Ο κύριος που κοσμεί το εξώφυλλο αυτού του άρθρου έχει συλληφθεί από δύο άλλους κυρίους με άσπρες στολές, πιθανόν νοσοκόμους. Τι πρόκειται να του συμβεί;
Κατά πάσα πιθανότητα, θα οδηγηθεί σε ένα χώρο ιατρικών πράξεων (πιθανά σε κάποιο ψυχιατρικό νοσοκομείο) όπου άλλοι κύριοι με άσπρες στολές, ψυχίατροι, θα αντικαταστήσουν τα φυσικά δεσμά που τον συγκρατούν με χημικά δεσμά – χορηγώντας του το αντιψυχωσικό Haldol. Αυτή τουλάχιστον είναι η ιστορία που αφηγείται η φωτογραφία όταν τη δει κανείς ενταγμένη στη διαφημιστική καταχώρηση όπου ανήκει.
“Χημικός ζουρλομανδύας” και “χημική λοβοτομή”: δύο μόνο από τους γεμάτους δέος χαρακτηρισμούς εμπρός στα εκπληκτικά αποτελέσματα στη σκέψη και τη συμπεριφορά που είχαν τα νέα, ισχυρά ηρεμιστικά που βρήκαν να έχουν στη διάθεσή τους οι ψυχίατροι στη δεκαετία του ’50. Καθώς τα χορηγούσαν στους ασθενείς τους, μπορούσαν να διαπιστώσουν οι ίδιοι τα θαυμαστά χαρακτηριστικά αποτελέσματα της χλωροπρομαζίνης όταν τη χορηγούσε σε ζώα ο άνθρωπος που την ανακάλυψε τυχαία: ένα είδος ιδιότυπης νάρκωσης, όπου το ζώο ήταν ακίνητο και απαθές χωρίς όμως να κοιμάται. Άλλωστε ουσίες σαν την χλωροπρομαζίνη χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα στην κτηνιατρική για το σκοπό αυτό (ηρέμηση – προνάρκωση για επεμβάσεις στο ζώο).
Η χλωροπρομαζίνη (Largactil, Thorazine) και τα αντίστοιχα φάρμακα που ακολούθησαν ήταν μια επανάσταση. Έχοντας κυκλοφορήσει μία δεκαετία μετά την έναρξη της επανάστασης των αντιβιοτικών, η χλωροπρομαζίνη φαινόταν να είναι ένα εξίσου θαυματουργό χάπι – το πρώτο που είχαν ποτέ οι ψυχίατροι – μετατρέποντας την ψυχιατρική από ένα είδος υπηρεσίας κοινωνικής φροντίδας σε έναν κανονικό, αξιοσέβαστο κλάδο της ιατρικής. Τα “μείζονα ηρεμιστικά” ασκούσαν την επιβραδυντική τους δράση σε ανθρώπους με ψυχώσεις μέσα στα άσυλα, αντικαθιστώντας τις φωνές, τα κλάματα και τις κραυγές με μια πρωτόγνωρη ησυχία. Άνθρωποι που άκουγαν φωνές ή είχαν παράξενες σκέψεις, έδειχναν σχετικά ήρεμοι και απαλλαγμένοι από αυτές. Το δίχως άλλο, υπήρχε μια καλύτερη λέξη για περιγράψει την ηρεμιστική δράση των ουσιών αυτών: έδιωχναν τις φωνές, θεράπευαν τις ψυχώσεις της σχιζοφρένειας, ήταν – με άλλα λόγια – “αντιψυχωσικά”. Και αυτή ήταν η επανάστασή τους: άνθρωποι που θα έμεναν έγκλειστοι ίσως για μια ζωή σε κάποιο άσυλο, επέστρεφαν μαζικά στην κοινωνία.
Ο κλινικός ψυχολόγος Richard Bentall περιγράφει την πρώτη του επίσκεψη στις “πίσω πτέρυγες” ενός ψυχιατρείου, εκεί όπου “φυλάσσονταν” όσοι και όσες δεν ανταποκρίνονταν στην αγωγή με τα αντιψυχωσικά ώστε να πάρουν εξιτήριο. Άναυδος αντίκρυσε ανθρώπους με γκριμάτσες, τινάγματα, αφύσικες κινήσεις, σάλια να τρέχουν – πάνω κάτω την εικόνα ενός σχιζοφρενούς τροφίμου έτσι όπως τη δείχνουν παλιές ταινίες. Αυτό όμως που έβλεπε δεν ήταν οι συνέπειες της σχιζοφρένειας, αλλά οι συνέπειες της μακρόχρονης χρήσης αντιψυχωσικών: ένα σύνολο νευρολογικών διαταραχών, στο οποίο ξεχώριζε αυτό που θα αποκαλούσαν αργότερα “όψιμη δυσκινησία”.
Αυτή η ιδιότητα των ουσιών τούτων να προκαλούν νευρολογικές διαταραχές παρέμεινε υποβαθμισμένη στην άκρη ως “παρενέργεια” ενώ η “αντιψυχωσική” δράση ήταν η κύρια ιδιότητα. (Βέβαια, ορισμένοι ασθενείς ανέφεραν ότι οι φωνές δεν είχαν φύγει, απλά οι ίδιοι είχαν απάθεια σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην τους δίνουν σημασία ή δεν τις φοβόταν πια). Μόνο όταν εμφανίστηκαν νεότερα αντιψυχωσικά που διατείνονταν ότι δεν προκαλούσαν αυτές τις νευρολογικές διαταραχές, η όψιμη δυσκινησία και οι συν αυτή διαταραχές αναγνωρίστηκαν ως σημαντικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που αυτόματα εξέλειπε όμως, μιας και φαινόταν πως όλοι θα έπρεπε προτιμούν τα νέα, ασφαλέστερα αντιψυχωσικά που είναι γνωστά με τη λέξη τα “άτυπα”.
Τα δημοφιλέστερα άτυπα (Zyprexa, Risperdal, Seroquel) μοιράζονται μερικές ενδιαφέρουσες ιδιότητες. Πρώτον είναι πανάκριβα, με υπερδεκαπλάσια τιμή από τα παλιά. Δεύτερον εμπλέκονταν σε μια σειρά από εξίσου πανάκριβες μηνύσεις και εξωδικαστικούς συμβιβασμούς. Την αρχή την έκανε το Zyprexa, με το ιλιγγιώδες πρόστιμο 1,42 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το μεγαλύτερο μέχρι τότε στη δικαστική ιστορία των ΗΠΑ στην κατηγορία του. Αυτό που εξέθεσαν με τον πιο δημόσιο τρόπο οι δίκες, είναι ότι φαίνεται πως τα “άτυπα” μπορεί να σχετίζονται με μια σειρά επικίνδυνων παρενεργειών, όπως μεταβολικές διαταραχές, ζάχαρο και εμφάνιση διαβήτη, ανεβασμένη χοληστερίνη.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, ενόψει τέτοιων επιδράσεων, τι σημαίνει η μακροχρόνια έως και ισόβια χρήση των ουσιών αυτών – ουσίες που έχουν επεκταθεί πέρα από το αρχικό περιορισμένο πεδίο της σχιζοφρένειας. Είναι ένα ερώτημα που μπορεί να έχει ο επαγγελματίας του κλάδου, ο ευαισθητοποιημένος παρατηρητής, αλλά το οποίο είναι εξίσου έγκυρο και για τον πιο άμεσα ενδιαφερόμενο, τον χρήστη. Μια απάντηση επιχειρεί να δώσει στο βιβλίο The Bitterest Pills η ψυχίατρος Joanna Moncrieff, παραθέτοντας μια ενδιαφέρουσα αφήγηση ιστορικών στοιχείων για την ανακάλυψη και τη χρήση των αντιψυχωσικών καθώς και μια εκτίμηση γύρω από μακροχρόνια χρήση και το διογκούμενο πεδίο εφαρμογής των ουσιών αυτών. Πιο κάτω ακολουθεί η εισαγωγή και το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Θα ήθελα, όμως, να επανέλθω στην εικόνα με την οποία ξεκινά αυτό το άρθρο: τον άντρα δέσμιο των νοσοκόμων, των γιατρών και τελικά του Haldol.
Προφανώς, οι ψυχίατροι που χορηγούν αντιψυχωσικά (στη συγκεκριμένη διαφήμιση και γενικότερα) αισθάνονται ότι λειτουργούν προς όφελος του πελάτη τους, θεραπεύοντας μια ασθένεια και απαλύνοντας την απελπισία και την αναταραχή. Οι περισσότεροι ψυχίατροι θα έμεναν έκπληκτοι αν άκουγαν τον ισχυρισμό ότι χορηγώντας αντιψυχωσικά ίσως να μην λειτουργούν προς το καλύτερο όφελος των πελατών τους ή ότι κάμπτουν, μαζί με την απελπισία και την αναταραχή, την προσωπικότητά τους. Με τα λόγια της Joanna Moncrieff στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αφήνοντας τις σωματικές επιπτώσεις για λίγο στην άκρη: το τρέχον μοντέλο κατανόησης της δράσης των αντιψυχωσικών “έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην συσκότιση της λειτουργίας κοινωνικού ελέγχου που πάντα ήταν ενσωματωμένη στην καρδιά της ψυχιατρικής”.
Από τη σκοπιά αυτή, μια άλλη περιγραφή των αντιψυχωσικών θα μπορούσε να είναι: ουσίες που χορηγούνται για τον έλεγχο ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Μια τέτοια ανεπιθύμητη συμπεριφορά θα μπορούσε παλιότερα να είναι ο άνθρωπος που νομίζει ότι έχει ένα έντομο μέσα στο κεφάλι του και χώνει κατσαβίδια από τη μύτη για να το σκοτώσει, μια γυναίκα σε μανιακό παροξυσμό, ένας άντρας που ακούει συνεχώς επικριτικές φωνές να σχολιάζουν τις πράξεις του, αλλά και διάφορες μορφές επιθετικότητας, ανησυχίας, έντασης, ακατάσχετης ροής ιδεών, υπερ-συναισθηματικών αντιδράσεων, υπερσεξουαλικότητας, επικίνδυνων συμπεριφορών λ.χ. στην οδήγηση, στη διαχείριση χρημάτων ή σε κοινωνικές σχέσεις, ακόμα και αϋπνία ή απείθεια στα παιδιά.
Δεν αναφέρομαι σε κανένα από αυτά όμως. Αναφέρομαι στην υποκειμενική “εσωτερική” εμπειρία του χρήστη αυτών των ουσιών. Παραθέτοντας από το βιβλίο:
Πολλοί άνθρωποι που έχουν πάρει τα φάρμακα περιγράφουν την εμπειρία ως άκρως δυσάρεστη, σαν “ζωντανή κόλαση”, “καθαρό βασανιστήριο” ή σαν να βρίσκεσαι σε μια “φαρμακευτική φυλακή” (Breggin, 1993a, p.57 – Ανώνυμος, 2009b). Οι άνθρωποι περιγράφουν ότι αισθάνονται σαν “ζόμπι” κάτω από την επίδραση των φαρμάκων, με τις ψυχικές τους δυνατότητες να εξασθενίζουν και τα συναισθήματά τους να αμβλύνονται (Wallace, 1994). Για εκείνους που αναγκάζονται να πάρουν αντιψυχωσικά παρά τη θέλησή τους, η εμπειρία είναι ιδιαίτερα τραυματική. Ο πρώην ασθενής που έγινε ακτιβιστής, ο David Oaks, αναστοχαζόμενος την εμπειρία του από σύστημα ψυχικής υγείας στην πρώιμη ενήλικη ζωή του, περιέγραψε πώς το αποτέλεσμα της εξαναγκασμένης θεραπείας με αντιψυχωσικά ήταν “σαν μια μπάλα κατεδάφισης στον καθεδρικό του μυαλού μου” (Oaks, 2011, σ.190).
Βασιζόμενος στην δική μου εμπειρία με τη μακροχρόνια εντατική χρήση αντιψυχωσικών, θα έλεγα ότι βρίσκω τις παραπάνω περιγραφές πολύ κοντινές – με μια διαφορά. Αντιλήφθηκα όλα τα παραπάνω στην πλήρη έκτασή τους μόνο αφού διέκοψα τη χρήση, μετά από 8 χρόνια.
