Μετά το ποταμάκι που ξέβγαζε φυτοφάρμακα και λύματα από ένα έλος ήταν η δική μας μεριά. Εκεί μαζευόμασταν όλοι οι γυμνιστές, γκέι και στρέιτ. Εμείς βέβαια ήμασταν τότε, πάνω απ’ όλα, περήφανοι. Πράγμα που σήμαινε ότι κάναμε αισθητή την παρουσία μας, με γέλια και πειράγματα αλλά, κυρίως, με μια σημαία του ουράνιου τόξου που σίγουρα αυτός που την είχε φέρει από τον εξωτερικό την προόριζε για λάβαρο σε ένα φανταστικό πράιντ στην Ελλάδα. Ήταν τεράστια αλλά εκεί πάντα φυσούσε κι έτσι ανέμιζε επαρκώς ώστε να κάνει τη δουλειά της.
Η δουλειά της ήταν απλή αλλά και δύσκολη: να μαρκάρει εκείνη τη λωρίδα άμμου που μαζεύονταν οι γκέι άντρες, προσκαλώντας άγνωστους μέχρι τώρα παραθεριστές από όλες τις χώρες (κυρίως Ανατολικής Ευρώπης) να κάτσουν στη μεριά μας και να γνωριστούμε καλύτερα έστω κι από μακρυά. Ή ίσως κι από κοντά. Το μολυσμένο έλος είχε αφθονία από αμμόλοφους με καλάμια, ένας πραγματικός παράδεισος για αυτόν που γύρευε την περιπέτεια και το κάτι παραπάνω.
Ήμουν κι εγώ περιπετειώδης κι έτσι κατά το ντάλα μεσημέρι σκαρφάλωσα εκεί πάνω για να βρω το ταίρι μου. Δεν μιλούσε ελληνικά, μόνο στεκόταν αγέρωχος μπροστά μου και με κοίταζε. Μαθημένος καλά από τις συνήθειές μου, τον άρπαξα από τον λαιμό για να του δείξω ότι πρέπει να γονατίσει. Και τότε το απερίγραπτο συνέβη: μου έβαλε τρικλοποδιά κι έπεσα με τα μούτρα πάνω στην καυτή άμμο και τα κοντά καλάμια που μου τρυπούσαν το στήθος. Πριν το καταλάβω, ήρθε από πίσω μου, με γάμησε κι όταν τελείωσε, αμίλητος πάντα, σηκώθηκε κι έφυγε.
Κατέβηκα προς την ακροθαλασσιά, μακριά απ’ όλους, και βούτηξα στα ρηχά για να ξεπλυθώ. Έμεινα εκεί κάμποση ώρα. Κι ύστερα, με βήμα λυγερό και φουσκωμένο, επέστρεψα στη σημαία του ουράνιου τόξου. Οι φίλοι μου τρώγανε κάτι σαλάμια μα αρνήθηκα να φάω κι εγώ, σαν να ήθελα να κρατήσω τη γεύση του γαμησιού όσο πήγαινε.
Είχαμε πάει από νωρίς εκείνη την Κυριακή, για να πιάσουμε το καλύτερο μέρος αλλά και γιατί θέλαμε να περάσουμε όσο περισσότερο χρόνο γινόταν στη θάλασσα. Η ίδια η θάλασσα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ένας βούρκος θολός από την ίλη που κατέβαζαν στα παράλια ο Αξιός κι ο Αλιάκμωνας, με φύκια που επέπλεαν. Καμιά φορά που φυσούσε ανάποδα καθάριζε λιγάκι και τότε δεν βγαίναμε σχεδόν καθόλου έξω. Αυτή είναι η μοίρα των γυμνιστών και των γκέι, δυσπρόσιτα μέρη, υποβαθμισμένα, επικαλυμμένα με τόση λαχτάρα ελευθερίας που φάνταζαν παράδεισοι.
Πολύ αργά το απόγευμα, ακούστηκαν φωνές στον μικρό μας παράδεισο. Άμα σηκωνόσουν ίσα που μπορούσες να δεις τα πρώτα σπίτια του χωριού, μικρά, σαν σπιρτόκουτα, φωτεινά στο φως του ηλιοβασιλέματος. Ένα τρακτέρ πλησίαζε με φόρα σηκώνοντας πίσω σκόνη και άμμο. Πέρασε όλη την έρημο με τα αγκάθια, ανέβηκε το υπερυψωμένο τέλος της παραλίας και σταμάτησε με ένα αφηνιασμένο τετακέ εμπρός, σχεδόν πάνω, στην τέντα μας. Την τέντα με το ουράνιο τόξο.
Ένας οχετός από βρισιές ξεχύθηκε από το στόμα του οδηγού, από τον οποίο θυμάμαι μόνο το “γαμιέστε σαν τα γαϊδούρια” και να σηκωθούμε να φύγουμε. Σηκωθήκαμε όρθιοι και, μα τον αντίχριστο, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τρεις αδελφές που ξεβολεύονται με τέτοιο τρόπο. Ανοίξαμε τα στόματά μας και ασταμάτητα τον αρχίσαμε στις βρισιές ανάμεικτα με πατριωτικές νότες στο ρυθμό κυματισμού της σημαίας μας. Τα ’χασε ο χωριάτης, τι ’ναι τούτοι οι τοιούτοι θα σκέφτηκε, ξανάβαλε μπρος το τρακτέρ, έκανε μεταβολή και χάθηκε σε ένα σύννεφο σκόνης, έτσι όπως είχε έρθει.
Λίγο αργότερα, τα μαζέψαμε κι εμείς, παίρνοντας γελώντας τον μακρύ δρόμο της επιστροφής για το βραδινό τρένο. Γελούσαμε, τότε, είναι αλήθεια, γελούσαμε με όλη τη δύναμη των νιάτων μας και δεν ξέραμε ότι, είκοσι πέντε χρόνια μετά, ένας από μας θα έγραφε αυτή την ιστορία μόνος στο σπίτι του, προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανός μέσα από αναμνήσεις. Πολλές σημαίες ανεμίζουν τώρα στα πράηντ, αλλά η δικιά μας είναι η πιο παλιά και η πιο περήφανη γιατί δόξασε τα νιάτα που έγιναν σκιές και χάθηκαν.