Συνέντευξη με τον Άρη Μπατσιούλα σε μια κατάδυση στη δεκαετία των 90s. Η συνέντευξη κυκλοφόρησε στο 11ο τεύχος του 0151 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, Ιούνιος 2017
Το 151 προσπαθεί να σκάψει στη … μακρινή δεκαετία του ’90. Μας φαίνεται πολλαπλά ενδιαφέρουσα αυτή η δεκαετία γιατί έχουν λάβει χώρα σημαντικές εξελίξεις που θα λέγαμε ότι μας κυνηγάνε μέχρι σήμερα οι συνέπειές τους αλλά μάλλον δεν τις έχουμε καταλάβει και τόσο καλά, τουλάχιστον σε συλλογικό επίπεδο. Οι Αλβανοί μετανάστες και η υποδοχή που τους επιφυλάξανε οι έλληνες. Ιδιωτική τηλεόραση, δηλαδή ρατσισμός, ομοφοβία και σεξισμός με καλύτερο περιτύλιγμα και πιο πλατιά διάδοση. Λάϊφσταιλ και νεοπλουτισμός. Η επιθετική εμφάνιση του ελληνικού εθνικισμού φυσικά με αφορμές τα ‘μακεδονικά συλλαλητήρια’ στη σαλονίκη, την ελληνοσερβική φιλία, τα Ίμια κτλ. Αραδιάζουμε κάπως τα σημεία ενδιαφέροντός μας. Ταυτόχρονα εδώ κι εκεί πρωτοβουλίες μικρών ομάδων που την ψάχνουν αλλιώς, ριζοσπαστικές μειοψηφίες που χαλάνε κάπως την όλη σούπα. Έχουμε τον «Πόθο» κάπως έτσι στο μυαλό μας. Αλλά καλύτερα πες μας εσύ, για να ξεκινήσουμε κάπως αυτή τη συνέντευξη… Είσαι από τη Θεσσαλονίκη καταρχάς έτσι, από ποια γειτονιά και πως ξεκινάς; Και μετά πάμε και στα άλλα.
Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Χαλκιδικής και στην τρίτη δημοτικού ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Η γειτονιά μου ήταν η Χαριλάου, δίπλα από το γήπεδο του Άρη. Οι γονείς μου ήταν άκρως συντηρητικοί, θρησκευόμενοι και φοβισμένοι από την πόλη. Όταν διαπίστωσαν ότι έχουν έναν ομοφυλόφιλο γιο που μεγαλώνει στα πόδια τους, έγιναν ακόμα πιο φοβικοί: μεγάλωσα σε ένα ιδιότυπο καθεστώς εγκλεισμού, φυλακισμένος κυριολεκτικά στο σπίτι (κι ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν κινητά ή ίντερνετ) σε μια γειτονιά που δεν γνώρισα και δεν αγάπησα ποτέ. Αργότερα, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο στην ίδια πόλη, γειτονιά μου έγινε το ευρύτερο κέντρο κι εκείνη η παραλιακή περιοχή κοντά στο Μακεδονία Παλλάς όπου ψωνίζονταν πολύς κόσμος κι εγώ την προτιμούσα για τον γκέι αέρα της. Επίσης αργότερα ανέβαινα Άνω Πόλη με τον φίλο μου και ξεκινούσαμε μεγάλες κατρακύλες προς τα κάτω, με σημείο εκκίνησης τη Βίλα Βαρβάρα. Για ένα διάστημα η ακαθόριστη περιοχή μεταξύ Βιολογικού και παλιού στεκιού στη Φιλοσοφική έδινε σε κάποιες νύχτες μου τις μεγαλύτερες υποσχέσεις για ελευθερία.
