Latest Posts

Ο Ντ. Χριστιανόπουλος στο Κράξιμο

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ανήκει στις μορφές και στα «είδη» των πνευματικών ανθρώπων που κι αν ακόμα διαφωνείς ή και δυσφορείς με τα τσουχτερά λεγόμενά τους ή αμφισβητείς ένα μέρος τους έργου τους, σου υποβάλλουν την εκτίμηση και το σεβασμό (Χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό γιατί η περίπτωση του Χριστιανόπουλου πιστεύουμε πως είναι μοναδική).

Ο Χριστιανόπουλος ό,τι έχει να πει το λέει στα ίσα, «ντεκλαρέ» (προσφιλής του έκφραση). Κι αυτή η ευθύτητά του έχει καταπολεμηθεί λυσσωδώς από δεκάδες μικρόψυχους και ανεγκέφαλους.

Ο Χριστιανόπουλος δεν αποζητάει τα εγκώμια κι ούτε τα χαρίζει εύκολα στους άλλους ο ίδιος. Είναι πρώτ’ απ’ όλα σκληρός με τον εαυτό του. Χρόνια τώρα, με το περιοδικό του, τη «Διαγώνιο», και τις εκδόσεις της, με την ομώνυμη γκαλερί του, με τις συμβουλές του και τις υποδείξεις του σε νέους λογοτέχνες, με τα σύντομα – συνήθως – ποιήματά του που κυκλοφορούν και θα κυκλοφορούν σαν εκρηκτικοί μηχανισμοί από στόμα σε στόμα, με τη γραφική του παρουσία στις «πιάτσες», με την καυστική γλώσσα της προσωπικής του Αλήθειας, με τη στωικότητά του, ο Χριστιανόπουλος έγινε σύμβολο της Θεσσαλονίκης, «εξωτικό πτηνό» για τους Αθηναίους, ήθος και ύφος που δεν έχει αντίστοιχό του.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο γραφειάκι του, που είναι συγχρόνως και γκαλερί – ένα μικρό πνευματικό τέμενος ηλικίας δεκαπέντε χρόνων, παράδοξα «στημένο» σ’ ένα απρόσωπο κέντρο δικηγορικών και άλλων γραφείων στο κέντρο της πόλης· παρόντες η Πάολα, ο Γιάννης Παλαμιώτης, μαζί και δυο νεαρότεροι φίλοι και συνεργάτες, ο Χρίστος Κυριαννάς και ο Βασίλης Λυμέρης.

Η κουβέντα ξεκίνησε φιλικά, εγκάρδια, χωρίς τρακ και παγωμένες ατμόσφαιρες. Ο Χριστιανόπουλος, πάντα χειμαρρώδης και λαλίστατος, απαντάει σε όλους με κέφι. Σιγά σιγά το ενδιαφέρον φούντωσε τόσο πολύ, που το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι της Πάολας ξεχάστηκε κλειστό. Όταν πια το θυμόμαστε έχουμε χάσει πολλά. Το ανοίγουμε – και ακούγεται ο ποιητής να απαντάει στο Γιάννη Παλαμιώτη για το αν και κατά πόσο είναι ηθικολόγος…

«Εάν η ποίησή μου ήταν συνειδητά ομοφυλόφιλη, θα απευθύνονταν σε μερικούς ανόητους ομοφυλόφιλους, που νομίζουν ότι πρέπει να γράφουμε αποκλειστικά για τις ιδιαιτερότητές μας, μ’ έναν τρόπο που να αρέσει μόνο σε μας».

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ναι, βλέπω ότι ελαφρώς ηθικολογώ πότε πότε. Πάντως αυτό δεν είναι εμφανές στα ποιήματά μου. Τα ποιήματά μου έχουν ένα αμφίδρομο πλέγμα ηθικολογίας και ανηθικολογίας.

Γιάννης Παλαμιώτης: Δηλαδή, τα ποιήματά σας είναι ανοικτά σε αναγνώσεις πολλαπλές και πολύτροπες;

Ντ.Χ.: Βέβαια! Δεν απευθύνομαι σ’ ένα μικρό κοινό. Μάλιστα μπορώ να σας πω, ότι, κατά τη γνώμη μου, οι άνθρωποι είναι τεσσάρων ειδών: οι «κανονικοί» άντρες, οι «κανονικές» γυναίκες, οι «μη κανονικοί» άντρες και οι «μη κανονικές γυναίκες». Τα ποιήματά μου απευθύνονται τουλάχιστον σε τρεις από τις τέσσερις αυτές ομάδες.

Γιάννης: Με το ίδιο πάθος;

Ντ. Χ.: Με το ίδιο πάθος, ναι. Βγάζω μόνο την πρώτη περίπτωση, αλλά για τις υπόλοιπες τρεις, είμαι σίγουρος. Αυτό σας το λέω για αστείο. Γιατί αν μιλούσαμε σοβαρά, θα έλεγα ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε σαν τα κλάσματα· διαφέρουμε ως προς τον αριθμητή, αλλά μοιάζουμε όλοι ως προς τον παρονομαστή. Επομένως, εάν εγώ υποφέρω επειδή δεν βρίσκω ερωτικό ταίρι κι εσύ πάσχεις από το στομάχι σου, το θέμα είναι ότι υποφέρουμε και οι δυο, έστω και από διαφορετική αιτία. Μας ενώνει και τους δυο ο κοινός πόνος. Δύο τόσο διαφορετικοί πόνοι μας φέρνουν στο ίδιο σημείο επαφής, δηλαδή στον κοινό παρονομαστή.

Γιάννης: Παρ’ όλα αυτά, έχω διαπιστώσει ότι κυρίως οι ομοφυλόφιλοι είναι αυτοί που τα ποιήματά σας τους πυροδοτούν ένα πάθος μεγαλύτερο. Δεν ξέρω τι γίνεται με τις άλλες κατηγορίες.

Πάολα: Κι όμως. Έχω δει στα μηνύματα του ΣΧΟΛΙΑΣΤΗ πολλά κορίτσια να γράφους στ’ αγόρια τους ή στους χαμένους εραστές τους, χρησιμοποιώντας στίχους όπως «όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι» ή «τις νύχτες που γυρνώ στη μοναξιά μου». Πολλές φορές. Πάντως κοπέλες τα γράφανε.

Ντ.Χ.: Πολλοί ομοφυλόφιλοι είναι οι χειρότεροι αναγνώστες μου. Κατ’ επανάληψη έχω πει ότι δεν κάνω ομοφυλόφιλη ποίηση και μερικοί νομίζουν ότι μασώ τα λόγια μου, ή υπαναχωρώ. Εγώ όμως ξέρω πολύ καλά τι λέω. Εάν η ποίησή μου ήταν συνειδητά ομοφυλόφιλη, θα απευθύνονταν σε μερικούς ανόητους ομοφυλόφιλους που νομίζουν ότι πρέπει να γράφουμε αποκλειστικά για τις ιδιαιτερότητές μας, μ’ έναν τρόπο που να αρέσει μόνο σε μας. Αυτό είναι άστοχο. Πάρτε σαν παράδειγμα τη διαφορά ανάμεσα στους χριστιανούς ποιητές και τους ποιητές των κατηχητικών σχολείων. Τα κατηχητικά έχουν ποιητές δικούς τους, που οι κατηχητικοί τους διαβάζουν κι ευχαριστούνται. Οι ίδιοι οι κατηχητικοί που ευχαριστούνται με το Βερίτη είναι ανίκανοι να ευχαριστηθούν με τον Παπατσώνη, που είναι χριστιανός, αλλά όχι του κατηχητικού. Με τον ίδιο τρόπο διαφέρουν και οι ομοφυλόφιλοι ποιητές από τους ποιητές που γράφουν για τους ομοφυλόφιλους. Εγώ παρομοιάζω την ποίησή μου μ’ ένα ποτάμι που, καθώς κυλάει ανάμεσα από διάφορα κοιτάσματα, παίρνει από το καθένα τα συστατικά του. Όταν αυτό το ποτάμι κυλάει κι από το ομοφυλόφιλο κοίτασμα, παίρνει κι από κει μερικά συστατικά. Λοιπόν, ένα μέρος της ποίησής μου είναι ομοφυλόφιλο, γιατί περνάει από το κοίτασμα αυτό· πολλά όμως μέρη της ποίησής μου περνούν και από άλλα κοιτάσματα. Να γιατί δεν κάνω ομοφυλόφιλη ποίηση, αλλά απλώς εκφράζω, θέλοντας και μη, ορισμένα ομοφυλόφιλα αισθήματα. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό να είμαι αγαπητός στους ομοφυλόφιλους που θέλουν να έχουν τους δικούς τους ποιητές. Έτσι λ.χ. κάποιο φυλλάδιο, το ΡΕΜΑΛΙ, μου έκανε κάποτε έναν πρόστυχο λίβελλο για το ποιηματάκι μου «ξέρω πενήντα αδερφές στο Βαρδάρη». Τότε κατάλαβα ότι το ποίημα αυτό ενοχλούσε μερικούς ομοφυλόφιλους, όπως ενδεχομένως τους ενοχλούσαν και ορισμένα άλλα. Με τον ίδιο τρόπο, μερικά ποιήματά μου ενοχλούν τους χριστιανούς, τους κομμουνιστές, τους εθνικιστές και διάφορους άλλους. Πάντως, στόχος μου δεν είναι να καλλιεργήσω ένα συγκεκριμένο είδος έκφρασης, για μια συγκεκριμένη ομάδα, ούτε το να αρέσω σε κάποιους, αλλά να εκφράσω τα βαθύτερα αισθήματά μου που θα αγγίξουν τα βαθύτερα αισθήματα των άλλων. Να γιατί σας είπα ότι οι χειρότεροι αναγνώστες μου είναι μερικοί ομοφυλόφιλοι, και μάλιστα οι συνειδητοποιημένοι, οι ιδεολόγοι, οι εντεταγμένοι σε ομάδες. Αυτοί που ξεχνούν ότι η ανθρώπινη μοίρα στηρίζεται κυρίως στον πόνο και στη μοναξιά και ότι όλα αυτά τα πάθη και οι αποκλίσεις είναι μια έκφραση του κοινού πόνου και της κοινής μοναξιάς.

Επιμένω με τη θεωρία του παρονομαστή. Θα με ρωτήσετε, βέβαια: Μα, αν επιδιώκεις τον παρονομαστή, γιατί μιλάς για τα εντελώς ιδιαίτερα; Μιλώ γιατί, αν δεν μιλήσουμε για τα πολύ ιδιαίτερα, θα πέσουμε στη λούμπα της γενίκευσης. Είναι εύκολο να πεις «αγάπη μου», αλλά θέλει κότσια να πεις «αγόρι μου». Το φύλο πρέπει να φανεί από την πρώτη στιγμή. Να παίζουμε με ανοιχτά χαρτιά. Αυτές οι ευκολίες του να αποκαλέσεις τον άλλον «αγάπη μου» και μέσα σ’ αυτή την άχρωμη αγάπη να χωρούν αρσενικά και θηλυκά δεν κάνουν για μένα.

Γιάννης: Το έκανε όμως ο Προυστ…

Ντ. Χ.: Ο Προυστ ήταν μεγάλος. Έχω την εντύπωση όμως, ότι αν ο Προυστ έχει πέσει λίγο μεταπολεμικά, είναι κι αυτό μια αιτία. Να μάθουμε λοιπόν να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.

Πάολα: Μόλις είχα διαβάσει τη συνέντευξή σας στον ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ και πέτυχα το ίδιο βράδυ τον Ταχτσή. Γυρνάω λοιπόν και του λέω: «Ο Χριστιανόπουλος, Κώστα μου, λέει ότι η ομοφυλοφιλία είναι καημός. Εσύ τι λες;» Με κοίταξε μ’ εκείνο το πικραμένο βλέμμα του και είπε: «Εμ, δεν είναι, βρε Πάολα, δεν είναι;» Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μετά από λίγες μέρες τον σκότωσαν! Εσείς πώς αντιμετωπίσατε αυτή σας την ανορθοδοξία;

Ντ. Χ.: Το 1950 δημοσίευσα την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΩΝ ΑΓΕΛΑΔΩΝ, σε ηλικία δεκαεννέα χρονώ. Ξέρετε τι ήταν αυτό; Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο τολμηρή πράξη ήταν. Προϋπήρξε μόνο ο Λαπαθιώτης το 1910 από πλευράς τόλμης. Έκτοτε επικράτησαν διάφοροι καθωσπρεπισμοί.

Χρίστος Κυριαννάς: Προϋπήρξε και ο Καβάφης.

Ντ. Χ.: Ο Καβάφης τα είπε μασημένα, και τα ξέρουμε τώρα εκ των υστέρων. Τα ποιήματά του κυκλοφορούσαν σε πολύ λίγους. Ο Λαπαθιώτης τα δημοσίευσε κανονικά. Το 1950 λοιπόν, τόλμησα να τα πω ντεκλαρέ. Δεν το ’κανα για να φανώ έξυπνος ή για να κερδίσω ένα κοινό που λαχταρούσε κάποιες αποκαλύψεις. Το ’κανα για έναν άλλο, βασικό λόγο: διότι η εξομολόγηση λυτρώνει. Τα ξέρασα όλα και αισθάνθηκα ανακουφισμένος.

Πάολα: Κι αυτό είναι πολύ πιο επαναστατικό από τα ομοφυλόφιλα κινήματα…

Ντ. Χ.: Βεβαίως, γιατί το έκανα μόνος μου και δεν στηριζόμουν πουθενά. Και ήξερα τι είχα να αντιμετωπίσω: γονείς, θείους, θείες που μου ’κλειναν πόρτες, που με βρίζαν.

Γιάννης: Δεν είμαι κι εγώ καθόλου υπέρ των κινημάτων αυτών. Αλλά ξέρω πως ανακουφίζουν κι αυτά με τον τρόπο τους το πολύ κόσμο, που δεν έχει επιχειρήματα και συμπαράσταση ν’ αντιμετωπίσει τις λοιδωρίες.

Ντ. Χ.: Εγώ θα χρησιμοποιήσω άλλη λέξη. Όχι «ανακουφίζουν» αλλά «ντοπάρουν». Κι αλίμονο σε κάποιους, όταν λείψουν τα ντοπαρίσματα. Είναι οι πιο θλιβερές υπάρξεις.

Γιάννης: Τα λέτε ίσως αυτά γιατί εσείς είστε ποιητής. Τα ομοφυλόφιλα κιμήματα όμως δίνουν δύναμη σε πολλούς ν’ αντικρούσουν με σθένος τους γονείς, τους θείους, τις θείες που αναφέρατε κι εσείς πριν. Τον κόσμο που επιτίθεται. Ακόμα, συντελούν σε μια ζωή κάπως πιο τακτοποιημένη, αποενοχοποιημένη και ασφαλή.

Ντ. Χ.: Δεν ξέρω. Νομίζω όμως ότι επόμενο βήμα μετά την τακτοποίηση είναι το ξεσάλωμα. Και πάρα πολύ σοβαρά φοβάμαι τα παιδιά που εν ονόματι του πάθους τους ξεσαλώνονται. Αν ξεσαλώνονται στα δεκατέσσερά τους, τι θα γίνει μετά; Τι στιρήγματα θα βρουν αργότερα, όταν θα έχει περάσει η μπογιά τους; Είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό. Ένα νέο παιδί πρέπει να περάσει από μεγάλες αγωνίες ολομόναχο, ανυπεράσπιστο, για να μπορέσει να βρει κάποιες δυνάμεις από μέσα του και να στηριχτεί στα πόδια του. Μετά, ας κάνει ό,τι θέλει.

Χρίστος: Όταν όμως έρχεται μια ανώτερη δύναμη, όπως το κράτος, να τους φράξει, μόνοι θα το αντιμετωπίσουν;

Ντ. Χ.: Εγώ έζησα μια ολόκληρη ζωή δίχως να υποστώ ούτε καν τη σκιά του κράτους.

Πάολα: Εμένα με λιανίσανε.

Ντ. Χ.: Τα θέλατε. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει στην περίπτωσή σας κρυφός μαζοχισμός. Έχω κάνει παρέα με πολλές τραβεστί στην Θεσσαλονίκη. Αυτές ήταν δύο ειδών: αυτές που προκαλούσαν κι αυτές που ήταν συμμαζεμένες. Οι συμμαζεμένες δεν έπαθαν τίποτα. Οι άλλες μόλις δουν μπασκίνα να περνάει, αρχίζουν να τον βρίζουν. Κι αυτός, στην αρχή θα κάνει ότι δεν τους ακούει, αλλά στο τέλος θα τους γραπώσει. Πιστεύω δηλαδή ότι είναι θέμα προσωπικής αντιμετώπισης. Μπορείς να ζήσεις χωρίς να χωθεί το κράτος στη ζωή σου. Ο νόμος στην Ελλάδα είναι πιο ελαστικός απ’ ό,τι σ’ άλλα μέρη. Μην προκαλείς τη δημόσια αιδώ και κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει. Αυτό το λέω γιατί κι εγώ όλη μου τη ζωή την έφαγα στο πεζοδρόμιο. Μα και στο πεζοδρόμιο κατάφερα να μην προκαλέσω ποτέ αυτό που λέγεται δημόσια αιδώ.

Χρίστος: Ναι, αλλά κάτω από το σκοτάδι.

Ντ. Χ.: Εμένα μου λες! Όταν η άλλη ξεβρακώνεται στη μέση της οδού Πολυτεχνείου και πέφτουν όλα τα φώτα των αυτοκινήτων πάνω της…

Πάολα: Είναι ακραίες περιπτώσεις. Είναι τραβεστί που έχουν ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας και νομίζουν ότι, άμα τα κάνουν αυτά, θα τους προσέξουν. Δεν είναι όλα τα τραβεστί έτσι. Πάντως, μια και το έφερε η κουβέντα, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι γνώμη έχετε για τον Ταχτσή;

Ντ. Χ.: Ο Ταχτσής δεν είναι σπουδαίος λογοτέχνης. Γιατί, δηλαδή, επειδή πέθανε τόσο τραγικά και επειδή ήταν ένας συμπαθής άνθρωπος, πρέπει να του δώσουμε τεράστιες διαστάσεις; Καταρχήν, είμαι ο πρώτος, νομίζω, που είχα γράψει επαινετική κριτική για το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ – αμέσως μόλις βγήκε. Παρόλο που ήμασταν τσακωμένοι. Ήμασταν μαλωμένοι από το ’56 και έκτοτε δεν φιλιωθήκαμε ποτέ. Ο Ταχτσής έγραψε ένα ωραίο βιβλίο· ένα πολύ ωραίο βιβλίο. Ζωντανός λαϊκός λόγος, ζουμερή λαϊκή ζωή. Βέβαια, για όσους ξέρουν τα μυστικά της τέχνης, είναι ωραίο μόνος προς τα τρία τέταρτα, στην αρχή. Προς το τέλος πέφτει. Δεν ξέρω αν τον βοήθησε το μαγνητόφωνο να καταγράψει αυτές τις λαϊκές αφηγήσεις της κυρά-Εκάβης. Ξέρω όμως ότι όλα τα υπόλοιπα βιβλία του είναι μέτρια. Μου θυμίζει τον Χάκκα. Κι ο Χάκκας έγραψε ένα ωραίο πεζό, το ΚΟΙΝΟΒΙΟ, δηλαδή ούτε πενήντα σελιδίτσες καλά καλά.

Βασίλης Λυμέρης: Μα κι ο Καβάφης έγραψε επίσης λίγα.

Ντ. Χ.: Δεν μιλάμε για ποσότητα μόνο. Είναι και η ποιότητα στη μέση. Ο Καβάφης είναι τεράστιος ποιητής. Οι διάφοροι Ταχτσήδες τι είναι; Πάντως, είναι προς τιμήν του ότι θα μείνει με ένα καλό βιβλίο. Οι πιο πολλοί λογοτέχνες μας δεν έχουν ούτε ένα καλό βιβλίο. Το ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ είναι καλό αλλά δεν μετράει – δεν μπορείς να διαβάζεις μια ζωή τα κουτσομπολιά της κυρά-Εκάβης…

Χρίστος: Είναι όμως και η Ελλάδα μέσα στο βιβλίο του…

Ντ. Χ.: Η Ελλάδα σε μια νέα έκδοση ηθογραφίας. Ο Ταχτσής βλέπει πολύ επιδερμικά τα πράγματα και σκαλώνει στις λαϊκές γραφικότητες.

Πάολα: Ξέρω την αγάπη σας για τον Λαπαθιώτη. Τα ΣΑΤΥΡΙΚΑ του τα έχετε διαβάσει;

Ντ. Χ.: Τα έχω διαβάσει και μάλιστα αρνήθηκα να τα εκδώσω όταν κάποιοι μου το πρότειναν. Είναι ποιήματα κάτω του μετρίου, ανάξια ενός Λαπαθιώτη. Αν είσαι αδελφή και ειρωνεύεσαι τις άλλες αδελφές, φτού σου! Πάντως, και διότι τα ποιήματα ήταν μέτρια, και διότι ήταν αχρεία, εγώ αρνήθηκα να τα εκδώσω. Έχει άλλα ποιήματα, εξαιρετικά.

Πάολα: Την ταινία για τη ζωή του την είδατε;

Γιάννης: Ο Χριστιανόπουλος δεν πάει σινεμά…

Ντ. Χ.: Δεν την είδα, διότι φοβήθηκα πως θα ήταν παρωδία. Δηλαδή δεν θα παρουσίαζε τον Λαπαθιώτη, αλλά κάποιον «τοιούτο» που έγραφε και ποιήματα. Αυτά τα πράγματα με εξοργίζουν πολύ.

Γιάννης: Θέλω να σας ρωτήσω κάτι άλλο. Βλέπω στα βιβλία που βγαίνουν από τη «Διαγώνιο» μια εμφανέστατη επίδραση των ποιημάτων σας στους φίλους σας.

Ντ. Χ.: Δυστυχώς, αυτό είναι πραγματικότητα. Πρέπει όμως να σου πω ότι εκείνοι που με μιμήθηκαν ήταν πολύ περισσότεροι. Στη «Διαγώνιο» μπήκε ένα μικρό μέρος· αυτό, στο οποίο δεν θα μπορούσα να πω όχι. Κλασική περίπτωση είναι ο Θεοδωρακόπουλος. Ο Θεοδωρακόπουλος είναι ένας ποιητής που εκτιμώ πολύ. Γι’ αυτό το λόγο, αν και με αντιγράφει, αναγκάστηκα να του δημοσιεύσω μερικά ωραία ποιήματά του, παρά τις ξένες επιδράσεις. Υπάρχουν όντως καμιά ντουζίνα ποιητές, οι οποίοι ξεκινούν από μένα, και που, παρά τις υποδείξεις μου, δεν θέλησαν ν’ αλλάξουν. Τυπική περίπτωση είναι η φίλη μου Θεοδώρα Ντάκου.

Γιάννης: Εννοείτε τη γνωστή αστρολόγο;…

Ντ. Χ.: Καλά, μόνο τις αστρολογίες της ξέρετε; (γέλια). Είναι καλό ταλέντο. Κι αν δεν της πέταξα ποιήματα! Κράτησα μόνο τα λιγότερο χριστιανοπουλικά. Δεν ήταν δυνατόν να αντιδράσω σε όλους αυτούς. Ήταν δυνατό να αντιδράσω μόνο συμβουλευτικά. Έτσι, νομίζω ότι είμαι εντάξει με τον εαυτό μου. Δεν ζήτησα ούτε οπαδούς, ούτε ακολούθους. Τους βοήθησα στα πρώτα και βασικά βήματά τους. Μετά τους άφησα να δουν ότι με τη μίμηση θα φαν τα μούτρα τους.

Γιάννης: Κάποιοι θα μπορούσαν πάντως να πουν ότι ευθύνεστε. Ότι αφήσατε να δημοσιευτούν αυτά επίτηδες, για να φανεί η καλύτερη ποιότητα των δικών σας…

Ντ.Χ.: Όποιος δεν ξέρει…

Πάολα: Αγαπήσατε γυναίκες στη ζωή σας;

Ντ. Χ.: Γιατί χρειάζεται ν’ αγαπούμε και γυναίκες; Αστεία ερώτηση.

Πάολα: Σαν ινδάλματα…

Ντ. Χ.: Εγώ λάτρεψα πάρα πολύ τη Σαπφώ. Είναι η μεγαλύτερη ερωτική ποιήτρια του κόσμου. Αγάπησα επίσης τις ερωτικές ποιήτριες Έντνα Σαιντ-Βίνσεντ Μίλλαιυ και Αχμάτοβα. Επίσης στα νιάτα μου είχα εντυπωσιαστεί για ένα διάστημα από την Ιταλίδα ηθοποιό Συλβάνα Μάγκανο, που έπαιξε το 1948 στο «Πικρό ρύζι» και που είχε ελληνικό τίτλο «Πόθοι στους βάλτους». Αυτό το έργο με συγκλόνισε· το είδα έντεκα φορές. Σημαντική πνευματική σχέση στη ζωή μου ήταν και η εφηβική φιλία μου με την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Από τις συνεργάτριές μου στη «Διαγώνιο», οπωσδήποτε η Θεοδώρα Ντάκου υπήρξε η σπουδαιότερη και θεωρώ θλιβερό το γεγονός ότι εγκατέλειψε πρώτα τη Θεσσαλονίκη και μετά την ποίηση. Αν προσθέσουμε βέβαια και τη μητέρα μου, που θα ’πρεπε να την αναφέρω πρώτη πρώτη και που με επηρέασε πάρα πολύ, βγαίνουν έξι-επτά γυναίκες στη ζωή μου;

Πάολα: Αν ζούσατε Αθήνα, πού θα θέλατε να μένατε; Πού θα περνούσατε τις ώρες σας τα βράδια;

Ντ. Χ.: Πρώτα πρώτα δοξάζω τον Πανάγαθο που με φώτισε ώστε να μη θελήσω να κατέβω ποτέ στην Αθήνα. Προτίμησα να θαφτώ εδώ. Φυσικά, ακόμα και πεθαμένος δεν θα πήγαινα. Οι έξι φορές που κατέβηκα ήταν για μία ή δύο ημέρες. Ένας μήνας, που έζησα ως φαντάρος μέσα στην Αθήνα, υπήρξε ο χειρότερος μήνας της ζωής μου – άλλωστε το πλήρωσα με μια φοβερή αδενοπάθεια.

Χρίστος: Ο χαρακτηρισμός «ερωτική πόλη» για τη Θεσσαλονίκη είναι δικός σας;

Ντ. Χ.: Εγώ ανέκαθεν αντέδρασα γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό. Είναι, νομίζω του Κωστή Μοσκώφ.

