queer
comment 1

Για έναν λιγότερο ηθικιστικό φεμινισμό

από το nomadicuniversality.com

της Σοράγιας Λουνάρντι

Η ταινία Poor Things έχει προκαλέσει αντιφατικές εντυπώσεις, συναισθήματα και απόψεις. Τόσες πολλές συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων που δεν είναι κριτικοί κινηματογράφου δείχνουν ότι η ταινία προβληματίζει, δημιουργεί απορίες και, σε πολλούς, δυσφορία. Αυτό είναι από μόνο του ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Η ταινία ασχολείται με ένα θεμελιώδες ζήτημα για τον σημερινό κόσμο. Την κατάρριψη πατριαρχικών προτύπων. Κατά τη γνώμη μου το κάνει με ένα μη ηθικιστικό τρόπο, χωρίς «στράτευση» και «πολιτική ταυτότητας».

Η Μπέλα είναι μια νεαρή και όμορφη γυναίκα που μετά την αυτοκτονία της δέχεται μεταμόσχευση εγκεφάλου ενός μωρού και ζει μια νέα ζωή. Βλέπουμε στην οθόνη  μια γυναίκα με νοημοσύνη και συμπεριφορές παιδιού.  Σαφώς εμπνευσμένη από το βιβλίο Frankenstein or The Modern Prometheus που δημοσίευσε το 1818 η Mary Shelley, η ταινία θίγει σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα, όπως η σχέση δημιουργού και δημιουργήματος, τα όρια της επιστήμης, οι προκαταλήψεις γύρω από την εμφάνιση: το όμορφο (η Μπέλα) και το άσχημο (ο γεμάτος ουλές δημιουργός της, αποτέλεσμα κακοποιήσεων στην παιδική του ηλικία). Και βέβαια θέτει στο κέντρο της ταινίας το σεξ ως μέσο επιβολής της ανδρικής κυριαρχίας που όμως η Μπέλα, ως «παιδί», δεν βιώνει με την κοινωνική του σημασία.

Στην ταινία είναι κεντρική η σχέση καταπιεστών και καταπιεσμένης που ξεκινά στην οικογένεια και αναπαράγεται στο κοινωνικό περιβάλλον και στους χώρους εργασίας. Γονείς που εγκλωβίζουν τα παιδιά τους σε φούσκες αποξένωσης από «αγάπη». Κακοποιητικές σχέσεις με άντρες που φυλακίζουν τις συντρόφους τους και νιώθουν ότι δικαιούνται να τις εξουσιάζουν. Η εργασία ως υποταγή με διάφορες μορφές εκμετάλλευσης. Ωστόσο, το σεξ ως μέσο κυριάρχησης εμφανίζεται σε ένα πρωτότυπο πλαίσιο σχέσεων δεδομένου ότι η Μπέλα δεν παίζει τον αναμενόμενο γυναικείο ρόλο.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι ότι η Μπέλα αναζητά τη γνώση σε βιβλία και προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να την «κοινωνικοποιήσει», με την έννοια της «κανονικοποίησης». Η Μπέλα δεν έχει ίχνος προσποίησης και υποκρισίας. Είναι απολύτως ειλικρινής και αυτό δεν μπορεί να γίνει κοινωνικά ανεκτό, ειδικά αν είσαι γυναίκα. Καθώς όμως το «παιδί Μπέλα», αποκτά συνείδηση της ύπαρξής της και του παρελθόντος της, συνειδητοποιεί τα διάφορα συστήματα καταπίεσης, από τα οποία προσπαθεί να απαλλαγεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.

Η ταινία παρουσιάζει μια οιονεί αντιστροφή ρόλων σε ένα από τα κεντρικά πεδία της φεμινιστικής θεωρίας, που είναι το σεξ ως μέσο υποταγής-κυριάρχησης. Η Μπέλα ενδιαφέρεται πολύ για το σεξ, το αναζητά, ενθουσιάζεται με τις σεξουαλικές της ανακαλύψεις και δεν εκδηλώνει τις υποκριτικές συμπεριφορές που είναι τόσο βολικές και ουσιαστικά επιβεβλημένες σε κοινωνίες ανισότητας και βίας.

Γιατί όμως μια ταινία με τόσο ενδιαφέρον θέμα και τόσες φιλοσοφικές πτυχές, αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης και κριτικών με βάση το εάν είναι ή όχι «φεμινιστική»; Παρόμοιες συζητήσεις έχουν λάβει τόση έκταση τα τελευταία χρόνια που ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε εάν θα ήταν σκόπιμο να καθιερωθούν βραβεία, tags και «σφραγίδες ποιότητας» για τα πολιτικώς ορθά και χρήσιμα έργα. Εκτός από το βραβείο ηθοποιίας και ήχου, πρέπει ίσως να απονέμεται και το βραβείο φεμινιστικού σεναρίου. Και εάν η ταινία είναι φεμινιστική σε ποιο ρεύμα ανήκει; Στο ριζοσπαστικό φεμινισμό; Στο διαθεματικό; Στο μεταποικιακό; Στο λεσβιακό; Έχει θεωρητική καθαρότητα; Η μήπως είναι στην ουσία μισογυνική, όπως γράφουν κάποιοι στο ίντερνετ για το Poor things;

Ως φεμινίστρια που δραστηριοποιούμαι σε διάφορα μέτωπα διεκδίκησης, βλέπω με ικανοποίηση το ότι αυξάνει η ευαισθητοποίηση και η συνειδητοποίηση σε φεμινιστικά ζητήματα, το ότι ο φεμινισμός είναι πλέον  παρών στις κεντρικές πολιτικές συζητήσεις. Το θέμα είναι η ποιότητα και οι συνέπειες αυτής της τάσης. Και πιστεύω ότι πρέπει να ανησυχούμε όταν γίνεται θέμα συζήτησης το εάν κάποιο έργο τέχνης είναι φεμινιστικό και, κατά προέκταση, εάν βρίσκεται στην «ορθή γραμμή», εάν πρέπει να το υποστηρίξουμε ή να το «ακυρώσουμε» με κριτήριο το φεμινιστικό του χαρακτήρα.

