queer
Leave a comment

Σκληρός σαν άσπρες μπότες

Του Αλέξη Μπίστικα, για το Κράξιμο

Φορούσε παλιές άσπρες μπότες και στις ζάρες το χρώμα είχε ξεφτίσει. Τα βλέφαρα του γυριστά και τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω θυμίζανε αμφισβητίες σταρ σε αφίσες άδειων Κυριακάτικων δρόμων. Έδινε τις συμβουλές του με την άνεση του ειδικού, μιλώντας μια καθαρή και νευρώδη αργκό.

Ο άλλος αποτύπωνε τη διάλεξη σε μια χαρτοπετσέτα. Ονόματα χαπιών, απαντήσεις που μπερδεύουν τους στρατιωτικούς, εξομολογήσεις που πείθουν τους γιατρούς, συνταγές για απλανές βλέμμα, κάθε λογής πολύτιμες συμβουλές, στριμώχνονταν νευρικά στη χαρτοπετσέτα.

Υπήρχαν δυο ακόμη άτομα στο τραπέζι: η φίλη μου Γωγώ κι εγώ. Τη Γωγώ – ή Γιώργο – την είχα γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ στο πάρκο. Τώρα οι δυο μας συντηρούσαμε μια αόριστη κουβέντα για τον καιρό που άλλαξε ή για τις εντυπώσεις μου από την πόλη, ανακατεύοντας ροφήματα από αφρό και λάσπη. Στην πραγματικότητα κρυφακούγαμε με αγωνία τη διάλεξη. Ιδίως η Γωγώ, γιατί το παιδί με την αγωνιώδη χαρτοπετσέτα και τα ανορθόγραφα μάτια κοιμόταν στο σπίτι της τα τελευταία βράδια. Έτσι λοιπόν, παρά την προσποίηση μας, η φίλη μου κρεμόταν από τα χείλια του σκοτεινού συμβουλάτορα καθώς αυτός επαγγέλονταν την απόδραση του καλού της από το στρατόπεδο της πατρίδας.

Δέκα λεπτά πριν βολτάριζα άσκοπα πάνω στις πλάκες της παραλίας. Από απένταντι ήρθε η φωνή της Γωγώς να μου θυμίσει πως στην αλητεία δε μένεις ποτέ μοναχός. Έλα να κάτσεις μαζί μας. Τον ένα απ’ τους φίλους της, φυσιογνωμία σκληρή, προσφέρθηκα να τον κεράσω εγώ. Αυτή ήταν η μόνη επαφή μας, μέχρι που αργότερα με περιεργάστηκε με κάποια λάμψη στην ανακάλυψη της απλής συνωνυμίας μας. Τώρα όμως ίσως η αλλαγή του καιρού μα τα χέρια του η αγωνία μου μεγάλωνε μέσα στις τόσες εξηγήσεις του σπασμωδικά τα χέρια του μοιράζανε περιθωριακές φιγούρες μια αόρατη τράπουλα. Δεν ήθελα να προδοθώ: κι όταν οι δύο συζητήσεις, η τεντωμένη δικιά τους και η δική μας η χαλαρή, έτυχε προς στιγμή να μπλέξουνε τα νήματα τους, φρόντισα ν’ αδράξω τον αργαλειό με αδιάφορη αυτοπεποίθηση.

Τα σύννεφα έφευγαν κυνηγημένα, τα αμπαζούρ στα μέσα του μαγαζιού ζούσαν κρυφά κάποιο μεσοπόλεμο, όταν τελικά, αισθάνθηκα πως ο σκληρός με είχε προσέξει. Οι συμβουλές του είχαν εξαντληθεί και τώρα ξοδευότανε σε ενθαρρυντικές παρατηρήσεις και προτροπές. Τους κοίταξε και με μιας τους βαρέθηκε. Σηκώθηκε και τεντώθηκε αυθάδικα μέσα στα σκουρόχρωμα ρούχα του. Πάει να δει για μια δουλειά. Θα έρθω μαζί του λίγο παρακάτω; Λίγο παρακάτω δεν κάνει διαφορά· σηκώθηκα, μάζεψα τα τσιγάρα μου και άφησα τη Γωγώ με το παιδί της στη θέρμη της ελπίδας τους.

