Η σύγχρονη γκέι κουλτούρα άργησε να αδράξει την καινοφανή ευκαιρία της να εξερευνήσει την εσωτερική ζωή της ομοφυλοφιλίας. Όταν εγείρονται ερωτήσεις για τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της γκέι ανδρικής υποκειμενικότητας, έστω και ακούσια, η τυπική απάντηση είναι η αποσιώπηση. Παρόλα αυτά, αυτή η λογοκρισία, αν και αυτόματη, συνήθως δεν είναι τόσο γρήγορη ή τόσο ολοκληρωτική ώστε να μας αποτρέπει από το να κλέψουμε μια ματιά στα διάφορα queer συναισθήματα που σπρώχνονται βιαστικά πίσω στη ντουλάπα. Είναι επομένως δυνατόν να σχηματίσουμε μια ιδέα για το σκοπό πίσω από την αιφνίδια λήψη δραστικών μέτρων – και να καταλάβουμε ενάντια ποιο συγκεκριμένα είναι το αντικείμενο της υπεράσπισης, τόσο ενεργητικά και τόσο αγχωμένα, μέσα από αυτά.
Θεωρείστε ένα τυπικό παράδειγμα, που έχει επιλεγεί σχεδόν τυχαία. Στον τομέα “Τέχνη και Ελεύθερος Χρόνος” των New York Times την Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2000, ο Anthony Tommasini, ο βασικός κριτικός για την κλασική μουσική της εφημερίδας, ο οποίος είναι ένας ανοιχτά γκέι άντρας, δημοσίευσε μια ιστορία για τον David Daniels, τον αναγνωρισμένο κόντρα τενόρο, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν ακόμα ένας νεαρός και ανερχόμενος ερμηνευτής. Έχοντας μόλις κυκλοφορήσει μια εκπληκτική ηχογράφηση του Rinaldo του Χέντελ μαζί με τη Cecilia Bartoli, ο Daniels επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στον ομώνυμο ρόλο σε μια νέα και πολυαναμενόμενη παραγωγή της Όπερας της Νέας Υόρκης. Όπως σημείωσε ο Tommasini, αν και με πολύ πιο διακριτικό λεξιλόγιο, ο Daniels κάποτε ήταν ένας τενόρος που πάσχιζε να τα καταφέρει ο οποίος περιστασιακά έκανε αυτοσχέδιες οπερετικές περφόρμανς σε γκέι πάρτι, όπου τραγουδούσε γυναικείους ρόλους με λεπτή falsetto φωνή. Αφού έκανε ψυχοθεραπεία – η οποία φαίνεται να πήγε υπέρ του δέοντος καλά, όπως θα δούμε – ο Daniels αποφάσισε το 1992 να κάνει coming out… ως κόντρα τενόρος, και να ακολουθήσει σοβαρή μουσική καριέρα με τη φωνή που πριν είχε χρησιμοποιήσει για να παρέχει στους φίλους του camp διασκέδαση.
Ο Daniel σύντομα καθιερώθηκε μέσα από την ερμηνεία οπερετικών ρόλων που αρχικά είχαν γραφτεί για τις λεπτές, δυνατές φωνές των castrati του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα (οι castrati ήταν άντρες τραγουδιστές που είχαν ευνουχιστεί όταν ήταν αγόρια ώστε να διατηρηθεί η σοπράνο φωνή τους και να δικαιούνται ισόβιες καριέρες ως ερμηνευτές σε εκκλησιαστικές χορωδίες αρρένων). Για τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, μέχρι και πολύ πρόσφατα, τέτοιοι ρόλοι ερμηνεύονταν πάντα από γυναίκες. Αλλά ο Daniels δεν σταμάτησε εκεί. Διατηρώντας την αγάπη του για την φωνητική μουσική της ύστερης, Ρομαντικής περιόδου, και ακόμα και του εικοστού αιώνα, ηχογράφησε με θάρρος ένα πλήθος από τραγούδια και άριες που είχαν γραφτεί ειδικά για την γυναικεία φωνή και παραδοσιακά εκτελούνταν μόνο από τις σοπράνο.
Φυσικά, ο Daniels δεν είναι ο πρώτος γκέι άντρας που βρίσκει απόλαυση στο να τραγουδά, έστω και κατ’ ιδίαν, μεγάλα έργα από το γυναικείο φωνητικό ρεπερτόριο, όπως οποιαδήποτε opera queen μπορεί να σας πει (και στον γκέι κόσμο σήμερα, ίσως κανένας άλλος παρά μόνο μια opera queen θα ήταν πρόθυμη να προβεί σε μια τέτοια ντροπιαστική παραδοχή). Αλλά είναι μοναδικός στην εγκαθίδρυση μια καλλιτεχνικής φήμης στο ευρύτερο κοινό που πάει στις συναυλίες επειδή τραγουδά έργα που φυσιολογικά είναι εκτός των ορίων για τους άντρες ερμηνευτές.
Υπάρχουν φυσικά κάποιοι κόντρα τενόροι που είναι στρέητ. Αλλά είναι σχετικά λίγοι και χαμένοι. Κάτι σχετικά με την συγκεκριμένη ποιότητα του ήχου που ζητείται να παράγει κανείς, και σχετικά με τα κοινωνικά μηνύματα που αποδίδονται στο είδος της φωνής που απαιτείται για να παραχθεί, δείχνει να ελκύει γκέι άντρες τραγουδιστές – ή να φέρνει στην επιφάνεια το queer δυναμικό ενός άντρα τραγουδιστή. Σε κάθε περίπτωση, ο David Daniels δεν είναι εξαίρεση. Παρόλο που είναι “ένας νεαρός, αρρενωπός άντρας”, σύμφωνα με τον Tommasini, ο οποίος είναι “γεροδεμένος”, “εκκρίνει μια αρρενωπή αυτοπεποίθηση με τετράγωνους ώμους”, αγαπά να παίζει μπάσκετ και “συχνά μπορείτε να τον βρείτε στο πάρκο, να παραγκωνίζει τους συμπαίκτες του σε ένα παιχνίδι”, αποκαλύπτεται, αναπόφευκτα ασφαλώς, ότι είναι πούστης (fag). Ή μάλλον, όπως η εφημερίδα μας στην οποία αναφερόμαστε και ο εκτός της ντουλάπας κριτικός της το θέτουν, “είναι ένας ανοιχτά γκέι άντρας, που πρόθυμα παραδέχεται ότι κρατά το μούσι του κοντό και απεριποίητο όχι για να δείξει μάτσο αλλά γιατί του προσφέρει ‘κάποια φαινομενική ομοιότητα πηγουνιού’ και γιατί αρέσει στο ‘άλλο του μισό’”. Αυτή η περιγραφή συγκρατεί γερά την έμφαση στην γκέι ταυτότητα, στην gayness ως ομόφυλη επιθυμία. Η γκέι ταυτότητα εκφράζεται εδώ με μια ανάλαφρη τήρηση των αρρενωπών νορμών του φύλου, καθώς και μια κόσμια αν και μετριόφρων υπερηφάνεια για την εμφάνισή σου, ενώ η ομόφυλη επιθυμία καθίσταται ορατή με την αξιοπρεπή μορφή μιας συζυγικής σχέσης (ο Daniels όντως φορά βέρα, τουλάχιστον όταν δίνει ρεσιτάλ).