Η δεκαετία του ’90 ήταν έτσι όπως περιγράφεται στην ερώτηση με ένα σημαντικό επιπλέον στοιχείο που ίσως ξεχνάμε: η ροή της πληροφορίας δεν ήταν αμφίδρομη. Με αυτό εννοώ ότι σήμερα υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πιο πριν υπήρχαν σε άνθηση τα μπλογκ και σε πιο ιδιωτικό επίπεδο λίστες αλληλογραφίας και αποθήκες πληροφοριών στο διαδίκτυο. Υπάρχει πλέον η δυνατότητα σχολιασμού σε πραγματικό χρόνο. Η δεκαετία του ’90 ήταν η τελευταία όπου όλα αυτά τα ερεθίσματα από τα μμε και όχι μόνο εκπέμπονταν μονόδρομα, αμείλικτα, κατακλυσμιαία και δίχως δυνατότητα αντιλόγου στον πληθυσμό. Αυτό έκανε ακόμα περισσότερο σημαντική την ύπαρξη της κοινωνικής ραδιοφωνίας, δηλαδή, στη Θεσσαλονίκη, του Ράδιο Κιβωτός (στο οποίο είχαμε εκπομπή, ως ΟΠΟΘ – Ομάδα Πρωτοβουλίας Ομοφυλόφιλων Θεσσαλονίκης) και του Ράδιο Ουτοπία. Ίσως να ήταν, επίσης, υπέρ του δέοντος σημαντικό να γράφεται συμπυκνωμένα σε γκέι έντυπο το σύνθημα “Εμπιστεύσου την ελληνική αστυνομία. Ξέρει καλό σημάδι” – δεν υπήρχε αυτή η διάχυση στις αντιδράσεις, το έσχατο όριο των οποίων σήμερα είναι τα σχόλια στο facebook.
Το συλλαλητήριο για το “Μακεδονικό” ήταν από τις πρώτες πολιτικές εκδηλώσεις που έλαβα μέρος. Αφού βαρέθηκα να ακούω τις ανταποκρίσεις (μέσω καρτοτηλεφώνου) των παιδιών από το Ράδιο Ουτοπία για τις εντυπωσιακές εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που συρρέουν, αποφάσισα να κατέβω κι εγώ στο μεγαλύτερο συλλαλητήριο στην ιστορία της πόλης, κοντά στο ένα εκατομμύριο κόσμο είχε. Με είχαν πάρει στο κατόπι και κόντεψα να φάω ξύλο, γιατί δεν έπαιρνα ελληνικές σημαίες και γιατί έμοιαζα ενδυματολογικά με Αλβανός – κατά πώς με φωνάζανε από πίσω μου. Χώθηκα/χάθηκα όμως στον κόσμο και έφτασα στην καρδιά του κτήνους, κάτω από την εξέδρα. Θα χρειαζόταν είκοσι χρόνια ακόμα για να γράψει η Τζούντιθ Μπάτλερ για τη μεγαλύτερη συγκίνηση από όλες, τη συγκίνηση της επιθυμίας να σε επιθυμεί το κράτος. Με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, ανοιγόκλεινα κι εγώ το στόμα λέγοντας αρλούμπες για να μη με πάρουν πρέφα και διαπίστωσα δύο πράγματα. Το ένα, πόσο εύκολο είναι να αφεθείς στη λήθη της αγκαλιάς του όχλου και πόσο γεμάτο ανταμοιβές φάνταζε να είσαι κι εσύ ένας από το ένα εκατομμύριο. Το δεύτερο, πόσο εύκολο τελικά είναι είναι να περιφρονείς αυτό το ένα εκατομμύριο, να το χλευάζεις και να απολαμβάνεις τη μοναξιά στο πιο πυκνό σε ανθρώπους σημείο της πόλης. Επειδή χαχάνιζα, την έκανα εγκαίρως για την ασφάλειά μου, ήταν όμως το πρώτο από μια μακριά σειρά μαθημάτων να μη φοβάμαι να είμαι μόνος – μόνος και ενάντια.
