queer
Leave a comment

Κωνσταντίνος / Παναγιώτης, 1994

Από το βιβλίο “Κωνσταντίνος”, του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, 1996

Όταν έρχεται ο Κωστής στο σπίτι, όποιος κι αν είναι πλάι στον Παναγιώτη – γιατί τώρα πάντα κάποιος είναι κοντά του στο δωμάτιο του αρρώστου –, σηκώνεται και πάει στην κουζίνα να τους αφήσει μόνους. Ο Παναγιώτης τους είναι σε καλά χέρια. Αισθάνονται την αγάπη, τη συγκίνηση πιο πολύ του Κωστή για τον πόνο του Παναγιώτη, την αφοσίωσή του σε κάθε πόνο. Ο θάνατος, λέει μέσα του τώρα ο Κωστής, αντικρύζοντας τον φίλο του στο κρεβάτι, που σε κάθε καινούρια επίσκεψη έχει κατρακυλήσει ακόμα λίγο στη σκάλα της απίσχνασης, ο θάνατος, αν θα έρθει, θα είναι από ασιτία. Του πάει πιο πολύ, είναι περισσότερο αυτοκτονία παρά νίκη μιας άρρωστης φθοράς. Η ηθελημένη ασιτία είναι άρνηση της ψυχής, ένας πόλεμος με περιφρόνηση. Ο Παναγιώτης κατρακυλάει χωρίς να πιάνεται από πουθενά. Ίσως δεν μπορεί να διανοηθεί το θάνατο. “Αν πίστευα”, λέει τώρα στον Κωστή, “θα προσευχόμουν, θα έκανα μάγια και τελετές”. Η Ευγενία επιμένει ήπια να τα κάνει κι ας μην τα πιστεύει. Αυτά τα πράγματα έχουν τη δική τους δύναμη. Ο Κωστής του λέει πως καταλαβαίνει, κι αυτή τους η συμφωνία είναι μια μικρή πίστη σε κάτι, κάτι που κάνει σήμερα τον Παναγιώτη να δεχτεί να πιεί ένα χυμό καρότο και να φάει λίγες βραστές πατάτες με φρέσκο μαϊντανό, λάδι και λεμόνι. Εκείνο που τρέμει είναι η εικόνα του να παλεύει με νύχια και με δόντια, η γελοιότητα της προσπάθειας να ζήσει. Ντρέπεται για την επιθυμία για ζωή και μέχρι πού μπορεί να τον σπρώξει. Θέλει να πρυτανεύει η λογική και αυτή λέει πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ενάντια σε μια τέτοια ανίατη αρρώστια. Αυτό του φέρνει τρόμο, αλλά κατά βάθος τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη και τον ξεκουράζει. Έτσι καταδικάζει τον εαυτό του σε θάνατο. Πεθαίνει με πείσμα. Η ασιτία είναι η επιβίωση του πεισματάρικου χαρακτήρα του, η αυτοκαταστροφική του λύσσα – η μόνη δυνατότητα που έχει να κάνει, έτσι καθηλωμένος στο κρεβάτι, το δικό του: δεν τρώω, άρα ακόμα υπάρχω. Ταυτόχρονα θέλει να ζήσει, κάτι μέσα του θέλει να ζήσει, χωρίς να πρέπει γι’ αυτό να πάρει καμία ευθύνη.

