Της E. Gabriella Coleman
Ο ηθικός λόγος της σύγχρονης βιοϊατρικής ψυχιατρικής, όσο καλά περιχαρακωμένη κι αν είναι στην τρέχουσα ιατρική τοπογραφία μας, υπάρχει εν μέσω διαφόρων μορφών πολιτικών αμφισβητήσεων. Εδώ θα εξετάσω τη σημασία ενός από τα πλέον εντυπωσιακά πολιτικά αντι-ρεύματα στην νέα βιοϊατρικοποίηση της ψυχικής υγείας: το κίνημα των επιζώντων της ψυχιατρικής, γνωστό επίσης και ως “mad liberation”. Αυτοί οι συνήγοροι αναφέρονται στους εαυτούς τους ως επιζώντες της ψυχιατρικής ώστε να υπογραμμίσουν το τραύμα που βιώνεται μέσα από διάφορες μορφές εξαναγκασμένης θεραπείας, όπως το ηλεκτροσόκ, η εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων, ο νοσοκομειακός εγκλεισμός, η απομόνωση και τα δεσμά. Αυτό το κίνημα, οι ιστορικές ρίζες του οποίου εκτείνονται πίσω στο ριζοσπαστικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1970 και αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1980 ώστε να περιλάβουν μια πιο μεταρρυθμιστική εκδοχή που επικεντρωνόταν στην συνηγορία των χρηστών, κινητοποιεί το πολιτισμικό ιδανικό της ελευθερίας και του αυτο-καθορισμού, μαζί με τον νόμο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης, για να κλονίσει τις ηθικές, επιστημονικές και νομικές αξιώσεις που προάγονται από τις φαρμακευτικές εταιρίες και άλλους επίσημους ψυχιατρικούς θεσμούς (Morrison 2005, Lewis 2006b, Chamberlin 1990).
Το κίνημα των επιζώντων της ψυχιατρικής έχει συνεισφέρει σημαντικά στην επαναδιαμόρφωση της σχέσης μεταξύ της τρέλας και της λογικής μέσω μιας οδού επιθετικών, ριζοσπαστικών και κατά καιρούς ριψοκίνδυνων πολιτικών. Ενώ η γραμμή που έχει οριστεί στην επιστήμη μεταξύ των ειδικών και των μη-ειδικών είναι αξιόλογη, ο διαχωρισμός μεταξύ ψυχιάτρων και εκείνων που ονομάζονται ψυχικά ασθενείς έχει υπάρξει πιο πολύ σαν ένας αδιαπέραστος κόλπος, μιας και οι δεύτεροι, όπως μας υπενθυμίζει ένας υπερασπιστής τους, “έχουν θεωρηθεί ότι είναι παράλογοι – το έχουν χάσει” (Chamberlin 1990:323). Το μέγεθος αυτού του κόλπου έχει ελαττωθεί καθώς εκείνοι που διαγνώστηκαν ή χαρακτηρίστηκαν ψυχικά ασθενείς έχουν ακυρώσει με σθεναρό τρόπο τα περιχαρακωμένα στερεότυπα της ανικανότητάς τους μέσα από δραστήριες πολιτικές εκφράσεις, και τελικά έχει γίνει κατανοητό ότι κατέχουν μια λογική ικανότητα να μιλούν αξιόπιστα για την κατάσταση και την θεραπεία τους, ακόμα και να σχολιάζουν επί της επιστήμης της ψυχιατρικής. [1] Δρώντας για πρώτη φορά ως μια ορατή συλλογικότητα και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής ανησυχίας και αναστάτωσης, αυτοί οι ακτιβιστές βασίστηκαν σε ορισμένους από τους πλέον φορτισμένους πολιτισμικά λόγους πάνω στην ελευθερία, την ατομικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα για να προσδώσουν πολιτισμικό βάρος στις διεκδικήσεις τους. Αυτοί οι λόγοι συνεχίζουν να κατέχουν περίοπτη θέση μετά από τριάντα χρόνια οργάνωσης.
Ενώ υπάρχουν διάφορες πολιτικές θέσεις και κριτικές που προωθούνται από τους χρήστες (consumers), επιζώντες (survivors) και πρώην ασθενείς (ex-patients) (που ορισμένες φορές περιγράφονται συλλογικά από τον όρο “c/s/x κίνημα”), όλες μαζί επικυρώνουν ένα δικαίωμα στον αυτο-καθορισμό εν όψει των εξαναγκασμένων θεραπειών, και αναζητούν να εκθέσουν αυτό που βλέπουν ως επιστημονικά ύποπτους ισχυρισμούς που προτάσσονται από την φαρμακευτική βιομηχανία και την καθεστωτική ψυχιατρική. Συχνά αυτό το επιτυγχάνουν προκαλώντας όχι το γενικό εγχείρημα της επιστήμης, αλλά αυτό που αντιλαμβάνονται ως συγκεκριμένες περιπτώσεις επίπλαστης επιστήμης. Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσω περιπτώσεις και παραδείγματα που επιδεικνύουν πώς οι επιζώντες έχουν αμφισβητήσει την επίσημη ψυχιατρική επιστήμη και πρακτικές υποστηρίζοντας το δικό τους πολιτικό σχέδιο – να εδραιώσουν το δικαίωμα στον άνευ όρων αυτό-καθορισμό ενώπιον της κρίσης της υποκειμενικότητας και της λογικής τους ως παθολογικής και παράλογης από την ιατρική διάγνωση. Συγκεκριμένα, επιζητώ να κατανοήσω πώς αυτοί οι ακτιβιστές έχουν συντηρήσει μια ριζοσπαστική στάση παρόλο που μετακινούνται ανάμεσα σε σχετιζόμενες συναφείς συνθήκες – όπως η μετάβαση από το ριζοσπαστικό πολιτικό τοπίο των δεκαετιών του 1960 και 1970 σε αυτό του νεοφιλελεύθερου υλισμού της δεκαετίας του 1980, η αυξανόμενη νομιμοποίηση ενός νευροχημικού μοντέλου της ψυχικής ασθένειας, και μια κυρίαρχη κουλτούρα επιζήτησης, συνταγογράφησης και λήψης φαρμάκων – οι οποίες έχουν λειτουργήσει ενάντια στην ικανότητά τους να συντηρήσουν μια ορατή άρθρωση ριζοσπαστικών πολιτικών. [2]
Έτσι, ενώ το παρόν πρόσωπο του κινήματος των επιζώντων της ψυχιατρικής προκαλεί το τρέχον βιολογικό παράδειγμα της ψυχικής ασθένειας υποσκάπτοντας την θεωρούμενη βεβαιότητά του, οι εμπλεκόμενοι έχουν εξαπολύσει τις διεκδικήσεις τους από το θεμέλιο μιας μακρύτερης ιστορικής εμπλοκής με την ψυχιατρική σε διαφορετικές επιστημολογικές στιγμές και σε διαφορετικά πολιτικά κλίματα. Και αυτά τα πλαίσια έχουν διευκολύνει και αμβλύνει σημαντικά τη ριζοσπαστική φωνή του κινήματος. Για παράδειγμα, όπως θα επιχειρηματολογήσω παρακάτω, οι πολιτικές των πρώην ασθενών και των επιζώντων παρουσιάστηκαν σε μια περίοδο της Αμερικάνικης ιστορίας που ήταν ώριμη για μια ριζοσπαστική κριτική της ψυχιατρικής, μια κριτική που ήταν ικανή να επικοινωνήσει με πολιτισμική άνεση χάρις σε ένα ευρύτερο κλίμα εναντίωσης καθώς και σε μια πιο αβέβαιη κατάσταση της ψυχιατρικής.
Όμως, όταν ακριβώς αυτοί οι υποστηρικτές απέκτησαν φωνή, η επικρατούσα ψυχιατρική επανεφηύρε τον εαυτό της ούτως ώστε να καταστεί ένα πιο νομιμοποιημένο εγχείρημα, ένα εγχείρημα που παρείχε στο κοινό ένα ηθικά δελεαστικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας. Ως μέρος αυτής της μετατόπισης, η καθεστωτική ψυχιατρική κατέληξε να εστιάζει κυρίως σε ένα αντικείμενο για θεραπεία: τον εγκέφαλο. Θεωρώντας τον εγκέφαλο ως ένα όργανο που υπάρχει απομονωμένο από το κοινωνικό περιβάλλον του, η επικρατούσα ψυχιατρική πρακτική επιζήτησε να τροποποιήσει ένα εύρος συμπεριφορικών συμπτωμάτων, κατά βάση αποκλειστικά μέσα από τον ψυχότροπο χειρισμό της χημείας του εγκεφάλου, ιδιαίτερα των νευροδιαβιβαστών. Είναι αυτή η περιορισμένη επιστημονική πλαισίωση της κανονικότητας και της ασθένειας, που εντέλλει ένα κοκτέιλ από φαρμακευτικές παρεμβάσεις, την οποία είχαν να ανταγωνιστούν οι επιζώντες στον αγώνα τους να παραμείνουν ριζοσπαστικοί στη διάρκεια του χρόνου.
Μαζί με αυτές τις αλλαγές που ήταν εσωτερικό ζήτημα της ψυχιατρικής, οι επιζώντες αντιμετώπισαν ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που διευκόλυναν την άνοδο την πιο μετριοπαθούς έκφρασης του ακτιβισμού των χρηστών. Από τα μέσα προς τα τέλη του της δεκαετίας του 1980, φαινόταν ότι οι επιζώντες της ψυχιατρικής και οι πρώην ασθενείς ήταν καταδικασμένοι, όπως πολλοί άλλοι πολιτικοί ακτιβιστές εκείνης της περιόδου, να ατονήσουν και να εξαφανιστούν σε μια εποχή η οποία προάσπιζε πρωτευόντως τις καταναλωτικές και lifestyle πολιτικές. Σε εκείνα τα μεταβαλλόμενα πολιτικά και ιατρικά πλαίσια, η ελευθερία, η κυρίαρχη κινητοποιούσα κραυγή του κινήματος, έμοιαζε ικανή να μεταδώσει μόνο ένα μήνυμα: ατομική επιλογή εμπρός τις θεραπευτικές επιλογές, οι οποίες, όσο διεξοδικές κι αν ακούγονταν, στην πραγματικότητα περιορίζονταν απλά στην επιλογή από μια εκτεταμένη παράταξη ψυχιατρικών φαρμάκων. Πράγματι, εκ πρώτης όψεως, η άνοδος της συνηγορίας των χρηστών στη δεκαετία του 1980 και η περιθωριοποίηση των επιζώντων και των πρώην ασθενών έδειχνε να παρέχει ένα εύστοχο παράδειγμα της πρόσφατης διορατικότητας του David Harvey ότι “οποιοδήποτε πολιτικό κίνημα που θεωρεί τις ατομικές ελευθερίες ιερές είναι ευάλωτο στην ενσωμάτωση στο πλήθος που μοιράζεται την κουλτούρα του νεοφιλελευθερισμού” (2005:41).
Όμως, παρά μια σημαντική δέσμευση στις ατομικές ελευθερίες και την αυξανόμενη ορατότητα της ρητορικής των χρηστών, το ριζοσπαστικό μήνυμα αυτού του κινήματος, στην πραγματικότητα, δεν καταβροχθίστηκε εύκολα από τη νεοφιλελεύθερη λογική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι επιζώντες έχουν επιδείξει την ικανότητά τους να αντέχουν τη δοκιμή του χρόνου, δίνοντας ξανά έμφαση σε περισσότερο περιεκτικά πολιτικά λεξιλόγια, όπως αυτά των δικαιωμάτων των αναπήρων, μετατοπίζοντας στρατηγικά μηνύματα, και εισερχόμενοι σε μια περιοχή – τη νευροχημική βάση της ψυχικής ασθένειας όπως είχε διατυπωθεί από την επικρατούσα ψυχιατρική – όπου ελάχιστοι άλλοι ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν. [3]
Ως μέρος αυτού του ρίσκου, υπήρξαν μια από τις λίγες ομάδες που ανάγκασαν την Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρία (American Psychiatric Association, APA) να απευθυνθεί και να στραφεί στο αβέβαιο πέριξ των τρέχουσων βιολογικών θεωριών της ψυχικής ασθένειας. Όταν μια μικρή ομάδα επιζώντων της ψυχιατρικής οργάνωσε μια απεργία πείνας το καλοκαίρι του 2003, απαιτώντας διάφορες ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της APA, “να παρουσιάσουν επιστημονικά έγκυρες αποδείξεις” για τη βιολογική βάση της ψυχικής ασθένειας, η APA εν τέλει εξέδωσε μια δήλωση που παραδεχόταν ότι “η επιστήμη του εγκεφάλου δεν έχει εξελιχθεί σε σημείο ώστε οι επιστήμονες ή οι κλινικοί ιατροί να μπορούν να καταδείξουν εύκολα ορατές οργανικές βλάβες ή γενετικές ανωμαλίες οι οποίες από μόνες τους εξυπηρετούν ως αξιόπιστοι ή προγνωστικοί βιο-δείκτες κάποιας δεδομένης ψυχικής διαταραχής ή ψυχικών διαταραχών ως ομάδα.” [4] Σε μια εποχή κατά την οποία οι βιολογικές εξηγήσεις για συνθήκες συμπεριφοράς έχουν καταστεί μέρος του κατά μείζονα λόγο αδιαμφισβήτητου πεδίου εξηγήσεων, αυτή ήταν μια εξαιρετικά σπάνια, και έτσι ιστορική, πολιτική παραδοχή. Η απεργία πείνας εκπροσωπεί ένα από τα πλέον δυνατά παραδείγματα πώς οι επιζώντες της ψυχιατρικής, συχνά περιθωριοποιημένοι ως “μη ειδικοί”, “υπερβολικά ριζοσπάστες”, ή “το πολιτικό περιθώριο”, έχουν στην πραγματικότητα, μέσα από δεκαετίες συνεχούς, αν και διαρκώς μετατοπιζόμενης, πολιτικής δράσης, δημιουργήσει επιτυχημένα ένα πεδίο αναμέτρησης για μια κριτική δημόσια συζήτηση στις ιατρικές βιοεπιστήμες.
