Μπορεί η ψυχανάλυση αντί να είναι ένα μέσο ψυχολογικοποίησης,
ένα ακόμη εργαλείο προσαρμογής,
να αποτελέσει ένα όπλο κατά της εξουσίας;
Στο βιβλίο τους “Ψυχανάλυση και Επανάσταση”,[1] ο Ίαν Πάρκερ(καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λέστερ, λακανικός ψυχαναλυτής και μέλος της επαναστατικής-τροτσκιστικής οργάνωσης Anti-Capitalist Resistance) και ο Νταβίντ Παβόν Κουεγιάρ(μαρξιστής καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας και λακανικής ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο του Μιτσοακάν, στο Κεντρικό Μεξικό) ασκούν έντονη κριτική στην ψυχιατρική, την ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία αλλά και την συμβατική-συντηρητική ψυχανάλυση, την ψυχανάλυση όπως αυτή ασκείται από την συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών ψυχαναλυτών, υιοθετώντας τις κριτικές που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από την μαρξιστική αριστερά, την αντιψυχιατρική[2] και τα ριζοσπαστικά φεμινιστικά κινήματα.
Τα “ψ-επαγγέλματα”, της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας συμπεριλαμβανομένης, ακόμη και όταν εμφανίζονται με “ανθρωπιστικές” ή “μεταρρυθμιστικές” μεταμφιέσεις -και ίσως περισσότερο με αυτές-, δεν μπορούν παρά να λειτουργούν ως μηχανισμοί ελέγχου και τεχνικές προσαρμογής: Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα που οι ίδιοι δηλώνουν, εκπαιδεύονται για να ανάγουν τα προβλήματα που προκαλούνται από την καταπίεση, την εκμετάλλευση, τις διακρίσεις, την αλλοτριωτική πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας, αλλοτριώνοντας έτσι διπλά τους ανθρώπους που προσφεύγουν σ’ αυτούς. Μας “θεραπεύουν” και μας “ενδυναμώνουν” όχι για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά για να μπορέσουμε να τον αντέξουμε όπως αυτός είναι, να πάψουμε να δυσφορούμε, να προσαρμοστούμε στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική πραγματικότητα, και αυτήν “την προσαρμογή που διαιωνίζει ό,τι μας καταπιέζει” είναι που οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι αποκαλούν πολύ συχνά ψυχική υγεία. “Υπόσχονται μια θεραπεία της δυσφορίας σε έναν κόσμο δομικά οργανωμένο γύρω από την αλλοτρίωση.” Υπόσχονται ν’ αλλάξουν το άτομο για παραμείνουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: Η ψυχιατρική, η ψυχολογία, η ψυχοθεραπεία, διαβάζουμε, “αυτά τα τρία στοιχεία του ψ-συμπλέγματος αυτό το πυκνό δίκτυο θεωριών και πρακτικών για το ανθρώπινο υποκείμενο που εγγυάται και ενισχύει την εξουσία υπό τον καπιταλισμό και την πατριαρχία, συνυφαίνεται σε μια παγκόσμια ιδεολογική διαδικασία ψυχολογικοποίησης, συμβάλλοντας στην προέλαση του ψυχολογικού εις βάρος του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού […] Η ψυχολογικοποίηση, στις διάφορες ανταγωνιστικές πτυχές της, ανάγει τα ποικίλα πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα σε ψυχολογικούς μηχανισμούς” (σελ. 202)· το πολιτικό από-πολιτικοποιείται, υποβιβάζεται στο ψυχολογικό, “στην προσωπικότητα, στον εσωτερικό κόσμο των υποκειμένων, στα ένστικτα, στα συμπλέγματα, στο φαντασιακό ή στην παθολογία”. Η ψυχιατρική και η ψυχολογία “επιτελούν ένα έργο διαχωρισμού, κλείνοντας τον καθένα από εμάς στη δική του προσωπική ‘ασθένεια’, κάνοντας μας να ξεχνάμε την κοινή προέλευση των δεινών μας”.
