queer
Leave a comment

The Sexual Outlaw: 12 Αλβανοί κι εγώ

Χυδαία είδη

Από το Vulgar Genres (Gay Pornographic and Contemporary Fiction) του Steven Ruscszycky

Στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια υπόθεση έφτασε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, μια υπόθεση που σκόπευε να ρυθμίσει το ερώτημα της χυδαιότητας όπως την είχε ορίσει η περιβόητη απόφαση Ροθ το 1957. Οι εννιά εριστικοί γηραιοί άντρες έφτασαν στην κατάληξη ότι η χυδαιότητα απαιτούσε το έργο να είναι απολύτως χωρίς κανένα κοινωνικό αντίκρισμα.

Βουαλά! Υπήρξε μια περίσκεπτη παύση καθώς η χώρα χώνευε την απόφαση – και έφθανε στο συμπέρασμα ότι φυσικά και υπήρχε αποκαλυπτικό και αντισταθμιστικό αντίκρισμα ακόμα και στα πιο άθλια πορνογραφήματα. Οι πύλες άνοιξαν. Η πλημμύρα ξεκίνησε. Ξάφνου όλες οι παλιές υβριστικές λέξεις (και μερικές καινούριες) εμφανίστηκαν τυπωμένες, σχεδόν μέσα σε ένα βράδυ. Οι εκδότες δεν είχαν πλέον να γράψουν εισαγωγικές σημειώσεις που καταδίκαζαν αυτό που τύπωναν. Μπορούσαν απλά να υποδείξουν την κοινωνική σημασία της ερωτικής λογοτεχνίας και, ορίστε!, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Η απόφαση του δικαστηρίου είχε περισσότερες τρύπες κι από ένα σουρωτήρι, και εκδοτικοί οίκοι εμφανίστηκαν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή.

Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Samuel Steward, πορνογράφος, καλλιτέχνης τατουάζ και παλιότερα καθηγητής λογοτεχνίας, αναστοχάζεται για μια στιγμή της οποίας η σημασία είναι βαθιά υποτιμημένη για την κατανόηση εκ μέρους μας του γκέι μυθιστορήματος, της πορνογραφίας και της έντυπης κουλτούρας. Ο Steward έχει κατά νου την γρήγορη εξασθένηση των νόμων περί χυδαιότητας των ΗΠΑ στα μέσα του αιώνα, καθώς εξέλιπε το ενδιαφέρον της πολιτείας να λογοκρίνει άσεμνα μέσα, οδηγώντας σε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στα είδη των κειμένων που ήταν διαθέσιμα για το γενικό αναγνωστικό κοινό. Φυσικά, η αφήγησή του αυτού του μετασχηματισμού δεν είναι και τόσο ακριβής: η έκρηξη στα πορνογραφικά κείμενα στις ΗΠΑ ήταν συνέπεια όχι μίας απόφασης αλλά μιας σειράς από αλληλοσχετιζόμενες αποφάσεις του Ανώτερου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μεταξύ του 1957 και του 1966, οι οποίες ήταν καθαυτές το παράγωγο αναρίθμητων μαχών στις αίθουσες των δικαστηρίων που έφταναν χρονικά μέχρι και πίσω στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ενώ ο Steward παραποιεί τις ιστορικές λεπτομέρειες, η αφήγηση τού τι σήμαιναν αυτές οι αλλαγές για εκδότες, συγγραφείς και αναγνώστες είναι ακριβής. Η παρατεταμένη εξέλιξη από το δικαστήριο ενός νέου πλαισίου για την αξιολόγηση της χυδαιότητας όχι μόνο έκανε δυνατή την ταχεία εξάπλωση νέων αγορών για την πορνογραφία, οι οποίες συμπεριλάμβαναν τόσο τοπικές ποικιλίες όσο και εισαγωγές από όλο τον κόσμο, αλλά επίσης επέτρεψε στους εκδότες, και στο Grove Press ιδιαίτερα, να καταστήσουν λαϊκά τα κείμενα της νεωτεριστικής πρωτοπορίας, πολλά από τα οποία ήταν απαγορευμένα στις ΗΠΑ γιατί περνούσαν το όριο της σεξουαλικής ευπρέπειας στο όνομα της τέχνης. Ανταποκρινόμενος στις ελευθερίες που αποδόθηκαν στους εκδότες και συγγραφείς από αυτό το νέο νομικό πλαίσιο, ο δικηγόρος Charles Rembar, που ασχολείτο με υποθέσεις της Πρώτης Τροπολογίας, ανακήρυξε θριαμβευτικά αυτή τη στιγμή ως «το τέλος της χυδαιότητας» και προέβλεψε ότι η λογοκρισία ρητά σεξουαλικών συγγραφικών έργων θα μπορούσε σύντομα να ανήκει στο παρελθόν.

