Δεν θέλω θέλω να ακούγομαι σαν να έχω προσωπική πικρία με τον David Daniels. Δεν τον κατηγορώ ούτε κατ’ ελάχιστο, στην πραγματικότητα, που είναι φιλύποπτος, αν αυτό πραγματικά επιδιώκει. Από μόνο του το άρθρο του Tommasini παρέχει όλη τη αιτιολόγηση που θα μπορούσε να ζητήσει κανείς για μια τέτοια επιφυλακτικότητα: καταδεικνύει ακριβώς γιατί θα ήταν μια πολύ καλή συμβουλή να το ξανασκεφτούν οι γκέι άντρες πριν χρησιμοποιήσουν τους New York Times ως όχημα για να εξερευνήσουν το συναισθηματικό ή ερωτικό νόημα των γυναικείων ταυτίσεών τους. Πράγματι, υπάρχει κάτι αντιπροσωπευτικό μέσα στον τρόπο που το άρθρο στους Times επίμονα δομεί μια σύνδεση μεταξύ του gender-blurring του Daniels, από τη μια, και την ομοφυλοφιλία του, από την άλλη, ενώ ακολουθεί την πρωτιά του Daniels στο να αρνείται να παραδεχτεί οποιαδήποτε ουσιαστική σχέση μεταξύ των δύο. Εν μέρει, αυτό είναι απλά ένα κλασικό δείγμα δημοσιογραφικού υπαινυγμού: η υπόθεση του άρθρου ότι “όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό” το εξαιρεί από την υποχρέωση να αξιώσει ότι το αυτό σημαίνει κάτι – οτιδήποτε. Η ρητορική του Tommasini απλά αντανακλά και αποκαλύπτει τις τρέχουσες συνθήκες κάτω από τις οποίες οι γκέι άνθρωποι τυπικά αποκτούν δικαίωμα εισόδου στη δημόσια σφαίρα – και στον επίσημο λόγο των ειδήσεων συγκεκριμένα: η διαφορά μας από τον συνηθισμένο κόσμο και προβάλλεται υπερβολικά και αποκηρύσσεται την ίδια στιγμή.
Αλλά μπορούμε να αποκτήσουμε μια καλύτερη ιδέα για την οντότητα που βρίσκεται στην ντουλάπα εδώ, παρατηρώντας τι είναι αυτό που το άρθρο αρνείται να κατονομάσει παρά μόνο μέσα από υπαινυγμούς.
Ο στόχος της περίτεχνης κινητοποίησης των αναφορών, των συνεκδοχών, των συσχετισμών και της σεξουαλικής κωδικοποίησης δεν είναι πλέον η ομοφυλοφιλία, όπως θα συνέβαινε τις Κακές Παλιές Μέρες. Τουλάχιστον δεν είναι πλέον η ομοφυλοφιλία αν με τον όρο ομοφυλοφιλία εννοούμε ομόφυλη ερωτική επιθυμία και ομόφυλη επιλογή σεξουαλικού αντικειμένου. Στο κάτω κάτω, αυτά είναι ακριβώς τα πράγματα που και ο γκέι κόντρα τενόρος και ο γκέι κριτικός του είναι χαρούμενοι να αναγνωρίσουν ανοιχτά και ευθέως.
Αυτό που παραμένει άλεκτο, και αυτό που επομένως συνεχώς, σταθερά υπονοείται, είναι η ψυχή της γυναίκας που υποτίθεται ότι είναι κλεισμένη στο ανδρικό σώμα του David Daniels – η μυστική, ατελής τρανς κατάσταση που μαρτυρείται από το υψίφωνο τραγούδισμά του και από τον παράδοξο συνδυασμό αρρενωπών και θηλυπρεπών γνωρισμάτων, από μοτίβα συναισθημάτων και από περσόνες εκ μέρους του. Η ντουλάπα λειτουργεί εδώ ώστε να αποκρύψει όχι την ομοφυλοφιλία ως ταυτότητα ή επιθυμία αλλά την ομοφυλοφιλία ως queer συναίσθημα, αισθαντικότητα, υποκειμενικότητα, ταύτιση, ευχαρίστηση, ιδιοσυγκρασία, έμφυλο στιλ.
Αυτό που παραμένει κυριολεκτικά ακατονόμαστο δεν είναι πλέον ο έρωτας που δεν τολμά να πει το όνομά του. Ο Daniels και ο Tommasini είναι αρκετά ευτυχείς να μιλούν γι’ αυτό. Αντίθετα, είναι μια λιγότερο ταξινομίσημη αλλά εντούτοις αρκετά συγκεκριμένη διάσταση της πουστιάς (faggotry): οτιδήποτε είναι αυτό που συγκεκριμένα εξηγεί γιατί τόσοι πολλοί κόντρα τενόροι είναι γκέι.
Στο κάτω κάτω, σε κανένα – σε κανέναν γκέι άντρα, τουλάχιστον – που έχει ακούσει τον David Daniels να τραγουδά, ή που έχει ακούσει τις ηχογραφήσεις του από Ρομαντικά τραγούδια γραμμένη για τη φωνή της σοπράνο, δεν θα του ξέφευγε να διακρίνει κάποια σύνδεση μεταξύ της οικειοποίησης του γυναικείου φωνητικού ρεπερτορίου και της queer μορφής της συναισθηματικής ζωής που συχνά δείχνει να συνοδεύει την ομοφυλοφιλία. Ποια είναι η φύση αυτής της σύνδεσης; Υπάρχει οποιαδήποτε σημαντική σχέση που συνδέει την πολιτισμική πρακτική του να τραγουδάς ρόλους κόντρα τενόρους με ένα μοτίβο συναισθήματος, με έναν συγκεκριμένο τρόπο να νιώθεις, και η οποία συνδέει είτε το ένα είτε το άλλο είτε και τα δυο με την ομοφυλοφιλία;
Μη ρωτήσετε τον Daniels. Μη ρωτήσετε τον Tommasini. Μην ρωτήσετε τους Times. Και μη ρωτήσετε τους γκέι άντρες.
Δεν μιλάει κανένας.