psycho
Leave a comment

No security

Ένα απόγευμα έφεραν οι μπάτσοι στο ψυχιατρείο έναν παππού. Όπως είθισται από το πρωτόκολλο, αφού τον βάλανε στο απέναντι διαγώνια θάλαμο, του δέσανε το πόδι στο κρεβάτι. Και φύγανε. Μετά από μια ώρα περίπου άρχισε να εκπέμπεται ένα μονότονο lament από τον θάλαμο: “Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου…” για ώρες. Είχε και κορυφώσεις, όταν χτυπούσε βίαια, με γδούπο, με την πλαστική πάπια του το μεταλλικό κρεβάτι και το σημείο που ήταν δεμένο το πόδι. Εμείς (εγώ) στην αρχή συμπάσχαμε, μα σύντομα βαρεθήκαμε. Περνούσαμε αδιάφοροι στο διάδρομο, μπροστά από την πόρτα του, καπνίζοντας. “Αγία Αναστασία μου…” Δεν σε ακούει! Το ’χει κλειστό! Έχει πεθάνει! Έχει δουλειές! Αχαχα! Ήρθε κι ο νοσοκόμος με τα χοντρά χρυσά γυαλιά κι άρχισε να λέει στο παππούλη “Σκάσε! Σκάσε! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;” και στο χέρι μια βελόνα με Haldol κι ο παππούλης να λέει “Λύστε με, λύστε με και θα ’μαι φρόνιμος…” μα κανένας δεν το έκοβε ότι φρόνιμος θα ήταν διότι το έλεγε χτυπώντας πάλι με μανία την πλαστική πάπια σε μια άγνωστη επιφάνεια που έκανε μεγάλη φασαρία. Του δέσανε και το χέρι, λοιπόν, του κάνανε και την ένεση και λίγο βούβαξε. Μα αργά το βράδυ, όταν είχαν χαμηλώσει τα φώτα, για μια φορά ακόμα η πτέρυγα γέμισε από ένα lament. Ο παππούλης είχε αφήσει την δίχως ανταπόκριση Αγία Αναστασία και είχε στραφεί στα ανώτερα κλιμάκια. “Θεούλη… Θεούλη… Θεούληηηηη… Πού είσαι, Θεούλη;” Κι ο συγκρατούμενος του βγήκε στο διάδρομο, “κάντε τον να σκάσει”, δεν μπορώ ούτε να κοιμηθώ πια”, και ήρθε η μεταμεσονύκτια βάρδια, και κάτι του κάνανε, κάτι του κάνανε, και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά τίποτα από τον παππούλη. Και πήγαμε όλοι στις δουλειές μας, άλλοι για ύπνο, εγώ να φυτεύω γόπες στη γλάστρα, οι νοσοκόμοι στο σταθμό τους και όλοι ταχτοποιηθήκαμε και ταχτοποιήθηκε κι ο παππούς. Δεν ξανακούστηκε ποτέ τίποτα από αυτόν.

Σε μια εκδήλωση από τα Αυτόνομα Σχήματα για τα ψυχιατρικά, όπου ήταν κι ο Μπαϊρακτάρης, ο τελευταίος πήρε τον λόγο κι αφού παίνεψε την καλή θέληση, την κατάρτιση, τις συζητήσεις στα έδρανα και στην είσοδο της κατειλλημένης Πρυτανείας, τις θεωρίες και τις βιογραφίες, μίλησε για τον πόνο και την άφωνη τραγωδία του να βλέπεις να καταρρέουν εμπρός στην ωμή βία, εμπρός στο τρελό, παλαβό, έκτακτο περιστατικό εντός ενός ψυχιατρικού καταστήματος, τα ίδια τα εργαλεία σου. Κι αυτός ήταν ο τρόμος και η αφωνία μου όταν ήμουν κλεισμένος μέσα: πραγματικά δεν ήξερα τι να πω, τι να κάνω, τι να σκεφτώ.

Οι τελείως τρελοί βρίσκονται σε μια χαρακτηριστικά μειονεκτική θέση: είτε είναι αποκομμένοι από το περιβάλλον τους, είτε έχουν χάσει κάθε έλεγχο πάνω σε αυτό. Οι τοίχοι, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, ένα βήξιμο, ένας ήχος, όλα πέφτουν καταιγιστικά πάνω τους και τους πλακώνουν αμείλικτα. Ο κόσμος είναι μια απειλή και πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια, ούτε καν στη μοναξιά της σκέψης τους.

Οι άνθρωποι που είναι λίγο πολύ λογικοί βρίσκονται σε μια προνομιακή θέση: μόνοι ή συνασπιζόμενοι, μπορούν ή προσπαθούν ή επιθυμούν να επηρεάζουν το περιβάλλον τους, για την ασφάλεια και τη ευημερία τους. Όμως, πιστεύω ότι η εμπειρία του ψυχιατρείου θα ήταν ωφέλιμη πολύ για όλους τους λογικούς, για όλους και όλες όσες διαθέτουν το προνόμιο να ασκούν ακόμα έναν κάποιον έλεγχο. Διότι, σύμφωνα με το πνεύμα των λόγων του Μπαϊρακτάρη, από την εμπειρία αυτή θα κάμπτοταν μια κάποια αλαζονία ότι μπορείς “να κάνεις τα πράγματα καλύτερα” για σένα – έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν χειρότερα για κάποια άλλη. Θα κάμπτοταν μια κάποια αλαζονία ότι με την εφαρμογή θεωρητικών εργαλείων θα μπορείς να ασκήσεις έλεγχο, να μορφοποιήσεις τον πολτό που λέγεται περίγυρος, να κάνεις τον κόσμο πιο ασφαλή για εσένα και τους άλλους.

“Μα οι ίδιοι μας ζητάνε να τους δέσουμε, για το καλό τους” με είπε ο ψυχίατρος στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη. Ίσως και να είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι, τελικά. Αλλά όταν βγεις από τον λάκκο όπου κείτεσαι τελείως γυμνός, ανήμπορος, δίχως περιθώρια αντίστασης, τελείως εκτεθειμένος στις ορέξεις του άλλου, σαν πούστης στα τέσσερα με το πρόσωπο στο στρώμα, καταλαβαίνεις πολλά. Καταλαβαίνεις πολλά, αλλά δεν ξέρεις ακόμα τι κατάλαβες. Δεν έχεις ακόμα τα λόγια να το πεις, παρά μόνο ξέρεις όταν βγεις ότι ακόμα σε λένε Άρη, αλλά ένα κομμάτι σου δεν είναι, και δεν πρόκειται ποτέ να είναι, αυτό που κάποτε ονομαζόταν “Άρης”.

Τώρα που ο πόνος γίνεται δάκρυα
Τώρα που το μίσος πιο πολύ φουντώνει
Τώρα που η αγάπη γίνεται πιο λίγη
Τώρα που η φιλία είναι ανύπαρκτη

Ζούμε στο σκοτάδι… Περιμένοντας το θάνατο

Τώρα που η ζωή συνέχεια λιγοστεύει
Τώρα που η γη σιγά-σιγά πεθαίνει
Τώρα που τα ζώα σταμάτησαν να παίζουν
Τώρα που όλα έχουν τελειώσει!

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.