Θέτω αυτό το εντυπωσιακό παράδειγμα ως σημείο έναρξης από το οποίο θα εξετάσω το ρόλο, τη σημασία και τα όρια των ριζοσπαστικών πολιτικών για τη δημιουργία συμμετοχικών κοινών στις βιολογικές επιστήμες. Όσα ακολουθούν, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι μια ευθεία εμπειρική ιστορία, πόσο μάλλον μια αναλυτική αφήγηση των επιζώντων, της Αμερικάνικης πολιτικής κουλτούρας ή των μετασχηματισμών στην ψυχιατρική. Αντίθετα, προχωρώ σε μια πιο μετριόφρονα και άκρως επιλεκτική αφήγηση παραδειγμάτων που προέρχονται από την αρχική δυναμική εμφάνιση των επιζώντων της ψυχιατρικής στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ακολουθώ τα ίχνη της ανόδου της συνηγορίας των χρηστών στη δεκαετία του 1980, και τελειώνω μια μια πιο αναλυτική εξέταση αυτής της απεργίας πείνας. Εφόσον εστιάζω κυρίως σε πρώην ασθενείς και επιζώντες, που τείνουν να παραθέτουν μια ριζοσπαστική κριτική, τους διαχωρίζω από τους χρήστες ιδιαίτερα στο αρχικό μέρος της αφήγησής μου, πριν να αναφερθώ στην άνοδο της συνηγορίας των χρηστών στη δεκαετία του 1980. Εμφωλεύω αυτά τα μερικά παραδείγματα μέσα σε ορισμένα από τα πλέον προεξέχοντα πολιτικά, ιατρικά και οικονομικά ρεύματα που έπαιζαν κατά τη διάρκεια αυτής της τριακονταετούς περιόδου (ειδικά οι κυρίαρχες τάσεις στην ψυχιατρική) ούτως ώστε να προσφέρω μια κριτική και εννοιολογική εκτίμηση των στιγμών στις οποίες το πολιτικό μήνυμα των επιζώντων της ψυχιατρικής είχε περισσότερο διαδεδομένη πολιτισμική και πολιτική λαβή. Πράττοντας έτσι, είναι ξεκάθαρο ότι ενώ μεγαλύτερες δυνάμεις ενδυναμώνουν και περιορίζουν την πολιτική δραστηριότητα, η ικανότητα αυτών των ακτιβιστών να επιβιώσουν ως κεντρικοί πρωταγωνιστές σε μια κριτική της καθεστωτικής ψυχιατρικής προκύπτει από την προθυμία τους να μετατοπίζουν το πολιτικό μήνυμα και τακτική τους εντός μιας παλίρροιας μεταβαλλόμενων συνθηκών. [5]
Οι αρχές των ριζοσπαστικών πολιτικών της ελευθερίας
Η δεκαετία του 1960 και οι αρχές της δεκαετίας του 1970 ανακαλούνται ως μια ταραχώδης περίοδος στην Αμερικάνικη ιστορία όταν η ζωντανή φλόγα της πολιτικής εναντίωσης έκαιγε με πάθος, φωτίζοντας και, σε μερικές περιπτώσεις, μετασχηματίζοντας μια πληθώρα από κοινωνικά δεινά, θεσμούς και νομικές εντολές. Από τις επιθέσεις στον φυλετικό διαχωρισμό μέχρι τις φεμινίστριες που κραύγαζαν για ισότητα, η ακαδημαϊκή κριτική ήταν σε σημαντική αρμονία με μια θύελλα ευφάνταστων πολιτικών δράσεων. Σε αυτή την περίοδο, τόσο οι ακτιβιστές όσο και οι ακαδημαϊκοί συνέλαβαν την έννοια της τρέλας ως μέσον με το οποίο θα κατανοούσαν στην ίδια τη φύση της κοινωνικής αδικίας, της ανισότητας και των πολιτικών παρεμβάσεων. Για να πιάσουμε ένα από τα πιο πρώιμα και πιο δυναμικά παραδείγματα, το 1955 ο Martin Luther King εκφώνησε έναν από αυτούς που επρόκειτο να είναι μια σειρά από παθιασμένους λόγους για τα πολιτικά δικαιώματα, τον “Montgomery Story”, στη διάρκεια του οποίου παρότρυνε τους ακροατές του να “κρατήσουν τον χορό για τα πολιτικά δικαιώματα μέχρι το τέλος” υιοθετώντας μια τακτική φαινομενικά μη υπαγορευόμενη από την κοινή λογική. Εν ολίγοις, πρότεινε ότι το μονοπάτι προς την απελευθέρωση βρίσκεται στον ενστερνισμό της τρέλας.
Σε επόμενους λόγους θα εξηγούσε περισσότερο αυτό το μήνυμα, παρωθώντας τα μέλη του ακροατηρίου να μείνουν απροσάρμοστοι ενώπιον των φυλετικών διακρίσεων και διαχωρισμών, της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, του μιλιταρισμού και της σωματικής βίας. [6] Για παράδειγμα, σε έναν λόγο που εκφώνησε το 1965 στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Μίσιγκαν, διακήρυξε “Είμαι περήφανος που είμαι απροσάρμοστος … Λέω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν σκοπεύω ποτέ να προσαρμοστώ στο διαχωρισμό και τις διακρίσεις.” [7] Για τους Αφρο-αμερικάνους η προσαρμογή στις νόρμες και τους νόμους των φυλετικών διακρίσεων σήμαινε πράγματι κατοίκηση στην επικράτεια της αληθινής τρέλας. Για να επιτύχει δικαιοσύνη και ελευθερία, ο King κατ’ επίφαση επιδοκίμαζε τον ενστερνισμό της “τρέλας” και έτσι, με τη σειρά του, διέγνωσκε τις νόρμες της κοινωνίας ως τρελές. Η διακήρυξή του είναι μόνο ένα σημαντικό παράδειγμα πώς τα νοήματα της κανονικότητας και της τρέλας σε αυτή την περίοδο της Αμερικάνικης ιστορίας είχαν ξεκινήσει να μετατοπίζονται κάτω από το βάρος σθεναρής κοινωνικής αναταραχής, ακαδημαϊκής κριτικής και νομικού λαϊκισμού.
Στη δεκαετία του 1960, ένα σταθερό ρεύμα κινημάτων πολιτικών δικαιωμάτων και αντι-αποικιοκρατικών κινημάτων, και άλλων προκλήσεων προς την εξουσία – από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις μέχρι τη στροφή στην αντικουλτούρα – διέγνωσκαν την κοινωνία με παρόμοιους όρους, ομιλώντας και απευθυνόμενα έντονα και συλλογικά προς τις κοινωνικές καταχρήσεις της εξουσίας. Συγκεκριμένα, αυτή η δεκαετία είδε μια άνθηση της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας που παρέτασσε την “τρέλα” ως μέσον για να αντιληφθεί, και συνεπώς να εκθάψει, την κακοποίηση, τον εξαναγκασμό και την αδικία. Ο ακαδημαϊκός υπερασπιστής της Νέας Αριστεράς, ο Herbert Marcuze, για παράδειγμα, έγραφε στα τέλη του ’60 για τους τρόπους που η δύναμη της κοινωνικής δυσαρέσκειας, και επομένως της εν δυνάμει πολιτικής εναντίωσης, ακυρώνονταν κατηγορηματικά μέσα από την καθίζηση και τον συσχετισμό με την παραφροσύνη, και έτσι εργαζόταν ώστε να επισκοτίζει τον πραγματικό τόπο της ασθένειας: την ευκατάστατη, σπάταλη κοινωνία (1968:248-252). Και φυσικά, και διασημότερα, υπήρχε ένα σώμα από ευρέως διαβασμένη βιβλιογραφία από ακαδημαϊκούς με επιρροή όπως ο Michel Foucault, ο Ervin Goffman και ο Thomas Sheff, καθώς επίσης κριτικές που αναπτύσσονταν από αντιγνωμούντες ψυχιάτρους, όπως ο Robert Laing και ο Thomas Szasz, που απευθύνθηκαν συγκεκριμένα στην ψυχιατρική, τους θεσμούς της, και τα σχήματα κατηγοριοποίησης της ως τρόπους εξαναγκασμού. Αυτή η βιβλιογραφία έδωσε ζωή σε αυτό που κατέληξε μια κυρίως ακαδημαϊκά προσανατολισμένη, εντούτοις με επιρροή, κριτική που επίσης έφθασε να γίνει γνωστή πιο ευρέως με τον όρο αντι-ψυχιατρική (Crossley 2006). [8]
Αυτοί οι υπερασπιστές ανέλαβαν οι ίδιοι να εναντιωθούν αμφισβητήσουν τη νομική ρύθμιση των σωμάτων τους όχι μόνο μέσα από το νόμο της συναίνεσης μετά από ενημέρωση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά επίσης μέσα από τη ρύθμιση των σημασιών της ψυχικής ασθένειας, της τρέλας και της λογικής. Αντηχώντας το κάλεσμα του Martin Luther King να παραμείνουν απροσάρμοστοι ώστε να αποκαλύψουν την τρέλα της κοινωνίας, οι ψυχιατρικοί επιζώντες εναντιώθηκαν στους εξουσιαστικούς ιατρικούς θεσμούς ξεγυμνώνοντας τους παραλογισμούς της ψυχιατρικής περίθαλψης και επανασχηματιζοντας τις σημασίες της κανονικότητας και της τρέλας. Ορισμένοι υπερασπιστές αμφισβητούσαν συνολικά την κατάσταση της τρέλας, και άλλοι την κωδικοποιούσαν ως μια πραγματική και έγκυρη ανθρώπινη εμπειρία που δεν θα έπρεπε να παθολογικοποιείται, αλλά αντίθετα να εξυμνείται λόγω της παρέκκλισής της και της ικανότητάς της να παρέχει διορατικότητα για την ανθρώπινη κατάσταση. [9] Ανάμεσα σε αυτές τις διάφορες τοποθετήσεις, μια στάση ήταν κατ’ εξοχήν ξεκάθαρη και σχεδόν ομόφωνη: η εξαναγκασμένη θεραπεία, η οποία εκείνον τον καιρό στηριζόταν εξολοκλήρου από τον νόμο, ήταν μια μορφή βίας, γιατί αρνούταν στους συμμετέχοντες τον αυτο-καθορισμό των σωμάτων τους και συχνά τους έθετε σε περιπτώσεις που βίωναν ως επιζήμιες και επομένως ήταν τραυματικές.
Όπως ζωντανά καταδεικνύει η Linda Morrison στην εκτεταμένη της αφήγηση του κινήματος mad liberation, οι επιζώντες της ψυχιατρικής, μαζί με άλλους υπερασπιστές της ψυχικής υγείας, μέσα από αυτό το είδος ακτιβισμού όχι μόνο σχημάτισαν με επιδεξιότητα μια “φωνή” για να “ανταπαντήσει” στην ψυχιατρική πάνω σε ζητήματα περίθαλψης, θεραπείας και βλάβης, αλλά αναζήτησαν επίσης να αλλάξουν με πιο θεμελιώδη τρόπο τους όρους της εμπλοκής ώστε να δημιουργήσουν μια εναλλακτική επιστημολογική, υλική και ηθική πραγματικότητα σε σχέση με αυτή που παρέχει η επικρατούσα ψυχιατρική. Αποφεύγοντας μια επιθυμία για κανονικότητα όπως υπαγορεύεται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις της ψυχικής ασθένειας, αναζήτησαν αντ’ αυτού να επικυρώσουν “την τοπική, περιφερειακή γνώση τους ως γνώση και όχι ως μόνο δεδομένα για το ψυχοφαρμακευτικό ερευνητικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα” (Morrison 2005:23).
Εκείνη την εποχή, πολλές από τις πολιτικές αξιώσεις των ακτιβιστών είχαν σημαντική δημόσια επιρροή, εν μέρει λόγω του φορτισμένου κοινωνικού περίγυρου της αντικουλτούρας στον οποίο διάφορα διατεμνόμενα αντιεξουσιαστικά ρεύματα εργάζονταν συνεργατικά για να ενισχύσουν το ένα το άλλο. Με την κοινωνία επίμονα και τόσο ορατά κάτω από επίθεση ως τρελή από τόσες πολλές διάφορες κοινωνικές ομάδες, υπήρχε ένα πολιτικό άνοιγμα μέσα από το οποίο εκείνοι που είχαν κριθεί τρελοί μπορούσαν να επικοινωνήσουν μια κριτική της ψυχιατρικής με περισσότερη ένταση από οποτεδήποτε πριν.
