Από το 0151 #3 https://0151.espivblogs.net/tag/paidofovia/
Ιατροδικαϊικές αποφάνσεις
Ο/Η παιδόφιλος/η έχει οριστεί στο σημερινό σύστημα της σεξουαλικότητας, σαν το αρχέτυπο του διεστραμμένου ενήλικα. Ο παιδεραστής είναι το κατεξοχήν υποκείμενο που χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, για το οποίο η κοινωνία εμφανίζεται πάντα έτοιμη να στήσει τις λαιμητόμους της. Το παπάκι μπαίνει γιατί το νομικό και κοινωνικό στίγμα της παιδοφιλίας αφορά κάθε ενήλικο/η που αναπτύσσει ερωτική σχέση με ανήλικο/η, είτε είναι άντρας (cis και trans), είτε γυναίκα cis ή trans, είτε άντρας cis ή trans, η έμφυλη εμπειρία του δε χωράει στις έμφυλες ταυτότητες που έχει συγκροτήσει ιστορικά η πατριαρχία και έχει φυσικοποιήσει ο ιατροδικαιϊκός λόγος. Φυσικά η κάθε ταυτότητα φύλου έχει διαφορετικά προνόμια, προβληματικοποιείται με διαφορετικό τρόπο και βιώνει με διαφορετικό λόγο το στίγμα
Ταυτόχρονα η ίδια η περιγραφή της ταυτότητας του/της παιδόφιλου/ης είναι ένα σημείο που συναντιούνται με διαφορετικό τρόπο οι νομικές και ιατρικές αφηγήσεις. Η ψυχιατρική για να χτίσει το παθολογικό προφίλ της ασθένειας της παιδοφιλίας έχει τυποποιήσει κατά καιρός τους παιδόφιλους ως αριστερόχειρες, δεν έχουν αρκετή φαιά ουσία, είναι χαμηλής νοημοσύνης, (δεν αποδίδουν στα τεστ!) και είναι κοντοί.
Αυτά για όσους νομίζουν ότι η ψυχολογία έχει εγκαταλείψει την απροκάλυπτα ρατσιστική μεθοδολογία της εξέτασης βιομετρικών στοιχείων για την εξαγωγή συμπερασμάτων, που φυσικά χρησιμοποιούνται από πραγματογνώμονες ως επιχειρήματα σε δικονομικό επίπεδο. Παιδόφιλοι σύμφωνα με το DSM IV TR θεωρούνται όσοι/ες είναι πάνω από 16 και χαρακτηρίζονται από ισχυρό αποκλειστικό ή μη σεξουαλικό ενδιαφέρον για παιδιά κάτω από 13 ετών. Όσον αφορά τις διαγνώσεις εφήβων θεωρείται προϋπόθεση η 5 ετών διαφορά ηλικίας μεταξύ των ανήλικων. Ο ελληνικός ποινικός κώδικας χρησιμοποιεί το γνωστό όρο αποπλάνηση ανηλίκου στο άρθρο 339 και προβλέπει κάθειρξη σε όποιον προβαίνει σε ασελγή πράξη με ανήλικο, η οποία επιβαρύνεται σε ποινή τουλάχιστον 10 ετών αν ο ανήλικος είναι κάτω από 10 ετών, – μειώνεται σε κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν είναι από 10 μέχρι 13 και σε φυλάκιση μέχρι 2 ετών αν ο ανήλικος είναι είναι από 13 έως 15. Ο ίδιος κώδικας διατηρεί στο άρθρο 347 ΠΚ μια ανοικτή ετεροσεξιστική διάκριση που ανεβάζει το ηλικιακό όριο για ομοφυλοφιλικές σχέσεις στα 17. Η νομική έννοια που χρησιμοποιείται είναι της ασέλγειας δεν έχει να κάνει με τη συναίνεση σε μια ερωτική πράξη, με την ύπαρξη ή όχι παραβιαστικής σεξιστικής συμπεριφοράς, απο καποι@ από τ@ς συμμετέχ@ς αλλά αφορά έναν τρόπο σωματικής/σεξουαλικής ικανοποίησης που θεωρείται μη-ηθικός και παράνομος, στα πλαίσια που ορίζει η κυρίαρχη πατριαρχική και ετεροκανονική οπτική. Και η τελευταία είναι αυτή που θεσμίζει και ενισχύει την κουλτούρα του βιασμού.
Η γενεαλογία του βιασμού
Για να κατανοήσουμε το ζήτημα θα πρέπει να κάνουμε μια γενεαλογία της έννοιας του βιασμού, στον πολιτικοδικαϊικό λόγο. Η πατριαρχική της σημασία ιστορικά δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε αναγνώριση της γυναικείας επιθυμίας και επιλογής. Σχετιζόταν με την παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ενός άλλου άνδρα του πατέρα ή του συζύγου.
Αυτή η σημασία στα πλαίσια της μετάβασης από το σύστημα της συγγένειας στο σύστημα της σεξουαλικότητας, φυσικοποιήθηκε μέσα από την εγκληματολογία και την αναπαράσταση του βιαστή ως ψυχικά διαταραγμένου άνδρα. Οι φεμινισμοί μέσα από τους αγώνες τους πήραν πίσω αυτή τη λέξη από τον ανδρικό λόγο και τη μετασχημάτισαν με τρόπο που να ενισχύει την πάλη για την ενδυνάμωση, την αυτονομία και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών cis και trans και ευρύτερα των ομοφυλόφιλων, των μη-ηγεμονικών αρρενωποτήτων. Ο βιασμός, λοιπόν, έπαψε να είναι γίνεται αντιληπτός ως επίθεση σε μια πατριαρχικά και Ιδιοκτησιακά οριζόμενη τιμή αλλά ως το αποκορύφωμα της ανδρικής πολιτικής εξουσίας πάνω στα σώματα των γυναικών. Από φεμινιστική σκοπιά το πρόβλημα δεν είναι μια μειονότητα παθολογικών διεστραμμένων που δεν μπορούσαν να πειθαρχήσουν στη τάξη του λόγου και του πολιτισμού αλλά ο ίδιος ο πολιτισμός της πατριαρχίας που στηρίζεται πάνω στο εξαναγκαστικό σεξ και στην καθυπόταξη κάθε θηλυκής υποκειμενικότητας. Αυτοί είναι και η διαχρονική ριζοσπαστική αξία του συνθήματος «οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική είναι οι άντρες οι καθημερινοί». Η κουλτούρα του βιασμού είναι εγγεγραμένη στον τρόπο που χτίζεται η ετεροκανονική αντρική σεξουαλικότητα. Το να μπορούν να απειλήσουν ή να έχουν τη δυνατότητα όταν θέλουν να γίνουν θύτες βιασμού είναι ένα προνόμιο που η πατριαρχία σαν πολιτικό σύστημα αποδίδει σε όλους τους straight cis άντρες ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, αρτιμέλειας, μόρφωσης, τάξης, ψυχικής ισορροπίας κλπ. Αυτή η παραδοχή ακυρώνει την πατριαρχική επιχειρηματολογία που ισχυρίζεται ότι ο βιασμός είναι δείγμα ανανδρίας, ελλειπούς αρρενωπότητας, ζωώδους συμπεριφοράς, απουσίας της νηφαλιότητας και της κριτικής σκέψης πρέπει να διέπει έναν πολιτισμένο λευκό straight cis άντρα. Αυτό τον αποικιοκρατικό τρόπο σκέψης της ρατσιστικής εμφυλοποίησης του άλλου τη χρησιμοποιεί κατά κόρον στα 190 χρόνια της ύπαρξης της και η ελληνική αρρρενωπότητα, κατασκευάζοντας την αφήγηση για τούρκους, αλβανούς, μουσουλμάνους, νιγηριανούς κλπ., βιαστές που απειλούν τις ελληνίδες και τα ελληνόπαιδα. Το έθνος είναι άλλωστε το κατεξοχήν έδαφος συγκρότησης της σύγχρονης πατριαρχίας. Και ο βιασμός των γυναικών του εχθρού είναι όπλο για την ταπείνωσης του όπως μας έχει διδάξει πάνω απ’ όλα η η ίδια η ιστορία του ελληνικού στρατού τακτικού ή μη στην τριπολιτσά, στα γιαννιτσά, στη σμύρνη και σε πολλά άλλα αναρίθμητα παραδείγματα.