Δεδομένου ότι τα διέκοψα μαχαίρι, χρειάστηκε μόνο μία εβδομάδα για να έχω μια εμπειρία αποκάλυψης: ήταν σαν να είχε σηκωθεί μια κουβέρτα που με σκέπαζε ολόκληρο, κι ο κόσμος είχε ξαφνικά χρώματα, ήχους, ενδιαφέρον, ζωή, γέλιο και ερωτικές ευκαιρίες. Σταμάτησα να είμαι ναρκωμένος και μπορούσα να κάνω σωματικές δραστηριότητες όπως μακρινές βόλτες και σεξ. Και εξαφανίστηκαν ραγδαία τα 20 κιλά που είχα βάλει. Ένιωθα σωματικά και πνευματικά ελεύθερος από όλες τις απόψεις, ζωηρός και με όρεξη. Φυσικά, δεν επρόκειτο να ζω σε έναν τέτοιο παράδεισο για πάντα, αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Μια από τις εγκυρότερες παρατηρήσεις που δέχτηκε το βιβλίο, είναι ότι η Joanna Moncrieff, παρόλο που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μακροχρόνια χρήση αντιψυχωσικών είναι γενικά ανεπιθύμητη, δεν προτείνει κάποια εναλλακτική στο τρέχον μοντέλο. Δεν δίνει κάποια απάντηση στο “τι κάνουμε;”
Μια τέτοια απάντηση είναι αρκετά περίπλοκη και σίγουρα όχι οριστική και ολοκληρωμένη. Ένα κομμάτι της μπορεί να βρίσκεται σε δίκτυα χρηστών / επιζώντων της ψυχιατρικής / πρώην ασθενών, όπως οι ομάδες Ακούω Φωνές (Hearing Voices Network). Ίσως θα έπρεπε να ψάξουμε στην εμπειρία μη φαρμακοκεντρικών λύσεων, όπως το Project Soteria. Και ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε πόσο ταιριάζουν στην εποχή και κοινωνία μας τέτοιες λύσεις που απαιτούν σημαντική επένδυση σε χρόνο και προσπάθεια, όταν η εναλλακτική είναι χάπια και έξω από την πόρτα.
Πριν την παράθεση της εισαγωγής και του πρώτου κεφαλαίου του The Bitterest Pills θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής: Αν σκέφτεστε να διακόψετε την χρήση αντιψυχωσικών, μην το κάνετε αυθόρμητα και μόνοι σας. Εδώ μπορείτε να βρείτε έναν πιθανό οδηγό, και εδώ ευρύτερες πληροφορίες.
Οι διαφημιστικές καταχωρήσεις εποχής είναι μια ευγενική χορηγία του Bonkers Institute for Nearly Genuine Research
Μεταφραστικό σημείωμα
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του προλόγου και του πρώτου κεφαλαίου από το βιβλίο The Bitterest Pills: The Troubling Story of Antipsychotic Drugs της Dr Joanna Moncrieff (Palgrave Macmillan, 2013, ISBN-10: 1137277432, ISBN-13: 978-1137277435). Τα αποσπάσματα που δεν αποτελούν μετάφραση από το πρωτότυπο επισημαίνονται με πλάγια.
Το blog της Dr Joanna Moncrieff βρίσκεται στο http://joannamoncrieff.com/
Πρόλογος
(Απόσπασμα)
Με ενδιαφέρουν τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ψυχιατρικών προβλημάτων από τότε που, ως εκπαιδευόμενη ψυχίατρος στη δεκαετία του 1990, συνειδητοποίησα πόσο ολοκληρωτικά κυριαρχούσε η φαρμακευτική θεραπεία στη ψυχιατρική πρακτική, και πόσο ανεπαρκείς ήταν οι τρέχουσες θεωρίες στην εξήγηση των αποτελεσμάτων αυτών των φαρμάκων επάνω στους ανθρώπους στην πραγματική ζωή. Από τότε που εισήχθησαν, την δεκαετία του 1950, αυτά που τώρα αποκαλούμε “αντιψυχωσικά” έχουν γίνει η πλέον εμβληματική θεραπεία της ψυχιατρικής, συμβολίζοντας όλα όσα επιθυμεί να παρουσιάζει για τον εαυτό της η σύγχρονη ψυχιατρική. Είναι μια απλή, εύκολη στην παροχή, φαινομενικά στοχευμένη ιατρική θεραπεία η οποία, λέγεται, στοχεύει στην υποκείμενη βιολογική βάση για την σοβαρότερη και με τις πιο βαριές επιπτώσεις οικογένεια ψυχιατρικών καταστάσεων, τις “ψυχώσεις”, συμπεριλαμβανομένης της πιο τρομαχτικής από όλες τις μορφές τρέλας, αυτής που καθιστά το άτομο περισσότερο ανίκανο από οποιαδήποτε άλλη μορφή – τη σχιζοφρένεια. Έχοντας ανακαλυφθεί κατά τύχη, έτσι λέει η ιστορία, και εισηγμένα παρά την αντίσταση από έναν απρόθυμο και με ψυχαναλυτικούς δεσμούς επαγγελματικό κλάδο, τα αντιψυχωσικά βοήθησαν να τοποθετήσουν την ψυχιατρική σε στέρεη ιατρική βάση, αποκαλύπτοντας την πραγματική φύση των ψυχιατρικών διαταραχών ως ασθενειών του εγκεφάλου, και δίνοντας τη δυνατότητα να ελευθερωθούν οι ασθενείς κατά αγέλες από τα παλιά άσυλα και πίσω στην κανονική ζωή.
Αυτό το βιβλίο θα προκαλέσει αυτή την κοινή αντίληψη της επαναστατικής φύσης των αντιψυχωσικών τοποθετώντας τα στο πλαίσιο των σωματικών παρεμβάσεων που προηγήθηκαν αυτών, διαδικασιών όπως η θεραπεία με κώμα ινσουλίνης, που πλέον έχει βασικά απαξιωθεί, και επίσης εγκαθιστώντας πάλι μια κατανόηση αυτών των φαρμάκων ως ουσίες, με άλλα λόγια ως δυνητικά τοξικά χημικά που μεταβάλλουν τον τρόπο που λειτουργεί το σώμα. Θα εξερευνήσει τις χαρακτηριστικές μεταβολές που επιφέρουν τα αντιψυχωσικά, ιδιαίτερα τα “ψυχοδραστικά” αποτελέσματά τους, δηλαδή τον τρόπο που τροποποιούν τις συνήθεις διαδικασίες σκέψης και συναισθήματος. Η εξερεύνηση της ιστορίας των αντιψυχωσικών αποκαλύπτει ότι οι γιατροί και ερευνητές που συνταγογράφησαν για πρώτη φορά αυτά τα φάρμακα έδειχναν ενδιαφέρον για αυτά τα αποτελέσματα και για το πώς επιδρούσαν σε ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές διαφόρων ειδών. Καθώς τα φάρμακα μετασχηματίστηκαν στους επίσημους κύκλους σε στοχευμένες σε συγκεκριμένες ασθένειες θεραπείες, αυτή η γνώση χάθηκε από το οπτικό πεδίο. Οι ιδέες που αντιπροσωπεύονται εδώ σχηματίζουν μια προσπάθεια να ανακτηθεί αυτός ο τρόπος κατανόησης των αποτελεσμάτων των αντιψυχωσικών φαρμάκων και του δυνητικού ρόλου τους εντός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Το βιβλίο επίσης χαρτογραφεί τα αποτελέσματα αυτή της μεταμόρφωσης των αντιψυχωσικών σε θεραπείες που αποκαθιστούν κάτι. Η υποτίμηση των σοβαρών νευρολογικών παρενεργειών των φαρμάκων, η άρνηση ότι χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και η έλλειψη ενδιαφέροντος για σωστή έρευνα πάνω στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους, όλα πηγάζουν από μια προκατάληψη που βλέπει τα φάρμακα ως ουσιαστικώς αγαθά και καλοήθη γιατί εργάζονται επανορθώνοντας μια υποκείμενη ασθένεια.
Όταν οι περιορισμοί των παλιότερων φαρμάκων άρχισαν να αναγνωρίζονται στη δεκαετία του 1980, βγήκε στην αγορά μια νέα σειρά αντιψυχωσικών, η οποία προωθούταν πρώτα στους ανθρώπους με ψυχωσικές διαταραχές και κατόπιν σε ένα πολύ ευρύτερο μέρος του πληθυσμού με το μάντρα ότι τα φάρμακα βοηθούν να αναστραφεί μια “χημική ανισορροπία” ή να σταματήσει μια υποκείμενη διαδικασία νευροεκφυλισμού. Αυτό το βιβλίο θα δείξει ότι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν στέκουν σε στενή εξέταση, εντούτοις χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς από τη φαρμακευτική βιομηχανία, με τη βοήθεια και την ενθάρρυνση του ψυχιατρικού επαγγέλματος, με αποτέλεσμα τα νέα αντιψυχωσικά να γίνουν εισπρακτικές επιτυχίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, το ίδιο επικερδή με τα αντικαταθλιπτικά και τις στατίνες.
Είναι σημαντικό να δηλώσω ξεκάθαρα εδώ ότι είμαι μια ψυχίατρος που ασκώ το επάγγελμά μου, και ότι πιστεύω ότι τα αντιψυχωσικά έχουν έναν ρόλο στη βοήθεια της καταστολής των εκδηλώσεων σοβαρών ψυχικών διαταραχών. Έχω δει ανθρώπους που είναι παγιδευμένοι σε μια αφόρητη ψυχωτική κατάσταση, η οποία μερικές φορές μπορεί να κατασταλθεί ικανοποιητικά με αντιψυχωσικά του ενός ή του άλλου είδους, να μπορούν να επανακτήσουν κάποια επαφή με τον εξωτερικό κόσμο ξανά. Αυτή η καταστολή έχει ένα τίμημα, όμως, καθώς άλλες σκέψεις και αισθήματα επίσης επιβραδύνονται και αμβλύνονται, αλλά για ορισμένους ανθρώπους αυτό το τίμημα αξίζει τα λεφτά του, τουλάχιστον αρχικά. Η ανάλυση τιμήματος-οφέλους για την μακροπρόθεσμη θεραπεία, ειδικά για ανθρώπους που έχουν ανανήψει από το οξύ επεισόδιό τους, είναι δυσκολότερο να γίνει κατανοητή.
Ένα από τα προβλήματα με τη συγγραφή ενός κριτικού βιβλίου πάνω σε ζητήματα ψυχικής υγείας είναι το ερώτημα της ορολογίας. Συχνά χρησιμοποιούμενοι όροι όπως “ψυχική ασθένεια”, “ασθενής”, “θεραπεία” και, φυσικά, “αντιψυχωσικό” μεταφέρουν συνεκδοχές τις οποίες ένας παρατηρητής με κριτική σκέψη μπορεί να επιθυμεί να αμφισβητήσει. Όμως, καθώς η ιατρική άποψη των προβλημάτων ψυχικής υγείας είναι τόσο βαθιά περιχαρακωμένη στην ευρύτερη ψυχοσύνθεση και σχηματίζει τη βάση του σύγχρονου συστήματος ψυχικής υγείας, είναι μερικές φορές δύσκολο να είσαι κατανοητή αν δεν χρησιμοποιηθούν αυτοί οι όροι. Εναλλακτικές προτάσεις που έχουν γενική χρήση και αποδοχή απλά δεν υπάρχουν, και κινδυνεύει κανείς να γίνει ακατανόητος, ή τουλάχιστον εξαιρετικά δυσνόητος, αν προσπαθήσει να τις αποφύγει εξολοκλήρου. Πήρα μια απόφαση, για παράδειγμα, να χρησιμοποιώ τον όρο “αντιψυχωσικό” προτιμώντας τον από τον πιο περιγραφικό όρο “νευροληπτικό” σε όλο το βιβλίο, όταν ένας φοιτητής με ρώτησε τι είναι το “νευροληπτικό”. Παρομοίως, παρόλο που αναγνωρίζω ότι η έννοια της σχιζοφρένειας είναι άκρως αμφισβητούμενη, είναι τόσες πολλές οι έρευνες που έχω κοιτάξει οι οποίες αποδέχονται αυτή την ταμπέλα στην ονομαστική της αξία, ώστε είναι ουσιαστικά αδύνατο να αποφύγω τη χρήση του όρου, όταν κοιτάζω αυτή την έρευνα σε οποιοδήποτε βάθος, δίχως να προσθέτω ατελείωτες προειδοποιήσεις.
Απολογούμαι, επομένως, εάν η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι ανεπαρκώς κριτική για έννοιες και απόψεις που εγώ, όπως και άλλες, πιστεύουμε ότι είναι ανεπαρκείς, παραπλανητικές και χρειάζονται λεπτομερή ανάλυση και αμφισβήτηση. Όποιες κι αν είναι οι επιφυλάξεις μου για τις τρέχουσες προσεγγίσεις, όμως, όντως παραδέχομαι ότι κάποιοι άνθρωποι πάσχουν από σοβαρές, προκαλούσες ανικανότητα και περιστασιακά επίμονες μορφές ψυχικής αναστάτωσης, οι οποίες μπορούν να εκδηλωθούν με παράξενη, δυσλειτουργική και μερικές φορές επικίνδυνη συμπεριφορά, της οποίας η πηγή σήμερα παραμένει ένα μυστήριο και πιθανώς να είναι έτσι για πάντα. Είναι για αυτούς τους ανθρώπους, πάνω από όλους τους άλλους, που προσφέρω αυτή την επανεξέταση των αντιψυχωσικών φαρμάκων και της ιστορίας τους.
