Από το μυθιστόρημα “Κωνσταντίνος” του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, εκδ. Καστανιώτη, 1997
Περνάει πάλι καιρός. Τον παίρνει πού και πού να του ζητήσει να κοιτάξει αν ήρθε ο τάδε δίσκος – ο Κωστής τον ακούει τώρα που μιλάει σαν να μην έχει μεσολαβήσει ο χρόνος, σαν να βρίσκονται ακόμα στον ίδιο ατελείωτο πρώτο χειμώνα. “Άμα φτιάξει ο καιρός, παίρνουμε τρεις τέσσερις μέρες το αυτοκίνητο και χωρίς να το καταλάβουμε, βρισκόμαστε Πιερία, Σέρρες, όπου θέλεις, ε, τι λες; Παίρνουμε και κανένα γραμμάριο κόκα για να μην καταλάβουμε τη διαδρομή και ύστερα θεσσαλικά προϊόντα, τσίπουρα και τέτοια”. Κι ακόμα ο Κωστής λέει ναι, χωρίς να τον πιστεύει αλλά θέλοντας, θέλοντας να ηχήσουν πάλι στ’ αυτιά του οι βιομηχανικές μουσικές, τα άναρθρα εμβατήρια, θέλοντας να γίνει ο νόμιμος ωτακουστής του κόσμου που κλειδοκράτοράς του είναι ο Κωνσταντίνος. “Και θα βρέχει, θα βρέχει, θα ’ναι ψώνιο”. Θα βρέχει κι αυτοί θα είναι κάτοχοι όλου του απλού λαβύρινθου της ελληνικής υπαίθρου και μεθυσμένοι θα παίζουν με τα κλειδιά του: η ελιά, το ούζο, τα μουσκεμένα χώματα, οι παλάμες των δέντρων παγωμένες στον ουρανό του Νοέμβρη, τα χαρακωμένα πρόσωπα.
Τέτοια μεγάλα τηλεφωνήματα είναι όμως πια σπάνιες αναλαμπές. Τόσο σπάνιες, που σε μια υποτροπή – μυριοστή – διάθεσης να τον ξαναέχει, ο Κωστής μαγνητοφωνεί μια απ’ αυτές τις συνομιλίες, όχι γιατί λέγεται κάτι ιδιαίτερο μα γιατί φοβάται πως κάποτε δε θα του ’χει μείνει το παραμικρό για να θυμάται τον Κωνσταντίνο. Δε φοβάται, απλά θέλει να μην είναι για πάντα χαμένο αυτό το κομμάτι της ζωής του. Θέλει λοιπόν ίχνη, τεκμήρια, κι έτσι μαγνητοφωνεί μια τους συνδιάλεξη κι ύστερα χάνει την κασέτα, δεν τη χάνει, την αφήνει να μπερδευτεί με τις υπόλοιπες, την αφήνει και την ξεχνάει. Σε φίλους όμως που γνωρίζουν την ιστορία, ακούει τον εαυτό του να λέει από καιρού εις καιρόν πως αν ήταν να μπορούσε να είναι με κάποιον, θα διάλεγε ακόμα εκείνον το γιατρό. Ξέρετε, εκείνον που είχε πάθος με τη μουσική.
Τώρα, όταν πηγαίνει στο πάρκο, περνάει πρώτα απ’ τα σταματημένα αυτοκίνητα, απ’ το μέρος που συνήθως άφηνε το δικό του ο Κωνσταντίνος. Τα περνάει τώρα γρήγορα με το βλέμμα, να βεβαιωθεί πως ο άλλος δεν είναι εκεί, να βεβαιωθεί για να μπορέσει να μπει αυτός, λες και η παρουσία του Κωνσταντίνου τον αποκλείει.
Είναι χειμώνας, όπως τότε, και τα δάχτυλά του έχουν ξυλιάσει, ο Παναγιώτης είναι πια στα τελευταία του και τον έχουν πάει έξω να δει κάτι γιατρούς στο Παρίσι, τον Κωνσταντίνο έχει να τον δει μήνες, τόσο που ξεχνάει τις λεπτομέρειες της ανατομίας του, και είναι σήμερα παραμονή Πρωτοχρονιάς, κάνει κρύο και το πάρκο στις πέντε το πρωί είναι τυλιγμένο σ’ ένα σκοτεινό αφύσικο ουρανό, και είναι πολυάσχολο σαν να είναι μεσημέρι και ’χει γίνει μια παράδοξη έκλειψη ηλίου, με τους ανθρώπους να στριφογυρίζουν φορτισμένοι από τον αφύσικο μαγνητισμό σε κύκλους και ευθείες, διασταυρώνοντας τα βλέμματά τους μες στο γαλακτερό σκοτάδι σαν προβοσκίδες αρειανών πλασμάτων. Όλο και καινούριες φυσιογνωμίες ξεπετάγονται απ’ τους θάμνους, πίσω από τα δέντρα και τις στροφές κάθε αλέας, άλλοι κουμπώνοντας βιαστικά το παντελόνι, άλλοι βάζοντας το χέρι τους μπροστά, ανάμεσα στα πόδια, με νόημα, σαν να κρύβουν τη γύμνια τους με τα ίδια κλαδιά που ένας μακρινός πρόγονος είχε χρησιμοποιήσει για να μη σοκάρει τα νεαρά κορίτσια κάποιας βασιλικής συνοδείας.