Πάολα: Είναι ερωτική μάλλον για τους Αθηναίους που έρχονται εδώ…

Ντ. Χ.: Όλοι οι Αθηναίοι είναι ερωτευμένοι, όπως όλοι όσοι κάθονται στα μέγαρα τους αρέσει να φωτογραφίζουν τις γραφικές παράγκες. Εσείς μάλιστα γράψατε και δυο ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη, μόνο που αυτά που λέτε μέσα στα ποιηματά σας θα μπορούσαν να είχαν συμβεί οπουδήποτε. Θα μπορούσατε να την είχατε βρει και άσχημη, όπως και είναι. Εγώ δεν της βρίσκω καμιά ομορφιά. Άλλωστε για ομορφιά θα μιλήσουμε ή για χώρο ζωής; Διανοηθήκατε να ρωτήσετε ποτέ ένα δέντρο αν του αρέσει το περιβάλλον όπου φύτρωσε; Το μόνο που κάνει το δέντρο είναι να ομορφαίνει το περιβάλλον του: να λουλουδίζει και να χαρίζει πλούσια σκιά. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι ωραία πόλη και λυπούμαι γι’ αυτές τις σαχλές μυθολογίες. Είναι άσχημη πόλη από πλευράς στοιχειώδους ομορφιάς και κακή πόλη από πλευράς χαρακτήρων. Έχει όλα τα κόμπλεξ της επαρχίας και της συνοικίας. Τι να κάνουμε; Έγώ πάντως αισθάνομαι σαν το δέντρο. Δεν μιλάω για το χώρο, αλλά για το πόσο εγώ μπορώ να τον ομορφαίνω.

Πάολα: Τα τελευταία δύο χρόνια η ζωή στα πάρκα έχει αλλάξει. Πριν τέσσερα-πέντε χρόνια τα πάρκα ήταν φίσκα από αγόρια.

Ντ. Χ.: Από χρόνο σε χρόνο η ποιότητα ζωής χειροτερεύει. Αυτό είναι το θέμα της ποιητικής μου συλλογής «Νεκρή Πιάτσα», που είναι ολόκληρη γραμμένη σε αυτό το μοτίβο. Αλλά προσέξτε· γι’ αυτή τη «νεκρή πιάτσα» δεν φταίει η ίδια η πόλη. Φταίει το σύνολο πολλών κοινωνικών παραγόντων, κι αυτό ισχύει και για άλλες πόλεις. Καταρχή υπάρχει μια ευμάρεια, που ερημώνει τις ερωτικές πιάτσες. Υπάρχει μια μετατόπιση του στρατού στα νησιά. Και οι έξυπνοι, βέβαια, μπορούν να κάνουν εκδρομές στη Λήμνο. Εμείς οι φουκαράδες όμως που δεν μπορούμε, καθόμαστε εδώ και κλαίμε τη μοίρα μας. Κατόπιν υπάρχει ένα ερωτικό άνοιγμα από τις γυναίκες. Οι γυναίκες πριν είκοσι χρόνια ήταν πιο συμμαζεμένες – τώρα πια έχουν ξεσαλωθεί. Οποιοσδήποτε μπορεί οπουδήποτε να βρει θηλυκό, ενώ κάποτε έπρεπε να ψάχνει με πολλή αγωνία σε σινεμάδες και στέκια. Υπάρχουν λοιπόν πολλοί λόγοι, κοινωνικοί, για τους οποίους δε φταίει η Θεσσαλονίκη. Πάντως το θέμα είναι ότι ερήμωσε ο τόπος. Και έρχονται και κάτι κουτορνίθια από την Αθήνα, που νομίζουν ότι εδώ είναι το μέλι και το γάλα, και τους λέω «είστε με τα σωστά σας; Τρέξτε κι εσείς στη Λήμνο κι αφήστε μας ήσυχους στη στεναχώρια μας» (γέλια).

Χρίστος: Απ’ όλα αυτά που λέτε, καταλαβαίνω ότι για σας η ομοφυλοφιλία είναι η «παραδοσιακή» παθητική σεξουαλική δραστηριότητα.

Ντ. Χ.: Δεν υπάρχει ενεργητική ομοφυλοφιλία στους άντρες. Αυτό είναι μύθος. Ούτε μ’ ενδιαφέρει η διαβάθμιση από τον καθαρό άντρα μέχρι τα ψευτοαντράκια. Εγώ μόλις μυριστώ ότι κάποιο αντράκι πάσχει από έλλειψη ανδρισμού, στρίβω. Και, τέλος πάντων, τι σας ενδιαφέρουν οι θεωρίες; Εμένα δε μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα προβλήματα.

Χρίστος: Μα, μ’ ενδιαφέρει γιατί δεν είναι δυνατόν μια ζωή οι ομοφυλόφιλοι να ζουν δαχτυλοδειχτούμενοι με το καρναβάλι της «αδελφής» από τη μια μεριά και τη χυδαιολογία περί «πούστηδων» από την άλλη.

Ντ. Χ.: Δε συμφωνώ καθόλου. Εγώ μια ολόκληρη ζωή είμαι στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα κάνω και τη ζωούλα μου.

Πάολα: Είναι, νομίζω, θέμα βαθμού προσωπικότητας η περιθωριοποίηση.

Ντ. Χ.: Είναι πολλά πράγματα. Πάντως νομίζω ότι όποιος μπορεί να παλεύει με τα πάθη του, αυτός δεν θα καταντήσει ποτέ στο περιθώριο.

Χρίστος: Οπότε, τι γνώμη έχετε για τους ομοφυλόφιλους δεσμούς κατά τα δυτικά πρότυπα;

Ντ. Χ.: Αυτοί οι δεσμοί πολύ μου τη δίνουν. Και δυστυχώς αυτό θα είναι το μέλλον. Άμα και οι δύο έχουν μέσα τους το μικρόβιο, τι σόι έρωτας θα γίνει; Όταν ο ένας παίζει το ρόλο κλειδιού, κι ο άλλος το ρόλο κλειδαριάς, πώς θα γίνει η σχέση με δυο κλειδιά ή με δυο κλειδαριές; Δεν μπορώ να καταλάβω. Εγώ είμαι παλιός και δεν αλλάζω με τίποτα. Εσάς σας χαρίζω σε όλους τους πιθανούς και απίθανους συνδυασμούς και σε όλα τα φρούτα, που μας έρχονται από την Αμερική. Μαζί με τις μερέντες και τις κοκακόλες μας ήρθαν τώρα και τα φλωράκια που το κάνουν μεταξύ τους. Αυτά τα λέω στη «Νεκρή Πιάτσα». Τι θλιβερό! Αυτό θα είναι, δυστυχώς, το μέλλον της ανωμαλίας.

Πάολα: Γιατί χρησιμοποιείτε τον όρο «ανωμαλία»;

Ντ. Χ.: Εσείς χρησιμοποιείστε όποιον όρο θέλετε. Για μένα ο σοβαρότερος όρος είναι η «σεξουαλική διαστροφή». Κι ας μην το θέλουν οι μοντέρνοι, κι ας ενοχλούνται τρομερά. Είναι μια διαστροφή.

Χρίστος: Βαριά κουβέντα…

Ντ. Χ.: Όλοι οι νέοι τη θεωρείτε βαριά κουβέντα. Κι όμως, αυτή είναι η κυριολεξία. Επειδή δεν το αντέχεις το μουρουνόλαδο, παίρνεις και μια κουταλιά ζάχαρη από πάνω και βολεύεσαι. Αλλά το μουρουνόλαδο δεν πάει να βρωμάει. Εγώ δεν προσπαθώ να εκφράσω τα νέα παιδιά, αλλά τον εαυτό μου. Αν ο εαυτός μου προσφέρει κάποιες δυνατότητες κατανόησης για τους νέους, καλά. Διαφορετικά, προτιμώ το αντίθετο· να βρεθεί κάποια κατανόηση απ’ τους νέους. Δυστυχώς, οι πιο πολλοί νέοι θέλουν χαϊδέματα. Με χαϊδέματα όμως δεν χτίζεται ζωή και κανένας δεν έχει αντιληφθεί ότι η ζωή είναι αγώνας. Ιδίως οι νέοι ούτε κατά διάνοια φαντάζομαι ότι θα χρειαστεί να αγωνιστούν. Νομίζουν ότι όλα θα ’ρθουν εύκολα, θέλουν χαϊδάκια, γλυκά λογάκια, και γι’ αυτό στο τέλος λυγίζουν οι πιο πολλοί από τις κατραπακιές της ζωής.

Πάολα: Τι σας θλίβει περισσότερο σήμερα; Η Ελλάδα σας θλίβει;

Ντ. Χ.: Αν όλα παν’ κατά διαόλου σήμερα, ας μην ξεχνούμε ότι μπορεί να υπάρχουν και μερικά πράγματα που εξακολουθούν να μας συγκινούν, λ.χ. ένα ποιηματάκι ή αυτή η δεκαοχτούρα που έρχεται κάθε μέρα στο παραθυρό μου και μου κάνει παρέα. Η ζωή είναι τόσο ανεξάντλητη στο να μας δίνει λογιώ λογιώ συγκινήσεις. Πολλές φορές συγκινήσεις υπό μορφή υποκατάστατου· δεν έχεις ερωτική συγκίνηση; Θα σου δώσει μια άλλη συγκίνηση. Μονάχα στις εφημερίδες και το ραδιόφωνο δε βρίσκω καμιά συγκίνηση.

Πάολα: Κι όμως αναπτύξατε μεγάλη δημοσιότητα από τις εφημερίδες…

Ντ. Χ.: Ναι, είναι πολύ θλιβερό. Κάθε δυο και τρεις, συνέντευξη. Οι καμιά δεκαριά συνεντεύξεις που είδατε πέρυσι ήταν κατά κανόνα σε πρόσωπα φιλικά, στα οποία δεν μπορούσα να αρνηθώ. Οι συνεντεύξεις είναι μάστιγα, και κάνουν κακό. Μας αναγκάζουν πιο πολύ να μιλούμε και λιγότερο να δημιουργούμε, και συνηθίζουν τους αναγνώστες να διαβάζουν πιο πολύ τα κους-κους και λιγότερο τα γραφτά μας.

Πάολα: Την επίθεση του Γεωργουσόπουλου πώς την εξηγείτε;

Ντ. Χ.: Ο κύριος αυτός παριστάνει και τον ποιητή με το ψευδώνυμο Μύρης. Κάποτε μου έστειλε μια ποιητική συλλογή που ήταν εντελώς απαράδεκτη. Του το ’γραψα, και φαίνεται ότι μου το κράτησε. Κατάλαβα όμως περί τίνος πρόκειται, όταν είδα μια τραγωδία που είχε κατασκευάσει με συρραφές αποσπασμάτων από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Λεγόταν, νομίζω, «Ο Κύκλος των Ατρειδών». Ο Γεωργουσόπουλος έκανε το κολλάζ αυτό, που ήτανε όχι μόνο εξάμβλωμα, αλλά κάτι χειρότερο: ανοσιούργημα. Τότε κατάλαβα ότι αυτός που τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο, πρέπει να είναι ακαταλόγιστος. Όταν έγραψε αυτά που έγραψε για μένα, δεν παραξενεύτηκα. Οι «Ατρείδες» του ήταν μεγαλύτερη αχρειότητα από αυτή που έδειξε απέναντί μου. Δεν έβριζε ουσιαστικά εμένα, αλλά μια ομάδα ανθρώπων και αναρωτιέμαι για πιο λόγο; Τι του φταίξανε; Γιατί αναζωπύρωσε τις κοινωνικές προκαταλήψεις; Στο κάτω-κάτω αν έσφαλα, το σφάλμα ήταν δικό μου και κανενός άλλου. Πρόκειται πάντως για ένα μηδενικό, και τα μηδενικά, όταν καταλαβαίνουν ότι έχασαν το παιχνίδι, κάνουν πολλά τέτοια.

Πάολα: Τα πιο αγαπημένα σας ποιήματα ποια είναι;

Ντ. Χ.: Εγώ αγαπώ πολλά ποιήματα, θα σας αναφέρω όμως μόνο ένα. Λέγεται «Στο Φάληρο» και είναι της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Η Παπαδάκη ήταν μια ποιήτρια του μεσοπολέμου, όχι τίποτα σπουδαίο. Στο ποίημά της λοιπόν αυτό, που μάλιστα είναι σονέτο, η Παπαδάκη μιλάει για ένα ζευγάρι που πηγαίνει κάποιο σούρουπο στο Φάληρο να κάνει έρωτα – το Φάληρο, βέβαια, του 1930 που ήταν ακόμα μια ερημιά κατάλληλη για ερωτικές τσαϊράδες. Είχε βγει εν τω μεταξύ και λίγη ψύχρα. Εκεί ήταν κι ένα άλλο ζευγάρι. Φαίνεται όμως ότι το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά. Και λέει ο νεαρός: «Αισθάνομαι λίγη ψύχρα, δεν πάμε να φύγουμε;» Και φύγανε. Το άλλο όμως ζευγάρι έμεινε. Γιατί το άλλο ζευγάρι αισθανόταν μόνο τον έρωτα και διόλου την ψύχρα. Είχα πει κάποτε, ότι αν ήταν να μετρήσουμε του μεγάλους μας ή του καλούς μας ποιητές, δεν θα τους βγάζαμε ούτε σαράντα. Κι όμως, ας μη βιαστούμε να απογοητευτούμε: μπορεί να υπάρχουν λίγοι καλοί ποιητές, αλλά υπάρχουν πολλά ωραία ποιήματα – αρκεί να είμαστε σε θέση να τα ανακαλύψουμε.

Γιάννης: Το σωστό ένστικτο ή η διαίσθησή σας, που έχω ακούσει κάποτε να επικαλείστε, σας βοηθάει στις επιλογές σας;

Ντ. Χ.: Έχω μεγάλη διαίσθηση όχι μόνο για τα γραφτά αλλά και για τους ανθρώπους. Δεν έπεσα σχεδόν ποτέ έξω στο να επισημαίνω τα ταλέντα ή τις κάλπικες δεκάρες.

Πάολα: Σας κατηγορούν για στριφνό. Έχετε πολλές αντιπάθειες…

Ντ. Χ.: Είμαι ευτυχής γι’ αυτό! Αν είχα μόνο συμπάθειες, δεν θα ένιωθα καλά, γιατί οι άνθρωποι που μας συμπαθούν, μπορεί να μας πουλούν και αγάπη. Οι άνθρωποι όμως που μας βρίζουν είναι πιο ειλικρινείς απέναντί μας. Πάντως ξεκίνησα με πάρα πολλές αντιπάθειες και τερματίζω με πάρα πολλές συμπάθειες. Μη μου πείτε ότι αυτό δεν είναι συγκινητικό…

Πάολα: Στα αγάλματα, ξέρετε, μπορεί να δει κανείς γκράφιτι με στίχους σας όπως «τα πρόβατα απήργησαν, ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής».

Ντ. Χ.: Αυτό έχει γραφτεί σ’ όλα τα ντουβάρια (γέλια). Έχει γίνει σλόγκαν. Το χρησιμοποίησαν σε πανό και στη Θεσσαλονίκη. Είναι παράξενο το πόσο αγαπήθηκε αυτό το δίστιχο. Και λέω παράξενο, γιατί αν συνειδητοποιήσει κανείς το νόημα αυτού του ποιήματος, θα πάψει να είναι επαναστάτης, θα πάψει να πηγαίνει σε διαδηλώσεις, θα πάψει να κρατάει πανό.

Πάολα: Πώς περνάτε τώρα τη ζωή σας;

Ντ. Χ.: Ξεκίνησα πάρα πολύ άσχημα, με πολλές δυσκολίες, και σιγά σιγά όλα μου ’ρχονται καλά. Ιδίως μετά το θάνατο της μητέρας μου το ’81 μπορώ να πω πως είμαι πιο ήσυχος. Ζω ολομόναχος σε μια λαϊκή γειτονιά, σ’ ένα σπίτι χωρίς τηλέφωνο. Εκεί δεν με επισκέπτεται σχεδόν κανείς, γιατί όλοι με επισκέπτονται εδώ στο γραφείο. Έτσι ζω σε μια γαλήνη και γι’ αυτό μπορώ και δουλεύω. Δουλεύω από τις εφτά το πρωί μέχρι τις εφτά το βράδυ, οπότε έρχομαι εδώ. Εδώ με επισκέπτονται πολλοί φίλοι: λογοτέχνες, καλλιτέχνες, επιστήμονες. Αυτοί μου δίνουν πολλή χαρά, όσο κι αν καμιά φορά με κουράζουν. Υπάρχει και κάποιο αίσθημα που με αποζημιώνει κάπως, ύστερα από εννέα αποτυχημένους και δραματικούς έρωτες. Παράλληλα, εξακολουθώ να είμαι ακόμη αρκετά δημιουργικός. Εκεί όπου νόμιζα ότι στέρεψε η πηγή, βλέπω ότι ευτυχώς εξακολουθεί να αναβλύζει.

Χρίστος: Επαγγελματικά, τι ακριβώς κάνετε;

Ντ. Χ.: Αναλαμβάνω συγγράμματα διαφόρων επιστημόνων και τα διορθώνω ως χειρόγραφα και ως τυπογραφικά δοκίμια. Είμαι δηλαδή διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων. Δόξα τω Θεώ, βγάζω τόσα λεφτά για να ζω μετρημένα και να μένουν και λίγα στην πάντα για την έκδοση των βιβλίων μου. Γιατί, όπως θα ξέρετε, τα βιβλία μου τα τυπώνω με δικά μου έξοδα κι έχω τυπώσει ως τώρα καμιά εξηνταριά βιβλία και ετοιμάζω άλλα δέκα. Θέλω να πω ότι αυτή την ισορροπία που ζω τώρα και που είναι τόσο δημιουργική, δεν την έζησα ποτέ άλλοτε. Είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί αυτή η ηρεμία και αυτή η τάξη δεν είναι αποτέλεσμα συμβιβασμών. Είναι η προσπάθεια να χτίσω τη ζωή μου όπως τη θέλω, και ύστερα από απερίγραπτες δυσκολίες τα κατάφερα.

Χρίστος: Δεν είναι λυπηρό που χρειάστηκαν τόσα χρόνια;

Ντ. Χ.: Καθόλου. Κάθε τι που αναλώνεται, γίνεται δύναμη και ενέργεια ζωής. Αυτό το λέει πολύ ωραία το ευαγγέλιο. Το σιτάρι, αν δεν το θάψεις μέσα στη γη για να σαπίσει, δε δίνει καρπό. Μια ολόκληρη ζωή το σιτάρι μου σάπισε, και τώρα βγάζει καρπούς στο εκατονταπλάσιο. Όλες οι αγωνίες, οι αποτυχίες, οι διαψεύσεις, όλα τα χαστούκια μιας ζωής, έγιναν τελικά δύναμη. Μου δίδαξαν πως τίποτα δεν πάει χαμένο.

Πάολα: Δεν δίνετε, λέτε, εύκολα συνεντεύξεις. Στο «Κράξιμο», που είναι και ομοφυλόφιλο περιοδικό, πώς δεχτήκατε;

Ντ. Χ.: Εκτιμώ το «Κράξιμο» επειδή είναι προσπάθεια ενός ατόμου και όχι ενός σωματείου. Επιμένω σ’ αυτό. Όταν ένας άνθρωπος παλεύει ολομόναχος για κάτι, είτε είναι το πιστεύω του, είτε είναι το πάθος του, αυτό μου αρέσει πολύ. Βέβαια, άλλα κείμενα στο «Κράξιμο» μ’ αρέσουν κι άλλα όχι. Με ενοχλούν μερικά σχόλια, και μερικές γυμνές φωτογραφίες. Το περιοδικό δεν πρέπει να γίνει υποκατάστατο ενός πορνοφυλλαδίου. Πρέπει να κρατάει τη σοβαρότητά του. Πάντως, παρ’ όλες τις ατέλειές του, εύχομαι να εξακολουθήσει να βγαίνει και να είναι πάντα το περιοδικό της Πάολας και όχι κανενός αδελφάτου.

Χρίστος: Η μοναξιά του ηλικιωμένου ομοφυλόφιλου δε μοιάζει να έχει αντίκρισμα σε σας.

Ντ. Χ.: Έβλεπα παλαιότερα στο πάρκο κάτι γριές αδερφές. Τι θλιβερό θέαμα! Θυμάμαι το Μπωντλαίρ που μιλάει για δυο ξοφλημένες γριές πουτάνες, που κάθονται έξω από την πόρτα του σπιτιού τους και προσπαθούν να θυμηθούν τα νιάτα τους και μέσα από αυτές τις αναμνήσεις να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή. Την ίδια θλιβερή εντύπωση μου έκαναν και κάτι αδελφές εβδομήντα χρονών που γυρνούσαν στο πάρκο. Αντίθετα, άμα έχεις μέσα σου τσαγανό, η ηλικία δεν επηρεάζει. Εγώ νιώθω τόσο ζωντανός, που και να γεράσω θα εξακολουθώ να είμαι όπως τώρα. Βέβαια, είχα ανέκαθεν πολύ καλή υγεία. Αλλά δεν είναι μόνο θέμα σωματικής υγείας. Είναι και το πόση δύναμη, κουράγιο και ψυχικά εφόδια έχει κανείς στη ζωή του. Αποδείχτηκε με πολλούς αυτό που σας είπα στην αρχή. Στα νιάτα τους είχαν ντοπαριστεί με διάφορα συνθήματα και ιδέες και μετά, όταν ξόφλησαν, έγιναν αυτές οι περιφερόμενες κατάρες. Σημασία έχει κατά πόσο μπόρεσες στα νιάτα σου να βάλεις γερά θεμέλια. Και κατά πόσο κρατάς ρεζέρβα την αντοχή σου. Αν κουτουρντίσεις απ’ τα δεκατέσσερά σου, στα εικοσιτέσσερα θα έχεις βγει μπιελάρ. Εγώ έβαλα βάσεις. Το ότι δεν έγινα, ας πούμε, καθηγητής, δεν είναι τυχαίο. Το ότι δεν παντρεύτηκα, δεν είναι τυχαίο. Πόσους δεν ξέρω κρυπτοομοφυλόφιλους, που παντρεύτηκαν για να ρίξουν στάχτη στα μάτια της κοινωνίας.

Πάολα: Συμφωνώ μαζί σας, αλλά ας πούμε ότι ήταν δικαίωμα επιλογής σας…

Ντ. Χ.: Σίγουρα ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει την επιλογή του, μα όταν η επιλογή του είναι σκάρτη, τότε τι γίνεται; Όταν μιλούμε για επιλογές, είναι σαν να αναζητούμε συγχωροχάρτια. Όμως, τι καθόμαστε και συζητούμε για επιλογές, όταν υπάρχουν πολύ σπουδαιότερα πράγματα να συζητήσουμε…

Πάολα: Σαν τι;

Ντ. Χ.: Μα, εγώ περίμενα να με ρωτήσετε για το Aids.

Πάολα: Μάλλον έχετε δίκιο – μας διέφυγε. Δε το σκεφτήκαμε.

Ντ. Χ.: Θέλω να σας πω τη γνώμη μου για το Aids, που το θεωρώ ένα μεγάλο ψέμα. Έχω συζητήσει το θέμα με πολλούς γιατρούς. Είναι και αυτοί, οι πιο πολλοί, χεσμένοι· τρομοκρατημένοι μέχρι τα μπούνια. Κανείς όμως απ’ όσους συζήτησα, πλην ενός ειδικού, δεν έτυχε να δει ποτέ έστω και μια περίπτωση Aids. Ό,τι ξέρουν το διάβασαν από δω κι από κει· τίποτα δεν είδαν. Ο ειδικός που συζήτησα, και ήταν ο μόνος που είδε, είχε δει δυο περιπτώσεις όλες κι όλες στη ζωή του. Εγώ όμως, πριν ακόμα συζητήσω, ήμουν σίγουρος πως δεν υπάρχει Aids. Κι ας με πουν παλαβό. Ξέρετε ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να μπορέσει να αντιμετωπίσει όλες τις ομάδες των πάρκων που δεν αντιμετωπίζονται ούτε με μπασκίνες, ούτε με επιχειρήσεις αρετής, ούτε με κουακέρους, ούτε με πάστορες και εκκλησίες, ούτε με τίποτα, κατάλαβε ότι το μόνο όπλο είναι η τρομοκρατία. Και μέσω του αμερικάνικου υπουργείου δημόσιας υγιεινής εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία τρομοκράτησης των πάντων, προβάλλοντας σαν μπαμπούλα μια από τις πιο σπάνιες ασθένειες στον κόσμο. Αυτή λοιπόν την πολύ σπάνια αρρώστια την εμφάνισε ως πολύ συνηθισμένη, ως πολύ διαδεδομένη και ότι από αυτή κινδυνεύουν οι πάντες ανά πάσα στιγμή. Φυσικά, οι πάντες είναι οι ανήθικοι και οι ανεξέλεγκτοι, γιατί όσοι πηγαίνουν μόνο με τη γυναικούλα τους δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Μ’ αυτό τον τρόπο τρομοκράτησε όλο τον κόσμο, γιατί όλοι τρέμουν για τη ζωούλα τους. Σίγουρα σκέφτηκαν ότι μέχρι να αντιδράσει το ένστικτο του τρομοκρατημένου, θα περάσουν τέσσερα-πέντε χρόνια με ησυχία. Θυμούμαι τι τρομοκρατία είχε επικρατήσει και παλαιότερα με το φιλί. Κάποιοι επιστήμονες είχαν ανακαλύψει ότι με κάθε φιλί μεταδίδονται πέντε εκατομμύρια μικρόβια. Διαδόθηκε έτσι μια λαϊκή υποχονδρία: «Φιλιά δε θέλω!». Δεν υπάρχει αηδιαστικότερο πράγμα από το να χώσεις ανάμεσα σε δυο κορμιά το φόβο. Έχω μια σκηνή στο βιβλίο μου «Οι Ρεμπέτες του Ντουνιά», όπου στο βαρδάρι, μόλις πέσει λίγο χιόνι, τα τεκνά εξαφανίζονται. Αυτά είναι τα σπουδαία αντράκια! Ενώ οι αδελφές, εκεί! Σούζα! Αυτοί που την κλάνουν για λίγο χιονάκι, δεν θα την κλάσουν με το πρώτο Aids για τη ζωούλα τους; Κι έτσι οι Ενωμένες Πολιτείες, αφού μας πάσαραν τα μπλουτζήν, την κόκα κόλα, τη μερέντα, το μπέιμπυ-λίνο, μας πασάρουν τώρα και το φόβο. Τρομερό πράγμα! Και είναι τρομερό γιατί κραδαίνουν μια ασθένεια σπανιότατη η οποία έχει χιλιάδες θύματα κι εκατομμύρια φορείς. Λοιπόν, σας το λέω καθαρά: Κάντε έρωτα και μη φοβάστε τίποτα. Κάτω τα προφυλακτικά! Και μόνο η ύπαρξη αυτού του αηδιαστικού πράγματος καταστρέφει τις αισθήσεις και τη γλύκα της σωστής επαφής. Το πόσο ο κόσμος φοβάται με το παραμικρό, το διαπίστωσα και το 1978 με τους σεισμούς. Είδα τότε τους ανθρώπους μιας ολόκληρης πόλης κατουρημένους απ’ το φόβο τους. Πώς είναι δυνατό να νεκρωθεί μια πόλη εξαιτίας ενός φόβου; Ε, λοιπόν, τη νέκρωση που κυριάρχησε για τέσσερις μήνες στη Θεσσαλονίκη με το σεισμό, την ίδια νέκρωση τη βλέπω και τώρα με το Aids. Και είναι τραγικό αν σκεφτεί κανεί ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τον έρωτα στο φόβο.