Θεραπεία ή κατάρα: Τι είναι τα αντιψυχωσικά;
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα, γνωστά επίσης και ως νευροληπτικά και άλλες φορές ως μείζονα ηρεμιστικά, εισήχθησαν στην ψυχιατρική στη δεκαετία του 1950. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτά τα φάρμακα ήταν η πρώτη πραγματικά αποτελεσματική θεραπεία για τους βαριά ψυχικά άρρωστους, και αναφέρονται ως “θαυματουργά” φάρμακα τα οποία λέγονταν ότι αντιπροσώπευαν μια ιατρική πρόοδο τόσο σημαντική όσο και τα αντιβιοτικά (Time Magazine, 1954, 1955 – Shorter, 1997). Στην εισαγωγή τους συχνά χρεώνεται ο μετασχηματισμός της φροντίδας των τρελών ή “παραφρόνων”, καθιστώντας δυνατό το κλείσιμο των Βικτωριανών ασύλων και την προϋπάντηση της δυνατότητας για πιο ανθρώπινη φροντίδα βασισμένη στην κοινότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, άνθρωποι που θα έλιωναν στις πίσω πτέρυγες των ιδρυμάτων για το υπόλοιπο της ζωής τους μπορούσαν να αποκατασταθούν, μέσα από την φαρμακευτική αγωγή, ώστε να διάγουν φυσιολογική ζωή στον εξωτερικό κόσμο. Τα φάρμακα λέγονταν ότι είχαν φέρει την “κοινωνική χειραφέτηση του ψυχικά ασθενούς”, κι ότι είχαν αλλάξει τη φύση, τον σκοπό και την τοποθεσία της ψυχιατρικής πρακτικής (Freyhan, 1955, σ. 84). Η εισαγωγή των αντιψυχωσικών και άλλων σύγχρονων φαρμάκων στην ψυχιατρική εξαγγέλθηκε ως μια “χημική επανάσταση” που συνιστούσε ένα από “τα πιο σημαντικά και συνταρακτικά έπη στην ίδια την ιστορία της ιατρικής” (F. Ayd στον Swazey, 1974, p.8).
Τα αντιψυχωσικά δεν πιστεύεται απλά ότι είναι πιο αποτελεσματικά από τις προηγούμενες θεραπείες, όμως. Πιστεύεται ότι είναι κάτι σημαντικά ξεχωριστό και μοναδικό. Σε αντίθεση με τα φάρμακα που υπήρξαν πριν από αυτά, τα οποία θεωρούταν απλά ως ένας χονδροειδής τρόπος ελέγχου διεγερμένης ή προκλητικής συμπεριφοράς, τα αντιψυχωσικά πιστεύεται ότι δρουν στοχεύοντας έξυπνα μια υποκείμενη ασθένεια ή ανωμαλία. Πιστεύεται ότι εξασκούν το ωφέλιμο ή θεραπευτικό αποτέλεσμά τους αντισταθμίζοντας τις εγκεφαλικές διαδικασίες που οδηγούν στην εμφάνιση των συμπτωμάτων της πιο καταστροφικής και επαχθούς από τις ψυχικές καταστάσεις – αυτής που είναι γνωστή ως “σχιζοφρένεια”. Με την εισαγωγή των αντιψυχωσικών, οι ψυχίατροι πίστευαν ότι μπορούσαν, επιτέλους, να τροποποιήσουν την πορεία και την έκβαση μιας μείζονος ψυχικής ασθένειας, και ότι “για πρώτη φορά, δημόσια ιδρύματα ψυχικής υγείας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πραγματικά θεραπευτικά κέντρα, αντί βασικά εγκαταστάσεις κηδεμονίας” (Davis και Cole, 1975, σ. 442). Η ιδέα ότι υπήρχαν κατάλληλες ιατρικές αγωγές για ψυχικές διαταραχές οι οποίες δρούσαν επί υποκείμενων ασθενειών με τον ίδιο τρόπο όπως τα αντιβιοτικά ή τα φάρμακα για τον καρκίνο, βοήθησε να ανασυρθεί η ψυχιατρική από την απραξία, μετασχηματίζοντάς την από μια παραμελημένη μορφή κοινωνικής εργασίας σε αυτό που έγινε αντιληπτό ως μια κανονική επιστημονική δραστηριότητα, και αποκαθιστώντας την στην νόμιμη θέση της εντός του ιατρικού πεδίου (Shorter, 1997 – Comite Lyonnais de Recherches Therapeutiques en Psychiatrie, 2000). Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, η εισαγωγή των αντιψυχωσικών είναι μια ιστορία αδιάφθορης ιατρικής προόδου.
Κι όμως, για άλλους, τα αντιψυχωσικά φάρμακα είναι η ενσάρκωση της ψυχιατρικής καταπίεσης, ισοδύναμη με τα δεσμά και τις χειροπέδες των προηγούμενων εποχών. Έχουν αντικαταστήσει της ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT) και την λοβοτομή ως τον κύριο στόχο της κριτικής του ψυχιατρικού συστήματος, και θεωρούνται από κατηγόρους ως ένας χημικός ζουρλομανδύας, που χρησιμοποιείται για να διευκολυνθεί ο έλεγχος της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Πολλοί άνθρωποι που έχουν πάρει τα φάρμακα περιγράφουν την εμπειρία ως άκρως δυσάρεστη, σαν “ζωντανή κόλαση”, “καθαρό βασανιστήριο” ή σαν να βρίσκεσαι σε μια “φαρμακευτική φυλακή” (Breggin, 1993a, p.57 – Ανώνυμος, 2009b). Οι άνθρωποι περιγράφουν ότι αισθάνονται σαν “ζόμπι” κάτω από την επίδραση των φαρμάκων, με τις ψυχικές τους δυνατότητες να εξασθενίζουν και τα συναισθήματά τους να αμβλύνονται (Wallace, 1994). Για εκείνους που αναγκάζονται να πάρουν αντιψυχωσικά παρά τη θέλησή τους, η εμπειρία είναι ιδιαίτερα τραυματική. Ο πρώην ασθενής που έγινε ακτιβιστής, ο David Oaks, αναστοχαζόμενος την εμπειρία του από σύστημα ψυχικής υγείας στην πρώιμη ενήλικη ζωή του, περιέγραψε πώς το αποτέλεσμα της εξαναγκασμένης θεραπείας με αντιψυχωσικά ήταν “σαν μια μπάλα κατεδάφισης στον καθεδρικό του μυαλού μου” (Oaks, 2011, σ.190). Ομάδες υπεράσπισης για την ψυχική υγεία έχουν υποστηρίξει ότι τέτοιες πράξεις συνιστούν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διαδηλώσεις ενάντια στην εξαναγκασμένη φαρμακευτική αγωγή είναι πια τακτικά συμβάντα έξω από μεγάλα ψυχιατρικά συνέδρια στις ΗΠΑ (Mindfreedom, 2012), και διαμαρτυρίες έχουν διεξαχθεί επίσης στην Αγγλία (βλ. Εικ. 1.1), την Ιρλανδία και τη Νορβηγία. Ακόμα κι εκείνοι που νιώθουν ότι τα φάρμακα ήταν χρήσιμα, συχνά περιγράφουν το υψηλό τίμημα που είχαν να πληρώσουν για αυτά τα οφέλη. “Σε κάνει σώφρονα, αλλά δεν είσαι σε πολύ καλύτερη κατάσταση”, σχολίασε ένας χρήστης αντιψυχωσικών σε έναν ιστότοπο για φάρμακα (Ανώνυμος, 2009a).
Επικριτές από μέσα από τα επαγγέλματα ψυχικής υγείας έχουν επίσης αμφισβητήσει την άποψη ότι τα αντιψυχωσικά φάρμακα είναι μια αγαθή και αποκαταστική ιατρική αγωγή. Ο ψυχίατρος Peter Breggin ισχυρίζεται ότι τα αντιψυχωσικά επιφέρουν ένα είδος “χημικής λοβοτομής” και ότι προκαλούν μόνιμη εγκεφαλική βλάβη, οδηγώντας σε μια μορφή άνοιας φαρμακευτικής προέλευσης (Breggin, 2008). Επιπλέον, ο Breggin και άλλοι προτείνουν ότι το φαινόμενο της “εγκεφαλικής απενεργοποίησης” αυτών των φαρμάκων δεν είναι μια άσκοπη παρενέργεια, αλλά η σκόπιμη επίδραση της φαρμακευτικής αγωγής. Αυτή η άποψη των αντιψυχωσικών ως χημικού γκλομπ που καταπνίγει την ψυχική και σωματική δραστηριότητα φτάνει πίσω στον χρόνο μέχρι τον καιρό της εισαγωγής τους τη δεκαετία του 1950, όταν πολλοί κλινικοί ιατροί καλωσόρισαν την ικανότητα των νέων φαρμάκων να καταστέλλουν τη συνήθη εγκεφαλική λειτουργία. Άλλοι, όμως, σχολίασαν το πώς τα νέα ηρεμιστικά, που αργότερα θα γινόταν γνωστά ως αντιψυχωσικά, είχαν αντικαταστήσει τον θόρυβο και την αναταραχή του ασύλου με την “σιωπή του νεκροταφείου” (Comite Lyonnais de Recherches Therapeutiques en Psychiatrie, 2000, σ. 29 – αποδίδεται στον Racamier ή στον Lacan).
Ενώ η κριτική στα αντιψυχωσικά θεωρούταν κάποτε περιοχή λιγοστών εξτρεμιστών, η φήμη αυτών των φαρμάκων έχει πρόσφατα αμαυρωθεί ευρύτερα μέσα από αποκαλύψεις για τις δραστηριότητες των εταιριών που τα προωθούν στην αγορά. Το 2009, η Eli Lilly κατεγράφη στα βιβλία των ρεκόρ υφιστάμενη αυτό που ήταν τότε το μεγαλύτερο πρόστιμο στην επιχειρηματική ιστορία των ΗΠΑ για την παράνομη προώθηση του αντιψυχωσικού φαρμάκου – και τεράστιας εμπορικής επιτυχίας – Zyprexa (ολανζαπίνη), για καταστάσεις για τις οποίες δεν είχε δοθεί άδεια. Οι AstraZeneca, Pfizer και Johnson & Johnson έχουν κριθεί επίσης ένοχες για παράνομη προώθηση των άτυπων αντιψυχωσικών τους, και αποκαλύψεις ότι οι εταιρίες είχαν αποκρύψει ή ελαχιστοποιήσει αποδείξεις των σοβαρών παρενεργειών αυτών των φαρμάκων, ειδικά της ροπής τους να προκαλούν αύξηση σωματικού βάρους και διαβήτη, έχουν έρθει επίσης στο φως (Berenson, 2006). Έχουν πληρωθεί μεγάλα ποσά σε συμβιβασμούς με ανθρώπους που έχουν κατ’ ισχυρισμό επιπτώσεις από τα φάρμακα αυτού του είδους στη Βόρεια Αμερική (Berenson, 2007). Επιπλέον, έχουν σταδιακά συσσωρευθεί δεδομένα από μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου που επιβεβαιώνουν προηγούμενες υποψίες ότι τα αντιψυχωσικά προκαλούν εγκεφαλική συρρίκνωση. Η Nancy Andreason, μια κορυφαία βιολογική ψυχίατρος και πρώην συντάκτρια του American Journal of Psychiatry, έχει αναγνωρίσει αυτά τα ευρήματα σε μια συνέντευξη στους New York Times το 2008 (Dreifus, 2008). Το 2012, ο βρετανός ψυχίατρος, Peter Tyrer, συντάκτης του British Journal of Psychiatry, πήγε ακόμα παραπέρα, παραδεχόμενος ότι υπάρχει “ένα αυξανόμενο σύνολο αποδείξεων ότι τα δυσμενή αποτελέσματα της θεραπείας [με αντιψυχωσικά], για να το πω απλά, δεν αξίζουν τον κόπο”. “Για πολλούς”, πρότεινε, “οι κίνδυνοι υπερβαίνουν τα οφέλη” (Tyrer, 2012, σ. 168).
Η κατανόηση πώς μια ομάδα φαρμάκων, που αρχικά ήταν κατανοητά ως ισχυροί καταστολείς του νευρικού συστήματος, έφτασαν να θεωρούνται θαυματουργές ιατρικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις βιολογικές πηγές της ψυχικής ασθένειας, βοηθά στο να φωτιστεί πώς μια ετερόκλητη συλλογή από δυσάρεστες και τοξικές ουσίες μπόρεσε να ανέλθει στη θέση να είναι οι τεράστιες εμπορικές επιτυχίες του σήμερα. Τα αντιψυχωσικά ξεκίνησαν τη ζωή τους στα άσυλα των μέσων του εικοστού αιώνα, αλλά 50 χρόνια αργότερα, συνταγογραφούνται σε εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, πολλοί εκ των οποίων δεν έχουν δει ποτέ κάποιον ψυχίατρο (Sankaranarayanan και Puumala, 2007). Η επιθετική προώθηση στην αγορά έχει οδηγήσει αυτά τα πανίσχυρα χημικά, κάποτε επιφυλασσόμενα για τους πλέον βαριά ψυχικά διαταραγμένους, μέσα στην ευρύτερη κοινότητα. Πρέπει όλοι να ξέρουμε πλέον τι είναι αυτά τα φάρμακα, και τι μπορούν να κάνουν.