Το ετεροσεξιστικό background
Γενεαλογικά η ταξινόμηση και ταυτοποίηση της παιδοφιλίας ως διαστροφή εχει δομηθεί πάνω στον ετεροσεξισμό. ΓΙ ‘ αυτό άλλωστε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες η ίδια λέξη περιγράφει τον παιδεραστή και τον ομοφυλόφιλο άντρα π.χ. στα γαλλικά η λέξη pede σημαίνει και αδερφή. Η παιδαγωγικοποίηση του παιδικού σεξ, εκτός από απαγόρευση και εξονυχιστική επιτήρηση του αυνανισμού των αγοριών, σήμαινε και τον εξονυχιστικό έλεγχο των ορμών τους, προκειμένου να μην οδηγηθούν σε πρακτικές δαπάνης που θα έβαζαν σε κίνδυνο την υγιή ανάπτυξη του πληθυσμού, την ευρωστία της φυλής. Ο στιγματισμός ειδικά του έρωτα αγοριών/αντρών σαν παρά φύσει στοιχείο βαρβαρότητας που εναντιώνεται στην ανερχόμενη τάξη του λόγου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διαφωτισμού, σαν βάρβαρο δείγμα μεσαίωνα, άγνοιας, νοσηρότητας και σκοταδισμού κατέστη απαραίτητο μέρος του οικουμενικού βικτωριανού προτάγματος που καθόρισε τη μορφοποίηση της πατριαρχίας του συστήματος της σεξουαλικότητας.
Αυτό το λέμε γιατί στο μη-χριστιανικό κόσμο σε αρκετά συστήματα συγγένειας ο έρωτας άντρα/αγοριού παρέμενε ακόμα επίσημο μέρος της τελετουργίας μύησης της ενηλικίωσης, μέρος της εξέλιξης του νέου άντρα. Κι αν ακόμα ο χριστιανισμός επέβαλλε την καθολική προβληματικοποίηση των ηδονών της σάρκας εκτός του γάμου και των τελετών ένωσης ομοφύλων μέχρι της απαρχές της νεωτερικότητας, δηλαδή τη μεταρρύθμιση / αντιμεταρρύθμιση και τη συστηματική εξόντωση αιρετικών, μαγισσών κλπ τόσο στην ανατολή όσο κι στη δύση, σαν πρακτική στα μοναστήρια και στις μαθητείες των συντεχνιών η ερωτική αυτή τελετουργία συνέχιζε να ανθίζει όπως δείχνουν τα στοιχεία για τα σκάνδαλα. Στην πράξη η συγκρότηση του συστήματος της σεξουαλικότητας και της ρυθμιστικής του λειτουργία ήταν αλληλένδετη με την παραγωγή μιας παρατεταμένης παιδικής ηλικίας, που χρήζει εξονυχιστικής προστασίας, μέριμνας και φροντίδας.
Pedophobic discourse
Όλα αυτά δε γράφονται για να εξιδανικεύσουν την παιδοφιλική ταυτότητα σαν επαναστατική, ούτε να παρουσιάσουν την παιδοφιλική σχέση σαν τον τόπο της απελευθέρωσης μιας καταπιεσμένης από την κοινωνία των ενηλίκων παιδικής σεξουαλικότητας. Ξεκινάει από ένα ενδιαφέρον για το πως το κυνήγι παιδόφιλων συσπειρώνει τον εθνικό κορμό. Το παιδί και ο έφηβος μέσα στην ελληνική οικογένεια δε μαθαίνει ότι ανήκει στον εαυτό του και να διεκδικεί την ευθύνη της ελευθερίας του στις σχέσεις που δημιουργεί. Εδαφικοποιείται η εμπειρία του στο μαμά-μπαμπάς-εγώ και στις ναρκισσιστικές εμπειρίες υπερπροστασίας που συνοδεύουν. Μαθαίνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στην κανονιστικότητα του φύλου, του έθνους, της εργασίας/κατανάλωσης, και οποιαδήποτε απόκλιση από τις νόρμες συνοδεύεται από αίσθημα αποκλεισμού και αυτοματαίωσης. Γενικά νιώθει ότι αν αποκλίνει τότε η ζωή του δεν αξίζει να βιωθεί.
Για μια γενική αποπαθολογικοποίηση
Αν θέλουμε στην πολλαπλότητα και στην ποικιλία των βιωμάτων καταπίεσης τότε δεν μπορούμε να έχουμε ουσιοκρατική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα, να τη θεωρούμε a priori είτε μέσο χειραφέτησης είτε καταπιεστικό μηχανισμό της πατριαρχίας. Η διατύπωση ότι είναι ένα ανοικτό πεδίο γύρω από το οποίο εκτυλίσσονται στρατηγικές εξουσίας και αντίστασης βοηθάει περισσότερο τη συμπερίληψη όσο περισσότερων εμπειριών καταπίεσης και χειραφέτησης είναι εφικτό. Αν η πατριαρχία προτιμά να ελέγχει τις σεξουαλικές πρακτικές μέσω της παθολογικοποίησης και της εγκληματολογίας, ο φεμινισμός αντιπροτείνει την πολιτικοποίηση της σωματικής/ερωτικής ηδονής. Η ρυθμιστική κλίμακα που θέτει δε βασίζεται στην κλίμακα υγεία/ασθένεια, αλλά στην υπευθυνότητα, στη συναίνεση, στον αλληλοσεβασμό, και στην ενσυναίσθηση των προνομιών που έχει ο καθένας και η καθεμία από μας. Αντίθετα έννοιες στιγματισμένες συστημικά όπως: ανωμαλία, διαστροφή, ασθένεια κλπ. τις παίρνουμε πίσω και τις καθιστούμε θετικές. Η τερατοποίηση της παιδοφιλίας θυματοποιεί τα παιδιά αντιμετωπίζοντας τα ως μη-πρόσωπα, ανίκανα να έχουν τη δική τους συνειδητή επιθυμία. Στην πραγματικότητα αυτός ο λόγος λέει ότι πριν την ηλικία που ορίζει το κράτος ή/και έστω τη συνθήκη που ορίζει η κυρίαρχη ψυχολογία ταξινομεί ως εφηβεία κάποι@ δεν έχει δικαίωμα να κρίνει πότε θα πουν ναι και πότε όχι. Με αυτό τον τρόπο εγγράφει στα σώματα τους τη σύγχυση, το φόβο, την ενοχή που διευκολύνει την κακοποίηση τους.