Εντούτοις, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι στους καιρούς αυτού του πολιτικού ξεσπάσματος, το πεδίο της ψυχιατρικής βρισκόταν επίσης σε μια διασταύρωση, υφιστάμενο σημαντικό επιστημολογικό αναβρασμό και στερούμενο τους τύπους των σκληρών επιστημονικών διακριτικών που υποτίθεται ότι τώρα φέρει. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη των νευροχημικών θεωριών του εγκεφάλου ήταν σε νηπιακή ηλικία, μόλις έχοντας αρχίσει να προκαλεί την εξουσία των ψυχοδυναμικών προσεγγίσεων – συχνά Φροϋδικών στον προσανατολισμό – οι οποίες είχαν υπάρξει το κυρίαρχο παράδειγμα στην ψυχιατρική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. [10] Στις αρχές του ’70, αυτές οι τεχνικές υποκειντο αυξανόμενα σε μια κριτική ματιά, εν μέρει λόγω της τάσης τους να μειώνουν όλα τα φαινόμενα στην εμπειρία της παιδικής ηλικίας, και επομένως της ροπής τους να εκτρέφουν μια έκδηλη ηθικολογία που έριχνε μεγάλο πταίσμα στην οικογένεια, συνήθως στις μητέρες (Dolnick 1998). Επιπρόσθετα, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Ψυχικής Διαταραχής (DSM), τώρα η τρέχουσα διαγνωστική βίβλος, θεωρούταν, ακόμα και εντός του πεδίου της ψυχιατρικής, κατάφωρα ασαφές και επομένως ανίκανο να στηρίξει τις εξουσιαστικές μορφές που τώρα κατέχει. Τελικά, και πιο διάσημα από όλα, ο θεσμός που σχετιζόταν στενότερα με την ψυχιατρική, το άσυλο, βρισκόταν κάτω από παρατεταμένη επίθεση από την πολιτική Δεξιά και Αριστερά, και μέσα στον οξύ πόνο της διάλυσής του εξαιτίας ενός περίπλοκου πλήθους πιέσεων που περιλάμβαναν πάνω από δύο δεκαετίες κριτικής και αποκαλύψεων, οικονομικών κρίσεων, και νομικών επιθέσεων από οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων. [11]
Ένα σώμα νόμων για την ψυχική υγεία ήταν φυσικά το πρωτεύον εργαλείο που χρησιμοποιούταν για να τοποθετούνται και κρατούνται εκείνοι που αναγνωρίζονταν ως ψυχικά ασθενείς εντός του περιορισμού του ψυχιατρικού νοσοκομείου και υποκείμενοι σε διάφορες εξαναγκασμένες θεραπείες. Εξαιτίας της εξάρτησης της ψυχιατρικής από τον νόμο, ο Foucault ορθά παρατηρεί ότι το σώμα του τρελού ήταν ένα “αντικείμενο δικαστικής απαγόρευσης”, διευκρινίζοντας επιπλέον ότι “ο νόμος υπερίσχυε της ιατρικής στην κατεύθυνση των τρελών σε μια περιθωριακή κατάσταση” (1970:338). Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες, νομικά θεσπίσματα εξουσιοδοτούσαν εξαναγκασμένες θεραπείες και, μέχρι τη δεκαετία του 1960, ανεπίσημα κωδικοποιούσαν τους “τρελούς” είτε ως μη-άτομα είτε ως εγκληματίες στερώντας τους τα πολιτικά τους δικαιώματα (να ψηφίζουν, να παντρεύονται, να έχουν άδειες οδήγησης, για παράδειγμα) από τη στιγμή που τοποθετούταν μέσα σε κάποιο ίδρυμα. Με την επίθεση στο άσυλο έφθασε επίσης και μια επίθεση στο δίκτυο νόμων που συντηρούσαν την ιδρυματοποίηση.
Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εξαιτίας σημαντικών αλλαγών που εν μέρει ακολούθησαν τον κινούμενο από τους ασθενείς δικαστικό αγώνα (περιλαμβανομένου αυτού των επιζώντων), και εν μέρει μέσα από ανεξάρτητες πρωτοβουλίες που υποστηρίζονταν από τον ακτιβισμό για τα πολιτικά δικαιώματα, ο νόμος δεν λειτουργούσε πλέον τόσο άψογα εξυπηρετικά για την ψυχιατρική. Για παράδειγμα, νομικές αλλαγές που υποστήριζαν τα πολιτικά δικαιώματα των ασθενών έκαναν πιο δύσκολο τον ακούσιο εγκλεισμό των ασθενών, διευκρίνισαν το δικαίωμα να αρνηθείς τη θεραπεία και έθεσαν εκτός νόμου την αναγκαστική εργασία εντός των νοσοκομείων. Αυτές οι αλλαγές λειτούργησαν μαζί για να υποδείξουν ότι η ψυχιατρική και ο θεσμοποιημένος τόπος της εκείνη την εποχή, το άσυλο, ήταν υπερβολικά πολύ ισχυρά και εξαναγκαστικά, συχνά εις βάρος της ευημερίας των ασθενών. [12]
Ένα καλά γνωστό παράδειγμα της γενικά πιο επισφαλούς θέσης που κατείχαν η ψυχιατρική και το άσυλο κατά την περίοδο αυτή προέκυψε και μεταδόθηκε από ένα πείραμα που διεξήγαγε ο καθηγητής του Πανεπιστήμιου του Stansford, David Rosenhan και δημοσιεύτηκε στο διάσημο επιστημονικό περιοδικό Science. Αξίζει να αφηγηθούμε σύντομα το πείραμα εδώ, γιατί είναι ένα δυνατό σημάδι ενός γενικότερου σκεπτικισμού που σημάδεψε την ψυχιατρική και τα άσυλα εκείνη την εποχή. Το 1973 ο Rosenhan έστειλε οκτώ ψευδοασθενείς σε διάφορα νοσοκομεία στην Ανατολική και Δυτική ακτή για να προσπαθήσουν να πετύχουν να εισαχθούν ισχυριζόμενοι ότι άκουγαν φωνές. Η εισαγωγές έγιναν χωρίς δυσκολία και το προσωπικό τους διέγνωσε κατευθείαν ως σχιζοφρενείς ή μανιοκαταθλιπτικούς. Μετά την εισαγωγή, επανήλθαν στην κανονική συμπεριφορά τους. Παρόλο που συμπεριφέρονταν κανονικά, ποτέ δεν ανιχνεύθηκαν από το προσωπικό, αλλά πολλοί συνασθενείς τους εύκολα παρατήρησαν την απάτη, και ένας σημαντικός αριθμός τους προκάλεσε: “Δεν είσαι τρελός, είσαι κάποιος δημοσιογράφος ή καθηγητής” (1973:4).
Από την άλλη μεριά, τα μέλη του προσωπικού ερμήνευσαν φαινομενικά άκακες και συνηθισμένες πράξεις, όπως η λήψη σημειώσεων, ως εκδήλωση της παρεκκλίνουσας, καταναγκαστικής συμπεριφοράς. Οι “ασθενείς” εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν στο νοσοκομείο κατά μέσο όρο για δεκαεννιά μέρες, και σε μία περίπτωση, πενήντα δύο μέρες. Το Science δημοσίευσε τα ευρήματα σε ένα άρθρο, “Περί του να είσαι λογικός σε παράλογα μέρη”, που βοήθησε να τροφοδοτήσει μια δημοφιλή αντίληψη ότι τα ψυχιατρικά ιδρύματα ήταν μαντριά περιορισμού ανθρώπων που είχαν χαρακτηριστεί από το ψυχιατρικό επάγγελμα ως παρεκκλίνοντες, και όχι, αντίθετα, κάποιο μέρος για την γιατρειά των πραγματικά ασθενών.
Η βιολογική ψυχιατρική κερδίζει σε υπόληψη μέσα από το DSM III στην εποχή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας
Επειδή η ψυχιατρική περνούσε μια διαδικασία σημαντικής ρευστότητας, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη στην κριτική, ειδικά σε μια εποχή που ήδη προάσπιζε τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώπιον αυτού που γινόταν αντιληπτό ως απρόσωποι, επικίνδυνοι ή υπερβολικά ισχυροί θεσμοί. Εντούτοις, στις επόμενες δεκαετίες, όποια μορφή αξιοπιστίας κι αν είχαν σφυρηλατήσει οι επιζώντες αυτή κλονίστηκε και μετασχηματίστηκε από μια νέα εμπιστοσύνη στα βιολογικά θεμέλια της ψυχικής ασθένειας. Αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1970 και φτάνοντας στο απόγειο στα τέλη της δεκαετίας του 1989, ένα νευροχημικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας παγιώθηκε και ενισχύθηκε ώστε να επιτύχει μια κατάσταση σημαντικής υπόληψης. Αυτό προέκυψε μέσα από τη σύγκλιση τροχιών που περιελάμβαναν νέους ομοσπονδιακούς κανονισμούς που κάλυπταν την φαρμακευτική έρευνα και διαφήμιση ξεκινώντας το 1962, την εισαγωγή των ψυχοτρόπων φαρμακευτικών αγωγών σε ευρεία βάση, και την τρίτη έκδοση του DSM. Κατά τη διάρκεια και μέσα από αυτή τη σύγκλιση, η ψυχιατρική διατύπωσε αυτό που ο Andrew Lakoff περιγράφει ως μια νέα τεχνική λογική της ιδιαιτερότητας, αυτό που αποκαλεί “φαρμακευτική λογική”, μια ιδέα ότι
“η στοχευμένη θεραπεία με φάρμακα θα αποκαταστήσει τα υποκείμενα σε μια φυσιολογική κατάσταση αντίληψης, συναισθήματος και βούλησης” (2005:7).
Μέχρι να αναπτυχθούν νέα ψυχοτρόπα φάρμακα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τα περισσότερα ψυχιατρικά φάρμακα, όπως το Valium, ήταν ηρεμιστικά, τα οποία έφεραν μαζί τους δύο σχετιζόμενες προοπτικές. Η μία ήταν ότι το κοινό και οι επαγγελματίες της ιατρικής συχνά τα αντιλαμβάνονταν όχι ως θεραπευτικά, υπό την έννοια ότι θα επέστρεφαν τον ασθενή στην υγιή κατάσταση, αλλά, ακόμα κι έτσι, άξια λόγου από τη στιγμή που παρείχαν μια σύντομη ανακούφιση από την έφοδο των συμπτωμάτων. Δεύτερον, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κοινό συχνά τα αντιμετώπιζαν με κριτικό μάτι επειδή ήταν επικίνδυνα, γνώριζαν μεγάλη κατάχρηση και ήταν εθιστικά, ιδιαίτερα μετά την επιβολή αυστηρότερων διαφημιστικών ρυθμίσεων το 1962 από τον FDA, ως μέρος δραστικών αλλαγών στον Νόμο περί Τροφίμων, Φαρμάκων και Καλλυντικών που ακολούθησε τη δημόσια κατακραυγή για ένα ηρεμιστικό, τη θαλιδομίδη, που προκάλεσε πολλές χιλιάδες βλάβες εκ γενετής, παρόλο που αρχικά είχε κριθεί ασφαλές από τις φαρμακευτικές εταιρίες (Healy 1997). Όπως σημειώνει ένα πλήθος από ιστορικούς, ανθρωπολόγους και κριτές της ψυχιατρικής, αυτές οι ρυθμιστικές πιέσεις βοήθησαν ενεργά στην τοποθέτηση της ψυχιατρικής και των νέων φαρμακολογικών εξελίξεων σε ένα δρόμο προς ένα αποκλειστικό και στενό ιατρικό μοντέλο της ασθένειας (Healy 1997, 2002, Lakoff 2005). Μετά τις ρυθμιστικές αλλαγές του 1962, οι φαρμακευτικές εταιρίες ήταν υποχρεωμένες να αποδεικνύουν ότι τα φάρμακα ήταν και ασφαλή και αποτελεσματικά πριν από την έγκριση (και επομένως την κυκλοφορία στην αγορά). Αυτό οδήγησε στην αναγκαιότητα, με άλλα λόγια, μιας πολύ πιο στενής συσχέτισης μεταξύ φαρμάκων και διακριτών οντοτήτων ασθενειών από όσο ήταν αναγκαίο πριν.
Αυτή η ρυθμιστική απαίτηση να συνδέεται η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων με συγκεκριμένες ασθένειες βοήθησε στην επιτάχυνση μιας ανεξάρτητης πρωτοβουλίας εντός της κλινικής ψυχιατρικής και φαρμακολογίας να σχηματιστούν πρότυπα σχήματα ταξινόμησης. Επινοήθηκε μια σειρά από τυποποιημένα σχήματα ταξινόμησης μετά από μια ευρέως δημοσιευμένη συγκριτική μελέτη που περιελάμβανε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη η οποία επιδείκνυε σημαντικές ανομοιότητες στα διαγνωστικά καθεστώτα μεταξύ των δύο. Κάτω από την ηγεσία του Robert Spitzer, ενός ερευνητή από το Ψυχιατρικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Columbia, νέα όργανα και ερωτηματολόγια, όπως τα Research Diagnostic Criteria και η Global Assessment of Psychopathology, δημιουργήθηκαν για να επιτευχθεί μεγαλύτερη τυποποίηση και, ελπιζόταν, ειδικότητα στην ψυχιατρική.
Ο Robert Spitzer ήταν ένα από τα κύρια πρόσωπα που διήυθηναν και κατεύθυναν ένα φιλόδοξο, εξαετές πλάνο για να αναθεωρηθεί, ανανεωθεί και ενημερωθεί το DSM από την δεύτερη στην τρίτη έκδοση, το οποίο όταν ολοκληρώθηκε το 1980, όχι μόνο παρείχε στους ψυχιάτρους πιο τυποποιημένα κριτήρια με τα οποία θα αξιολογούσαν και θα διέγνωσκαν τους ασθενείς, αλλά περιέγραφε επίσης με την ακρίβεια ενός βιβλίου μαγειρικών συνταγών περισσότερες από 292 διαταραχές, 100 περισσότερες από όσες υπήρχαν προηγουμένως. [13] Εγκεκριμένο από την APA, σηματοδότησε ένα νέο τρόπο σκέψης, διάγνωσης και θεραπείας της ψυχικής ασθένειας που είχε, κατά την έκδοσή του, επισκιάσει μια πιο ψυχοδυναμική προσέγγιση που ήταν δημοφιλής στις προηγούμενες δεκαετίες. [14] Διαλαλούμενο από πολλούς στον επαγγελματικό κλάδο ως αυθεντικό επιστημονικό όργανο, αυτό το νέο εργαλείο εξόπλισε τον ψυχίατρο ώστε “να γίνει καταμετρητής, όχι ερμηνευτής” (Lakoff 2005:12).