Σαν να γιορτάζεται εδώ σήμερα, εκτός απ’ τα πρώτα βήματα ενός χρόνου καινούριου, εκτός από κάποιες αποφάσεις ηρωικές που θέλουν τώρα λουσμένες μέσα στο καζάνι του ποτού να κάνουν περήφανη παρέλαση, και μια ώρα όπου όλοι οι νόμοι κάθε φόβου και αναστολής έχουν παγώσει και δεν ισχύουν, μια αργία του Θεού που έχει κλείσει τα μάτια του και δε βλέπει, μια παύση λιγόωρη των φυσικών νόμων, που σε κάθε άλλη περίσταση θα έθεταν σε κίνδυνο τους ανέμελους καταπατητές τους.
Και όλα τα μάτια είναι ξαναμμένα και κοιτάνε ταυτόχρονα προς όλες τις μεριές κι αιχμαλωτίζουν σαν μεγάλα λάσα, για να γυρίσουν αμέσως αλλού με την ίδια ευκολία, ξεχνώντας, για να προχωρήσουν παρακάτω. Γιατί σήμερα εδώ το ζητούμενο δεν είναι η ικανοποίηση της ανάγκης, ούτε καν η ποιότητα μόνη, αλλά η μεγαλειώδης ποσότητα. Γι’ αυτό και τα γούστα πλαταίνουν, οι παλάμες παίρνουν φωτιά και λάμπουν μες στο σκοτάδι, τα πόδια γίνονται φτερωτά, σαν αγίων της προδοσίας και της επιπολαιότητας, μια μεγάλη αδελφότητα εγκληματιών που υποκρίνονται με μεγαλείο και ευθυμία την απολυτότητα, κρύβοντας κάτω απ’ το μανίκι τους το φόβο.
Κι ύστερα από λίγο αυτοί που έχουν πιει λιγότερο απ’ τους άλλους, αυτοί που κάθε ανάσα τους είναι κι ένα βήμα προς την επίφοβη νηφαλιότητα, έχοντας ήδη εξαντλήσει, με όλους τους πιθανούς γεωμετρικούς συνδυασμούς, τους χώρους του πάρκου, αρχίζουν να γίνονται έρμαια της ανυπομονησίας. Επικαλούνται μέσα τους τη δύναμη που μέχρι πριν λίγο στην περίσσεια της δεν τους άφηνε ν’ ανησυχήσουν, την επικαλούνται όπως ο άφρων που δεν έκανε καλή χρήση του πλούτου του και τώρα γυρίζει και παραπονιέται σε όποιον θεό πιστεύει, να του ξαναδώσει πίσω λίγο απ’ αυτό που είχε για να μπορέσει, τσιγκούνικα πια και νευρικά, να μεγαλουργήσει. Στόματα συναντάνε άλλα στόματα, και λαιμούς και μέλη χυμένα έξω από ρούχα βιαστικά κατεβασμένα. Ενώ οι νεοφερμένοι, με όλη τους τη δύναμη ακόμη ανέπαφη, στέκονται για μια στιγμή προσπαθώντας με αγαλλίαση να διαλέξουν, έχοντας φτάσει εδώ σαν τέρμα μιας μεγάλης βραδιάς, μιας πορείας που έχουν θελήσει εύθυμη και αξιομνημόνευτη, μιας πορείας που έχει αγκαλιάσει και σαβανώσει, μες στην προϊδεασμένη της γιορταστική μυσταγωγία, οικογένεια στην αρχή, φίλους μετά, χώρους γλεντιού και μουσικής, για να κατευθυνθεί, όσο μεγαλώνουν οι μικρές ώρες της πρώτης αυτής νύχτας, σε όλο και πιο ιδιόρρυθμες απολαύσεις, σε όλο και πιο μυστικά καταγώγια, κι έπειτα, επειδή το σκοτάδι κρατάει ακόμα, και οι υποσχέσεις κρατάνε ακόμα, τα βήματα οδηγούνται εκεί όπου μπορούν ν’ αφήσουν τα ίχνη τους στο χώμα, ένα χώμα τόσο απρόσωπο όσο κι ένα κράσπεδο, αλλά πόσο πιο καλεστικό.