Δεδομένης της σημασίας που είχαν για τους συγγραφείς τέτοιες νομικές αλλαγές, είναι δελεαστικό να ακολουθήσουμε τον Rembar στην ερμηνεία του τέλους της χυδαιότητας, λίγο πολύ με όρους μιας αφήγησης προόδου. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, ορισμένες ακαδημαϊκές, όπως οι Florence Dore, Loren Glass, Elisabeth Ladeson, Allison Pease και η Rachel Potter, έχουν υπογραμμίσει το βαθμό στον οποίο οι αλληλοσχετιζόμενες έννοιες της χυδαιότητας, της πορνογραφίας και της λογοκρισίας στην πραγματικότητα, όχι μόνο οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός επίλεκτου λογοτεχνικού μοντερνισμού, αλλά είχαν και ρόλο κλειδί στην ευρύτερη διάδοσή του. Σύμφωνα με την Pease, η αισθητική θεωρία του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα βασιζόταν στην πορνογραφία για να αποσαφηνίσει τη συγκεκριμένη, και συγκεκριμένα αισθητική, αξία της λογοτεχνικής γραφής. Εκεί που η τελευταία ενέπλεκε τον αναγνώστη στην αδιάφορη ενατένιση της ομορφιάς, η πρώτη έστρεφε την προσοχή προς τις ηδονές της σάρκας ιδίου ενδιαφέροντος. Πέρα από μια απλή περιγραφή συγκεκριμένων ιδιοτήτων του κειμένου, η διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και πορνογραφίας εξυπηρετούσε επίσης τους ιδεολογικούς σκοπούς της διαφοροποίησης των τάξεων. Ενώ γινόταν αντιληπτή ως το μέσον με το οποίο εξέφραζε κανείς τη διακεκριμένη θέση του, η ικανότητα να παράγει και να αναγνωρίζει κείμενα με χαρακτηριστική λογοτεχνική αξία ήταν επίσης κατανοητή πως ήταν διαθέσιμη μόνο στον πληθυσμό των Λευκών ανδρών κατόχων ιδιοκτησίας που ήταν και βασικά υπεύθυνοι για την άρθρωση τέτοιων αξιακών θεωριών. Σε αντίθεση, η πορνογραφία περιέγραφε μια ολοένα και αυξανόμενη αισθητικά κατώτερη μορφή γραφής που συσχετιζόταν με τις λαϊκές διασκεδάσεις των εργατικών τάξεων. Επομένως, η πορνογραφία ήταν αναγνωρίσιμη, όχι μόνο με όρους χοντροκοπιάς, αλλά επίσης με όρους συσχετισμού εξουσίας που την υπέτασσε η λογοτεχνία ως τέχνη του σκεπτόμενου άνδρα.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι συγγραφείς αναζητούσαν να διαρρήξουν τόσο τα αισθητικά όσο και τα κοινωνικά όρια μέσα από την εσκεμμένη ενσωμάτωση ξεκάθαρου σεξ στο έργο τους. Ο στόχος δεν ήταν διεγείρουν τον αναγνώστη αλλά να φέρουν το αισθητικό να επιδράσει στην σεξουαλικοποιημένη εσωτερικότητα του υποκειμένου: σε αντίθεση με τον πορνογράφο που κυλιόταν στη βρώμα, η λογοτεχνική ιδιοφυΐα μετασχημάτιζε το σεξ σε τέχνη. Τέτοιου είδους λογοτεχνικοί νεωτερισμοί έθεσαν το σκηνικό για τις δίκες χυδαιότητας στις ΗΠΑ στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησε στην αύξηση της διεθνοποιημένης επαγγελματικής κουλτούρας από συγγραφείς, εκδότες και δικηγόρους της Πρώτης Τροποποίησης οι οποίοι αναζητούσαν να καταστείλουν όχι μόνο τη λογοκρισία αλλά επίσης και την μη εγκεκριμένη πώληση πειρατικών εκδόσεων. Γύρω στα μέσα του εικοστού αιώνα, οι συγγραφείς, κριτικοί και ακαδημαϊκοί είχαν καταστήσει επιτυχώς δημοφιλείς τις αξίες του κοινωνικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τις οποίες η λογοτεχνία έπρεπε να αναπαριστά τη ζωή σε κάθε άθλια λεπτομέρειά της, και του λογοτεχνικού μοντερνισμού, που πρέσβευε την «τέχνη για την τέχνη», με τέτοιον τρόπο ώστε μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ως πειστικά επιχειρήματα για την υπεράσπιση αμφιλεγόμενων κειμένων στις δικαστικές αίθουσες του έθνους. Το 1966, η αυξανόμενη αποδοχή της ικανότητας της λογοτεχνίας να αναπαριστά την ανθρώπινη σεξουαλικότητα θα οδηγούσε τον Steven Marcus να επιχειρηματολογήσει ότι η διέγερση η ίδια ήταν μια αποδεκτή απόκριση στη λογοτεχνία. Επιπλέον, εφόσον οι φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες συμβιβάζονταν με αυτό το δεδομένο, τότε η ίδια η πορνογραφία θα σταματούσε να υπάρχει: «Η πορνογραφία, στο κάτω κάτω, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αναπαράσταση των φαντασιώσεων της νηπιακής σεξουαλικής ζωής», παρατήρησε ο Marcus στην κατάληξη της μελέτης του της Βικτωριανής πορνογραφίας. «Κάθε άνδρας που μεγαλώνει πρέπει να περάσει από ένα στάδιο της ύπαρξής του, και δεν μπορώ να δω κανένα λόγο να θεωρούμε ότι η κοινωνία μας, στην ιστορία της ζωής της, δεν θα έπρεπε να περάσει επίσης από μια τέτοια φάση».

Φυσικά, η πρόβλεψη του Marcus δεν πραγματοποιήθηκε – και οι μελετητές έχουν εξηγήσει γιατί, παραθέτοντας λεπτομερείς αφηγήσεις της ιστορίας εκείνης της στιγμής. Όμως, γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για το τι συνέβη μετά, όταν η «πορνογραφία» δεν ήταν πλέον απλά η βρισιά της «αισθητικής ανωριμότητας» που προέβλεπε μια καταδίκη για χυδαιότητα αλλά αναφερόταν αυξανόμενα σε ένα είδος αναπαράστασης και μια ημι-νόμιμη εξειδικευμένη αγορά για συγκεκριμένους πληθυσμούς αναγνωστών. Συνεχίζοντας να παραμελούν αυτά τα στοιχεία, οι μελετητές μπαίνουν σε κίνδυνο να ευθυγραμμιστούν υπερβολικά πολύ με το νόμο, χάνοντας το ενδιαφέρον για τα πορνογραφικά κείμενα όταν, όπως δηλώνει η Pease, «συγκεκριμένες και ανοιχτές αναφορές σε σεξουαλικές πράξεις και σεξουαλικοποιημένα σώματα [είναι] τόσο πολύ μέρος της λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων έργων υψηλής πολιτισμικής και αισθητικής θέσης, που όμως σήμερα δεν είναι σχεδόν άξια προσοχής». Για τον Steward, το τέλος της χυδαιότητας δεν ήταν τόσο ένα τέλος όσο μια αρχή, κάτι που άξιζε να παρατηρήσεις, ειδικά για πολλούς γκέι άντρες που αποκτούσαν αυξανόμενα συνείδηση του εαυτού τους ως μέλη μια ξεχωριστής μειονότητας μέσα από το διάβασμα των βιβλίων που συγγραφείς σαν τον Steward είχαν αρχίσει να τυπώνουν. Η αφήγησή του για αυτή την αλλαγή είναι επίσης υπαινικτική: η υπόγεια μεταφορά που χρησιμοποιεί τον αποτρέπει να πέσει εύκολα στο είδος της ευθείας αφήγησης της «απο-καταστολής» που είχαν αδυναμία συγγραφείς όπως ο Rambar και ο Marcus.  Αντί για λόγο δίχως περιορισμούς, υπάρχει μια αίσθηση ότι κάτι άλλαξε με το ξέπλυμα των άσεμνων λέξεων και το σύμπλεγμα μικροπωλητών βρωμιάς που φύτρωσε κατά μήκος και πλάτος του εκδοτικού τοπίου του έθνους. Μέσα στη νέα πολιτισμική οικολογία που φαντασιώνεται ο Steward, το νόημα και η σημασία όλων αυτών των άσεμνων λέξεων απέχει πολύ από το να είναι ξεκάθαρο.

12 Αλβανοί κι εγώ

Του gayskllav στο blogspot

Το αυτοκίνητο έφτασε στο Μενίδι. Είχε αρχίσει να πέφτει το τελευταίο φως της μέρας. Μπήκε με το αμάξι στο χωματένιο δρομάκι που οδηγούσε στο θερμοκήπιο. Δεν ήταν κανένας.

–Αν θες να μην το κάνεις, πες το μου. Μπορούμε να φύγουμε.

–Μη φοβάσαι, θα περάσουμε καλά. Θέλω να σου δείξω πόσο σε αγαπώ, κι αυτός είναι ένας ωραίος τρόπος. Ξεκίνα, είμαι έτοιμος, αφέντη μου.

–Εντάξει, τότε γδύσου, γιατί αργήσαμε.

Έβγαλα τα ρούχα μου, όλα εκτός από τα εσώρουχά μου. Ο αφέντης με έδεσε με μια αλυσίδα και με διέταξε να προχωράω στα τέσσερα. Σέρνοντάς με, με πήγε στο σπίτι των δώδεκα Αλβανών που ζούσαν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο. Ήταν όλοι ενημερωμένοι για το τι θα συνέβαινε απόψε τη νύχτα.

Στο σπίτι μάς υποδέχτηκε ο Alban. Χαιρέτησε τον αφέντη μου και με οδήγησε στο δωμάτιο. Ήταν ένα μικρό βρώμικο δωμάτιο, με τρία διπλά κρεβάτια, λερωμένα ρούχα εδώ κι εκεί, πεταμένα μέσα σε λάσπες.