Χρήση των αντιψυχωσικών
Το πρώτο φάρμακο που ταξινομήθηκε ως αντιψυχωτικό είναι η χλωροπρομαζίνη, αλλά συχνά είναι καλύτερα γνωστό με την εμπορική ονομασία του – Largactil στο Ηνωμένο Βασίλειο και Thorazine στις ΗΠΑ. Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στην ψυχιατρική στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και θεωρήθηκε τόσο επιτυχές ώστε τα επόμενα χρόνια εισήχθησαν πολυάριθμα άλλα φάρμακα που στόχευαν να θεραπεύσουν την ψύχωση και τη σχιζοφρένεια. Η αλοπεριδόλη βγήκε στην αγορά το 1958 και, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν το αντιψυχωσικό με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην αγορά. Το Stelazine (τριφλουοπεραζίνη) και η περφαιναζίνη εισήχθησαν επίσης τη δεκαετία του 1960, και το Modecate (φλουφαιναζίνη), το πρώτο ενέσιμο σκεύασμα αντιψυχωσικού παρατεταμένης ενέργειας, κυκλοφόρησε το 1969. Ακολουθήθηκε από το Haldol, ένα ενέσιμο σκεύασμα της αλοπεριδόλης, και τα ακόμα συχνά χρησιμοποιούμενα ενέσιμα σκευάσματα Depixol (φλουπενθιξόλη) και Clopixol (ζουκλοπενθιξόλη) (βλ. Παράρτημα 1)
Στη δεκαετία του 1990 εισήχθη μια νέα γενιά αντιψυχωσικών φαρμάκων, τα οποία αποκαλούνται κάποιες φορές ως τα “άτυπα”. Αυτά ακολούθησαν τα ίχνη της κλοζαπίνης, του αρχέτυπου “άτυπου” αντιψυχωσικού, η οποία επανεισήχθη το 1990, αφού είχε εγκαταλειφθεί στη δεκαετία του 1970 όταν έγινε προφανής η δυνατότητα της να προκαλεί επικίνδυνες για τη ζωή διαταραχές αίματος. Η επιτυχία της κλοζαπίνης σε ανθρώπους που είχαν χαρακτηριστεί ότι έπασχαν από “ανθεκτική στη θεραπεία σχιζοφρένεια”, μαζί με προβλήματα που έγιναν εμφανή με τα παλιότερα φάρμακα, ιδιαίτερα την οφειλόμενη στα φάρμακα νευρολογική κατάσταση γνωστή ως όψιμη δυσκινησία, ενθάρρυναν τις προσπάθειες να αναπτυχθούν φάρμακα σαν την κλοζαπίνη για τη σχιζοφρένεια και την ψύχωση. Η ρισπεριδόνη, γνωστή επίσης με το εμπορικό της όνομα Risperdal, πήρε επιτέλους άδεια και κυκλοφόρησε το 1994, και η ολανζαπίνη, ή Zyprexa, το 1996. Η κουετιαπίνη, κάτω από το εμπορικό όνομα Seroquel, εγκρίθηκε στις ΗΠΑ το 1994 και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1997.
Για τα πρώτα 30 χρόνια μετά την εισαγωγή τους τα αντιψυχωσικά φάρμακα επιφυλάσσονταν κυρίως για τη θεραπεία ανθρώπων με βαριά ψυχιατρικά προβλήματα. Συστήνονταν επίσημα για τη θεραπεία ανθρώπων με σχιζοφρένεια ή ψύχωση, αν και παρέχονταν πάντοτε σε ευρύτερο βαθμό από αυτόν, και δίνονταν σε πολλούς από τους τρόφιμους των παλιών ασύλων, ανεξάρτητα από τη διάγνωσή τους. Χαμηλές δόσεις από μερικά από τα πιο κατασταλτικά αντιψυχωσικά συνταγογραφούταν επίσης σε ανθρώπους με προβλήματα ύπνου και άγχους, αλλά μια τέτοια χρήση δεν ήταν επίσημα εγκεκριμένη, και ποτέ δεν θεωρήθηκαν φάρμακα που ανήκαν στη μαζική αγορά. Με την εισαγωγή των “άτυπων” όμως, η χρήση αυτών των φαρμάκων έχει διευρυνθεί και η επιθετική προώθηση έχει κάνει κάποια από τα φάρμακα αυτά παγκόσμιες επιτυχίες. Το 2010 τα έξοδα για αντιψυχωσικά φάρμακα στις ΗΠΑ έφτασαν συνολικά σχεδόν 17 δις δολάρια, μόλις λίγο πίσω από τα αντιδιαβητικά φάρμακα και τις στατίνες, και πριν τα αντικαταθλιπτικά (IMS Institute for Healthcare Informatics, 2011). Στην Αγγλία, το 2010, εκδόθηκαν 7,5 εκατομμύρια συνταγές μόνο για χρήση στην κοινότητα (δεν περιλαμβάνεται ο μεγάλος αριθμός συνταγών που εκδίδονται για ασθενείς σε ψυχιατρικά νοσοκομεία) – μια αύξηση 61% στον αριθμό των συνταγών που εκδόθηκαν το 1998 (Εικ. 1.2). Το κόστος των φαρμάκων αυξήθηκε δραματικά κατά 286% κατά την ίδια περίοδο, με τα αντιψυχωσικά να κοστίζουν στο Αγγλικό Εθνικό Σύστημα Υγείας 282 εκατομμύρια λίρες το 2010. Γύρω στο 2007, έγιναν η πιο δαπανηρή κατηγορία φαρμακευτικής αγωγής για ζητήματα ψυχικής υγείας στην Αγγλία, ξεπερνώντας τα αντικαταθλιπτικά, τα οποία είχαν απολαύσει αυτή την αμφίβολη τιμή για μια δεκαετία ή και παραπάνω (Ilyas και Moncrieff, 2012).
Η επιτυχία της νέας γενιάς αντιψυχωσικών επιτεύχθηκε με δύο τρόπους. Πρώτον, εκστρατείες προώθησης στην αγορά προσπαθούσαν να πείσουν τους συνταγογραφούντες ότι τα άτυπα αντιψυχωσικά θα έπρεπε να αντικαταστήσουν τη χρήση των παλιότερων αντιψυχωσικών στη θεραπεία ανθρώπων με σχιζοφρένεια ή ψύχωση. Το 2002, τα άτυπα αντιψυχωσικά αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 90% όλων αντιψυχωσικών που συνταγογραφούταν στις ΗΠΑ (Sankaranarayanan και Puumala, 2007), και, περί το 2009, καταλάμβαναν το 73% της αγοράς συντογραφήσεων στην κοινότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο (Υπηρεσίες Συνταγογράφησης NHS, 2009). Ορισμένα φάρμακα-εισπρακτικές επιτυχίες καταλαμβάνουν τώρα την πλειοψηφία αυτής της αγοράς, ειδικά η ολανζαπίνη, η κουετιαπίνη και η ρισπεριδόνη (Zyprexa, Seroquel και Risperdal). Το 2010 αυτά τα τρία φάρμακα αντιστοιχούσαν στο 63% των εξωνοσοκομειακών συνταγών αντιψυχωσικών στην Αγγλία, και μόνο η ολανζαπίνη και η κουετιαπίνη συνιστούσαν το 76% του κόστους όλων των αντιψυχωσικών φαρμάκων.
Δεύτερον, έχει υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια να επεκταθούν οι ενδείξεις για τη χρήση των αντιψυχωσικών γενικότερα, έτσι ώστε τα άτυπα αντιψυχωσικά να μπορούν να στοχευθούν στον γενικότερο πληθυσμό με τον τρόπο που είχε αποδειχτεί τόσο επιτυχής για τα σύγχρονα “αντικαταθλιπτικά” φάρμακα όπως το Prozac και το Seroxat (Paxil). Οι εταιρίες προώθησαν τα αντιψυχωσικά για χρήση σε ηλικιωμένους ανθρώπους με άνοια, στοχεύοντας στο προσωπικό των οίκων ευγηρίας και των φαρμακείων, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν άδεια για τη θεραπεία της άνοια, ή για τη διέγερση σε ανθρώπους με άνοια, και παρά τις συσσωρευούμενες αποδείξεις ότι η χρήση αντιψυχωσικών στην άνοια μειώνει τον προσδόκιμο χρόνο ζωής των ανθρώπων. Άτυπα αντιψυχωσικά προωθήθηκαν επίσης για τη θεραπεία κοινών προβλημάτων συμπεριλαμβανομένου του άγχους, της κατάθλιψης, της ευερεθιστότητας, της διέγερσης και της αϋπνίας (Υπουργείο Δικαιοσύνης ΗΠΑ, 2009, 2010) και δεδομένα από τις ΗΠΑ και το ΗΒ δείχνουν ότι η πλειοψηφία των συνταγών άτυπων αντιψυχωσικών εκδίδονται τώρα σε ανθρώπους με διάγνωση κατάθλιψης, άγχους ή, πιο πρόσφατα, διπολικής διαταραχής παρά σχιζοφρένειας ή ψύχωσης (Kaye et al., 2003 – Alexander et al., 2011).
Η επέκταση της έννοιας της διπολικής διαταραχής υπήρξε μια από τις βασικές στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν για να επεκταθεί ή χρήση αντιψυχωσικών στον ευρύτερο πληθυσμό. Οι κατασκευαστές άτυπων αντιψυχωσικών μετασχημάτισαν επιτυχώς την αντίληψη για την κατάσταση από το να είναι μια σπάνια και άκρως χαρακτηριστική μορφή βαριάς τρέλας, στην κοινή και οικεία εμπειρία της έντονης και κυμαινόμενης διάθεσης. Με αυτό τον τρόπο μπόρεσαν να αδράξουν μέρος από τον μεγάλο πληθυσμό που πριν χαρακτηρίζονταν, ή τον χαρακτήριζαν, ως καταθλιπτικό (Spielmans, 2009).
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι αντιψυχωσικά συνταγογραφούνται σε έναν αυξανόμενο αριθμό από παιδιά κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ (Olfson et al., 2006). Ένα μεγάλο μέρος αυτής της συνταγογράφησης έχει επίσης δικαιολογηθεί προσδίδοντας στα παιδιά την πρόσφατα κατασκευασμένη διάγνωση της παιδιατρικής διπολικής διαταραχής, αλλά τα φάρμακα συνταγογραφούνται επίσης, συχνά σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα, σε παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD), αυτισμό και “συμπεριφορικά προβλήματα”. Παρόλο που γονείς και ακαδημαϊκοί είναι στην πρώτη γραμμή της τάσης να διαγνώσκονται τα παιδιά με διπολική διαταραχή και να τα εμποτίζουν με αντιψυχωσικά, το χρήμα των φαρμακοβιομηχανιών έχει βοηθήσει να λιπανθεί αυτή η δραστηριότητα και να αποκτήσει κύρος, χρηματοδοτώντας ερευνητικά προγράμματα και καλλιεργώντας κορυφαίους ακαδημαϊκούς ως συμμάχους με γενναιόδωρες πληρωμές για τις υπηρεσίες τους (Harris και Carey, 2008)
Τι είναι τα αντιψυχωσικά και τι κάνουν;
Αυτή η επέκταση στη χρήση των αντιψυχωσικών φαρμάκων είναι εξαρτώμενη από ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο παρουσιάζει τα ψυχιατρικά φάρμακα ως ειδικά στοχευμένες θεραπείες που δουλεύουν αντιστρέφοντας ή βελτιώνοντας μια υποκείμενη ανωμαλία ή δυσλειτουργία του εγκεφάλου. Η φύση της ανωμαλίας συχνά αναφέρεται ως μια “χημική ανισορροπία”, και οι ιστότοποι των φαρμακοβιομηχανιών τονίζουν επανειλημμένα την ιδέα ότι το ψυχιατρικό φάρμακο δουλεύει επανορθώνοντας μια χημική ανισορροπία. Ο ιστότοπος για το αντιψυχωσικό Geodon (ζισπρασιδόνη – ένα αντιψυχωσικό που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, αλλά όχι στο ΗΒ), δήλωνε στις πληροφορίες του για τη σχιζοφρένεια το 2006 ότι “εξισορροπεί συγκεκριμένες χημικές ουσίες στον εγκέφαλο που θεωρούνται ότι οδηγούν στα συμπτώματα της ασθένειας. Η φαρμακευτική αγωγή παίζει ρόλο κλειδί στην εξισορρόπηση αυτών των χημικών ουσιών” (δική μου υπογράμμιση) (Pfizer, 2006). Παρομοίως, το Seroquel “πιστεύεται ότι δουλεύει”, έλεγαν οι κατασκευαστές του το 2011, “βοηθώντας στη ρύθμιση της ισορροπίας των χημικών ουσιών στον εγκέφαλο για να βοηθήσουν στην θεραπεία της σχιζοφρένειας” (AstraZeneca, 2011). Αντικαταθλιπτικά όπως το Prozac και το Paxil επίσης λέγεται ότι “εξισορροπούν τη χημεία του εγκεφάλου σας” (GlaxoSmithKline, 2009) και πληροφορίες για τη διπολική διαταραχή, ή την μανιοκατάθλιψη, προτείνουν ότι η κατάσταση πυροδοτείται από “μια ανισορροπία σε κάποιες καίριες χημικές ουσίες στον εγκέφαλο” την οποία τα αντιψυχωσικά μπορούν να βοηθήσουν για να “ρυθμιστεί” (Otsuka America Pharmaceutical, 2012).