Τι υποκείμενα υπάρχουν γύρω από τον Πόθο; Ποια είναι τα κοινωνικά και τα πολιτικά του δίκτυα;
Να διευκρινίσουμε πάντα ότι μιλάμε για την Β΄ περίοδο του “Πόθου”, δηλαδή αυτή που κυκλοφόρησε ως το πρώτο γκέι free press μεγάλης κυκλοφορίας κι όχι τις λιγοστές φωτοτυπίες της Α΄ περιόδου. Ήμασταν άτομα που προερχόμασταν από την εκπομπή που κάναμε για χρόνια στο Ράδιο Κιβωτός, οπότε είναι αρκετά προφανές ότι μιλάμε για αριστερό και αντιεξουσιαστικό χώρο. Η έναρξή του έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με την διστακτική διείσδυση του διαδικτύου στον ελλαδικό χώρο – κυρίως μέσα από πανεπιστημιακές οδούς. Σύντομα, μέσα από λίστες αλληλογραφίας και άλλων πόρων στο ίντερνετ βρεθήκαμε πάρα πολύ δικτυωμένοι σε ένα διεθνές επίπεδο. Ήταν ακόμα η εποχή που κυκλοφορούσαν κατάλογοι με γκέι ταχυδρομικές θυρίδες και μας ερχόταν απρόσκλητο πολύ υλικό, ό,τι μπορείς να φαντασταστείς. Με κάποιους από αυτούς προχωρήσαμε σε ανταλλαγές παρά το φράγμα της γλώσσας. Έτσι βρεθήκαμε σε κατάσταση να παρακολουθούμε από προνομιακή θέση και μέσα από φιλικά μάτια τις εξελίξεις στην Αμερική: το Sex Panic, τα hate crimes και την ψήφισή τους, το boy-love, την υπόθεση με το στρατό και τον γάμο και πολλά άλλα. Με κάτι γάλλους bdsm-άδες είχαμε πάρε δώσε με ένα εκπληκτικό περιοδικό, το Projet X. Γίναμε επίσης μέλη του ILGA – The International Lesbian and Gay Association, μιας οργάνωσης με πάνω από 450 ομάδες, είτε grassroots activism είτε εθνικής εμβέλειας. Βέβαια, να πω εδώ πως το κάναμε περισσότερο για να μην νιώθουμε τόσο μόνοι και ακάλυπτοι εδώ χάμω: επιμελούμενος πρόσφατα το αρχείο της ομάδας, βρήκα μπόλικα newsletter από τον ILGA που είκοσι χρόνια μετά ήταν ακόμα σφραγισμένα και περιφρονητικά αδιάβαστα, θα έλεγα ότι μας απωθούσε ο θεσμικός συνδικαλισμός του.
Η διεθνής δικτύωσή μας ήταν τόσο εντυπωσιακή που κατέληξε δύο φορές στις σελίδες του “Ιού της Κυριακής”. Η μία ήταν “τα βαλκάνια των ‘στρέητ’”, ένα οχτασέλιδο αφιέρωμα για τη βαλκανική περιοχή βασισμένο αποκλειστικά σε πληροφορίες δικές μας που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις – οι LGBT ήταν αόρατοι και έτσι έπρεπε να παραμείνουν, απαράδεκτοι ακόμα και ως μια διεθνής λιτανεία θυμάτων. Η άλλη φορά ήταν μια συνέντευξη που πήρα από έναν νεαρό σέρβο γκέι ακτιβιστή, μέσα από το “ισοπεδωμένο” Βελιγράδι, καταμεσίς του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία – ενός πολύ έμφυλα φορτισμένου πολέμου. Ήταν τότε που είχε πει ο Χριστόδουλος το “είμαστε αρρενωποί Έλληνες”.