Με τον Κωστή θυμάται αυτό που ήτανε, θυμάται τα γέλια, την υπερβολή των αισθήσεων. Τη μανία για ακρότητες, μανία που φουντώνει για να δημιουργήσει υλικό για κατοπινές διηγήσεις. Περνάει πάντα ακόμα τον Κωστή από αυστηρή ανάκριση για να του πει αν γνώρισε κανέναν, πού, πώς, τι έκαναν, ποιος είναι. Κι αυτός, εδώ και λίγο καιρό, του διηγείται ελαφρά παραλλαγμένη την ιστορία με τον Κωνσταντίνο. Μη λέγοντάς του ποιος είναι, ανακατεύοντας στιγμιότυπα από μια άλλη παλιά περιπέτεια που ο Παναγιώτης δεν ήξερε. Το κάνει για τον Παναγιώτη, γιατί αυτό του δίνει ζωή, το κάνει και για τον ίδιο, γιατί θέλει απελπισμένα να μιλήσει γι’ αυτό. Ντρέπεται όμως να ομολογήσει πως έχει παθιαστεί μ’ αυτό τον άνθρωπο του πάρκου που οι άλλοι χρησιμοποίησαν μόνο ως σκεύος διαστροφών και τυχαίου ξεφαντώματος. Η αφήγηση φτιάχνει τη διάθεση του αρρώστου – είναι απογευματάκι και έχει ακόμα κάποιες δυνάμεις – κι απ’ την κουζίνα ακούνε με αγαλλίαση το παλιό γέλιο του παιδιού τους, τη γνωστή εκκωφαντική φωνή. Στο τέλος ανεβάζει πυρετό, αλλά ο Παναγιώτης είναι ικανοποιημένος σαν να έχει πάρει τη δόση του. Ο Κωστής τον βάζει κι αυτός να του πει κάτι απ’ την ιστορία με τον Κωνσταντίνο, την τελευταία του ιστορία, που δεν μπορεί να αξιωθεί το όνομα έρωτας, αλλά είναι η τελευταία και γι’ αυτό με κάποιο τρόπο σημαντική. Θα σου πω σήμερα την ιστορία με τις μπότες, λέει ο Παναγιώτης, λιγάκι σαν γέρος που δεν θυμάται πια τι έχει πει και πόσες φορές. Είναι όχι μια ιστορία μα ένα τους συναπάντημα με τον Κωνσταντίνο που χρησιμοποιείται σαν προσάναμμα σε άλλα περιστατικά και αφηγήσεις, περισσότερο σαν συμπλήρωμα παρά σαν αυτοτελής ιστορία η ίδια. Ο Κωστής μαζεύει τα κομμάτια και είναι σαν να είναι κι αυτός παρών στη σκηνή, συμπληρώνει.