Παρόλο που αυτή η εξέλιξη ήταν συχνά μια παρατραβηγμένη και διαμφισβητούμενη υπόθεση, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, το DSM III σύντομα έφερε αναστάτωση στο κοινό. “Υπήρχαν εντυπωσιακές ιστορίες στον τύπο”, γράφει ο δημοσιογράφος Alix Spiegel, “και τα τηλεοπτικά ειδησεογραφικά περιοδικά επιδείκνυαν παραδείγματα από αρκετές από τις διαταραχές που μόλις είχαν εντοπιστεί” (2005:62). Κατά την περίοδο της αρχικής του κυκλοφορίας, μεταφράστηκε σε δεκατρείς γλώσσες και σύντομα το εναγκάλισε ένα ευρύ φάσμα από ενδιαφερόμενα μέρη. Για τη φαρμακευτική βιομηχανία και τις ασφαλιστικές εταιρίες, συγκεκριμένα, παρείχε ένα επαγγελματικά προσυμφωνημένο τεχνούργημα για να προωθηθεί η αποτελεσματικότητα και να ιχνηλατούνται αποτελέσματα στις υπηρεσίες υγείας και στον εφοδιασμό με φάρμακα. “Η δημιουργία ενός διακριτού συνόλου διαταραχών, όπως η διαταραχή πανικού, η κοινωνική φοβία, ο ψυχαναγκαστικός, και άλλες διαταραχές,”, υποστηρίζει ο David Healy, “παρείχε στην φαρμακευτική βιομηχανία ένα σύνολο στόχων για να κατευθύνει πάνω τους τα σκευάσματά της” (1997:237). Τελικά, αυτά τα σκευάσματα παρουσιάστηκαν ως “καθαρότερα” και ασφαλέστερα από τους προκατόχους τους επειδή εύλογα στόχευαν ένα συγκεκριμένο σύνολο νευροχημικών, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, τα οποία όλο και περισσότερο γινόταν αντιληπτά ως η καρδιά της συναισθηματικής ταραχής, παρόλο που δεν είχαν ακόμη αποδειχτεί οι οριστικές συνδέσεις (Rose 2003, Whitaker 2002, Lacasse and Leo 2005).
Σε αυτή την εποχή, μέσα από τον στενό συνδυασμό ενός πολλαπλασιασμού των θεραπευτικών μέσων και νέων τεχνολογιών παρέμβασης, απεικόνισης και ταξινόμησης, η ψυχιατρική, όπως υποστηρίζει ο Brad Lewis, έφτασε να αποκτήσει “μια εντυπωσιακά εξιδανικευμένη αντίληψη ‘ουδετερότητας στις θεωρίες’ της” (2006a:1). Η δύναμη της επιστήμης να ομιλεί και να εξωθεί το κοινό, φυσικά, δεν είναι μια περίκλειστη και αυτοσυντηρούμενη μηχανή που μεταφέρει ένα νέο μοντέλο της ψυχικής ασθένειας στην δημόσια αποδοχή. Όπως και με κάθε επιστημονικό ισχυρισμό ή ιατρική θεραπεία, υπάρχουν διάφορες περίπλοκες, αν και συχνά αόρατες, μορφές εμπλεκόμενων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων ηθικών υποσχέσεων, και με αυτή που παρέχεται από τη νέα φαρμακευτική λογική να αποδεικνύεται ιδιαίτερα ελκυστική. Το νευροχημικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας ήταν δελεαστικό, εν μέρει, γιατί παρείχε μια σαφή δέσμευση: ένα ηθικό άλλοθι που μπορούσε να απελευθερώσει τους ανθρώπους από συγκεκριμένες μορφές υπευθυνότητας, και επομένως, λεγόταν, από το στίγμα. Όπως υποστηρίζει πειστικά ή Tanva Luhrmann στην ανάλυσή της της Αμερικάνικης ψυχιατρικής,
“η βιολογία είναι η μεγάλη ηθική υπεκφυγή της εποχής μας. Εφόσον κάτι βρίσκεται μέσα στο σώμα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί το άτομο· το σώμα είναι πάντοτε ηθικά αθώο” (2000:8).
Η διακήρυξη αυτού του μοντέλου και οι ηθικές προεκτάσεις του αρθρώνονταν από τους ψυχιάτρους, πολλούς ασθενείς, και περισσότερο έμμεσα αλλά όχι λιγότερο έντονα, προωθούταν από τη φαρμακευτική βιομηχανία μέσα από ένα σημαντικά ενισχυμένο διαφημιστικό μηχανισμό. Και ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, το βιολογικό μοντέλο αναγγέλθηκε από έναν άλλο συμμέτοχο που εμφανίστηκε λίγο πριν περάσει μια δεκαετία από την εγκαθίδρυση του ακτιβισμού των επιζώντων: η Εθνική Συμμαχία για τους Ψυχικά Ασθενείς (National Alliance for the Mentally Ill, NAMI). Έχοντας ιδρυθεί το 1979, η NAMI είναι μια μη κερδοσκοπική, υποστηρικτική οργάνωση συνηγορίας ευρείας κλίμακας, οικογενειών και φίλων εκείνων που έχουν βαριές ψυχικές ασθένειες. Βρίσκεται σε σημαντικά τεταμένη σχέση με τους επιζώντες λόγω της δίχως ενδοιασμούς επιδοκιμασίας της φαρμακευτικής θεραπείας και του νευροχημικού μοντέλου της ψυχικής ασθένειας (Morrison 2005:85-87, 149-155, Whitaker 2002:283). Με γερή χρηματοδότηση, μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από την τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, η NAMI προασπίζεται, στο ευρύτερο κοινό και στην κυβέρνηση, το βιολογικό μοντέλο της ασθένειας ως ένα μονοπάτι στο οποίο πρέπει να προσανατολιστεί η έρευνα και η θεραπεία, και ιδιαίτερα ως μια στρωτή διαδρομή σε αντίθεση με τον κακοτράχαλο δρόμο του στίγματος. Στην ιστοσελίδα της δηλώνει:
“Οι ψυχικές ασθένειες είναι εγκεφαλικές διαταραχές που εδράζονται στη βιολογία. Δεν μπορούν να υπερνικηθούν μέσα από “τη δύναμη της θέλησης” και δεν σχετίζονται με τον ‘χαρακτήρα’ ή τη νοημοσύνη του ατόμου.” [15]
Εάν η πολιτική του mad liberation του ’70 άνοιξε έναν χώρο στον οποίο οι “ψυχικά ασθενείς” απαιτούσαν μια φωνή και στους οποίους παραχωρήθηκε σε κάποιο βαθμό αυτή η λογική, τότε η αυξανόμενη αποδοχή του νευροχημικού μοντέλου της ασθένειας, με την ηθική υπόσχεσή του για πιθανή θεραπεία και εξάλειψη του στίγματος, άλλαξε τους όρους της εμπλοκής. Τώρα, το να είσαι λογικός σήμαινε να αποδέχεσαι αυτό το μοντέλο της ψυχικής ασθένειας και, ως άμεση φυσική συνέπεια, το μοντέλο θεραπείας που συνεπαγόταν: ψυχότροπα φάρμακα. Το να πράξεις διαφορετικά αντιμετωπιζόταν ως μια πλήρη απόρριψη αυτού που παρουσιαζόταν ως διάφανη και ξεκάθαρη επιστημονική απόδειξη και εμμέσως πλην σαφώς θα κωδικοποιούσε εκ νέου ένα άτομο ως πάσχον από έλλειψη λογικών δεξιοτήτων.
Παρά τις αλλαγές αυτές, η γλώσσα της ελευθερίας που εισήχθη από τους ριζοσπάστες του ’70 δεν εξαερώθηκε εντελώς ξαφνικά· αντιθέτως μεταλλάχθηκε. Οι πολιτικές του κινήματος των τρελών απελευθέρωσαν ένα παρεκβατικό τζίνι αυτοκαθορισμού και ελευθερίας το οποίο, χάρις στην τεράστια λαϊκή απήχησή του στο Αμερικάνικο πολιτισμικό φαντασιακό (cf. Foner 1998, Norton 1993) και σε άλλες φιλελεύθερες δημοκρατίες, δεν εξαφανίστηκε. Κατά τη διάρκεια των μέσων του ’80, σε πείσμα της κυριαρχίας ενός ανανεωμένου βιολογικού μοντέλου της ψυχιατρικής, το δημόσιο και ριζοσπαστικό πρόσωπο του κινήματος των επιζώντων της ψυχιατρικής έφθινε. Στη θέση του, άνθισε το μεταρρυθμιστικό κίνημα των χρηστών. Διατήρησε μια γλώσσα ελευθερίας η οποία, κατά καιρούς, ευθυγραμμιζόταν με και ενίσχυε τα νεοφιλελεύθερα ρεύματα που βρίσκονται ακόμα μαζί μας σήμερα.
Και ήταν καταναλωτισμός με τα όλα του. Η δεκαετία του 1980, και ιδιαίτερα η δεκαετία του 1990, είδε την άνοδο μιας θωρακισμένης φαρμακευτικής βιομηχανίας τα ιλιγγιώδη κέρδη της οποίας ήταν το αποτέλεσμα πολλών αλλαγών στην έρευνα και ανάπτυξη όπως επίσης και στις πρακτικές μάρκετινγκ. Η φαρμακευτική βιομηχανία εμπλεκόταν επιθετικά σε εκστρατείες μάρκετινγκ, εξακοντιζόμενες κατευθείαν στους ιατρούς και τα νοσοκομεία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, νέοι νόμοι ενέκριναν διαφημίσεις απευθείας στον καταναλωτή για όλες τις κατηγορίες φαρμακευτικής αγωγής. Αυτό βοήθησε στη διασφάλιση της ανόδου μιας χούφτας φαρμάκων-εμπορικών υπερπαραγωγών που στόχευαν στη διαχείριση ενός φάσματος χρόνιων καταστάσεων υγείας από την υψηλή χοληστερόλη μέχρι την κατάθλιψη (Oldani 2004, Goozner 2004, Healy 1997, 2002, βλέπε επίσης συλλογές στο Elliot and Chambers 2004, Sismondo 2004, και Petryna et al. 2006). Αυτές οι αλλαγές βοήθησαν να τεθούν σε κίνηση πολιτισμικές αλλαγές στην αυτοαντίληψη (Rose 2003, Dumit 2003a, 2003b) και τροφοδότησαν μια αυξανόμενη πολιτισμική αποδοχή, και ίσως ακόμα και μια επιθυμία, για φαρμακολογικές παρεμβάσεις για τη διαχείριση του σώματος και των δεινών του (Elliott 2003).
Από τη δεκαετία του 1990, οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν εργαστεί ενδελεχώς για να συνδέσουν συγκεκριμένα φάρμακα με τις διακριτές διαταραχές που υποτυπώνωνται στο DSM παρέχοντας άμεσα ιατρούς και νοσοκομεία με συστάσεις και οδηγίες, γνωστές σε ορισμένα μέρη ως φαρμακευτικοί αλγόριθμοι (Waters 2005). Ήταν πιο κοινό από ποτέ να σου λένε ότι οι ψυχικές ασθένειες ήταν χρόνιες καταστάσεις που συχνά απαιτούσαν ισόβια ένα κοκτέιλ φαρμακευτικών αγωγών. Μέσα σε αυτό το φορτισμένο περιβάλλον, οι ψυχιατρικοί ασθενείς περισσότερο από κάθε άλλη φορά αποκαλούταν χρήστες και πελάτες, χαρακτηρισμοί που ορισμένοι ασθενείς, ακόμα κι εκείνοι που ήταν επιτιμιτικοί προς την ψυχιατρική, άρχισαν να ενστερνίζονται ενεργά (Tomes 2006, Morrison 2005, Chamberlin 1990).
Πράγματι, τους παραχωρήθηκε η λογική των χρηστών: κατά το ’80 ενθαρρύνοταν να συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό στην διαμόρφωση πολιτικής και στην ανάπτυξη κλινικών υγείας στην τοπική κοινότητα και άλλων εθνικά συντονισμένων προγραμμάτων που αντικατέστησαν τους μεγάλους κρατικούς θεσμούς· σε διάφορα πλαίσια ψυχικής υγείας, τους ζητούταν να παρέχουν ανατροφοδότηση ώστε να δημιουργηθεί μια συνεργατική σχέση μεταξύ ψυχιάτρων και πελατών, με την ελπίδα ότι θα φτάσουν στην ανάρρωση. Δεδομένων αυτών των παραχωρήσεων, εξηγεί η Linda Morrison, το κίνημα αυτο-βοήθειας των καταναλωτών κατέστη το ορατό πρόσωπο του κινήματος των καταναλωτών, επιζώντων και πρώην ασθενών, και οι πολιτικές στρατηγικές του στόχευαν πρωτίστως στους μεταρρυθμιστικούς στόχους “απόκτησης χρηματοδότησης, επιρροής και της δύναμης των διαπραγματεύσεων, καθόμενο στο τραπέζι με τους επαγγελματίες και όσους χάραζαν την πολιτική” (Morrison 2005:85, Tomes 2006). [16]
Σε αυτό το πλαίσιο, οποιεσδήποτε κατηγορίες για εξαναγκασμένες θεραπείες και παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων φαίνονταν κάπως αναιμικές και χλωμές, ίσως ακόμα και βουβές. Πώς θα μπορούσαν αυτοί οι ισχυρισμοί να σταθούν ως έγκυροι ή να είναι με οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνήσιμοι στο ευρύτερο κοινό όταν οι ασθενείς θεωρούταν πλέον καταναλωτές που εξασκούσαν την ελεύθερη βούλησή τους, εργαζόμενοι συνεργατικά με εργαζόμενους στην ψυχική υγεία, διαχειριζόμενοι ανεπιθύμητα συμπτώματα καταπίνοντας χάπια (πιστοποιημένα ως ασφαλή από τον FDA) στην ιδιωτικότητα των κατοικιών τους – και όταν τα φάρμακα διαφημίζονταν από γιατρούς και φαρμακευτικές εταιρίες ως πολύ πιο αποτελεσματικά από μια προηγούμενη γενικά φαρμάκων;
Πολιτική στην εποχή της ευδοκίμησης των χαπιών
Στην πραγματικότητα η νέα βιολογικοποίηση της ψυχικής υγείας προμήνυε διαφορετικές μορφές ελέγχου και εξαναγκασμού πάνω στους ασθενείς, και κατέστη σαφές ότι ένα ενωμένο μέτωπο ήταν απαραίτητο για να συνεχίσουν να οργανώνονται αποτελεσματικά (Oaks 2006, Morrison 2005:96-97). Από τη δεκαετία του 1990, μια παλιότερη γενιά επιζώντων της ψυχιατρικής και ορισμένα νέα μαχητικά στελέχη ακτιβιστών έχουν συναντηθεί για να συνεχίσουν να σφυρηλατούν μια ριζοσπαστική, και εντούτοις τακτική, πολιτική που θα απαντά σε αυτό το νέο ιατρικό και οικονομικό πλαίσιο. Το αποτέλεσμα είναι μια πιο στοχευμένη επίθεση ενάντια στη φαρμακευτική επιστήμη και μια συνειδητή κίνηση να δοθεί τέλος στην προφανή διαμάχη μεταξύ των μεταρρυθμιστικών και ριζοσπαστικών θέσεων που είχαν αναπτυχθεί χαρακτηριστικά το ’80, ώστε να συμβιβάσει ένα φάσμα από πολιτικά συναισθήματα και προσωπικές απόψεις για τη φύση της ασθένειας/εμπειρίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εμφανίστηκαν πολλές ανανεωμένες προσπάθειες να εισαχθούν ξανά πρακτικές όπως η θεραπεία με ηλεκτροσόκ, και ιδιαίτερα η εξαναγκασμένη λήψη φαρμάκων. Για παράδειγμα, από το 1997 η NAMI προτείνει διαρκώς, και αναζητά ομοσπονδιακή στήριξη για ένα πρόγραμμα που πρώτα αναπτύχθηκε το ’70 ως μέρος της μετατόπισης από την αποασυλοποίηση στην ψυχική υγεία μέσα στην κοινότητα: το Πρόγραμμα Assertive Community Treatment, περισσότερο γνωστό ως PACT. Εφαρμοζόμενο πλέον σε είκοσι πολιτείες (και νομιμοποιημένο σε τουλάχιστον άλλες είκοσι), είναι ένα πρόγραμμα συμμόρφωσης με τη φαρμακευτική αγωγή που παρέχει διανομή φαρμάκων στο σπίτι. Η ιδέα είναι ότι εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι στον τομέα της ψυχικής υγείας επισκέπτονται ορισμένους πελάτες κάθε μέρα στα σπίτια τους, ακόμα και δύο φορές την ημέρα, για να τους κάνουν ένεση ή να επιβεβαιώσουν ότι έχουν καταπιεί τα χάπια τους. Η NAMI της πολιτείας της Νέας Υόρκης διαφημίζει περήφανα το PACT ως “ουσιαστικά, ένα νοσοκομείο χωρίς τοίχους.” [17]
Η ριζοσπαστική πτέρυγα του mad liberation, εν μέρει λόγω αυτού του φάσματος ενός “νοσοκομείου χωρίς τοίχους”, επανεμφανίστηκε με ανανεωμένο και τακτικό σφρίγος. “Οι οργανωμένες προσπάθειες της NAMI και των συμπαθούντων της να εισαγάγουν το μοντέλο PACT της εξαναγκασμένης εξωνοσοκομειακής αγωγής σε κάθε πολιτεία”, γράφει η Linda Morrison, “κινητοποίησε μια δύναμη c/s/x ακτιβιστών το ’90 δίχως προηγούμενο στην ιστορία του κινήματος” (2005:91). Η πρόσβαση στο Internet διευκόλυνε την οργάνωση και επέτρεψε την άμεση μετάδοση πληροφοριών και προσωπικών τραυματικών εμπειριών, πολλές ως αποτέλεσμα των σοβαρών παρενεργειών φαρμάκων που προμοτάρονταν επίσημα ως ασφαλέστερα από την παλαιότερη γενιά φαρμάκων.