Γιατί αν σε μια κοινωνία που η σεξουαλικότητα αποτελεί μια τόσο ισχυρή εξουσία στο πεδίο του λόγου, τα παιδιά δεν μπορούν να μιλήσουν για τη δική τους καύλα, και μαθαίνουν ότι αυτό είναι ένα προνόμιο που αφορά τους ενήλικες; τότε δε νιώθουν και καθόλου άνετα να μιλήσουν για μια παραβιαστική πρακτική που υφίστανται τα σώματα τους ούτε μαθαίνουν πως να εκφράσουν μια ενδεχόμενη δική τους ερωτική διέγερση απέναντι στα σώματα των άλλων. Μια συγκρότηση ερωτικών υποκειμένων που εναντιώνεται στην κουλτούρα του βιασμού δεν μπορεί να βασίζεται παρά στις ρητές συναινέσεις. Γι’ αυτή τη ρητότητα δεν αρκεί η τυπικότητα της λεκτικής επικοινωνίας, αλλά απαιτείται να αποτυπώνεται και μέσα από τη γλώσσα του σώματος.
Η διαφορά είναι εμφανής. Η απόσταση ανάμεσα σε δυο στόματα που φιλιούνται με πάθος ακόμα κι αν δεν έχει προηγηθεί καμία συζήτηση με ένα χέρι που χαϊδεύει επίμονα ένα κορμί που επιδιώκει να απομακρυνθεί ή που παγώνει στην ακινησία είναι τεράστια. Χωρίς φυσικά να ξεχνώ ότι ακόμα κι όταν υπάρχει τυπικά ρητή συμφωνία η περίπτωση της παραβίασης δεν ακυρώνεται, γιατί μπορεί να είναι και αυτή προϊόν εκβιασμών ή προνομίων και να μην αποτυπώνει μια ουσιαστική συναίνεση. Το κείμενο αυτό δε σκοπεύει να ορίσει σε ποια ηλικία μπορεί να ορίσει κάποιος/α/ο τη συναίνεση του/ης για σεξουαλικές πρακτικές. Η άποψη μου άλλωστε λαμβάνει υπόψη το βίωμα κάποιων που επιλέγουν να είναι asexual και δε δίνουν αυτή τη συναίνεση σε όλη τους τη ζωή. Ούτως ή άλλως μια αντίληψη του ερωτισμού που εναντιώνεται στο φαλλογοκεντρισμό δεν ταυτίζει το σεξ αναγκαστικά ούτε με τη διείσδυση, την εκσπερμάτιση, το πέος, τον προστάτη, τον πρωκτό, την κλειτορίδα αλλά αντιθέτως το βλέπει σαν μια εντελώς υποκειμενικά οριζόμενη σωματική ηδονή και έκσταση. Το σύνθημα λευτεριά στα αιχμάλωτα όργανα του σώματος διατηρεί την επικαιρότητα του.
Όταν γενικότερα στα πλαίσια μιας φεμινιστικής πολιτικής ασκούμε κριτική στο σεξισμό και στις παραβιαστικές συμπεριφορές που απορρέουν από αυτόν στις ερωτικές σχέσεις δίνουμε κεντρική σημασία στην έννοια του προνομίου. Η ενσυναίσθηση και η αυτοαμφισβήτηση του προνομίου από όσους/ες το έχουν είναι βασικός όρος για να ενδυναμωθούν και να πάρουν περισσότερο χώρο όσοι/ες τον στερούνται: οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι/ες, οι τρανς, οι sexworkers, οι μετανάστες/τριες, οι μη-λευκοι/ες, οι ανάπηροι/ες κλπ. Τα προνόμια συνδέονται με σχέσεις συστημικής κυριαρχίας. Μπορεί να εκφράζονται μέσα από την ένταξη στην κυρίαρχη εθνική ταυτότητα, την ταξική υπεροχή, με τη λευκότητα, στην αρρενωπότητα, την αρτιμέλεια, την ικανότητα κλπ. Φυσικά κάθε σύστημα εξουσίας παράγει διαφορετικού είδους διακρίσεις και διαφορετικής έντασης αποκλεισμούς και έχει την ιδιαίτερη ιστορία του για να αποφύγουμε τη σχετικοποίηση. Πρέπει να επισημανθεί πως αυτά τα προνόμια δεν υπάρχουν εντελώς αυτόνομα αλλά αλληλοδιαπλέκονται χωρίς να ταυτίζονται μεταξύ τους.
Στην περίπτωση της παιδοφιλικής σχέσης ο ενήλικας έχει ξεκάθαρα το προνόμια της εμπειρίας και της ηλικίας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε τέτοιου είδους σχέση είναι καταχρηστική. Ίσα-ίσα είναι δική του ευθύνη στις όποιες ερωτικές σχέσεις κάνει με παιδιά, να αφήνει χώρο στις δικές τους επιθυμίες και να ενδιαφέρεται συνολικά για την ενδυνάμωση τους. Επίσης σε μια τέτοια σχέση τα παιδιά θα είναι πάντα αυτά τα οποία θα κρίνουν αν είναι ισότιμα μέλη εάν υφίστανται κακοποίηση, ή η σωματική ηδονή στην οποία συμμετέχουν είναι καταχρηστική, και μια φεμινιστική διαπαιδαγώγηση έχει ακριβώς στόχο να τα καταστήσει ικανά να επικοινωνούν τι θέλουν και τι όχι και να αναλαμβάνουν την ευθύνη της επιθυμίας τους απ’ την πιο μικρή ηλικία.
Στην πραγματικότητα η ηλικιστική πατριαρχική κοινωνία αρνείται να εντάξει τα παιδιά ως ισότιμα αλλά διαφορετικά μέλη μέσα στις διάφορες κοινότητες. Τα παιδιά μέσα στη σύγχρονη κυριαρχία δεν κοινωνικοποιούνται παρά μόνο μέσα από προκαθορισμένες κανονονιστικότητες, το φύλο, το έθνος ή κατανάλωση/εργασία. Οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου τα εκπαιδεύουν σε αυτές ακριβώς τις κανονιστικότητες κακοποιώντας τα.