Ο Alban μου έδωσε αμέσως μια βούρτσα και έναν κουβά με νερό και με διέταξε να πλύνω το πάτωμα. Ήταν μόνο αυτός στο δωμάτιο. Οι υπόλοιποι δεν είχαν έρθει ακόμη από τη δουλειά.

Σφουγγάρισα και έπλυνα το δωμάτιο όσο μπορούσα καλύτερα. Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ καθαρό. Μέσα σε δέκα λεπτά είχε γεμίσει από λάσπες και Αλβανούς που ήρθαν από τη δουλειά.

Ο αφέντης με παρέδωσε στον Shefqet, έναν πενηντάχρονο που από εκείνη τη στιγμή θα αναλάμβανε την αρχηγία της επιχείρησης.

O Shefqet, αφού διέταξε όλους να καθίσουν κάτω, με πλησίασε. Κρατούσε στα χέρια του μια βέργα και άρχισε να τη σέρνει στην πλάτη μου. Ήμουν πεσμένος στα τέσσερα φορώντας μόνο το βρακί μου.

–Λοιπόν, Έλληνα, για βγάλε το βρακί σου να δούμε τι θα γαμήσουμε απόψε.

Υπάκουσα αμέσως. Έβγαλα το βρακί μου και τώρα ήμουν εντελώς γυμνός μπροστά σε δώδεκα Αλβανούς, δεκατρείς μαζί με τον αφέντη μου.

–Από ό,τι βλέπω, δεν έχει άσχημο κορμί. Κι ο κώλος σου, από ό,τι μας είπε ο αφέντης σου, αντέχει.

Πήρε την αλυσίδα και με έδεσε από το πόδι σε έναν στύλο που βρισκόταν ακριβώς στη μέση του δωματίου. Έπειτα πήρε μια καρέκλα και κάθισε.

–Πλησίασε, βγάλε μου τα παπούτσια και τις κάλτσες και γλείψε μου καλά τα πόδια. Απόψε θα είμαι εγώ ο αφέντης σου και θα κάνεις ό,τι σου λέω.

Άρχισα να γλείφω τα ιδρωμένα πόδια του πενηντάχρονου Αλβανού, βάζοντας τη γλώσσα μου ανάμεσα στα ιδρωμένα δάχτυλά του και ρουφώντας όπως έπρεπε τις βρωμιές του. Αφού έκανα τα πόδια του να γυαλίζουν, μου είπε να σταματήσω.

–Βλέπω πόσο πολύ σου αρέσει αυτό που κάνεις, γι’ αυτό λέω να γευτείς όλων μας τα πόδια. Κι εγώ θα σου συστήνω έναν έναν τους φίλους που απόψε θα σε γαμήσουν.

Περπατώντας με τα τέσσερα, έβγαζα τις λασπωμένες μπότες του καθένα, έπειτα τις κάλτσες και ενώ έγλειφα ο Ινταέτ με σύστηνε:

–Reshat 45 χρονών, Fatmir 45 χρονών, Gentian 38 χρονών, Pellumb 32 χρονών, Perparim 27, Agim 25, Alban 25, Ilber 28, Beshnik 23, Kastriot 37, και τελευταίος ένας 16 χρονών, ο Mehmet.

–Τώρα θέλω να μαζέψεις όλες τις κάλτσες με το στόμα σου και να τις βάλεις σε εκείνη την κατσαρόλα.

Υπάκουσα.

–Και τώρα μάζεψε όλες τις μπότες με τα δόντια σου και βάλ’ τες έξω από το δωμάτιο.

Εκτέλεσα την εντολή.

Οι Αλβανοί άρχισαν να διαμαρτύρονται. Είχαν ήδη καυλώσει και ήθελαν να ξεκινούσε το κύριο πιάτο αυτής της βραδιάς.

–Άντε, θέλουμε να γαμήσουμε.

–Ακούς τι λένε. Έλα, λοιπόν, να σε ετοιμάσω. Ο αφέντης σου μας έλεγε ότι ισχυρίζεσαι ότι την πούτσα του μπορείς να την καταλάβεις όταν είναι μέσα σου, ακόμη και τυφλός. Θα κάνουμε ένα παιχνίδι λοιπόν. Θα σε γαμήσουμε όλοι μέχρι να χύσουμε στον κώλο σου, και αν καταλάβεις ποιος είναι ο αφέντης σου, έχει καλώς. Ειδάλλως, θα σε τιμωρήσουμε γιατί λες ψέματα.

Πήρε μια ταινία και μου έκλεισε τα μάτια. Με άρπαξαν γρήγορα δύο και με έδεσαν στον στύλο. Αισθάνθηκα ότι οι δώδεκα Αλβανοί είχαν ήδη κατεβάσει τα παντελόνια τους και έπαιζαν την πούτσα τους.

–Είσαι έτοιμος. Μερικοί από μας έχουν μεγάλες ψωλές, κι ίσως να υποφέρεις. Μην τολμήσεις όμως να φωνάξεις γιατί θα τιμωρηθείς σκληρά.

Άκουγα τα ξυπόλυτα πόδια τους να με πλησιάζουν. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα στυλό και έγραφαν το νούμερο και το όνομά τους στην πλάτη μου. Έπειτα γονάτιζαν πίσω μου και μου έχωναν την ψωλή τους μέσα μου. Άλλος έφτυνε στον κώλο μου πριν αρχίσει, άλλος μου έδινε να πιπιλάω το βρώμικο δάχτυλό του, άλλος με χτύπαγε με δύναμη στα κωλομέρια, άλλος τραβούσε τα κωλομέρια μου, για να ανοίξω περισσότερο, άλλος άλειφε την τρύπα μου με λάσπη πριν μπει, άλλος με έβριζε, όλοι όμως στο τέλος έχωναν την πούτσα τους στο στόμα μου για να τους την καθαρίσω.

Πριν μπει μέσα μου κάποιος, έπρεπε να φωνάζω το νούμερο στα αλβανικά.

Ο κώλος μου είχε ανοίξει διάπλατα σαν ανοιγμένο τριαντάφυλλο. Τα χύσια έτρεχαν σαν ποτάμια στα μπούτια μου. Άλλοι έχυναν αμέσως, άλλοι δεν έλεγαν να τελειώσουν, άλλοι έμπαιναν ρυθμικά, άλλοι βίαια με δυνατές ψωλιές. Όλο το κορμί μου είχε μουδιάσει από τον πόνο. Όσοι είχαν τελειώσει είχαν συγκεντρωθεί γύρω μου και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τους πιο μεγάλους πούτσους που με γαμούσαν, αυτούς που είχε αφήσει ο Shefqet τελευταίους για να με ξεσκίσουν. Μέσα μου τα χύσια με είχαν πλημμυρίσει και με έτσουζαν φοβερά εκεί που είχα γδαρθεί.

Κανείς δεν σταματούσε να με γαμάει πριν τα αρχίδια του ξεφορτώνονταν μέσα μου τα υγρά τους.

Είχα χάσει τον έλεγχο, όμως έπρεπε να έχω το μυαλό μου στο νούμερο επτά. Όσο πόνο και να ένιωθα, δεν έπρεπε να χαθεί από το μυαλό μου το νούμερο επτά.

Αφού με γάμησαν όλοι, ο Mehmet μου έβγαλε την ταινία από τα μάτια, και ο αφέντης μού έδωσε την άδεια να ξαπλώσω στο πάτωμα. Τότε είδα εμπρός μου δεκατρείς, μαζί με τον αφέντη μου, Αλβανούς, γυμνούς, ιδρωμένους, να παίζουν τις ψωλές τους και να γελούν.