Αυτή η νέα επανάληψη του κινήματος mad liberation αφορά ακόμα κυρίως στην εναντίωση στην εξαναγκασμένη αγωγή και τη θεραπεία με ηλεκτροσόκ, αλλά έχει επίσης να ανταγωνιστεί νέους, πανίσχυρους θεσμικούς δρώντες, κυρίως την φαρμακευτική βιομηχανία και την πραγματικότητα που αυτή βοήθησε να εξασφαλίσει: αυτή της κυρίαρχης κουλτούρας συνταγογράφησης και λήψης φαρμάκων. Οι επιζώντες της ψυχιατρικής κατευθύνουν τώρα μεγάλο μέρος της πολιτικής ενέργειάς τους σε αυτό το πεδίο μάχης, προκαλώντας διαρκώς την φαρμακευτική βιομηχανία για ψευδή διαφήμιση και για απόκρυψη πιθανών επιβλαβών παρενεργειών που ανακαλύπτονται στις δικές τους κλινικές δοκιμές· και υποστηρίζουν ενεργά την έρευνα που αναζητά να κατανοήσει πώς τα τρέχοντα ψυχιατρικά φάρμακα μπορεί να παράγουν “χημικές λοβοτομές” μεταβάλλοντας μόνιμα τη χημεία του εγκεφάλου.
Μέρος της αναζωογονημένης ατζέντας μεταξύ των επιζώντων της ψυχιατρικής πρέπει επίσης να αναγνωστεί ως μια προσπάθεια να διευρυνθεί το πεδίο της λογικής που είχε υποχωρήσει και συρρικνωθεί σε ένα κουτί καταναλωτισμού από τη δημοφιλία του νευροεπιστημονικού παραδείγματος που επικυρώνεται μέσα από νέες μορφές ψυχιατρικών διαγνώσεων και θεραπειών σε συνδυασμό με νεοφιλελεύθερες τάσεις, όπως η ιδιωτικοποιημένη επιστήμη και οι νέες τεχνικές διαφήμισης. Και οι επιζώντες το πετυχαίνουν αυτό κυρίως αποσταθεροποιώντας την τρέχουσα κατάσταση της ψυχιατρικής επιστήμης και εκθέτοντας τον εξαναγκασμό που χαρακτηρίζει τα τρέχοντα καθεστώτα συνταγογράφησης και τους νέους νόμους που εγκρίνουν την εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας διαμαρτυρίας στις ετήσιες συναντήσεις της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρίας που διοργανώθηκαν στις 20-23 Μαίου 2006 στο Τορόντο, οι επιζώντες της ψυχιατρικής και άλλοι υπερασπιστές μοίρασαν ένα φυλλάδιο που είχε τον τίτλο “Εις το Όνομα της Ψυχικής Υγείας – Παραβιάσεις Ανθρώπινων Δικαιωμάτων από την Ψυχιατρική.” Η πρώτη καταχώρηση στη λίστα – η απουσία συναίνεσης μετά από ενημέρωση κατά τη θεραπεία ασθενών – σχηματίζει το προπύργιο της κριτικής τους, σήμερα και στο παρελθόν. Αυτή ακολουθείται από την “εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων”, που εξειδικεύει και αναπτύσσει περισσότερο το ζήτημα της συναίνεσης μετά από ενημέρωση ώστε να περιλαμβάνει τις ψυχότροπες φαρμακευτικές αγωγές:
Οι ψυχίατροι συχνά χορηγούν αντικαταθλιπτικά και νευροληπτικά που ακινητοποιούν το εγκέφαλο και εθιστικά ηρεμιστικά (“φαρμακευτική αγωγή”) χωρίς συγκατάθεση μετά από ενημέρωση των ασθενών τους. Αυτό είναι παράνομο. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του Καναδά, “σωματικό άγγιγμα χωρίς συγκατάθεση” συνιστά επίθεση. Η εξαναγκασμένη χορήγηση φαρμάκων είναι επίθεση. Πολλοί επιζώντες της ψυχιατρικής έχουν υποστεί τραύματα και καταστεί ανίκανοι/ανάπηροι (μερικές φορές μόνιμα) εξαιτίας της εξαναγκασμένης χορήγησης φαρμάκων (π.χ. ενέσεις).
Ενώ οι επιζώντες της ψυχιατρικής επικυρώνουν σαφώς το δικαίωμα ενός ατόμου να πάρει φάρμακα για θεραπεία και έχουν στην πραγματικότητα μετακινηθεί περισσότερο από ποτέ υποστηρίζοντας και αναμεταδίδοντας μια στάση υπέρ της επιλογής (εν μέρει λόγω της ανόδου της συνηγορίας των χρηστών και εν μέρει επειδή ορισμένοι ακτιβιστές όντως στηρίζονται σε φάρμακα), φροντίζουν να υπογραμμίζουν αμέσως τα όρια του τρέχοντος κυρίαρχου λόγου της ελευθερίας των χρηστών. Για παράδειγμα, η παρακάτω εξήγηση από το The Freedom Center, ένα κέντρο υπεράσπισης με έδρα το Northampton, Μασαχουσέτη, είναι μια αρκετά σύνηθης θέση σε σχέση με τα φάρμακα μεταξύ ακόμα και περισσότερο ριζοσπαστικών ακτιβιστών. Ενώ ξεκάθαρα επικυρώνουν την επιλογή, και επομένως διατηρούν μια γλώσσα που είναι κοινή σε ένα μήνυμα από τους χρήστες που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1980, επίσης, σε μία κίνηση, την τροποποιούν ταχύτατα ώστε να επιδείξουν τα όρια αυτής της αφήγησης, δοσμένης σε ένα θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ουσιαστικά δεν υπάρχουν εναλλακτικές θεραπείες και όπου υπάρχει έλλειψη ξεκάθαρης και ειλικρινούς πληροφόρησης για τις παρενέργειες:
Πολλά από τα μέλη μας παίρνουν κάποιο είδος ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής. Πιστεύουμε στην προσωπική επιλογή και ενδυνάμωση σε αντίθεση με τον πατερναλισμό και τον έλεγχο. Πιστεύουμε ότι τα άτομα θα έπρεπε, με υποστήριξη και πραγματική συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης, να βρουν τι δουλεύει καλύτερα για αυτά. Πιστεύουμε ότι η σημερινή “συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης” του ψυχιατρικού συστήματος είναι βασικά μια απάτη. Γιατί για να είναι αυθεντική η συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης, θα έπρεπε ο καθένας να έχει πρόσβαση σε ακριβείς πληροφορίες για την “ψυχική ασθένεια” και την πραγματική φύση και τοξικότητα των ψυχιατρικών φαρμάκων· οι πραγματικές εναλλακτικές στα φάρμακα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται και να είναι διαθέσιμες·… Η επιστήμη πίσω από τα ψυχοφάρμακα είναι διεφθαρμένη από το χρήμα των φαρμακοβιομηχανιών, και μελέτες δείχνουν ότι τα placebo (ψευδοφάρμακα), η συμβουλευτική, η κοινωνική στήριξη και εναλλακτικές επιλογές είναι περισσότερο αποτελεσματικά και ασφαλή. Οι ιατροί και οι φαρμακευτικές εταιρίες πρέπει να σταματήσουν την παραπλανητική και απατηλή προπαγάνδα για τα ψυχοφάρμακα και να αρχίσουν να λένε την αλήθεια για το πόσο επικίνδυνα, αναποτελεσματικά και συχνά αντιπαραγωγικά μπορούν να είναι. Οι γιατροί θα έπρεπε να σταματήσουν να σπρώχνουν φάρμακα – φτάνοντας να βάζουν κόσμο να παίρνει έξι, εφτά ή οχτώ διαφορετικά φάρμακα ταυτόχρονα. Αυτό είναι κατάχρηση.[18]
Ο συνιδρυτής της οργάνωσης διευκρινίζει επιπλέον ότι “το δικαίωμα στην επιλογή είναι ένας τρόπος να ασχοληθείς με την πραγματικότητα των ατόμων υπό αγωγή τα οποία αισθάνονται ότι τα κρίνουν και τα αποξενώνουν. Δεν θέλουμε να είναι είμαστε τρελογιατροί από την αντίστροφη. Είμαστε ένα κίνημα μείωσης των βλαβών – δεν υπερασπίζεται την αποχή και σεβόμαστε ότι οι άνθρωποι παίρνουν δύσκολες αποφάσεις.” [19] Εντούτοις, όπως αναγνωρίζουν, με την ανυπαρξία άλλων θεσμικών επιλογών – πόσο μάλλον ασφαλιστικής κάλυψης – πέρα από τη λήψη φαρμάκων, πολλοί θεωρούν την επιλογή των χρηστών μια κενή υπόσχεση που λειτουργεί υπέρ της επιβεβαίωσης του νευροχημικού μοντέλου της ασθένειας το οποίο, όπως το βλέπουν αυτοί, απέχον πολύ από το επιστημονικά καθιερωμένο, μόνο χειρότερο μπορεί να γίνει από τη σχεδόν τυφλή πίστη που εναποτίθεται στις φαρμακευτικές θεραπείες.
Επομένως οι επιζώντες της ψυχιατρικής, ακόμα κι όταν εργάζονται μαζί με περισσότερο μεταρρυθμιστές υπερασπιστές των χρηστών, καταδεικνύουν τα όρια ενός μοντέλου της χρήσης ως ελευθερίας. Αποκαλύπτουν τις ανισότητες της εξουσίας που αποκρύπτονται σε ένα μοντέλο που έχει φτάσει στην κατάσταση της σχεδόν αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, δεν προκαλεί έκπληξη που τόσες πολλές από τις πολιτικές προσπάθειές τους στρέφονται σήμερα στην υπονόμευση την αυτοπεποίθησης η οποία με τη σειρά της βρίσκεται κάτω από την επιστημονική βάση του νευροχημικού μοντέλου της ψυχικής ασθένειας το οποίο με τη σειρά του υποστηρίζει τις τρέχουσες πρακτικές των φαρμακολογικών παρεμβάσεων και, δεδομένης της ηγεμονικής του θέσης, το πράττει μέσα από ακόμα πιο ακραία πολιτικά μέτρα.