Μόνο και μόνο η εκπαίδευση για τα σώματα που γεννιούνται με αρχίδια για να γίνουν αγοράκια και straight cis άντρες και για τα σώματα που γεννιούνται με αιδοίο να γίνουν straight cis γυναίκες εμπεριέχει τεράστια βία και αποκλεισμούς, ιδίως για όσ@ς δε χωρούν τελικά σε αυτές τις τόσο αυθαίρετες ταυτότητες. Ο περί σεξουαλικότητας λόγος κατατρέχει τα παιδιά από όταν ταξινομούνται ως αγοράκια και κοριτσάκια στο μαιευτήριο από τις γαλάζιες και ροζ κούνιες, όμως εντάσσονται σε αυτόν δια του αποκλεισμού τους. Ο λόγος περί φύλου, ακόμα κι όταν αποκτούν τη δυνατότητα της ομιλίας, είναι στα χέρια των ενηλίκων. Γιατί αυτό που τους διδάσκουν πως είναι ο ερωτισμός δεν είναι παρά κατι που τους αφορά μόνο σαν παρωδία μιας εξιδανικευμένης ρομαντικής ενήλικης ετεροκανονικότητας, πως μπορούν να αξιολογήσουν την ηδονή που αντλούν – αν την αισθάνονται – από την επαφή με τα άλλα σώματα συνομήλικων, μικρότερων, μεγαλύτερων ήδη από τη νηπιακή ηλικία. Τους δίνεται η δυνατότητα να μαθαίνουν να λένε ναι σε ό,τι τα ευχαριστεί και όχι σε ότι βιώνουν ως παραβιαστικό και προσβλητικό; μαθαίνουν επίσης να σέβονται τα όχι των άλλων; Μαθαίνουν να αναγνωρίζουν αυτό το βίωμα, ή φτάνουν 20, 30, 40, 80 χρονών και αισθάνονται ενοχές και έχουν ακόμα σύγχυση για το τι είναι φλερτ και τι είναι σεξουαλική παρενόχληση; Το ηλικιακό όριο στη συναίνεση για ερωτικές σχέσεις όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν εκφράζει παρά την ετεροσεξιστική αντίληψη: σεξ ίσον διείσδυση και σπέρμα ίσον κόλπος και πρωκτός έτοιμοι για οργασμό. Ε όχι, το τι ορίζει ο καθένας η καθεμία και το καθένα ως σεξ είναι βιωματική του υπόθεση!
Το ηλικιακό όριο και η κατασκευή της παιδικής αθωότητας στην ουσία ενισχύει τη σύγχυση στα παιδιά γύρω από τα βιώματα τους και τις ενοχές γύρω απ’ τις όποιες εγείρονται οι επιθυμίες τους. Η παιδική αθωότητα δε σημαίνει παρά εκπαίδευση στην έμφυλη ιεραρχία από την κούνια, τιμωρία για την απόκλιση από την κανονικότητα και εκμάθηση στο προνόμιο της ηγεμονικής αρρενωποτητας μέσα από το bullying, σημαίνει διάχυση της αντίληψης ότι το σεξ είναι μέσο τιμωρίας, επιβολής, μια απειλή και όχι παιχνίδι και μέσο εξοικείωσης. Σκατά λοιπόν στην παιδική αθωότητα. Αν ζητούμε την κατάργηση της παιδαγωγικοποίησης του παιδικού σεξ είτε στην ατομική εκδοχή είτε στην ομαδική είναι ακριβώς κάτι που αφορά μια διαθεματική φεμινιστική εκπαίδευση των σωμάτων μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε, για να ξέρουμε ότι το φύλο και το σεξ είναι κάτι που μας αφορά και η όποια επιθυμία μας δε νομιμοποιεί κανέναν και καμία να μας ταπεινώνει να μας προσβάλλει και να μας επιτίθεται. Τα παιδιά να αναπτύσσονται χωρίς να κατηγοριουποιούνται σαν αγοράκια ή κοριτσάκια και μέσα από τα ερεθίσματα που λαμβάνουν στα πρώτα χρόνια της ζωής, στις πρώτες καύλες τους με τα σώματα που αισθάνονται οικεία να σχηματίζουν μια αναπαράσταση για τον έμφυλο εαυτό τους και να ξεκινούν από τώρα. Και αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να πέσει το κράτος για να γίνει. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τώρα…
Όψεις της καθημερινής παιδοφοβίας
Γενικά ζούμε σε μια κοινωνία που μισεί τα παιδιά. Η θεαματική λατρεία της παιδικότητας και της νεότητας δεν είναι παρά μια έκφραση υποτίμησης των πρώτων χρόνων της ζωής μας, και της πλήρους άρνησης κάθε ίχνους αυτονομίας μας σε αυτή την ηλικία. Τα παιδιά δε μαθαίνουν να έχουν τον έλεγχο και την αυτοδιάθεση των σωμάτων τους. Αναπτύσσονται για να επιτελούν κάποιες προκαθορισμένες κανονιστικότητες, του φύλου τους, του έθνους τους, της εργασίας/κατανάλωσης μέσα από τις οποίες θα συγκροτήσουν τον εαυτό τους. Επίσης μαθαίνουν να εξουσιάζονται συναισθηματικά από συγκεκριμένους ενήλικες. Με αυτόν τον τρόπο η εμπειρία τους εδαφικοποιείται στο μπαμπάς-μαμά-εγώ και στις ναρκισσιστικές επενδύσεις που εγγράφει αυτή η σχέση. Η πατριαρχία, η ιατρική και το δίκαιο βαπτίζουν από τη στιγμή που γεννιούνται τα σώματα με αρχίδια ως αγόρια και τα σώματα με αιδοίο ως κορίτσια και τα εκπαιδεύουν στους αντίστοιχους ιεραρχημένους έμφυλους ρόλους μέσα από απαγορεύσεις και αποκλεισμούς. Όταν η εμπειρία τους οριοθετείται εξαρχής σε αυτές τις αυθαίρετες ταυτότητες, πόση δυνατότητα έχουν τα παιδιά να ορίσουν τα σώματα και τις επιθυμίες με τους δικούς τους τρόπους; Όταν ένα παιδί μαθαίνει ότι η ερωτική επιθυμία είναι κάτι που δεν αφορά την ηλικία του, τότε πως θα μάθει να οριοθετεί το προσωπικό του χώρο, να εκφράζει μια επιθυμία αγάπης και οικειότητας, να λέει όχι όταν δε θέλει κάτι και να σέβεται τα όχι των άλλων; Η πατριαρχία ορίζει το φύλο ως μηχανισμό ιεράρχησης, και τη σεξουαλικότητα ως πολιτική επιβολή στο σώμα του άλλου. Γι’ αυτό η δυνατότητα για συναινετικό ερωτικό παιχνίδι με τα άλλα παιδιά ή με τους ενήλικες υπάρχει μόνο σαν παραβατική πράξη οι κανόνες της οποίας συγκροτούνται με καταχρηστικό και βίαιο τρόπο. Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνικοποίηση γίνεται μέσω του bullying, το οποίο δεν είναι ποτέ ουδέτερη μορφή τραμπουκισμού σε σχέση με τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Οι ειρωνείες μεσω των οποίων συγκροτούνται οι ιεραρχίες στις παιδικές παρέες, αφορούν ξεκάθαρα τις αποκλίσεις σε σχέση με τα πρότυπα του φύλου, και οι βρισιές που έχουν πληγώσει τα σώματα των περισσότερων από μας στο δημοτικό και στο γυμνάσιο είχαν να κάνουν με την επικύρωση του ανδρικού ή του γυναικείου ρόλου.