-Λοιπόν, πες μας. Ποιος ήταν ο αφέντης σου;

–«Στατ» ψέλλισα. «Στατ».

Αμέσως το γέλιο σταμάτησε, γιατί προς το παρόν είχα γλιτώσει την τιμωρία γιατί είχα βρει ότι έβδομος με είχε γαμήσει ο αφέντης μου.

Αφού με είχαν γαμήσει όλοι, έκατσαν στα κρεβάτια τους να ξεκουραστούν, έβαλαν ρακί και έπιναν, και αλβανικά τραγούδια στο κασετόφωνο. Εμένα με είχαν διατάξει να τους πλύνω τα πόδια. Μου είχαν δώσει να φορέσω κάτι βρώμικα εσώρουχα που μύριζαν τσιμέντο και γυρνούσα με έναν κουβά νερό. Και μια πετσέτα στους ώμους. Έπρεπε να τηρήσω την ιεραρχία από τον πιο γέρο έως τον νεότερο. Το νερό του κουβά δεν με άφηναν να το αδειάζω και αυτό μου κίνησε υποψίες. Αφού τελείωσα πλένοντας και τα πόδια του Mehmet, μου έδωσαν ένα ποτήρι και μου είπαν να πιω το νερό του κουβά. Υπάκουσα σαν καλός σκλάβος στην εντολή και ήπια το βρώμικο νερό, γευόμενος τα απόνερα από το πλύσιμο των ποδιών τους.

Τότε σηκώθηκε ο Kastriot:

–Ήρθε η ώρα, είπε. Με πλησίασε κι άρχισε να μου δένει και πάλι τα χέρια με ένα σχοινί. Το αφεντικό σου, μου είπε, μου χρωστάει 100 ευρώ. Μπορείς να τον βγάλεις από τη δύσκολη θέση, όμως, αν δεχθείς να σε μαστιγώσω μπροστά σε αυτόν και σε όλους εδώ 100 φορές. Μπορείς ενώ σε μαστιγώνω να φωνάξεις «έλεος» στα αλβανικά κι εγώ θα σταματήσω. Αλλά τότε το αφεντικό σου θα εξακολουθεί να μου χρωστάει 100€. Τώρα θα δείξεις πόσο πιστός του είσαι, και πόσο είσαι διατεθειμένος να τον υπηρετήσεις στα δύσκολα.

Ο Agim και o Beshnik με είχαν γδύσει τελείως και με είχαν κρεμάσει από κάτι τσιγκέλια που κρέμονταν από το ταβάνι και τα πόδια μου πατούσαν το έδαφος μόνο στις μύτες των ποδιών μου. Ο Kastriot άγγιξε με τα δάχτυλά του το τεντωμένο μου κορμί και μέτρησε με το χέρι του τα κόκαλα του στήθους μου. Ύστερα πήρε κάτω από το κρεβάτι του ένα καμτσίκι που είχε φέρει από την Αλβανία και ήταν αυτό που χτυπούσαν τα βόδια.

Οι υπόλοιποι ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους για να απολαύσουν το θέαμα.

–Ετοιμάσου, πούστη, να υποφέρεις πολύ σήμερα. Λιπόθυμο θα σε αφήσω, παλιοκαριόλη. Ήταν το όνειρό μου να δείρω ένα ελληνικό σκουλήκι σαν κι εσένα, είπε.

O Ilber είχε πάει στην τουαλέτα και είχε φέρει έναν κουβά γεμάτο με κάτουρο. Από χθες όλοι οι Αλβανοί κατουρούσαν σε αυτόν τον κουβά και μάζευαν το κάτουρό τους για τις ανάγκες του αποψινού σκηνικού .

–Πούστη, απόψε θα σου κάνω την τιμή να σε μαστιγώσουμε βουτώντας το μαστίγιο σε ιερό κάτουρο, είπε ενώ είχε ήδη βουτήξει το μαστίγιο στον κουβά.

–Ξέρεις, το μαστίγωμα με τον βούρδουλα βρεγμένο δίνει πολύ καλύτερο ήχο καθώς σπάει πάνω στη σάρκα, απλά τσούζει πολύ περισσότερο. Αλλά αυτό δεν με νοιάζει καθόλου, δήλωσε, αφήνοντας τον βούρδουλα να απορροφήσει κάτουρο.

–Μια πόρνη σαν εσένα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία, μου είπε και βούτηξε τον βούρδουλα, τον σήκωσε ψηλά και πίσω του το μαστίγιο, και εγώ έκλεισα τα μάτια.

Το τράνταγμα που προκαλούσε το μαστίγιο στο κορμί μου καθώς ανεβοκατέβαινε με λύσσα ήταν η μόνη κίνηση που έκανε το σώμα μου. Ο βούρδουλας τυλιγόταν γύρω από το κορμί μου και εκεί που έσκαγε η άκρη του μου έδινε χιλιάδες τσιμπήματα σαν να με τρυπούσαν βελόνες. Σταγονίδια κάτουρου τιναζόταν σε κάθε χτύπημα. Καθώς έφτυνα όσα από αυτά μπήκαν μαζικά στο στόμα μου, ο Kastriot ήρθε κοντά μου και μου έριξε δύο τρία δυνατά χαστούκια ουρλιάζοντας:

–Βρωμιάρη, σταμάτα να φτύνεις γιατί θα σε βάλω να τα καταπιείς όλα, σκύλε, γαμημένε.

Σταμάτα να φτύνεις και μέτρα. Μέτρα!

Γύρισε και βούτηξε και πάλι το μαστίγιο στα κάτουρα. Έσερνε τον βούρδουλα στο πάτωμα και πήγε πίσω μου για να συνεχίσει, μαστιγώνοντας την πλάτη μου. Σε δέκα λεπτά ήμουν ήδη βαθιά μαρκαρισμένος με βαθυκόκκινες γραμμές παντού, από τα μπράτσα μου ως τα μπούτια μου.

Σε λίγο πια έχασα την επαφή με την πραγματικότητα. Το κεφάλι μου έγερνε πότε πίσω πότε εμπρός. Ο ήχος του βούρδουλα καθώς έσχιζε τον αέρα και ένα κλαψιάρικο αλβανικό τραγούδι ήταν τα μόνο που ακούγονταν, αφού έχασα τη δύναμη να φωνάζω. Απλά ψιθύριζα τον αριθμό των χτυπημάτων. Κρεμόμουν σαν μια άψυχη κούκλα.

Όμως όταν είδε ο Μούσα ότι σχεδόν είχα χάσει τις αισθήσεις μου, σταμάτησε. Διέταξε να χύσουν πάνω μου έναν κουβά κρύο νερό για να συνέλθω. Μετά έκανε νόημα στον Mehmet και αυτός πλησίασε πίσω μου, και μου έχωσε τη μύτη από το μπουκάλι ενός τσίπουρου στον κώλο. Με το μπουκάλι στον κώλο θα συνεχιζόταν το μαστίγωμά μου.

–Θέλω να πονάει όταν τον μαστιγώνω.

Συνήλθα και ξαναένιωσα τον βούρδουλα να σκάει πάνω μου.

Σε λίγο σταμάτησε και πάλι, με πλησίασε και μου είπε στο αυτί:

–Είσαι σε άθλια κατάσταση. Πες «έλεος» στα αλβανικά και θα σε αφήσω.

–Δεν ξέρει αλβανικά, άρχισαν να γελάνε οι άλλοι, δεν θα σ’ το πει ποτέ.

