Ι. Για μια αισθητική αποτίμηση του βιβλίου
ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ZINE ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ (PDF)
Κατα τον Άσγκερ Γιόρν ο αισθητικός νόμος είναι αυτός των επιθυμιών μας, που εμπλουτίζει ποικιλόντας το καθορισμένο θέμα της ανθρωπινης ηθικής.
Στο βιβλίο του subboy25 κυριαρχούν κολάζ εικόνων, σκληρή πορνογραφία, αντικοινωνικοί αφορισμοί, ωμή αρνητικότητα, διάλυση ψευδαισθήσεων, αγάπη προς το άσεμνο, μίσος προς το κανονικό. Το σκληρό κόντραστ του υπόσχεται πόνο. Τα μέρη που όλα φαντάζουν δυστοπικά και το μόνο που μένει είναι το μοίρασμα της ηδονής με την ταυτόχρονη εμβύθιση στο μαύρο.
Οι συνεχόμενες εικόνες δημιουργούν την δική τους διαλεκτική. Σύμφωνα με τον Σωσσυρ η παράθεση των εικόνων με την κοντινή σύνταξη παράγει ένα τρίτο σημαίνον λόγω του συσχετισμού τους. Στο τέλος τους έρχεται να προστεθεί και ο λόγος με την μορφή μικρών φράσεων διαμορφώνοντας την τελική αφήγηση. Οι εικόνες, η εναλλαγή τους οι λέξεις λειτουργούν σαν χτύπημα. Χτύπημα που έχει απώτερο σκοπό να αποτελέσει φορέα νοημάτων διεισδύοντας στην σκέψη, σπέρνοντας την αμφιβολία για την όποια θετικότητα.
Η βιαιότητα της αφήγησης μας υπενθυμίζει συνεχόμενα ότι εχθρος είναι η εργασία, η οικογένεια, το έθνος,η ετεροκανονικότητα, η νευροκανονικότητα, η νηφαλιοκρατία, η βανίλα κυριαρχία, ο χριστιανισμός ως πυλώνες συστημικών μηχανισμών εξόντωσης του άλλου, του ανώμαλου, του ψυχασθενη, του φρικιού, του ναρκωμανή, του/της ερωμένου/ης της άρνησης. Εχθροί δύσκολοι,αδυσώπητοι και δολοφονικοί που [πρόσφατα] μας στέρησαν τον Ζακ.
Απο τις πρώτες σελίδες βρισκόμαστε απέναντι σε μια διακύρηξη της απουσίας μέλλοντος και σε ανυπαρξία υποσχέσεων για ότι καλύτερο. Η οσμή του θανάτου μας περιμένει σε κάθε γωνία. Η απόλαυση της καταστροφής, αποτυπώνεται ως σκισμενη αφίσα στους τοίχους της μητρόπολης, ως κόκκος στις φωτογραφίες, ως έλλειψη χρωμάτων, ως ενεργοπαθητικός λόγος. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά “Τα πιο όμορφα αυτοκόλλητα και τα πιο όμορφα αγόρια είναι τα ξεσκισμένα”
Ο subboy25 βαλλεται εναντιον καθε καθαροτητας. Η φθορα πρωταγωνιστει στο εργο του, η φθορα που λειτουργει ως αυτοαλλοίωση της υπαρξης και σηματοδωτεί την αποδοχή όλων αυτών που η κοινωνία προσπαθεί να θεσμίσει ως μη ορατά ωθώντας τα στο περιθώριο.
Η εξύψωση της παρακμής και της διαστροφής ως αναπόσπαστο τμήμα της γνωριμίας με το επικίνδυνο παιχνίδι της χειραφετησης. Γιατί κάθε διατάραξη του κύκλου, κάθε επανακαθορισμός της κατεύθυνσης, κάθε είδος ανακάλυψης αποτελεί κίνδυνο.
Οι Καταστασιακοί έλεγαν ότι σκοπός τους είναι η άμεση συμμετοχή σε μια παθιασμένη και πολυποίκιλη ζωή μέσω στιγμών που είναι όσο εφήμερες όσο και συνειδητά ελεγχόμενες με την ταυτόχρονα μετατροπή της τέχνης απο απλή ερμηνεία των αισθήσεων σε δημιουργία νέων πιο εξελιγμένων. Η ομορφιά στον κόσμο του subboy25 είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πάθος. Πάθος όμως στην ολότητα του δηλαδή με την ταυτόχρονη παραδοχή του πόνου που επιφέρει και την συνειδητη αποδοχή του αυτοκαταστροφικού του χαρακτήρα.