Οι πληροφορίες που εκδίδονται από επαγγελματικές οργανώσεις περιέχουν παρόμοιες δηλώσεις. Το φυλλάδιο του 1996 της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας για τη σχιζοφρένεια πρότεινε ότι τα αντιψυχωσικά φάρμακα “βοηθούν στο να φέρουν βιοχημικές ανισορροπίες πιο κοντά στο φυσιολογικό” (American Psychiatric Association, 1996). Το Βασιλικό Κολέγιο Ψυχιάτρων του ΗΒ ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια “ανισορροπία στη χημεία του εγκεφάλου” σε ανθρώπους με ψύχωση ή σχιζοφρένεια (Royal College of Psychiatrists, 2004) και τα αντικαταθλιπτικά λέγονται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία ότι “διορθώνουν ανισορροπίες στα επίπεδα χημικών στον εγκέφαλο” (American Psychiatric Association, 2005).
Το τι είδους φάρμακα θεωρούνται ότι είναι τα αντιψυχωσικά, και το πώς γίνονται κατανοητά ότι δουλεύουν σε ανθρώπους με σχιζοφρένεια και άλλες καταστάσεις, είναι θεμελιώδες στη συζήτηση για τα οφέλη τους και το πώς να χρησιμοποιούνται κατάλληλα. Αυτές οι περιγραφές της δράσης των ψυχιατρικών φαρμάκων ως αντιστροφείς χημικών ανισορροπιών ενσωματώνουν ένα συγκεκριμένο τρόπο κατανόησης της δράσης των φαρμάκων, τον οποίο έχω αποκαλέσει “ασθενειο-κεντρικό” μοντέλο της φαρμακευτικής δράσης. Το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο μπορεί να τοποθετηθεί σε αντίθεση με ένα εναλλακτικό “ουσιο-κεντρικό” μοντέλο, και κάποια από τα γνωρίσματα των δύο μοντέλων σκιαγραφούνται στον Πίνακα 1.1 (Moncrieff και Cohen, 2005 – Moncrieff, 2008a).
Το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο της φαρμακευτικής δράσης βασίζεται στην ιδέα ότι τα φάρμακα δουλεύουν δρώντας στις παρεκτραπείσες βιολογικές διαδικασίες, είτε είναι χημικές ανισσοροπίες είτε άλλες ανωμαλίες, οι ο οποίες θεωρούνται ότι παράγουν τα συμπτώματα μιας συγκεκριμένης διαταραχής. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, τα φάρμακα κάνουν το σώμα πιο “φυσιολογικό” βοηθώντας την αναχαίτιση μιας υποκείμενης ασθένειας ή δυσλειτουργίας. Αυτή η δράση στη διαδικασία της ασθένειας αποτελεί τη “θεραπευτική” δράση του φαρμάκου, και όλες οι υπόλοιπες δράσεις ορίζονται ως “παρενέργειες” και θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας.
Πίνακας 1.1 Μοντέλα φαρμακευτικής δράσης
Ασθενειο-κεντρικό μοντέλο | Ουσιο-κεντρικό μοντέλο |
Τα φάρμακα διορθώνουν μια μη φυσιολογική κατάσταση του εγκεφάλου | Τα φάρμακα δημιουργούν μια μη φυσιολογική κατάσταση του εγκεφάλου |
Φάρμακα ως ιατρικές θεραπείες | Φάρμακα ως ψυχοδραστικές ουσίες |
Τα ευεργετικά αποτελέσματα των φαρμάκων προκύπτουν από το αποτέλεσμά τους σε μια θεωρούμενη ως δεδομένη διαδικασία νόσου | Τα φάρμακα μεταβάλλουν την έκφραση των ψυχιατρικών προβλημάτων μέσω της υπέρθεσης επιδράσεων που αυτά προκαλούν |
Παράδειγμα: ινσουλίνη για τον διαβήτη | Παράδειγμα: αλκοόλ για το κοινωνικό άγχος |
Το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο είναι δανεισμένο από την γενική ιατρική, όπου τα περισσότερα σύγχρονα φάρμακα δρουν επί των οδών της φυσιολογίας που παράγουν τα συμπτώματα μιας ασθένειας. Η αγωγή με ινσουλίνη για τον διαβήτη βοηθά να διορθωθεί η έλλειψη ινσουλίνης που οδηγεί στα συμπτώματα του διαβήτη, για παράδειγμα. Φάρμακα για το άσθμα, όπως η σαλμπουταμόλη, διευρύνουν τους αεραγωγούς, μειώνοντας την στένωση που προκαλεί τον ξεφύσημα. Τα στεροειδή και άλλα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μειώνουν την υπερδραστήρια φλεγμονώδη αντίδραση που προκαλεί τα συμπτώματα διαφόρων καταστάσεων όπως το έκζεμα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Κανένα από τα φάρμακα αυτά δεν αντιστρέφει την υποκείμενη αιτία της ασθένειας, αλλά όλα δρουν πάνω σε βιολογικές διαδικασίες που παράγουν συγκεκριμένα συμπτώματα. Κατ’ αυτή την έννοια, το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο θα μπορούσε να αναφέρεται ως “συμπτωματο-κεντρικό” μοντέλο στις περισσότερες περιπτώσεις. Ακόμα και καθαρά συμπτωματικές θεραπείες όπως τα αναλγητικά ασπιρίνη και παρακεταμόλη μπορούν να γίνουν κατανοητά σε αυτόν τον ασθενειο- ή συμπτωματο-κεντρικό τρόπο, καθώς εργάζονται δρώντας στις οδούς της νευροφυσιολογίας που παράγουν τον πόνο.
Το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο της φαρμακευτικής δράσης έχει καταστεί ο κυρίαρχος τρόπος για να σχηματίζονται οι θεωρίες για το τι κάνουν τα φάρμακα όταν λαμβάνονται από κάποια που έχει πρόβλημα ψυχικής υγείας. Έχει τέτοια επιρροή ώστε οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι για να αντιληφθούμε πώς επιδρούν τα φάρμακα σε ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές, ή αν το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο στηρίζεται από επιστημονικές αποδείξεις. Αλλά η ιδέα ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα δουλεύουν στοχεύοντας υποκείμενες βιολογικές διαδικασίες ή συμπτώματα είναι κεντρικό στον τρόπο που χορηγείται και παρουσιάζεται η ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή, και στον τρόπο που σχεδιάζεται, διενεργείται και ερμηνεύεται η έρευνα πάνω στην φαρμακευτική αγωγή. Η τελευταία έκδοση του βασικού αμερικάνικου εγχειριδίου ψυχιατρικής (το οποίο, είναι ενδιαφέρον, ξεκινά με ένα έγχρωμο τετρασέλιδο διαφόρων φαρμάκων σε αλφαβητική σειρά σύμφωνα με τα εμπορικά ονόματά τους), τονίζει ότι “οι ψυχικές διαταραχές είναι πραγματικές ιατρικές καταστάσεις που μπορούν να ωφεληθούν από την φαρμακοθεραπεία με τον ίδιο τρόπο που ο διαβήτης, το άσθμα και ο υποθυρεοειδισμός, και άλλες χρόνιες διαταραχές ανταποκρίνονται στην φαρμακευτική αγωγή” (Sussman, 2009).
Όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, όμως, αυτή η αντίληψη του πώς δουλεύουν τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι σχετικά πρόσφατη. Πριν από τη δεκαετία του 1950 τα φάρμακα που συνταγογραφούνταν στους ψυχιατρικούς ασθενείς γίνονταν κατανοητά πολύ διαφορετικά, σύμφωνα με αυτό που έχω αποκαλέσει ουσιο-κεντρικό μοντέλο της φαρμακευτικής δράσης. Αυτό το μοντέλο αποκαλείται έτσι επειδή προτείνει ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα πρέπει να γίνουν κατανοητά πρώτα και πάνω από όλα ως ουσίες [drugs], δηλαδή ως χημικές ουσίες που μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σώμα. Επιπλέον, τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι ένας ξεχωριστός τύπος φαρμάκου γνωστός ως ψυχοτρόπα φάρμακα, τα οποία είναι ουσίες που επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου, και τα οποία, συνεπώς, μεταβάλλουν την ψυχική εμπειρία και συμπεριφορά. Σύμφωνα με το ουσιο-κεντρικό μοντέλο, αντί να αναστρέφουν κάποια υποκείμενη εγκεφαλική ανωμαλία, τα ίδια τα ψυχιατρικά φάρμακα δημιουργούν μια μη φυσιολογική ή αλλαγμένη κατάσταση σωματικής και ψυχικής λειτουργίας.
Τα ψυχοτρόπα φάρμακα, εξ’ ορισμού, είναι χημικά που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα του σώματος και με τον τρόπο αυτό παράγουν αλλαγές στην αντίληψη, τη διάθεση, τη συνείδηση και τη συμπεριφορά. Οι πιο οικείες ψυχοτρόπες ουσίες είναι ψυχαγωγικά ναρκωτικά όπως το αλκοόλ, η νικοτίνη, η ηρωίνη, η κάνναβη και το LSD. Όταν σκεφτόμαστε τα ψυχαγωγικά ναρκωτικά αναφερόμαστε στις αλλαγμένες ψυχικές καταστάσεις που παράγουν ως “τοξίκωση” [intoxication]. Ορισμένες ουσίες όπως το αλκοόλ, παράγουν έντονες και εύκολα αναγνωρίσιμες καταστάσεις τοξίκωσης, ενώ η τοξίκωση που παράγεται από ουσίες όπως η νικοτίνη και η καφεΐνη είναι πιο λεπτή. Ακριβώς όπως τα αποτελέσματα της κάνναβης διαφέρουν από αυτά του αλκοόλ ή της ηρωίνης, έτσι και τα αποτελέσματα που παράγονται από τα “αντιψυχωσικά” διαφέρουν από εκείνα που παράγονται από ουσίες όπως το Valium, που επίσης διαφέρουν από τα αποτελέσματα του, αποκαλούμενου ως αντικαταθλιπτικό, φαρμάκου Prozac, για παράδειγμα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τοξικωμένης ή προερχόμενης από την ουσία κατάστασης εξαρτώνται από τη χημική δομή και φύση της κάθε ουσίας. Τα ψυχαγωγικά ναρκωτικά παράγουν αποτελέσματα που κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν απολαυστικά ή διασκεδαστικά. Πολλές άλλες ψυχοτρόπες ουσίες, όμως, συμπεριλαμβανομένων των αντιψυχωσικών, παράγουν αποτελέσματα που οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν δυσάρεστα.
Μια από τις πολλές και ποικίλες επιδράσεις των αντιψυχωσικών ουσιών είναι η ικανότητά τους να αντιτίθενται στις δράσεις ενός χημικού στον εγκέφαλο που ονομάζεται ντοπαμίνη, μπλοκάροντας συγκεκριμένους τύπους υποδοχέων ντοπαμίνηςi. Τουλάχιστον πέντε τύποι υποδοχέων ντοπαμίνης έχουν εξακριβωθεί μέχρι σήμερα, αλλά είναι η ιδιότητα των αντιψυχωσικών να μπλοκάρουν έναν συγκεκριμένο τύπο υποδοχέα ντοπαμίνης, τον υποδοχέα D2, που οδηγεί στα χαρακτηριστικά νευρολογικά αποτελέσματά τους και πιστεύεται, από πολλούς, ότι παράγει τα θεραπευτικά αποτελέσματά τους. Όμως, τα αντιψυχωσικά τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης γενιάς, προέρχονται από ένα πλήθος διαφορετικών χημικών κατηγοριών, και κανένα από αυτά δεν δρα αποκλειστικά στους υποδοχείς ντοπαμίνης. Πολλά αντιψυχωσικά, συμπεριλαμβανομένων των χλωροπρομαζίνη, θειοριδαζίνη, κλοζαπίνη και ολανζαπίνη, έχουν ένα άκρως ευρύ πεδίο δράσης σε ένα μεγάλο αριθμό χημικών συστημάτων του εγκεφάλου, και ορισμένα από αυτά, όπως η κλοζαπίνη και η ολανζαπίνη έχουν σχετικά ασθενείς δράσεις στον υποδοχέα D2. Ακόμα κι εκείνα τα φάρμακα που στοχεύουν με μεγαλύτερη ακρίβεια στο ντοπαμινικό σύστημα, όπως η αλοπεριδόλη, έχουν μια ποικιλία δράσεων σε άλλα συστήματα. Παρά τις δεκαετίες έρευνας και εικασιών, δεν κατανοούμε πλήρως τη χημική βάση των δράσεων των αντιψυχωσικών, ή εάν, ως ομάδα, ενεργούν σε συμπτώματα μέσα από τον ίδιο μηχανισμό ή μέσα από μια ποικιλία διαφορετικών μηχανισμών.