Χρίστος: Τον έρωτα όχι, αλλά και τη ζωή;

Ντ. Χ.: Σκεφτήκατε ποτέ τι είναι ηρωισμός; Όταν ένας στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο σκοτώνεται θεληματικά, για να υπερασπίσει την ελευθερία και την πατρίδα, έχει ένα ιδανικό μέσα του: την ελευθερία και την πατρίδα. Αλλά μήπως και ο έρωτας δεν είναι ένα μεγάλο ιδανικό; Για έναν σωστό έρωτα, δεν αξίζει να πεθάνουμε; Και τι θα γίνει αν κατουριόμαστε για μια ζωή γεμάτη φόβο και συμβιβασμό; Είναι ζωή αυτή; Μα θα μου πείτε: αυτά τα λες γιατί πρόλαβες και έζησες. Κι όμως τα ίδια θα έλεγα και νέος, γιατί εγώ έχω ιδανικά μέσα μου, την ποίηση και τον έρωτα, και τα ιδανικά αυτά δεν εννοώ να τα προδώσω με τίποτα. Ακόμη κι αν η άποψή μου για το Aids δεν είναι απόλυτα σωστή, η αντιμετώπισή μου γι’ αυτό το θέμα, νομίζω ότι είναι. Χαρά σ’ όποιον θέλει να μ’ ακούσει. Εάν το Aids είναι ικανό να πεθάνει τον έρωτα, προτιμώ να πεθάνω από Aids για τον έρωτα!

Η συνέντεξη δημοσιεύτηκε στο Κράξιμο το ’80.

Η νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας στην Κύπρο

Δημοσιεύτηκε στην γκέι εφημερίδα των 90s “ο πόθος”

Το 1993 εκδικάστηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων η υπόθεση «Α. Μοδινός εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας», με θέμα την άρση της απαγόρευσης της ανδρικής ομοφυλοφιλίας στην Κύπρο. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν πως η απαγόρευση — τιμωρούμενη με μέχρι πέντε χρόνια φυλάκισης — βρισκόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Η κυπριακή κυβέρνηση αντέδρασε στέλνοντας μια πρόταση νομιμοποίησης της ομοφυλοφιλίας μεταξύ συναινούντων ενηλίκων και ο γενικός εισαγγελέας κ. Αλέκος Μαρκίδης παρότρυνε τους βουλευτές να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι η Κύπρος πρέπει να ακολουθήσει την απόφαση του Δικαστηρίου. Αντιμετωπίζοντας όμως την κατακραυγή της πανίσχυρης Ορθόδοξης Εκκλησίας και των παραθρησκευτικών οργανώσεων, η συντριπτικά ανδροκρατούμενη προηγούμενη βουλή ακολούθησε τον εύκολο δρόμο: έπνιξε το ζήτημα σε ένα λαβύρινθο επιτροπών και γραφειοκρατίας.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε και, ξαφνικά, στα τέλη Απριλίου, ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων, κ. Παναγιώτης Δημητρίου, έστειλε μια επιστολή στον πρόεδρο της Βουλής Σπύρο Κυπριανού, όπου του εξηγούσε πως πρέπει τελικά να πάρουν την απόφαση τα πολιτικά κόμματα — το πολύ μέχρι την επόμενη εβδομάδα! Η αιτία αυτής της ξαφνικής βιασύνης κάθε άλλο παρά καλοπροαίρετη ήταν. Η Κύπρος περιφρονώντας συστηματικά επί τρία χρόνια την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έθεσε εαυτή σε δεινή θέση όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το θέμα έφτασε στο Υπουργικό Συμβούλιο της ΕΕ — που προειδοποίησε την Κύπρο ότι θα θέσει το ζήτημα στην ατζέντα της επόμενης συζήτησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν η χώρα δεν συμμορφωθεί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Ισως όμως να μην ήταν ούτε οι παρατηρήσεις της ΕΕ, ούτε η διεθνής αναξιοπιστία της χώρας — η οποία, ενώ διαμαρτύρεται διακαώς για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων από την Τουρκία, αρνείται η ίδια να τακτοποιήσει τα του οίκου της — που δημιούργησαν αυτό το κλίμα επίσπευσης. Στο ίδιο Δικαστήριο και με τον ίδιο δικηγόρο, τον κ. Αχιλλέα Δημητριάδη, εκδικάστηκε μια άλλη ιστορική υπόθεση — που σε αντίθεση με την προηγούμενη, δέχτηκε θερμής προβολής από τα ελληνικά μέσα. Πρόκειται για την υπόθεση της Τιτίνας Λοϊζίδου, πρόσφυγα από την Κερύνεια, στην οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αποζημίωσης από τον Τούρκο εισβολέα. Μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν έχει αψηφήσει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οπότε και οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης άρνησης της Κύπρου είναι άγνωστες. Είναι πάντως βέβαιο ότι η απόφαση υπέρ της Τιτίνας Λοϊζίδου τίθεται σε κίνδυνο.

Με τα μηνύματα να έρχονται σωρηδόν από το εξωτερικό — όπως αυτό του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι περίμενε αρκετά και δεν θα ανεχτεί πλέον άλλη καθυστέρηση ή αυτό της Διεθνούς Αμνηστίας ότι θα θεωρεί οποιονδήποτε φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της ομοφυλοφιλίας του φυλακισμένο συνείδησης — το νομοσχέδιο αποποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας έφτασε επιτέλους στο Κοινοβούλιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε το μένος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, που κατακεραύνωσε το νομοσχέδιο μέσα από εγκύκλιο που διαβάστηκε την Κυριακή στις εκκλησίες. Παράλληλα, πολλές θρησκευτικές οργανώσεις, σε συνεργασία με άλλα αντιδραστικά σωματεία, όπως ο Σύνδεσμος Πολυτέκνων, προχώρησαν σε διαδηλώσεις πρωτοφανούς φανατισμού.

Η πρώτη διαδήλωση έγινε στις αρχές του Μάη έξω από το κοινοβούλιο και περιελάμβανε περίπου 100 μοναχούς, ιερείς και υποστηρικτές τους. Ανάμεσα σε πλακάτ που έγραφαν συνθήματα όπως «όχι στη σοδομία» και «ομοφυλοφιλία — μιζέρια, ενοχή, AIDS» οι ιερείς και οι οπαδοί τους απέκλεισαν την είσοδο της Βουλής για μια περίπου ώρα και απείλησαν ότι θα επιστρέψουν δριμύτεροι την άλλη εβδομάδα. Πραγματικά, η «Πανκυπριακή Επιτροπή Δράσης Κατά της Αποποινικοποίησης της Ομοφυλοφιλίας» κάλεσε τους πολίτες να διαδηλώσουν ενάντια στα

δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τα οποία η Εκκλησία χαρακτήρισε «αντίθετα στη θρησκεία, τις αξίες και τις παραδόσεις μας». Στις 15 Μαΐου, η Επιτροπή είχε κανονίσει να μεταφέρει με πούλμαν στη Λευκωσία διαδηλωτές από όλη την Κύπρο — Λάρνακα, Λεμεσό, Πάφο — στη μεγάλη διαδήλωση μπροστά στη Βουλή, η οποία θα συζητούσε το νομοσχέδιο εκείνο το απόγευμα. Τελικά συγκεντρώθηκαν 1000 και πλέον άτομα, που έλπιζαν ότι θα είχαν την ευκαιρία να κράξουν βουλευτές που θα ψήφιζαν υπέρ. Απογοητεύτηκαν όμως, μιας και το ζήτημα δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ηταν η δεύτερη εβδομάδα αναβολής της συζήτησης, σε μια προσπάθεια να καταφέρουν οι βουλευτές να πάρουν επιτέλους μια απόφαση.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το νομοσχέδιο θα συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία. Όλοι οι βουλευτές του ΔΗ.ΚΟ (το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα του Σπύρου Κυπριανού, με 10 έδρες) και αρκετοί βουλευτές τουΔΗ.ΣΥ. (Δημοκρατικός Συναγερμός) έχουν δηλώσει ότι θα είναι εναντίον. Από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα Α.Κ.Ε.Λ. (Κομμουνιστικό κόμμα, Δημήτρης Χριστοφιάς) και Ε.Δ.Ε.Κ. (Σοσιαλιστικό, Βάσος Λυσσαρίδης) αμφιταλαντεύονται. οι μόνοι που υποστηρίζουν ανοιχτά την αποποινικοποίηση είναι οι Ενωμένοι Δημοκράτες του Γιώργου Βασιλείου (με 2 έδρες, επί συνόλου 56 εδρών).

«Αν θέλεις να ξαναγίνεις πρόεδρος, μην ψηφίσεις το νόμο», προειδοποίησε διαδηλωτής τον πρώην πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια του δεύτερου συλλαλητηρίου. Η εικόνα του χώρου έξω από τη Βουλή την ημέρα εκείνη θα μπορούσε να αποκαλεστεί θλιβερά γελοία, αν δεν επρόκειτο για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Εν μέσω κλίματος φανατισμού, που είχαν καλλιεργήσει πληρωμένες καταχωρίσεις θρησκευτικών οργανώσεων στον τοπικό τύπο, τα 1000 περίπου άτομα επιδόθηκαν σε ένα σόου μισαλλοδοξίας και σκοταδισμού. Ενώ τα πλήθη ούρλιαζαν ενάντια σε όσους βουλευτές αντιπαθούσαν και χειροκροτούσαν αυτούς που συμπαθούσαν, o Λουκάς Παναγιώτου, από τον εκκλησιαστικό σταθμό «Λόγος», σκλήριζε μέσω ενός μεγαφώνου, εξηγώντας ότι «αν η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιηθεί, θα είναι μια τραγωδία για όλους μας.» Μια γυναίκα φώναζε «Είμαστε Κύπριοι — όχι Αμερικάνοι», ενώ παπάδες με επιβλητικές γενειάδες σκαρφάλωναν σε εξέδρες και έδιναν πύρινους λόγους, κηρύττοντας τα κακά που θα φέρει η αποποινικοποίηση. Τελικά, μια αντιπροσωπία ιερέων έγινε δεκτή στη Βουλή, όπου παρέδωσε έκκληση να μην ψηφίσουν υπέρ. Μια τέτοια ψήφος «θα δικαίωνε αυτούς που έχουν παρεκτραπεί ή αυτούς που έχουν διαστρέψει τους νόμους του Θεού.»

Η τεταμένη κατάσταση στην Κύπρο γύρω από το ζήτημα της αποποινικοποίησης πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τα ελληνικά ΜΜΕ ασφαλώς όχι εξαιτίας έλλειψης πληροφόρησης. Τις ίδιες περίπου μέρες, είχε γίνει στην Κύπρο η συναυλία των Ρουβά και Κουτ, την οποία κάλυψαν λεπτομερώς ειδικοί απεσταλμένοι όλων των media σε πολυσέλιδα αφιερώματα. ΙΙροτίμησαν όμως τα ειρωνικά σχόλια για τη σεξουαλική του τραγουδιστή, συντασσόμενοι στην πλευρά των σκοταδιστικών.

Για άτομα που δεν περίμενε κανείς, υπενθυμίζει ότι το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας δεν έχει λυθεί στην Ελλάδα, αλλά η φαινομενική ηρεμία οφείλεται στην έλλειψη ανακίνησης σε μεγάλη κλίμακα του ζητήματος των δικαιωμάτων των γκέι. Αν ποτέ πραγματικά φτάσει κι εδώ ο κόμπος στο χτένι — ίσως νωρίτερα από ότι νομίζουν μερικοί — θα υπάρξουν πολλές εκπλήξεις και απρόσμενες συμπεριφορές.

Στην Κύπρο πάντως είχαμε μια από τις συναρπαστικότερες αποκαλύψεις. Πρόκειται για τον αρχιμανδρίτη Παγκράτιο Μερακλή, οποίος είχε κατηγορηθεί πριν από μήνες ότι είναι ομοφυλόφιλος. οι «συκοφαντίες» αυτές αποδόθηκαν τότε στη μάχη για τα αξιώματα, ενώ ταραχές είχαν ξεσπάσει από φανατικούς οπαδούς του «στρέιτ» Μερακλή. Αντιγράφουμε από δελτίο του Cyprus Mail, Λευκωσία, για τη δεύτερη διαδήλωση: «…οι διαδηλωτές, εκατοντάδες από τους οποίους είχαν ταξιδέψει από όλο το νησί, ήταν ακλόνητοι στις ενστάσεις τους για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας. Ανάμεσα στα πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών που κουβαλούσαν πλακάτ, υπήρχαν δεκάδες Ελλήνων Ορθόδοξων ιερέων και καλογριών. Σ’ αυτούς περιλαμβανόταν και ο αρχιμανδρίτης Παγκράτιος Μερακλής, ο ιερέας που την προηγούμενη χρονιά είχε κατηγορηθεί από τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο ότι ήταν γκέι, σε μια προσπάθεια να τον αποτρέψει να αναλάβει την επισκοπή της Μόρφου. Αλλά χθες οι πιστοί υποστήριζαν σταθερά την Εκκλησία καθώς παρενοχλούσαν με τις φωνασκίες τους βουλευτές που βρίσκονταν καθ’ οδό για την εβδομαδιαία συνεδρίαση της βουλής. Ο ίδιος o Μερακλής αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις. Προτιμάμε να αφήσουμε το γεγονός ασχολίαστο — μέχρι νεωτέρας.

…και ο Σάκης Ρουβάς

«Λένε πως η σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ είναι ‘ανώμαλη ερωτική’. Από κει και μετά μπορείτε να σκεφτείτε.» — Στέλιος Παπαθεμελής, απαντώντας στην ερώτηση «τι συμβαίνει με τον Έλληνα και τον Τούρκο καλλιτέχνη;» των «Πολιτικών παρασκηνίων» της «Ελευθεροτυπίας».

«Αυτοί για κα’να γιουσουφάκι πάνε εκεί κάτω.» – Νίκος Κακαουνάκης

«…o Σάκης Ρουφάς…» – Θύμιος Καρακατσάνης

«…επαναπροσέγγιση με ροζ χάπενιγκ…» – Γιώργος Νταλάρας

«Γαμιέται o Ντενκτάς και o Ρουβάς!» – σύνθημα που φώναζαν στην Κύπρο

«Η συναυλία αυτή πλήττεται κύρια από την Εκκλησία που είναι ενάντια στην αλλαγή του νόμου για την ομοφυλοφιλία. Ο βουλευτής κ. Ματσάκης (.. .) δήλωσε πρώτος ότι ‘πρόκειται για συναυλία επαναπροσέγγισης ομοφυλοφίλων’ (…) Μετά τη συγκέντρωση που έγινε έξω από το κυπριακό Κοινοβούλιο ενάντια στην αλλαγή του νόμου περί ομοφυλοφιλίας, έστρεψαν τα πυρά τους στο Ρουβά. Προσπάθησαν να τα συνδέσουν και o άνθρωπος που είναι υπεύθυνος και για τις δύο κινητοποιήσεις είναι o Άρης Χατζηπαναγιώτου, ανιψιός του αρχιεπισκόπου.» – Ανδρέας Παπαγιώτου, εκδότης των κυπριακών περιοδικών «Τρένο στην πόλη» και «θκιάνεμα».

«Ο κ. Ρουβάς θα σταθεί αιτία να χυθεί αίμα.» – Άρης Χατζηπαναγιώτου, ανιψιός του αρχιεπισκόπου.

Κύπρος του 1997…

«Ο θεός είναι ενάντιά της, Το απέδειξε όταν κατέστρεψε τα Σόδομα και Γόμορρα. Πρέπει να διαφυλάξουμε την ηθική μας.» – Ευαγόρας Ερμογενίδης, 39 ετών, διαδηλωτής.

«Η αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλία θα αποτελέσει κτύπημα για το γάμο και την οικογένεια. .. θα ενθαρρύνει τη διαστροφή και την αισχρότητα και θα έχει σαν αποτέλεσμα την παραπέρα εξάπλωση διάφορων μολυσματικών ασθενειών όπως το AIDS.» – Από εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκλησίας της Κύπρου που διαβάστηκε την Κυριακή στις εκκλησίες.

«Το κόμμα μας θα απορρίψει την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις αυτής της θέσης» – Νίκος Πιποκοπίτης, βουλευτής ΔΗ.ΚΟ. και κραυγαλέος αντι-ομοφυλοφιλικός διαδηλωτής.

«Το βρίσκω γελοίο πολιτικοί, σε μια χώρα όπως η Κύπρος που έχει υποφέρει ατελείωτες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από την Τουρκία, να μην είναι ικανοί να καταλάβουν την ανάγκη να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους.» – Αχιλλέας Δημητριάδης, δικηγόρος του Αλέκου Μοδινού και της Τιτίνας Λοϊζίδου.

«Οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονται. Ούτε μία περίπτωση δεν έχει πάει στο δικαστήριο.» – Νίκος Πιττοκοπίτης βουλευτής ΔΗ.ΚΟ, σε δηλώσεις προς το πρακτορείο Reuters.

 

Ο Αλέκος Μοδινός μιλά στον «Πόθο»

Δημοσιεύτηκε στη γκέι εφημερίδα των 90s “ο πόθος”

K. Μοδινέ, μετά τη νίκη σας κατά την προσφυγή σας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ποιο ήταν το κλίμα στην Κύπρο απέναντι σε σας, ειδικότερα, και τους ομοφυλόφιλους γενικότερα;

Ο απλός κόσμος, άγνωστοι άνθρωποι, με συγχαίρονταν στο δρόμο. Μπορεί να μη γνώριζαν τίποτε για το θέμα ομοφυλοφιλία, αλλά με θαύμαζαν για το θάρρος μου. Φυσικά, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν περιορίζεται μόνο στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ατόμων- είναι για τα δικαιώματα του καθενός που κατά την άποψή του καταπατούνται. Ήταν ένα μάθημα για τους δικαστές, του πολιτικούς, για όλους τους ανθρώπους με εξουσία ότι έχουν να δώσουν λόγο και σε οργανισμούς έξω από την Κύπρο και επομένως έλπιζα ότι θα ήταν πιο προσεκτικοί στη λήψη αποφάσεων.

Ποιοι ήταν αυτοί που σας στήριξαν κατά την προσφυγή; Υπάρχει οργανωμένο γκέι κίνημα στην Κύπρο;

Το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Κύπρου – Α.Κ.Ο.Κ. υπάρχει από το 1987. Έχουμε πάρα πολλά άτομα – άντρες και γυναίκες, οι πιο πολλοί άντρες – που στη μεγάλη πλειοψηφία τους είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη και τις Ε.Π.Α., όπου έζησαν ελεύθεροι μια και έζησαν σε ένα χώρο που δεν τους καταπίεζε. Συμμετείχαν σε ομάδες, περιοδικά, πορείες για την ομοφυλόφιλη υπερηφάνεια κι επιστρέφοντας στην Κύπρο έβρισκαν ότι πνίγονταν, αναγκασμένοι να φορέσουν μια μάσκα για να κρύψουν την ομοφυλοφιλική τους ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αργά ή γρήγορα, εντάσσονταν στο ομοφυλόφιλο κίνημα και είναι γι’ αυτούς τους νέους περισσότερο, παρά για τον εαυτό μου που έκανα τον «αγώνα» εκείνο, την προσφυγή. Όχι μόνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, διότι το θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να περιμένει- εκείνο που δεν μας έδινε χρόνο ήταν ο ιός του Aids, σκοτώνει νέους ανθρώπους.

Με αυτούς μεγάλωσαν στην Κύπρο πώς είναι τα πράγματα;

Εχουμε πολλή συμπαράσταση από την ομοφυλόφιλη γραμμή. Τολμούν και τηλεφωνούν από τα χωριά κι από τις πόλεις άνθρωποι όλων των ειδών, και νέοι και μεγαλύτεροι. Ήταν συγκινητική η ανταπόκρισή τους. Κάθε φορά που πήγαινα στο Στρασβούργο, είτε για την ακρόαση, το 1990, είτε για τη δίκη, το 1992, μου τηλεφωνούσαν για να μου ευχηθούν καλή επιτυχία.

O νόμος κατά της ομοφυλοφιλίας είναι ανενεργός εδώ και πολλά χρόνια. Πέρα όμως από τον κίνδυνο ποινικής δίωξης, ποια άλλα είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κύπριοι ομοφυλόφιλοι;

Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ανεξάρτητα από το αν η αστυνομία ή o Γενικός Εισαγγελέας πιστεύει ότι ο νόμος είναι νεκρό γράμμα, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι πως είναι δεν είναι καθόλου ένα νεκρό γράμμα. Εκείνο που θα τον κάμει να μην ισχύει είναι η κατάργησή του από τη νομοθεσία. H άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, μπορεί να αλλάξει από τη μια εποχή στην άλλη και να να διώκει ομοφυλόφιλα άτομα. Εκτός από αυτό, μια άλλη εποχή, έρχεται δεύτερος Γενικός Εισαγγελέας. Τώρα είναι o κ. Μαρκίδης, στη θέση του κ. Τριανταφυλλίδη. θα μπορούσε κάλλιστα να διώκει, διότι ο νόμος είναι πολύ ζωντανός. Επομένως, το μόνο που τον κάνει ανενεργό είναι η κατάργηση του. Επίσης η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι ότι η ύπαρξη του νόμου, έστω κι αν η αστυνομία δεν διώκει τα ομοφυλόφιλα άτομα, είναι αρκετή καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, διότι επηρεάζει ψυχολογικά τα άτομα. Είναι ολοφάνερο ότι σε ένα νησί που έχει σχεδόν 700.000 κόσμο (μιλώ για ολόκληρη την Κύπρο, δεν μιλώ μόνο για τις ελεύθερες περιοχές το ότι δεν έχουμε βγει επώνυμα περισσότερα από 4-5 άτομα, είναι αποτέλεσμα της τρομερής καταπίεσης από την ύπαρξη και μόνο του υφιστάμενου νόμου. Οι Κύπριοι ομοφυλόφιλοι είναι νομικά εγκληματίες, η εκκλησία μας θεωρεί αμαρτωλούς, μας φοβερίζει και με αφορισμό και στέρηση χριστιανικών δικαιωμάτων, όπως χριστιανική ταφή – που είναι τρομερό αν το σκεφτεί κανείς — αλλά και κοινωνικά οι Κύπριοι ομοφυλόφιλοι είναι στιγματισμένοι.

Οι κινητοποιήσεις οργανώνονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου. Πόσο μετρά για σας η άποψη της επίσημης Εκκλησίας;

Δεν έχω καμία απολύτως απαίτηση από την εκκλησία της Κύπρου. Είναι δικαίωμα της να με θεωρεί αμαρτωλό. Εκείνο που πιστεύω είναι ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα είναι να παρεμβαίνει και να εμποδίζει το κράτος από το να μας θεωρεί, νομικά τουλάχιστον, πρώτης κατηγορίας πολίτες.

Για τις δηλώσεις των βουλευτών ότι θα καταψηφίσουν το νομοσχέδιο αποποινικοποίησης – μόνο ένα μικρό κόμμα έχει πάρει θέσει υπέρ – τι πιστεύετε; Θα διατηρήσουν μέχρι τέλους αυτή τη θέση;

Ομολογώ ότι δεν είμαι πολιτικός. Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον και πολλή αγωνία, πρέπει να παραδεχτώ, τι γίνεται στη Βουλή. Λυπούμαι που οι βουλευτές μιλούν χωρίς να σκέφτονται και ρίχνουν τις γέφυρες, δυσκολευόμενοι έπειτα να πάρουν μια σωστή απόφαση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει καταδικάσει την Κύπρο για καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων μου. Η αντι-ομοφυλόφιλη νομοθεσία πρέπει οπωσδήποτε να καταργηθεί. 0 Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εξωτερικών κι όλες οι επιστημονικές οργανώσεις του Τόπου λένε ξεκάθαρα ότι ελάχιστες επιλογές έχει η Κυπριακή Δημοκρατία: Να συμμορφωθεί και να εκσυγχρονίσει τη σχετική νομοθεσία – διαφορετικά, μπορεί να επιβάλει κυρώσεις το Συμβούλιο της Ευρώπης στην Κύπρο και να την υποχρεώσει να εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία. Οι άλλες επιλογές είναι να φύγει η Κυπριακή Δημοκρατία από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η τρίτη και χειρότερη επιλογή – που δεν βρίσκω ότι είναι δυνατόν να γίνει – είναι να μας πετάξουν έξω. Αυτό δεν γίνεται εύκολα. Επομένως κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί η Κυπριακή Βουλή να εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία καταργώντας τον παλιό νόμο.

Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια αλλαγή που δεν θα επέλθει μέσα από την κυπριακή κοινωνία, αλλά επιβάλλεται από έξω.

Εκείνο που βρίσκω τρομερά λυπηρό είναι ότι αναγκάστηκα να απευθυνθώ σε ξένους οργανισμούς διεκδικώντας βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι λυπηρό ότι εδώ και τέσσερα χρόνια ορισμένοι Κύπριοι βουλευτές δεν έχουν προβληματιστεί για το θέμα και, εντελώς επιπόλαια κατά την άποψή μου, εξέφρασαν απόψεις που πίστευαν ότι θα ευχαριστούσαν τον κόσμο, με την εντύπωση ότι θα έπαιρναν κάποια ώρα περισσότερες ψήφους.

Καθαρά χέρια

Ήταν νεαρός, συνομήλικος μου σχεδόν, όμορφος, περιποιημένος και από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη συνέλευση έδειχνε διάθεση για πρωτοβουλίες. Και πολύ σύντομα πήρε μια από αυτές: “Θέλετε να διαβάσουμε στην εκπομπή ιστορίες από ομόφυλα ζευγάρια;” ρώτησε. Αποδείχτηκε πως είχε στην κατοχή του έναν από εκείνους τους ογκώδεις γκέι τόμους που ήταν της μοδός στα 90s – 1000+1 ομοερωτικά ποιήματα, λεξικό γκέι συγγραφέων, 500 ιστορίες coming out και ούτως καθ εξής. Του είπαμε “ναι, φυσικά” και την επόμενη Κυριακή ήταν μαζί μας καμαρωτός στο στούντιο του Ράδιο Κιβωτός με έναν μεγάλο σκληρόδετο μπλε τόμο με χρυσά γράμματα.