“In bondage there is no choice”. Ο subcultural φετιχισμός. Ο χορός των γυμνών ανδρών με bdsmική σημειολογία. Εδώ έχουμε την υπέρβαση της punk πρόκλησης. Τα αντρικά σώματα δεν φορούν κολάρα με slaverings προκειμένου να σοκάρουν τους γύρω τους, η αξία τους είναι καθαρά ηδονική παραπέμποντας στο ερωτικό παιχνίδι της υποταγής. Οι αρβύλες δεν φοριούνται ως στράτευση στην επανάσταση όπως τις φόραγαν οι καταστασιακοί και οι σουρεαλιστές, αλλά ως φορέας απόλαυσης φετιχιστικού αντικειμένου. To fly παύει να αποτελεί σημαίνον χουλιγκανιστικής κοινωνικοποίησης και επανανοηματοδωτείται ομοερωτικά. Στις σελίδες πρωταγωνιστούν άντρες με δεμένα τα άκρα τους, γλυκά αγόρια που καπνίζουν, leathermen, φιστοκώλια σε νεουορκέζικα bdsm bar και πίπες. Στην τελική καλύτερα αντικείμενο, παρά υποκείμενο, Γιατί σύμφωνα με τον υποτακτικό Philip στο rituals of love είναι πολύ παρήγορο το να σου πούνε τι να κάνεις, είναι υπέροχο. Η παθητικότητα έχει την δική της απελευθερωτική ποιητική. Και σύμφωνα με τον dom τού, Franko, ο Philip έχει περισσότερη δύναμη.
Θα θελα να σταθω σε μια εικόνα που έχω δει να την χρησιμοποιεί συχνά ο subboy25. Είναι μια εικόνα ενός αγοριού 16-20 χρονών που βρίσκεται απέναντι απο μία ανοιχτή πόρτα αυτοκινήτου. Στο βλέμμα του βρίσκεται η λαχτάρα ανακάλυψης ενος νέου κόσμου, η διαφυγή από την οικογένεια. Μέσα στο αυτοκίνητο περιμένει η ερωτική επιθυμία, η έξοδος απο την αγνότητα, η είσοδος στο παιχνίδι των σωμάτων.
“Πες μου ποια είναι η επιθυμία σου και θα σου πω ποιος είσαι, αν είσαι φυσιολογικός ή όχι, και μετά μπορώ να νομιμοποιήσω ή να ακυρώσω την επιθυμία σου. Η επιθυμία δεν είναι συμβάν αλλά σταθερό χαρακτηριστικό του υποκειμένου: παρέχει μια βάση στην οποία μπορεί να προσκολληθεί όλος αυτός ο ψυχολογικό-ιατρικός οπλισμός” μας τονίζει ο Μ. Φουκώ
Ο λόγος για την ταυτότητα της νευροδιαφορετικότητας είναι κάτι που λείπει από την εγχώρια αμφισβήτηση. Η πολιτική κριτική στον εγκλεισμό, την νευροκανονικότητα, το ακόλουθο κοινωνικό στίγμα και την διαχείριση της φαρμακευτικής αγωγής αποτελεί ένα κεφάλαιο που σπάνια θίγεται απο ριζοσπαστικές ομάδες.
Από το βιβλίο δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική επένδυση. Τα pop κομμάτια μεταστρέφονται. Η επανασυγκειμενοποίηση τους επιτυγχάνεται χάρη στον συγκερασμό τους με εικόνες εξεγέρσεων, γαμησιού, μέθης και απαισιοδοξίας. Ο Φουκώ, ο Ζενέ, ο Ουάιλντ, η Μπατλερ, ο Μπαροουζ, χορεύουν μαζί με γυμνούς skinheads και punks υπο την συνοδεία των γενιά του χάους, των limp wrist, του σακη ρουβά, των χαοτικό τέλος, της diamanda galas. Στο τέλος μπορεί όλοι να πεθαίνουν αλλά το μόνο σίγουρα είναι πως έζησαν.
Η αντι-ομορφιά που παράγεται απο την “παρέκλιση” των κατεστημένων ρόλων, τα βιωματικά κείμενα, τα πολιτικά προτάγματα, το πανκ, η εξέγερση και η πορνογραφια συνθέτουν το σύμπαν του subboy25 ένα σύμπαν που το ταξίδι σε αυτό είναι ικανό να σε αλλάξει για πάντα.
“Κάθε φορά που γαμιέστε κάνετε μια καλή πράξη, πάτε τον κόσμο ένα κλικ πιο πάνω, προωθείτε την εξεγερτική διάθεση, φέρετε το φως”
Francis Krummel
* * *
1.
Καταστρέφουμε τους εαυτούς μας στη σιωπή και επομένως κάνουμε ολάκερο τον κόσμο συντρίμμια. Ή τουλάχιστον αυτό θέλουμε. Είμαι αιώνια πεσσιμιστής για το αντίκρισμα που έχει όλη αυτή η καταστροφικότητά μας. Αλλά ο ήχος από τις αλυσίδες που κροταλίζουν, δίνει χρώμα στο αίμα μου.