Παρόλο που υπάρχει μια απόκλιση στην αντίδραση διαφορετικών ανθρώπων σε όλες τις ουσίες, οι ψυχοτρόπες ουσίες παράγουν το χαρακτηριστικό φάσμα αποτελεσμάτων τους σε οποιονδήποτε τις παίρνει, άσχετα από το αν έχει ή δεν έχει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Οι περισσότερες ψυχοτρόπες ουσίες έχουν επίσης σωματικά αποτελέσματα, και οι σωματικές και ψυχικές επιδράσεις είναι συχνά άλυτα συνδεδεμένες. Το αλκοόλ και οι βενζοδιαζεπίνες, για παράδειγμα, παράγουν μια κατάσταση σωματικής και ψυχικής χαλάρωσης, και οι διεγερτικές ουσίες, όπως οι αμφεταμίνες και η κοκαΐνη, διεγείρουν τις ψυχικές διαδικασίες όπως η προσοχή και η ετοιμότητα, καθώς και σωματικές διαδικασίες όπως αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της πίεσης του αίματος. Τα σωματικά και ψυχικά αποτελέσματα των αντιψυχωσικών είναι επίσης στενά συνδεδεμένα, όπως θα δούμε, και είναι αδύνατο να κατανοήσει κανείς το ένα χωρίς κάποια εκτίμηση του άλλου.
Το ουσιο-κεντρικό μοντέλο προτείνει ότι οι ουσίες μπορούν μερικές φορές να είναι χρήσιμες γιατί συγκεκριμένες ψυχοτρόπες επιδράσεις που προέρχονται από τις ουσίες μπορούν να αντικαταστήσουν ή να καταστείλουν τις εκδηλώσεις ψυχικών διαταραχών. Ένα παράδειγμα για αυτό είναι τα επί πολύ καιρό αποδεκτά οφέλη του αλκοόλ σε ανθρώπους με κοινωνική φοβία ή κοινωνικό άγχος. Το αλκοόλ δεν θεωρείται χρήσιμο επειδή διορθώνει μια έλλειψη αλκοόλ στον εγκέφαλο, ή επειδή διορθώνει κάποια άλλη χημική ανισορροπία. Πιστεύεται ότι βοηθά γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τοξίκωσης από αλκοόλ είναι ότι μειώνει τις κοινωνικές αναστολές, πράγμα που μπορεί να είναι χρήσιμο για κάποιον που βρίσκει ότι κοινωνικές περιστάσεις του προκαλούν άγχος.
Ακολουθώντας στο ουσιο-κεντρικό μοντέλο της δράση των φαρμάκων, τα βαρβιτουρικά και άλλα ηρεμιστικά φάρμακα που χρησιμοποιούνταν στην ψυχιατρική πριν την έλευση των αντιψυχωσικών γίνονταν κατανοητά με τη δράση τους ως χημικά δεσμά, τα οποία ηρεμούσαν τους ανθρώπους και τους καθιστούσαν πιο διαχειρίσιμους, δίχως να επηρεάζουν το υποκείμενο πρόβλημα. Όπως θα δούμε, τα αντιψυχωσικά τα ίδια θεωρούνταν κι αυτά με τον ίδιο τρόπο αρχικά. Οι αντιλήψεις άλλαξαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, όμως, και η ομάδα χημικών που πρώτα ήταν γνωστά ως νευροληπτικά ή ηρεμιστικά, έφτασαν να θεωρούνται μια εξειδικευμένη θεραπεία για τα συμπτώματα της ψύχωσης ή της σχιζοφρένειας. Έχοντας πρώτα θεωρηθεί ως ένα ξεχωριστό είδος ηρεμιστικών, μετασχηματίστηκαν στο μυαλό εκείνων που τα συνταγογραφούσαν ως η πρώτη πραγματική “μαγική σφαίρα” [magic bullet] της ψυχιατρικής.
Αποδείξεις για τη δράση των αντιψυχωσικών
Αυτός ο μετασχηματισμός, όπως θα δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες στο κεφάλαιο 3, δεν ήταν το αποτέλεσμα συσσώρευσης επιτακτικών επιστημονικών αποδείξεων, ή έστω πειστικής και πληροφορημένης συζήτησης. Δεν σχεδιάστηκε καμία έρευνα για να αξιολογηθεί αν τα αντιψυχωσικά ή τα αντικαταθλιπτικά πραγματικά στόχευαν μια διαδικασία ασθένειας, και αν οι ιδιότητες μεταβολής του μυαλού θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσχετες με την επίπτωσή τους στα προβλήματα ψυχικής υγείας. Όταν υιοθετήθηκε το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο της δράσης των φαρμάκων, το γεγονός ότι υπήρχε ένας άλλος τρόπος σκέψης για τη δράση των φαρμάκων ξεχάστηκε ταχέως, και έτσι σχεδόν καμία έρευνα δεν διεξήχθη σε μια προσπάθεια να επιβεβαιωθεί ή να αντικρουστεί η ιδέα ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα δούλευαν με έναν εξειδικευμένο τρόπο σε σχέση με την ασθένεια. Αλλού, έχω εξετάσει με λεπτομέρειες τις λίγες αποδείξεις που υπάρχουν για όλα τα είδη ψυχιατρικών φαρμάκων (Moncrieff, 2008a) και, στην πορεία αυτού του βιβλίου, θα δούμε ποια έρευνα έχει διεξαχθεί η οποία θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για τον τρόπο δράσης των αντιψυχωσικών. Θα υποστηρίξω ότι καμία από τις αποδείξεις δεν δικαιολογεί την υπόθεση ότι τα αντιψυχωσικά δρουν με έναν εξειδικευμένο σε σχέση με την σχιζοφρένεια ή την ψύχωση τρόπο, και ότι το ουσιο-κεντρικό μοντέλο παραμένει μια πιο επιτακτική προσέγγιση στην εξήγηση του πλήρους εύρους των δράσεων των αντιψυχωσικών – τόσο αυτών που είναι επιθυμητές όσο και αυτών που δεν είναι.
Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό από την αρχή ότι καμία χημική ανισορροπία ή άλλη βιολογική διαδικασία που θα μπορούσε να εξηγήσει τη δράση των φαρμάκων με έναν ασθενειο-κεντρικό τρόπο δεν έχει τεκμηριωθεί για οποιαδήποτε ψυχιατρική διαταραχή. Η θεωρία της σεροτονίνης για την κατάθλιψη και η υπόθεση της ντοπαμίνης για τη σχιζοφρένεια, οι οποίες εμφανίζονται να προτείνουν ότι τα φάρμακα δρουν με αυτόν τον τρόπο, παραμένουν απλές υποθέσεις. Οι περισσότερες αρχές πλέον παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η κατάθλιψη συνδέεται με ανωμαλίες της σεροτονίνης ή της νοραδρεναλίνης, όπως πιστευόταν παλιά (Dubovsky et al., 2001). Υπάρχει επίσης μικρή εμπειρική στήριξη για την υπόθεση της ντοπαμίνης στη σχιζοφρένεια, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 4, και πολλοί ψυχιατρικοί ερευνητές παραδέχονται ότι είναι τουλάχιστον ανεπαρκής ως εξήγηση για την αιτιολογία της σχιζοφρένειας. Το γεγονός ότι η θεωρία δεν πεθαίνει, παρά τις δεκαετίες αντιτιθέμενων ευρημάτων, εικονογραφεί τη σημασία της παρουσίασης της δράσης των αντιψυχωσικών με ασθενειο-κεντρικούς όρους. Βοηθώντας να καθιερωθεί η ιδέα ότι τα αντιψυχωσικά εξασκούν μια εξειδικευμένη σε ασθένεια δράση επί της σχιζοφρένειας και της ψύχωσης ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, η υπόθεση της ντοπαμίνης έχει βοηθήσει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τα αντιψυχωτικά θα μπορούσαν να έχουν στοχευμένες σε ασθένεια δράσεις και σε πολλές άλλες περιπτώσεις στις οποίες τώρα χρησιμοποιούνται.
Ο ιστότοπος του Zyprexa προτείνει θαρραλέα ότι “τα αντιψυχωσικά φάρμακα πιστεύεται ότι δρουν εξισορροπώντας τα χημικά που βρίσκονται φυσικά στον εγκέφαλο” (δική μου υπογράμμιση) (Eli Lilly, 2011). Η δήλωση επιδεικνύει τη χρησιμότητα της υιοθέτησης του ασθενειο-κεντρικού μοντέλου της δράσης του φαρμάκου. Λαμβάνοντας Zyprexa υπονοείται ότι θα αποκαταστήσετε κάποια φαντασιακή χημική αρμονία, της οποίας η διαταραχή προτείνεται ότι είναι η πηγή του προβλήματος ή των συμπτωμάτων σας. Αυτή η ελκυστική, αλλά τελείως υποθετική, πρόταση βολικά αποκρύπτει το γεγονός ότι τα φάρμακα αποτελούνται από ξένες χημικές ουσίες που θα αναμέναμε να μεταβάλλουν και να διαταράξουν την φυσιολογική χημική λειτουργία του σώματος, αντί να την αποκαταστήσουν ή να την ενισχύσουν.
Η φύση της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας
Παρόλο που τα αντιψυχωσικά χρησιμοποιούνται ευρύτερα, η πλέον αποδεκτή χρήση τους συνεχίζει να είναι αυτή από την οποία πήραν το όνομά τους – η θεραπεία της ψύχωσης, ή αυτό που γενικά αποκαλούταν σχιζοφρένεια. Η σχιζοφρένεια είναι μια έντονα αμφισβητούμενη έννοια, φυσικά, και ακόμα και ψυχίατροι του κυρίαρχου ρεύματος θα αναγνώριζαν ότι ο χαρακτηρισμός έχει αποδοθεί σε ανθρώπους με μια ποικιλία διαφορετικών προβλημάτων.
Ο γερμανός ψυχίατρος Eugene Bleuler επινόησε πρώτος τον όρο σχιζοφρένεια, και περιέγραψε αυτά που έβλεπε ως το χαρακτηριστικό “σχίσιμο”, αποσύνθεση ή διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών (Bleuler, 1911). Εφίστησε επίσης την προσοχή στην απόσυρση από την πραγματικότητα που εμφανίζουν οι άνθρωποι με τη διαταραχή, στην οποία αναφερόταν ως “αυτισμός” – ένας όρος που σήμερα έχει, φυσικά, χρησιμοποιηθεί για να ορίσει μια άλλη προτεινόμενη, αλλά επίσης αμφισβητούμενη, ψυχιατρική κατάσταση (Timimi et al., 2011). Ο Bleuler χώρισε επίσης τα συμπτώματα σε “θετικά” συμπτώματα, που αποτελούνται από παράξενες σκέψεις και εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένων των παραισθήσεων και των ψευδαισθήσεων, και “αρνητικά” συμπτώματα. Τα τελευταία δηλώνουν μια κατάσταση έλλειψης κινήτρων και απάθειας, μια απώλεια του ενδιαφέροντος να συμμετέχεις στις συνηθισμένες δραστηριότητες της ζωής, και την άμβλυνση των συναισθηματικών αντιδράσεων (Πίνακας 1.2).