–Το ξέρω, είπε ο Kastriot γελώντας. Αυτό θέλω. Να συνεχίσω μέχρι τέλους.

Και συνέχισε. Μετά τα εβδομήντα χτυπήματα, δεν είχα το κουράγιο άλλο να μετράω και τότε ανέλαβαν οι θεατές το καθήκον μου. Μέτραγαν δυνατά τον αριθμό των χτυπημάτων μέχρι που ο Kastriot τελείωσε το έργο του, κι έβαλε το πουκάμισό του. Με άφησαν για λίγο ακόμη κρεμασμένο για να απολαύσουν το θέαμα, γυρνώντας γύρω μου και ακουμπώντας στις πληγές μου. Ύστερα έκοψαν απότομα τα σχοινιά και βρέθηκα στο πάτωμα.

Μέσα στον πόνο μου είπα τη λέξη «μεσίρ». Τώρα πια το χρέος του αφέντη μου είχε σβήσει και μπορούσα να πω τη λέξη «έλεος» στα αλβανικά.

Το βράδυ με πέταξαν σε μια μικρή αποθηκούλα και με κλείδωσαν. Νόμιζα ότι μέχρι το πρωί θα έβρισκα την ησυχία μου. Όμως είχα άδικο. Ο Alban, ξάδερφος του αφέντη μου, και ένας άλλος που στην αρχή δεν τον γνώρισα μέσα στο σκοτάδι. Όταν όμως ο Alban άναψε μια λάμπα, είδα ότι ήταν ο αδερφός του ο Argjir.

–Έχεις επισκέψεις, σκλάβε. Γουστάρεις ένα παρτουζάκι; Νομίζω ότι οι συγγενείς του αφέντη έχουν περισσότερα δικαιώματα στον σκλάβο του.

Έκλεισαν την πόρτα, έβαλαν τον σύρτη και κατέβασαν τα παντελόνια τους παίζοντας με τα καυλιά τους.

–Τώρα, πούστρα, θα φας ένα υπέροχο αλβανικό γαμήσι. Εμπρός, γδύσου, με διέταξαν.

Έγλειφα πότε την πούτσα του ενός πότε του άλλου. Μετά ο Argjir μου λέει. «Έλα πούστη, στήσου να σε γαμήσω».

Όπως ήμουν σκυφτός στον Alban και του έπαιρνα τσιμπούκι, έστησα τον κώλο μου στον Argjir ο οποίος ήταν ήδη πίσω μου και μου έδινε δυνατές ξυλιές στον κώλο. Μου τον έχωσε και όσο κι αν παρακαλούσα να κάνει πιο σιγά, αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα, με έσκιζε σαν λυσσασμένος. Ο Alban είχε πιάσει το κεφάλι και μου έχωνε όλο τον πούτσο του στο στόμα για να μη φωνάζω δυνατά.

–Έλα, πούστη, γαμήσι δεν ήθελες, θα το έχεις. Θα σε σκίσουμε, μου λέγανε.

Πόναγα γιατί ο Argjir με ξέσκιζε χωρίς έλεος, αλλά ευτυχώς έχυσε γρήγορα και βγήκε από πίσω μου για να έρθει ο Alban. Μου τον έχωσε ενώ ο Argjir μου ζήτησε να του τον γλείψω. Την ώρα που του τον έγλειφα, μου έδινε σφαλιάρες προστάζοντάς με να του τον καθαρίσω καλά. Δεν πρόλαβα να τελειώσω με τον Argjir, με έχυσε και ο Alban. Μου έχωσαν και οι δύο τις ψωλές τους στο στόμα και μου ζήταγαν να τα καταπίνω.

Μόλις τελειώσαμε και σηκώθηκα, καθώς έπαιζα την ψωλή μου, ο Argjir μου έπιασε τον κώλο και μου έβαλε κωλοδάχτυλο λέγοντας μου «έλα χύσε και συ, πουστάρα».

Δεν πρόλαβε να το πει και έχυσα στη χούφτα μου.

Φύγανε γελώντας, αφού με κλείδωσαν και πάλι στην αποθηκούλα.

Η αποθηκούλα συνέχισε να έχει κίνηση όλο το βράδυ. Άκουσα φωνές. Η πόρτα ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα ο Reshat, ο Fatmir, ο Gentian, ο Perparim και ο Agim. Μισομεθυσμένοι και μισόγυμνοι, είχαν ήδη κατεβάσει τα παντελόνια τους και έπαιζαν τις ψωλές τους. Φυσικά μου ζήτησαν να βγάλω το βρακί μου και γονατιστός άρχισα να γλείφω τα μεγάλα καυλιά τους. Τους γλείφω τα αρχίδια, τους χαϊδεύω τον κώλο και αυτοί με φωνάζουν «Πούστη, καριόλη, Έλληνα, πούστη, σκύλε». Μου τραβάνε τα μαλλιά και με προστάζουν να ανοίξω το στόμα μου κι αρχίζουν να με φτύνουν στο στόμα με ροχάλες. Με σφαλιαρίζουν και συνεχίζουν να με φτύνουν.

–Πούστη, με προστάζει ένας από αυτούς, τώρα θα γλείψεις αλβανικό κώλο. Στήνονται στη σειρά και εγώ αρχίζω με τη γλώσσα μου να γλείφω τους κώλους των Αλβανών γαμιάδων μου. Ρουφούσα τα αρχίδια τους. Αφού σκούπισα καλά τις τρύπες τους, με χτυπήσανε άγρια στον κώλο και με βάλανε να γλείψω τα βρώμικα πόδια τους. Είχα καυλώσει τρελά.

Στη συνέχεια, με βάλανε στο πάτωμα με το κεφάλι κάτω και τον κώλο τουρλωμένο και ένας ένας μου γάμαγε τον κώλο μου άγρια χτυπώντας με. Κάθε φορά που έβγαινε η πούτσα του από τον κώλο μου, μου τη φέρνανε στο στόμα να τη σκουπίσω.

Έπειτα, σε έναν δεύτερο γύρο, με χύσανε στο στόμα και οι πέντε πουτσαράδες Αλβανοί. Το στόμα μου γεμάτο χύσια. Στη συνέχεια κάλεσαν τον Bashkim τον αφέντη μου και παρουσία του με κατουρήσανε στο στόμα και με πέταξαν στα πόδια του.

Ένιωθα ένα σκουπίδι.

–Σε είχα προειδοποιήσει να μη δεχτείς την πρόσκληση. Οι Αλβανοί είναι σκληροί όταν γαμάνε.

Εγώ σύρθηκα στο πάτωμα, έπιασα τα πόδια του και άρχισα να τα φιλάω.

–Γάμησέ με, του ζητούσα. Γάμησέ με κι εσύ.

–Το ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται. Σήμερα θα σε γαμήσουν όλοι εκτός από μένα. Είπε και έφυγε κλειδώνοντας και πάλι την πόρτα.

Ήταν Σάββατο πρωί και με έβαλαν να δουλεύω στο θερμοκήπιο. Επιστάτες ήταν ο Alban, ο Perparim και ο Mehmet, που με κάτι ελαστικές βίτσες στα χέρια με μαστίγωναν καθώς μετέφερα κοπριά από τη μία μεριά στην άλλη. Το αφεντικό θα έλειπε όλη τη μέρα και σήμερα θα έκανα τον σκλάβο τους. Ξυπόλυτος πάνω στις λάσπες, φορώντας μόνο τα εσώρουχα, που και αυτά είχαν κουρελιαστεί από τις βιτσιές, κουβάλαγα τη βρωμερή κοπριά, πατώντας κουτσουλιές και κόπρανα ζώων. Βρώμαγα σαν γουρούνι και συνεχώς άκουγα τον ήχο του μαστιγίου και τις απειλές των επιστατών να μου φωνάζουν να κάνω πιο γρήγορα. Όταν καμιά φορά γλιστρούσα μέσα στις λάσπες, μαζεύονταν όλοι γύρω μου και με χτυπούσαν να σηκωθώ.