Έγιναν οι συστάσεις κι εγώ παρακολουθούσα καχυποπτα ποια ιστορία θα είχε διαλέξει. Είχα βέβαια λόγους για την καχυποψία μου: εκείνη την περίοδο τα γκέι δικαιώματα στην Αμερική προωθούταν παράλληλα σε δύο μέτωπα, τον γάμο και την υπηρεσία στα στρατιωτικά σώματα. Συγκεκριμένα για το δεύτερο ήταν η περίοδος του Don’t Ask, Don’t Tell. Για κάποιο λόγο οι λεβέντες στα σώματα ασφαλείας, στο ναυτικό, την αεροπορία και το πεζικό έκλεβαν πάντα την παράσταση, εξαγάγωντας ακόμα ένα δάκρυ συγκίνησης για τις άδικες ταλαιπωρίες τους αλλά και τις γενναίες θυσίες τους.

Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, άρχισε να διαβάζει: “Ο Ρον, 25, είναι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και ο Ματ, 29, ανώτερος αξιωματικός στο ίδιο σώμα”.

Ακούμπησα απαλά το βιβλίο και το αφαίρεσα από τα χέρια του.

Όχι τέτοιες ιστορίες”, του είπα.

Δημοκρατία δεν έχουμε;”, απάντησε αρπαγμένος.

Κοίτα γύρω σου, τότε”.

Στα ντουβάρια του στούντιο έχασκαν ξεκολημμένες αφίσες για αρνητές στρατευσής, κατά του στρατού και αντιμιλιταριστικό υλικό.

Όχι, εδώ μέσα δεν έχουμε ‘δημοκρατία’”, απάντησα στο τέλος.

Έφυγε και δεν ξανάρθε. Στεναχωρέθηκα γι’ αυτό μα πιο πολυ στεναχωρέθηκα μήπως τον μάλωσα παραπάνω από όσο έπρεπε. Ακόμα δεν έχω βρει το ζύγι σε αυτό το θέμα.

Στην Ολυμπιακή Ακτή

Μετά το ποταμάκι που ξέβγαζε φυτοφάρμακα και λύματα από ένα έλος ήταν η δική μας μεριά. Εκεί μαζευόμασταν όλοι οι γυμνιστές, γκέι και στρέιτ. Εμείς βέβαια ήμασταν τότε, πάνω απ’ όλα, περήφανοι. Πράγμα που σήμαινε ότι κάναμε αισθητή την παρουσία μας, με γέλια και πειράγματα αλλά, κυρίως, με μια σημαία του ουράνιου τόξου που σίγουρα αυτός που την είχε φέρει από τον εξωτερικό την προόριζε για λάβαρο σε ένα φανταστικό πράιντ στην Ελλάδα. Ήταν τεράστια αλλά εκεί πάντα φυσούσε κι έτσι ανέμιζε επαρκώς ώστε να κάνει τη δουλειά της.

Η δουλειά της ήταν απλή αλλά και δύσκολη: να μαρκάρει εκείνη τη λωρίδα άμμου που μαζεύονταν οι γκέι άντρες, προσκαλώντας άγνωστους μέχρι τώρα παραθεριστές από όλες τις χώρες (κυρίως Ανατολικής Ευρώπης) να κάτσουν στη μεριά μας και να γνωριστούμε καλύτερα έστω κι από μακρυά. Ή ίσως κι από κοντά. Το μολυσμένο έλος είχε αφθονία από αμμόλοφους με καλάμια, ένας πραγματικός παράδεισος για αυτόν που γύρευε την περιπέτεια και το κάτι παραπάνω.

Ήμουν κι εγώ περιπετειώδης κι έτσι κατά το ντάλα μεσημέρι σκαρφάλωσα εκεί πάνω για να βρω το ταίρι μου. Δεν μιλούσε ελληνικά, μόνο στεκόταν αγέρωχος μπροστά μου και με κοίταζε. Μαθημένος καλά από τις συνήθειές μου, τον άρπαξα από τον λαιμό για να του δείξω ότι πρέπει να γονατίσει. Και τότε το απερίγραπτο συνέβη: μου έβαλε τρικλοποδιά κι έπεσα με τα μούτρα πάνω στην καυτή άμμο και τα κοντά καλάμια που μου τρυπούσαν το στήθος. Πριν το καταλάβω, ήρθε από πίσω μου, με γάμησε κι όταν τελείωσε, αμίλητος πάντα, σηκώθηκε κι έφυγε.

Κατέβηκα προς την ακροθαλασσιά, μακριά απ’ όλους, και βούτηξα στα ρηχά για να ξεπλυθώ. Έμεινα εκεί κάμποση ώρα. Κι ύστερα, με βήμα λυγερό και φουσκωμένο, επέστρεψα στη σημαία του ουράνιου τόξου. Οι φίλοι μου τρώγανε κάτι σαλάμια μα αρνήθηκα να φάω κι εγώ, σαν να ήθελα να κρατήσω τη γεύση του γαμησιού όσο πήγαινε.

Είχαμε πάει από νωρίς εκείνη την Κυριακή, για να πιάσουμε το καλύτερο μέρος αλλά και γιατί θέλαμε να περάσουμε όσο περισσότερο χρόνο γινόταν στη θάλασσα. Η ίδια η θάλασσα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ένας βούρκος θολός από την ίλη που κατέβαζαν στα παράλια ο Αξιός κι ο Αλιάκμωνας, με φύκια που επέπλεαν. Καμιά φορά που φυσούσε ανάποδα καθάριζε λιγάκι και τότε δεν βγαίναμε σχεδόν καθόλου έξω. Αυτή είναι η μοίρα των γυμνιστών και των γκέι, δυσπρόσιτα μέρη, υποβαθμισμένα, επικαλυμμένα με τόση λαχτάρα ελευθερίας που φάνταζαν παράδεισοι.

Πολύ αργά το απόγευμα, ακούστηκαν φωνές στον μικρό μας παράδεισο. Άμα σηκωνόσουν ίσα που μπορούσες να δεις τα πρώτα σπίτια του χωριού, μικρά, σαν σπιρτόκουτα, φωτεινά στο φως του ηλιοβασιλέματος. Ένα τρακτέρ πλησίαζε με φόρα σηκώνοντας πίσω σκόνη και άμμο. Πέρασε όλη την έρημο με τα αγκάθια, ανέβηκε το υπερυψωμένο τέλος της παραλίας και σταμάτησε με ένα αφηνιασμένο τετακέ εμπρός, σχεδόν πάνω, στην τέντα μας. Την τέντα με το ουράνιο τόξο.

Ένας οχετός από βρισιές ξεχύθηκε από το στόμα του οδηγού, από τον οποίο θυμάμαι μόνο το “γαμιέστε σαν τα γαϊδούρια” και να σηκωθούμε να φύγουμε. Σηκωθήκαμε όρθιοι και, μα τον αντίχριστο, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τρεις αδελφές που ξεβολεύονται με τέτοιο τρόπο. Ανοίξαμε τα στόματά μας και ασταμάτητα τον αρχίσαμε στις βρισιές ανάμεικτα με πατριωτικές νότες στο ρυθμό κυματισμού της σημαίας μας. Τα ’χασε ο χωριάτης, τι ’ναι τούτοι οι τοιούτοι θα σκέφτηκε, ξανάβαλε μπρος το τρακτέρ, έκανε μεταβολή και χάθηκε σε ένα σύννεφο σκόνης, έτσι όπως είχε έρθει.

Λίγο αργότερα, τα μαζέψαμε κι εμείς, παίρνοντας γελώντας τον μακρύ δρόμο της επιστροφής για το βραδινό τρένο. Γελούσαμε, τότε, είναι αλήθεια, γελούσαμε με όλη τη δύναμη των νιάτων μας και δεν ξέραμε ότι, είκοσι πέντε χρόνια μετά, ένας από μας θα έγραφε αυτή την ιστορία μόνος στο σπίτι του, προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανός μέσα από αναμνήσεις. Πολλές σημαίες ανεμίζουν τώρα στα πράηντ, αλλά η δικιά μας είναι η πιο παλιά και η πιο περήφανη γιατί δόξασε τα νιάτα που έγιναν σκιές και χάθηκαν.

Πρωτοχρονιά του 1994

Από το μυθιστόρημα “Κωνσταντίνος” του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, εκδ. Καστανιώτη, 1997

Περνάει πάλι καιρός. Τον παίρνει πού και πού να του ζητήσει να κοιτάξει αν ήρθε ο τάδε δίσκος – ο Κωστής τον ακούει τώρα που μιλάει σαν να μην έχει μεσολαβήσει ο χρόνος, σαν να βρίσκονται ακόμα στον ίδιο ατελείωτο πρώτο χειμώνα. “Άμα φτιάξει ο καιρός, παίρνουμε τρεις τέσσερις μέρες το αυτοκίνητο και χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε Πιερία, Σέρρες, όπου θέλεις, ε, τι λες; Παίρνουμε και κανένα γραμμάριο κόκα για να μην καταλάβουμε τη διαδρομή και ύστερα θεσσαλικά προϊόντα, τσίπουρα και τέτοια”. Κι ακόμα ο Κωστής λέει ναι, χωρίς να τον πιστεύει αλλά θέλοντας, θέλοντας να ηχήσουν πάλι στ’ αυτιά του οι βιομηχανικές μουσικές, τα άναρθρα εμβατήρια, θέλοντας να γίνει ο νόμιμος ωτακουστής του κόσμου που κλειδοκράτοράς του είναι ο Κωνσταντίνος. “Και θα βρέχει, θα βρέχει, θα ’ναι ψώνιο”. Θα βρέχει κι αυτοί θα είναι κάτοχοι όλου του απλού λαβύρινθου της ελληνικής υπαίθρου και μεθυσμένοι θα παίζουν με τα κλειδιά του: η ελιά, το ούζο, τα μουσκεμένα χώματα, οι παλάμες των δέντρων παγωμένες στον ουρανό του Νοέμβρη, τα χαρακωμένα πρόσωπα.

Τέτοια μεγάλα τηλεφωνήματα είναι όμως πια σπάνιες αναλαμπές. Τόσο σπάνιες, που σε μια υποτροπή – μυριοστή – διάθεσης να τον ξαναέχει, ο Κωστής μαγνητοφωνεί μια απ’ αυτές τις συνομιλίες, όχι γιατί λέγεται κάτι ιδιαίτερο μα γιατί φοβάται πως κάποτε δε θα του ’χει μείνει το παραμικρό για να θυμάται τον Κωνσταντίνο. Δε φοβάται, απλά θέλει να μην είναι για πάντα χαμένο αυτό το κομμάτι της ζωής του. Θέλει λοιπόν ίχνη, τεκμήρια, κι έτσι μαγνητοφωνεί μια τους συνδιάλεξη κι ύστερα χάνει την κασέτα, δεν τη χάνει, την αφήνει να μπερδευτεί με τις υπόλοιπες, την αφήνει και την ξεχνάει. Σε φίλους όμως που γνωρίζουν την ιστορία, ακούει τον εαυτό του να λέει από καιρού εις καιρόν πως αν ήταν να μπορούσε να είναι με κάποιον, θα διάλεγε ακόμα εκείνον το γιατρό. Ξέρετε, εκείνον που είχε πάθος με τη μουσική.

Τώρα, όταν πηγαίνει στο πάρκο, περνάει πρώτα απ’ τα σταματημένα αυτοκίνητα, απ’ το μέρος που συνήθως άφηνε το δικό του ο Κωνσταντίνος. Τα περνάει τώρα γρήγορα με το βλέμμα, να βεβαιωθεί πως ο άλλος δεν είναι εκεί, να βεβαιωθεί για να μπορέσει να μπει αυτός, λες και η παρουσία του Κωνσταντίνου τον αποκλείει.

Είναι χειμώνας, όπως τότε, και τα δάχτυλά του έχουν ξυλιάσει, ο Παναγιώτης είναι πια στα τελευταία του και τον έχουν πάει έξω να δει κάτι γιατρούς στο Παρίσι, τον Κωνσταντίνο έχει να τον δει μήνες, τόσο που ξεχνάει τις λεπτομέρειες της ανατομίας του, και είναι σήμερα παραμονή Πρωτοχρονιάς, κάνει κρύο και το πάρκο στις πέντε το πρωί είναι τυλιγμένο σ’ ένα σκοτεινό αφύσικο ουρανό, και είναι πολυάσχολο σαν να είναι μεσημέρι και ’χει γίνει μια παράδοξη έκλειψη ηλίου, με τους ανθρώπους να στριφογυρίζουν φορτισμένοι από τον αφύσικο μαγνητισμό σε κύκλους και ευθείες, διασταυρώνοντας τα βλέμματά τους μες στο γαλακτερό σκοτάδι σαν προβοσκίδες αρειανών πλασμάτων. Όλο και καινούριες φυσιογνωμίες ξεπετάγονται απ’ τους θάμνους, πίσω από τα δέντρα και τις στροφές κάθε αλέας, άλλοι κουμπώνοντας βιαστικά το παντελόνι, άλλοι βάζοντας το χέρι τους μπροστά, ανάμεσα στα πόδια, με νόημα, σαν να κρύβουν τη γύμνια τους με τα ίδια κλαδιά που ένας μακρινός πρόγονος είχε χρησιμοποιήσει για να μη σοκάρει τα νεαρά κορίτσια κάποιας βασιλικής συνοδείας.

Σαν να γιορτάζεται εδώ σήμερα, εκτός απ’ τα πρώτα βήματα ενός χρόνου καινούριου, εκτός από κάποιες αποφάσεις ηρωικές που θέλουν τώρα λουσμένες μέσα στο καζάνι του ποτού να κάνουν περήφανη παρέλαση, και μια ώρα όπου όλοι οι νόμοι κάθε φόβου και αναστολής έχουν παγώσει και δεν ισχύουν, μια αργία του Θεού που έχει κλείσει τα μάτια του και δε βλέπει, μια παύση λιγόωρη των φυσικών νόμων, που σε κάθε άλλη περίσταση θα έθεταν σε κίνδυνο τους ανέμελους καταπατητές τους.

Και όλα τα μάτια είναι ξαναμμένα και κοιτάνε ταυτόχρονα προς όλες τις μεριές κι αιχμαλωτίζουν σαν μεγάλα λάσα, για να γυρίσουν αμέσως αλλού με την ίδια ευκολία, ξεχνώντας, για να προχωρήσουν παρακάτω. Γιατί σήμερα εδώ το ζητούμενο δεν είναι η ικανοποίηση της ανάγκης, ούτε καν η ποιότητα μόνη, αλλά η μεγαλειώδης ποσότητα. Γι’ αυτό και τα γούστα πλαταίνουν, οι παλάμες παίρνουν φωτιά και λάμπουν μες στο σκοτάδι, τα πόδια γίνονται φτερωτά, σαν αγίων της προδοσίας και της επιπολαιότητας, μια μεγάλη αδελφότητα εγκληματιών που υποκρίνονται με μεγαλείο και ευθυμία την απολυτότητα, κρύβοντας κάτω απ’ το μανίκι τους το φόβο.

Κι ύστερα από λίγο αυτοί που έχουν πιει λιγότερο απ’ τους άλλους, αυτοί που κάθε ανάσα τους είναι κι ένα βήμα προς την επίφοβη νηφαλιότητα, έχοντας ήδη εξαντλήσει, με όλους τους πιθανούς γεωμετρικούς συνδυασμούς, τους χώρους του πάρκου, αρχίζουν να γίνονται έρμαια της ανυπομονησίας. Επικαλούνται μέσα τους τη δύναμη που μέχρι πριν λίγο στην περίσσεια της δεν τους άφηνε ν’ ανησυχήσουν, την επικαλούνται όπως ο άφρων που δεν έκανε καλή χρήση του πλούτου του και τώρα γυρίζει και παραπονιέται σε όποιον θεό πιστεύει, να του ξαναδώσει πίσω λίγο απ’ αυτό που είχε για να μπορέσει, τσιγκούνικα πια και νευρικά, να μεγαλουργήσει. Στόματα συναντάνε άλλα στόματα, και λαιμούς και μέλη χυμένα έξω από ρούχα βιαστικά κατεβασμένα. Ενώ οι νεοφερμένοι, με όλη τους τη δύναμη ακόμη ανέπαφη, στέκονται για μια στιγμή προσπαθώντας με αγαλλίαση να διαλέξουν, έχοντας φτάσει εδώ σαν τέρμα μιας μεγάλης βραδιάς, μιας πορείας που έχουν θελήσει εύθυμη και αξιομνημόνευτη, μιας πορείας που έχει αγκαλιάσει και σαβανώσει, μες στην προϊδεασμένη της γιορταστική μυσταγωγία, οικογένεια στην αρχή, φίλους μετά, χώρους γλεντιού και μουσικής, για να κατευθυνθεί, όσο μεγαλώνουν οι μικρές ώρες της πρώτης αυτής νύχτας, σε όλο και πιο ιδιόρρυθμες απολαύσεις, σε όλο και πιο μυστικά καταγώγια, κι έπειτα, επειδή το σκοτάδι κρατάει ακόμα, και οι υποσχέσεις κρατάνε ακόμα, τα βήματα οδηγούνται εκεί όπου μπορούν ν’ αφήσουν τα ίχνη τους στο χώμα, ένα χώμα τόσο απρόσωπο όσο κι ένα κράσπεδο, αλλά πόσο πιο καλεστικό.

Ο Κωστής χώνεται κι αυτός μέσα σ’ όλο αυτό το σιωπηλό πανδαιμόνιο. Γιατί εδώ δεν παίζουν μουσικές, κι όλοι, αν θέλουν να πουν κάτι, το ψιθυρίζουν, γιατί εδώ όλοι μιλάνε με τόσο ζήλο μέσα τους, που αν άνοιγαν τα χείλη, οι κραδασμοί θα έσπαζαν και τα πιο ανθεκτικά τύμπανα. Περνάει κι αυτός από παντού μετρώντας τις φάτσες από μακριά, ακολουθώντας σκιές, αποφεύγοντας άλλες. Ζεσταίνει τα χέρια στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν και κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών μες στα παπούτσια. Δεν είναι μεθυσμένος, προσδοκά όμως τα ίδια και ακόμα πιο πολλά απ’ τους άλλους.

Τριγυρίζει μες στον κόσμο, τριγυρίζει πλέοντας ορατά νήματα, αφήνοντας τους άλλους να πλέξουν κι αυτοί τα δικά τους γύρω του. Μια δύναμη τον τραβάει στο γνωστό μέρος, στο μέρος με τις πανύψηλες λεύκες, εκεί όπου έχουν αφήσει αποτύπωμα τόσες φορές η πλάτη και τα χέρια του. Μπαίνει στο σύδεντρο και πιάνει αμέσως με τα μάτια τις σκιές, τις παρουσίες, τον κύκλο. Ένας κύκλος ανθρώπινος, ανάμεσα σε δύο δέντρα, ένας κύκλος που με αργές κινήσεις, ιδωμένος από μακριά, είναι σαν μια σύναξη πιστών που θυμιατίζει σκύβοντας λιγάκι προς τα κει όπου ξεκινάει από τη γη, ορθώνεται, ανεβαίνει και τους ξεπερνάει.

Στο κέντρο του κύκλου, που απαρτιζόταν περίπου από δέκα ανθρώπους, ήταν ένας νεαρός που δε θα πρέπει να είχε πολλή ώρα αφότου είχε έρθει, ένας νεαρός που η ομορφιά δεν ήταν τέτοια, που να μπορεί να πει κανείς ότι όμοιά της σπάνια περνούσε τα μονοπάτια αυτού του πάρκου, αλλά που σίγουρα ήταν τόση, ώστε συνήθως οι κάτοχοί της να μην την δίνουν άσκεφτα στον οποιονδήποτε, αλλά να την περιφέρουν μάλλον με συγκατάβαση και να την κρατάνε για κάποιον ισάξιό τους. Πράγμα που άφηνε πίσω τους μια μικρή ομίχλη, ένα βόρειο σέλας φθόνου σιωπηρού, που διαλυόταν χωρίς να υλοποιηθεί ποτέ σε πράξεις ή σε λόγια. Ένας τέτοιος νέος ήταν τώρα εδώ ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που η η απροσδόκητη διαθεσιμότητά του είχε μαζέψει γύρω του σαν κάποια νευρικά τελετουργικά σαλιγκάρια. Ο νεαρός ήταν πιο ψηλός απ’ όλους και μέσα στα ελάχιστα αντιφεγγίσματα του σκοταδιού τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έδιναν μια χειροπιαστή εντύπωση άκακης στιβαρότητας, μιας νιότης που έσφυζε κι απλώνονταν ανεμπόδιστη. Μια μύτη σχεδόν αρχαιοελληνική, ένα στόμα κατακόκκινο που σκέπαζε χαλαρά μεγάλα ομοιόμορφα δόντια.

Είχε το παντελόνι του ήδη κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα και έπαιζε με το περιεχόμενο ενός λευκού εσώρουχου που φορούσε ακόμα. Ίσως αυτή ήταν η στάση που είχε επιλέξει απ’ την αρχή μόνος του ακόμα, αυτή που είχε τραβήξει γύρω του αμέσως τόσο πλήθος. Και όλοι τώρα διστακτικά, σκύβοντας λιγάκι προς το μέρος του, αβέβαιοι μην και τους έδιωχνε τελικά με μια κίνηση του χεριού αποφασιστική, δοκίμαζαν αγγίγματα σε διάφορα σημεία του κορμιού του, σαν να περίμεναν την έγκριση, το σημάδι που θα φανέρωνε την κλίση και τα γούστα του νεαρού και θα τους έδινε την άδεια να προχωρήσουν υποδείχνοντάς τους μαζί και τον τρόπο. Τα μάτια του, μέρος του κεφαλιού του που προεξείχε απ’ όλα τα υπόλοιπα και δεν κοιτούσε στ’ αλήθεια κανέναν τους ακόμα, αλλά πέρα, θολά, μες στα δέντρα, δεν του έδιναν την ένδειξη που περίμεναν, η αδιαμαρτύρητη όμως στάση του σε κάθε χάδι ήταν από μόνη της αρκετή για να κάνει τον κύκλο να στενέψει γύρω απ’ αυτό το ανέλπιστο θήραμα και να αρχίσουν τώρα πιο συγκεκριμένα διαβήματα. Το εσώρουχο κατέβηκε κι αυτό να συναντήσει το τζιν παντελόνι στα γόνατα, τα χέρια άρχισαν κάτω απ’ το λευκό τίσερτ να ανεβαίνουν στο στήθος και να ψάχνουν τις ρώγες και τα πλευρά. Ο νεαρός σταμάτησε αυτό που έκανε ως εκείνη τη στιγμή, μιας και άλλα πιο πρόθυμα χέρια προσφέρθηκαν τώρα να εκτελέσουν το ίδιο καθήκον με τρεμάμενο ζήλο. Εξάλλου είχε κι αυτός κάποια πράγματα να κάνει. Έβγαλε το δερμάτινο σακάκι, το μόνο που φορούσε από πάνω, και το κρέμασε με μία κίνηση – που, μες στην τυφλή ακρίβεια με την οποία βρήκε το στόχο της, ήταν περίλαμπρη απόδειξη ενός νόμου παγκόσμιας ενορχήστρωσης, στην οποία το μόνο παράσιτο ήταν η επίγνωση – σ’ ένα κλαδί που βρισκόταν αθέατο πίσω του. Ύστερα ανέβασε το τίσερτ με μια πρώτη κίνηση μέχρι πάνω απ’ το στήθος του κι αμέσως με μια δεύτερη το πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι του και πίσω απ’ το λαιμό του χωρίς να το βγάλει απ’ τα χέρια. Έτσι ήταν τώρα σχεδόν γυμνός μέσα στην απόλυτη παγωνιά του ξημερώματος που αν και αργούσε ακόμα να φανεί στο στερέωμα, δεν ήταν τελείως αόρατο στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Τα χέρια κάλυψαν τον κορμό του, έτσι ώστε να μοιάζουν σαν να έβγαιναν από μέσα του, φυτρωμένα ξαφνικά όπως στο σώμα κάποιας ανατολικής αιμοσταγούς θεάς. Μετά τα χέρια τα χείλη δεν άργησαν να κάνουν την επίσκεψή τους πρώτα στο στήθος κι έπειτα δειλά, συνεσταλμένα, σαν αυτό να ήταν το μεγαλύτερο ταμπού, στα δικά του χείλη, και μετά στην κοιλιά, κι ανάμεσα στα πόδια του, με ασυνήθιστα αργούς ρυθμούς, σαν να μην μπορούσε ακόμα η ομήγυρη να πιστέψει σε τέτοια εύνοια της θεάς τύχης. Συστολή που όμως γρήγορα εγκαταλείφθηκε, για να πλησιάσουν όλοι τώρα πιο ξεθαρρεμένοι, δικαιωματικά σχεδόν, όσο οι αντιδράσεις του νεαρού άντρα, που είχαν φοβηθεί και προϋπολογίσει, δεν έλεγαν να φανούν. Κι όσο αυτός τους άφηνε να του κάνουν ό,τι θέλουν, όσο οι διστακτικές τους δοκιμές δεν έβρισκαν ποτέ αντίσταση από μέρους του – και τα χέρια ταξίδευαν κιόλας στο πίσω μέρος του κορμιού του, τα δάχτυλα έκαναν την είσοδό τους στο υγρό του εσωτερικό, τα στόματα δάγκωναν τις ρώγες του, διεγερμένα όργανα έκαναν ήδη προσπάθειες να τον εκπορθήσουν – σιγά σιγά όλοι άρχισαν να τον διεκδικούν σαν από φυσικό και σκληρό τους δικαίωμα, τα χέρια να σπρώχνουν άλλα χέρια, τ’ ανοίγματα του κορμιού του απ’ τη στιγμή που κατέχονταν από κάποιον πια να κρατιούνται πεισματικά. Κι αυτός όχι μόνο χωρίς να αντιστέκεται σε τίποτα, αλλά απλώνοντας τα χέρια του και γυμνώνοντας άλλα μέλη, τους κατόχους των οποίων ούτε καν γύριζε να κοιτάξει, σκύβοντας το μεγαλόπρεπο αυτό στιβαρό, και λίγο πιο παχύ στην κοιλιά, αν κανείς έπαιρνε μια απόσταση και αποφάσιζε να εφαρμόσει κανόνες κάλλους, κορμί για να κάνει πιο εύκολη τη διείσδυση ερεθισμένων μελών που περίμεναν το ένα μετά το άλλο τη σειρά τους, γονατίζοντας στο τέλος στο παγωμένο χώμα, στερώντας έτσι τους πίσω του από ηδονές βιαστικές και νευρικές στην απορία τους, αλλά έχοντας πια στο ύψος του στόματός του όλους αυτούς που με κατεβασμένα παντελόνια έπαιζαν σπασμωδικά μπροστά του με το ένα χέρι, χαϊδεύοντας με το άλλο κάποιο μέρος του δικού του κορμιού. Πήρε τον πρώτο που βρήκε μπροστά του, τον τράβηξε στο πρόσωπό του με προσοχή αλλά πάλι χωρίς να βλέπει, σαν να τραβούσε ένα ζώο απ’ το χαλινάρι να ’ρθει κοντά του, και ήταν πια φανερά πως βρισκόταν στο στάδιο μιας σχεδόν ηθελημένα ακινητοποιημένη μέσα στο χρόνο μέθης, και ύστερα τον έβαλε στο στόμα του, απ’ όπου μια περίσσεια σάλιων ξεχείλισε αμέσως, κι άρχισε να κουνάει το κεφάλι με επιμέλεια και επιμονή θεράποντος υπηρέτη.