Ο Κωστής χώνεται κι αυτός μέσα σ’ όλο αυτό το σιωπηλό πανδαιμόνιο. Γιατί εδώ δεν παίζουν μουσικές, κι όλοι, αν θέλουν να πουν κάτι, το ψιθυρίζουν, γιατί εδώ όλοι μιλάνε με τόσο ζήλο μέσα τους, που αν άνοιγαν τα χείλη, οι κραδασμοί θα έσπαζαν και τα πιο ανθεκτικά τύμπανα. Περνάει κι αυτός από παντού μετρώντας τις φάτσες από μακριά, ακολουθώντας σκιές, αποφεύγοντας άλλες. Ζεσταίνει τα χέρια στις τσέπες του δερμάτινου μπουφάν και κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών μες στα παπούτσια. Δεν είναι μεθυσμένος, προσδοκά όμως τα ίδια και ακόμα πιο πολλά απ’ τους άλλους.
Τριγυρίζει μες στον κόσμο, τριγυρίζει πλέοντας ορατά νήματα, αφήνοντας τους άλλους να πλέξουν κι αυτοί τα δικά τους γύρω του. Μια δύναμη τον τραβάει στο γνωστό μέρος, στο μέρος με τις πανύψηλες λεύκες, εκεί όπου έχουν αφήσει αποτύπωμα τόσες φορές η πλάτη και τα χέρια του. Μπαίνει στο σύδεντρο και πιάνει αμέσως με τα μάτια τις σκιές, τις παρουσίες, τον κύκλο. Ένας κύκλος ανθρώπινος, ανάμεσα σε δύο δέντρα, ένας κύκλος που με αργές κινήσεις, ιδωμένος από μακριά, είναι σαν μια σύναξη πιστών που θυμιατίζει σκύβοντας λιγάκι προς τα κει όπου ξεκινάει από τη γη, ορθώνεται, ανεβαίνει και τους ξεπερνάει.
Στο κέντρο του κύκλου, που απαρτιζόταν περίπου από δέκα ανθρώπους, ήταν ένας νεαρός που δε θα πρέπει να είχε πολλή ώρα αφότου είχε έρθει, ένας νεαρός που η ομορφιά δεν ήταν τέτοια, που να μπορεί να πει κανείς ότι όμοιά της σπάνια περνούσε τα μονοπάτια αυτού του πάρκου, αλλά που σίγουρα ήταν τόση, ώστε συνήθως οι κάτοχοί της να μην την δίνουν άσκεφτα στον οποιονδήποτε, αλλά να την περιφέρουν μάλλον με συγκατάβαση και να την κρατάνε για κάποιον ισάξιό τους. Πράγμα που άφηνε πίσω τους μια μικρή ομίχλη, ένα βόρειο σέλας φθόνου σιωπηρού, που διαλυόταν χωρίς να υλοποιηθεί ποτέ σε πράξεις ή σε λόγια. Ένας τέτοιος νέος ήταν τώρα εδώ ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που η η απροσδόκητη διαθεσιμότητά του είχε μαζέψει γύρω του σαν κάποια νευρικά τελετουργικά σαλιγκάρια. Ο νεαρός ήταν πιο ψηλός απ’ όλους και μέσα στα ελάχιστα αντιφεγγίσματα του σκοταδιού τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έδιναν μια χειροπιαστή εντύπωση άκακης στιβαρότητας, μιας νιότης που έσφυζε κι απλώνονταν ανεμπόδιστη. Μια μύτη σχεδόν αρχαιοελληνική, ένα στόμα κατακόκκινο που σκέπαζε χαλαρά μεγάλα ομοιόμορφα δόντια.