Στην Ελλάδα υπήρχε σε κάποια μορφή ακόμα το ΑΚΟΕ με το οποίο διατηρούσαμε μια σχέση και η ΕΟΚ (Ελληνική Ομοφυλοφιλική Κοινότητα) με την οποία είχαμε ψυχρή σχέση, βοηθούσης της προσωποπαγούς οργάνωσης της Κοινότητας. Αν και ο “Πόθος” ήταν εκ των πραγμάτων ουσιαστικά ανδρικό περιοδικό, σχετικά πρόσφατα θυμήθηκα την άφθονη αλληλογραφία με γυναίκες, κυρίως στην επαρχία, καθώς κι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συνδρομητριών μας ήταν γυναίκες. Είχαμε βέβαια και υπόψη μας κινήσεις στην Αθήνα, όπως αυτή που έβγαζε το “Μαντάμ Γκου”.
Μια μοναχική παρουσία που μας συνόδευσε από κάποιο τεύχος και μετά ήταν ο ποιητής της πόλης Ντίνος Χριστιανόπουλος. Τον είχαμε γνωρίσει σε μια συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία των “Τραγουδιών της αμαρτίας”, σε μελοποίηση Χατζιδάκι και στίχους δικούς του. Ο Χατζιδάκις είχε βάλει έναν παράξενο μεταθανάτιο όρο, κι αυτός ήταν ότι ο ερμηνευτής των πούστικων τραγουδιών να μην είναι γκέι, να είναι στρέητ. Εν μέσω λοιπόν συνεντεύξεων όπου οι καλλιτεχνικοί συντελεστές φρόντιζαν να ξεκαθαρίζουν φαρδιά πλατιά πόσο απολαυστικά στρέητ είναι, μιλήσαμε με τον κύριο Ντίνο. Αυτή ήταν η αρχή μιας γνωριμίας, που πέρασε αρχικά από κριτική για κάθε τεύχος, μέχρι την εμπιστοσύνη να μας παραδώσει μικρά και μεγάλα κείμενα του για δημοσίευση, και να είναι η αφορμή για πλείστα άλλα.
Μαζί μας, ηθικά και με κείμενα αλλά και συζητήσεις ακόμα και καθοδήγηση ήταν παιδιά από την ομάδα “Κράξιμο”, ο Θοδωρής κι ο Ντέιβηντ – που ήταν πραγματικά μεγάλος δάσκαλος. Αργότερα έτυχε να γνωρίσω και την ίδια την Πάολα σε κάτι εκδρομές στην Αθήνα.
Από δικό μου ενδιαφέρον βρισκόμουν σε επαφή με το queercore κίνημα στην Αμερική, είτε μέσα από το δίκτυο είτε μέσα από φανζινάκια που λάμβανα. Ήταν ένας θαυμαστός παραμυθένιος κόσμος, ένα παραμύθι που επιμένω να συντηρώ έστω και μόνο για να κοιμάμαι πιο ήσυχος τα βράδια.
Τέλος στη Θεσσαλονίκη είχαμε ένα βιβλιοδισκοπωλείο που το είχε ένας κιβωτάριος και συχνάζαμε όλοι και όλες για μουσική, φανζίν, κασετοσυλλογές και ντέμο ή απλά για να μιλήσουμε μεταξύ μας σύντροφοι και συντρόφισσες.
Αυτό το αρκετά μοναχικό πλαίσιο ήταν και το πλαίσιο δράσης του περιοδικού.