2.
Το να ερχόμαστε στη ζωή σημαίνει, το να βρισκόμαστε με τους άλλους. Η δημιουργία συνεργατικών ομάδων είναι υψίστης σημασίας. Δεν υπάρχει χώρος εκτός του κεφαλαίου, αλλά μια συλλογική άρνηση των νόμων και των ηθών της μπουρζουαζίας, μπορεί να μας επιτρέψει να διοχετεύσουμε την αρνητικότητά μας σε μια μεγαλύτερη κλίμακα, δίνοντας μας παράλληλα χώρο να ανασάνουμε.
3.
Κάποιοι από μας δε μπορούμε να βρισκόμαστε με τους άλλους, είμαστε μόνοι, επιπλέουμε ναυαγισμένοι στα χλιαρά νερά της καπιταλιστικής ζωής. Ανάβουμε φωτιές στο σκοτάδι και προσευχόμαστε πυρετωδώς να τελειώσουν όλα αυτά σύντομα, όμως η ελπίδα μας είναι μικρή και η πίστη μας αδύναμη. Καταλήγουμε νεκροί από τα ναρκωτικά, στη φυλακή, να βάζουμε αυτοσχέδιες βόμβες στη δουλειά μας και να γράφουμε ποίηση. Για εμάς δεν υπάρχουν απαντήσεις, δεν υπάρχουν λύσεις, υπάρχει μόνο η ατελείωτη αναζήτηση για συντροφικότητα και αγάπη.
4.
Δε θα φτιάξουμε ένα καλύτερο κόσμο.
5.
Το χτίσιμο της κομμούνας είναι μια άσκηση δημιουργίας αρνητικών χώρων εξέγερσης. Η έρημος εξαπλώνεται συνεχώς, καταβροχθίζοντας όλες τις προσπάθειες δημιουργίας μιας εναλλακτικής κουλτούρας. Το αυτο-οργανωμένο περιβόλι, η κοοπερατίβα ποδηλάτων, η αυτοοργανωμένη κουζίνα, όλα καταλήγουν να υπηρετούν το εμπόρευμα. Αντίθετα, πρέπει να χτίσουμε την εξέγερση, να πανηγυρίζουμε στο άκουσμα βομβιστικών απειλών, να δημοσιοποιούμε τις αποδράσεις από τις φυλακές. Αυτές οι πράξεις, έχουν αυτό που ο Genet αποκαλούσε μια αισθητική έλξη από μόνες τους, αλλά όταν συνενωθούν, μπορούν να δημιουργήσουν μια δύναμη ικανή να καταστρέψει την κοινωνία.
Από «απέχθεια» (2017)
ΙΙ. Για την ισότητα στο γάμο
Σε κάποιο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Βρετανίας. Ένα πλήθος από γυναίκες και παιδιά (με μικρές σημαίες να κυματίζουν στα χέρια ή με μεγάλες σημαίες να κυματίζουν αγέρωχα στο υπόβαθρο) περιμένει να ανοίξουν οι πόρτες του μεταγωγικού αεροσκάφους. Και από εκεί, από ψηλά, από μακριά, μια σειρά από άψογους, γαλανομάτηδες, λευκούς, υγιείς, ατσαλάκωτους άντρες κατεβαίνει τις σκάλες προσεγγίζοντας το έδαφος.
Ένας δημοφιλής ευφημισμός για τον πόλεμο και το θάνατο είναι το “καθήκον προς την πατρίδα” και αυτοί οι άντρες φαίνεται πως κάνανε άψογα το καθήκον τους. Τυχεροί που γύρισαν ζωντανοί και αρτιμελείς (για να μην πούμε και με άψογη επιδερμίδα, σε πείσμα της ερήμου), πέφτουν στην αγκαλιά των γυναικών, των μανάδων και των παιδιών τους. Πέφτουν στην αγκαλιά της χώρας τους. Είναι μια ιερή στιγμή. Είναι η στιγμή που “συντριβόμαστε από καθαρό συναίσθημα”, η στιγμή που “κλαίμε τόσο πολύ”. Όπως μας εκπαιδεύσανε.