Είχε το παντελόνι του ήδη κατεβασμένο μέχρι τα γόνατα και έπαιζε με το περιεχόμενο ενός λευκού εσώρουχου που φορούσε ακόμα. Ίσως αυτή ήταν η στάση που είχε επιλέξει απ’ την αρχή μόνος του ακόμα, αυτή που είχε τραβήξει γύρω του αμέσως τόσο πλήθος. Και όλοι τώρα διστακτικά, σκύβοντας λιγάκι προς το μέρος του, αβέβαιοι μην και τους έδιωχνε τελικά με μια κίνηση του χεριού αποφασιστική, δοκίμαζαν αγγίγματα σε διάφορα σημεία του κορμιού του, σαν να περίμεναν την έγκριση, το σημάδι που θα φανέρωνε την κλίση και τα γούστα του νεαρού και θα τους έδινε την άδεια να προχωρήσουν υποδείχνοντάς τους μαζί και τον τρόπο. Τα μάτια του, μέρος του κεφαλιού του που προεξείχε απ’ όλα τα υπόλοιπα και δεν κοιτούσε στ’ αλήθεια κανέναν τους ακόμα, αλλά πέρα, θολά, μες στα δέντρα, δεν του έδιναν την ένδειξη που περίμεναν, η αδιαμαρτύρητη όμως στάση του σε κάθε χάδι ήταν από μόνη της αρκετή για να κάνει τον κύκλο να στενέψει γύρω απ’ αυτό το ανέλπιστο θήραμα και να αρχίσουν τώρα πιο συγκεκριμένα διαβήματα. Το εσώρουχο κατέβηκε κι αυτό να συναντήσει το τζιν παντελόνι στα γόνατα, τα χέρια άρχισαν κάτω απ’ το λευκό τίσερτ να ανεβαίνουν στο στήθος και να ψάχνουν τις ρώγες και τα πλευρά. Ο νεαρός σταμάτησε αυτό που έκανε ως εκείνη τη στιγμή, μιας και άλλα πιο πρόθυμα χέρια προσφέρθηκαν τώρα να εκτελέσουν το ίδιο καθήκον με τρεμάμενο ζήλο. Εξάλλου είχε κι αυτός κάποια πράγματα να κάνει. Έβγαλε το δερμάτινο σακάκι, το μόνο που φορούσε από πάνω, και το κρέμασε με μία κίνηση – που, μες στην τυφλή ακρίβεια με την οποία βρήκε το στόχο της, ήταν περίλαμπρη απόδειξη ενός νόμου παγκόσμιας ενορχήστρωσης, στην οποία το μόνο παράσιτο ήταν η επίγνωση – σ’ ένα κλαδί που βρισκόταν αθέατο πίσω του. Ύστερα ανέβασε το τίσερτ με μια πρώτη κίνηση μέχρι πάνω απ’ το στήθος του κι αμέσως με μια δεύτερη το πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι του και πίσω απ’ το λαιμό του χωρίς να το βγάλει απ’ τα χέρια. Έτσι ήταν τώρα σχεδόν γυμνός μέσα στην απόλυτη παγωνιά του ξημερώματος που αν και αργούσε ακόμα να φανεί στο στερέωμα, δεν ήταν τελείως αόρατο στα πρόσωπα των ανθρώπων.
Τα χέρια κάλυψαν τον κορμό του, έτσι ώστε να μοιάζουν σαν να έβγαιναν από μέσα του, φυτρωμένα ξαφνικά όπως στο σώμα κάποιας ανατολικής αιμοσταγούς θεάς. Μετά τα χέρια τα χείλη δεν άργησαν να κάνουν την επίσκεψή τους πρώτα στο στήθος κι έπειτα δειλά, συνεσταλμένα, σαν αυτό να ήταν το μεγαλύτερο ταμπού, στα δικά του χείλη, και μετά στην κοιλιά, κι ανάμεσα στα πόδια του, με ασυνήθιστα αργούς ρυθμούς, σαν να μην μπορούσε ακόμα η ομήγυρη να πιστέψει σε τέτοια εύνοια της θεάς τύχης. Συστολή που όμως γρήγορα εγκαταλείφθηκε, για να πλησιάσουν όλοι τώρα πιο ξεθαρρεμένοι, δικαιωματικά σχεδόν, όσο οι αντιδράσεις του νεαρού άντρα, που είχαν φοβηθεί και προϋπολογίσει, δεν έλεγαν να φανούν. Κι όσο αυτός τους άφηνε να του κάνουν ό,τι θέλουν, όσο οι διστακτικές τους δοκιμές δεν έβρισκαν ποτέ αντίσταση από μέρους του – και τα χέρια ταξίδευαν κιόλας στο πίσω μέρος του κορμιού του, τα δάχτυλα έκαναν την είσοδό τους στο υγρό του εσωτερικό, τα στόματα δάγκωναν τις ρώγες του, διεγερμένα όργανα έκαναν ήδη προσπάθειες να τον εκπορθήσουν – σιγά σιγά όλοι άρχισαν να τον διεκδικούν σαν από φυσικό και σκληρό τους δικαίωμα, τα χέρια να σπρώχνουν άλλα χέρια, τ’ ανοίγματα του κορμιού του απ’ τη στιγμή