Αν μιλήσω για τη δική μου ηλικία, πριν ανακαλύψω την ουσία του φύλου και τι σημαίνει αυτό το «είσαι αγόρι, πρέπει να γίνεις ένας σωστός straight cis άντρας», αισθανόμουν έντονη καύλα για τα σώματα τόσο των αγοριών όσο και των κοριτσιών, ενηλίκων και ανηλίκων. Το να συγκροτείς βέβαια ένα λόγο για τη σεξουαλική ζωή της παιδικής σου ηλικίας ως ενήλικας, αν τη θυμάσαι, εμπεριέχει το κίνδυνο της προβολής τωρινών επενδύσεων/επιθυμιών σε αυτή. Παρόλ’ αυτά επειδή τα πρώτα βιώματα της ζωής μας είναι κομμάτι του εαυτού μας και της διαδρομής μας για την οποία εν τέλει έχουμε προσωπικοπολιτική ευθύνη, έχει νόημα να τα αναστοχαστούμε και να προσπαθήσουμε να τα θέσουμε σε διεργασίες κριτικής που δεν τις διανοούμαστε όταν τα ζούσαμε. Προσωπικά έχω αρκετές έντονες μνήμες από τα παιδικά ακόμα και τα όψιμα νηπιακά μου χρόνια. Όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής με πέος και αρχίδια, μου έμαθαν ότι ανήκω σε μία ομάδα που περιγράφεται ως αγόρια, ότι πρέπει να φοράω παντελόνια, να παίζω αγορίστικα παιχνίδια, ποδόσφαιρο, στρατιωτάκια, ξύλο κλπ.), να σιχαίνομαι το ροζ και να θεωρώ κάτι υποτιμητικό τις κούκλες, το μακιγιάζ, το λίκνισμα των γοφών κλπ. Όλες αυτές οι προσταγές, απαγορεύσεις που σχετίζονταν με το φύλο, μου προκάλεσαν τότε έντονους φόβους και τραύματα κατά την περίοδο που της εσωτερίκευα.
Πούστης θα μου βγεις ρε;
Χωρίς να έχω συγκροτημένη συνείδηση μιας σεξουαλικής ταυτότητας ή να έχω καταλάβει ακριβώς τι σήμαινε η έμφυλη ταυτότητα αγόρι και άντρας που μου φορούσαν όταν ήμουν παιδί είχα ιδιαίτερη περιέργεια για τα σώματα των γύρω μου και για την απόλαυση που προκύπτει από το άγγιγμα, το χάδι και την επαφή μαζί τους. Στα σώματα των ενηλίκων και στα μέλη τους με έλκυε πολύ το πόσο μεγαλύτερα ήταν σε σχέση με μένα. Δε μ’ ενδιέφερε αν ήταν αντρικά ή γυναικεία. Μου άρεσε να χαϊδεύουν το μικροσκοπικό σώμα τα τεράστια στο βλέμμα μου χέρια και πόδια τους και να τους επιστρέφω το χάδι. Μεγαλύτερη περιέργεια μου προκαλούσαν τα απόκρυφα σημεία τους. Αν και δεν το κατανοούσα τότε βίωνα στο πετσί μου αυτό που τώρα περιγράφω ως κανονιστική προσταγή από την οικογένεια να πειθαρχήσει το σώμα στην ετεροφυλόφιλη επιθυμία.
Ο φόβος των γονιών μου μην παρεκκλίνω από την ετεροκανονικότητα ήταν κάτι ιδιαίτερα αισθητό ως ανάμνηση. Η μάνα μου μιλούσε από πριν κλείσω τα πέντε για το σεξ και για το πως γεννιούνται τα παιδιά και με νουθετούσε από τότε να παντρευτώ μια καλή κοπέλα με θρησκευτικό γάμο για να της κάνω εγγόνια. Όπως έχει επισημάνει σωστά η butler η απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας είναι το ισχυρότερο και πιο πρωταρχικό taboo. Από αυτό επικαθορίζεται η απαγόρευση της αιμομιξίας. Γι’ αυτό άλλωστε και η φροϋδική αντίληψη για την πρωτοκαθεδρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι δομικά ετεροσεξιστική γιατί ξεκινά από τον αποκλεισμό της δυνατότητας του παιδιού να νιώσει έλξη για το γονιό του ίδιου φύλου. Στην ουσία το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν είναι παρά η φυσικοποίηση των συνεπειών της straight εκπαίδευσης των παιδιών. Ένα σκηνικό στο απομεσήμερο καλοκαιριού. Όλη η οικογένεια τρώγαμε μαζί. θυμάμαι τους γονείς, τους θείους και τις θείες να συζητούν εύθυμα. Τότε ήμουν 5.5 ετών. Ο ξάδερφος μου ήταν 15.5. Είναι από τα ελάχιστα σκηνικά αυτής της εποχής που θυμάμαι με ακρίβεια. Τον έβλεπα την ώρα που έπαιζα ξαπλωμένο στο καναπέ ημίγυμνο να φοράει μόνο ένα σλιπάκι, θέαμα που μου άρεσε, μου φάνηκε ελκυστικό. Στο σλιπάκι διαγραφόταν καυλωμένος ο πούτσος του. Ακόμα δεν είχα την ανατομική δυνατότητα πλήρους στύσης, και είναι πρώτη μου ανάμνηση για το πως είναι ένας καυλωμένος πούτσος. Άρχισα να τον χαϊδεύω και να νιώθω να σκληραίνει κι άλλο. Όλα αυτά μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων συγγενών που έβλεπαν αυτό το σκηνικό να ανατρέπει την αρμονία του ελληνοχριστιανικού τους τραπεζιού. Κάποιος έπρεπε να επέμβει. Η μάνα μου σηκώνεται αγριεμένη και με πιάνει απ’ το χέρι, με πηγαίνει στην κουζίνα ρίχνοντας μου σφαλιάρες χωρίς καν να μου εξηγεί το λόγο, έτσι ρυθμικά: μια στο ένα μάγουλο, μια στο άλλο. Μόνο όταν φτάσαμε στην κουζίνα άρχιζε να με βρίζει με μια φράση ακατανόητη τότε σε μένα. Να μου φωνάζει συνεχίζοντας να με χτυπάει «πούστης θα μου βγεις ρε…». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θυμάμαι ότι άκουσα τη λέξη πούστης που αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα ότι αναφερόταν στο σεξ μεταξύ αντρών. Αλλά παρατηρώντας μόνο και μόνο το μίσος, την αγανάκτηση,και την ανατριχίλα στον τρόπο που πρόφερε η μάνα μου αυτή τη λέξη και τους ταυτόχρονους μορφασμούς στο πρόσωπο της αισθάνθηκα ότι αναφέρεται σε κάτι πολύ απεχθές, μιασματικό και μολυσματικό, ίσως σε ότι χειρότερο μπορείς να προσάψεις σε κάποιον σε αυτή τη γλώσσα.