[Προχωράμε στις πλάκες της παραλίας. Το κύματα κουκουλώνονται σε κρύα σεντόνια. Ο αέρας παίρνει ένα τσαλακωμένο χαρτί που ψιλά ανατυπώνεται σε αυριανές εφημερίδες θυέλλης. Παρελαύνει ο αντρισμός με τα χαπάκια του τις σκόνες και τις σύριγγες. Στο χωματόδρομο στρίβουμε και μας ορμάει ο αέρας που προελαύνει. Γυρνάμε τα νώτα και τότε εγώ κουρνιάζω στο λαιμό του. Δε μιλάμε. Ο αέρας κοπάζει σε χάδια νωχελικά, όπως χαϊδεύουν οι πρόσκοποι κάτω απ’ τους ευκαλύπτους.]

Μου μιλούσε για μια μηχανή καθώς στη στροφή αντικρύζαμε το δρόμο με τις κίτρινες δεντροστοιχίες. Δούλευε μεροκάματο κολλώντας αφίσες για τα δύο θέατρα της πόλης, και μάζευε χρήματα για μια μηχανή που θα ήταν πολύ γρήγορη, όπως με άφηνε να καταλάβω. Αφηνόμουν κι εγώ να καταλάβω, καταλάβαινα πως ίσως σ’ αυτήν την πόλη μπορώ και πάλι να ονειρευτώ, να λατρέψω πέρα από κάθε λογική ή ιδεολογία, να λύσω στην πλάτη μου μαλλιά και να χυθώ στους δρόμους κολλημένος στην πλάτη ενός αδιόρθωτου καβαλάρη, να κυλιστώ στο βάλτο για ένα παιδί με πληγιασμένα μπράτσα, να τρέξω το πρωί για ζεστό ψωμί, να λούσω, να χαστουκίσω, να περιθάλψω με γάζα και μπαμπάκι, να κολλήσω, τέλος, στους δρόμους της καινούργιας μου πόλης τον εαυτό μου σε χιλιάδες θεατρικές αφίσες διαλαλώντας στους πάντες πως ένας αδίστακτος θ’ ανακαλύψει για χάρη μου την αγάπη.

Έξω απ’ το μεγάλο κρατικό θέατρο ο δυσλεξικός φύλακας του αρνήθηκε κάθε ελπίδα για δουλειά κι εγώ πάλευα μ’ ένα πρότυπο. Στους φυλλωμένους διαδρόμους του κηποθέατρου η ανεργία τον υποδέχτηκε μ’ ένα δίσκο τσιπς και ζεστές τυρόπιττες, κι εγώ νικιόμουν από ένα πρότυπο. Στο πεζοδρόμιο ένας διαβάτης μας χλεύασε κι εγώ αγαπούσα ένα πρότυπο.

Βρεθήκαμε μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου, ενός ξενοδοχείου ειδικού, που δεν απαιτούσε διατυπώσεις. Η σκάλα ήταν βρώμικη και το δωμάτιο μουντό μα ένα παράθυρο έδινε γαλάζια την εντύπωση του καιρού. Μέσα στη φρεναπάτη της προσδοκίας μου για ένα σφιχταγγάλισμα σκληρό και άτσαλο, δεν πρόσεξα το βλέμμα του που ήταν ικετευτικό, κι ούτε την απαλή δειλία του χαδιού του. Όλες μου οι αισθήσεις ακουμπούσαν σε κείνα τα σκουρόχρωμα του ρούχα, που θα πέταγε, και στις δυό άσπρες μπότες με τις ζάρες.

Τα χέρια του τραβήξανε τη μπότα και το πόδι του ακουμπάει στο κρύο πλακόστρωτο. Το βλέμμα μου πέφτει και τσακίζεται εκεί κάτω. Οι άσπροι ρόμβοι του πατώματος. Στα βρώμικα του δάχτυλα γυαλίζουνε τα πέντε κατακόκκινα βερνικωμένα νύχια.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.