που κατέχονταν από κάποιον πια να κρατιούνται πεισματικά. Κι αυτός όχι μόνο χωρίς να αντιστέκεται σε τίποτα, αλλά απλώνοντας τα χέρια του και γυμνώνοντας άλλα μέλη, τους κατόχους των οποίων ούτε καν γύριζε να κοιτάξει, σκύβοντας το μεγαλόπρεπο αυτό στιβαρό, και λίγο πιο παχύ στην κοιλιά, αν κανείς έπαιρνε μια απόσταση και αποφάσιζε να εφαρμόσει κανόνες κάλλους, κορμί για να κάνει πιο εύκολη τη διείσδυση ερεθισμένων μελών που περίμεναν το ένα μετά το άλλο τη σειρά τους, γονατίζοντας στο τέλος στο παγωμένο χώμα, στερώντας έτσι τους πίσω του από ηδονές βιαστικές και νευρικές στην απορία τους, αλλά έχοντας πια στο ύψος του στόματός του όλους αυτούς που με κατεβασμένα παντελόνια έπαιζαν σπασμωδικά μπροστά του με το ένα χέρι, χαϊδεύοντας με το άλλο κάποιο μέρος του δικού του κορμιού. Πήρε τον πρώτο που βρήκε μπροστά του, τον τράβηξε στο πρόσωπό του με προσοχή αλλά πάλι χωρίς να βλέπει, σαν να τραβούσε ένα ζώο απ’ το χαλινάρι να ’ρθει κοντά του, και ήταν πια φανερά πως βρισκόταν στο στάδιο μιας σχεδόν ηθελημένα ακινητοποιημένη μέσα στο χρόνο μέθης, και ύστερα τον έβαλε στο στόμα του, απ’ όπου μια περίσσεια σάλιων ξεχείλισε αμέσως, κι άρχισε να κουνάει το κεφάλι με επιμέλεια και επιμονή θεράποντος υπηρέτη.
Αυτή η τροπή των πραγμάτων έκανε τώρα όλους να τον θεωρήσουν πράγματι υπηρέτη των μικρών και περιορισμένων τους επιθυμιών και αυτό τους έκανε για μια στιγμή να ξεφαντώσουν – μια στιγμή μόνο, γιατί μετά αφομοίωσαν αυτή την ηδονική έκπληξη και την καθαίρεσαν κόβοντάς την στο μέγεθος του πόθου και της τόλμης τους. Ο νεαρός τούς τα έδινε όλα, αλλά δεν έχανε γι’ αυτό τίποτε από τη λάμψη του που τώρα τους είχε κάνει δέσμιους ακόμα περισσότερο.
Άλλα χέρια τού έσπρωχναν το κεφάλι, άλλα του χάιδευαν το κορμί, άλλα του ’διναν μικρά χτυπήματα στο σβέρκο και τους γλουτούς. Είχε τώρα μαζευτεί ακόμα περισσότερος κόσμος και συνωστιζόταν γύρω του προσπαθώντας ν’ αγγίξει κάτι, περιμένοντας τη σειρά τους, προσπαθώντας να είναι έτοιμοι περιμένοντας, κι άλλοι θέλοντας μόνο να δουν, με μεγάλα μυωπικά μάτια μες στο μισοσκόταδο. Κάποιοι άρχισαν να κοιτάζουν τώρα κάποιους άλλους ερωτικά, κάποιοι απ’ τον κύκλο, και ν’ απλώνουν το χέρι σε διπλανούς που είχε προσελκύσει το ξεφάντωμα αυτό στο μικρό ξέφωτο, διπλανούς που έβρισκαν κι αυτούς ωραίους και τους οποίους ήλπιζαν τώρα ν’ αποκτήσουν για λίγο μέσα στη γενική παραζάλη γύρω απ’ το κορμί του μεγαλόσωμου νεαρού. Σαν τα κοράκια που περίμεναν πάντα με υπομονή, αισθάνονταν τώρα αυτή τη νύχτα, που ήταν, βέβαια, τόσο ιδιαίτερη, τους κόπους τους να ανταμείβονται. Αισθάνονταν με χτυποκάρδι πως η νύχτα αυτή – το όνομά της, η ηλικία της, τα ποτάμια του αλκοόλ και των ουσιών που κόχλαζαν στους κόλπους της – έσπαζε τα φράγματα και όλοι βρίσκονταν στην ίδια αγκαλιά, στον ίδιο κύκλο, όμορφοι και άσχημοι, γέροι και νέοι, αρτιμελείς και ανάπηροι, οικογενειάρχες και έξαλλα παιδιά, κατηφείς εργένηδες και φαντασμένοι κοσμικοί και καλλιτέχνες. Έξυπνοι και κουτοί, μετριοπαθείς και παθιασμένοι, συντηρητικοί και απόλυτοι. Άρχισαν λοιπόν ν’ απλώνουν μικρά χεράκια σε παντελόνια διπλανά, να χαϊδεύουν καβάλους και μετά να περνάνε δάχτυλα μέσα από ζώνες και κουμπιά. Οι περισσότεροι δεν είχαν καμία αντίρρηση. Κάποιοι άλλοι έφευγαν, για να ξαναγυρίσουν πάλι λίγο αργότερα και να ελέγξουν την πορεία των πραγμάτων.