Η ψυχανάλυση, ωστόσο, είναι η μόνη από τις συνιστώσες του “ψ-συμπλέγματος” που διέθετε αρχικά μια απελευθερωτική-επαναστατική διάσταση, έναν ριζοσπαστικό πυρήνα, υποστηρίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου (όπως υποστήριζαν πριν από αυτούς και οι φροϋδομαρξιστές του περασμένου αιώνα). Αυτός ο αρχικός ριζοσπαστικός πυρήνας με την πάροδο του χρόνου και τους συνεχείς συμβιβασμούς εκφυλίστηκε και επισκιάστηκε από συντηρητικές και αντιδραστικές αντιλήψεις. Είναι επιτακτικά αναγκαίο σήμερα να επιχειρήσουμε ξανά μια κριτική “επιστροφή στον Φρόυντ”, να αναδείξουμε τις κρυμμένες επαναστατικές πτυχές της ψυχανάλυσης και να τις θέσουμε στην υπηρεσία των κινημάτων απελευθέρωσης αναδιατυπώνοντάς τες από μια μαρξιστική σκοπιά. Αυτός είναι και ο ομολογούμενος στόχος του βιβλίου.[3]
Η ψυχανάλυση θα μπορούσε έτσι να γίνει μια αυθεντική μορφή κριτικής ψυχολογίας, μιας κριτικής ψυχολογίας που δεν θα περιοριζόταν να είναι μόνον μια ακαδημαϊκή ενασχόληση. Αυτή η κριτική και μάχιμη ψυχανάλυση θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην πράξη να συνειδητοποιήσουμε ατομικά και συλλογικά τους τρόπους που η εξαθλιωμένη εξωτερική πραγματικότητα σχετίζεται με την αποκαλούμενη “εσωτερική” ζωή μας, τα ψυχολογικά μας προβλήματα, την ψυχική δυσφορία που μας έχουν μάθει να αποκαλούμε “ψυχική ασθένεια”. Να μας βοηθήσει “να κατανοήσουμε τη φύση της ενδόμυχης σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και σ’ αυτό που νιώθουμε βαθιά μέσα μας για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε ενάντια σε ό,τι μας καταπιέζει, μας εκμεταλλεύεται και μας αποξενώνει […]:Αν αρρωσταίνουμε από κάτι αυτό είναι το πολιτικο-οικονομικό σύστημα, η πατριαρχία και η αποικιοκρατία. Δεν μπορούμε παρά να ζούμε σ’ αυτόν τον εξαθλιωμένο κόσμο, κι όταν νιώθουμε κατάθλιψη ή άγχος, άδειοι ή διωκόμενοι, όταν ακούμε φωνές που οι άλλοι δεν ακούν, όταν δεν είμαστε σε θέση να εργαστούμε ή να συγκεντρωθούμε, όταν αδυνατούμε να σχετιστούμε με τους άλλους ανθρώπους με έναν προοδευτικό και εποικοδομητικό τρόπο, είναι γιατί υποφέρουμε από αυτόν τον εξαθλιωμένο κόσμο… “.(σελ. 185)
“Είναι απαραίτητο λοιπόν να αντιμετωπίσουμε την ασθένειά μας ως ένα σύμπτωμα της ζωής και όχι ως ένδειξη μιας προσωπικής παθολογίας”. Η ψυχική δυσφορία, όσο σοβαρή και οδυνηρή κι αν είναι, διαφέρει από τα πραγματικά σωματικά προβλήματα. Δεν είναι “παθολογία”. Δεν είναι μια ασθένεια όπως όλες οι άλλες, όπως προσπαθούν να μας πείσουν παραπλανώντας μας οι ενσωματωμένοι στο σύστημα επαγγελματίες ψυχικής υγείας.[4] Ο όρος “ψυχική ασθένεια”, όπως έλεγε ο Τόμας Σας, είναι μια μεταφορά για τη δυσφορία μας που εκλαμβάνεται ως κυριολεξία.[5]“Δεν είμαστε εμείς το πρόβλημα. Η ‘ασθένεια’ μας αποτελεί ένα σημάδι αλλά ενδεχομένως κι ένα φάρμακο κατά του πραγματικού προβλήματος. Πρέπει […] να μιλήσουμε γι’ αυτήν και να την στρέψουμε κατά της εξουσίας· πρέπει να την επεξεργαστούμε καθώς αρθρώνουμε λόγο για την επιθυμία μας και να δράσουμε συλλογικά πάνω σ’ αυτήν.” (σελ.185)Να μετατρέψουμε την ασθένεια μας σε όπλο, προσθέτουν οι συγγραφείς του βιβλίου, δανειζόμενοι το κεντρικό σύνθημα της επαναστατικής Σοσιαλιστικής Κοινότητας Ασθενών της Χαϊδελβέργης (SPK), του πιο ριζοσπαστικού αντι-ψυχιατρικού κινήματος στη δεκαετία του 1970 που κατεστάλη με ιδιαίτερο βίαιο τρόπο από τις γερμανικές αρχές.