Αφού τελείωσα τη δουλειά, ήρθε η ώρα της διασκέδασης.

Ο Alban με έδεσε πάλι από τον λαιμό και με έσυρε σε ένα σημείο όπου αφόδευαν οι Αλβανοί.

Ο Perparim και ο Mehmet ήρθαν εμπρός μου και κατέβασαν τα βρακιά τους. Άρχισαν να αφοδεύουν εμπρός μου χωρίς ντροπή. Αφού τελείωσαν έστησαν τον κώλο τους μπροστά από τα μούτρα μου. Ο Alban με έπιασε από τα μαλλιά και έχωσε τη μύτη μου στον κώλο των Αλβανών για να μυρίσω τους χεσμένους κώλους τους.

–Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μας δείξεις και εσύ πώς χέζεις. Εμπρός κάτσε στα γόνατά σου. Τι λες, βρωμιάρη, θα τα καταφέρεις να γλείφεις τον πούτσο μου ενώ θα χέζεις; Ελπίζω να το κάνεις, για το καλό σου.

Ο Alban είχε κατεβάσει ήδη το παντελόνι του. Στο χέρι του κρατούσε τη βίτσα.

–Δεν θα αρχίσεις μέχρι να σου πω, είπε, και σημάδεψε με το καυλί του το πρόσωπό μου. Πάρ’ το στο στόμα σου και γλείφ’ το μου.

–Μάλιστα, είπα εγώ, και έχωσα το πουτσοκέφαλο στο στόμα μου πιπιλώντας το.

–Χέσε, σκύλε, μου είπε ενώ με χτυπούσε στην πλάτη με τη βίτσα. Ο κώλος μου ελευθερώθηκε και ένα ποτάμι ξεχύθηκε στις λάσπες ενώ ταυτόχρονα άρχισα να κατουράω στα πόδια του Alban.

–Έλα, πούστη, συνέχισε. Γλείφε την ψωλή μου μέχρι να χύσω.

Άρχισα να του παίζω τα μικρά αρχίδια με πάθος. Ο πούτσος του σπαρταρούσε στο στόμα μου και άρχισε να χύνει.

-Πάρ’ τα όλα στο στόμα σου. Μην τα καταπιείς. Θέλω να δω πώς γλείφεις τα χύσια μου πρώτα, είπε, και τράβηξε έξω την παλλόμενη ψωλή του. Τα χύσια πασάλειψαν τα χείλια μου.

–Γλείφ’ τα όλα, με διέταξε. Ωραία, έτσι μπράβο, τώρα μπορείς να τα καταπιείς. Ωραία. Τώρα μπορείς να μου καθαρίσεις την ψωλή. Καθάρισε τη μέχρι να γυαλίζει από τα σάλια σου. Ωραία, σκύψε τώρα και καθάρισέ μου τα δάχτυλα των ποδιών μου από τα κάτουρά σου. Θα έπρεπε να σε τιμωρήσω για αυτό που έκανες, αλλά έχε χάρη που μου έκανες πολύ καλό τσιμπούκι.

–Τώρα θέλω εγώ να κατουρήσω. Στάσου ακίνητος, είπε, και άρχισε να κατουράει στο πρόσωπό μου. Έκλεισα τα μάτια ενώ συνέχισε να κατουράει στο μισόκλειστο στόμα μου. Μετά έπιασε τον πούτσο του και τον χαμήλωσε στέλνοντας τα κάτουρά του να πέσουν στα στήθη μου. Κυλούσαν σαν ρυάκια στο στομάχι, στην κοιλιά και στον πούτσο μου, για να καταλήξουν στις λάσπες μαζί με τα σκατά μου.

–Εμπρός, άνοιξε το στόμα σου. Η ψωλή μου θέλει καθάρισμα. Άνοιξα το στόμα μου και πάλι και η υγρή ψωλή του γλίστρησε μέσα. Την έγλειψα.

–Βρωμάς σαν γουρούνι. Τράβα πλύσου, είπε, και μου έδειξε το νερό.

–Πριν όμως, θέλω να σε δω να τραβάς μαλακία. Και θα σε μαστιγώνω την ώρα που θα μαλακίζεσαι. Και ο Perparim θα χύσει στον κώλο σου όταν χύσεις, είπε, και ήδη ο Perparim είχε βγάλει την πούτσα του έξω. Ο Mehmet με μαστίγωνε στα κωλομέρια, ο Perparim γονάτισε και χωρίς δισταγμό έχωσε την ψωλή του μέσα μου και εγώ τραβούσα μαλακία. Ο κώλος μου ζεμάταγε. Έπιασα το πουλί μου και άρχισα να μαλακίζομαι.

Οι βουρδουλιές έπεφταν βροχή.

–Έτσι μπράβο. Γάμα τη χούφτα σου. Άλλωστε, είναι το μόνο που μπορείς να γαμήσεις, έλεγε ο Alban και οι άλλοι έσκασαν στα γέλια. Ξαφνικά ένα ποτάμι από χύσια έπεσαν στα κωλομέρια μου. Ο Perparim είχε βγάλει απότομα την ψωλή του από μέσα μου και έχυνε, την ίδια στιγμή που και ο Mehmet έχυνε στο ίδιο σημείo. Η βίτσα πέτυχε μερικές χονδρές σταγόνες χύσι, τινάζοντας το τριγύρω. Είχα το δικαίωμα να χύσω αφού όλοι οι αφέντες μου είχαν τελειώσει. Έχυσα πολύ και εξουθενωμένος έπεσα πάνω στα χύσια μου.

–Σήκω πάνω και καθάρισε τις ψωλές μας, είπαν, και εγώ γονάτισα και υπάκουα έγλειφα τα τελευταία χύσια που είχαν μείνει στις ψωλές του Αλέξανδρου και του Γκζιμ.

Έπειτα με έσυραν κοντά στο μέρος που έκαναν μπάνιο.

Μου είπαν να γονατίσω και ο Mehmet πλησίασε στη βρύση. Έδεσε σε αυτήν ένα λάστιχο και το άλλο άκρο της το έχωσε στον κώλο μου.

–Καιρός να σε πλύνουμε λιγάκι, είπε, και άνοιξε τη βρύση. Το νερό άρχισε να γεμίζει τον κώλο μου. Ο σωλήνας έπειτα από την πίεση γλιστρούσε έξω. Πετάχτηκε ανοίγοντας τελείως την τρύπα μου. Το νερό παρέσυρε και βρωμιές και τα ξεραμένα χθεσινά αλβανικά χύσια αδειάζοντας τα άντερά μου. Ένιωθα όπως νιώθει ένα γουρούνι ενώ τα παιδιά γελούσαν.

Αφού γέλασαν αρκετά, για να νιώσω την ταπείνωση μου.

–Μάγκες, βρωμάει. Καιρός να τον πλύνουμε. Ο Shefqet είπε να του κάνουν ό,τι θέλουν αλλά στις δύο η ώρα τον θέλει καθαρό.