Αυτή η τροπή των πραγμάτων έκανε τώρα όλους να τον θεωρήσουν πράγματι υπηρέτη των μικρών και περιορισμένων τους επιθυμιών και αυτό τους έκανε για μια στιγμή να ξεφαντώσουν – μια στιγμή μόνο, γιατί μετά αφομοίωσαν αυτή την ηδονική έκπληξη και την καθαίρεσαν κόβοντάς την στο μέγεθος του πόθου και της τόλμης τους. Ο νεαρός τούς τα έδινε όλα, αλλά δεν έχανε γι’ αυτό τίποτε από τη λάμψη του που τώρα τους είχε κάνει δέσμιους ακόμα περισσότερο.

Άλλα χέρια τού έσπρωχναν το κεφάλι, άλλα του χάιδευαν το κορμί, άλλα του ’διναν μικρά χτυπήματα στο σβέρκο και τους γλουτούς. Είχε τώρα μαζευτεί ακόμα περισσότερος κόσμος και συνωστιζόταν γύρω του προσπαθώντας ν’ αγγίξει κάτι, περιμένοντας τη σειρά τους, προσπαθώντας να είναι έτοιμοι περιμένοντας, κι άλλοι θέλοντας μόνο να δουν, με μεγάλα μυωπικά μάτια μες στο μισοσκόταδο. Κάποιοι άρχισαν να κοιτάζουν τώρα κάποιους άλλους ερωτικά, κάποιοι απ’ τον κύκλο, και ν’ απλώνουν το χέρι σε διπλανούς που είχε προσελκύσει το ξεφάντωμα αυτό στο μικρό ξέφωτο, διπλανούς που έβρισκαν κι αυτούς ωραίους και τους οποίους ήλπιζαν τώρα ν’ αποκτήσουν για λίγο μέσα στη γενική παραζάλη γύρω απ’ το κορμί του μεγαλόσωμου νεαρού. Σαν τα κοράκια που περίμεναν πάντα με υπομονή, αισθάνονταν τώρα αυτή τη νύχτα, που ήταν, βέβαια, τόσο ιδιαίτερη, τους κόπους τους να ανταμείβονται. Αισθάνονταν με χτυποκάρδι πως η νύχτα αυτή – το όνομά της, η ηλικία της, τα ποτάμια του αλκοόλ και των ουσιών που κόχλαζαν στους κόλπους της – έσπαζε τα φράγματα και όλοι βρίσκονταν στην ίδια αγκαλιά, στον ίδιο κύκλο, όμορφοι και άσχημοι, γέροι και νέοι, αρτιμελείς και ανάπηροι, οικογενειάρχες και έξαλλα παιδιά, κατηφείς εργένηδες και φαντασμένοι κοσμικοί και καλλιτέχνες. Έξυπνοι και κουτοί, μετριοπαθείς και παθιασμένοι, συντηρητικοί και απόλυτοι. Άρχισαν λοιπόν ν’ απλώνουν μικρά χεράκια σε παντελόνια διπλανά, να χαϊδεύουν καβάλους και μετά να περνάνε δάχτυλα μέσα από ζώνες και κουμπιά. Οι περισσότεροι δεν είχαν καμία αντίρρηση. Κάποιοι άλλοι έφευγαν, για να ξαναγυρίσουν πάλι λίγο αργότερα και να ελέγξουν την πορεία των πραγμάτων.

Ο Κωστής πλησίασε κι αυτός και μέθυσε μονομιάς αναπνέοντας τα χνότα και τη λάσπη, αναπνέοντας την καθαρή ξέπνοη εικόνα, αναπνέοντας τον πόθο που για λίγο είχε γίνει ασυγκράτητος. Χέρια του χάιδεψαν το σώμα, κάποιος τον φίλησε στο λαιμό κι αυτός τραβήχτηκε, πλησιάζοντας όμως ακόμα πιο πολύ τον γονατιστό νέο, που βρισκόταν σε κάποιου είδους έκσταση. Θεός, είδωλο άψυχο και υπηρέτης. Θεράπων ακλόνητος, αδιαμαρτύρητος και αδιάκριτος, όταν το σπέρμα φτάνει αναβλύζοντας στο στόμα του, στα δόντια, στα χείλη του, γυρίζει το πρόσωπο στο πλάι και φτύνει ενώ με το χέρι συνεχίζει ν’ αδειάζει το περιεχόμενο αυτού που έχει γίνει ένα είδος τελετουργικού σκεύους, αυτού που τινάζεται διαλαλώντας την ανακούφιση και την απόσταση. Το αδειάζει, με ψύχραιμο πάντα χέρι, πάνω στο χώμα και τα φύλλα, πάνω στους κορμούς ενώ όλοι, σαν συνεννοημένοι, ανοίγουν τον κύκλο, που έχει γίνει τώρα ένα κουβάρι, τον ανοίγουν βιαστικά μήπως άθελά τους λερωθούν, μη θέλοντας να κουβαλήσουν στο σπίτι νωπά τα ενοχοποιητικά και γκροτέσκα αυτά τεκμήρια της πρώτης νύχτας του χρόνου. Το αδειάζει ενώ δίπλα στο στόμα του βρίσκεται κιόλας ο επόμενος μνηστήρας, αυτός που ελπίζει να κρατάει ακόμα η τύχη και να έχει όση ευκαιρία είχε κι ο προηγούμενος. Έχει γίνει ο νεαρός μια μάζα από χνότα καυτά, μια φωτιά που έχει ακόμα ένα σχήμα, απλώς και μόνο για να μπορεί να καίει ακόμα καλύτερα. Αναδίνει απ’ το σώμα του ατμούς ζεστούς, που σπάνε την παγωνιά και τον κάνουν διπλό σε μέγεθος, ροδαλό τώρα και αναμαλλιασμένο σαν φιγούρα κάποιου παραμυθιού σε μαγεμένο δάσος. Αν του βάλεις χιτώνες μουσκεμένους σε παγωμένα νερά λίμνης ορεινής, θα στεγνώσουν ο ένας μετά τον άλλο μέχρι τον αριθμό εφτά ή δώδεκα, κι ύστερα η δοκιμασία του θα έχει τελειώσει με άνεση και έχει χριστεί κι αυτός κάτι στην ιεραρχία των ανώτερων όντων.

Καθένας που τελείωνε σκούπιζε το χέρι του, που πιθανώς είχε λερωθεί κι αυτό, στον κορμό ή στα φύλλα κάποιου θάμνου, μάζευε τα παντελόνια του και χωρίς να κοντοστέκεται πια, έχοντας επιτελέσει αυτό για το οποίο ήταν εκεί, με μια αίσθηση τώρα πως έπρεπε να αφήσει το χώρο και για άλλους, ενθυμούμενος τελικά το προχωρημένο της ώρας, έφευγε βιαστικά χωρίς να γυρίσει το κεφάλι πίσω, λες και αυτό να ήταν όρος να μη διαλυθεί η εικόνα, να μπορέσει να την πάρει σπίτι του, αν ήθελε να τη φυλάξει, πιστεύοντάς την, ή απλώς να την ξεχάσει. Κάποιος, ένας απ’ τους νεαρότερους του κύκλου, ένα μετρίου αναστήματος παιδί, παχουλό αλλά με σάρκα σφιχτή και λάμψη στο πρόσωπο, τελειώνοντας μέσα και έξω από το στόμα του γονατιστού νέου, τον σήκωσε όρθιο και με ένα μικρό χαμόγελο, κάτι μεταξύ ευγνωμοσύνης, αγαλλίασης και λύπης, τον καληνύχτισε μ’ ένα φιλί στα χείλη. Είχαν στ’ αλήθεια φιληθεί με πάθος και πιο πριν, ο κοντούλης ξέροντας ποιον φιλάει και τι κάνει, ο άλλος φιλώντας μέσα σ’ έναν πυρετό που ήταν αποκλειστικά δικός του, έναν πυρετό που τον διέλυε και τον έκανε ταυτόχρονα έναν πέτρινο άνθρωπο, άτρωτο και απρόσωπο, που ανήκε σε όλους, άρα που έτρεμε να ανήκει σε έναν μέσα σε τόση παγωνιά, ένα στοιχείο της φύσης αδιάφορο, μια πηγή απ’ όπου όλοι μπορούσαν να πιουν αλλά όχι και να διακόψουν τη ροή της που τους καθρέφτιζε μόνο στιγμιαία.

Η ένταση στο κέντρο του κουβαριού ήταν τόσο μεγάλη, που οι επιμέρους προσπάθειες για κάποια παράλληλα ζευγαρώματα έπεφταν τελικά στο κενό και όλα τα μάτια και τα μέλη γύριζαν πάλι προς τη φωτιά που έκαιγε ακόμα εκεί ασίγαστη και τους ζέσταινε.

Μια καινούρια παρουσία ήρθε να δώσει το αίμα της στην ξαναμμένη ομάδα. Μια ψηλόλιγνη σκιά, που αφού έριξε πρώτα μια εξεταστική ματιά να καταλάβει τι ακριβώς γινότανε, άρχισε – χωρίς καθυστέρηση, σαν να είχε έρθει ακριβώς γι’ αυτό – να παίζει το ρόλο του βοηθού του νεαρού που ήταν γονατισμένος, προετοιμάζοντας με το ένα χέρι αυτούς που περίμεναν τη σειρά τους, παίρνοντας με το άλλο το κεφάλι του νεαρού και βοηθώντας την κίνηση πάνω στο ερεθισμένο μέλος μες στο στόμα του. Ο ίδιος δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ αυτό, φανερά ευχαριστημένος επειδή έκανε τους άλλους να κουρδίζονται πάνω στους ρυθμούς που ο ίδιος με τα χέρια του έδινε. Ήταν κι αυτός βυθισμένος σε ένα είδος εκστασης που τον έκανε να μην κοιτάει πρόσωπα και να διαλέγει. Έπιασε ψηλαφητά ανάμεσα στα πόδια του Κωστή, που ήταν ο κοντινότερος διπλανός του εκείνη τη στιγμή. Εκείνος για μια στιγμή τον άφησε, όταν όμως γύρισε και κοίταξε τον νεοφερμένο, αναγνώρισε πως αυτό το χέρι που πήγαινε τώρα να του λύσει τη ζώνη του μπλουτζίν ήταν το χέρι με τα μακρόστενα και γεμάτα δάχτυλα του Κωνσταντίνου. Τραβήχτηκε τότε όσο λιγότερο βίαια μπορούσε, τραβήχτηκε και έστρεψε το πρόσωπό του απ’ την άλλη, εκεί όπου βασίλευε ακόμα πιο βαθιά σκιά. Κι ο άλλος όμως, χωρίς να επιμείνει, μιας και ήταν εκεί σαν ένα καλοκάγαθο πνεύμα, που όμως θα βοηθούσε μόνο όσους ήθελαν να το επικαλεστούν, στράφηκε αμέσως σε κάποιον άλλο, που αυτός όχι μόνο δεν τον αρνήθηκε, αλλά στάθηκε – ήταν σχετικά νέος, κοντός κι αυτός, με μούσι και κάτι το στιβαρό στο σκαρί του –, κατέβασε μόνος το παντελόνι του και ο Κωνσταντίνος δεν αρκέστηκε τώρα να τον προετοιμάσει με τα χέρια, αλλά έκανε λίγη απ’ τη δουλειά του άλλου, βάζοντας τον ο ίδιος μες στο στόμα του, πριν τον παραδώσει όμως τελικά στον γονατιστό νεαρό, μόλις εκείνος θα είχε την ευκαιρία.

Τώρα πια είχαν απομείνει ελάχιστοι, δυο τρεις ηλικιωμένοι. Ο ένας σχεδόν γκροτέσκα κονόχοντρος, ανατριχιαστικά αστείος στην προσπάθειά του να μπορέσει να αποκτήσει μια ευπρεπή στύση, ώστε ο όμορφος νέος της νύχτας που πλησίαζε στο τέλος της να τον κρατήσει μέχρι τέλους στο στόμα του, για να μπορέσει να ξεκινήσει το έτος με έναν οργασμό που μπορεί, τέτοιος, να ήταν κι ο τελευταίος του. Δεν τα κατάφερε. Έδωσε τη θέση του στον επόμενο ο οποίος όμως δεν το αποτόλμησε καν. Ο νεαρός βρέθηκε χωρίς αντικείμενο κι αφού περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, σηκώθηκε όρθιος. Ο Κωνσταντίνος τον αγκάλιασε με το ένα χέρι απ’ τους ώμους και με το άλλο άρχισε να βοηθάει αυτόν με τη σειρά του. Εκείνος έδειξε την ίδια ψύχραιμη έξαψη, την ίδια αδιάφορη απεραντοσύνη που είχε δείξει για όλες τις προηγούμενες πράξεις. Την τελευταία στιγμή, με μανία πια και γρηγοράδα, που χωρίς αυτήν φαίνεται πως δε θα κατάφερνε να τελειώσει, πήρε απ’ το χέρι του Κωνσταντίνου αυτό που τελικά ήταν πάντα δικό του και κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια πάλι πέρα μέσα στα δέντρα, ελευθέρωσε, δίνοντας το δικό του ρυθμό, εκείνο που τόση ώρα περίμενε μέσα του υπομονετικά τη στιγμή του, αυτό που τώρα, πριν καλά καλά προλάβει να υγράνει το χώμα μπροστά του, άρχισε να τον κάνει, μέσα από συγκρατημένα ξεφυσήματα και μουγκρητά, από στοιχείο της φύσης απρόσωπο να επανακτά μια δική του, θολή στην αρχή κι αμέσως μετά χειροπιαστή προσωπικότητα, και χωρίς να νοιάζεται για όσους ακόμα, λίγοι πια, περίμεναν τη συνέχεια αυτής της τόσο ηφαιστιώδους σκηνής, αυτούς που περίμεναν παίζοντας με υπομονή, καθώς τον κοίταζαν, με τον εαυτό τους, αγγίζοντάς τον απλώς τώρα πια ή φιλώντας τον, και όχι στα χείλη, ντύθηκε, πέρασε το τίσερτ πάλι μπροστά στο στήθος του, κούμπωσε το τζιν του, έπιασε, κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω του, το μπουφάν του, το φόρεσε και εξαφανίστηκε με γρηγοράδα αβίαστη, που όμως ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την πλήρη διαθεσιμότητά του μερικές στιγμές πριν, όταν για λίγο είχαν πιστέψει πως αυτός ο νέος άντρας σχεδόν τους ανήκε. Ο Κωστής που, αφότου αντιλήφθηκε τον Κωνσταντίνο, είχε οπισθοχωρήσει λίγο και παρακολουθούσε από μικρή απόσταση, μισοκρυμμένος πίσω από κάποιο κορμό, ακολούθησε για λίγο τον νεαρό, φεύγοντας και ο ίδιος μ’ αυτή την ευκαιρία, μη θέλοντας να χρονοτριβήσει άλλο, διακινδυνεύοντας έτσι μια πιθανή συνάντηση, τον ακολούθησε και τον είδε, βγαίνοντας απ’ το σύδεντρο, να κατευθύνεται προς τα έξω όπου ήδη αόριστα χάραζε κάποιο γαλάζιο, να ψαρεύει απ’ την τσέπη του με ακρίβεια κάποια κλειδιά αυτοκινήτου, να ανοίγει την πόρτα, να μπαίνει και να ξεκινάει χωρίς ούτε ένα ελάχιστο βλέμμα προς τα πίσω, σαν να ανήκε ήδη κάπου αλλού. Οδηγώντας ένα αυτοκίνητο κάποτε κόκκινο, αφήνοντας τον Κωστή σε απορία και τώρα πια λιγάκι ερεθισμένο, μες στην αυγή, την πιο κρύα ώρα της μέρας.

Στο ταξί

Πήρα το ταξί από Λεωφόρο Στρατού, πάνω από Καλαχάρι. Θα ήταν 11.30 το βράδυ. Έκατσα πίσω γιατί είχε άλλο επιβάτη μπροστά. Με βόλευε κιόλας, με άφηνε μόνο μου στη μελαγχολία μου. Δεν ξέρω γιατί είχα φύγει από το μέρος του ψωνιστηριού πριν ακόμα αρχίσει καλά καλά το τζέρτζελο. Ξέρω μόνο ότι έγερνα στην πόρτα του αυτοκινήτου ακουμπώντας το μέτωπό μου στο τζάμι κι άκουγα το ράδιο. Έπαιζε ένα τραγούδι πολύ γνωστό τη εποχή εκείνη, που πήγαινε κάπως έτσι: “Μήπως φταίνε τα φεγγάρια κι είμαι τόσο μοναχή, νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή…”. Αλλόκοτο τραγούδι για να αρέσει σε έναν 23χρονο, πόσο μάλλον αν κρίνουμε το σημείο που έστρεψε την πλάτη κι ανέβηκε σ’ αυτό το ταξί. Άφησα, όχι δίχως μια αίσθηση προδοσίας, τα δάκρυά μου να κυλήσουν και τότε άκουσα τον μπροστινό μου να μιλά: “Δεν μπορώ, ρε φίλε, δεν πάει άλλο”. “Θα φτιάξουν τα πράγματα, παλικάρι μου, θα δεις…” του είπε ο ταξιτζής με όλη τη σοφία που διαθέτει ένας ταξιτζής. “Δεν πάει άλλο, δεν πάει άλλο…” συνέχισε τον μονόλογο ο άλλος ακάθεκτος, επιλήσμων στις πατρικές συμβουλές του ταρίφα.

Με τα πολλά φτάσαμε Πλατεία Χαριλάου, ο άλλος πλήρωσε, άνοιξε την πόρτα, μουρμουρίζοντας ακόμα “Δεν πάει άλλο…” Έκλεισε η πόρτα κι ο ταξιτζής γύρισε και στράφηκε στην κλαμένη φάτσα μου με ένα χαμόγελο σαρδόνιο και ύφος που σήμαινε ότι εχει δει πολλά: “Κατάλαβες; Πούστης ο κύριος!”

“Κατεβαίνω κι εγώ εδώ μαζί του” απάντησα και βγήκα. Μα ο πούστης κύριος είχε χαθεί κι εγώ ήμουν χαμένος στην καρδιά της Χαριλάου, ανάμεσα σε πολυκατοικίες οικογενειακές και ετεροφυλόφιλες παρέες που ανέπνεαν τις πρώτες ζέστες της άνοιξης. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω στην Καλαχάρι, τον αναπόφευκτο προορισμό μου, μα ένιωσα τα μέλη μου κουρασμένα από το “μήπως φταίνε τα φεγγάρια”. Πήγα σπίτι, τυλίχθηκα με ένα άσπρο σεντόνι γυμνός και, ηττημένος, πήγα κλαίγοντας για ύπνο. Δεν πάει άλλο, ρε φίλε, δεν πάει άλλο…

Από το πάρκο στο κενό

Από τη συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Παλαμιώτη “Από το πάρκο στο κενό”. Επανεκδόθηκε το 2008 από τις εκδόσεις “Πολύχρωμος Πλανήτης”

Με την αιώνια επιφυλακτικότητα που σε διακρίνει, μπαίνεις πάντα από την ίδια πλευρά, όχι τόσο γιατί συνήθισες ή αγάπησες αυτό το δρομάκι, όσο γιατί αισθάνεσαι μεγαλύτερη ασφάλεια έτσι μοναχικός και αθόρυβος που εισβάλλεις. Άλλωστε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευκολότερα καλύπτεις με τη βόλτα σου όλες τις κατευθύνσεις του πράσινου φωτοστέφανου, με την αψιά μυρουδιά κατουρλιού ζώων κι ανθρώπων· ακόμα και τη μυρουδιά απ’ το τρίχωμα και τα φαγιά τους. Τα δυο πρώτα παγκάκια – σαπισμένο το ξύλο, χορταριασμένες οι τσιμεντένιες βάσεις, κι αν επιχειρήσεις μια έρευνα, χωρίς δυσκολία διαπιστώνεις ότι οι πιο πολλοί προτιμάνε να βολεύονται στο σανίδι της ράχης, γδέρνοντας και λερώνοντας με τα παπούτσια τους το υπόλοιπο παγκάκι· η πρώτη εικόνα, λοιπόν, παρουσιάζει κάτι απ’ την αρπαχτικότητα των γυμνασμένων γυπαετών που, συνήθως, δεν κατασπαράζουν, παρά μόνο σε περίπτωση έντονης πρόκλησης – κατά κανόνα τα προσπερνάς, γιατί μια ζωή γεμίζουν απ’ τα μεσάνυχτα και πέρα, εξαιτίας του ότι βρίσκονται κοντά σε φως από αυτοκίνητα παρκαρισμένα και βόλτες άσχετων μοναχικών ή ζευγαριών. Αντικρίζεις φάτσες που κατ’·επανάληψη στην ίδια πτέρυγα μαρμαρώνουν ή κάνουν πιάτσα κάτω απ’ τις ίδιες κολώνες, τα δέντρα ή τελοσπάντων γυροφέρνουν μόνιμα στον ίδιο μικρό τόπο – “του εγκλήματος” σου ’ρχεται να γράψεις απ’ τις χιλιάδες εκφράσεις κλισέ πού ’μαθες να αναμασάς. Λίγες οι άγνωστες μορφές. Συμμαζεμένες, δειλές κι άτολμες ακόμα, δεν κοιτάζουν κατάματα. Το ξέρεις – στό ’μαθε μια χαρά το κύκλωμά σου – έχουνε μεγαλύτερη πέραση τα νέα φυντάνια του πάρκου, οι πρωτόβγαλτοι – όπως στο θέατρο, που πάντα τραβούσε κι εσένα, από περιέργεια, το παίξιμο του πρωτοεμφανιζόμενου. Σκέψου πως θά ’θελες κι εσύ να θεωρείσαι κάτι τέτοιο, ένα αγόρι που πρωτοπατάει με χίλιες προφυλάξεις και αναστολές το υγρό χώμα, που αγγίζει αναρριγώντας τα φυλλώματα, έτσι, για να διαπιστώσει ότι βρίσκεται σε πραγματικό χώρο, όπου δεν βρικολακιάζουν οι άνθρωποι.

Παρακεί βλέπεις τις αδελφές να κωλοχτυπιούνται απ’ τα γέλια, να σου ρίχνουν σουβλερές ματιές γιατί, όπως και να το κάνουμε, νέος ακόμα είσαι και τρώγεσαι – την ίδια τύχη έχει κι ό,τι γυαλίζει με πρώτη ματιά – αν και, συνήθως, πέστο αδελφίστικη νοοτροπία, πέστο εκλεκτικότητα, απορρίπτουν τους μισούς. (Εύκολα πέφτουν τα βέλη στους Σεβαστιανούς οι λέξεις που ανήκουν στο οπλοστάσιο της ανδροκρατικής ηθικής, γίνονται πραγματικά πυρά εκδίκησης στο αντίθετο στρατόπεδο. Και τι σημαίνει “αδελφή” θα σου πει ο άλλος που εξωραΐζει την άθλια πραγματικότητα, θα σου προσάψει δόλο, ενοχοποίηση και αποδοχή της καταπίεσης. Μα το διαχωρισμό αυτόν σε ομοφυλόφιλο, αδελφή κι ένα σωρό άλλες αποχρώσες έννοιες ή καλλιαρντοποιημένα στεγανά, πρώτοι και καλύτεροι τα οικειοποιούνται κι αισθάνονται άνετοι και ασφαλείς μέσα τους οι ομοφυλόφιλοι-αδελφές. Κι ο επιπλέον λόγος που πιθανώς να σε απάλλασσε απ’ τις βαριές κατηγορίες είναι η αναγκαιότητα της καταφυγής σε λέξεις-κώδικες για τη σωστή περιγραφή του υποκειμένου και για απόλυτη ακρίβεια στους επιμέρους χαρακτηρισμούς). Ποιες απ’ αυτές συγκεντρώνουν και τις άλλες, δεν σ’ απασχόλησε και λίγο σε νοιάζει. Η ουσία είναι πως πρέπει πάση θυσία να περάσεις ξυστά από δίπλα τους, κρατώντας παράστημα αντρικό και έκφραση που να μην προδίνει πονηρές διαθέσεις και τα τέτοια. Ξέρεις εσύ, όπως το ξέρουν ή το μαντεύουν εύκολα και τούτες: σκληραίνεις τα χαρακτηριστικά σου, χώνεις το ένα ή και τα δυο χέρια μάγκικα στις τσέπες, περνάς ρίχνοντας ένα προσποιητά. έκπληκτο βλέμμα στη συντροφιά τους κι απομακρύνεσαι σταθερά μα γρήγορα. Ξαλάφρωσες, δεν τις μπορείς τις αδελφές. Έτσι και σε πάρουν πρέφα κι αν δεν τις μιλήσεις, τότε είναι που πνιχτά ή ξεφωνημένα το σχόλιο δεν το γλιτώνεις ό,τι κι αν είσαι. Όχι, βέβαια, πως έχεις υποστεί τέτοια δοκιμασία, αλλά ενημερώθηκες σχετικά, γνώρισες κάποια πρόσωπα, σου άνοιξαν τα μάτια, κι ενώ μετά βδελυγμίας απέφευγες κι αποστρεφόσουν παρόμοια στέκια κι ανθρώπους, αφέθηκες τελικά στη μοίρα κι ας θεωρούσες τον εαυτό σου δυνατό και τρίχες κατσαρές. Σου άνοιξαν τα μάτια και τώρα τρως με την κουτάλα τα ευκολοσερβίριστα.