Πρόσφατα, η πιο διϋλισμένη και επιτυχημένη από τις εκστρατείες τους ήταν η απεργία πείνας που αναφέρθηκε πιο πριν, η οποία οργανώθηκε στην Pasadena της Καλιφόρνιας, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2003. Έξι επιζώντες της ψυχιατρικής δέχτηκαν τη στήριξη επιζώντων από όλη τη χώρα που οργάνωσαν πιο σύντομες νηστείες αλληλεγγύης με σκοπό να τραβήξουν την προσοχή της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Ένωσης, της National Alliance for the Mentally Ill και του Αμερικάνικου υπουργείου υγείας. Η πρωτεύουσα απαίτησή τους ήταν
“να παρουσιάσει η βιομηχανία της ψυχικής υγείας έστω και μία μελέτη που να αποδεικνύει τον κοινό ισχυρισμό της βιομηχανίας ότι η ψυχική ασθένεια έχει βιολογική βάση.” [20]
Η επιλογή για απεργία πείνας ήταν σημαντική για πρακτικούς και συμβολικούς λόγους. Παρόλα τα χρόνια παροχής δεδομένων από τους χρήστες στο πεδίο της ψυχιατρικής, ένα θέμα βρισκόταν πίσω από συρματόπλεγμα, εκτός ορίων οποιουδήποτε είδους συζήτησης που να έχει νόημα: η βιοχημική φύση της ψυχικής ασθένειας. Αυτοί οι επιζώντες της ψυχιατρικής ανέπτυξαν μια ακραία πολιτική τακτική προσπαθώντας να εξαναγκάσουν μια συζήτηση για την αναγωγιστική βιολογική θεωρία της ψυχικής ασθένειας, η οποία φαινόταν να είναι κάτι γενικά μη συζητήσιμο. Επιπρόσθετα, η απεργία πείνας τους εξέφραζε ισχυρά επιτελεστικά στοιχεία. Αυτοί οι επιζώντες της ψυχιατρικής, οι οποίοι έχουν υποφέρει κάτω από την ψυχιατρική φροντίδα, είναι πρόθυμοι να επιφέρουν πόνο στους εαυτούς τους ώστε να επιδείξουν πώς εκείνοι οι ίδιοι θεσμοί και οργανώσεις που βεβαιώνουν ότι τους βοηθούν έχουν στην πραγματικότητα φτάσει να συμβολίζουν τον πόνο που ισχυρίζονται ότι έχουν υπομείνει.
Εκείνη την εποχή, παρακολουθούσα την απεργία με έντονο ενδιαφέρον, εν μέρει γιατί αυτή η κίνηση φαινόταν ιδιαίτερα τολμηρή. Ακόμα κι αν ήταν ξεκάθαρο ότι ένας μεγάλος βαθμός αβεβαιότητας περιέβαλλε τη νευροχημική βάση της ψυχικής ασθένειας, μου φαινόταν ότι η APA και τα σχετιζόμενα μέρη θα μπορούσαν πιθανώς να παρουσιάσουν τουλάχιστον μία πηγή η οποία, αν μη τι άλλο, θα φαινόταν, στο ευρύτερο κοινό, ότι προσφέρει “επαρκείς αποδείξεις” για να επικυρώσει τους ισχυρισμούς τους. Και αν το έκαναν, αυτό θα φίμωνε και θα σιωπούσε σημαντικά, αν όχι επ’ αόριστον, τη θέση που υπεράσπιζαν αυτοί οι διαδηλωτές. “Οι διαδηλωτές αντιμετώπισαν την πιθανότητα”, σημειώνει σωστά ο Brad Lewis, “να χαρακτηριστούν ‘τρελοί’” (2006b:339). Αυτές οι ενέργειες, με άλλα λόγια, έδειχναν να είναι επικίνδυνες όχι μόνο για τη σωματική βλάβη που πιθανά θα επέφερε η άρνηση λήψης τροφής αλλά επίσης διότι, αν αποτύγχαναν στην αναζήτησή τους, το ευρύτερο κίνημα θα απαξιώνονταν ακόμα περισσότερο από ορισμένες από τις ισχυρότερες ενώσεις και θεσμούς της ψυχιατρικής ενώ θα βρισκόταν κάτω από τη σταθερή παρατήρηση των επικρατούντων μέσων μαζικής ενημέρωσης. [21]
Λίγο μετά την έναρξη της απεργίας πείνας, η APA αρνήθηκε να εκδώσει ανακοίνωση. Είκοσι μέρες αργότερα, ο ιατρικός διευθυντής της είχε μια σύντομη τηλεφωνική συνομιλία με έναν διαμαρτυρόμενο, λέγοντάς του ότι οι ψυχικές ασθένειες ήταν στην πραγματικότητα “εγκεφαλικές ασθένειες και ότι αυτό το γεγονός ήταν τόσο αδιαμφισβήτητο όσο και το γεγονός ότι ‘η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο’ ” (δική μου υπογράμμιση). Απροσδόκητα, λίγες μέρες μετά, η APA εξέδωσε μια επίσημη ανακοίνωση που ανασκευάζει αυτόν τον προηγούμενο ισχυρισμό. Παρόλο που επέμενε ότι η ψυχική ασθένεια ήταν βιολογική, παραδέχτηκε ότι η επιστήμη του εγκεφάλου, όπως την αποκαλούσαν,
…δεν έχει εξελιχθεί στο βαθμό που οι επιστήμονες ή οι κλινικοί ιατροί να μπορούν να καταδείξουν άμεσα αντιληπτές παθολογικές οργανικές βλάβες ή γενετικές ανωμαλίες οι οποίες από μόνες τους να χρησιμεύουν ως αξιόπιστοι ή με predictive βιο-δείκτες μιας δεδομένης ψυχικής διαταραχής ή ψυχικών διαταραχών ως ομάδα… Οι ψυχικές διαταραχές είναι πιθανόν ότι θα αποδειχτούν πως αντιπροσωπεύουν διαταραχές επικοινωνίας μεταξύ κυττάρων· ή ενός αποδιοργανωμένου νευρικού κυκλώματος.” (δική μου υπογράμμιση)
Φυσικά, η αποκάλυψη αυτή ούτε αποδεικνύει ούτε αρνείται πλήρως μια βιολογική πραγματικότητα για την ψυχική ασθένεια. Αν μη τι άλλο, είναι σημαντική γιατί η APA ενεπλάκη πλήρως σε μια συζήτηση, όπως αυτή ορίστηκε από τους επιζώντες, πάνω στα όρια, τα κενά, και τον μυωπικό αναγωγισμό της ψυχιατρικής επιστήμης. [22] Συγκεκριμένα, η APA παραδέχτηκε ανοιχτά μια σύνηθη κατάσταση για κάθε επιστημονική προσπάθεια: ότι βρίσκεται σε θέση αβεβαιότητας ή μερικής βεβαιότητας, και την ανάγκη να προσανατολίζει γνωστές παραμέτρους προς υποθετικές μελλοντικές πιθανότητες. [23] Όπως ισχυρίζεται η APA, δεδομένων αυτών που ξέρουμε, είναι κατανοητό ότι μπορεί να ανακαλυφθεί ένα πιο βαθύ νευροχημικό μοντέλο για την ψυχική ασθένεια, αλλά όπως έχουν τώρα τα πράγματα, λείπουν ακόμα πολλά κομμάτια από αυτό το μοντέλο – υπερβολικά πολλά ίσως για να δικαιολογούν το είδος της εμπιστοσύνης υπεράνω κριτικής που εκχύνεται από τη θεσμική ψυχιατρική και, ιδιαίτερα, από την φαρμακευτική βιομηχανία. Όπως δήλωσε ένας από τους επιζώντες απεργούς πείνας σε μια συνέντευξη με τον David Oaks: “Αναγνώρισαν ότι δεν κατέχουν την βιολογική απόδειξη [της ψυχικής ασθένειας], οπότε αυτό έχει καταγραφεί… Τώρα είναι ο καιρός να υλοποιήσει η APA ένα πολύ πιο περίπλοκο μοντέλο [ψυχικής ασθένειας] που να αντικατοπτρίζει συνολικά το άτομο και όχι απλά αυτό το στενό, αναγωγιστικό, βιολογικό μοντέλο.” [24]
Με μια παραδοχή της αβεβαιότητας, έρχεται επίσης και κάποια αναγνώριση ότι η θεραπεία μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματική όπως κατά συνήθη τρόπο παρουσιάζεται. Ένας άλλος τρόπος σκέψης για την παραδοχή της αβεβαιότητας είναι ότι τοποθετεί τους υπερασπιστές/ασθενείς/επιζώντες σε μια θέση όπου είναι υποχρεωτικό να θεωρηθούν πιο σοβαρά ως ειδικοί, γιατί οι αποκαλούμενοι ειδικοί λειτουργούν τόσο εντός μια αβέβαιης επικράτειας όσο και οι ασθενείς τους, ενώ, όμως, οι ασθενείς είναι αυτοί που έχουν να υπομείνουν τις πολύ πραγματικές συνέπειες από την εμπλοκή σε θεραπείες που, παρόλο που πολλοί προσωπικά παραδέχονται ότι είναι χρήσιμες και αναγκαίες, συνεχίζουν να φέρουν τεράστιο, μη κατανοητό κίνδυνο. Εν τέλει, ένα από τα δυνατότερα μηνύματα που μετέφερε αυτή η απεργία πείνας είναι ότι πολλοί επιζώντες της ψυχιατρικής δεν αμφισβητούν την ιατρική επιστήμη καθεαυτή, αλλά αιτούνται μια πιο ανοικτή, διάφανη πρακτική που έρχεται πλήρως πρόσωπο με πρόσωπο και παραδέχεται τις τρέχουσες αβεβαιότητες, τους εξακριβωμένους κινδύνους των θεραπειών, και τον άκρως αναγωγιστικό προσανατολισμό των τρεχόντων μοντέλων. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς το τέλος της κατάχρησης και των άνισων σχέσεων εξουσίας που τόσο κοινά αποδίδονται στην ψυχιατρική.
Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που προκύπτει από την παραδοχή της APA που συζητήθηκε προηγουμένως είναι, Τι είδος θεραπειών θα έπρεπε, ή θα μπορούσε, να επινοήσει κανείς σε ένα πεδίο όπου λείπουν κομμάτια; Αυτή είναι η ερώτηση την οποία οφείλουν, και όντως έχουν, να αντιμετωπίσουν πολλοί επιζώντες, χρήστες και ασθενείς όταν αποφασίζουν να καταπιαστούν με ένα καθεστώς φαρμακευτικής αγωγής τα μακροχρόνια αποτελέσματα του οποίου είναι ελάχιστα κατανοητά και οι γνωστές παρενέργειες του οποίου συχνά αποκρύπτονται και, όταν απευθύνονται, συχνά υποτονίζονται χονδροειδώς. Αλλά αυτό συχνά είναι μια προσωπική επιλογή που λαμβάνει χώρα σε ατομικό επίπεδο, ή όλο και πιο πολύ συλλογικά μεταξύ ισοτίμων στο Internet, ή μέσα από τα δίκτυα υποστήριξης των οργανώσεων των επιζώντων, πολύ μακράν του ανοιχτού και δημόσιου διαλόγου με τους επικρατούντες ψυχιάτρους και, ασφαλώς, με την φαρμακευτική βιομηχανία.
Και αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι πως ενώ είναι δύσκολο να τεθεί αυτό το ερώτημα εντός του πλαισίου της βιοϊατρικής, το οποίο αποφεύγει εσκεμμένα την αβεβαιότητα και, συχνά για βάσιμους λόγους, είναι ένα ακόμα πιο αδιανόητο ερώτημα προς υποβολή εντός μιας βιομηχανίας που λειτουργεί στα χνάρια μια ιδιόμορφης λογικής υποσχέσεων που χρησιμοποιεί το παρελθόν ως στήριγμα μέσω του οποίου διατείνεται υπέρ της προόδου, της εξέλιξης και επομένως της καλής θέλησης. Αξιοποιώντας τη δουλειά του Paul Rabinow, ο Nick Rose αποστάζει τη φύση της σημερινής, φαρμακευτικά αγόμενης, ψυχιατρικής ως μια έντονη, περίπλοκη σχέση μεταξύ της ορμής για γνώση και της ανάγκης για τη διασφάλιση υψηλών περιθωρίων κέρδους: “Η αναζήτηση της αλήθειας δεν είναι πλέον επαρκής για να κινητοποιήσει μια παραγωγή ψυχιατρικής γνώσης… το κέρδος που μπορεί να βγει από τις υποσχέσεις για υγεία έχει καταστεί το πρωτεύων κίνητρο στην παραγωγή αυτού που μετράει ως γνώση για την ψυχική ασθένεια-υγεία” (2003:58). Ως μέρος αυτής της υπόσχεσης, έρχεται σαφώς στο προσκήνιο ένας ισχυρισμός: ότι τα νέα φάρμακα είναι μια αξιοσημείωτη βελτίωση, είτε σε αποτελεσματικότητα, στην ικανότητά τους να στοχεύουν περισσότερα διακριτά μια κατηγορία νευροδιαβιβαστών, είτε στην παραγωγή λιγότερων επιβλαβών παρενεργειών από τους προκατόχους τους (Whitaker 2002:257). Ακόμη κι αν δεν μπορούν να προσφέρουν θεραπεία, προσφέρουν όντως μια αφήγηση προόδου προσυσκευασμένη στην καλή θέληση.