Εκείνα τα πέντε-δέκα λεπτά που η κάμερα και τα μάτια του έθνους είναι στραμμένα επάνω τους, αυτοί οι νεαροί ήρωες δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους. Κάθε κοινωνική, οικονομική, ταξική ή άλλου είδους διαφορά μεταξύ τους ωχριά και φθίνει εμπρός στην κορύφωση και το θαύμα της καθαρής και απαστράπτουσας “βρετανικότητάς” τους. Εκείνα τα πέντε-δέκα λεπτά απόλυτης ισοτιμίας και αγνών συναισθημάτων, είναι η καταλληλότερη στιγμή για να βγάλει ένας φαντάρος τις βέρες και, γονατιστός, να κάνει πρόταση γάμου στον καλό του που τον περίμενε. Διότι εκείνα τα πέντε-δέκα λεπτά εθνικής ανάτασης και ενότητας, ο γκέι φαντάρος κερδίζει την άδεια να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια αδερφή της σειράς. Όπως λέει το βιντεοκλίπ στο τέλος του:
“ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΡΩΕΣ,
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΖΥΓΟΙ”
Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή στο βίντεο, είναι ότι οι στρατιώτες – ένα μικρό δείγμα της κοινωνίας και του τι θα μπορούσε να χρησιμοποιείται ως συνεκτικό υλικό σε αυτή – πολύ σύντομα διαχωρίζονται. Μέσα από μια διαδικασία αναγνώρισης των οικογενειών, παιδιών, συζύγων τους, αναγνωρίζουμε κι εμείς ποιοι είναι οι “νόμιμοι”. Και μέσα από την απουσία μιας τέτοιας αναγνώρισης, αναγνωρίζουμε κι εμείς τον “παράνομο”. Η πρόταση γάμου του στρατιώτη στον καλό του εκπέμπει μια βεβαιότητα ότι ο “παράνομος” είναι στην πραγματικότητα απλά “όχι ακόμα νόμιμος”, μα όχι για πολύ ακόμα.
Η λεπτή αλλά δύσβατη απόσταση που χωρίζει τον “νόμιμο” από τον “όχι ακόμα νόμιμο” διαμορφώνεται από ένα πλέγμα ηθικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, εθνικών και ταξικών κανονιστικών προτύπων ώστε η σχεδόν ανέφικτη άρση τους να γίνεται εδώ με έναν επικό, μεγαλειώδη τρόπο, με ένα άλμα επί κοντώ που με μιας τα ξεπερνά όλα αυτά και στην συναρπαστική καμπύλη-τροχιά του περιγράφει την ουσία της “κοινής” σε όλες μας ιδιότητας της πολίτισσας ενός έθνους. Δεν είναι τυχαίο που το κίνημα για το δικαίωμα στον γάμο στις ΗΠΑ, διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε παράλληλα και σε αλληλεπίδραση με το κίνημα για το δικαίωμα των LGBT στη στράτευση, ή ότι οι συγκλονιστικές viral φωτογραφίες από τις αποστολές και δράσεις του αμερικάνικου στρατού είναι ακριβώς reunions ομόφυλων ζευγαριών πίσω στη μητέρα πατρίδα.
Με άλλα λόγια, αυτή η μιλιταριστική νικηφόρος διαφήμιση πρόκειται ουσιαστικά, χρησιμοποιώντας στρατιωτικούς όρους, για μια άνευ όρων παράδοση και συνθηκολόγηση. Απέχοντας πολύ από οποιαδήποτε κριτική, στοχεύει στην καρδιά του ζητήματος και υπογράφει ενθουσιωδώς από τη μεριά της στο τέλος του βιντεοκλίπ τη συνθήκη ότι “όλοι οι άντρες μπορούν να είναι ήρωες” αναμένοντας μέσα στο συναισθηματικά φορτισμένο πλαίσιο, επιτέλους, τη συγκατάνευση και την υπογραφή της άλλης πλευράς. Εφόσον επιτευχθεί αυτή η σωματική, πολιτική και ηθική πρόσβαση στον μιλιταριστικό (και όχι μόνο) “ηρωισμό”, το οικοδόμημα των διακρίσεων δεν μπορεί παρά να καταρρεύσει: “Όλοι οι άντρες μπορούν να είναι ήρωες, [οπότε] όλοι οι άντρες μπορούν να είναι σύζυγοι (μεταξύ τους)”. Πρόκειται για την Αθάνατη Λεβεντιά όχι ως ζήτημα προς συζήτηση, όχι ως αξία με εσωτερική ψυχική, αισθητική, έμφυλη, ταξική, εθνική και πολιτική ζωή, αλλά ως κάτι που αδιαμφισβήτητα δεν τέμνεται περαιτέρω. Επομένως οι απαιτήσεις που έχει (παθητικά, ως ακυρώσεις, ή ενεργητικά, ως διαμόρφωση πράξεων και σκέψεων) χαίρουν αδιαμφισβήτητης αξίας με έναν σχεδόν φανατικό θρησκευτικό τρόπο. Με τα λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού James Cameron: “Δεν είναι ότι είμαι υπέρ του γκέι γάμου, παρόλο που είμαι Συντηρητικός. Είμαι υπέρ του γκέι γάμου, ακριβώς επειδή είμαι Συντηρητικός”.