Κάποιοι αλητάμπουρες με τη γόπα, το μουστάκι και τη βαριά κι ασήκωτη περπατησιά σε κόβουν, ενώ τους προσπερνάς. Προτιμούν να κάνουν πως χαζεύουν τα κοιμισμένα ζώα στα κλουβιά τους, γιατί έτσι επιτυγχάνεται ευκολότερα το πλησίασμα. Κάνεις το ίδιο κι εσύ και η συζήτηση για την παιχνιδιάρα μαϊμού ή την αργοπορημένη χελώνα σε φέρνει εκεί που θες. Μα και πάλι μην πεις ότι σού ’τυχαν παρόμοια περιστατικά. Ψέματα. Απλώς εκθέτεις τις πιο πιθανές εκδοχές κι εξιστορείς πώς περίπου αρχίζουν κι εξελίσσονται τα πράγματα.

Εκείνα τα παγκάκια στη σειρά – λες και κάνεις επιθεώρηση καθαριότητας ή φάτσας – είναι σκότωμα. Βρίσκεσαι σε τρομερό δίλημμα για ποιο βάδισμα ν’ ακολουθήσεις, τι έκφραση να πάρεις, πώς να ταχτοποιήσεις το μαλλί. Στο πρώτο μπορεί να κάθεται η μεγαλύτερη ξεκωλιάρα του πάρκου – αποκομμένη απ’ την παρέα της, αν και σπάνιο αυτό. Στο παρακάτω δεν αποκλείεται να συχνάζει η χειρότερη περίπτωση τσιναριού-νάρκισσου, που ξημερώνεται στην Τσιμισκή και νυχτώνεται στο πάρκο. Και στο άλλο ενδεχομένως να κουρνιάζει ένας ομοφυλόφιλος που να ταιριάζετε στα γούστα. Πες πως αλλάζεις κίνηση, έκφραση, μαλλί από το δεύτερο παγκάκι κι πέρα – κι αυτό αν προλαβαίνεις. Έτσι όμως κι αμέσως παρακάτω συναντήσεις τον ηλικιωμένο που κάποτε έκανες την παραχώρηση, από συμπόνια, να τα συμφωνήσεις, ενώ αηδίαζες ακόμα και να τον ακουμπήσεις; (Σε χάιδεψε λιγάκι, τέλειωσε χωρίς τη συμμετοχή σου κι ενώ άνοιγε την εξώπορτα να φύγεις, με το ζόρι δέχτηκες το χαρτζιλίκι στην τσέπη του πουκαμίσου, εσύ ξέροντας πως δεν θα τον ξανάβλεπες, αυτός ελπίζοντας σε νέα επαφή). Όπως και να το χάνεις, ντρέπεσαι να τον αντικρίσεις δίχως την απαιτούμενη σκληρότητα.

Στα πρώτα δισταχτικά βήματα, σε είχε συνεπάρει ο τρόμος τής ασχήμιας που θα συναντούσες κι έψαχνες με αγωνία τρόπους ριζικής απόκρουσης των προτάσεων. Χωρίς να πληγώνεις, χωρίς να μπλέκεις σε ιστορίες. Δε χρειάστηκε. Κι όχι γιατί οι άσχημοι ήταν δυσεύρετοι ή αποκλεισμένοι, αλλά γιατί συμβιβάστηκαν με τον εαυτό τους και πλησιάζουν άτομα της ίδιας περίπου στάθμης – ούτε ομορφότερα, ούτε πολύ χειρότερα απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και μετριάζεται η έκπληξή σου όποτε συναντάς παρέες απαρτιζόμενες από όμορφους ή άσχημους κατ’ αποκλειστικότητα: οι δρόμοι των ομοειδών συμπίπτουν. Σπάνια έγινες μάρτυρας συγχώνευσης των δύο κόσμων.

Το κατάλαβες όμως πως σε πνίγει αυτό το κλίμα, η πονηριά, τα σούρτα-φέρτα, οι αδιάντροπες ματιές, το νυφοπάζαρο. Βγαίνεις – παρόλο τον κίνδυνο να αναγνωριστείς από συγγενικά ή γειτονικά σου πρόσωπα που θα περνούν πεζή ή μ’ αυτοκίνητο – και αναπόφευκτα εισπνέεις το καυσαέριο και τη σκόνη. Άλλες παρουσίες εκεί, πιο φοβισμένες σου φαίνονται (ή μήπως το αντίθετο;) λιγότερο αντιπαθητικές πάντως. Δημιουργήθηκε κι ένα είδος πάρκινγκ για τους βιαστικούς γιωταχήδες πάνω στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Μαύρα φαντάσματα κοιτούν εξεταστικά απ’ τα παράθυρα τις σιλουέτες που σουλατσάρουν· αν είναι του γούστου τους, κορνάρουν, σφυρίζουν, μιλάνε. Διαφορετικά, αναμονή. Ό,τι και να πεις, τον έβρισκες ανέκαθεν πιο σικ αυτόν τον τρόπο ψωνίσματος, καθαρότερη δουλειά, γρήγορη. Κι ό,τι πάλι να πεις, τέτοιες περιπτώσεις σού ’τυχαν κάποιες φορές. Το αυτοκίνητο σταθμεύει συνήθως στην άκρη της παραλίας, όπου βρίσκονται κι άλλα παρατεταγμένα στη σειρά – ομαλοί έρωτες εκείνοι –, οι πρώτες θέσεις γίνονται κρεβάτι και τα λοιπά. Έχεις στο κάτω κάτω και μεταφορικό μέσο για το σπίτι, οποιαδήποτε ώρα κι αν τελειώσει η ιστορία. Το ξαναλές: ξηγημένα πράματα.

Το μανίκι είναι με τους φαντάρους. Άπειρα περιστατικά σού ’χουν διηγηθεί τόσοι και τόσοι ανοιχτομάτηδες παρκόβιοι· ότι κάνουν τους επιδειξίες, τους βαρύμαyκες, τους νταήδες. Με το χακί καλύπτονται. Ναι, παραλίγο να την πατήσεις κάποτε κι εσύ. Ευτυχώς, πέρασες ξώφαλτσα. Οι πιο μερακλήδες όμως επιμένουν, σπάζοντας τα μούτρα τους, δίνοντας παράλληλα και τη χειρότερη εικόνα παρακμιακού ομοφυλόφιλου. Ο αχαλιναγώγητος πόθος τους καταστρέφει τις όποιες αμυδρά καλές εντυπώσεις. Κι εξαιτίας τους έχουν μετά το θράσος μερικά τσογλάνια ν’ ανοίγουν το πορτέλο, να την πιάνουν παίζοντάς την μισοσηκωμένη και ν’ αξιώνουν επιτόπια ικανοποίηση. Εύχεσαι ποτέ να μη βρεθείς σε ανάλογη θέση. Όσο τουλάχιστον δε σε πήραν ακόμα τα χρόνια.

Διαθέτει, βέβαια, και πνευματικότητα το πάρκο. Μια μερίδα κουλτούρας όλο και κυκλοφορεί, όλο και γίνεται αναγνωρίσιμη. Από τους πρώτους καλλιεργημένους με όνομα ήταν ο ποιητής που εξακολουθεί να κόβει βόλτες στο περιθώριο, κι αργότερα έφερε κι άλλους, το παράδειγμά του έγινε προς μίμηση. Ένα είδος σήματος κατατεθέντος, που λένε, με προσβάσεις, φιλίες προς κάθε κατεύθυνση, αλλά και με μπόλικη σοβαροφάνεια. Τελευταία, κάποιοι που τον διαβάζουν επιπόλαια, απαγγέλουν σκαμπρόζικους στίχους του, καθώς αυτός περνάει σύρριζα από παγκάκια με φαντάρους (κι είναι τόσο ευερέθιστος κάποτε-κάποτε που ορμάει αλόγιστα στους διασύροντες την ποίησή του· αδυνατώντας όμως να τα βγάλει πέρα με την τόση κακία, παραιτείται κι εξαφανίζεται). Ο άλλος, συγγενικής πάστας με τον πρώτο, ποιητής, φαίνεται να κατέχεται ακόμα από αναστολές – ή με τη μέθοδο που ακολουθεί να βρίσκει ευκολότερα παρέα. Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Νόμος των πιθανοτήτων και τα παρόμοια.

Ομολογείς πάντως με χαρά ότι, παρά τα όσα έχεις ακούσει για εφόδους αστυνομικών, όσες φορές και να κυκλοφόρησες, ποτέ δεν έπεσες πάνω σε μπάτσο. Άλλωστε, έχουν άλλα προβλήματα κι αυτοί, λίγο η κοινωνία έγινε ελαστικότερη, λίγο οι διώξεις περιορίστηκαν σε διακριτικότερα πλαίσια εξαιτίας της ΕΟΚ – όλα μετράνε. Έχεις ακούσει για έλεγχο ταυτοτήτων, βίαιη σχεδόν προσαγωγή για εξακρίβωση στοιχείων και στη συνέχεια εξέταση για τις αρρώστιες – πράγματα που διασκεδάζουν τις αδελφές. Πόσα κόλπα και κομπίνες, υπερβολές ή γεγονότα δεν έφτασαν στ’ αυτιά σου! Θύμα κανένας τελικά δεν αισθάνεται ή και δεν είναι. Όλα έχουν το δούναι και το λαβείν τους. Άσε που κάποιο σκληρό αστυνομικάκι ενδίδει στο τέλος και συμβιβάζονται τα πράγματα. Τα πάντα – το κατάλαβες πια – είναι σχετικά. Ακόμα και τα πλέον άσχετα σε πρώτη όψη.

“Το πάρκο ρυθμίζει τη ζωή μας”, το άκουσες από στενό φίλο με ψυχώσεις κι ατέρμονες αναζητήσεις, αλλά αυτό δεν αμφισβητεί τη γνησιότητα του αποφθέγματος – και το υιοθέτησες αμέσως. Γιατί όχι, αφού και το δεσμό σου εξαιτίας του πάρκου κινδύνευες πάντα να τον χάσεις – όπως και τον έχασες. Με τόση πηγαία ειλικρίνεια δεν πρόκειται, φυσικά, να αποσιωπήσεις ή να διαστρεβλώσεις τα αληθινά γεγονότα: κοντά δύο το πρωί είχες ανακαλύψει στα σύδεντρα τον παντρεμένο και γονιό κύριο με τη σκυλίσια μούρη που μέσα στη σκοτοδίνη σου έκανες παλιότερα έρωτα μαζί του. Βλέποντας πως οι άλλες λύσεις ήταν ανέφικτες, ενέδωσες στα παρακάλια του και στρωθήκατε στο γρασίδι σε στάση εξηνταεννιά. Κάπου στην τελευταία φάση πήρε το μάτι σου το δεσμό που έλειπε από Θεσσαλονίκη και θά ’φτανε, κατά τα λεγόμενά του, την επομένη, να ανηφορίζει ένα μονοπάτι με βήμα χορευτικό, ανάερο – γνώρισμα αδιάψευστο – σε απόσταση λίγων μέτρων από κει που βρισκόσουν κατάχαμα. Αντί να λακίσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτρεξες, τον παρακολούθησες πίσω απ’ τους πυκνούς πυράκανθους, τον έχασες για λίγο και αντικρίζοντάς τον μετά παρέα μ’ έναν ψηλό μαλλιά αναρχικό, αναδύθηκες απ’ τον κρυψώνα και βάδισες πίσω του σε απόσταση βολής. Όταν γύρισε από ένστικτο το κεφάλι, δυσκολεύτηκε να σ’ αναγνωρίσει, πλησίασε και έκπληκτος ζήτησε εξηγήσεις για την εκεί παρουσία σου. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι σου, άλλον τρόπο αντίδρασης δεν είχες πρόχειρο εκείνη τη στιγμή, του άστραψες ένα χαστούκι που αντήχησε σ’ όλο το πάρκο και τρέμοντας από αγανάκτηση τό ’βαλες στα πόδια.

Δεν έχεις χωνέψει ακόμα τον υπόκοσμο – αν επιτέλους πείστηκες πως μέσα εκεί μόνο ο υπόκοσμος κυκλοφορεί. (Πώς μπορείς και ξεστομίζεις τέτοια ύβρη; Τόσο εύκολα κηλιδώνεις τους καλούς φίλους, όπως το Λάκη που σπουδάζει στο Εξωτερικό, και μόλις πατήσει το πόδι του στη Σαλονίκη κάνει δεύτερο σπίτι το πάρκο; Αρχίζει την περιπλάνηση στο πάνω τμήμα – το πιο ανασφαλές από τότε που ένα μάτσο αλητών ξυλοφόρτωσε τη θρασύτατη Στέλλα – κατεβαίνει μετά στους μεγάλους διαδρόμους με το άπλετο φως – σε μια τέτοια απόπειρα καθόδου, αναφέρει το μαρτυρολόγιο, δολοφόνησαν τη θλιμμένη πριγκίπισσα Τζίλντα – και κάνει έναρξη της δεύτερης πράξης στην παράστασή του. Ώσπου να βαρεθείς καθόσουν και παρακολουθούσες όλο το ξεπάτωμά του από χλόη σε χλόη, από παγκάκι σε παγκάκι, από πούτσο σε πούτσο. Τά ’βλεπες και δεν αποφάσιζες ποιον να κατηγορήσεις: αυτόν που γινόταν αντικείμενο χρησιμοποίησης σαν την οποιαδήποτε κοινή ή εσένα που ανεχόσουν όχι μόνο να του μιλάς αλλά και να του κάνεις συντροφιά, τη στιγμή που οι δικές του επιθυμίες ήταν ακόρεστες κι ακόλαστες, ενώ οι δικές σου δεν είχαν προλάβει να μορφοποιηθούν καν μέσα στον ανεμοστρόβιλο που σ’ είχε αρπάξει;)

Μα στό ’λεγα πάντα πως δεν είσαι για τέτοια. Είχες αριστοκρατικές αντιλήψεις, κάποια, βρε αδελφέ, μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό σου. Και ξέπεσες στο πάρκο. Βέβαια, έχεις το ελαφρυντικό πως τη συνήθεια άλλοι σού τη μετέδωσαν και τώρα τη γυροφέρνεις και την εκμεταλλεύεσαι ξεδιάντροπα κι επικίνδυνα. Πίστεψες στην αρχή ότι θα κατόρθωνες ν’ αποτραβήξεις από τούτη τη ζωή κάποιον τελοσπάντων που ήταν δίπλα σου και σ’ αγαπούσε μ’ επαρχιωτική έστω νοοτροπία, ενώ τώρα ανήκει ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Όμως ήταν, ομολόyησέ το, γλυκιά η συνήθεια κι εύκολος ο τρόπος της αναζήτησης και η εξεύρεση συντροφιάς από το πάρκο. Έπεσες με τα μούτρα κι άντε τώρα να δούμε αν ποτέ θα σηκωθείς.

Pedophobic discources

Από το 0151 #3 https://0151.espivblogs.net/tag/paidofovia/

Ιατροδικαϊικές αποφάνσεις

Ο/Η παιδόφιλος/η έχει οριστεί στο σημερινό σύστημα της σεξουαλικότητας, σαν το αρχέτυπο του διεστραμμένου ενήλικα. Ο παιδεραστής είναι το κατεξοχήν υποκείμενο που χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, για το οποίο η κοινωνία εμφανίζεται πάντα έτοιμη να στήσει τις λαιμητόμους της. Το παπάκι μπαίνει γιατί το νομικό και κοινωνικό στίγμα της παιδοφιλίας αφορά κάθε ενήλικο/η που αναπτύσσει ερωτική σχέση με ανήλικο/η, είτε είναι άντρας (cis και trans), είτε γυναίκα cis ή trans, είτε άντρας cis ή trans, η έμφυλη εμπειρία του δε χωράει στις έμφυλες ταυτότητες που έχει συγκροτήσει ιστορικά η πατριαρχία και έχει φυσικοποιήσει ο ιατροδικαιϊκός λόγος. Φυσικά η κάθε ταυτότητα φύλου έχει διαφορετικά προνόμια, προβληματικοποιείται με διαφορετικό τρόπο και βιώνει με διαφορετικό λόγο το στίγμα

Ταυτόχρονα η ίδια η περιγραφή της ταυτότητας του/της παιδόφιλου/ης είναι ένα σημείο που συναντιούνται με διαφορετικό τρόπο οι νομικές και ιατρικές αφηγήσεις. Η ψυχιατρική για να χτίσει το παθολογικό προφίλ της ασθένειας της παιδοφιλίας έχει τυποποιήσει κατά καιρός τους παιδόφιλους ως αριστερόχειρες, δεν έχουν αρκετή φαιά ουσία, είναι χαμηλής νοημοσύνης, (δεν αποδίδουν στα τεστ!) και είναι κοντοί.

Αυτά για όσους νομίζουν ότι η ψυχολογία έχει εγκαταλείψει την απροκάλυπτα ρατσιστική μεθοδολογία της εξέτασης βιομετρικών στοιχείων για την εξαγωγή συμπερασμάτων, που φυσικά χρησιμοποιούνται από πραγματογνώμονες ως επιχειρήματα σε δικονομικό επίπεδο. Παιδόφιλοι σύμφωνα με το DSM IV TR θεωρούνται όσοι/ες είναι πάνω από 16 και χαρακτηρίζονται από ισχυρό αποκλειστικό ή μη σεξουαλικό ενδιαφέρον για παιδιά κάτω από 13 ετών. Όσον αφορά τις διαγνώσεις εφήβων θεωρείται προϋπόθεση η 5 ετών διαφορά ηλικίας μεταξύ των ανήλικων. Ο ελληνικός ποινικός κώδικας χρησιμοποιεί το γνωστό όρο αποπλάνηση ανηλίκου στο άρθρο 339 και προβλέπει κάθειρξη σε όποιον προβαίνει σε ασελγή πράξη με ανήλικο, η οποία επιβαρύνεται σε ποινή τουλάχιστον 10 ετών αν ο ανήλικος είναι κάτω από 10 ετών, – μειώνεται σε κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν είναι από 10 μέχρι 13 και σε φυλάκιση μέχρι 2 ετών αν ο ανήλικος είναι είναι από 13 έως 15. Ο ίδιος κώδικας διατηρεί στο άρθρο 347 ΠΚ μια ανοικτή ετεροσεξιστική διάκριση που ανεβάζει το ηλικιακό όριο για ομοφυλοφιλικές σχέσεις στα 17. Η νομική έννοια που χρησιμοποιείται είναι της ασέλγειας δεν έχει να κάνει με τη συναίνεση σε μια ερωτική πράξη, με την ύπαρξη ή όχι παραβιαστικής σεξιστικής συμπεριφοράς, απο καποι@ από τ@ς συμμετέχ@ς αλλά αφορά έναν τρόπο σωματικής/σεξουαλικής ικανοποίησης που θεωρείται μη-ηθικός και παράνομος, στα πλαίσια που ορίζει η κυρίαρχη πατριαρχική και ετεροκανονική οπτική. Και η τελευταία είναι αυτή που θεσμίζει και ενισχύει την κουλτούρα του βιασμού.

Η γενεαλογία του βιασμού

Για να κατανοήσουμε το ζήτημα θα πρέπει να κάνουμε μια γενεαλογία της έννοιας του βιασμού, στον πολιτικοδικαϊικό λόγο. Η πατριαρχική της σημασία ιστορικά δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε αναγνώριση της γυναικείας επιθυμίας και επιλογής. Σχετιζόταν με την παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ενός άλλου άνδρα του πατέρα ή του συζύγου.

Αυτή η σημασία στα πλαίσια της μετάβασης από το σύστημα της συγγένειας στο σύστημα της σεξουαλικότητας, φυσικοποιήθηκε μέσα από την εγκληματολογία και την αναπαράσταση του βιαστή ως ψυχικά διαταραγμένου άνδρα. Οι φεμινισμοί μέσα από τους αγώνες τους πήραν πίσω αυτή τη λέξη από τον ανδρικό λόγο και τη μετασχημάτισαν με τρόπο που να ενισχύει την πάλη για την ενδυνάμωση, την αυτονομία και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών cis και trans και ευρύτερα των ομοφυλόφιλων, των μη-ηγεμονικών αρρενωποτήτων. Ο βιασμός, λοιπόν, έπαψε να είναι γίνεται αντιληπτός ως επίθεση σε μια πατριαρχικά και Ιδιοκτησιακά οριζόμενη τιμή αλλά ως το αποκορύφωμα της ανδρικής πολιτικής εξουσίας πάνω στα σώματα των γυναικών. Από φεμινιστική σκοπιά το πρόβλημα δεν είναι μια μειονότητα παθολογικών διεστραμμένων που δεν μπορούσαν να πειθαρχήσουν στη τάξη του λόγου και του πολιτισμού αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός της πατριαρχίας που στηρίζεται πάνω στο εξαναγκαστικό σεξ και στην καθυπόταξη κάθε θηλυκής υποκειμενικότητας. Αυτοί είναι και η διαχρονική ριζοσπαστική αξία του συνθήματος «οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική είναι οι άντρες οι καθημερινοί». Η κουλτούρα του βιασμού είναι εγγεγραμένη στον τρόπο που χτίζεται η ετεροκανονική αντρική σεξουαλικότητα. Το να μπορούν να απειλήσουν ή να έχουν τη δυνατότητα όταν θέλουν να γίνουν θύτες βιασμού είναι ένα προνόμιο που η πατριαρχία σαν πολιτικό σύστημα αποδίδει σε όλους τους straight cis άντρες ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, αρτιμέλειας, μόρφωσης, τάξης, ψυχικής ισορροπίας κλπ. Αυτή η παραδοχή ακυρώνει την πατριαρχική επιχειρηματολογία που ισχυρίζεται ότι ο βιασμός είναι δείγμα ανανδρίας, ελλειπούς αρρενωπότητας, ζωώδους συμπεριφοράς, απουσίας της νηφαλιότητας και της κριτικής σκέψης πρέπει να διέπει έναν πολιτισμένο λευκό straight cis άντρα. Αυτό τον αποικιοκρατικό τρόπο σκέψης της ρατσιστικής εμφυλοποίησης του άλλου τη χρησιμοποιεί κατά κόρον στα 190 χρόνια της ύπαρξης της και η ελληνική αρρρενωπότητα, κατασκευάζοντας την αφήγηση για τούρκους, αλβανούς, μουσουλμάνους, νιγηριανούς κλπ., βιαστές που απειλούν τις ελληνίδες και τα ελληνόπαιδα. Το έθνος είναι άλλωστε το κατεξοχήν έδαφος συγκρότησης της σύγχρονης πατριαρχίας. Και ο βιασμός των γυναικών του εχθρού είναι όπλο για την ταπείνωσης του όπως μας έχει διδάξει πάνω απ’ όλα η η ίδια η ιστορία του ελληνικού στρατού τακτικού ή μη στην τριπολιτσά, στα γιαννιτσά, στη σμύρνη και σε πολλά άλλα αναρίθμητα παραδείγματα.

Το ετεροσεξιστικό background

Γενεαλογικά η ταξινόμηση και ταυτοποίηση της παιδοφιλίας ως διαστροφή εχει δομηθεί πάνω στον ετεροσεξισμό. ΓΙ ‘ αυτό άλλωστε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες η ίδια λέξη περιγράφει τον παιδεραστή και τον ομοφυλόφιλο άντρα π.χ. στα γαλλικά η λέξη pede σημαίνει και αδερφή. Η παιδαγωγικοποίηση του παιδικού σεξ, εκτός από απαγόρευση και εξονυχιστική επιτήρηση του αυνανισμού των αγοριών, σήμαινε και τον εξονυχιστικό έλεγχο των ορμών τους, προκειμένου να μην οδηγηθούν σε πρακτικές δαπάνης που θα έβαζαν σε κίνδυνο την υγιή ανάπτυξη του πληθυσμού, την ευρωστία της φυλής. Ο στιγματισμός ειδικά του έρωτα αγοριών/αντρών σαν παρά φύσει στοιχείο βαρβαρότητας που εναντιώνεται στην ανερχόμενη τάξη του λόγου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διαφωτισμού, σαν βάρβαρο δείγμα μεσαίωνα, άγνοιας, νοσηρότητας και σκοταδισμού κατέστη απαραίτητο μέρος του οικουμενικού βικτωριανού προτάγματος που καθόρισε τη μορφοποίηση της πατριαρχίας του συστήματος της σεξουαλικότητας.

Αυτό το λέμε γιατί στο μη-χριστιανικό κόσμο σε αρκετά συστήματα συγγένειας ο έρωτας άντρα/αγοριού παρέμενε ακόμα επίσημο μέρος της τελετουργίας μύησης της ενηλικίωσης, μέρος της εξέλιξης του νέου άντρα. Κι αν ακόμα ο χριστιανισμός επέβαλλε την καθολική προβληματικοποίηση των ηδονών της σάρκας εκτός του γάμου και των τελετών ένωσης ομοφύλων μέχρι της απαρχές της νεωτερικότητας, δηλαδή τη μεταρρύθμιση / αντιμεταρρύθμιση και τη συστηματική εξόντωση αιρετικών, μαγισσών κλπ τόσο στην ανατολή όσο κι στη δύση, σαν πρακτική στα μοναστήρια και στις μαθητείες των συντεχνιών η ερωτική αυτή τελετουργία συνέχιζε να ανθίζει όπως δείχνουν τα στοιχεία για τα σκάνδαλα. Στην πράξη η συγκρότηση του συστήματος της σεξουαλικότητας και της ρυθμιστικής του λειτουργία ήταν αλληλένδετη με την παραγωγή μιας παρατεταμένης παιδικής ηλικίας, που χρήζει εξονυχιστικής προστασίας, μέριμνας και φροντίδας.

Pedophobic discourse

Όλα αυτά δε γράφονται για να εξιδανικεύσουν την παιδοφιλική ταυτότητα σαν επαναστατική, ούτε να παρουσιάσουν την παιδοφιλική σχέση σαν τον τόπο της απελευθέρωσης μιας καταπιεσμένης από την κοινωνία των ενηλίκων παιδικής σεξουαλικότητας. Ξεκινάει από ένα ενδιαφέρον για το πως το κυνήγι παιδόφιλων συσπειρώνει τον εθνικό κορμό. Το παιδί και ο έφηβος μέσα στην ελληνική οικογένεια δε μαθαίνει ότι ανήκει στον εαυτό του και να διεκδικεί την ευθύνη της ελευθερίας του στις σχέσεις που δημιουργεί. Εδαφικοποιείται η εμπειρία του στο μαμά-μπαμπάς-εγώ και στις ναρκισσιστικές εμπειρίες υπερπροστασίας που συνοδεύουν. Μαθαίνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στην κανονιστικότητα του φύλου, του έθνους, της εργασίας/κατανάλωσης, και οποιαδήποτε απόκλιση από τις νόρμες συνοδεύεται από αίσθημα αποκλεισμού και αυτοματαίωσης. Γενικά νιώθει ότι αν αποκλίνει τότε η ζωή του δεν αξίζει να βιωθεί.

