Πήρα το ταξί από Λεωφόρο Στρατού, πάνω από Καλαχάρι. Θα ήταν 11.30 το βράδυ. Έκατσα πίσω γιατί είχε άλλο επιβάτη μπροστά. Με βόλευε κιόλας, με άφηνε μόνο μου στη μελαγχολία μου. Δεν ξέρω γιατί είχα φύγει από το μέρος του ψωνιστηριού πριν ακόμα αρχίσει καλά καλά το τζέρτζελο. Ξέρω μόνο ότι έγερνα στην πόρτα του αυτοκινήτου ακουμπώντας το μέτωπό μου στο τζάμι κι άκουγα το ράδιο. Έπαιζε ένα τραγούδι πολύ γνωστό τη εποχή εκείνη, που πήγαινε κάπως έτσι: “Μήπως φταίνε τα φεγγάρια κι είμαι τόσο μοναχή, νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή…”. Αλλόκοτο τραγούδι για να αρέσει σε έναν 23χρονο, πόσο μάλλον αν κρίνουμε το σημείο που έστρεψε την πλάτη κι ανέβηκε σ’ αυτό το ταξί. Άφησα, όχι δίχως μια αίσθηση προδοσίας, τα δάκρυά μου να κυλήσουν και τότε άκουσα τον μπροστινό μου να μιλά: “Δεν μπορώ, ρε φίλε, δεν πάει άλλο”. “Θα φτιάξουν τα πράγματα, παλικάρι μου, θα δεις…” του είπε ο ταξιτζής με όλη τη σοφία που διαθέτει ένας ταξιτζής. “Δεν πάει άλλο, δεν πάει άλλο…” συνέχισε τον μονόλογο ο άλλος ακάθεκτος, επιλήσμων στις πατρικές συμβουλές του ταρίφα.
Με τα πολλά φτάσαμε Πλατεία Χαριλάου, ο άλλος πλήρωσε, άνοιξε την πόρτα, μουρμουρίζοντας ακόμα “Δεν πάει άλλο…” Έκλεισε η πόρτα κι ο ταξιτζής γύρισε και στράφηκε στην κλαμένη φάτσα μου με ένα χαμόγελο σαρδόνιο και ύφος που σήμαινε ότι εχει δει πολλά: “Κατάλαβες; Πούστης ο κύριος!”
“Κατεβαίνω κι εγώ εδώ μαζί του” απάντησα και βγήκα. Μα ο πούστης κύριος είχε χαθεί κι εγώ ήμουν χαμένος στην καρδιά της Χαριλάου, ανάμεσα σε πολυκατοικίες οικογενειακές και ετεροφυλόφιλες παρέες που ανέπνεαν τις πρώτες ζέστες της άνοιξης. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω στην Καλαχάρι, τον αναπόφευκτο προορισμό μου, μα ένιωσα τα μέλη μου κουρασμένα από το “μήπως φταίνε τα φεγγάρια”. Πήγα σπίτι, τυλίχθηκα με ένα άσπρο σεντόνι γυμνός και, ηττημένος, πήγα κλαίγοντας για ύπνο. Δεν πάει άλλο, ρε φίλε, δεν πάει άλλο…