Το ψυχολογικό είναι, εν τέλει, πολιτικό, όπως διακήρυξαν πρώτα τα φεμινιστικά κινήματα και ακολούθως τα ριζοσπαστικά κινήματα των πρώην χρηστών και των επιζώντων της ψυχιατρικής. Ο προσωπικός εσωτερικός αγώνας οφείλει να συνδεθεί άμεσα με τον πολιτικό αγώνα, η θεραπεία με την πολιτική αντίσταση[6] αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε οριστικά την αθλιότητα αυτού του κόσμου -πραγματική και μόνιμη πηγή της δυστυχίας και της δυσφορίας μας. Η κριτική ψυχανάλυση θα μπορούσε (;) να είναι για κάποιους ανθρώπους το μέσο για να ανακαλύψουν και να κατανοήσουν τη σύνδεση αυτή.
Σ. Κ.
Σημειώσεις
1. Ian Parker & David Pavón-Cuéllar, Ψυχανάλυση και Επανάσταση – κριτική ψυχολογία για τα κινήματα απελευθέρωσης [Psychoanalysis and Revolution: Critical Psychology for Liberation Movements], εκδ. Oposito, 2023.
2. Η αντιψυχιατρική (στις δεκαετίες 1960 και 1970) και τα ριζοσπαστικά αντι-ψυχιατρικά κινήματα μαζί με τις θεωρίες και τις πρακτικές της θεσμικής ψυχιατρικής αμφισβήτησαν σε μεγάλο βαθμό και τις θεωρίες και πρακτικές της ψυχανάλυσης (και της ψυχολογίας), θεωρώντας τες ψευδοεπιστήμες, μεταμφιεσμένους μηχανισμούς ελέγχου και προσαρμογής στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τους “αφορισμούς” του Τόμας Σας[a], τις κριτικές απέναντι στην ψυχανάλυση (και ιδιαίτερα απέναντι στους οπαδούς του Λακάν) θέσεις του κοινωνιολόγου και μέλους της γαλλικής αντιψυχιατρικής κίνησης Ρομπέρ Καστέλ στο βιβλίο του “Le Psychanalysme”[b]ή ακόμη τον Μισέλ Φουκώ για τον οποίο “ένα αδιάσπαστο νήμα καταλήγει από τον μίζερο ασυλιακό κοιτώνα στο κερδοφόρο ντιβάνι του ψυχαναλυτή”.[c] Κατηγορούσαν την ψυχανάλυση της εποχής τους ότι παραγνωρίζει το κοινωνικο-πολιτικό πεδίο, εξατομικεύει τις μορφές της ψυχικής δυσφορίας και οδηγεί τα άτομα μέσα από τη δυαδική σχέση σε ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής αναπηρίας και παραίτησης.
Η ψυχανάλυση, πρόσθεσε λίγο αργότερα ο φιλόσοφος και κοινωνικός ανθρωπολόγος Έρνεστ Γκέλνερ[d], είναι μια νέα κοσμική θρησκεία που ευαγγελίζεται την προσαρμογή και οδηγεί στον πολιτικό εφησυχασμό· δεν υπάρχει τίποτα το επαναστατικό σ’ αυτήν: “από την πρώτη στιγμή […] υπαινικτικά ή απροκάλυπτα κήρυττε την αποδοχή του κοινωνικού συστήματος”. a. Thomas Szasz – Karl Kraus, Αφορισμοί για την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2007.
b. Robert Castel, Le psychanalysme. L’ordre psychanalytique et le pouvoir [Ο “ψυχαναλυσμός”. Η ψυχαναλυτική τάξη και η εξουσία], édit. Maspero, 1973.
c. Michel Foucault. Σχολιάζοντας το έργο tου Τhomas Szasz… (Συνέντευξη)
d. Ernest Gellner, Το ψυχαναλυτικό κίνημα – η πανουργία του παραλόγου, εκδ. Αρμός, 2015.