Για μια γενική αποπαθολογικοποίηση

Αν θέλουμε στην πολλαπλότητα και στην ποικιλία των βιωμάτων καταπίεσης τότε δεν μπορούμε να έχουμε ουσιοκρατική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα, να τη θεωρούμε a priori είτε μέσο χειραφέτησης είτε καταπιεστικό μηχανισμό της πατριαρχίας. Η διατύπωση ότι είναι ένα ανοικτό πεδίο γύρω από το οποίο εκτυλίσσονται στρατηγικές εξουσίας και αντίστασης βοηθάει περισσότερο τη συμπερίληψη όσο περισσότερων εμπειριών καταπίεσης και χειραφέτησης είναι εφικτό. Αν η πατριαρχία προτιμά να ελέγχει τις σεξουαλικές πρακτικές μέσω της παθολογικοποίησης και της εγκληματολογίας, ο φεμινισμός αντιπροτείνει την πολιτικοποίηση της σωματικής/ερωτικής ηδονής. Η ρυθμιστική κλίμακα που θέτει δε βασίζεται στην κλίμακα υγεία/ασθένεια, αλλά στην υπευθυνότητα, στη συναίνεση, στον αλληλοσεβασμό, και στην ενσυναίσθηση των προνομιών που έχει ο καθένας και η καθεμία από μας. Αντίθετα έννοιες στιγματισμένες συστημικά όπως: ανωμαλία, διαστροφή, ασθένεια κλπ. τις παίρνουμε πίσω και τις καθιστούμε θετικές. Η τερατοποίηση της παιδοφιλίας θυματοποιεί τα παιδιά αντιμετωπίζοντας τα ως μη-πρόσωπα, ανίκανα να έχουν τη δική τους συνειδητή επιθυμία. Στην πραγματικότητα αυτός ο λόγος λέει ότι πριν την ηλικία που ορίζει το κράτος ή/και έστω τη συνθήκη που ορίζει η κυρίαρχη ψυχολογία ταξινομεί ως εφηβεία κάποι@ δεν έχει δικαίωμα να κρίνει πότε θα πουν ναι και πότε όχι. Με αυτό τον τρόπο εγγράφει στα σώματα τους τη σύγχυση, το φόβο, την ενοχή που διευκολύνει την κακοποίηση τους.

Γιατί αν σε μια κοινωνία που η σεξουαλικότητα αποτελεί μια τόσο ισχυρή εξουσία στο πεδίο του λόγου, τα παιδιά δεν μπορούν να μιλήσουν για τη δική τους καύλα, και μαθαίνουν ότι αυτό είναι ένα προνόμιο που αφορά τους ενήλικες; τότε δε νιώθουν και καθόλου άνετα να μιλήσουν για μια παραβιαστική πρακτική που υφίστανται τα σώματα τους ούτε μαθαίνουν πως να εκφράσουν μια ενδεχόμενη δική τους ερωτική διέγερση απέναντι στα σώματα των άλλων. Μια συγκρότηση ερωτικών υποκειμένων που εναντιώνεται στην κουλτούρα του βιασμού δεν μπορεί να βασίζεται παρά στις ρητές συναινέσεις. Γι’ αυτή τη ρητότητα δεν αρκεί η τυπικότητα της λεκτικής επικοινωνίας, αλλά απαιτείται να αποτυπώνεται και μέσα από τη γλώσσα του σώματος.

Η διαφορά είναι εμφανής. Η απόσταση ανάμεσα σε δυο στόματα που φιλιούνται με πάθος ακόμα κι αν δεν έχει προηγηθεί καμία συζήτηση με ένα χέρι που χαϊδεύει επίμονα ένα κορμί που επιδιώκει να απομακρυνθεί ή που παγώνει στην ακινησία είναι τεράστια. Χωρίς φυσικά να ξεχνώ ότι ακόμα κι όταν υπάρχει τυπικά ρητή συμφωνία η περίπτωση της παραβίασης δεν ακυρώνεται, γιατί μπορεί να είναι και αυτή προϊόν εκβιασμών ή προνομίων και να μην αποτυπώνει μια ουσιαστική συναίνεση. Το κείμενο αυτό δε σκοπεύει να ορίσει σε ποια ηλικία μπορεί να ορίσει κάποιος/α/ο τη συναίνεση του/ης για σεξουαλικές πρακτικές. Η άποψη μου άλλωστε λαμβάνει υπόψη το βίωμα κάποιων που επιλέγουν να είναι asexual και δε δίνουν αυτή τη συναίνεση σε όλη τους τη ζωή. Ούτως ή άλλως μια αντίληψη του ερωτισμού που εναντιώνεται στο φαλλογοκεντρισμό δεν ταυτίζει το σεξ αναγκαστικά ούτε με τη διείσδυση, την εκσπερμάτιση, το πέος, τον προστάτη, τον πρωκτό, την κλειτορίδα αλλά αντιθέτως το βλέπει σαν μια εντελώς υποκειμενικά οριζόμενη σωματική ηδονή και έκσταση. Το σύνθημα λευτεριά στα αιχμάλωτα όργανα του σώματος διατηρεί την επικαιρότητα του.

Όταν γενικότερα στα πλαίσια μιας φεμινιστικής πολιτικής ασκούμε κριτική στο σεξισμό και στις παραβιαστικές συμπεριφορές που απορρέουν από αυτόν στις ερωτικές σχέσεις δίνουμε κεντρική σημασία στην έννοια του προνομίου. Η ενσυναίσθηση και η αυτοαμφισβήτηση του προνομίου από όσους/ες το έχουν είναι βασικός όρος για να ενδυναμωθούν και να πάρουν περισσότερο χώρο όσοι/ες τον στερούνται: οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι/ες, οι τρανς, οι sexworkers, οι μετανάστες/τριες, οι μη-λευκοι/ες, οι ανάπηροι/ες κλπ. Τα προνόμια συνδέονται με σχέσεις συστημικής κυριαρχίας. Μπορεί να εκφράζονται μέσα από την ένταξη στην κυρίαρχη εθνική ταυτότητα, την ταξική υπεροχή, με τη λευκότητα, στην αρρενωπότητα, την αρτιμέλεια, την ικανότητα κλπ. Φυσικά κάθε σύστημα εξουσίας παράγει διαφορετικού είδους διακρίσεις και διαφορετικής έντασης αποκλεισμούς και έχει την ιδιαίτερη ιστορία του για να αποφύγουμε τη σχετικοποίηση. Πρέπει να επισημανθεί πως αυτά τα προνόμια δεν υπάρχουν εντελώς αυτόνομα αλλά αλληλοδιαπλέκονται χωρίς να ταυτίζονται μεταξύ τους.

Στην περίπτωση της παιδοφιλικής σχέσης ο ενήλικας έχει ξεκάθαρα το προνόμια της εμπειρίας και της ηλικίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε τέτοιου είδους σχέση είναι καταχρηστική. Ίσα-ίσα είναι δική του ευθύνη στις όποιες ερωτικές σχέσεις κάνει με παιδιά, να αφήνει χώρο στις δικές τους επιθυμίες και να ενδιαφέρεται συνολικά για την ενδυνάμωση τους. Επίσης σε μια τέτοια σχέση τα παιδιά θα είναι πάντα αυτά τα οποία θα κρίνουν αν είναι ισότιμα μέλη εάν υφίστανται κακοποίηση, ή η σωματική ηδονή στην οποία συμμετέχουν είναι καταχρηστική, και μια φεμινιστική διαπαιδαγώγηση έχει ακριβώς στόχο να τα καταστήσει ικανά να επικοινωνούν τι θέλουν και τι όχι και να αναλαμβάνουν την ευθύνη της επιθυμίας τους απ’ την πιο μικρή ηλικία.

Στην πραγματικότητα η ηλικιστική πατριαρχική κοινωνία αρνείται να εντάξει τα παιδιά ως ισότιμα αλλά διαφορετικά μέλη μέσα στις διάφορες κοινότητες. Τα παιδιά μέσα στη σύγχρονη κυριαρχία δεν κοινωνικοποιούνται παρά μόνο μέσα από προκαθορισμένες κανονονιστικότητες, το φύλο, το έθνος ή κατανάλωση/εργασία. Οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου τα εκπαιδεύουν σε αυτές ακριβώς τις κανονιστικότητες κακοποιώντας τα.

Μόνο και μόνο η εκπαίδευση για τα σώματα που γεννιούνται με αρχίδια για να γίνουν αγοράκια και straight cis άντρες και για τα σώματα που γεννιούνται με αιδοίο να γίνουν straight cis γυναίκες εμπεριέχει τεράστια βία και αποκλεισμούς, ιδίως για όσ@ς δε χωρούν τελικά σε αυτές τις τόσο αυθαίρετες ταυτότητες. Ο περί σεξουαλικότητας λόγος κατατρέχει τα παιδιά από όταν ταξινομούνται ως αγοράκια και κοριτσάκια στο μαιευτήριο από τις γαλάζιες και ροζ κούνιες, όμως εντάσσονται σε αυτόν δια του αποκλεισμού τους. Ο λόγος περί φύλου, ακόμα κι όταν αποκτούν τη δυνατότητα της ομιλίας, είναι στα χέρια των ενηλίκων. Γιατί αυτό που τους διδάσκουν πως είναι ο ερωτισμός δεν είναι παρά κατι που τους αφορά μόνο σαν παρωδία μιας εξιδανικευμένης ρομαντικής ενήλικης ετεροκανονικότητας, πως μπορούν να αξιολογήσουν την ηδονή που αντλούν – αν την αισθάνονται – από την επαφή με τα άλλα σώματα συνομήλικων, μικρότερων, μεγαλύτερων ήδη από τη νηπιακή ηλικία. Τους δίνεται η δυνατότητα να μαθαίνουν να λένε ναι σε ό,τι τα ευχαριστεί και όχι σε ότι βιώνουν ως παραβιαστικό και προσβλητικό; μαθαίνουν επίσης να σέβονται τα όχι των άλλων; Μαθαίνουν να αναγνωρίζουν αυτό το βίωμα, ή φτάνουν 20, 30, 40, 80 χρονών και αισθάνονται ενοχές και έχουν ακόμα σύγχυση για το τι είναι φλερτ και τι είναι σεξουαλική παρενόχληση; Το ηλικιακό όριο στη συναίνεση για ερωτικές σχέσεις όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν εκφράζει παρά την ετεροσεξιστική αντίληψη: σεξ ίσον διείσδυση και σπέρμα ίσον κόλπος και πρωκτός έτοιμοι για οργασμό. Ε όχι, το τι ορίζει ο καθένας η καθεμία και το καθένα ως σεξ είναι βιωματική του υπόθεση!

Το ηλικιακό όριο και η κατασκευή της παιδικής αθωότητας στην ουσία ενισχύει τη σύγχυση στα παιδιά γύρω από τα βιώματα τους και τις ενοχές γύρω απ’ τις όποιες εγείρονται οι επιθυμίες τους. Η παιδική αθωότητα δε σημαίνει παρά εκπαίδευση στην έμφυλη ιεραρχία από την κούνια, τιμωρία για την απόκλιση από την κανονικότητα και εκμάθηση στο προνόμιο της ηγεμονικής αρρενωποτητας μέσα από το bullying, σημαίνει διάχυση της αντίληψης ότι το σεξ είναι μέσο τιμωρίας, επιβολής, μια απειλή και όχι παιχνίδι και μέσο εξοικείωσης. Σκατά λοιπόν στην παιδική αθωότητα. Αν ζητούμε την κατάργηση της παιδαγωγικοποίησης του παιδικού σεξ είτε στην ατομική εκδοχή είτε στην ομαδική είναι ακριβώς κάτι που αφορά μια διαθεματική φεμινιστική εκπαίδευση των σωμάτων μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε, για να ξέρουμε ότι το φύλο και το σεξ είναι κάτι που μας αφορά και η όποια επιθυμία μας δε νομιμοποιεί κανέναν και καμία να μας ταπεινώνει να μας προσβάλλει και να μας επιτίθεται. Τα παιδιά να αναπτύσσονται χωρίς να κατηγοριουποιούνται σαν αγοράκια ή κοριτσάκια και μέσα από τα ερεθίσματα που λαμβάνουν στα πρώτα χρόνια της ζωής, στις πρώτες καύλες τους με τα σώματα που αισθάνονται οικεία να σχηματίζουν μια αναπαράσταση για τον έμφυλο εαυτό τους και να ξεκινούν από τώρα. Και αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να πέσει το κράτος για να γίνει. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τώρα…

Όψεις της καθημερινής παιδοφοβίας

Γενικά ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί τα παιδιά. Η θεαματική λατρεία της παιδικότητας και της νεότητας δεν είναι παρά μια έκφραση υποτίμησης των πρώτων χρόνων της ζωής μας, και της πλήρους άρνησης κάθε ίχνους αυτονομίας μας σε αυτή την ηλικία. Τα παιδιά δε μαθαίνουν να έχουν τον έλεγχο και την αυτοδιάθεση των σωμάτων τους. Αναπτύσσονται για να επιτελούν κάποιες προκαθορισμένες κανονιστικότητες, του φύλου τους, του έθνους τους, της εργασίας/κατανάλωσης μέσα από τις οποίες θα συγκροτήσουν τον εαυτό τους. Επίσης μαθαίνουν να εξουσιάζονται συναισθηματικά από συγκεκριμένους ενήλικες. Με αυτόν τον τρόπο η εμπειρία τους εδαφικοποιείται στο μπαμπάς-μαμά-εγώ και στις ναρκισσιστικές επενδύσεις που εγγράφει αυτή η σχέση. Η πατριαρχία, η ιατρική και το δίκαιο βαπτίζουν από τη στιγμή που γεννιούνται τα σώματα με αρχίδια ως αγόρια και τα σώματα με αιδοίο ως κορίτσια και τα εκπαιδεύουν στους αντίστοιχους ιεραρχημένους έμφυλους ρόλους μέσα από απαγορεύσεις και αποκλεισμούς. Όταν η εμπειρία τους οριοθετείται εξαρχής σε αυτές τις αυθαίρετες ταυτότητες, πόση δυνατότητα έχουν τα παιδιά να ορίσουν τα σώματα και τις επιθυμίες με τους δικούς τους τρόπους; Όταν ένα παιδί μαθαίνει ότι η ερωτική επιθυμία είναι κάτι που δεν αφορά την ηλικία του, τότε πως θα μάθει να οριοθετεί το προσωπικό του χώρο, να εκφράζει μια επιθυμία αγάπης και οικειότητας, να λέει όχι όταν δε θέλει κάτι και να σέβεται τα όχι των άλλων; Η πατριαρχία ορίζει το φύλο ως μηχανισμό ιεράρχησης, και τη σεξουαλικότητα ως πολιτική επιβολή στο σώμα του άλλου. Γι’ αυτό η δυνατότητα για συναινετικό ερωτικό παιχνίδι με τα άλλα παιδιά ή με τους ενήλικες υπάρχει μόνο σαν παραβατική πράξη οι κανόνες της οποίας συγκροτούνται με καταχρηστικό και βίαιο τρόπο. Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνικοποίηση γίνεται μέσω του bullying, το οποίο δεν είναι ποτέ ουδέτερη μορφή τραμπουκισμού σε σχέση με τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Οι ειρωνείες μεσω των οποίων συγκροτούνται οι ιεραρχίες στις παιδικές παρέες, αφορούν ξεκάθαρα τις αποκλίσεις σε σχέση με τα πρότυπα του φύλου, και οι βρισιές που έχουν πληγώσει τα σώματα των περισσότερων από μας στο δημοτικό και στο γυμνάσιο είχαν να κάνουν με την επικύρωση του ανδρικού ή του γυναικείου ρόλου.

Αν μιλήσω για τη δική μου ηλικία, πριν ανακαλύψω την ουσία του φύλου και τι σημαίνει αυτό το «είσαι αγόρι, πρέπει να γίνεις ένας σωστός straight cis άντρας», αισθανόμουν έντονη καύλα για τα σώματα τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών, ενηλίκων και ανηλίκων. Το να συγκροτείς βέβαια ένα λόγο για τη σεξουαλική ζωή της παιδικής σου ηλικίας ως ενήλικας, αν τη θυμάσαι, εμπεριέχει το κίνδυνο της προβολής τωρινών επενδύσεων/επιθυμιών σε αυτή. Παρόλ’ αυτά επειδή τα πρώτα βιώματα της ζωής μας είναι κομμάτι του εαυτού μας και της διαδρομής μας για την οποία εν τέλει έχουμε προσωπικοπολιτική ευθύνη, έχει νόημα να τα αναστοχαστούμε και να προσπαθήσουμε να τα θέσουμε σε διεργασίες κριτικής που δεν τις διανοούμαστε όταν τα ζούσαμε. Προσωπικά έχω αρκετές έντονες μνήμες από τα παιδικά ακόμα και τα όψιμα νηπιακά μου χρόνια. Όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής με πέος και αρχίδια, μου έμαθαν ότι ανήκω σε μία ομάδα που περιγράφεται ως αγόρια, ότι πρέπει να φοράω παντελόνια, να παίζω αγορίστικα παιχνίδια, ποδόσφαιρο, στρατιωτάκια, ξύλο κλπ.), να σιχαίνομαι το ροζ και να θεωρώ κάτι υποτιμητικό τις κούκλες, το μακιγιάζ, το λίκνισμα των γοφών κλπ. Όλες αυτές οι προσταγές, απαγορεύσεις που σχετίζονταν με το φύλο, μου προκάλεσαν τότε έντονους φόβους και τραύματα κατά την περίοδο που της εσωτερίκευα.

Πούστης θα μου βγεις ρε;

Χωρίς να έχω συγκροτημένη συνείδηση μιας σεξουαλικής ταυτότητας ή να έχω καταλάβει ακριβώς τι σήμαινε η έμφυλη ταυτότητα αγόρι και άντρας που μου φορούσαν όταν ήμουν παιδί είχα ιδιαίτερη περιέργεια για τα σώματα των γύρω μου και για την απόλαυση που προκύπτει από το άγγιγμα, το χάδι και την επαφή μαζί τους. Στα σώματα των ενηλίκων και στα μέλη τους με έλκυε πολύ το πόσο μεγαλύτερα ήταν σε σχέση με μένα. Δε μ’ ενδιέφερε αν ήταν αντρικά ή γυναικεία. Μου άρεσε να χαϊδεύουν το μικροσκοπικό σώμα τα τεράστια στο βλέμμα μου χέρια και πόδια τους και να τους επιστρέφω το χάδι. Μεγαλύτερη περιέργεια μου προκαλούσαν τα απόκρυφα σημεία τους. Αν και δεν το κατανοούσα τότε βίωνα στο πετσί μου αυτό που τώρα περιγράφω ως κανονιστική προσταγή από την οικογένεια να πειθαρχήσει το σώμα στην ετεροφυλόφιλη επιθυμία.

Ο φόβος των γονιών μου μην παρεκκλίνω από την ετεροκανονικότητα ήταν κάτι ιδιαίτερα αισθητό ως ανάμνηση. Η μάνα μου μιλούσε από πριν κλείσω τα πέντε για το σεξ και για το πως γεννιούνται τα παιδιά και με νουθετούσε από τότε να παντρευτώ μια καλή κοπέλα με θρησκευτικό γάμο για να της κάνω εγγόνια. Όπως έχει επισημάνει σωστά η butler η απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας είναι το ισχυρότερο και πιο πρωταρχικό taboo. Από αυτό επικαθορίζεται η απαγόρευση της αιμομιξίας. Γι’ αυτό άλλωστε και η φροϋδική αντίληψη για την πρωτοκαθεδρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι δομικά ετεροσεξιστική γιατί ξεκινά από τον αποκλεισμό της δυνατότητας του παιδιού να νιώσει έλξη για το γονιό του ίδιου φύλου. Στην ουσία το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν είναι παρά η φυσικοποίηση των συνεπειών της straight εκπαίδευσης των παιδιών. Ένα σκηνικό στο απομεσήμερο καλοκαιριού. Όλη η οικογένεια τρώγαμε μαζί. θυμάμαι τους γονείς, τους θείους και τις θείες να συζητούν εύθυμα. Τότε ήμουν 5.5 ετών. Ο ξάδερφος μου ήταν 15.5. Είναι από τα ελάχιστα σκηνικά αυτής της εποχής που θυμάμαι με ακρίβεια. Τον έβλεπα την ώρα που έπαιζα ξαπλωμένο στο καναπέ ημίγυμνο να φοράει μόνο ένα σλιπάκι, θέαμα που μου άρεσε, μου φάνηκε ελκυστικό. Στο σλιπάκι διαγραφόταν καυλωμένος ο πούτσος του. Ακόμα δεν είχα την ανατομική δυνατότητα πλήρους στύσης, και είναι πρώτη μου ανάμνηση για το πως είναι ένας καυλωμένος πούτσος. Άρχισα να τον χαϊδεύω και να νιώθω να σκληραίνει κι άλλο. Όλα αυτά μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων συγγενών που έβλεπαν αυτό το σκηνικό να ανατρέπει την αρμονία του ελληνοχριστιανικού τους τραπεζιού. Κάποιος έπρεπε να επέμβει. Η μάνα μου σηκώνεται αγριεμένη και με πιάνει απ’ το χέρι, με πηγαίνει στην κουζίνα ρίχνοντας μου σφαλιάρες χωρίς καν να μου εξηγεί το λόγο, έτσι ρυθμικά: μια στο ένα μάγουλο, μια στο άλλο. Μόνο όταν φτάσαμε στην κουζίνα άρχιζε να με βρίζει με μια φράση ακατανόητη τότε σε μένα. Να μου φωνάζει συνεχίζοντας να με χτυπάει «πούστης θα μου βγεις ρε…». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θυμάμαι ότι άκουσα τη λέξη πούστης που αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα ότι αναφερόταν στο σεξ μεταξύ αντρών. Αλλά παρατηρώντας μόνο και μόνο το μίσος, την αγανάκτηση,και την ανατριχίλα στον τρόπο που πρόφερε η μάνα μου αυτή τη λέξη και τους ταυτόχρονους μορφασμούς στο πρόσωπο της αισθάνθηκα ότι αναφέρεται σε κάτι πολύ απεχθές, μιασματικό και μολυσματικό, ίσως σε ότι χειρότερο μπορείς να προσάψεις σε κάποιον σε αυτή τη γλώσσα.

Όλα αυτά πέρα απ’ ότι επιβεβαιώνουν την ισχύ του ετεροσεξισμού σαν σύστημα διακρίσεων το οποίο καθιστά τη λέξη πούστης την πιο προσβλητική βρισιά, αναδεικνύουν και τη συνάρθρωση του αντιπαιδοφιλικού και του ομοφοβικού λόγου. Μια ακόμα ένδειξη αυτού είναι ότι όσες φορές με συνέλαβαν οι γονείς μου σε αντίστοιχα χάδια με ενήλικες ή ανήλικες γυναίκες δε μου έκαναν ποτέ παρατήρηση. Η αποερωτικοποίηση των πρώιμων χρόνων της ζωής μας στην κυρίαρχη αφήγηση δεν είναι μια καταστολή της σεξουαλικότητας παρά μια παιδαγωγικοποίηση της, ώστε η επιθυμία να εγγραφεί στα κανονιστικά πρότυπα που έχουν κατασκευασθεί για κάθε σις φύλου. Σου λένε, «δεν μπορείς να κρίνεις…» ακριβώς για να μην επιτελέσεις πρακτικές που θα σε οδηγήσουν στην παραγωγή ενός διαφορετικού σώματος. Αν και αυτά που λέω αφορούν αποκλειστικά στη δική μου εμπειρία, και δεν μπορώ να μιλήσω φυσικά για την παιδική εμπειρία κάποι@ άλλ@, όσον αφορά εμένα θυμάμαι καλά πως ένιωθα. θυμάμαι καλά με ποια αγγίγματα, βλέμματα, φιλιά, Χάδια αισθανόμουν όμορφα και ποια μου προκαλούσαν αμηχανία και τραύματα, το περιβάλλον για να επικοινωνήσω με ασφάλεια αυτά τα συναισθήματα δεν υπήρχε. Εν τέλει για να αντιληφθείς αν μια επαφή σε ευχαριστεί ή όχι δε χρειάζεται η νηφάλια, ορθολογική, ολοκληρωμένη συζήτηση. Με αυτό το λόγο δεν υποστηρίζω μια ρουσσο-ική υπόθεση μιας παιδικής πανσεξουαλικότητας που την καταστέλλουν οι απαγορεύσεις και η επιτήρηση. Το asexual βίωμα υπάρχει και μπορεί να αφορά οποιαδήποτε ηλικία, όπως και ο κίνδυνος επιβολής μη-συναινετικών σεξουαλικών πρακτικών το ίδιο. Ούτε αντίστοιχα οικουμενικοποιώ το παν- ενδιαφέρον που περιγράφω στη δική μου εμπειρία. Απλώς περιέγραψα μια εμπειρία της παιδικής σεξουαλικότητας, σαν μικρό αγοράκι. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ένιωσα ότι τα σεξουαλικά χάδια με μεγάλους/ες ή με συνομήλικους/ες ήταν παραβιαστικά, προσβλητικά προς εμένα ένα είδος bullying, κάποιες φορές ήμουν εγώ θύτης προς τους/τις άλλους/ες. Δε θα αναφερθώ εδώ σε άλλες εμπειρίες μου από εκείνη την εποχή. Το μόνο που θα πω για τις προσβλητικές συμπεριφορές που έχω δεχτεί εκείνη την περίοδο είναι ότι οι χειρότερες δεν ήταν αναγκαστικά από τους/τις μεγαλύτερους/ες ηλικιακά. Αυτό που θέλω να πω ότι σαν μικρό αγόρι και πριν την εφηβεία είχα ένα είδος σεξουαλικότητας που την ένοιωθα ακατάλληλη για την ηλικία μου και ευάλωτη στην εξουσία των άλλων, ακριβώς επειδή δεν μπορούσα να βρω Χώρο να μιλήσω γι’ αυτή και να θέσω τα όρια μου, γιατί κοινωνικοποιόμουν σε ένα πλαίσιο όπου το σεξ παράγεται κύρια σαν μέσο τιμωρίας και επιβολής, σαν ένας τρόπος που οι κυρίαρχες ταυτότητες επιβάλλονται στις άλλες.

Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει σεξ, στύση, καύλα, εκσπερμάτιση, κόλπος, gay, straight κλπ αλλά ήξερα πότε μου άρεσε να έρχομαι σε σωματικές επαφές με αλλ@ς και πότε όχι. Μπορεί να μη θυμάμαι λεπτομέρειες για όλα τα σκηνικά, αλλά μου έχουν μείνει στη μνήμη ποιες επαφές ήταν ευχάριστες και ποιες κατέληξαν τραυματικές. Αυτό που μου έλειπε ήταν ένα πλαίσιο στο οποίο θα καλλιεργούσα την αυτοδιάθεση του σώματος μου έξω από τις πατριαρχικές προσταγές. Και η συμπύκνωση των κυρίαρχων ταυτοτήτων δε βρίσκεται παρά στην αρχετυπική διαφάνεια του straight αρτιμελούς cis ενήλικα λευκού άντρα, ή στο υγιές πατρικό πρότυπο που προστάζει η ψυχανάλυση. Ταυτόχρονα το ότι εστίασα στο κείμενο στην παιδοφοβία δε σημαίνει καθόλου οτι υποτιμώ την ύπαρξη του αντρικού προνομίου ήδη από την παιδική ηλικία. Το cis αγόρι εκπαιδεύεται για να γίνει θύτης, να παίρνει χώρο από τους άλλους να ηγεμονεύει και να νικάει, το cis κορίτσι αντίθετα να αποδέχεται και να υπομένει ως κάτι φυσικό την πατριαρχική εξουσία και το ανδρικό βλέμμα, πράγμα που το καθιστά πιο ευάλωτο σε παραβιαστικες συμπεριφορές και του στερεί σε μεγαλύτερο βαθμό Χώρο που χρειάζεται για την έκφραση των επιθυμιών του. Αν δεν πειθαρχείς το φύλο σου, δείχνεις π.χ. να αγαπάς το ίδιο φύλο, αρχίζουν οι κυρώσεις. Τα παιδιά που έχουν δείξει από μικρή ηλικία ότι δε συμμορφώνονται με το φύλο στο οποίο γεννήθηκαν και έχουν ήδη σχηματίσει – ή αρχίσει να σχηματίζουν – μια συνείδηση ενός άλλου έμφυλου εαυτού, και είναι τρανς κορίτσια και αγόρια ή genderqueer, βιώνουν συναρθρωμένα παιδοφοβία και και τα τρανς κορίτσια την έντονη μορφή βίας και κακοποίησης που αποτελεί ο τρανσμισογυνισμός.

Η οικογένεια σε διαρκές καθεστώς απαγωγής

Τώρα ας αλλάξουμε παράδειγμα. Υπάρχει μια διάταξη στον ποινικό κώδικα που υπενθυμίζει ότι τα παιδιά δεν ανήκουν στους/στις εαυτούς/ες τους αλλά στους γονείς τους. Είναι αυτή που ποινικοποιεί την εκούσια απαγωγή. Σύμφωνα με αυτό οι ανήλικοι δεν έχουν δικαίωμα να αποδράσουν από τις οικογενειακές φυλακές και να δημιουργήσουν τις δικές τους σχέσεις και κοινότητες με συνομήλικους/ε ή ενήλικες τις επιλογής τους. Το κυνήγι του διεστραμμένου ενήλικα που απειλεί τα υγιή παιδιά του έθνους φυσικά είναι αλληλένδετο με το κυνήγι του εθνικού άλλου. Το σχήμα του ξένου που αρπάζει παιδιά είναι ένα στερεότυπο χτισμένο πάνω στην παράδοση του αντισημιτισμού, γύρω από την οποία άλλωστε έχει κτιστεί κι η νεωτερική εξουσία του έθνους. θυμόμαστε όλοι τη συνηθισμένη έκρηξη αντιαλβανικού μίσους των media social και μη στην περίπτωση του 23χρονου Marjon Ajazi που κατηγορήθηκε οτι απήγαγε μια δεκατριάχρονη τη Χριστίνα Κρασσά ενώ αυτή έφυγε απ’ το σπίτι της και πήγε να μείνει μαζί του από συνειδητή επιλογή της. Προφα- νώς όλ@ γνωρίζουμε τι σημαίνει ελληνική οικογένεια και πόσο απελευθερωτικό είναι να αναπτύσσεις την κοινωνικότητα σου μακρυά της, και απ’ όσο μικρότερη ηλικία το καταφέρνεις τόσο καλύτερα. Παρόλ’ αυτά ο Marjon διώχθηκε για αποπλάνηση ανηλίκου και εκούσια απαγωγή παρότι η ίδια η Χριστίνα ζήτησε από τους μπάτσους να τον αφήσουν ήσυχο. Άλλο παράδειγμα είναι μια ελληνίδα που σε ηλικία 14 χρονών απέδρασε από το σπίτι για να μείνει με μια παρέα 30 χρονων κογκολέζων οπου και πάλι οι μπάτσοι σε συνεργασία με το χαμόγελο του παιδιού και άλλους ρουφιάνους την ανακάλυψαν και αφού συνέλαβαν τους μετανάστες την υποχρέωσαν να επιστρέψει σπίτι της. Και στις δύο περιπτώσεις στα σχόλια των ελληνόψυχων γι’ αυτά τα γεγονότα συνδυάστηκε η αφήγηση περί προβλήματος της μετανάστευσης και συγκεκριμένα αυτή των μεταναστών αντρών που απειλούν τις γυναίκες του έθνους μας με τον πανικό για τα ανεξέλεγκτα παιδιά που έχουν ξεφύγει από τον οικογενειακό έλεγχο.

Μια αφήγηση που χρησιμοποιήθηκε κεντρικά από την αντιεξέγερση μετά το Δεκέμβρη του ’08. Όσοι/ες λοιπόν κρυφογουστάρουν όταν οι ναζί φωνάζουν κρεμάλα στους παιδεραστές, όσοι/ες συνταυτίζεστε με τους/τις αγανακτισμένους/ες πατεράδες που απειλούν με κρεμάλες τους διεστραμμένους που θα πειράξουν τα παιδιά τους, όσοι εύχονται θανατική ποινή και χημικό ευνουχισμό στους παιδεραστές , όσοι/ες θεωρούν ότι κάθε παιδόφιλος είναι βιαστής και εξορισμού καταχρηστική την ερωτική /σεξουαλική σχέση μεταξύ ανήλικου και ενηλίκου δε βοηθούν στην ασφάλεια και στην ενδυνάμωση των παιδιών αλλά αντίθετα συμμετέχουν σε διάφορες μορφές σεξουαλικής, ψυχικής και σωματικής κακοποίησης τους. Πίσω από τη ρητορική περί προστασίας τους στερούν το Χώρο να ορίσουν ποιες συμπεριφορές είναι πάνω στα σώματα τους παραβιαστικές και ποιες όχι και να αναπτύσσουν την ετοιμότητα να καταγγέλλουν συγκεκριμένους θύτες συνομήλικους/ες ή μεγαλύτερους/ες. Αυτό είναι πιο ορατό στην έμφυλη εκπαίδευση των κοριτσιών που μαθαίνουν να ενοχοποιούν τις δικές τους επιθυμίες, να ανέχονται τη βία και την επιτήρηση του αντρικού βλέμματος. Τα παιδιά όπως αναφέραμε σαν ταυτότητα είναι συστημικά καταπιεζόμενη ομάδα στην πατριαρχία όμως όσα από αυτά γεννήθηκαν με πέος, συμμορφώνονται με ευχαρίστηση στο ρόλο του αγοριού και επιτελούν με επιτυχία την αρρενωπότητα τους στην οποία εκπαιδεύονται, απολαμβάνουν αρκετά προνόμια και υφίστανται ελάχιστη καταπίεση. Δε θέλει μαντικές ιδιότητες για να γίνει αντιληπτό ότι τα παιδιά που δεν πειθαρχούν στην κανονιστικότητα του φύλου και δημιουργούν ένα άλλο έμφυλο εαυτό είναι και τα πιο ευάλωτα στο bullying και στη βία από τους άλλους, ανήλικους/ες και ενήλικους/ες. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η κατασκευή του παιδόφιλου-τέρατος αποτελεί ένα ακόμα μέσο νομιμοποίησης της τρομοκρατίας της πατριαρχικής ομαλότητας και του φυσιολογικού. Ο οργισμένος έλληνας οικογενειάρχης που απειλεί να βγάλει την καραμπίνα και να κυνηγήσει τον ανώμαλο που θα διαφθείρει την αθωότητα του γιου του και της κόρης του, και τον/ την προειδοποιεί να μείνει στο οικογενειακό μαντρί γιατί έξω κυκλοφορούν λύκοι είναι φορέας βίας, συχνά τραυματικής για το ίδιο το παιδί, και στη χειρότερη περίπτωση γίνεται κι ο ίδιος θύτης σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς σα θεσμός και υποκείμενο μισεί την αυτοδιάθεση του σώματος του. Το κυνήγι του παιδόφιλου από τη σεξιστική κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με μια φεμινιστική αυτοδικία ενάντια στους βιαστές, με μια γυναικεία αντιβία ενάντια στην ανδρική κακοποίηση και επιβολή, με τη μάχη εναντίον του ετεροσεξισμού.

Σφαλιάρες και κλωτσιές για τους ελ-λη-νες… (str8 cis αρτιμελείς άντρες)

Το τελευταίο συμπέρασμα γράφεται κυρίως για αντιφασιστική χρήση. Γιατί αν η ανάδειξη του ζητήματος της ομοφοβίας έχει περιορίσει την άποψη ότι ο φασισμός έχει εγγενή σχέση με την ομοφυλοφιλία από επίσημη θέση του μεγαλύτερου μέρους αριστερού και αναρχικού κινήματος, και τη ρητορική επιφανών διανοούμενων όπως ο γκόρκι, ο ράιχ και ο adorno σε ντροπιασμένη χαμηλόφωνη ατάκα στα καφενεία όταν οι straight cis αντιφασίστες μιλούν σταράτα και λαϊκά χωρίς να τηρούν τα προσχήματα. Σε αυτή τη συνθήκη απομένει μια κατηγορία ικανή να ενσαρκώσει με απόλυτο τρόπο τη ψυχιατρικοποίηση των ναζί. Και δεν υπήρχε φυσικά πιο τερατώδης άλλος από τον παιδεραστή. Έτσι όταν οι φασίστες φωνάζουν όχι φυλακές για τους εθνικιστές κρεμάλα στ@ς πρεζέμπορους και τους παιδεραστές» τότε αρκετοί έλληνες ριζοσπάστες αντιτείνουν ότι οι φασίστες πουλάν την πρέζα και είναι οι φορείς της ανωμαλίας, και επιδεικνύουν πόσοι απ’ αυτούς έχουν καταδικαστεί για παιδοφιλία, τα σκάνδαλα που τα κρύβουν τα κανάλια των εφοπλιστών, των εργολάβων και των τσάτσων τους. Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο τι θέλουν να πουν; Ότο ο φασισμός δεν είναι το αποκορύφωμα του ίδιου του δομικού ρατσισμού του λαού του , της ίδιας της ανάγκης της κοινωνίας να κατασκευάζει και να εξολοθρεύει τους άλλους της αλλά κάτι που επιβάλλεται απ’ έξω σε αυτή, από τους αστούς, την ελίτ, κάποια φωτεινά ή σκοτεινά κέντρα εξουσίας; Στην πραγματικότητα οι φασίστες μιλούν τον πιο αυθεντικό λόγο της κοινωνίας με τη χαιντεγκεριανή έννοια του όρου, εκφράζουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τους λόγους που την έχουν συγκροτήσει ως τέτοια, τις ρίζες και την καταγωγή . Γι’ αυτό οποιοδήποτε θετικό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με τη ρήξη με αυτή και τις σημασίες που τη διέπουν ως τέτοια. Έτσι οι φασίστες ποτέ δεν εκμεταλλεύονται τα πραγματικά προβλήματα του λαού για να τον εκμεταλλευτούν και να τον παρασύρουν για τους δικούς τους κακούς σκοπούς, αντίθετα τα ίδια τα προβλήματα τα οποία έχει ορίσει ο λαός για τον εαυτό του είναι η μήτρα του φασισμού. Όταν ο φασίστας μιλάει ενάντια στις τράπεζες τους τοκογλύφους και το παρασιτικό χρηματιστικό κεφάλαιο δεν υποκρίνεται. Εκφράζει ξεκάθαρα τη λατρεία της κοινωνίας προς το σύστημα εξουσίας της οικονομίας και της εργασίας, και της ανάγκη τιμωρίας των κλεπτών εξουσιαστών που παραβαίνουν τους κανόνες της. Αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος ορισμός της παραγωγικής εργασίας και της σύνδεσης της με τη γη, το υγιές αίμα και σπέρμα έχει δομηθεί πάνω στον αντισημιτισμό, καθώς αναπαριστά ως παρασιτικές όλες τις συμπεριφορές που οι χριστιανοί επέβαλλαν στους εβραίους ως υποτιμητικές γι’ αυτούς (εμπόριο, δανεισμός,πίστη γενικότερα κυκλοφορία). Και σε αυτή την περίπτωση δεν υποκλέπτει μια σωστή θέση της αριστεράς, μετατρέποντας τη σε ρατσιστική. Αλλά αντίθετα είναι η πιο ειλικρινής και ξεκάθαρη αποκάλυψη του γεγονότος ότι όλες οι μεγάλες αφηγήσεις της νεωτερικότητας, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία η πίστη τους στην απελευθερωτική δύναμη της εργασίας δεν έχουν συγκροτηθεί παρά γύρω από ανθεβραικά στερεότυπα, και όλες έχουν ευθύνη γιατί όχι μόνο δεν απέτρεψαν την ύπαρξη του άουσβιτς άλλα κάθε μία σιγόνταρε με διαφορετικό τρόπο στη δημιουργία του. Η shoah είναι εν τέλει η μεγαλύτερη επιτυχία τους. Το αποκορύφωμα του πολιτισμού τους.

Αντίστοιχα όταν μιλούν για τους βιαστές, χρησιμοποιούν τη λέξη με τον τρόπο που την κατασκεύασε η πατριαρχία, και όχι όπως τη μετέστρεψαν νοηματικά οι φεμινισμοί για να καταγγείλουν την ανδρική εξουσία. Δηλαδή αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η παραβίαση τους δικαιώματος ιδιοκτησίας των ανδρών του έθνους πάνω στις γυναίκες και την αναπαραγωγή τους, μέσα από το θεσμό της ετεροκανονικής οικογένειας. Γι’ αυτό αναφέρονται πάντα είτε σε ξένους εθνικά είτε σε άλλους διανοητικά, ψυχασθενείς βιαστές. Φυσικά για τους φασίστες ο σεξουαλικός καταναγκασμός των ξένων γυναικών δε θεωρείται βιασμός αλλά ομαλή επιβεβαίωση της αρρρενωπότητας των ανδρών του έθνους. Η εγκληματολογική κατασκευή της ειδικής ράτσας του βιαστή δεν είναι όπως ανάλυσα πιο πάνω, παρά η καλύτερη υπεράσπιση της κυρίαρχης εθνικής και ανδρικής κουλτούρας του βιασμού.

Αλλά ούτε και οι πιο απεχθείς ταυτότητες εγκληματιών, αυτές που μισεί περισσότερο η κοινωνία, οι πρεζέμποροι και οι παιδεραστές είναι σωστοί στόχοι. Οι φασίστες δεν έχουν ποτέ δίκιο, για να κλείσω κυκλικά τη συλλογιστική μου. Όταν η βιοπολιτική της υγείας ορίζει κάποια σώματα χρηστών ουσιών ως μη αρτιμελή, και τα παρανομοποιεί κοινωνικά και ποινικά, τα στιγματίζει τους στερεί το Χώρο να μαστορέψουν τις μηχανές τους, να τις μετατρέψουν με τον τρόπο που επιθυμούν. Στην πραγματικότητα το κυνήγι του πρεζέμπορου δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά τον ακροδεξιό αντικαπιταλισμό, που προβληματικοποιεί τον κακό κερδοσκόπο που οδηγεί το λαό στην καταστροφή μέσα από το μολυσματικό του εμπόρευμα, μόνο και μόνο για τη μανία του για το χρήμα. Υποτιμά έτσι το χρήστη ως αυτοδύναμο και ενεργό υποκείμενο, και τον αποδυναμώνει, διασπείροντας τον ηθικό πανικό γύρω από τις ψυχοτρόπες ουσίες.

Αντίθετα σωστός στόχος σε αυτή τη Χώρα είναι ακριβώς αυτοί οι περήφανοι ετεροκανονικοί cis έλληνες. Αυτοί που αφού καταδικάζουν την επιθυμία των άλλων στη σιωπή, επιβάλλουν τη δική τους κακοποιώντας τους ψυχικά, σωματικά, σεξουαλικά, φυλακίζοντας και εν τέλει εξοντώνοντας τους. Στην πραγματικότητα ότι στοχοποιούν ακόμα κι αν αναπαρίσταται σαν τόπος της εξουσίας δεν είναι παρά ένα ακόμα θύμα τους. Λοιπόν ας αντιστρέψουμε το αγαπημένο τους σύνθημα κι ας τους το τρίψουμε στη μούρη: φυλακές και κλωτσιές για τους Ελ-λη-νές λευτεριά στους πρεζέμπορους και τους παιδεραστές. Έστω και για σπάσιμο, γιατί παρότι γουστάρουμε τακτικά τη φυλάκιση φασιστόμουτρων κάθε είδους, στρατηγικά το σύνθημα μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή και θεσμό εγκλεισμού παραμένει για μας διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.

Εκ-φυλες προβοκατόρικες συχνότητες.

20th Century Boy

Αρης Μπατσιούλας*

5-afises-loatki

Στα καινούργια πάρκα της παραλίας Θεσσαλονίκης έχουν απομείνει δυο γέρικα δέντρα, σκυφτά, από τον καιρό που εκεί ήταν το Πάρκο των Σκύλων. Το Πάρκο, με τα δέντρα και τους θάμνους του, ήταν μέρος συνάντησης αντρικών επιθυμιών και σωμάτων.

Το βράδυ της 26ης Ιούνη 1991, δύο μέλη της ΟΠΟΘ (Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης) κατέβηκαν στο πάρκο με ένα ραδιοκασετόφωνο και αρκετό κρασί. Και σε εκείνα τα δύο δέντρα, η μουσική και το τζέρτζελο προσέλκυσαν αρκετές από τις σκιές στους θάμνους που πλησίασαν να δουν τι γίνεται.

«Σήμερα, 26 Ιούνη, είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ομοφυλοφιλικής Περηφάνιας, στην υγειά σου». Δήλωση σημαίνουσα και με βάρος, μια κι ώς τα 19 μου δεν ήξερα για την Παγκόσμια Ημέρα, πόσο μάλλον ότι, μαζί με άλλους, δικαιούμαι να αισθάνομαι περήφανος. Αυτό ήταν το πρώτο υπόγειο γκέι πράιντ της Θεσσαλονίκης.

Επρεπε να περιμένει κανείς αρκετά χρόνια για να ξαναδεί την ΟΠΟΘ να έχει ένα δυναμικό εργαλείο στα χέρια της. Εχοντας σταματήσει τη μακρόβια εκπομπή στο Ράδιο Κιβωτός, τον έναν από τους δύο αντιεξουσιαστικούς σταθμούς της πόλης, η συνέλευση έπεσε με σώμα και ψυχή πάνω στον «Πόθο», ένα μηνιαίο free press που κυκλοφορούσε ελεύθερα σε χιλιάδες αντίτυπα στο κέντρο της πόλης.

Συνέπεσε η έναρξή του με τη δειλή εμφάνιση του ίντερνετ στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, φοιτητές, όπως εγώ, είχαν πρόσβαση στον παγκόσμιο ιστό και σε κάθε είδους πληροφορία που βρισκόταν εκεί. Σύντομα, μαζί με τα δικά μας χάλια, άρχισαν οι επίμονες ανταποκρίσεις και από γειτονικές χώρες, οι οποίες ήταν μια ποικιλία ανθρωποκυνηγητών, φυλακίσεων, βασανιστηρίων, εμπρησμών και δολοφονιών.

Μείναμε πιστοί στις ανταποκρίσεις αυτές μέχρι τέλους, παρακολουθήσαμε τα γεγονότα που συνόδεψαν την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας στην Κύπρο και την τροποποίηση του Π.Κ. στη Ρουμανία που έστελνε ομοφυλόφιλους στη φυλακή. Θα έλεγε κανείς ότι είχαμε διεθνή αύρα. αν δεν επρόκειτο περισσότερο για σαπίλα.

Βέβαιος ότι μπορούσαμε να του προμηθεύσουμε τις πληροφορίες που ζητούσε, ο «Ιός της Κυριακής», στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», μας ζήτησε στοιχεία για ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στα Βαλκάνια. Του ταχυδρομήσαμε έναν τόμο 200 σελίδων συμπυκνωμένης πίκρας, ο οποίος κατέληξε να γίνει ένα από τα επόμενα αφιερώματά του, «σε συνεργασία με την ΟΠΟΘ» όπως έλεγε ο τίτλος.

Λοιπόν, είχα καιρό να ακούσω τόσο πολλές και χυδαίες αντιδράσεις εμπρός σε αυτή την απρόσμενη ορατότητα των ομοφυλόφιλων στην «Ελευθεροτυπία». Ηταν φανερό ότι δεν ήθελαν να ξέρουν, να διαβάζουν, να ακούν για μας έστω και σαν μια παρέλαση κακοποιημένων θυμάτων.

Παρά τις αντιξοότητες, δεν χάσαμε ποτέ το χιούμορ μας και παραμείναμε μια σφιχτά δεμένη ομάδα. Ασχοληθήκαμε πολύ έντονα με ακτιβισμό για HIV/AIDS, βιβλία, θεατρικά, μεταφράσεις, βιωματικά κείμενα, τις απαραίτητες λίστες με τις ημερομηνίες των ευρωπαϊκών γκέι πράιντ κάθε Μάιο, συνεντεύξεις και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί – πολλών γυμνών αγοριών συμπεριλαμβανομένων. Μέχρι που κατέφθασε η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997 και εκεί το χιούμορ έγινε πικρή τρολιά.

Η Πολιτιστική είχε ένα μηνιαίο έντυπο που λεγόταν «Τάμαριξ» (είναι η επίσημη ονομασία από έναν θάμνο στις αμμώδεις παραλίες) και κάλυπτε ιστορικές εποχές και σημεία της πόλης – τα κάστρα, το λιμάνι κ.ο.κ. Επειδή πλησίαζε πάλι η καταραμένη 26η Ιούνη και δεν προβλεπόταν χώρος για μας, αποφασίσαμε να το αντιγράψουμε χιλιοστό προς χιλιοστό ως προς το στήσιμό του, και τον Ιούνη, δίπλα στο «Τάμαριξ» καμάρωνε το «Πούστριξ», μια επική αναφορά και ύμνος στο ξεκίνημα του ομοφυλοφιλικού κινήματος στη χώρα από τη δεκαετία του ’70. Εξώφυλλο, το σκίτσο μιας ξεφλουδισμένης μπανάνας (από το περιοδικό «Μπανάνες», 1980) και μέσα αποκόμματα εφημερίδων εποχής, ένα κείμενο-αφιέρωμα για το «Κράξιμο» και ένα ιστορικό κείμενο που μας εμπιστεύθηκε ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Αυτή είναι η ιστορία μας, σκεφτόμασταν, αγνοώντας ότι κι εμείς με τη σειρά μας ιστορία θα γινόμασταν.

5-periodiko_pothos

Εκείνη τη χρονιά αποφασίσαμε να διοργανώσουμε το πρώτο μεγάλο Gay Pride (Party). Το βάζω σε παρένθεση γιατί πάντα ελπίζαμε ότι κάποτε θα εξέλειπε αυτή η λέξη, κι επίσης τη βάζαμε με μικρά γράμματα στις αφίσες, σαν να ντρεπόμασταν, και για έξτρα περηφάνια όταν κολλούσαμε για πρώτη φορά γκέι αφίσες πάνω στην Εγνατία. Εγιναν τρία τέτοια πάρτι. Θα σταθώ στο τελευταίο, του 1999.

Τον καιρό εκείνο είχα δει το «Velvet Goldmine» του Todd Haynes και είχα χαθεί μεθυσμένος σε μια θάλασσα από μπαϊσέξουαλ γκλίτερ και οργάντζες με τον Ιγκι Ποπ να βάζει, κυριολεκτικά, φωτιά στη σκηνή. Ζούσα υπνωτισμένος σε ένα αστραφτερό ροζ όνειρο.

Εξυπακούεται ότι η αφίσα της χρονιάς ήταν copycat της αφίσας του V.G. και μάλιστα το πάρτι το παρουσίαζε ουδείς άλλος πέραν του 20th Century Boy του ίδιου. Ηταν μια συναρπαστική βραδιά με τον κόσμο να προσέρχεται στο μοναδικό γκέι μπαρ της πόλης από όλες τις κατευθύνσεις. Σύντομα ο μικρός ισόγειος χώρος του γέμισε και υπερχείλισε στην αυλή και στα γύρω τετράγωνα. Οπου κι αν κοιτούσες ή πήγαινες η περιοχή ήταν αδερφοκρατούμενη.

Αυτή η ξαφνική έκθεση και ορατότητα μου έφερε μεγάλη ανάταση αλλά και μεγάλη οργή. Ετσι, όταν βγήκα στη λεωφόρο Ολγας για να πάρω τσιγάρα, η οργή με κατέκλυσε: ημίγυμνος, με μια αλυσίδα από λυκόσκυλο στον λαιμό, περπατούσα με το χέρι υψωμένο κόντρα στα αυτοκίνητα που έρχονταν. Βρισκόμουν κάτω από την προστασία από κάτι εξωανθρώπινο, ίσως του βρακιού του Ντέιβιντ Μπάουι, κι έτσι έφτασα ασφαλής στο περίπτερο με τα τσιγάρα.

Αυτή η αποκοτιά ενός νέου ανθρώπου, η οργή ενός μεθυσμένου, το πρώτο ανεπίσημο πράιντ της Θεσσαλονίκης, δεν πρέπει να ιδωθεί μεμονωμένα. Φήμες οργίαζαν τις μέρες εκείνες ότι οργανώνεται συγκέντρωση στον Λευκό Πύργο και μετά πορεία σε μια δαιδαλώδη διαδρομή που θα έπιανε όλες τις πρεσβείες των χωρών που βασάνιζαν ομοφυλόφιλους. Μια φήμη μπορεί να είναι επιθυμία ή δοκιμή των υδάτων, μια φήμη μπορεί πολύ εύκολα να γίνει πραγματικότητα. Κι αν γινόταν πραγματικότητα, θα ήταν όντως ο ξεσηκωμός των από κάτω, κινούμενος από την αγανάκτηση και το «φτάνει πια» – όπως περίπου στο παλιό καλό Stonewall δηλαδή.

Δυστυχώς, και αναλαμβάνω κάποιες ευθύνες εδώ, η φήμη δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Θες η έλλειψη οργανωτικού δακτύλου, θες η απειρία, θες χίλιοι άλλοι λόγοι, η Θεσσαλονίκη έχασε την ευκαιρία για ένα όμορφο γκέι πράιντ.

Την επόμενη χρονιά ξημέρωνε 2000. Ο «πόθος» είχε σταματήσει, η ομάδα μας έσβησε και χρειάστηκε πάνω από μία δεκαετία για να δούμε πράιντ στην πόλη.

* Πρώην μέλος ΟΠΟΘ