Ο Κωστής πλησίασε κι αυτός και μέθυσε μονομιάς αναπνέοντας τα χνότα και τη λάσπη, αναπνέοντας την καθαρή ξέπνοη εικόνα, αναπνέοντας τον πόθο που για λίγο είχε γίνει ασυγκράτητος. Χέρια του χάιδεψαν το σώμα, κάποιος τον φίλησε στο λαιμό κι αυτός τραβήχτηκε, πλησιάζοντας όμως ακόμα πιο πολύ τον γονατιστό νέο, που βρισκόταν σε κάποιου είδους έκσταση. Θεός, είδωλο άψυχο και υπηρέτης. Θεράπων ακλόνητος, αδιαμαρτύρητος και αδιάκριτος, όταν το σπέρμα φτάνει αναβλύζοντας στο στόμα του, στα δόντια, στα χείλη του, γυρίζει το πρόσωπο στο πλάι και φτύνει ενώ με το χέρι συνεχίζει ν’ αδειάζει το περιεχόμενο αυτού που έχει γίνει ένα είδος τελετουργικού σκεύους, αυτού που τινάζεται διαλαλώντας την ανακούφιση και την απόσταση. Το αδειάζει, με ψύχραιμο πάντα χέρι, πάνω στο χώμα και τα φύλλα, πάνω στους κορμούς ενώ όλοι, σαν συνεννοημένοι, ανοίγουν τον κύκλο, που έχει γίνει τώρα ένα κουβάρι, τον ανοίγουν βιαστικά μήπως άθελά τους λερωθούν, μη θέλοντας να κουβαλήσουν στο σπίτι νωπά τα ενοχοποιητικά και γκροτέσκα αυτά τεκμήρια της πρώτης νύχτας του χρόνου. Το αδειάζει ενώ δίπλα στο στόμα του βρίσκεται κιόλας ο επόμενος μνηστήρας, αυτός που ελπίζει να κρατάει ακόμα η τύχη και να έχει όση ευκαιρία είχε κι ο προηγούμενος. Έχει γίνει ο νεαρός μια μάζα από χνότα καυτά, μια φωτιά που έχει ακόμα ένα σχήμα, απλώς και μόνο για να μπορεί να καίει ακόμα καλύτερα. Αναδίνει απ’ το σώμα του ατμούς ζεστούς, που σπάνε την παγωνιά και τον κάνουν διπλό σε μέγεθος, ροδαλό τώρα και αναμαλλιασμένο σαν φιγούρα κάποιου παραμυθιού σε μαγεμένο δάσος. Αν του βάλεις χιτώνες μουσκεμένους σε παγωμένα νερά λίμνης ορεινής, θα στεγνώσουν ο ένας μετά τον άλλο μέχρι τον αριθμό εφτά ή δώδεκα, κι ύστερα η δοκιμασία του θα έχει τελειώσει με άνεση και έχει χριστεί κι αυτός κάτι στην ιεραρχία των ανώτερων όντων.