ΙΙΙ. Γεννήθηκα για να πονώ
Ένα απόγευμα έφεραν οι μπάτσοι στο ψυχιατρείο έναν παππού. Όπως είθισται από το πρωτόκολλο, αφού τον βάλανε στο απέναντι διαγώνια θάλαμο, του δέσανε το πόδι στο κρεβάτι. Και φύγανε. Μετά από μια ώρα περίπου άρχισε να εκπέμπεται ένας μονότονος θρήνος από τον θάλαμο: “Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου… Αγία Αναστασία μου…” για ώρες. Είχε και κορυφώσεις, όταν χτυπούσε βίαια, με γδούπο, με την πλαστική πάπια του το μεταλλικό κρεβάτι και το σημείο που ήταν δεμένο το πόδι. Εμείς (εγώ) στην αρχή συμπάσχαμε, μα σύντομα βαρεθήκαμε. Περνούσαμε αδιάφοροι στο διάδρομο, μπροστά από την πόρτα του, καπνίζοντας. “Αγία Αναστασία μου…” Δεν σε ακούει! Το ’χει κλειστό! Έχει πεθάνει! Έχει δουλειές! Αχαχα! Ήρθε κι ο νοσοκόμος με τα χοντρά χρυσά γυαλιά κι άρχισε να λέει στο παππούλη “Σκάσε! Σκάσε! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;” και στο χέρι μια βελόνα με Αλοπερτιν κι ο παππούλης να λέει “Λύστε με, λύστε με και θα ’μαι φρόνιμος…” μα κανένας δεν το έκοβε ότι φρόνιμος θα ήταν διότι το έλεγε χτυπώντας πάλι με μανία την πλαστική πάπια σε μια άγνωστη επιφάνεια που έκανε μεγάλη φασαρία. Του δέσανε και το χέρι, λοιπόν, του κάνανε και την ένεση και λίγο βούβαξε. Μα αργά το βράδυ, όταν είχαν χαμηλώσει τα φώτα, για μια φορά ακόμα η πτέρυγα γέμισε από ένα θρήνο. Ο παππούλης είχε αφήσει την δίχως ανταπόκριση Αγία Αναστασία και είχε στραφεί στα ανώτερα κλιμάκια. “Θεούλη… Θεούλη… Θεούληηηηη… Πού είσαι, Θεούλη;” Κι ο συγκρατούμενος του βγήκε στο διάδρομο, “κάντε τον να σκάσει”, “δεν μπορώ ούτε να κοιμηθώ πια”, και ήρθε η μεταμεσονύκτια βάρδια, και κάτι του κάνανε, κάτι του κάνανε, και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά τίποτα από τον παππούλη. Και πήγαμε όλοι στις δουλειές μας, άλλοι για ύπνο, εγώ να φυτεύω γόπες στη γλάστρα, οι νοσοκόμοι στο σταθμό τους και όλοι ταχτοποιηθήκαμε και ταχτοποιήθηκε κι ο παππούς. Δεν ξανακούστηκε ποτέ τίποτα από αυτόν.
Σε μια εκδήλωση από τα Αυτόνομα Σχήματα για τα ψυχιατρικά, όπου ήταν κι ο Μπαϊρακτάρης, ο τελευταίος πήρε τον λόγο κι αφού παίνεψε την καλή θέληση, την κατάρτιση, τις συζητήσεις στα έδρανα και στην είσοδο της κατειλλημένης Πρυτανείας, τις θεωρίες και τις βιογραφίες, μίλησε για τον πόνο και την άφωνη τραγωδία του να βλέπεις να καταρρέουν εμπρός στην ωμή βία, εμπρός στο τρελό, παλαβό, έκτακτο περιστατικό εντός ενός ψυχιατρικού καταστήματος, τα ίδια τα εργαλεία σου. Κι αυτός ήταν ο τρόμος και η αφωνία μου όταν ήμουν κλεισμένος μέσα: πραγματικά δεν ήξερα τι να πω, τι να κάνω, τι να σκεφτώ.
Οι τελείως τρελοί βρίσκονται σε μια χαρακτηριστικά μειονεκτική θέση: είτε είναι αποκομμένοι από το περιβάλλον τους, είτε έχουν χάσει κάθε έλεγχο πάνω σε αυτό. Οι τοίχοι, οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, ένα βήξιμο, ένας ήχος, όλα πέφτουν καταιγιστικά πάνω τους και τους πλακώνουν αμείλικτα. Ο κόσμος είναι μια απειλή και πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια, ούτε καν στη μοναξιά της σκέψης τους.