Ο όρος “ψυχωσικός” συνήθως εφαρμόζεται στα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, και ένα επεισόδιο “ψύχωσης” αναφέρεται σε ένα επεισόδιο που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις που καταδεικνύουν μια απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Σε μια ακραία ψυχωσική κατάσταση οι άνθρωποι δείχνουν να είναι κλειδωμένοι σε έναν εσωτερικό ψυχικό κόσμο. Όπως το έθεσε ο Bleuler: “ένα από τα πιο σημαντικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η επικράτηση της εσωτερικής ζωής, με μια ενεργή απομάκρυνση από τον εξωτερικό κόσμο. Οι πιο βαριές περιπτώσεις αποσύρονται πλήρως και ζουν σε έναν κόσμο ονείρων. Οι μέτριες περιπτώσεις αποσύρονται σε μικρότερο βαθμό” (Bleuler, 1951, σ.397)
Πίνακας 1.2 Θετικά και αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας
Θετικά συμπτώματα | Αρνητικά συμπτώματα |
Ψευδαισθήσεις (συνήθως ακουστικές, “ακούω φωνές”) |
Ελαττωμένη ομιλία |
Παραισθήσεις | Απάθεια ή έλλειψη δραστηριότητας |
Αισθήματα ότι σε ελέγχουν | Κοινωνική απόσυρση |
Αισθήματα ότι διαβάζουν, μεταδίδουν ή παρεμβαίνουν στη σκέψη σου | Αμβλύ συναίσθημα |
Ακατάληπτη ή ελλειπτική ομιλία |
Το μοτίβο που θεωρείται πιο χαρακτηριστικό για τη σχιζοφρένεια είναι εκείνο όπου ένα νεαρό άτομο, συνήθως ένας νεαρός άντρας, αποσύρεται από τον κόσμο, αναπτύσσει “θετικά”, ψυχωσικά συμπτώματα, και μετά βυθίζεται σε μια κατάσταση απάθειας, παρακμής και απόσυρσης, μερικές φορές διακοπτόμενη από επανερχόμενα ψυχωσικά συμπτώματα. Αυτή ήταν η τροχιά που περιγράφηκε από τον Kraepelin, τον γερμανό ψυχίατρο που περιέγραψε την κατάσταση που αποκαλούσε “dementia praecox”, γενικά θεωρούμενη ως ο πρόδρομος της σχιζοφρένειας. Αυτό το μοτίβο είναι στην πραγματικότητα σπάνιο, όμως, τουλάχιστον στις σύγχρονες υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Πολλοί άνθρωποι έχουν την εμπειρία επεισοδίων που χαρακτηρίζονται από διάφορα “θετικά” συμπτώματα μόνο, τα οποία τελικά υποχωρούν, και επιστρέφουν στους προηγούμενους ρόλους τους. Μερικοί εμφανίζουν μόνο “αρνητικά” συμπτώματα, παρόλο που εδώ συχνά υπάρχει μια υποψία ότι θα μπορούσαν να έχουν κάποιες ασυνήθεις εσωτερικές εμπειρίες, τις οποίες δεν μπορούν να αρθρώσουν. Άλλοι παρουσιάζουν ένα σειρά από προκλητικές συμπεριφορές και παράξενες σκέψεις, αλλά δεν ταιριάζουν καθαρά στο χαρακτηριστικό μοτίβο των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζονται ως σχιζοφρένεια.
Για να εικονογραφήσουμε την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να εκδηλώσουν αυτό που αποκαλείται ψύχωση ή σχιζοφρένεια έχω κάνει περίληψη των αφηγήσεων που έχουν γραφεί από ανθρώπους που είχαν τέτοια εμπειρία (ή από τους φροντιστές τους) στο Παράρτημα 2. Όπως καταδεικνύουν αυτές οι ιστορίες, για κάποιους τα ψυχωσικά συμπτώματα είναι τρομαχτικά και βασανιστικά και ξεκάθαρα ανεπιθύμητα, αλλά για άλλους η ψυχωσική πραγματικότητα μπορεί να είναι απολαυστική και συναρπαστική. Για άλλους είναι και τα δύο αυτά πράγματα. Ορισμένοι άνθρωποι χρειάζονται χρόνια για να φτάσουν σε μια κατάσταση σταθερότητας, και για πολλούς αυτό περιλαμβάνει μια μακρά και επίπονη διαδικασία συμβιβασμού με τα δυσάρεστα και πνιγηρά αποτελέσματα της αντιψυχωσικής φαρμακοθεραπείας. Ακόμα και τότε, κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ψυχωσικά συμπτώματα και αγωνίζονται να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Η τελική ιστορία, όμως, δείχνει ότι είναι δυνατόν να έχεις πλήρη ανάρρωση από βαριά και παρατεταμένα ψυχωσικά επεισόδια χωρίς τη σύγχρονη φαρμακευτική αγωγή, και να αποκομίσεις όφελος από την εμπειρία.
Έχει υπάρξει, φυσικά, ένας τεράστιος όγκος έρευνας και έντονης συζήτησης γύρω από τη φύση και τα αίτια της σχιζοφρένειας. Από τη μία μεριά, η κυρίαρχη βιολογική ψυχιατρική βεβαιώνει ότι είναι ασθένεια του εγκεφάλου που προκαλείται από μια συγκεκριμένη, ακόμα όχι πλήρως ταυτοποιημένη, ανωμαλία της λειτουργίας του εγκεφάλου, η οποία μπορεί, με τη σειρά της, να είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης γενετικής κατασκευής. Από την άλλη πλευρά, οι κριτικοί της βιολογικής ψυχιατρικής έχουν αμφισβητήσει την εγκυρότητα του συνόλου της έννοιας της σχιζοφρένειας. Ο Thomas Szasz, για παράδειγμα, ο ψυχίατρος που έγινε διάσημος γιατί αποκήρυξε την ψυχιατρική, βλέπει όλες τις ψυχιατρικές διαγνώσεις, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας, ως μεταμφιεσμένες ηθικές και πολιτικές κρίσεις σχετικά με την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά (Szasz, 1970). Άλλοι έχουν προτείνει ότι ψυχωσικές καταρρεύσεις είναι αντιδράσεις σε τραυματικές καταστάσεις, και πρόσφατες έρευνες αποκαλύπτουν υψηλά επίπεδα προηγούμενης σωματικής και σεξουαλικής κακομεταχείρισης και θυματοποίησης σε άτομα που έχουν διαγνωστεί με ψυχωσικές συμπεριφορές (Read et al., 2003 – Gracie et al., 2007). Αυτή η άποψη επικαλύπτεται με θεωρίες που προωθήθηκαν στη δεκαετία του 1960 και 1970 από τον “αντιψυχίατρο” R.D. Laing και συναδέλφους του, οι οποίοι πρότειναν ότι οι ψυχωσικές εμπειρίες θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές ως πλήρεις νοήματος αντιδράσεις στις περιστάσεις της ανατροφής ενός ατόμου και του περιβάλλοντος (Laing, 1965). Σε πιο ύστερα γραπτά του, επηρεασμένος από την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, ο Laing πρότεινε ότι η ψύχωση θα μπορούσε ακόμα να αναπαριστά μια “λογική αντίδραση σε έναν παράλογο κόσμο” (Laing, 1967). Άλλες ψυχολογικές αναλύσεις, χωρίς απαραίτητα να αντιτίθενται στην πιθανότητα κατανόησης της κατάστασης σε βιολογικό επίπεδο, έχουν υπογραμμίσει τη σχέση μεταξύ ψυχωσικών συμπτωμάτων, όπως το να ακούς φωνές και των παρανοϊκών παραισθήσεων, και των φυσιολογικών ψυχικών διαδικασιών (Freeman, 2007 – Waters et al., 2010).
Ο Szasz και άλλοι συγγραφείς έχουν τονίσει τη διαφορά μεταξύ μιας “ψυχικής ασθένειας”, όπως η σχιζοφρένεια, και μιας κοινής σωματικής ασθένειας. Ο βρετανός ψυχίατρος Alec Jenner περιέγραψε τη σχιζοφρένεια ως “εγγύτερη σε μια διαδικασία ζωής παρά σε μια ασθένεια” (Jenner et al., 1993, σ.61). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η τάση να έχει κανείς ψυχωσικές καταρρεύσεις ή μια επί μακρότερο ψυχική κατάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή ως τμήμα της ποικιλίας της ανθρώπινης φύσης ή ως ένα σύνολο από “τρόπους για να είσαι άνθρωπος” (Jenner et al., 1993). Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μια επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων, αλλά όντως σημαίνει ότι, όπως και άλλες όψεις του ανθρώπινου χαρακτήρα και συμπεριφοράς, η τρέλα ή η ψυχική διαταραχή είναι αποτέλεσμα μιας περίπλοκης αλληλεπίδρασης βιολογίας, περιβάλλοντος και δράσης, και ότι η απεμπλοκή των ακριβών συνεισφορών αυτών των διαφορετικών παραγόντων μπορεί κάλλιστα να είναι αδύνατη.
Σε αυτό το βιβλίο επιθυμώ σε μεγάλο βαθμό να παρακάμψω το ερώτημα για τη φύση της σχιζοφρένειας, καθώς είναι ήδη το θέμα πολλών άλλων βιβλίων. Ούτε είναι άμεσα σχετικό με το θέμα του τι κάνουν τα αντιψυχωσικά και πώς το κάνουν. Η ανάλυση των αντιψυχωσικών φαρμάκων που παρουσιάζεται εδώ έχει εφαρμογή οποιαδήποτε θέση κι αν παίρνετε για τη φύση της σχιζοφρένειας. Ένα ουσιο-κεντρικό μοντέλο φαρμακευτικής δράσης είναι συμβατό με την αντίληψη ότι η σχιζοφρένεια είναι ασθένεια του εγκεφάλου, καθώς και με άλλα μοντέλα για τη φύση της σχιζοφρένειας. Το ουσιο-κεντρικό μοντέλο απλά προτείνει ότι τα τρέχοντα ψυχιατρικά φάρμακα δεν δουλεύουν δρώντας επί μια υποκείμενης διαδικασίας ασθένειας. Δεν αρνείται αναγκαστικά ότι υπάρχει μια υποκείμενη ασθένεια, παρόλο που όντως εξασθενεί την τρέχουσα υπόθεση ότι μια τέτοια οντότητα είναι υπαρκτή επειδή η αντίληψη ότι τα αντιψυχωσικά έχουν εξειδικευμένη στην ασθένεια δράση έχει υπάρξει επί μακρόν ένα σημαντικό τμήμα των αποδείξεων για αυτή τη θέση.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί, όμως, ότι παρά τους ισχυρισμούς από πολλές επίσημες πληροφορίες, οι τρέχουσες αποδείξεις δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε ότι η σχιζοφρένεια είναι ασθένεια του εγκεφάλου κατά την απλή έννοια με την οποία συνήθως αντιλαμβανόμαστε τον όρο “ασθένεια”. Κανένας βιολογικός παράγοντας, είτε είναι μια γενετική, βιοχημική ή ανατομική παρέκκλιση, δεν έχει βρεθεί που να συνδέεται με τη σχιζοφρένεια συγκεκριμένα και με συνέπεια, παρά τις προσπάθειες μισού αιώνα αναγνωρίσιμα σύγχρονων ερευνητικών προσπαθειών. Επιπλέον, αυτό που κάποτε θεωρούταν μια από τις πιο αξιόπιστες ενδείξεις ότι η σχιζοφρένεια προκύπτει από έναν ελαττωματικό εγκέφαλο, ήτοι το εύρημα ότι άνθρωποι με τη διάγνωση έχουν μικρότερους εγκεφάλους και μεγαλύτερες εγκεφαλικές κοιλότητες από τους ανθρώπους χωρίς τη διάγνωση, αποδεικνύεται, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 10, ότι είναι, τουλάχιστον εν μέρει, μια συνέπεια της αγωγής με αντιψυχωσικά φάρμακα.
Όποια κι αν είναι η φύση της, όμως, και είτε είναι καλύτερα κατανοητή ως ασθένεια του εγκεφάλου είτε ως κοινωνική παρέκκλιση, ως αντίδραση σε τραύμα, ως τρόπος να είσαι άνθρωπος ή ως συνδυασμός αυτών των αντιλήψεων, η σχιζοφρένεια, η ψύχωση ή η τρέλα παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα για πολλούς από τους ανθρώπους που την περνάνε, τις οικογένειές τους και αυτούς που τους φροντίζουν, και για την κοινωνία στο σύνολό της.
Αντιψυχωσικά και πολιτικές ψυχικής υγείας
Τα αντιψυχωσικά φάρμακα εισήχθησαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου μετασχηματισμού στη φύση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στον Δυτικό κόσμο, όταν η φροντίδα των ανθρώπων που χαρακτηρίστηκαν ψυχικά διαταραγμένοι βγήκαν από τα Βικτωριανά ιδρύματα και επέστρεψαν στην κοινότητα. Είτε αν η εισαγωγή των αντιψυχωσικών φαρμάκων διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία, είτε όχι, και είτε αν τα φάρμακα δούλευαν αποκαθιστώντας τους ανθρώπους στην φυσιολογικότητα είτε μέσα από χημική καταστολή, αυτά έχουν υπάρξει το αντικείμενο μεγάλης συζήτησης, αλλά αναμφίβολα έπαιξαν ένα συμβολικό ρόλο, αν μη τι άλλο (Gronfein, 1985).
