Αγαπημένε μου φίλε, Μ.
Παρακολούθησα, όπως μου πρότεινες, τη σειρά «Μικρό Ταρανδάκι». Βασισμένος στα όσα άκουσα και διάβασα για τη σειρά αυτή, κυρίως εδώ μέσα στο Facebook, έχω να συνεισφέρω μια παρατήρηση: μου δίνεται η εντύπωση ότι οι τηλεθεατές της σειράς που απογοητεύτηκαν ή εξοργίστηκαν ελαφρώς είχαν την ανάγκη από ένα μανιχαϊστικό δίπολο απόλυτου «θύματος» και απόλυτου «θύτη». Ποιος είναι ο κακός και ποιος είναι ο καλός, όμως, σε αυτή την υπόθεση stalking ενός νέου άντρα από μια μεγαλύτερη γυναίκα;
Σίγουρα ανακουφιστήκαμε που λίγο πριν το τέλος φτάσαμε στη λύση – η stalker στη φυλακή και το θύμα ελεύθερο πλέον από τις παρενοχλήσεις. Είναι μόνο στα τελευταία λεπτά, εκεί όπου το θύμα ακούει ή ξανακούει τα δεκάδες μηνύματα που είχε λάβει, που αντιλαμβανόμαστε ότι ίσως θα είχε ενδιαφέρον, ίσως, πιο πολύ ενδιαφέρον, να ξαναεπισκεφτούμε την ίδια ιστορία αλλά από την πλευρά του θύτη.
Αυτό είναι κάτι που δεν συνηθίζεται στην εποχή μας. Όλο και περισσότερο, ο κόσμος, ο λαός, αδημονεί για νέα άμωμα θύματα και για νέους αποτρόπαιους θύτες. Συνελεύσεις, δημόσιες αντιπαραθέσεις, cancelling, δικαστήρια, βαριές ποινές: όλα συνηγορούν στο ό,τι ο θύτης θα εκμηδενιστεί ή πρέπει να κονιορτοποιηθεί εμπρός στην απαστράπτουσα άσπιλη αθωότητα του θύματος. Ζούμε σε μια εποχή πόλωσης κι αυτό μου φέρνει στο μυαλό άλλες εποχές, εποχές σιγής, όπου θύτης και θύμα ήταν περισσότερο περιπλεγμένοι ακόμα κι από όσο συνέβη στο «Μικρό Ταρανδάκι».
Για να μην μακρηγορώ, έχω πάλι μια ιστορία να πω από τα νιάτα μου, τότε που δεν υπήρχε ίντερνετ και κατ’ επέκταση λαϊκές ετυμηγορίες σχηματισμένες από διενέξεις σε obscure threads του Facebook.
Πρόκειται για την ιστορία ενός παντελονιού, του παντελονιού του γκόμενού μου εκείνο τον καιρό. Ήταν ένα ξασπρισμένο τζιν, κατά τη μόδα του ’80 και του ’90, που πάνω του ήταν ραμμένα πολλά πολύχρωμα κουρελάκια. Φαντάσου μια βαλίτσα που έχει ταξιδέψει παντού και φέρνει επάνω της βίζες και χρωματιστά αυτοκόλλητα από τα μέρη που έχει βρεθεί: Σάο Πάολο, Τζαμάικα, Μαλδίβες, Κανάρια Νησιά κ.ό.κ.
Σαν στιλιστική πρόταση το τζιν αυτό μου καθότανε στο λαιμό και δικαίως διαμαρτυρήθηκα διακριτικά όταν σε μια έξοδό μας πήγε, πάλι, να το φορέσει. Μου είπε «κάτσε λοιπόν κάτω», έκατσα λοιπόν κι εγώ και άκουσα την πραγματική ιστορία του παντελονιού αυτού.
Πριν μερικά χρόνια ο τότε γκόμενος μου Ν. και ο κολλητός του φίλος Θ. σεργιάνιζαν ένα βράδυ στην ύποπτη και τζιναβωτή περιοχή μεταξύ Σιδηροδρομικού Σταθμού και ενός ΚΤΕΛ στην Ξηροκρήνη που τώρα θα έχει βρει τη νέα του θέση στον τερματικό σταθμό «Μακεδονία».