Οι άνθρωποι που είναι λίγο πολύ λογικοί βρίσκονται σε μια προνομιακή θέση: μόνοι ή συνασπιζόμενοι, μπορούν ή προσπαθούν ή επιθυμούν να επηρεάζουν το περιβάλλον τους, για την ασφάλεια και τη ευημερία τους. Όμως, πιστεύω ότι η εμπειρία του ψυχιατρείου θα ήταν ωφέλιμη πολύ για όλους τους λογικούς, για όλους και όλες όσες διαθέτουν το προνόμιο να ασκούν ακόμα έναν κάποιον έλεγχο. Διότι, σύμφωνα με το πνεύμα των λόγων του Μπαϊρακτάρη, από την εμπειρία αυτή θα κάμπτοταν μια κάποια αλαζονία ότι μπορείς “να κάνεις τα πράγματα καλύτερα” για σένα – έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν χειρότερα για κάποια άλλη. Θα κάμπτοταν μια κάποια αλαζονία ότι με την εφαρμογή θεωρητικών εργαλείων θα μπορείς να ασκήσεις έλεγχο, να μορφοποιήσεις τον πολτό που λέγεται περίγυρος, να κάνεις τον κόσμο πιο ασφαλή για εσένα και τους άλλους.
“Μα οι ίδιοι μας ζητάνε να τους δέσουμε, για το καλό τους” με είπε ο ψυχίατρος στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη. Ίσως και να είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι, τελικά. Αλλά όταν βγεις από τον λάκκο όπου κείτεσαι τελείως γυμνός, ανήμπορος, δίχως περιθώρια αντίστασης, τελείως εκτεθειμένος στις ορέξεις του άλλου, σαν πούστης στα τέσσερα με το πρόσωπο στο στρώμα, καταλαβαίνεις πολλά. Καταλαβαίνεις πολλά, αλλά δεν ξέρεις ακόμα τι κατάλαβες. Δεν έχεις ακόμα τα λόγια να το πεις, παρά μόνο ξέρεις όταν βγεις ότι ακόμα σε λένε Άρη, αλλά ένα κομμάτι σου δεν είναι, και δεν πρόκειται ποτέ να είναι, αυτό που κάποτε ονομαζόταν “Άρης”.
Γεννήθηκα για να πονώ –https://youtu.be/trXFNtl-pYU
IV. Ζούμε στο σκοτάδι
Ένα βραδάκι, πολλά χρόνια πριν, είδα μια αφίσα που σε (με) προσκαλούσε να παρακολουθήσω μια προβολή σε μια κατάληψη. Ο τίτλος της ήταν «Πάρε αυτά τα σπασμένα φτερά» («Take these broken wings») και επρόκειτο για την ιστορία δύο γυναικών που κατάφεραν να βγουν από την ψύχωση μετά από δέκα χρόνια ψυχοθεραπείας – η οποία είχε έναν όρο: δεν θα ληφθεί φαρμακευτική αγωγή παράλληλα. Δεν είναι spoiler για το ντοκιμαντέρ αν πω ότι και οι δύο γυναίκες τα κατάφεραν, ζώντας πλέον μια «ήσυχη» ζωή – η μία ασχολούμενη με την άγρια πλευρά της κηπουρικής και η άλλη με τις «ήπιες» τέχνες. Τέλος καλό, όλα καλά – όχι όμως για εμένα, που το βασανιστήριό μου ξεκίνησε πολλές μέρες πριν την προβολή. Βλέπετε, για δω την ταινία – μια ταινία, πρώτα απ’ όλα, που αφορούσε εμένα – έπρεπε να μετακινηθώ στον χώρο της κατάληψης, να τοποθετήσω το σώμα μου ανάμεσα σε σώματα άλλων ανθρώπων, να υπομείνω το small talk – που πονούσε σαν μαχαιριές στο στήθος – και γενικά να προσπαθήσω να απαλλαγώ από την αίσθηση ότι βρίσκομαι πίσω από ένα διάφανο, αόρατο τείχος από πλεξιγκλάς ή, για την ακρίβεια, ότι είμαι μονωμένος από το περιβάλλον μου ευρισκόμενος κάτω από έναν γυάλινο κώδωνα. Αυτή μόνιμη αίσθηση του γυάλινου κώδωνα, που άλλοτε προσπαθούσα να σπάσω εγώ κι άλλες φορές επιθυμούσα κρυφά να παραβιάσουν οι άλλοι. Όμως ποτέ δε βρισκόταν ο κατάλληλος τρόπος και τόπος. Είτε εγώ «κρυβόμουν», οφθαλμοφανώς παρών και ορατός από τους πάντες, είτε κάθε εξωτερική προσπάθεια διάρρηξης (μια χειραψία, μια αγκαλιά, μια απεύθυνση του λόγου) οδηγούσε σε επώδυνα ρίγη, μικρά ηλεκτροσόκ, ζαλάδα, απώθηση και τάση για κλάματα. Ο γυάλινος κώδωνας ήταν η καταδίκη μου αλλά και η σωτηρία μου, η περιέργειά μου για το τι υπάρχει στην άλλη μεριά του φράχτη αλλά και η προστασία μου από μια ενδεχόμενη περίπτωση τάσεων εξερεύνησης.
Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς είναι να είσαι «μαζί» αλλά και χώρια με τους άλλους, πώς είναι η ζωή σε τέτοιες παράδοξες συνθήκες απομόνωσης ή φυλάκισης – όπως το ένιωθα συχνά πυκνά.
Υπάρχει λοιπόν τεράστια μοναξιά. Σύμφωνα με το βιβλίο «Crip Negativity» (J. Logan Smilges), και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, η μοναξιά παίρνει τη μορφή ενός ιδιαίτερου τρόμου για όσους ζουν στην απομόνωση. Αν δεν το έχεις βιώσει ο ίδιος, είναι δύσκολο να καταλάβεις πλήρως τον πόνο να βλέπεις τους υπόλοιπους να ζουν τις ζωές τους ενώ εσύ νιώθεις ότι απλά μεγαλώνεις. Δεν είναι ο φόβος ότι μπορεί να χάσεις πράγματα, είναι απλά ότι τα χάνεις. Μέρα με τη μέρα, εποχή με την εποχή, χρόνο με το χρόνο που δεν είσαι αρκετά υγιής, που δεν είσαι αρκετά δυνατός, αρκετά έξυπνος, αρκετά ελκυστικός, αρκετά χαρούμενος (…) Δεν γνωρίζω, λέει ο συγγραφέας, ούτε ένα ανάπηρο άτομο που δεν έχει νιώσει σε κάποιο σημείο, όσο εφήμερο ή φευγαλέο και να ήταν αυτό, ότι δεν είναι, τελικά, παρά ένα βαρίδι. Πόνος, ενοχές, ντροπή, αμηχανία, εξάντληση, φόβος και θυμός. Αυτά συναντάς μέσα στον γυάλινο κώδωνα όπου όμως επειδή είσαι ορατός από όλους πρέπει διαρκώς να υποκρίνεσαι ότι είσαι κουλ. Κουλ, γιατί δεν υπάρχει θέση αλλιώς για σένα ή κουλ, για να γίνεις αποδεκτός ως ένα σπάνιο δείγμα ζώου στον οικείο ζωολογικό κήπο.
Αλλά ας επανέλθω στην απομόνωση και την οργή που τη συνοδεύει.
Είναι απολύτως φυσικό ότι αυτή η οργή, άγνωστο ακόμα προς ποιον στρέφεται –σε σένα; στους άλλους; στο σύμπαν; — να αναζητήσει να εκτονωθεί. Και τότε συμβαίνουν ενδιαφέροντα πράγματα.
Από εδώ και πέρα θα μιλήσω αυστηρά για μένα, μιας και τα βιώματα είναι ξεχωριστά και ιδιαίτερα, όπως και η επεξεργασία που κάνει κανείς σε αυτά.
Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την ψυχαναλύτριά μου έναν Ιούλιο. Με άφησε να μιλάω για μένα και το πάθος μου ήταν τόσο μεγάλο που έπεσα από το ντιβάνι. Με άφησε να κείτομαι στο πάτωμα και σχολίασε, «μιλάς για τον εαυτό σου σαν να είσαι Τέρας» και ζήτησε να δει τα χαρακωμένα χέρια. Άγγιξε τις πληγές και μουρμούρισε «τι σου έχουν κάνει εσένα…;». Η ξαφνική διαπίστωση ότι ενδέχεται να μη φταίω απολύτως εγώ για τα χάλια μου και η παρηγορητική επαφή των σωμάτων μας, επισφράγισε το ψυχαναλυτικό συμβόλαιο: με αυτή τη γυναίκα θα έκανα την τελευταία και μεγάλη προσπάθεια να αναπνεύσω. Ή να ελευθερωθώ. Ή, ίσως, να ξαναγεννηθώ.
Δεν είναι, ίσως, έκπληξη για όσους γνωρίζουν έστω και λίγα για την ψυχαναλυτική διαδικασία ότι στραφήκαμε προς την οικογένεια – τον Μπαμπά και τη Μαμά. Εκεί διαπίστωσα πόσο πολύ ποθούσα να με αποδεχτούν ως πρωτότοκο γιο κι ας είχα κάνει 3-4 επαναστάσεις εναντίον τους. Προς μεγάλη μου έκπληξη, εγώ, ο αναρχικός, ο δεν-δίνω-δεκάρα, ο έχω-χρόνια-να-τους-δω, ο να-πάνε-να-ψοφήσουν, επιζητούσα το βλέμμα τους, την επιδοκιμασία τους, το χάδι τους – ψάχνοντας διαρκώς να τα βρω σε ακατάλληλα μέρη. Παράλληλα, άρχισε να σχηματίζεται μια υποψία για την αλλόκοτη συμπεριφορά τους όταν ήμουν έφηβος και κλειδωμένος μέσα στο σπίτι. Παρά τα επαναλαμβανόμενα ενήλικα coming out μου ώστε να χωνέψουν επιτέλους ότι είμαι αδερφή, ο Μπαμπάς και η Μαμά ήδη από όταν ήμουν μικρός έβλεπαν μια αδερφή να βλασταίνει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, παίρνοντας διαρκώς παρανοϊκά, ενίοτε σαδιστικά, μέτρα για να αποφευχθεί αυτή η ανάπτυξη.