Με κρέμασαν από ένα δένδρο με τα πόδια μου να ακουμπάνε ίσα ίσα στο χώμα, με έπλυναν με το λάστιχο και μετά με σαπούνισαν με μια βούρτσα με πράσινο σαπούνι. Με ξέβγαλαν με μπόλικο κρύο νερό και ύστερα με οδήγησαν πάλι στο δωμάτιο, δένοντας με στον στύλο για το τελευταίο μέρος της επιχείρησης.

Είχα τραβήξει τόσα πολλά που πια ό,τι και να μου έκαναν δεν θα με πείραζε. Οι δώδεκα Αλβανοί είχαν έρθει από τη δουλειά και αποφάσισαν να με χαιρετήσουν. Από νωρίς υπήρχε μια σχισμένη κουβέρτα στο κέντρο του δωματίου. Πάνω σε αυτήν με είχαν βάλει γυμνό να τους περιμένω. Όταν έπεσε το φως του ήλιου, κάθισαν γύρω μου και έπιναν ρακί. Κάτι κουβέντιαζαν, αλλά δεν καταλάβαινα. Ο σαρανταπεντάχρονος Fatmir είχε αναλάβει την οργάνωση αυτού του περίεργου αποχαιρετισμού.

Όλα ξεκίνησαν όταν ο Fatmir με έπιασε από τα μαλλιά και μου είπε:

–Ο αφέντης σου μας είπε ότι κάνεις πολύ ωραία τσιμπούκια. Ετοιμάσου λοιπόν να γευτείς όλων μας τα χύσια μέσα στο στόμα σου. Ο καθένας μας έχει ετοιμάσει τον τρόπο και να είσαι σίγουρος ότι θα το ευχαριστηθείς αν κάνεις ό,τι σου λέμε.

Έδειξε με το δάχτυλό του τον Mehmet ο οποίος θα άρχιζε.

Πλησίασε με ένα αφρό ξυρίσματος και ένα ξυράφι. Άπλωσε τον αφρό στο στήθος μου κι άρχισε να ξυρίζει με επιμέλεια τις τρίχες του στέρνου μου. Με ξύρισε και δεν έμεινε καμία. Ύστερα πέταξε έξω από το βρακί του τον πούτσο του κι άρχισε να τον τρίβει στο λείο στήθος μου. Ο πούτσος του ένιωθα ότι μεγάλωνε και γρήγορα έχυσε πρώτα στον λαιμό μου και το υπόλοιπο πάνω στο στήθος μου. Έπειτα έχυσε το ρακί που είχε στο ποτήρι του, κι άρχισε να μαζεύει με αυτό το χύσι του από το κορμί μου. Ύστερα έφτυσε μέσα και με διέταξε να ανοίξω το στόμα μου. Έχυσε το περιεχόμενο του ποτηριού στο στόμα μου.

–Κατάπιε το και πες μου αν σου άρεσε.

Το σπέρμα του μικρού ήταν πικρό αλλά νόστιμο αφού είχε ανακατευτεί με το οινόπνευμα της ρακής.

–Ναι, είπα.

–Τότε βάλε τη γλώσσα σου μέσα στο ποτήρι και πάρε ό,τι έχει απομείνει. Δεν πρέπει ούτε μια σταγόνα σπέρμα να πάει χαμένο. Όλα θα καταλήγουν στην άθλια κοιλιά σου.

Έγλειψα το ποτήρι καλά.

Δεύτερος ήταν ο Kastriot, ο οποίος ή δεν είχε καταλάβει το παιχνίδι ή σχεδίαζε κάτι για τη συνέχεια. Με έστειλε στα τέσσερα και με γάμησε άλλη μία φορά χύνοντας μεγάλη ποσότητα στον κώλο μου. Το σπέρμα του έμεινε εκεί και από ό,τι φαίνεται δεν θα το γευόμουν.

Τρίτος ο 23χρονος Beshnik. Αυτό συνέχισε την ιστορία με το ξύρισμα. Μου ξύρισε βίαια το πρόσωπο με ένα πολυχρησιμοποιημένο ξυραφάκι. Το πρόσωπο μου μάτωσε σε πολλά σημεία και μάλλον αυτός ήταν ο στόχος του. Αφού έβγαλε το παντελόνι του, γονάτισε πάνω στο στήθος μου και έβαλε τον πούτσο του μπροστά στα μάτια μου. Άρχισε γρήγορα να κατουράει στο πρόσωπό μου, σημαδεύοντας κυρίως τα σημεία που έτρεχε αίμα. Έπειτα οδήγησε το πουλί του μέσα στο στόμα μου:

–Γλείψε μόνο το κεφάλι, πούστη, μόνο το κεφάλι.

Εγώ υπάκουσα. Ήδη μερικά από τα κάτουρά του είχαν βρει τον δρόμο προς το λαρύγγι μου. Πιπιλούσα το κεφάλι του πούτσου του που συνεχώς μεγάλωνε. O ζουμερός πούτσος του άρχισε γρήγορα να αδειάζει τα ξινά υγρά του μέσα μου.

Τέταρτος ήταν ο Alban ο οποίος μου είχε δώσει να δοκιμάσω το σπέρμα του και το πρωί στο χωράφι. Ήξερε όμως ότι οι συγγενείς του αφέντη μου είχαν περισσότερα δικαιώματα πάνω μου. Με πλησίασε λοιπόν και πάλι χαμογελώντας σχεδόν γυμνός, έβγαλε το βρακί του και γονάτισε πάνω από το κεφάλι μου. Έβγαλε τις σαγιονάρες του και άρχισε να με χαστουκίζει με αυτές.

–Βγάλε τη γλώσσα σου και γλείψ’ τες, είπε, και εγώ υπάκουσα. Έπειτα κι ενώ έγλειφα τα χώματα που είχε πατήσει, άρχισε να τραβάει μαλακία, ώσπου γρήγορα τα χύσια του άρχισαν να τρέχουν στο στήθος μου. Αμέσως, και πριν στεγνώσουν, πήρε ένα μικρό κουτάλι, μάζεψε το σπέρμα του και άρχισε να με ταΐζει.

–Φάε, βρωμιάρη. Φάε αλβανικά χύσια, έτσι κατάπινε. Μη ξεχνάς να γλείφεις το κουτάλι. Έτσι. Ούτε σταγόνα να μην πάει χαμένη.

Ο Paris και ο Alexander γονάτισαν πάνω από το κεφάλι μου. Ο ένας μου έκλεισε τη μύτη και με το που άνοιξα το στόμα μου αναζητώντας απεγνωσμένα αέρα άρχισαν να χύνουν στο στόμα, το πρόσωπο και τα μαλλιά μου. Έμεινα για λίγο έτσι γυμνός στη μέση του δωματίου. Ο Μούσα, για να διατηρήσει το ενδιαφέρον μέχρι το επόμενο τσιμπούκι, με κλώτσησε γυρίζοντας με ανάποδα και άρχισε να με μαστιγώνει συστηματικά στα κωλομέρια.

Γύρνα στα τέσσερα, πούστη, δεν έχουμε τελειώσει ακόμη μαζί σου, είπε ο Arion και έφερε μπροστά μου ένα πιάτο με μια κουταλιά παγωμένα μακαρόνια.

–Μην αρχίζεις ακόμη. Θέλει λίγο σάλτσα. Τέσσερις άρχισαν να τραβάνε μαλακία μέσα και έχυσαν πάνω στο πιάτο. Ήταν τόσο πολύ το σπέρμα τους που δεν φαίνονταν πια τα μακαρόνια.