Έχω συναντήσει δεκάδες φεμινίστριες που διέκριναν φεμινιστικές θέσεις σε μια τόσο επιφανειακή και συμβατική ιστορία όπως η ταινία Βarbie. Όταν κάτι τέτοιο θεωρείται φεμινιστικό έχουμε μια πολιτική σύγχυση που δείχνει ότι ο καπιταλισμός και ο καταναλωτισμός μπορεί να μετατρέψουν το φεμινισμό σε εμπόρευμα-φετίχ με την ευρεία έννοια του όρου.

Κάθε καλλιτεχνική έκφραση θα πρέπει να κρίνεται ως προς το φεμινιστικό της χαρακτήρα; Είναι εύλογο να διαφωνούμε για το ποιος είναι ο «ορθός» φεμινισμός με αφορμή μια ταινία; Είναι εύλογο να ασχολούμαστε με τους ορθούς τρόπους ένδυσης, καλλωπισμού και κόμμωσης των φεμινιστριών; Αισθάνομαι πλήξη όταν διαβάζω ή ακούω συζητήσεις για το εάν ο διατομεακός φεμινισμός είναι ορθότερος από το ριζοσπαστικό, αν οι μαύρες φεμινίστριες είναι πιο αυθεντικές από τις λευκές, αν οι τρανς γυναίκες όντως είναι γυναίκες και εν γένει ποιος «δικαιούται» να μιλάει για τι. Δεν είναι προτιμότερο να αφήσουμε τις εύκολες συζητήσεις και να επικεντρωθούμε στη διεκδίκηση της ισότητας και στον αγώνα κατά της ανδροκρατικής βίας;

Επιστρέφοντας στην ταινία Poor things. Νομίζω ότι άξια λόγου καλλιτεχνικά έργα είναι εκείνα που αμφισβητούν και διαμαρτύρονται. Η σημαντικότερη λειτουργία της τέχνης είναι να δείχνει την πραγματικότητα από διαφορετική οπτική γωνία και όχι να μας κάνει να επιβεβαιώνουμε τα όσα ήδη ξέρουμε και πιστεύουμε. Η διεκδίκηση μιας φεμινιστικής (ή άλλης) στράτευσης του καλλιτέχνη θυμίζει τις αλήστου μνήμης συζητήσεις περί ορθότητας στην τέχνη και περί σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Η Mary Shelley έδρασε ως συγγραφέας σε μια εποχή που κάτι τέτοιο φαινόταν αδιανόητο για τις γυναίκες. Και μάλιστα έγραψε ένα βιβλίο που έγινε παγκόσμια γνωστό και διαβάζεται ευρέως μετά από δύο αιώνες. Πρόκειται για έργο που μας εγκαλεί. Μας κάνει να σκεφτούμε πράγματα που βρίσκονται πέρα από τον ορίζοντά μας. Η Shelley ήταν μια ελεύθερη γυναίκα που υπέφερε πολλά γιατί δεν έκανε αυτό που «έπρεπε» να κάνει.

Ο Λάνθιμος και η δημιουργική του ομάδα διηγούνται με το δικό τους τρόπο την ιστορία του Frankenstein. Παρακολουθώντας την ταινία, ο νους μου πήγε πολλές φορές στη Mary Shelley που ανατράφηκε για (και αποφάσισε) να ζήσει ως καλλιεργημένο άτομο, ως διανοούμενη και όχι ως μητέρα και νοικοκυρά, όπως συνέβαινε με τις γυναίκες της εποχής της. Το Poor things αποτίει ένα σιωπηρό, αλλά ουσιαστικό φόρο τιμής στη λαμπρή συγγραφέα που αξίζει να θυμούνται όσοι ενδιαφέρονται για την ισότητα των φύλων.

Δεν ξέρω αν ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται για την πορεία και τα προβλήματα του φεμινισμού ούτε αν και ήθελε με την ταινία του να ικανοποιήσει ένα φεμινιστικό κοινό.[1] Εκείνο που με εντυπωσίασε είναι το ότι παρουσιάζει το σεξ με σουρεαλιστικό και απόλυτα ελεύθερο τρόπο. Μας καλεί να σκεφτούμε πέρα από τα τετριμμένα. Κάτι που μου φαίνεται πολύ πιο γόνιμο από το να παραδίδονται μαθήματα φεμινιστικής ηθικής στις αίθουσες κινηματογράφου.

[1] Ο ίδιος ο Λάνθιμος προτείνει μια όχι και τόσο φεμινιστική ανάγνωση των σχέσεων της Μπέλα με τους άνδρες (οι υπογραμμίσεις δικές μας): «there’s a general tendency to try to control [Bella]—even if it’s done in a caring or subtle way, in the way that a parent might or that Baxter does, or just being infatuated in the way that Ramy is. You know, being a nice man deep down, but still having the characteristics of a man of that era. You take a wife and place all these kinds of conventions and a quite narrow understanding of how life works and how people should work onto her, and people then want to take advantage of her and ultimately fall in love with her because none of them has ever come across a human like that—let alone a woman in that period—who is so free from convention and has no guilt, no shame, no judgment about herself or other people. There’s this array of different men trying to have impact on her life, and that’s what makes her grow”.

Mετάφραση από τα πορτογαλικά: Δημήτρης Δημούλης

1 Comment

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.