Η ψυχιατρική έχει αλλάξει με άλλους τρόπους με το πέρασμα των δεκαετιών από τότε που εισήχθησαν τα αντιψυχωσικά. Οι ιδέες της ψυχανάλυσης που κάποτε είχαν μεγάλη επιρροή έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από την γενικευμένη διδασκαλία και πρακτική, και στη θέση τους έχει ανέλθει μια ανανεωμένη και αυξανόμενα dogged βιολογική ψυχιατρική. Σε αυτή την νέα ψυχιατρική, δίδονται στους ανθρώπους διαγνωστικοί χαρακτηρισμοί ιατρικού τύπου σύμφωνα με εγχειρίδια όπως το αμερικάνικο Diagnostic and Statistical Manual (το DSM), τα οποία θεωρούνται ότι προσδιορίζουν υποκείμενες ασθένειες, και η θεραπεία εφαρμόζεται σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό ή τη διάγνωση, με μικρή φροντίδα για την προσωπική ιστορία και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του ατόμου. Η επιδεξιότητα του επαγγελματία, και η σημασία της θεραπευτικής σχέσης, που κάποτε θεωρούταν κεντρικά για να είσαι καλός ψυχίατρος, έχουν μετατεθεί στην αφανή θέση της συρρικνούμενης ειδίκευσης της ψυχοθεραπείας, και έχουν αντικατασταθεί από μια καθοδηγούμενη από κατευθυντήριους κανόνες, ρηχή απομίμηση της γενικής ιατρικής πρακτικής. Τα φάρμακα, ιδιαίτερα όταν γίνονται κατανοητά ως δρώντα σύμφωνα με το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο, ταιριάζουν όμορφα με αυτή τη νέα προσέγγιση, παρέχοντας τη βάση για γρήγορη, φθηνή και προφανώς τεκμηριωμένη [evidence-based] θεραπεία.
Στα επόμενα κεφάλαια θα περιγράψω πώς τα αντιψυχωσικά φάρμακα είχαν κεντρικό ρόλο στο μετασχηματισμό της εικόνας της ψυχιατρικής στη σκέψη των επαγγελματιών της και του κοινού τις τελευταίες λίγες δεκαετίες. Η αποδοχή ότι αυτά τα φάρμακα μπορούσαν να στοχεύσουν στη βάση της σχιζοφρένειας απένειμε στην ψυχιατρική ένα επίπεδο σεβασμού που δεν είχε ποτέ πριν. Μαζί με τη χρήση της τεχνολογίας, όπως η σάρωση του εγκεφάλου, για παράδειγμα, η ψυχιατρική μπορούσε να εμφανιστεί με κάθε τρόπο ως μια επιστημονική δραστηριότητα αιχμής και υψηλού δυναμικού στην οποία μια ποικιλία από εγκεφαλικές ανωμαλίες μπορούσαν να ανιχνευθούν και να επιδιορθωθούν με πάρα πολύ εξειδικευμένες και στοχευμένες παρεμβάσεις. Το να έχεις ψυχιατρική διάγνωση έπαψε να είναι στίγμα, και οι άνθρωποι επιζητούσαν να χαρακτηριστούν και να υποβληθούν σε αγωγή με τα νέα προϊόντα αυτού του εξεζητημένου κλάδου της ιατρικής.
Η νέα εικόνα της ψυχιατρικής φαίνεται ως παράδειγμα στην παρουσίαση της χρήσης των φαρμάκων για τον έλεγχο προκλητικής ή επιθετικής συμπεριφοράς. Μη θεωρούμενη πλέον το ισοδύναμο των δεσμών και χειροπέδων που χρησιμοποιούνταν για να περιορίσουν τα παραληρήματα των τρελών σε αλλοτινούς καιρούς, η χρήση των αντιψυχωσικών για να μειωθεί η αναταραχή σε ψυχιατρικά ιδρύματα απεικονίζεται ως μια αγαθή, θεραπευτική παρέμβαση που χορηγείται για την υγεία και το όφελος του ασθενή. Παρά το γεγονός ότι τα ίδια φάρμακα χρησιμοποιούνται σαν ρουτίνα ως ηρεμιστικά ζώων, η άποψη ότι τα αντιψυχωσικά δουλεύουν με έναν ασθενειο-κεντρικό τρόπο έχει βοηθήσει να παρουσιάζονται οι ψυχιατρικές δραστηριότητες ως θεμελιωδώς θεραπευτικές παρά εξαναγκαστικές.
Από τη δεκαετία του 1950 ακόμα, ο Thomas Szasz κατέδειχνε τους κινδύνους της παρουσίασης του εξαναγκασμένου ελέγχου ανεπιθύμητης συμπεριφοράς ως ιατρική θεραπεία. Η χρήση των φαρμάκων αποκρύπτει τη σχέση εξουσίας που επιτρέπει μία ομάδα ανθρώπων να εξαναγκάζει τη θέλησή της σε μια άλλη, και απομακρύνει τους φυσικούς ελέγχους που υπάρχουν όταν αναγνωρίζεται η πραγματικότητα της κατάστασης. Όπως παρατήρησε ο Szasz το 1957, “η καθήλωση με χημικά μέσα δεν μας κάνει ένοχους. Εν τούτω βρίσκεται ο κίνδυνος για τον ασθενή” (Szasz, 1957, σ.91). Ο έλεγχος της συμπεριφοράς με τη χρήση φαρμάκων όντως γεννά ενοχές, όμως, αν και λιγότερο άμεσα και ευθέως απ’ ό,τι η μηχανική καθήλωση, και η άνοδος του ασθενειο-κεντρικού μοντέλου της αντιψυχωσικής δράσης είναι μια μαρτυρία για την εμμονή αυτής της ενοχής στη σύγχρονη φαρμακολογική εποχή. Για όσο καιρό τα αντιψυχωσικά φάρμακα γίνονταν κατανοητά σύμφωνα με ένα ουσιο-κεντρικό μοντέλο, οι ιδιότητες που τα καθιστούσαν χρήσιμα δεσμά δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Μόνο με το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο ήταν δυνατόν η εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων να παρουσιαστεί ως θεραπεία για την υποκείμενη αρρώστια του ασθενούς, και να αρθούν πραγματικά οι ενοχές.
Η εισαγωγή ενός νομικού πλαισίου για εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων εντός της κοινότητας σε πολλές Δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του ΗΒ, σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν τώρα να εξαναγκαστούν να πάρουν συνταγογραφημένα ψυχιατρικά φάρμακα, ακόμα κι αν έχουν επανέλθει πλήρως. Ακριβώς όπως ο Szasz θα είχε προβλέψει, η αντίληψη ότι τα αντιψυχωσικά αντιπροσωπεύουν μια ιατρική θεραπεία αποκατάστασης έχει επιτρέψει την εξουσία που είχε για τόπο της τα ψυχιατρικά ιδρύματα να απλώσει τα πλοκάμια της έξω στην κοινότητα. Για έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων με ψυχική ασθένεια, δεν υπάρχει πλέον καμία επιλογή αν θα πάρουν ή όχι αντιψυχωσικά (NHS Information Centre for Health and Social Care, 2010). Παρόλο που πολλοί ψυχίατροι θα επιχειρηματολογούσαν ότι η εξαναγκασμένη θεραπεία με φάρμακα μετά την ανάρρωση βοηθά τους ανθρώπους να παραμένουν καλά ή λογικοί, άλλοι έχουν διαφορετική άποψη. Με τα λόγια του David Oaks “το τέρας που είναι η εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων” έχει μεταναστεύσει από τις “πίσω πτέρυγες κλειδωμένων ψυχιατρικών ιδρυμάτων στην μπροστινή βεράντα των δικών μας σπιτιών, στις δικές μας γειτονιές” (Oaks, 2011, p.189)
Μια εναλλακτική άποψη των αντιψυχωσικών
Η αναφορά που παρουσιάζω στο υπόλοιπο από αυτό το βιβλίο προτείνει ότι τα αντιψυχωσικά φάρμακα μπορούν να θεωρηθούν ως εργαλεία κοινωνικού ελέγχου, αλλά μπορούν επίσης να βοηθήσουν άτομα να βρουν ανακούφιση από έντονες και ενοχλητικές ψυχωσικές εμπειρίες ή καταστροφικές συναισθηματικές καταστάσεις. Η νευρολογική αναστολή που προκαλούν βοηθά να μειωθούν οι ψυχωσικές διαδικασίες της σκέψης, και να ηρεμήσει ένα ταραγμένο μυαλό και σώμα. Μερικές φορές, όταν οι άνθρωποι είναι κλειδωμένοι με μια εσωτερική πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούν να δραπετεύσουν, αυτή η χημική καταστολή μπορεί να τους ξαναφέρει σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο και να τους επιτρέψει να ξαναρχίσουν κάποιες συνηθισμένες δραστηριότητες και να ξαναφτιάξουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Αυτά τα οφέλη έχουν ένα τίμημα, όμως. Κάποιοι άνθρωποι απλά νιώθουν λίγο ναρκωμένοι, ή μουδιασμένοι ή δύσκαμπτοι. Αλλά άλλοι διαμαρτύρονται ότι το σύνολο της προσωπικότητάς τους έχει μεταβληθεί από τα φάρμακα. Νιώθουν ότι έχουν χάσει το κίνητρο και το ενδιαφέρον τους για τον κόσμο, την αυθεντικότητά τους, την ένταση των συναισθημάτων τους. Εν ολίγοις, ακριβώς τα πράγματα που μας κάνουν ανθρώπους.
Οι ίδιες φαρμακολογικές ιδιότητες που καταστέλλουν τς ψυχωσικές εμπειρίες είναι αυτές που κάνουν τα αντιψυχωσικά φάρμακα αποτελεσματικά στο να κατευνάζουν τον προκλητικό, επιθετικό ασθενή και να δαμάζουν τις φρενήρεις δραστηριότητες του ατόμου που το έχει αδράξει η μανία. Μακροπρόθεσμα τα φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τροποποιηθούν συμπεριφορές που άλλοι βρίσκουν απειλητικές, ενοχλητικές ή αντικοινωνικές. Ακολουθώντας επομένως μια ουσιο-κεντρική προσέγγιση στη φύση των αντιψυχωσικών αποκαλύπτεται πώς μπορούν να είναι και αποτελεσματικά χημικά δεσμά και χρήσιμες, θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Με το να προτείνει ότι ο κοινωνικός έλεγχος βρίσκεται ακόμα στην καρδιά της ψυχιατρικής, το ουσιο-κεντρικό μοντέλο των αντιψυχωσικών φαρμάκων ανοίγει θέματα, εντούτοις, που το ψυχιατρικό επάγγελμα έλπιζε να κλείσει. Αυτό το βιβλίο θα χαρτογραφήσει το δρόμο με τον οποίο αυτός ο τρόπος κατανόησης θάφτηκε επιτυχώς, και πώς η αντικατάστασή του με το ασθενειο-κεντρικό μοντέλο φαρμακολογικής δράσης βοήθησε να εκτραπεί η προσοχή από τις φαρμακολογικές ιδιότητες των ψυχιατρικών φαρμάκων και την δυνητική εφαρμογή τους στην τροποποίηση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό θα επιτρέψει στους αναγνώστες να επαναξιολογήσουν την ιστορία των αντιψυχωσικών όπως συνήθως λέγεται, και να εκτιμήσουν τους πολλούς κινδύνους που παρουσιάζουν, καθώς και τις ευκαιρίες που παρέχουν σε ορισμένους ανθρώπους στη λαβή μιας βαριάς ψυχικής διαταραχής. Έχει σκοπό να ρίξει σκεπτικιστικό φως στις εκτάσεις της ερευνητικής βιβλιογραφίας και υλικού εμπορικής προώθησης που παρουσιάζει τα φάρμακα αυτά ως ένα πρακτικά ακηλίδωτο δώρο στην ανθρωπότητα, επίσης να δείξει, μέσα από αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, πώς τα φάρμακα θα μπορούσαν είναι χαρακτηριστικά χρήσιμα σε ορισμένες περιπτώσεις. Θα έπρεπε επίσης να εγείρει ερωτήματα για τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας θεραπείας, και γιατί, έξι δεκαετίες μετά την εισαγωγή τους, ακόμα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουρες αν τα αντιψυχωσικά βοηθούν ή βλάπτουν τους ανθρώπους που τα παίρνουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
iΟι υποδοχείς είναι χημικά στο εξωτερικό των εγκεφαλικών κυττάρων στα οποία προσκολλώνται οι νευροδιαβιβαστές και μέσα από τα οποία ασκούν τις δράσεις τους.
Μπορεί να σας ενδιαφέρουν
Φαρμακευτική καινοτομία στο τέλος της εποχής του ασύλου
Γιατρεύοντας το μυαλό. Γιατί οι ψυχιατρικές θεραπείες αποτυγχάνουν;
Περί του να είσαι λογικός σε παράφρονα μέρη
Η πολιτική της λογικής – Η αμφισβήτηση της Ψυχιατρικής από τους Επιζώντες της Ψυχιατρικής
<3
theos
Pingback: “Αρκετά κωλοπετσωμένοι για να μας πτοούν αυτά” | αθάνατη ελληνική λεβεντιά