Βλέπω έναν εφιάλτη.
Δύο αδελφές σιαμαίες κόβουν παπαρούνες μέσα σ’ ένα κατακόκκινο λιβάδι. Η μία κόβει λουλούδια για την άλλη, τα φουστάνια τους είναι κι αυτά κατακόκκινα, τρέχουν, είναι ιδρωμένες και γελάνε. Τα μαλλιά τους είναι κατάμαυρα, ανεμίζουν πάνω τους, είναι τόσο μακριά, που σκεπάζουν το λιβάδι και φτάνουν μέχρι τη θάλασσα.
“Θα ’θελες να ζεις χωρίς εμένα;” ρωτάει η μια την άλλη.
“Μα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Αν σε σκοτώσω, θα πεθάνω κι εγώ. Ενωμένες είμαστε δυνατές”.
“Η κάθε σου κίνηση μου προκαλεί πόνο”, λέει η άλλη. “Αλλά γι’ αυτό σ’ αγαπώ”.
Μέσα στο όνειρό μου σκέπτομαι: Μα δύο αδελφές σιαμαίες δεν μπορούν να τρέχουν μέσα στους κάμπους.
Γυρίζουν και με κοιτάνε.
“Λώρα, ποια από τις δυο μας προτιμάς; Ή μας αγαπάς το ίδιο; Εμείς σε λατρεύουμε κι οι δυο. Χωρίς εσένα δε ζούμε. Μας τρέφεις και μας διατηρείς ζωντανές”.
Εγώ απάντησα:
“Διπολικέ μου εραστή, ξάπλωσε στα πόδια μου να σε χαϊδέψω λίγο, δώσε μου τη Θεία Μανία του Διονύσου, ή την έσχατη κατάντια του πιο θλιμμένου θνητού, είμαι δικιά σου…”
“Δεν είμαστε εραστής, είμαστε γυναίκες!” φωνάζουν και οι δύο θυμωμένες. “Είμαστε μαινάδες, είμαστε ερωμένες” κι ανεμίσανε τα μαύρα τους μαλλιά, ο κάμπος σκοτείνιασε, τόσο μακριά ήταν τα μαλλιά τους.
Σηκώθηκα, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά.
“Φτερωτές θεές”, φώναξα, “πιάστε με στα νύχια σας και πάρτε με ψηλά, να δω τον Ήλιο και τη Σελήνη ν’ ανατέλλουνε συγχρόνως. Τι είναι ο θάνατος μπροστά στις ηδονές που θα μου δώσετε; Είμαι δικιά σας. Κι αν σας μισώ, είναι από έρωτα και μόνο. Κι ο τρόμος που μου προκαλείτε, πάλι από έρωτα είναι. Αν θέλετε το θάνατο, θανατώστε με σαν τα σκυλιά, ξέρετε εσείς. Μόνον πριν, δώστε μου λίγο χρόνο για να σας υμνήσω, να ζηλέψουν οι κοινοί θνητοί. Δώστε μου λίγο χρόνο, λίγο, σε σας θα τον αφιερώσω, όπως σας έχω χαρίσει κι όλα τ’ άλλα”.
Οι δύο αδελφές γελάνε, πλέκουνε ατέλειωτες κοτσίδες τα μαλλιά τους.
“Αδελφές του Σκότους, πάρτε με μαζί σας…”
“Γλυκιά μου θνητή, ζωντανή σε θέλουμε. Αν πεθάνεις, θα μας ξεφύγεις, και με τι θα παίζουμε όταν θα είσαι νεκρή; Κι εσύ είσαι από τις αγαπημένες μας, γιατί μας ξέρεις καλά και μας μάχεσαι. Και το θάνατό σου εμείς θα τον ορίσουμε, όταν θα έρθει η ώρα. Ούτε ο θάνατος σου πια δε σου ανήκει. Μικρή μας, αγαπημένη πολεμίστρια, πάψε να μας πολεμάς, αφού είμαστε μέσα σου, είμαστε εσύ. Τα φάρμακα που παίρνεις μας αρέσουν, μας κατευνάζουν κι εμάς λιγάκι, κάνουμε βάρδιες και κοιμόμαστε. Αλλά για να ξυπνήσουμε θηρία, πιο δυνατές, πιο σφριγηλές, έτοιμες πάλι για τρομερά παιχνίδια. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να τελειώνουμε; Εμείς θα ’μαστε δίπλα σου, οικείες, τρυφερές. Μη βασανίζεσαι πια, αφήσου σε μας…
”Σ’ τα έχουμε πάρει όλα. Θέλουμε όμως και τη ζωή σου…”
Ανάβουμε κάτι λεπτά, μακρόστενα πουράκια. Καπνίζουν νευρικά. Τα πουράκια μυρίζουν λιβάνι και γιασεμί. Είναι κόκκινα σαν τα φουστάνια τους.
Δε λένε τίποτα. Με κοιτάζουν με τα μαύρα αστραφτερά τους μάτια. Μέσα στο όνειρο νυχτώνει. Οι κόκκινες παπαρούνες, τα φουστάνια τους, γίνονται ένα με το χώμα.
“Κουράστηκα”, τους λέω. “Ελάτε να με πάρετε, κοιμίστε με βαθιά, να ξεμπερδεύω”.
Οι αδελφές σιαμαίες με πλησιάζουν. Μόλις πάνε να μ’ αγγίξουν, βγάζω μια κραυγή που ηχεί σ’ όλο τον κάμπο:
“Σας μισώ!”
Με το που το λέω, οι αδελφές γίνονται πιο αχνές, το κόκκινο χρώμα στα φουστάνια τους ξεθωριάζει. Το βλέμμα τους γίνεται ουδέτερο.
Ξυπνάω. Σηκώνομαι απότομα. Πάω στον καθρέφτη. Το πρόσωπό μου είναι σχισμένο στα δύο. Η μία του μεριά κλαίει σπαρακτικά. Η άλλη γελάει τόσο πολύ, που τα χείλη στην άκρη έχουνε ματώσει…
Μ.Κ.