Καθένας που τελείωνε σκούπιζε το χέρι του, που πιθανώς είχε λερωθεί κι αυτό, στον κορμό ή στα φύλλα κάποιου θάμνου, μάζευε τα παντελόνια του και χωρίς να κοντοστέκεται πια, έχοντας επιτελέσει αυτό για το οποίο ήταν εκεί, με μια αίσθηση τώρα πως έπρεπε να αφήσει το χώρο και για άλλους, ενθυμούμενος τελικά το προχωρημένο της ώρας, έφευγε βιαστικά χωρίς να γυρίσει το κεφάλι πίσω, λες και αυτό να ήταν όρος να μη διαλυθεί η εικόνα, να μπορέσει να την πάρει σπίτι του, αν ήθελε να τη φυλάξει, πιστεύοντάς την, ή απλώς να την ξεχάσει. Κάποιος, ένας απ’ τους νεαρότερους του κύκλου, ένα μετρίου αναστήματος παιδί, παχουλό αλλά με σάρκα σφιχτή και λάμψη στο πρόσωπο, τελειώνοντας μέσα και έξω από το στόμα του γονατιστού νέου, τον σήκωσε όρθιο και με ένα μικρό χαμόγελο, κάτι μεταξύ ευγνωμοσύνης, αγαλλίασης και λύπης, τον καληνύχτισε μ’ ένα φιλί στα χείλη. Είχαν στ’ αλήθεια φιληθεί με πάθος και πιο πριν, ο κοντούλης ξέροντας ποιον φιλάει και τι κάνει, ο άλλος φιλώντας μέσα σ’ έναν πυρετό που ήταν αποκλειστικά δικός του, έναν πυρετό που τον διέλυε και τον έκανε ταυτόχρονα έναν πέτρινο άνθρωπο, άτρωτο και απρόσωπο, που ανήκε σε όλους, άρα που έτρεμε να ανήκει σε έναν μέσα σε τόση παγωνιά, ένα στοιχείο της φύσης αδιάφορο, μια πηγή απ’ όπου όλοι μπορούσαν να πιουν αλλά όχι και να διακόψουν τη ροή της που τους καθρέφτιζε μόνο στιγμιαία.
Η ένταση στο κέντρο του κουβαριού ήταν τόσο μεγάλη, που οι επιμέρους προσπάθειες για κάποια παράλληλα ζευγαρώματα έπεφταν τελικά στο κενό και όλα τα μάτια και τα μέλη γύριζαν πάλι προς τη φωτιά που έκαιγε ακόμα εκεί ασίγαστη και τους ζέσταινε.
Μια καινούρια παρουσία ήρθε να δώσει το αίμα της στην ξαναμμένη ομάδα. Μια ψηλόλιγνη σκιά, που αφού έριξε πρώτα μια εξεταστική ματιά να καταλάβει τι ακριβώς γινότανε, άρχισε – χωρίς καθυστέρηση, σαν να είχε έρθει ακριβώς γι’ αυτό – να παίζει το ρόλο του βοηθού του νεαρού που ήταν γονατισμένος, προετοιμάζοντας με το ένα χέρι αυτούς που περίμεναν τη σειρά τους, παίρνοντας με το άλλο το κεφάλι του νεαρού και βοηθώντας την κίνηση πάνω στο ερεθισμένο μέλος μες στο στόμα του. Ο ίδιος δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ αυτό, φανερά ευχαριστημένος επειδή έκανε τους άλλους να κουρδίζονται πάνω στους ρυθμούς που ο ίδιος με τα χέρια του έδινε. Ήταν κι αυτός βυθισμένος σε ένα είδος εκστασης που τον έκανε να μην κοιτάει πρόσωπα και να διαλέγει. Έπιασε ψηλαφητά ανάμεσα στα πόδια του Κωστή, που ήταν ο κοντινότερος διπλανός του εκείνη τη στιγμή. Εκείνος για μια στιγμή τον άφησε, όταν όμως γύρισε και κοίταξε τον νεοφερμένο, αναγνώρισε πως αυτό το χέρι που πήγαινε τώρα να του λύσει τη ζώνη του μπλουτζίν ήταν το χέρι με τα μακρόστενα και γεμάτα δάχτυλα του Κωνσταντίνου. Τραβήχτηκε τότε όσο λιγότερο βίαια μπορούσε, τραβήχτηκε και έστρεψε το πρόσωπό του απ’ την άλλη, εκεί όπου βασίλευε ακόμα πιο βαθιά σκιά. Κι ο άλλος όμως, χωρίς να επιμείνει, μιας και ήταν εκεί σαν ένα καλοκάγαθο πνεύμα, που όμως θα βοηθούσε μόνο όσους ήθελαν να το επικαλεστούν, στράφηκε αμέσως σε κάποιον άλλο, που αυτός όχι μόνο δεν τον αρνήθηκε, αλλά στάθηκε – ήταν σχετικά νέος, κοντός κι αυτός, με μούσι και κάτι το στιβαρό στο σκαρί του –, κατέβασε μόνος το παντελόνι του και ο Κωνσταντίνος δεν αρκέστηκε τώρα να τον προετοιμάσει με τα χέρια, αλλά έκανε λίγη απ’ τη δουλειά του άλλου, βάζοντας τον ο ίδιος μες στο στόμα του, πριν τον παραδώσει όμως τελικά στον γονατιστό νεαρό, μόλις εκείνος θα είχε την ευκαιρία.