Όλα αυτά πέρα απ’ ότι επιβεβαιώνουν την ισχύ του ετεροσεξισμού σαν σύστημα διακρίσεων το οποίο καθιστά τη λέξη πούστης την πιο προσβλητική βρισιά, αναδεικνύουν και τη συνάρθρωση του αντιπαιδοφιλικού και του ομοφοβικού λόγου. Μια ακόμα ένδειξη αυτού είναι ότι όσες φορές με συνέλαβαν οι γονείς μου σε αντίστοιχα χάδια με ενήλικες ή ανήλικες γυναίκες δε μου έκαναν ποτέ παρατήρηση. Η αποερωτικοποίηση των πρώιμων χρόνων της ζωής μας στην κυρίαρχη αφήγηση δεν είναι μια καταστολή της σεξουαλικότητας παρά μια παιδαγωγικοποίηση της, ώστε η επιθυμία να εγγραφεί στα κανονιστικά πρότυπα που έχουν κατασκευασθεί για κάθε σις φύλου. Σου λένε, «δεν μπορείς να κρίνεις…» ακριβώς για να μην επιτελέσεις πρακτικές που θα σε οδηγήσουν στην παραγωγή ενός διαφορετικού σώματος. Αν και αυτά που λέω αφορούν αποκλειστικά στη δική μου εμπειρία, και δεν μπορώ να μιλήσω φυσικά για την παιδική εμπειρία κάποι@ άλλ@, όσον αφορά εμένα θυμάμαι καλά πως ένιωθα. θυμάμαι καλά με ποια αγγίγματα, βλέμματα, φιλιά, Χάδια αισθανόμουν όμορφα και ποια μου προκαλούσαν αμηχανία και τραύματα, το περιβάλλον για να επικοινωνήσω με ασφάλεια αυτά τα συναισθήματα δεν υπήρχε. Εν τέλει για να αντιληφθείς αν μια επαφή σε ευχαριστεί ή όχι δε χρειάζεται η νηφάλια, ορθολογική, ολοκληρωμένη συζήτηση. Με αυτό το λόγο δεν υποστηρίζω μια ρουσσο-ική υπόθεση μιας παιδικής πανσεξουαλικότητας που την καταστέλλουν οι απαγορεύσεις και η επιτήρηση. Το asexual βίωμα υπάρχει και μπορεί να αφορά οποιαδήποτε ηλικία, όπως και ο κίνδυνος επιβολής μη-συναινετικών σεξουαλικών πρακτικών το ίδιο. Ούτε αντίστοιχα οικουμενικοποιώ το παν- ενδιαφέρον που περιγράφω στη δική μου εμπειρία. Απλώς περιέγραψα μια εμπειρία της παιδικής σεξουαλικότητας, σαν μικρό αγοράκι. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να ένιωσα ότι τα σεξουαλικά χάδια με μεγάλους/ες ή με συνομήλικους/ες ήταν παραβιαστικά, προσβλητικά προς εμένα ένα είδος bullying, κάποιες φορές ήμουν εγώ θύτης προς τους/τις άλλους/ες. Δε θα αναφερθώ εδώ σε άλλες εμπειρίες μου από εκείνη την εποχή. Το μόνο που θα πω για τις προσβλητικές συμπεριφορές που έχω δεχτεί εκείνη την περίοδο είναι ότι οι χειρότερες δεν ήταν αναγκαστικά από τους/τις μεγαλύτερους/ες ηλικιακά. Αυτό που θέλω να πω ότι σαν μικρό αγόρι και πριν την εφηβεία είχα ένα είδος σεξουαλικότητας που την ένοιωθα ακατάλληλη για την ηλικία μου και ευάλωτη στην εξουσία των άλλων, ακριβώς επειδή δεν μπορούσα να βρω Χώρο να μιλήσω γι’ αυτή και να θέσω τα όρια μου, γιατί κοινωνικοποιόμουν σε ένα πλαίσιο όπου το σεξ παράγεται κύρια σαν μέσο τιμωρίας και επιβολής, σαν ένας τρόπος που οι κυρίαρχες ταυτότητες επιβάλλονται στις άλλες.
Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει σεξ, στύση, καύλα, εκσπερμάτιση, κόλπος, gay, straight κλπ αλλά ήξερα πότε μου άρεσε να έρχομαι σε σωματικές επαφές με αλλ@ς και πότε όχι. Μπορεί να μη θυμάμαι λεπτομέρειες για όλα τα σκηνικά, αλλά μου έχουν μείνει στη μνήμη ποιες επαφές ήταν ευχάριστες και ποιες κατέληξαν τραυματικές. Αυτό που μου έλειπε ήταν ένα πλαίσιο στο οποίο θα καλλιεργούσα την αυτοδιάθεση του σώματος μου έξω από τις πατριαρχικές προσταγές. Και η συμπύκνωση των κυρίαρχων ταυτοτήτων δε βρίσκεται παρά στην αρχετυπική διαφάνεια του straight αρτιμελούς cis ενήλικα λευκού άντρα, ή στο υγιές πατρικό πρότυπο που προστάζει η ψυχανάλυση. Ταυτόχρονα το ότι εστίασα στο κείμενο στην παιδοφοβία δε σημαίνει καθόλου οτι υποτιμώ την ύπαρξη του αντρικού προνομίου ήδη από την παιδική ηλικία. Το cis αγόρι εκπαιδεύεται για να γίνει θύτης, να παίρνει χώρο από τους άλλους να ηγεμονεύει και να νικάει, το cis κορίτσι αντίθετα να αποδέχεται και να υπομένει ως κάτι φυσικό την πατριαρχική εξουσία και το ανδρικό βλέμμα, πράγμα που το καθιστά πιο ευάλωτο σε παραβιαστικες συμπεριφορές και του στερεί σε μεγαλύτερο βαθμό Χώρο που χρειάζεται για την έκφραση των επιθυμιών του. Αν δεν πειθαρχείς το φύλο σου, δείχνεις π.χ. να αγαπάς το ίδιο φύλο, αρχίζουν οι κυρώσεις. Τα παιδιά που έχουν δείξει από μικρή ηλικία ότι δε συμμορφώνονται με το φύλο στο οποίο γεννήθηκαν και έχουν ήδη σχηματίσει – ή αρχίσει να σχηματίζουν – μια συνείδηση ενός άλλου έμφυλου εαυτού, και είναι τρανς κορίτσια και αγόρια ή genderqueer, βιώνουν συναρθρωμένα παιδοφοβία και και τα τρανς κορίτσια την έντονη μορφή βίας και κακοποίησης που αποτελεί ο τρανσμισογυνισμός.