Αυτή η εξευγενισμένη αφήγηση, όμως, έχει χάσει κάποια από τη λάμψη της τα τελευταία χρόνια. Έχουν υπάρξει αποκαλύψεις στο ευρύτερο κοινό οι οποίες έχουν κηλιδώσει σημαντικά την κατασκευασμένη καλή θέληση της φαρμακευτικής βιομηχανίας και τις προθέσεις που έχει μοχθήσει να προάγει από τη δεκαετία του 1980. Ο μακρύς κατάλογος μεγαλώνει, και μόνο εν τάχει μπορεί να απαριθμηθεί. Περιλαμβάνει την αποκάλυψη ότι η φαρμακευτική βιομηχανία έριξε τους τόνους και απέκρυψε πληροφορίες για την ένταση των παρανεργειών μια κατηγορίας αντιφλεγμονώδων αναλγητικών, καθώς και αντικαταθλιπτικών θεραπειών. Περιλαμβάνει επίσης δύο μελέτες, μία στις Ηνωμένες Πολιτείες και μία στη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες ανακάλυψαν ότι τα νέα αντιψυχωτικά φάρμακα διαφέρουν από τους προκατόχους τους μόνο στην τιμή, όχι στην ασφάλεια ή την αποτελεσματικότητα. Πιο πρόσφατα, και εγγύτερα στην πολιτική των επιζώντων της ψυχιατρικής, οι The New York Times, αφού απέκτησαν εσωτερικά έγγραφα που διέρρευσαν από μια διενεργούμενη αγωγή ευθύνης προϊόντος, αποκάλυψε ότι η Eli Lily συστηματικά υποβάθμιζε τους κινδύνους για την υγεία και τις παρενέργειες μιας θεραπείας για τη σχιζοφρένεια που είναι το φάρμακο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις της, το Zyprexa. Πολλοί επιζώντες εμπλέκονται πλέον σε μια εκστρατεία να κυκλοφορήσουν και να σχολιάσουν αυτά τα έγγραφα, με την ελπίδα ότι θα αύξαναν την επικριτική ευαισθητοποίηση για τους κινδύνους συγκεκριμένων ψυχιατρικών φαρμάκων. [25] Όλες μαζί, αυτές οι αποκαλύψεις έχουν παράγει μια αυξανόμενη κριτική προσοχή στην έλλειψη ρυθμιστικού σθένους και ακεραιότητας του FDA κατά την επίβλεψη των επιστημονικών δοκιμών και την εμπορική κυκλοφορία αυτών των φαρμάκων. [26]
Παράλληλα με αυτή την κριτική προσοχή των μμε στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες και τον FDA, η κυρίαρχη ιατρική και οι φαρμακευτικές πρακτικές που συνεπάγεται, ενώ σίγουρα ακόμη αναπτύσσονται και θαυμάζονται διεισδυτικά, έχουν αντιμετωπίσει επίσης σκληρό ανταγωνισμό, έξοδο των ασθενών, και συχνά αναμφισβήτητη καχυποψία καθώς οι ασθενείς αναζητούν εναλλακτικές θεραπείες, οι οποίες έχουν αυξηθεί εκθετικά ως τύποι και διαθεσιμότητα από το ’80 (Eisenberg, et al. 1998). Οι ασθενείς που παραμένουν στην κυρίαρχη ιατρική συχνά το κάνουν υπό τους δικούς τους όρους, καλλιεργώντας μια καταφανή μορφή αυτο-ειδίκευσης που χρησιμοποιείται στην μερική αυτο-διάγνωση και θεραπεία, συχνά με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών του Internet. Και οι δύο κινήσεις συχνά συνοδεύονται από μια δριμεία κριτική στην συμβατική ιατρική και τις φαρμακευτικές – ένα μήνυμα που δηλώνει ότι οι θεραπείες, και η εξουσία να κατατάσσεις και να θεραπεύεις την ασθένεια, δεν είναι πλέον αποκλειστική ιδιοκτησία της κατεστημένης ιατρικής. Έτσι, εν μέσω έντονου λεπτομερούς ελέγχου από το κοινό και τα μμε, της αμαυρωμένης εικόνας της φαρμακευτικής βιομηχανίας, και μιας ημι-αυτόνομη ζώνη διάγνωσης και θεραπείας μεταξύ ισοτίμων, οι επικρίσεις που αγγέλονται από τους επιζώντες της ψυχιατρικής που αφορούν τα επισφαλή θεμέλια της φαρμακευτικής επιστήμης και το κάλεσμά τους για άνευ όρων αυτοκαθορισμό έχουν μια ευκαιρία να αντηχήσουν πιο εμβριθώς και πιο ευρέως, για ακόμα μια φορά, στο ευρύτερο δημόσιο πεδίο.
Συμπέρασμα
“Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία,” έγραψε ο Milan Kundera, “είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη.” Αν και όχι απαραίτητα μια από τις καλύτερα γνωστές ομάδες πολιτικών δρώντων, οι επιζώντες της ψυχιατρικής, οι πρώην ασθενείς, και οι χρήστες, δυνάμει της επιμονής τους και της τακτικής ικανότητας να μετατοπίζουν μηνύματα, έχουν εμπλακεί επιτυχώς στον αγώνα ενάντια στην εξουσία. Όπως σε όλα τα κοινωνικά κινήματα, η κρίσιμη κίνηση δεν είναι απλά να ομιλείς στην εξουσία, αλλά να καλλιεργείς μια ιστορική συνείδηση αυτής της διαδικασίας, γιατί είναι μέσα από αυτή την καλλιεργημένη μνήμη που προωθείται μια πολιτική από το παρόν στο μέλλον, για να απαντήσει σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Οι επιζώντες έχουν καλή γνώση της κληρονομιάς τους, και αυτό γίνεται προφανές από ένα πλήθος καταγραφές. Για παράδειγμα, σε σύγχρονες ομιλίες, είναι συνηθισμένο οι ηγέτες του κινήματος να αναβιώνουν τον Martin Luther King υπενθυμίζοντας στους ακροατές τους ότι “η ανθρώπινη σωτηρία βρίσκεται στα χέρια των δημιουργικά απροσάρμοστων” (Oaks 2006). Με αυτόν τον τρόπο, οι ομιλητές προσφέρουν λόγια έμπνευσης σχετικά με την δεινή κατάστασή τους που προκύπτει από τις εξαναγκασμένες θεραπείες. Η επίκληση χρησιμεύει επίσης στο να υπενθυμίζει στο ακροατήριό τους ότι το κίνημά τους είναι μια “μη βίαιη επανάσταση” με ιστορικές ρίζες βαθιά μέσα στην εποχή των πολιτικών δικαιωμάτων και με βασικούς στόχους που παραμένουν αμετάλλαχτοι.
Αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1980, όμως, οι επιζώντες της ψυχιατρικής βρέθηκαν σε μια δύσκολη θέση παρόμοια με αυτή πλήθους άλλων ριζοσπαστών υπερασπιστών. Η οξεία ακμή πολλών ριζοσπαστικών απαιτήσεων, συχνά εκφρασμένη με ένα λεξιλόγιο ανεξαρτησίας και ελευθερίας, αμβλύνθηκε από ένα ευρύτερο σύνολο οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών που εδραίωσαν μια νέα γλώσσα κοινής λογικής για την ελευθερία επικεντρωμένη στις ιδέες της επιλογής του τρόπου ζωής και των αρχών της ελεύθερης αγοράς. Είναι επίσης πιθανό ότι η πληθώρα αξιέπαινων νομικών αλλαγών που συνέβησαν το ’60 και το ’70 να ανέθρεψαν ένα αθέλητο κύμα μακαριότητας μεταξύ φιλελεύθερων και προοδευτικών κοινών που παρηγορούταν από το γεγονός ότι οι χειρότερες μορφές διαχωρισμού, ανισότητας, και καταχρήσεων ψυχικής υγείας είχαν τελειώσει, μιας και πολλές είχαν διορθωθεί στα νομικά βιβλία.
Η βιωσιμότητα των επιζώντων της ψυχιατρικής ως ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα απειλήθηκε επίσης με εξάλειψη από ένα μοναδικό σύνολο προκλήσεων. Αμφισβητούσαν ένα σύνολο ιατρικών πρακτικών οι οποίες, στο σύντομο χρονικό διάστημα μιας δεκαετίας, είχαν αλλάξει ώστε όχι μόνο να είναι περισσότερο νομιμοποιημένες, αλλά επίσης και πολύ πιο κυρίαρχες εντός των επιστημών της υγείας, το ιατρικό επάγγελμα και το ευρύτερο κοινό. Η φαρμακευτική βιομηχανία ανέπτυξε και έθεσε σε κυκλοφορία ένα ευρύ φάσμα από φάρμακα έτοιμα να συνταγογραφηθούν από ψυχιάτρους και άλλους εργαζόμενους στην υγεία (όπως οικογενειακούς γιατρούς και εγγεγραμμένες νοσοκόμες) σε ανθρώπους σχεδόν κάθε ηλικιακής ομάδας για να διαχειριστούν ένα εξίσου ευρύ φάσμα πολλαπλασιαζόμενων καταστάσεων. Μαζί με τον πολλαπλασιασμό αυτών των φαρμακευτικών αγωγών, μια ρόδινη αισιοδοξία έφθασε να σημαδεύει το πεδίο, ένας οπτιμισμός στο οποίο το παρελθόν μπορούσε εύκολα να παραταχθεί ώστε να προσδιορίζει την προοδευτικότητα και τον ανθρωπισμό της τρέχουσας στιγμής. Επειδή ο προσανατολισμός της ψυχιατρικής εξελίχθηκε από τις ψυχοαναλυτικές του ρίζες, με μια γερή θεσμική βάση στο άσυλο, σε ένα παράδειγμα ιατρικής επιστήμης, η ρητορική της επιστημονικής προόδου είναι καταφανής. Δεδομένης αυτής της ιστορικής δυναμικής, οι επιζώντες εύκολα απαξιώνονται ως φανατικοί λόγω της ανικανότητάς τους να αποδεχτούν αυτό που παρουσιαζόταν ως η αλήθεια της επιστήμης. Κι όμως, αντλώντας από τις δικές τους μορφές ιστορικών συνειδήσεων και την κληρονομιά τους χτισμένη από την, από πρώτο χέρι, εμπειρία με τις αγωγές που συχνά παρέχονταν στο όνομα της φροντίδας και της θεραπείας – και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε ότι ήταν επιβλαβείς, άχρηστες, ή ακόμα και βάρβαρες – οι επιζώντες προσεγγίζουν το πεδίο με το ξίφος ενός σκεπτικιστή που, όταν εφαρμόζεται στην πολιτική σφαίρα, εργάζεται ώστε να καταστήσει αλανθαστώς σαφή τους κινδύνους των τρεχουσών θεραπειών και, επομένως, να διαταράξουν αυτή την αφήγηση προόδου.
Aknowledgments
Αυτό το άρθρο ωφελήθηκε από πολλά χέρια βοήθειας. Οι Geneviene Lakier, Micah Anderson, Praveen Sinha και οι συμμετέχοντες στο Law and Society Summer Institute του 2006 (ιδιαίτερα οι υπεύθυνοι των εργαστηρίων, Michelle Goodwin και Jonathan Klaaren) παρείχαν χρήσιμα σχόλια σε ένα προηγούμενο draft. Οι Marko Zivkovic, Charles Barbour, Jeff Kochan, Kathleen Lowery, Jonah Bossewitch, Chloe Silverman, Pamela Moss και Linda Morisson σχολίασαν incisively σε πιο πρόσφατα drafts. Επιπρόσθετες ευχαριστίες στους Will Hall, Rob Wison, Alex Choby και Erika Dyck, που ο καθένας τους έκανε πολλά περισσότερα από όσα όφειλε. Αν και πολλά από τα incisive σχόλιά τους δεν αντικατοπτρίζονται εδώ, ασφαλώς εμπλούτισαν το άρθρο και το ευρύτερο project μου.
Σημειώσεις
- Ενώ το κίνημα c/s/x μπορεί ιστορικά να αντιπροσωπεύει την πιο ορατή συλλογικότητα που διαμαρτύρεται για τις καταχρήσεις στην ψυχική υγεία, σαφώς υπάρχει ένας αριθμός προηγούμενων. Για μια συζήτηση για αυτά, βλ. Morisson (2005:63-67). Υπάρχει επίσης μια πλούσια φιλολογία σε πρώτο πρόσωπο από επιζώντες και άλλους συνηγόρους της ψυχικής υγείας σχετικά με την δεινή κατάσταση, ιστορία, ανάρρωση και ακτιβισμό τους. Για μια εκτεταμένη λίστα βλ. τη βιβλιογραφία της Gail Hornstein: http://www.mthlyoke.edu/acad/assets/Academics/Hornstein_Bibliography.pdf
- Λέγοντας “ριζοσπαστικός” δεν εννοώ πολιτικά Αριστερός, μιας και οι ριζοσπάστες επιζώντες καλύπτουν το φάσμα από τον αναρχισμό μέχρι τον φιλελευθερισμό. Αυτό που εννοώ είναι μια δυνατή, άνευ όρων και θεσμικά ανεξάρτητη κριτική της φαρμακευτικής επιστήμης και της ψυχιατρικής κατάχρησης.
- Επί του παρόντος, το πλέον ορατό οργανωτικό πρόσωπο αυτής της αναζωογονημένης πολιτικής είναι η MindFreedom International. Η MFI βοηθά στο συντονισμό πάνω από εκατό άλλων οργανώσεων υπερασπιστών και πολιτικών οργανώσεων ώστε να πολεμήσουν για ανθρώπινα δικαιώματα για εκείνους με ψυχιατρικές αναπηρίες. Βλ. http://www.mindfreedom.org
- http://www.mindfreedom.org/kb/act/2003/mf-hunger-strike
- Η πιο ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή αφήγηση του κινήματος c/s/x στο Αμερικάνικο πλαίσιο είναι το Talking Back to Psychiatry (2005) της Linda J. Morisson, και αυτό το κεφάλαιο οφείλει πάρα πολλά στην ανάλυσή της. Αντλώ επίσης από την αξιολόγηση του κινήματος από την Judi Chamberlin (1990). Για μια αφήγηση της κριτικής και της συνηγορίας της ψυχικής υγείας στην Αγγλία, βλ. Crossley (2006), και για μια εξέταση μιας Καναδέζικης περίπτωσης, βλ. Barbara Everett (2000). Η Nancy Tomes (2006) παρέχει μια σύντομη ιστορία ώστε να αξιολογηθεί ο ρόλος του κινήματος στην μεταβαλλόμενη πολιτική για την ψυχική υγεία. Ο Brad Lewis (2006b) τοποθετεί τους επιζώντες της ψυχιατρικής και τους χρήστες εντός του ευρύτερου πεδίου των δικαιωμάτων των αναπήρων.
- Η αντιψυχιατρική και ο ακτιβισμός των επιζώντων συχνά συγχωνεύονται ή συγχέονται λανθασμένα· για δύο πρόσφατα παραδείγματα για αυτό, βλ. Rissmiller and Rissmiller (2006) και Scharfstein and Dickinson (2006). Παρόλο που οι πρώην ασθενείς και επιζώντες αντλούσαν από την αντιψυχιατρική βιβλιογραφία για να μορφοποιήσουν την πολιτική τους (προφανές, για παράδειγμα, στα πρώτα τεύχη του Madness Network News), ορισμένοι επιζώντες και πρώην ασθενείς διαφοροποίησαν επίσης τους πολιτικούς στόχους τους από αυτό που συχνά έβλεπαν ως μια ελιτίστικη τολμηρή προσπάθεια (βλ., για παράδειγμα, Chamberlin 1990:324). Καθώς οι επιζώντες έχουν προχωρήσει στο να μεταδίδουν ξεκάθαρα μια θέση υπέρ της ελεύθερη επιλογής όσον αφορά τη χρήση φαρμάκων, καθίσταται πιο δύσκολο να τους σαρώσει κάτω από το χαλί της αντιψυχιατρικής, και ηγέτες του κινήματος επαναλάβει αυτή τη θέση σε δημόσιες ομιλίες (βλ., για παράδειγμα, Oaks 2006). Το αίσθημά μου είναι ότι κάποιοι επαγγελματίες ψυχίατροι και εργαζόμενοι στον τομέα της ψυχικής υγείας, όπως οι δύο ομάδες των συγγραφέων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, χαρακτηρίζουν τους επιζώντες ως “αντι-ψυχιατρική” με σκοπό να τους παρουσιάσουν ως φανατικούς, και επομένως να απο-νομιμοποιήσουν και να επισκοτίσει το μήνυμά τους. Επίσης τους διαχωρίζουν σαφέστατα από τους χρήστες, τους οποίους τείνουν να διορίζουν ως τους “αποδεκτούς ακτιβιστές”.