Από τα κομβικότερα σημεία της ανάλυσης ήταν όταν, μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία, άφησα τους γονείς μου πίσω. Μια ζωή κατεστραμμένη από μια ύπουλη ομοφοβία και ψυχική κακοποίηση. Δεν τους συγχώρεσα, φυσικά, αλλά ανακουφίστηκα που ένα μέρος της οργής μου τόσα χρόνια, που έμοιαζε με μπουνιές σε τσιμεντένιο τοίχο, είχε φύγει.
Ο, καθόλου ευθύγραμμος, δρόμος για την ανάρρωση είχε ανοίξει.
Μετά το πρώτο ψυχιατρείο (ακολούθησαν άλλα τέσσερα) ένοιωσα μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Της είπα: «Στέκομαι έξω, εμπρός από τη φυλακή μου (μεταφορικά αλλά κυριολεκτικά μιας και η τρύπα με τους μαύρους τοίχους που έμενα ήταν άλλη μία φυλακή) και σκέφτομαι τι έρχεται μετά. Να πάω αριστερά, να πάω δεξιά, να πάω απέναντι; Ποια είναι η σωστή διαδρομή; Είμαι χαρούμενος που είμαι έξω, αλλά παράλληλα φοβάμαι και σχεδόν νοσταλγώ το κελί μου».
Μου απάντησε με μια ιστορία, μου αξίζει να μεταφέρω εδώ.
«Όταν έγινε το σκάνδαλο με τη Λέρο, έπρεπε να εκκενωθεί συντεταγμένα το εκεί ψυχιατρείο. Εγώ, με μια ομάδα από ψυχολόγους και ψυχιάτρους είχαμε αναλάβει να ελευθερώσουμε τους «βαρυποινίτες». Τους λέγανε έτσι γιατί ήταν άτομα χαμένα μέσα στην ψύχωση ώστε τους είχαν σε κελιά με κάγκελα μπροστά. Από εκεί τους πετούσαν το φαγητό τους, εκεί μέσα έχεζαν, ρακένδυτοι, σχεδόν γυμνοί, και με ένα λάστιχο τους καθάριζαν αυτούς και το πάτωμα. Δεν θα έβγαιναν ποτέ έξω.
Βρήκαμε τα κλειδιά και ανοίξαμε τις πόρτες. Δεν κάναμε τίποτε άλλο. Δεν ασκήθηκε κανενός είδους βίας. Απλά ανοίξαμε τα κελιά και περιμέναμε. Κάποιοι είχαν ήδη καταλάβει τι είχε συμβεί και φιλούσαν το πάτωμα από το κελί τους. Ανοίξαμε τα κελιά και περιμέναμε να βγουν. Περιμέναμε μέρες.»
Την επόμενη μέρα ξεκίνησα το πρώτο μου φανζίν, το «Desperately Seeking Suzan». Ακολούθησε σύντομα το «Ebola». Και τώρα αυτό, το τρίτο. Δεν ξέρω πώς η ιστορία με τη Λέρο με οδήγησε να βρω καταφύγιο και εκτόνωση στο γράψιμο. Ο τρόπος που γράφω είναι απλός: αν δεν τα γράψω, θα μου βγουν από τα αυτιά. Γράφω οργισμένα αλλά και με μια ψυχαναλυτική κόντρα. Μου αρέσει το μαύρο, οι φλόγες, τα αγόρια και η περιφρόνηση. Δεν έχω σκοπό να πείσω κανέναν για οτιδήποτε, αλλά μου αρέσει να μιλάω με άλλους γι’ αυτά λ.χ. σε εκδηλώσεις. Γράφω πρώτα απ’ όλα για μένα και γιατί μου αρέσει το τυπωμένο χαρτί.
Και αυτή είναι η σύντομη ιστορία πώς φτάσαμε, το βιβλίο κι εγώ, να στεκόμαστε ενώπιον σας σήμερα.
Κανείς ποτέ δεν έκανε τέχνη, παρά για να βγει από την κόλαση.
Antoine Artaud