Η οικογένεια σε διαρκές καθεστώς απαγωγής
Τώρα ας αλλάξουμε παράδειγμα. Υπάρχει μια διάταξη στον ποινικό κώδικα που υπενθυμίζει ότι τα παιδιά δεν ανήκουν στους/στις εαυτούς/ες τους αλλά στους γονείς τους. Είναι αυτή που ποινικοποιεί την εκούσια απαγωγή. Σύμφωνα με αυτό οι ανήλικοι δεν έχουν δικαίωμα να αποδράσουν από τις οικογενειακές φυλακές και να δημιουργήσουν τις δικές τους σχέσεις και κοινότητες με συνομήλικους/ε ή ενήλικες τις επιλογής τους. Το κυνήγι του διεστραμμένου ενήλικα που απειλεί τα υγιή παιδιά του έθνους φυσικά είναι αλληλένδετο με το κυνήγι του εθνικού άλλου. Το σχήμα του ξένου που αρπάζει παιδιά είναι ένα στερεότυπο χτισμένο πάνω στην παράδοση του αντισημιτισμού, γύρω από την οποία άλλωστε έχει κτιστεί κι η νεωτερική εξουσία του έθνους. θυμόμαστε όλοι τη συνηθισμένη έκρηξη αντιαλβανικού μίσους των media social και μη στην περίπτωση του 23χρονου Marjon Ajazi που κατηγορήθηκε οτι απήγαγε μια δεκατριάχρονη τη Χριστίνα Κρασσά ενώ αυτή έφυγε απ’ το σπίτι της και πήγε να μείνει μαζί του από συνειδητή επιλογή της. Προφα- νώς όλ@ γνωρίζουμε τι σημαίνει ελληνική οικογένεια και πόσο απελευθερωτικό είναι να αναπτύσσεις την κοινωνικότητα σου μακρυά της, και απ’ όσο μικρότερη ηλικία το καταφέρνεις τόσο καλύτερα. Παρόλ’ αυτά ο Marjon διώχθηκε για αποπλάνηση ανηλίκου και εκούσια απαγωγή παρότι η ίδια η Χριστίνα ζήτησε από τους μπάτσους να τον αφήσουν ήσυχο. Άλλο παράδειγμα είναι μια ελληνίδα που σε ηλικία 14 χρονών απέδρασε από το σπίτι για να μείνει με μια παρέα 30 χρονων κογκολέζων οπου και πάλι οι μπάτσοι σε συνεργασία με το χαμόγελο του παιδιού και άλλους ρουφιάνους την ανακάλυψαν και αφού συνέλαβαν τους μετανάστες την υποχρέωσαν να επιστρέψει σπίτι της. Και στις δύο περιπτώσεις στα σχόλια των ελληνόψυχων γι’ αυτά τα γεγονότα συνδυάστηκε η αφήγηση περί προβλήματος της μετανάστευσης και συγκεκριμένα αυτή των μεταναστών αντρών που απειλούν τις γυναίκες του έθνους μας με τον πανικό για τα ανεξέλεγκτα παιδιά που έχουν ξεφύγει από τον οικογενειακό έλεγχο.
Μια αφήγηση που χρησιμοποιήθηκε κεντρικά από την αντιεξέγερση μετά το Δεκέμβρη του ’08. Όσοι/ες λοιπόν κρυφογουστάρουν όταν οι ναζί φωνάζουν κρεμάλα στους παιδεραστές, όσοι/ες συνταυτίζεστε με τους/τις αγανακτισμένους/ες πατεράδες που απειλούν με κρεμάλες τους διεστραμμένους που θα πειράξουν τα παιδιά τους, όσοι εύχονται θανατική ποινή και χημικό ευνουχισμό στους παιδεραστές , όσοι/ες θεωρούν ότι κάθε παιδόφιλος είναι βιαστής και εξορισμού καταχρηστική την ερωτική /σεξουαλική σχέση μεταξύ ανήλικου και ενηλίκου δε βοηθούν στην ασφάλεια και στην ενδυνάμωση των παιδιών αλλά αντίθετα συμμετέχουν σε διάφορες μορφές σεξουαλικής, ψυχικής και σωματικής κακοποίησης τους. Πίσω από τη ρητορική περί προστασίας τους στερούν το Χώρο να ορίσουν ποιες συμπεριφορές είναι πάνω στα σώματα τους παραβιαστικές και ποιες όχι και να αναπτύσσουν την ετοιμότητα να καταγγέλλουν συγκεκριμένους θύτες συνομήλικους/ες ή μεγαλύτερους/ες. Αυτό είναι πιο ορατό στην έμφυλη εκπαίδευση των κοριτσιών που μαθαίνουν να ενοχοποιούν τις δικές τους επιθυμίες, να ανέχονται τη βία και την επιτήρηση του αντρικού βλέμματος. Τα παιδιά όπως αναφέραμε σαν ταυτότητα είναι συστημικά καταπιεζόμενη ομάδα στην πατριαρχία όμως όσα από αυτά γεννήθηκαν με πέος, συμμορφώνονται με ευχαρίστηση στο ρόλο του αγοριού και επιτελούν με επιτυχία την αρρενωπότητα τους στην οποία εκπαιδεύονται, απολαμβάνουν αρκετά προνόμια και υφίστανται ελάχιστη καταπίεση. Δε θέλει μαντικές ιδιότητες για να γίνει αντιληπτό ότι τα παιδιά που δεν πειθαρχούν στην κανονιστικότητα του φύλου και δημιουργούν ένα άλλο έμφυλο εαυτό είναι και τα πιο ευάλωτα στο bullying και στη βία από τους άλλους, ανήλικους/ες και ενήλικους/ες. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η κατασκευή του παιδόφιλου-τέρατος αποτελεί ένα ακόμα μέσο νομιμοποίησης της τρομοκρατίας της πατριαρχικής ομαλότητας και του φυσιολογικού. Ο οργισμένος έλληνας οικογενειάρχης που απειλεί να βγάλει την καραμπίνα και να κυνηγήσει τον ανώμαλο που θα διαφθείρει την αθωότητα του γιου του και της κόρης του, και τον/ την προειδοποιεί να μείνει στο οικογενειακό μαντρί γιατί έξω κυκλοφορούν λύκοι είναι φορέας βίας, συχνά τραυματικής για το ίδιο το παιδί, και στη χειρότερη περίπτωση γίνεται κι ο ίδιος θύτης σεξουαλικής κακοποίησης, καθώς σα θεσμός και υποκείμενο μισεί την αυτοδιάθεση του σώματος του. Το κυνήγι του παιδόφιλου από τη σεξιστική κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με μια φεμινιστική αυτοδικία ενάντια στους βιαστές, με μια γυναικεία αντιβία ενάντια στην ανδρική κακοποίηση και επιβολή, με τη μάχη εναντίον του ετεροσεξισμού.