–Εμπρός, άρχισε να τρως τα μακαρόνια με τα χέρια. Πριν κρυώσει το σπέρμα.

Υπάκουσα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έτρωγα τα περιχυμένα με χύσια μακαρόνια μπροστά στους Αλβανούς που γελούσαν.

Όταν τελείωσε το γεύμα, με πλησίασε ο Adriatik. Είχα παρατηρήσει ότι αυτός είχε το μεγαλύτερο πουλί εκεί μέσα. Βρήκε μια ιδρωμένη κάλτσα και έχωσε μέσα τα 20 εκατοστά του πέους του.

–Άνοιξε το στόμα σου, πουτάνα.

O πούτσος του Αλβανού χώθηκε γρήγορα στο στόμα μου και ακουμπούσε ήδη στο λαρύγγι μου. Με έπιασε από τα αυτιά για να μην κουνιέμαι και εκείνος γαμούσε το στόμα μου χωρίς έλεος. Ο βρώμικος ιδρώτας της κάλτσας ενωνόταν με τα σάλια μου.

–Πάρ’ τα σκύλα, είπε στα αλβανικά, και τότε ένιωσα τη ζεστασιά του σπέρματος να γεμίζει την κάλτσα κοντά στο λαρύγγι μου.

Έβγαλε το πουλί από το στόμα μου, ενώ στην άκρη της κάλτσας βάραινε το σπέρμα. Έβγαλε την κάλτσα από το πουλί του και αναποδογύρισε την κάλτσα σκουπίζοντας το ζεστό ακόμη σπέρμα στα χείλη και τη γλώσσα μου.

–Πάρτε τον και δέστε τον στον στύλο, είπε τότε ο Shefqet.

Δυο Αλβανοί με μετέφεραν έξω στην αυλή. Εκεί υπήρχε ένας στύλος της ΔΕΗ. Με έβαλαν να γονατίσω με την πλάτη στον στύλο, μου έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα και τα πόδια πίσω από τον στύλο με δύο χαλκάδες, και με μια αλυσίδα τον λαιμό μου, με τέτοιο τρόπο ώστε το πρόσωπο μου να έχει μια μικρή κλίση προς τα πάνω και τόσο σφικτά ώστε να μπορούσα να αναπνέω.

Ο Shefqet, ο πιο μεγάλος της παρέας, πλησίασε. Κατέβασε το φερμουάρ του και έβγαλε έξω τον ήδη καυλωμένο πούτσο του. Με δύο βρώμικά δάχτυλα, μου άνοιξε το στόμα και τον έχωσε μέσα. Δίπλα ήταν ο αφέντης μου.

–Bashkim, τελικά ο σκλάβος που έχεις είναι καλός. Μας διασκέδασε πραγματικά, είπε, αρχίζοντας να μου γαμάει το στόμα. Μας γυάλισε τα βρώμικα πόδια, μας έπλυνε το πάτωμα με τη γλώσσα του, μας έδωσε και τον σφικτό κώλο του να τον γαμήσουμε, μας διασκέδασε όταν ούρλιαζε στο μαστίγωμα, είπε, ενώ επιτάχυνε συνεχώς τον τρόπο που μου έδινε τσιμπούκι. Δούλεψε σαν πραγματικός σκλάβος στο χωράφι και τέλος μας έκανε το καλύτερο τσιμπούκι. Ούτε η γυναίκα μου δεν μου έκανε τέλειο τσιμπούκι. Σε κανένα στόμα δεν έχω χώσει τόσο πολύ το πουλί μου. Αααχ… μούγκρισε και άρχισε να χύνει ασταμάτητα.

Μετά από μερικές ανάσες συνέχισε.

–Σε κανένα δεν έχω χύσει κατευθείαν στο λαρύγγι.

Το πέος του συνέχιζε να το έχει μέσα στο στόμα μου και συνέχισε.

–Αλλά και μεις σ’ τον βελτιώσαμε λίγο. Κοίτα δεν έχει ούτε μια τρίχα στο κορμί του. Τα σημάδια του μαστιγίου φαίνονται τώρα καλύτερα. Θα μείνουν δυο τρεις μέρες να του θυμίζουν τη σημερινή μέρα. Ο κώλος του είναι πιο φαρδύς από ποτέ. Και το στόμα του έμαθε, όταν κατουράει κάποιος μέσα, να πίνει τα ούρα χωρίς να χύνει ούτε σταγόνα έξω, είπε κι άρχισε να κατουράει στο στόμα μου.

Εγώ ήξερα ότι έπρεπε να τα καταπιώ.

Εντέλει έβγαλε το πουλί του από το στόμα μου και απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του.

–Αποχαιρετίστε τον.

Οι εργάτες πλησίασαν άνοιξαν το φερμουάρ τους και άρχισαν να με κατουράνε στο γυμνό κορμί, στο πρόσωπο, τα μαλλιά, το στήθος, το πέος, την πλάτη, τον κώλο. Όλοι τριγύρω από μένα κατουρούσαν, με έφτυναν και με λοιδορούσαν.

–Beshkim, άφησε τον λίγο να στεγνώσει και μετά πάρ’ τον. Τελειώσαμε. Όταν συνέλθει, ξαναφέρ’ τον να διασκεδάσουμε πάλι.

Έμεινα γυμνός, μόνος με τον αφέντη μου. Αυτός με έλυσε και με σήκωσε όρθιο ενώ τα κάτουρα κυλούσαν ακόμη στο κορμί μου. Μου έδεσε τον λαιμό με μια αλυσίδα και με περιέφερε γυμνό στα χωράφια μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο.

My Life as a Living Toilet

Του Slava Mogutin

Όταν ήμουν παιδί, ευχόμουν να ήμουν το slaveboy ενός χαριτωμένου γιου στην ηλικία μου σε πλούσιους masters σκλάβων στην αρχαία Ρώμη. Η ζωή και το σώμα μου θα ήταν άρρηκτα δεμένα με τις διαθέσεις του. Θα κοιμόμουν ανάμεσα στα πόδια του σαν το σκυλί. Θα γινόμουν η ζωντανή τουαλέτα του και θα ξυπνούσα στο μέσον της νύχτας γιατί θα κατουρούσε μέσα στο στόμα μου αντί να τρέχει στη λεκάνη. Και όχι μόνο κάτουρα, με την ευκαιρία… Τα πρωινά θα τον ξυπνούσα προσκαλώντας το καυτό, δυνατό, σκληρό από τον ύπνο γκαβλί του μέσα στο μουνί που θα ήταν το στόμα μου. Δεν μπορούσα πια να επιβιώσω δίχως αυτό. Μου απαγόρευε να φοράω ρούχα και με τάιζε μόνο το σπέρμα και τα κόπρανά του. Τα έτρωγα και τα κατάπινα όλα, χωρίς να αφήνω υπολείμματα. Σύντομα συνήθισα σε αυτή τη δίαιτα και δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιο άλλο φαγητό. Δεν ήξερα τι να κάνω όταν είπε στους γονείς του ότι με είχε βαρεθεί κι ότι ήθελε έναν άλλο σκλάβο. Νομίζω θα μας σκότωνα και τους δυο, αρχίζοντας με αυτόν. Θα έχωνα το χέρι μου μέσα στον κώλο μέχρι τον αγκώνα, θα διέλυα και θα έσχιζα το εσωτερικό του και θα έτρωγα αυτά τα συστρεφόμενα σωθικά που φωνάζανε. Μετά θα πέθαινα από νοσταλγία και πείνα…

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.