- Για μια άρθρωση αυτών των αρχικών θέσεων, βλ. Hirsch et al. (1974).
- Βεβαίως, πριν την ανάπτυξη των τρεχουσών νευροχημικών θεωριών της ψυχικής ασθένειας, και ακόμα και κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της ψυχοανάλυσης, υπήρχε ένα εύρος δημοφιλών σωματικών θεωριών και θεραπειών που επίσης καθοδηγούσαν τις ψυχιατρικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους από τις αρχές μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι περισσότεροι ασθενείς που διαγνώσκονταν με “βαριά” ψυχική ασθένεια υποβάλλονταν σε θεραπείες που χειρίζονταν ή τροποποιούσαν άμεσα τη φυσιολογία του σώματος, με διασημότερες την θεραπεία με κώμα ινσουλίνης, τη λοβοτομή και την θεραπεία με ηλεκτροσόκ.
- Για αφηγήσεις του τέλους της ιδρυματοποίησης και τη μετάβαση στη φροντίδα της κοινότητας, βλ. Brown (1985) και Grob (1991).
- Η επαναδιαμόρφωση του νόμου περί ψυχικής υγείας προήλθε από ένα μεγάλο αριθμό ομοσπονδιακών και πολιτειακών υποθέσεων που εκδικάστηκαν και κρίθηκαν κυρίως το ’60 και το ’70. Πολλές από τις διασημότερες τέτοιες υποθέσεις είχαν συνήγορο τον Bruce Ennis της New York Civil Liberties Union. Συγκεκριμένα η υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου Donaldson vs. O’Connor, 422 U.S. 563 (1975), στην οποία αγόρευσε, θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες. Όσον αφορά τα πολιτικά δικαιώματα, η σχετική παράγραφος λέει ότι: “Το εύρημα της ‘ψυχικής ασθένειας’ από μόνο του δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εγκλεισμό ενός ατόμου από την Πολιτεία ενάντια στη θέλησή του και στην κράτησή του επ’ αορίστω σε απλό περιοριστικό εγκλεισμό… Συνοπτικά, μια πολιτεία δεν μπορεί συνταγματικά να περιορίζει πλέον ένα όχι επικίνδυνο πρόσωπο που είναι ικανό να επιβιώνει με ασφάλεια ελεύθερος με τις δικές του δυνάμεις ή με τη βοήθεια πρόθυμων και υπεύθυνων μελών της οικογένειας ή φίλων.” Για περαιτέρω συζήτηση των προσκλήσεων στον νόμο περί ψυχικής υγείας σε αυτή την περίοδο, βλ. Brown (1985:175-193).
- Παρόλο που ο Spitzer ήθελε το DSM να ταξινομεί ασθένειες, στο τέλος, η επιτροπή κατέληξε στον όρο “διαταραχή” για να επιτευχθεί συμφωνία με τους ψυχολόγους μέλη του APA, πολλοί από τους οποίους αντιτίθονταν στη γλώσσα της ασθένειας.
- Για επιπλέον κριτικές του DSM, βλ. Kirk and Kutchins (1992) όπως επίσης την επέκταση της κριτικής τους από τον Brad Lewis ώστε να περιλαμβάνει το ερώτημα των σχέσεων εξουσίας (2006a, ειδικά κεφ. 6).
-
http://www.mani.org/Content/NavigationMenu/Inform_Yourselft/About_Mental_Illness.htm (τελευταία πρόσβαση 3 Οκτωβρίου 2007).
-
Για μια συγκεκριμένη αφήγηση των εντάσεων μεταξύ χρηστών και επιζώντων στα μέσα προς τα τέλη του ’80 και το τέλος του MNN λόγω μειούμενης υποστήριξης, βλ. Morisson (2005:80-87)
- Προσωπική επικοινωνία, 29 Νοεμβρίου 2006.
-
http://www.mindfreedom.org/kb/act/2003/mf-hunger-strike/hunger-strike-debate
- Η απεργία πείνας προκάλεσε έντονη προσοχή από τα μμε. Για δύο εκτεταμένα αποσπάσματα, βλ. http://www.mindfreedom.org/know/mental-health-activism/2003/mf-hunger-strike/hunger-strike-media
- Ασφαλώς, τα ιατρικά εγχειρίδια και οι διαφημίσεις των φαρμάκων αναφέρονται ανοιχτά στην αβεβαιότητα. Όμως, αυτή η αναγνώριση, ειδικά στις διαφημίσεις, τείνει να λειτουργεί κοινωνικά, καθώς βρίσκεται στα ψιλά γράμματα, και επομένως συχνά ελαχιστοποιείται στην πράξη (αν και ασφαλώς όχι από όλους τους ψυχιάτρους). Έτσι, αυτό που είναι σημαντικό για την απεργία πείνας και την παραδοχή της APA είναι το γεγονός ότι, τουλάχιστον για μια χρονική στιγμή, τα “ψιλά γράμματα” μετασχηματίστηκαν σε αλάνθαστα μεγάλη γραφή.
- Μέχρι σήμερα, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές αφηγήσεις για τις πολιτικές τεχνικές του μετασχηματισμού δεδομένων σε αντιληπτή και ανεπαίσθητη γνώση στην ιατρική επιστήμη και μεταξύ ασθενών είναι η συναρπαστική ανάλυση της Michelle Murphy για το σύνδρομο των ασθενών κτιρίων (2006).
- Η Eli Lily έχει προσπαθήσει να σταματήσει την κυκλοφορία αυτών των εγγράφων, τα οποία έχουν αναρτηθεί ευρέως σε site και blog στο Internet για κατέβασμα. Στις 13 Φεβρουαρίου 2007, ένας δικαστής διέταξε μια μόνιμη διαταγή ενάντια σε μια ομάδα κατανομασμένων ανθρώπων που ήταν γνωστό ότι κατείχαν τα έγγραφα, απαγορεύοντάς τους να κυκλοφορούν τα έγγραφα. Αλλά αποφάσισε επίσης ότι στο σημείο αυτό “είναι απίθανο το δικαστήριο να μπορεί τώρα να επιβάλλει αποτελεσματικά μια διαταγή ενάντια στο Internet στις διάφορες εκφάνσεις τους, και θα συνιστούσε μια αμφίβολη εκδήλωση δημόσιας πολιτικής εάν γινόταν απόπειρα για κάτι τέτοιο.” Για τρέχουσες εξελίξεις, link για την απόφαση, και τα έγγραφα που διέρρευσαν, βλ. http://zyprexa.pbwiki.com
- Σε πρόσφατες εποχές, η προσοχή των μμε σε σχέση με την φαρμακευτική βιομηχανία δεν ήταν τίποτα λιγότερο από αξιοσημείωτα επικριτική και εκτεταμένη. Μπορούν να βρεθούν ρεπορτάζ σε εκδόσεις με ποικιλία πολιτικών προοπτικών, όπως αυτά που είναι ξεκάθαρα φιλελεύθερα (New York Times και Washington Post), Αριστερίζοντα (Mother Jones, Adbusters, The Nation), οικονομικά (Forbes, Business Week, The Economist), ακαδημαϊκά (the New York Review of Books), ακόμα και lifestyle/ψυχαγωγικά (περιοδικό New York, περιοδικό People).
Αναφορές
Brown, Phil.1985. The Trasfer of Care: Psychiatric Deinstitutionalization and Its Aftermath. London: Routledge & Kegan Paul.
Chamberlin, Judi, 1990. “The Ex-Patient’s Movement: Where We’ve Been and Where We’re Going.” Journal of Mind and Behavior 11(3):323-336.
Crossley, Nick, 2006. Counseling Psychiatry: Social Movements in Mental Health. Abingdon, U.K., Routledge.
Dolnick, Edward, 1998. Madness on the Couch: Blaming the Victims in the Heydy of Psychoanalysis. New York: Simon & Schuster.
Dumit, Joseph, 2003a “Is It Me or My Brain? Depression and Neuroscientific Facts.” Journal of Medical Humanities 24(1/2):35-47.
2003b. Picturing Personhood: Brain Scans and Biomedical Identity. Princeton, N.J.: Princeton University Press.
Eisenberg, David M., et al. 1998. “Trends in Alternative Medicine Use in the United States, 1990-1997.” Journal of the American Medical Association 280(18):1569-1575.
Elliot, Carl, 2003. Better than Well: American Medicine Meets the American Drea. New York: Norton.
Elliot, Carl., and Tod Chambers (eds.) 2004. Prozac as a Way of Life. Chapel Hill: University of North Carolina Press.
Everett, Barbara, 2000. A Fragile Revolution: Consumers and Psychiatric Survivors Confront the Power of the Mental Health System. Waterloo, Ontario: Wilfrid Laurer University Press.
Foner, Eric. 1998. The Story of American Freedom. New York: Norton.
Foucault, Michel. 1970 [1998]. “Madness and Society.” In Foucault’s Aesthetics, Method and Epistemology, vol 2, ed. James Faubion, trans. Robert Hunley et al. New York: New Press.
Goozner, Merrill. 2004. The $800 Million Dollar Pill. Berkeley: University of California Press.
Grob, Gerald, 1991. From Asylum to Community: Mental Health Policy in Modern America. Princeton, N.J.: Princeton University Press.
Harvey, David. 2005. A Brief History of Neoliberalism. Oxford: Oxford University Press.
Healy, David. 1997. The Antidepressant Era. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
—. 2002. The Creation of Psychopharmacology. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
Hirsch, Sherry, et al. 1974. The Madness Network News Reader. San Francisco: Glide.
Kirk, Stuart, and Herb Kutchins. 1992. The Selling of the DSM: The Rhetoric of Science in Psychiatry. Piscaraway, N.J.: Aldine.
Lacasse, Jeffery, and Jonathan Leo. 2005. “Serotonin and Depression: A Disconnect Between the Advertisements and the Scientific Literature.” PloS Med 2(12): e392 DOI: 10.1371/journal.pmed.0020392
Lakoff, Andrew. 2005. Pharmaceutical Reason: Knowledge and Value in Global Psychiatry. Cambridge: Cambridge University of Press.
Lewis, Bradley, 2006a. Moving Beyond Prozac, DSM, and the New Psychiatry. Ann Arbor: University of Michigan Press.
—. 2006b. “A Mad Flight: Psychiatry and Disability Activism.” In The Disabilities Studies Reader, ed. Lennard Davis, 2nd ed. New York: Routledge.
Luhrmann, Tanya. 2000. Of Two Minds: The Growing Disorder in American Psychiatry. New York: Knopf.
Marcuse, Herbert. 1968. Negations. Boston: Beacon Press.
Morrison, Linda. 2005. Talking Back to Psychiatry: The Psychiatric Consumer/Survivor/Ex-Patient Movement. New York: Routledge.
Murphy, Michelle. 2006. Sick Building Syndrome and the Problem of Uncertainty. Durham, N.C.: Duke University Press.
Norton, Anne. 1993. Republic of Signs: Liberal Theory and American Popular Culture. Chicago: University of Chicago Press.
Oaks, David. 2006. “Unite for a Nonviolent Revolution in the Mental Health System: What 30 Years in the Mad Movement Have Taught Me.” Talk delivered at “Open Minds: Cultural, Critical and Activist Perspectives on Psychiatry,” New York University, September 23. On file with the author.
Oldani, Michae. 2004. “Thick Prescriptions: Toward an Interpretation of Pharmaceutical Sales Practices.” Medical Anthropology Quarterly 18(3): 325-356.
Petryna, Adriana, Andrew Lakoff, and Arthur Kleinman (eds.). 2006. Global Pharmaceuticals: Ethics, Markets, Practices. Durham, N.C.: Duke University Press.
Rissmiller, David, and Joshua Rissmiller. 2006. “Evolution of the Antipsychiatry Movement into Mental Health Consumerism.” Psychiatric Services 57: 863-866.
Rose, Nikolas. 2003. “Neurochemical Selves.” Society 41(1): 46-59.
Rosenhan, David. 1973. “On Being Sane in Insane Places.” Science, January 19, pp. 251-258.
Sharfstem, Steven, and Faith Dickerson. 2006. “Psychiatry and the Consumer Movement.” Health Affairs 25(3): 734-736.
Sismondo, Sergio (ed.). 2004. “Intersections of Pharmaceutical Research and Marketing.” Social Studies of Science 34(2).
Spiegel, Alix. 2005. “The Dictionary of Disorder: How One Man Revolutionized Psychiatry.” The New Yorker, January 3, pp. 56-63.
Tomes, Nancy. 2006. “The Patient as Policy Factory: A Historical Case Study of the Consumer/Survivor Movement.” Health Affairs 25(3): 720-729.
Waters, Rob. 2005. “Medicating Aliah.” Mother Jones, May/June, pp. 50-56.
Whitaker, Robert. 2002. Mad in America: Bad Science, Bad Medicine, and the Enduring Mistreatment of the Mentally Il. Cambridge: Perseus.
Pingback: “Αρκετά κωλοπετσωμένοι για να μας πτοούν αυτά” | αθάνατη ελληνική λεβεντιά
Pingback: Η πολιτική της λογικής – Η αμφισβήτηση της Ψυχιατρικής από τους Επιζώντες της Ψυχιατρικής | Αιρετικός