Τους πλησίασε ένα αυτοκίνητο με δύο άντρες μέσα που πρότειναν στον Ν. να μπει μέσα. Υπήρχαν διάφορες φωνές που περιπλάκησαν εκείνη την ώρα. Η φωνή της γκάβλας που πρόσταζε το Ν. να προσφερθεί στους δύο άντρες, αλλά και η φωνή της λογικής από τον περπατημένο Θ. που φώναζε να μη μπει στο όχημα με δύο ξένους. Τέλος, η φωνή της λαγνείας από τους δύο συνεπιβάτες νίκησε, ο Ν. επιβιβάστηκε κι έφυγαν προς τα δυτικά.
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να διαπιστώσει ο Ν. ότι απομακρύνονται από κατοικημένες περιοχές, κατευθυνόμενοι προς τα βρόμικα, λασπωμένα χωράφια της παλιάς λαχαναγοράς. Σε ένα από αυτά τα χωράφια σταμάτησαν το αυτοκίνητο, άνοιξαν την πόρτα και πέταξαν έξω τον Ν. Μετά από αυτό άρχισαν να τον βρίζουν, να τον ξυλοκοπούν και να τον κλωτσούν αλύπητα. Ήταν στ’ αλήθεια μάταιο αυτό που έκανε ο Ν. μέσα στη λασπουριά – μιας και κανείς δεν ήταν τριγύρω – αλλά φώναξε «ΒΟΗΘΕΙΑ!» όσο πιο δυνατά μπορούσε. Έπιασε τόπο. Οι δύο δράστες επιβιβάστηκαν στο όχημα και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο στο σκοτάδι.
Ο Ν. ανέκτησε μετά από λεπτά κάποιες από τις δυνάμεις του και κατάφερε, λασπωμένος και ξυλοδαρμένος, να συρθεί στο σπίτι του – μισή ώρα με τρία τέταρτα μακριά, έμενε Κορδελιό. Περιποιήθηκε τα τραύματά του, το χτύπημένο μάτι και αφαίρεσε τον ρουχισμό του. Το τζιν ήταν σε άθλια κατάσταση. Οι κλωτσιές είχε τόση μανία ώστε είχαν σκίσει το σκληρό ντένιμ σε διάφορα σημεία. Κι επειδή δεν είχε χρήματα για άλλο παντελόνι, προχώρησε στην αναχρησιμοποίηση και ανακύκλωσή του ράβοντας πολύχρωμες στάμπες στα επίμαχα σημεία. Ένα παντελόνι ουράνιο τόξο, κερδισμένο με αληθινό κόπο.
Αγαπημένε μου Μ., κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει η ιστορία μου και να νιώσουμε μια πρώτη αγανάκτηση. Αλλά η βουβή κλιμάκωση βρίσκεται, πραγματικά, στο δεύτερο μέρος της.
Μία ή δύο βδομάδες μετά, φρεσκαρισμένος, ο Ν. ήταν ξανά στις επάλξεις και συγκεκριμένα καθόταν στο παγκάκι ενός σχετικού πάρκου με πολλές άλλες αδελφές. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι στο διπλανό παγκάκι αράζανε οι πρόσφατοι θύτες του. Έκανε το χέρι του γροθιά και πήγε να τους ζητήσει το λογαριασμό. Τον αποπήραν με γελάκια και απειλές. Καμία αδελφή δεν αντέδρασε, συμμετέχοντας έτσι συνωμοτικά, στη μαζική ταπείνωση, για μια ακόμα φορά, σύσσωμου του αδερφάτου από άτομα ύποπτων προθέσεων και σεξουαλικού προσανατολισμού.
Ήταν εκείνες τις μέρες που βρισκόμασταν ξαπλωμένοι γυμνοί στη μοκέτα και ακούγαμε ευλαβικά, με δάκρυα στα μάτια και μια εύλογη αγανάκτηση, τους Στέρεο Νόβα να τραγουδάνε «πες μου, ποιος έχει τη δύναμη; Αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει;»
Πολλά ερωτηματικά μαζεμένα, Μ., τόσα που θα έλεγα ότι τα 90s ήταν η εποχή γεμάτη από πικρά ερωτήματα μου μετουσιώναμε σιγά σιγά μέσα από τη δράση μας στο περιοδικό «Ο Πόθος» σε μια πιο συνειδητοποιημένη γκέι ταυτότητα.