3. Αναδιατυπώνοντας την έννοια του ασυνειδήτου
Το ασυνείδητο, γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου, δεν είναι μια σκοτεινή και αινιγματική άβυσσος κρυμμένη κάτω από τη συνειδητή μας επιφάνεια· δεν είναι όπως “το παρουσιάζουν πολλά ψυχολογικά και ψυχιατρικά εγχειρίδια ένα παγόβουνο που δεν μπορούμε να δούμε παρά μόνο την κορυφή του”. Το ασυνείδητο είναι κοινωνικό και εξωτερικό. Είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που μας καθορίζουν πέρα από τον έλεγχο της συνείδησής μας. Αναδύεται στη γλώσσα που μοιραζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους, στα σύμβολα της κοινωνίας που ζούμε:
«Όπως μας διδάσκει ο μαρξισμός, είμαστε όλοι το ‘σύνολο των κοινωνικών μας σχέσεων’, ένα δίκτυο που καθορίζει τη συλλογική μας φύση ως ανθρωπίνων όντων και εντοπίζεται στο ασυνείδητο, όχι στο εγώ. […] Το ασυνείδητο δεν είναι κάτι συσκοτισμένο που κρύβεται στα αντικοινωνικά βάθη του καθενός από εμάς, αλλά ξεδιπλώνεται στις κοινωνικές σχέσεις που μας συγκροτούν. Αυτές οι σχέσεις ανακαλούν τους άλλους, τις σχέσεις του παρελθόντος μας και βρίσκονται πέρα από τον συνειδητό μας έλεγχο· ωστόσο αποφασίζουν το ποιοί είμαστε και τι μπορούμε να ελέγξουμε, διαμορφώνουν τον εαυτό μας και την αυτοσυνείδησή μας. […] Θεωρούμενο διαλεκτικά, είναι μέσα μας ακριβώς επειδή κάποτε ήταν και εξακολουθεί να είναι έξω από εμάς· είμαστε μέσα του επειδή βρίσκεται εκεί που είμαστε.» (σελ. 64, 67)
4. Με το παραπλανητικό σύνθημα “η ψυχική ασθένεια είναι μια ασθένεια σαν όλες τις άλλες”, έγραφε ο Ροζέ Ζεντίς, η νεο-ψυχιατρική της “ψυχιατρικής μεταρρύθμισης” (νεο-ψυχιατρική όπως νέο-αποικιοκρατία) συνεχίζοντας να αγνοεί το πραγματικό νόημα της “τρέλας” και τις βαθύτερες αιτίες της, επιχειρεί ν’ αλλάξει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων, να περισώσει την ψυχιατρική εξουσία, να μεταφέρει απλώς τους πάσχοντες από το ψυχιατρικό άσυλο στο γενικό νοσοκομείο ιατρικοποιώντας τους ακόμη περισσότερο… (Roger Gentis, “Τα τείχη του ασύλου”, 1970)
5. Thomas Szasz, “Η έννοια της ‘ψυχικής ασθένειας'”. Στη δίτομη συλλογική έκδοση: “Η τρέλα. Διεθνές Συνέδριο Σημειωτικής και Ψυχανάλυσης του 1976”, εκδόσεις Χατzηνικολή, 1978.
6. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική θεραπεία χωρίς πολιτική συνειδητοποίηση και δράση, υποστήριζε ήδη από την εποχή της αντιψυχιατρικής ο Ντέιβιντ Κούπερ και τα ριζοσπαστικά κινήματα των επιζώντων της ψυχιατρικής. (David. Cooper, “Τί είναι η αντιψυχιατρική”)