Τώρα πια είχαν απομείνει ελάχιστοι, δυο τρεις ηλικιωμένοι. Ο ένας σχεδόν γκροτέσκα κονόχοντρος, ανατριχιαστικά αστείος στην προσπάθειά του να μπορέσει να αποκτήσει μια ευπρεπή στύση, ώστε ο όμορφος νέος της νύχτας που πλησίαζε στο τέλος της να τον κρατήσει μέχρι τέλους στο στόμα του, για να μπορέσει να ξεκινήσει το έτος με έναν οργασμό που μπορεί, τέτοιος, να ήταν κι ο τελευταίος του. Δεν τα κατάφερε. Έδωσε τη θέση του στον επόμενο ο οποίος όμως δεν το αποτόλμησε καν. Ο νεαρός βρέθηκε χωρίς αντικείμενο κι αφού περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, σηκώθηκε όρθιος. Ο Κωνσταντίνος τον αγκάλιασε με το ένα χέρι απ’ τους ώμους και με το άλλο άρχισε να βοηθάει αυτόν με τη σειρά του. Εκείνος έδειξε την ίδια ψύχραιμη έξαψη, την ίδια αδιάφορη απεραντοσύνη που είχε δείξει για όλες τις προηγούμενες πράξεις. Την τελευταία στιγμή, με μανία πια και γρηγοράδα, που χωρίς αυτήν φαίνεται πως δε θα κατάφερνε να τελειώσει, πήρε απ’ το χέρι του Κωνσταντίνου αυτό που τελικά ήταν πάντα δικό του και κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια πάλι πέρα μέσα στα δέντρα, ελευθέρωσε, δίνοντας το δικό του ρυθμό, εκείνο που τόση ώρα περίμενε μέσα του υπομονετικά τη στιγμή του, αυτό που τώρα, πριν καλά καλά προλάβει να υγράνει το χώμα μπροστά του, άρχισε να τον κάνει, μέσα από συγκρατημένα ξεφυσήματα και μουγκρητά, από στοιχείο της φύσης απρόσωπο να επανακτά μια δική του, θολή στην αρχή κι αμέσως μετά χειροπιαστή προσωπικότητα, και χωρίς να νοιάζεται για όσους ακόμα, λίγοι πια, περίμεναν τη συνέχεια αυτής της τόσο ηφαιστιώδους σκηνής, αυτούς που περίμεναν παίζοντας με υπομονή, καθώς τον κοίταζαν, με τον εαυτό τους, αγγίζοντάς τον απλώς τώρα πια ή φιλώντας τον, και όχι στα χείλη, ντύθηκε, πέρασε το τίσερτ πάλι μπροστά στο στήθος του, κούμπωσε το τζιν του, έπιασε, κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω του, το μπουφάν του, το φόρεσε και εξαφανίστηκε με γρηγοράδα αβίαστη, που όμως ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την πλήρη διαθεσιμότητά του μερικές στιγμές πριν, όταν για λίγο είχαν πιστέψει πως αυτός ο νέος άντρας σχεδόν τους ανήκε. Ο Κωστής που, αφότου αντιλήφθηκε τον Κωνσταντίνο, είχε οπισθοχωρήσει λίγο και παρακολουθούσε από μικρή απόσταση, μισοκρυμμένος πίσω από κάποιο κορμό, ακολούθησε για λίγο τον νεαρό, φεύγοντας και ο ίδιος μ’ αυτή την ευκαιρία, μη θέλοντας να χρονοτριβήσει άλλο, διακινδυνεύοντας έτσι μια πιθανή συνάντηση, τον ακολούθησε και τον είδε, βγαίνοντας απ’ το σύδεντρο, να κατευθύνεται προς τα έξω όπου ήδη αόριστα χάραζε κάποιο γαλάζιο, να ψαρεύει απ’ την τσέπη του με ακρίβεια κάποια κλειδιά αυτοκινήτου, να ανοίγει την πόρτα, να μπαίνει και να ξεκινάει χωρίς ούτε ένα ελάχιστο βλέμμα προς τα πίσω, σαν να ανήκε ήδη κάπου αλλού. Οδηγώντας ένα αυτοκίνητο κάποτε κόκκινο, αφήνοντας τον Κωστή σε απορία και τώρα πια λιγάκι ερεθισμένο, μες στην αυγή, την πιο κρύα ώρα της μέρας.