Όταν ήμουνα μικρός, ας πούμε 14, ξεκαλοκαιριάζαμε στο εξοχικό. Τρεις μήνες διακοπές καθότι οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι. Το σπίτι ήτανε τότε διακόσια μέτρα έξω από το χωριό, μόνο του. Ένα απόγευμα του Ιούνη, ήρθε ένα φορτηγό και άδειασε ένα βουνό από τσιμεντόλιθους στην άκρη από το οικόπεδο, θα χρησίμευσαν για να φτιάξουμε το βόθρο. Και να πώς φτιάχτηκε ο βόθρος.
Σύντομα, ένα ζεστό απογευματάκι του Ιούνη, μου ανακοινώθηκε από τους γονείς μου (τον πατέρα συγκεκριμένα) ότι δουλειά μου θα είναι να μετακινήσω με τα χέρια μου όλους αυτούς τους τσιμεντόλιθους από τη μία άκρη του οικοπέδου στην άλλη. Θα είναι όλο το καλοκαίρι μπροστά μου και όταν θα τελείωνα το Σεπτέμβρη θα είχα μπράτσα και θα ήμουν άντρας. Και κάθε απογευματάκι λοιπόν του Ιούνη, μα και του Ιούλη και του Αυγούστου, φορούσα κάτι χοντρά εργατικά γάντια και με τα παιδικά χεράκια μου, αδύνατα σαν καλαμάκια, εκτελούσα τη μεταφορά από το Α στο Β. Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι από το Β έπρεπε μετά να τα πάω στο Γ, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Οι γονείς κάθονταν στο μεγάλο μπαλκόνι από πάνω, έπιναν καφέ και σχολίαζαν το θέαμα με επιφωνήματα, παραινέσεις κλπ. Δεν καταλάβαινα γιατί τα τραβούσα όλα αυτά, το να αποκτήσω μπράτσα μου φαινόταν εύλογος λόγος, άλλωστε μου άρεσαν τα μπράτσα του μπαμπά μου και μου άρεσε η δύναμη που είχαν έτσι κάτω από το wife-beater αμάνικο, ήθελα πολύ να με αγκαλιάσει και να μου μιλήσει αντρικά «μη φοβάσαι, θα καθαρίσω εγώ και για τους δυο μας» κοντολογίς ένιωθα μια έλξη ερωτική.
Έτσι με πείσμα, με χειροκροτήματα, με παιδική λαχτάρα να αποδείξω πόσο καλός γιος είμαι, με το όνειρο των γονιών μου να έχω μπράτσα τον Σεπτέμβριο που έγινε και δικό μου όνειρο, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού. Και το βουνό από τσιμεντόλιθα έγινε ένας αστείος σωρός από είκοσι τούβλα, να δεις που τελείωσα και πριν από την ώρα μου. Τώρα όποιος έχει μείνει σε χωριό ξέρει ότι εκεί στα υπολείμματα, εκεί όπου μαζεύεις τις βρωμιές, εκεί μαζεύονται τα φίδια, τα ζουζούνια κι όλα τα μικρά τέρατα. Έτσι και σε μένα έτυχε να καταλάβω ότι ενοχλώ την ησυχία μιας τεράστιας τριχωτής αράχνης που είχε βρει καταφύγιο στη ρίζα του βουνού που είχα να μετακομίσω. Με έπιασε αηδία, δεν μπορούσα να χώσω τα χέρια μου στις τρύπες από τα τσιμεντόλιθα γιατί μπορεί να ήτανε μέσα, έλεγχα κάθε μου κίνηση, σκιαζόμουν με κάθε σκιά και αεράκι, δεν χούφτωνα τα τούβλα σωστά ίσως και λίγο γυναικωτά. Μου έπεσε κι ένα χάμω και έσπασε. Πριν το καταλάβω καλά καλά, ο πατέρας μου είχε κατέβει κάτω στο οικόπεδο και στεκόταν μπροστά μου. «Άχρηστε!» μου φώναζε. «Για τίποτα δεν είσαι, μια ζωή τα ίδια χάλια!». «Ναι, κρέμασε τα μούτρα σου πάλι!», «Ζώον!» Πούστη δε με φώναξε ποτέ, του το αναγνωρίζω. Κρατούσα πειθήνια το επόμενο τσιμεντόλιθο εκείνη την ώρα, με ή χωρίς αράχνη, και με όση δύναμη είχαν τα αδερφίστικα χεράκια μου, το σήκωσα στον αέρα και το πέταξα πάνω του. Έπεσε κάτω πλακωμένος στο στήθος κι εγώ ανέβηκα στο σπίτι ουρλιάζοντας. Έσπασα την πόρτα του δωματίου μου μπαίνοντας και έκατσα περιμένοντας. Περίμενα πάρα πολλή ώρα, αλλά δεν ήρθε ποτέ κανείς να με βρει, ούτε η μαμά μου ούτε ο μπαμπάς μου. Αργότερα, το βράδυ, η μαμά μου μου έκανε διπλή μερίδα πατάτες τηγανιτές και ένα αβγό μάτι από πάνω.