Η ιστορία είναι η εξής: Κάνει κρύο και ακόμα κι όταν φτάνουν σπίτι, το δωμάτιο είναι πάγος, τα χνώτα τους, πλησιάζοντας, χτυπιούνται σαν σπαθιά. Αγγίζονται πάνω απ’ τα ρούχα κι η δυσκαμψία τους γίνεται χάδια σκληρά, ηχηρά, απ’ αυτά που θέλουν να δείξουν πως τους αρέσει να πληγώνουν. Να πληγώνουν γιατί κρυώνουν και πιστεύουν πως δεν αγαπιούνται, γιατί δεν έχουν συγχωρέσει ο ένας τον άλλο για κάτι που δεν έχει να κάνει με τους ίδιους και που ούτε θέλουν να ξέρουν τι είναι. Θέλουν να πονέσουν ο ένας τον άλλο για κάτι που δεν έχει να κάνει με τους ίδιους και που ούτε θέλουν να ξέρουν τι είναι. Θέλουν να πονέσουν ο ένας τον άλλο, ο Παναγιώτης θέλει να πονέσει τον Κωνσταντίνο, γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει, πονώντας τον εαυτό του και τιμωρώντας γι’ αυτό τον άλλο. Τον βάζει λοιπόν να γδυθεί μέσα στο κρύο δωμάτιο – ο πόθος, το να δηλώσουν περίτρανα και αδιάψευστα πως ο πόθος τους, ναι, αυτός υπάρχει, ερήμην της παγωνιάς, ένα ποθώ που αποδεικνύει την ίδια τους την ύπαρξη, ο πόθος τους δεν έχει αφήσει τον Παναγιώτη να ασχοληθεί με την περίπλοκη διαδικασία του ανάμματος της σόμπας πετρελαίου. Γιατί φοβάται το νεκρό χρόνο ανάμεσά τους όσο δεν θα αγγίζονται, φοβάται πως αυτό θα γεννήσει μικρόβια που θα γκρεμίσουν τον ετοιμόρροπο ζήλο τους και επίσης θέλει να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, να κάνουν ό,τι είναι να κάνουν, να φύγει ο άλλος να πάει σπίτι του, να μπορέσει να κοιμηθεί κι αυτός. Ένα απ’ τα καλά αυτού του Κωνσταντίνου είναι πως δεν περνάει ποτέ τα βράδια εκεί, πως δεν βλέπει κι αυτός την ώρα να του δίνει. Αν ασχοληθεί τώρα ν’ ανάψει τη σόμπα, ο κενός χρόνος ίσως υψώσει αναμεσά τους μια αναγκαστική οικειότητα, μια τριβή καθημερινότητας, που φοβάται μην τους κάνει ξαφνικά από μαχητές σκληρούς κάτι άλλο, μήπως κάμψει τη σκληρότητα – φιλική, είναι αλήθεια, μέσα στη σύμβασή της και την ακρίβεια των ρόλων – και τους κάνει κάτι σαν ομοίους, όντα που ανήκουν σε μια αμήχανη και ανόητη αδελφότητα. Δε χρειάζονται τη φωτιά. Η δική τους φλόγα τρέφεται μονάχα από τα ρούχα, τα μέλη, τον τρόπο και το τελετουργικό της συνάντησης, απ’ τις χειρονομίες, αντρικής συνωμοτικής σιγουριάς. Θα νικήσω κι εσύ θ’ αφεθείς να νικηθείς, το μόνο που θέλω να ξέρω είναι πως θα σου αρέσει κι εσένα και σ’ αυτό δεν θέλω να με διαψεύσεις. Τον κάνει να γδυθεί τελείως και να γονατίσει μπροστά του, ενώ ο ίδιος δεν βγάζει τίποτα. Ανοίγει μόνο κουμπιά, κατεβάζει φερμουάρ, μετακινεί μέλη. Πιάνει το κεφάλι του Κωνσταντίνου απ’ τους κροτάφους και το βάζει σε γωνίες με δικό του όρθιο σώμα. Ο Κωνσταντίνος ξετρυπώνει τα μέλη του Παναγιώτη, λύνει τις ζώνες. Τα χέρια στους κροτάφους, στ’ αυτιά που είναι πάντα σαν βρώμικα. Όταν κάποτε ο Παναγιώτης είναι κι αυτός γυμνός, φοράει ακόμα τις μπότες του, μυτερές, με πέταλα, με στολίδια μεταλλικά, αιχμηρά. Παρακινημένος απ’ τον Παναγιώτη, ο Κωνσταντίνος θα σκύψει το πρόσωπό του μέχρι ν’ αγγίξει τις μύτες, τις ασημένιες μύτες με τα χείλη, θα τις βάλει για μια στιγμή στο στόμα του κι ύστερα θα περάσει τη γλώσσα του βιαστικά, όχι προσπαθώντας να αποφύγει, αλλά σαν η συντομία να ήταν σ’ αυτή την περίπτωση μητέρα της ευχαρίστησης, και θα γλείψει όλη την επιφάνεια της μπότας. Ο Κωνσταντίνος μου γλύφει τις μπότες, ο Κωνσταντίνος είναι γονατιστός στα πόδια μου και μου γλύφει τις μπότες – αναπαριστά τη σκηνή σε λέξεις μες στο μυαλό του ο Παναγιώτης, σκυμμένος κι αυτός πάνω από τον Κωνσταντίνο, φράσεις του κατεβαίνουν και του στέλνουν το αίμα μ’ ένα τίναγμα ανάμεσα στα πόδια. Και όσο αίμα δε χωράει στο εντούτοις τεράστιο μέγεθός του, ανεβαίνει μεμιάς στο κεφάλι, του σφίγγει τον λαιμό, χτυπάει το σάλιο του σαν κύμα στα τοιχώματα του ουρανίσκου. Ξαπλώνουν, πισωπλατώντας ο Παναγιώτης προς το τεράστιο κρεβάτι, ακολουθώντας στα γόνατα ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να μη χάσει την επαφή του με το μέταλλο και το μαύρο σκασμένο δέρμα, σαν ένα τάμα που πρέπει να τηρηθεί με απόλυτη ακρίβεια, ξαπλώνουν και επιδίδονται σε μια σειρά ακροβατικής δεινότητας πράξεις που τους δίνουν την ικανοποίηση της πίστης ότι εκπληρώνουν τη φαντασίωση του άλλου και τη δική τους. Προσπαθώντας, αν μη τι άλλο, να μοιραστούν την ιδέα αυτού του μετ’ εμποδίων αισθησιασμού.

Φτάνουν στο τέλος ίσως λίγο πιο μακριά: στην αναγνώριση του ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο από αυτό. Συμφωνία που τους φέρνει ανακούφιση, κάτι σαν φιλικότητα, που όμως κανένας τους δεν ενδιαφέρεται να κάνει φιλία. Οι μπότες δεν βγήκαν ποτέ απ’ τα πόδια του Παναγιώτη εκείνο το βράδυ – τουλάχιστον όσο ήταν εκεί εκείνος τον οποίο ο Παναγιώτης θα περιέγραφε έκτοτε, απαντώντας στην ερώτηση για το πώς έμοιαζε αυτός ο εραστής, σαν έναν φαλακρούλη και παχουλό αλλά καλοδιατηρημένο σαραντάρη – και το πρωί χρειάστηκε να τις γυαλίσει, αφού πρώτα τις σκούπισε προσεκτικά. Οι μπότες ήταν αυτοί οι ίδιοι. Κοίλα αντικείμενα που κάθε θρησκευτικό τελετουργικό θα ζήλευε την ικανότητά τους να χωράνε τόση αίσθηση και πνεύμα.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.