Κι όμως, θλίβομαι, 30 χρόνια μετά που τα ερωτηματικά έχουν φθίνει και έχουν αντικατασταθεί με βεβαιότητες, με συνοπτικές λέξεις που όμως φέρουν τεράστιο βάρος πίσω τους ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να δει μέσα από αυτές: η επιζώσα, η κακοποιημένη, ο βιασμένος, η ομοφοβία, το «εγώ, αδερφή μου, σε πιστεύω» κ.λπ. Συμμετείχαμε κι εμείς ως «Πόθος» στη διάδοση τέτοιων όρων αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας το δίνω στην κουήρ-φεμινιστική θεωρία μέχρι πρόσφατα. Όροι που εν τέλει, μετά από αγώνες για την καθιέρωση τους (φανταστείτε, 30 χρόνια πριν δεν υπήρχε η λέξη «ομοφοβία») με οδηγούν στη σιωπηλή, προσεκτική και με φροντίδα – αλλά και μεγάλη περιέργεια – αποδόμησή τους.
Διότι, Μ. μου, ήταν ένα αγόρι, ένα αγόρι σαν κι εμένα στα νιάτα μου, που ισχυρίστηκε ότι επιβίωσε από απόπειρα βιασμού σε Pride Party, εννοώντας εν τέλει ότι κάποιος χούφτωσε με νόημα τον όμορφο κώλο του. Θυμάμαι κι εγώ στο καιρό μου, τότε που όπως σου έχω ξαναπεί ζουσα όλες τις περιπέτειες μου, κατέβαινα από ένα τρόλεϊ στην Αθήνα και μαζί μου κατέβηκε ένας καταιδρωμένος παπάς που είχε αρπάξει τον πούτσο μου πάνω από το τζιν σαν να ήθελε να τον πάρει μαζί του. Δεν υπήρχε αρμόδιο δικαστήριο, ούτε Facebook, για να διαμαρτυρηθώ για την κακοποίηση κι έτσι κοίταζα τη μαύρη φιγούρα να χάνεται με σπουδή στο πλήθος και έβαλα τα γέλια.
Αργότερα, με την παρέα μου από πιο μεγάλους γκέι, είπαμε αρκετές ιστορίες με παπάδες, ξέδωσα, γέλασα, έμαθα, έγινα πιο ψηλός και πιο ώριμος και πιο πονηρεμένος.
Για το «Ταρανδάκι» τώρα, Μ. μου, είναι μια ιστορία που μου θυμίζει αυτό το χάσμα γκέι γενεών από τα 90s κι από το σήμερα, «τα όνειρα σου κόκκινα, τα όνειρά μου άσπρα, ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ»… Είδα το «Ταρανδάκι» και ως άτομο με βαριά ψυχιατρική διάγνωση και μπορώ να πω ότι τους καταλαβαίνω και τους δυο σε αυτό το ταγκό που μπλέξανε. Δεν σηκώνω δάχτυλο να βρω τον φταίχτη, όπως δεν σηκώνω δάχτυλο να δείξω κανέναν φταίχτη και κανέναν αθώο στη γκέι φάση μας.
Ας πούμε απλά ότι η εποχή μας πάσχει από έλλειψη ιστορικότητας, δεν ξεπηδήσαμε από ένα τεράστιο αυγό κάπου εκεί στο 1ο Athens Pride, αλλά δυστυχώς έχουμε κοντή μνήμη και ακόμα πιο κοντή κρίση. Μια καλή ιδέα θα ήταν να ακούμε τα παραμυθάκια των μεγαλύτερων και να τα αξιολογούμε και να αυτοαξιολογούμαστε. Δεν έχω άλλο μέσο να δημοσιεύω τα δικά μου παραμύθια, παρά μόνο το μπλογκ που ξέρεις.
Σου τα στέλνω, όμως, πριν τα ανεβάσω γιατί έχω κι εγώ την ανάγκη να νιώθω ότι συνομιλώ ένας προς έναν με κάποιον που καταλαβαίνει. Καταλαβαίνεις;
Σε φιλώ στο στόμα, Μ., έχω κάνει αρκετά λάθη κι ελπίζω να κάνω κι άλλα τόσα. Μπορείς να βοηθήσεις.