Σφαλιάρες και κλωτσιές για τους ελ-λη-νες… (str8 cis αρτιμελείς άντρες)
Το τελευταίο συμπέρασμα γράφεται κυρίως για αντιφασιστική χρήση. Γιατί αν η ανάδειξη του ζητήματος της ομοφοβίας έχει περιορίσει την άποψη ότι ο φασισμός έχει εγγενή σχέση με την ομοφυλοφιλία από επίσημη θέση του μεγαλύτερου μέρους αριστερού και αναρχικού κινήματος, και τη ρητορική επιφανών διανοούμενων όπως ο γκόρκι, ο ράιχ και ο adorno σε ντροπιασμένη χαμηλόφωνη ατάκα στα καφενεία όταν οι straight cis αντιφασίστες μιλούν σταράτα και λαϊκά χωρίς να τηρούν τα προσχήματα. Σε αυτή τη συνθήκη απομένει μια κατηγορία ικανή να ενσαρκώσει με απόλυτο τρόπο τη ψυχιατρικοποίηση των ναζί. Και δεν υπήρχε φυσικά πιο τερατώδης άλλος από τον παιδεραστή. Έτσι όταν οι φασίστες φωνάζουν όχι φυλακές για τους εθνικιστές κρεμάλα στ@ς πρεζέμπορους και τους παιδεραστές» τότε αρκετοί έλληνες ριζοσπάστες αντιτείνουν ότι οι φασίστες πουλάν την πρέζα και είναι οι φορείς της ανωμαλίας, και επιδεικνύουν πόσοι απ’ αυτούς έχουν καταδικαστεί για παιδοφιλία, τα σκάνδαλα που τα κρύβουν τα κανάλια των εφοπλιστών, των εργολάβων και των τσάτσων τους. Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο τι θέλουν να πουν; Ότο ο φασισμός δεν είναι το αποκορύφωμα του ίδιου του δομικού ρατσισμού του λαού του , της ίδιας της ανάγκης της κοινωνίας να κατασκευάζει και να εξολοθρεύει τους άλλους της αλλά κάτι που επιβάλλεται απ’ έξω σε αυτή, από τους αστούς, την ελίτ, κάποια φωτεινά ή σκοτεινά κέντρα εξουσίας; Στην πραγματικότητα οι φασίστες μιλούν τον πιο αυθεντικό λόγο της κοινωνίας με τη χαιντεγκεριανή έννοια του όρου, εκφράζουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο τους λόγους που την έχουν συγκροτήσει ως τέτοια, τις ρίζες και την καταγωγή . Γι’ αυτό οποιοδήποτε θετικό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με τη ρήξη με αυτή και τις σημασίες που τη διέπουν ως τέτοια. Έτσι οι φασίστες ποτέ δεν εκμεταλλεύονται τα πραγματικά προβλήματα του λαού για να τον εκμεταλλευτούν και να τον παρασύρουν για τους δικούς τους κακούς σκοπούς, αντίθετα τα ίδια τα προβλήματα τα οποία έχει ορίσει ο λαός για τον εαυτό του είναι η μήτρα του φασισμού. Όταν ο φασίστας μιλάει ενάντια στις τράπεζες τους τοκογλύφους και το παρασιτικό χρηματιστικό κεφάλαιο δεν υποκρίνεται. Εκφράζει ξεκάθαρα τη λατρεία της κοινωνίας προς το σύστημα εξουσίας της οικονομίας και της εργασίας, και της ανάγκη τιμωρίας των κλεπτών εξουσιαστών που παραβαίνουν τους κανόνες της. Αντιλαμβανόμαστε πως ο ίδιος ορισμός της παραγωγικής εργασίας και της σύνδεσης της με τη γη, το υγιές αίμα και σπέρμα έχει δομηθεί πάνω στον αντισημιτισμό, καθώς αναπαριστά ως παρασιτικές όλες τις συμπεριφορές που οι χριστιανοί επέβαλλαν στους εβραίους ως υποτιμητικές γι’ αυτούς (εμπόριο, δανεισμός,πίστη γενικότερα κυκλοφορία). Και σε αυτή την περίπτωση δεν υποκλέπτει μια σωστή θέση της αριστεράς, μετατρέποντας τη σε ρατσιστική. Αλλά αντίθετα είναι η πιο ειλικρινής και ξεκάθαρη αποκάλυψη του γεγονότος ότι όλες οι μεγάλες αφηγήσεις της νεωτερικότητας, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία η πίστη τους στην απελευθερωτική δύναμη της εργασίας δεν έχουν συγκροτηθεί παρά γύρω από ανθεβραικά στερεότυπα, και όλες έχουν ευθύνη γιατί όχι μόνο δεν απέτρεψαν την ύπαρξη του άουσβιτς άλλα κάθε μία σιγόνταρε με διαφορετικό τρόπο στη δημιουργία του. Η shoah είναι εν τέλει η μεγαλύτερη επιτυχία τους. Το αποκορύφωμα του πολιτισμού τους.
Αντίστοιχα όταν μιλούν για τους βιαστές, χρησιμοποιούν τη λέξη με τον τρόπο που την κατασκεύασε η πατριαρχία, και όχι όπως τη μετέστρεψαν νοηματικά οι φεμινισμοί για να καταγγείλουν την ανδρική εξουσία. Δηλαδή αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η παραβίαση τους δικαιώματος ιδιοκτησίας των ανδρών του έθνους πάνω στις γυναίκες και την αναπαραγωγή τους, μέσα από το θεσμό της ετεροκανονικής οικογένειας. Γι’ αυτό αναφέρονται πάντα είτε σε ξένους εθνικά είτε σε άλλους διανοητικά, ψυχασθενείς βιαστές. Φυσικά για τους φασίστες ο σεξουαλικός καταναγκασμός των ξένων γυναικών δε θεωρείται βιασμός αλλά ομαλή επιβεβαίωση της αρρρενωπότητας των ανδρών του έθνους. Η εγκληματολογική κατασκευή της ειδικής ράτσας του βιαστή δεν είναι όπως ανάλυσα πιο πάνω, παρά η καλύτερη υπεράσπιση της κυρίαρχης εθνικής και ανδρικής κουλτούρας του βιασμού.
Αλλά ούτε και οι πιο απεχθείς ταυτότητες εγκληματιών, αυτές που μισεί περισσότερο η κοινωνία, οι πρεζέμποροι και οι παιδεραστές είναι σωστοί στόχοι. Οι φασίστες δεν έχουν ποτέ δίκιο, για να κλείσω κυκλικά τη συλλογιστική μου. Όταν η βιοπολιτική της υγείας ορίζει κάποια σώματα χρηστών ουσιών ως μη αρτιμελή, και τα παρανομοποιεί κοινωνικά και ποινικά, τα στιγματίζει τους στερεί το Χώρο να μαστορέψουν τις μηχανές τους, να τις μετατρέψουν με τον τρόπο που επιθυμούν. Στην πραγματικότητα το κυνήγι του πρεζέμπορου δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά τον ακροδεξιό αντικαπιταλισμό, που προβληματικοποιεί τον κακό κερδοσκόπο που οδηγεί το λαό στην καταστροφή μέσα από το μολυσματικό του εμπόρευμα, μόνο και μόνο για τη μανία του για το χρήμα. Υποτιμά έτσι το χρήστη ως αυτοδύναμο και ενεργό υποκείμενο, και τον αποδυναμώνει, διασπείροντας τον ηθικό πανικό γύρω από τις ψυχοτρόπες ουσίες.
Αντίθετα σωστός στόχος σε αυτή τη Χώρα είναι ακριβώς αυτοί οι περήφανοι ετεροκανονικοί cis έλληνες. Αυτοί που αφού καταδικάζουν την επιθυμία των άλλων στη σιωπή, επιβάλλουν τη δική τους κακοποιώντας τους ψυχικά, σωματικά, σεξουαλικά, φυλακίζοντας και εν τέλει εξοντώνοντας τους. Στην πραγματικότητα ότι στοχοποιούν ακόμα κι αν αναπαρίσταται σαν τόπος της εξουσίας δεν είναι παρά ένα ακόμα θύμα τους. Λοιπόν ας αντιστρέψουμε το αγαπημένο τους σύνθημα κι ας τους το τρίψουμε στη μούρη: φυλακές και κλωτσιές για τους Ελ-λη-νές λευτεριά στους πρεζέμπορους και τους παιδεραστές. Έστω και για σπάσιμο, γιατί παρότι γουστάρουμε τακτικά τη φυλάκιση φασιστόμουτρων κάθε είδους, στρατηγικά το σύνθημα μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή και θεσμό εγκλεισμού παραμένει για μας διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.
Εκ-φυλες προβοκατόρικες συχνότητες.