραξε για εσάς το κράτος. Μόνο τότε βρίσκεστε εν ασφαλεία”. Ντουζίνες από κλωστές με κρατάνε καρφωμένο πάνω στη λεπτή γραμμή. Τα ονόματά τους τα ξέρει μόνο αυτή, εγώ ξέρω ότι σέρνομαι σαν σκουλήκι πάνω στη γραμμή, καμπουριάζω, μαζεύομαι, τεντώνομαι, πάω παραπάνω, πάω παρακάτω. Που και παρακάτω που πάω το ίδιο είναι σε αυτόν τον μονοδιάστατο κόσμο – αλλά τουλάχιστον δείχνω ότι κινούμαι, ότι είμαι ζωντανός. Πίνω, τρώω, κατουράω, χέζω, αναπνέω, μετακινούμαι – Ω! Σίγουρα είμαι ζωντανός.
Είμαι ερωτευμένος με τα φάρμακά μου, τα νιώθω να γλιστρούν μέσα μου σαν χέλια, να με ηλεκτρίζουν και να μου προκαλούν τινάγματα σαν στον βάτραχο του Γκαλβάνι. “I want to take it easy” τους τραγουδώ πονεμένα Sex Gang Children, “ήρεμα θα ’ναι όλα” μου ανταπαντούν αυτά. Τυλίγομαι σε γάζες, ούτε πόνος, ούτε χαρά, “είσθε ευσυγκίνητος πολύ” μου είχε πει τότε αυτή, μα έλα που το ταχτοποιήσαμε κι αυτό. Είμαι ερωτευμένος με τα φάρμακά μου, τα πίνω με τη δέουσα ευλάβεια. Και τώρα έμαθα ότι μου το ανταποδίδουν: είμαι σωματικά εξαρτημένος στα Tavor 2,5 mg. Κοιτάζω το χλωμό φως που βγάζει η οθόνη του PC, εδώ πάνω, στον 6ο όροφο, εδώ ψηλά, εδώ που κάποιες φορές αρνείται να ανέβη το ασανσέρ, εδώ-τώρα σε μια λίμνη από ηλεκτρονικό φως και γύρω μου απέραντο σκοτάδι πληκτρολογώ: θα μπορούσα να είμαι και νεκρός. Θυμάμαι ακόμα να συσπάω τους μύες του προσώπου για να δείχνω ότι υπάρχει ένα ίχνος χαμόγελου, ένα πτώμα molto bello, ένα πτώμα tres jollie, ένα πτώμα magnifique, ένα πτώμα που καπνίζει. Και περιμένει. Να δει τι θα γίνει παρακάτω. Δεν έχει τέλος ο Γολγοθάς μου.
Να τι πρέπει να γίνει πριν γράψεις ένα βιβλίο για αυτό. Πρέπει να πάρεις έναν σουγιά και να πελεκάς το σώμα σου. Κομμάτια, φλούδες από ματωμένο κρέας πέφτουν χάμω και με το αίμα τους γράφεις τις επόμενες σελίδες. Έγραψα αυτό το βιβλίο γιατί αλλιώς θα μου έβγαινε από τα ρουθούνια. Πάντα εκκινώντας από τη τεντωμένη χορδή της νορμοθυμίας, παίζοντας μαζί της, τραντάζοντάς την άτεχνα πάνω κάτω, μαθαίνοντας να παίζεις απλές και οργισμένες πάνκ συγχορδίες, σέρνοντας την παλάμη σου πάνω της για να βγαίνει από τον ενισχυτή και τα ηχεία η ηλεκτρική κραυγή σου. Και κάθε μέρα να νιώθεις ότι λιώνεις, ότι πεθαίνεις όμορφα και αμίλητα.
Μεγάλη επιτυχία θα ήταν αν ήμουν ήδη νεκρός. Όμως είμαι εδώ και εδώ είναι και το βιβλίο που αγάπησα πολύ. Το βιβλίο που με αγάπησε πολύ και μου έκανε ένα απόκοσμο δώρο… Σας ακούω… Ακούω τι σκέπτεστε, το μονολογείτε, τι μουρμουρίζετε… Σας ακούω… Σας ακούω στο δρόμο, στο πάρκο, στο ασανσέρ, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σας ακούω ακόμα κι όταν δεν είστε εδώ, όταν είμαι μόνος μου. Και είναι φοβερό πώς η η κακία απλώνεται και κυματίζει σαν μαύρο μεταξωτό σεντόνι, μαζεύεται και ορμά πάνω μου. Θα ήθελα να μην ακούω τα λόγια που μου έμαθε αυτό το βιβλίο, τα λόγια που επαναλαμβάνουν όλοι: “Είσαι ένα κτήνος”. Μα τώρα, πάει, έφυγε, είναι μακριά από μένα. Το κακό κόπηκε σε εκατοντάδες κομματάκια, μπήκε σε φακέλους, μοιράστηκε, διαβάστηκε.
ΤΟ ΜΕΝΟΥ
Ανθρακικό λίθιο 1200 mg
Amisulpride 800 mg
Escitalopram 20 mg
Duloxetine 30 mg
Lamotrigine 150 mg
Lorazepam 2,5 mg (για τα βράδια…)
Walk across the garden
In the footsteps of my shadow
See the lights out
No one’s home
In amongst the statues
Stare at nothing in
The garden moves
Can you help me?
Close my eyes
And hold so tightly
Scared of what the morning brings
Waiting for tomorrow
Never comes
Deep inside
The empty feeling
All the night time leaves me
Three imaginary boys
Slipping through the door
Hear my heart beats in the hallway
Echoes
Round and round
Inside my head
Drifting up the stairs
I see the steps behind me
Disappearing
Can you help me?
Close my eyes
And hold so tightly
Scared of what the morning brings
Waiting for tomorrow
Never comes
Deep inside
The empty feeling
All the night time leaves me
Three imaginary boys sing in my
Sleep sweet child
The moon will change your mind
See the cracked reflection
Standing still
Before the bedroom mirror
Over my shoulder
But no one’s there
Whispers in the silence
Pressing close behind me
Pressing close behind
Can you help me?
Can you help me?
Can you help me?