Πες και το όνομα του βιβλιοδισκοπωλείου αν το θυμάσαι. Προσέξαμε επίσης ότι δεν αναφέρθηκες τόσο σε φεμινιστικές ομάδες της εποχής, πλην της Μαντάμ Γκου, που είχε έναν τέτοιο πολιτικό χαρακτήρα. Γνωρίζουμε από άλλες αφηγήσεις ότι η δεκαετία του ’90 ήταν μια δεκαετία κινηματικής ξηρασίας και για τους φεμινισμούς, όπως και για όλα τα άλλα. Επίσης, θυμηθήκαμε ότι έχουμε μιλήσει με κάποιες παλιές φεμινίστριες και μερικές μας έχουν επισημάνει την έκπληξή τους με το ραγδαίο αντι-αλβανισμό της εποχής και άλλες βέβαια έχουν αποδώσει ακριβώς στους Αλβανούς μετανάστες την ‘επιστροφή της πατριαρχίας στην ελληνική κοινωνία’! Όλες συμφωνούν πάντως ότι σε σχέση με το γυναικείο ζήτημα, ή μάλλον αυτό της ελληνικής πατριαρχίας, υπήρξε μια τεράστια οπισθοδρόμηση, ειδικά σε σχέση με τα 80s. Αναρωτιόμαστε αν έχεις γνώμη για τα παραπάνω. Αλλά επίσης θέλαμε να ρωτήσουμε: που ήταν οι Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη των 90s; Φανταζόμαστε δουλεύανε σε χωράφια και οικοδομές και ένα τεράστιο κοινωνικό τείχος τους χώριζε από τους έλληνες. Αλλά, θυμάσαι να ήταν κάπως αλλιώς ορατοί στην πόλη ή στον πολιτικό λόγο κάποιας ομάδας;
Το όνομα του βιβλιοδισκοπωλείου είναι “Λωτός”, ο παλιός “Λωτός” στην οδό Καστριτσίου, πίσω από την Αγ. Σοφίας. Υπάρχει και σήμερα, σε άλλη διεύθυνση. Εκεί, λοιπόν, στο υπόγειο, είχαμε κάνει την έκθεση ομοφυλοφιλικού εντύπου και με τον σύντροφο που το είχε είχαμε συνεργαστεί αρκετές φορές να παίξει μουσική στα πάρτι μας. Θα έλεγα ότι είχαμε την πιο προχωρημένη μουσική πάρτι στην πόλη, εφόσον οι πηγές γνώσης για τη μουσική περνούσαν ακριβώς μέσα από τέτοια καταστήματα και όχι από το ίντερνετ. Και θα πρόσθετα ότι για πολύ γκέι κόσμο, η νεόκοπη τότε trance δεν ήταν ένα καλοδεχούμενο είδος μουσικής.
Θυμάμαι σε μια πολιτική εκδήλωση να είναι παρούσες γυναίκες από τη φεμινιστική ομάδα “Κατίνα”. Όμως δεν είχα καν καταλάβει αν ήταν ενεργές ή ό,τι άλλο. Δυστυχώς η μνήμη μου δεν με βοηθά να θυμηθώ κάτι άλλο.
Όσον αφορά τους Αλβανούς, θα ξεκινήσω μεταγράφοντας το ελληνικό κομμάτι από ένα σχετικό δίγλωσσο ραδιοφωνικό σποτ του Ράδιο Ουτοπία: “Για πολλά χρόνια, ζούσαμε σε μια χώρα απομονωμένη από παντού, χωρίς να ξέρουμε τι γίνεται στον έξω κόσμο. Ζούσαμε σε μία κοινωνία που τη χαρακτήριζε ο ρατσισμός ενάντια στους ξένους, στις μειονότητες και σε οποιονδήποτε ήταν διαφορετικός. Δουλεύαμε σαν σκλάβοι πολλές ώρες και τα χρήματα που παίρναμε δεν μας έφταναν για να ζήσουμε. Η βία του κράτους μας παραμόνευε καθημερινά. Αν διαμαρτυρόμασταν για το δίκιο μας, ξέραμε τι μας περίμενε: η φυλακή. Άνοιξαν τα σύνορα, ήρθε η δημοκρατία. Αρκετοί από εμάς, για να επιζήσουν, αναγκαστήκαν να πάνε μετανάστες σε άλλες χώρες με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής – Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, παντού. Κι όμως δεν είδαμε διαφορά. Βία το κράτος, εκμετάλλευση απ’ τ’ αφεντικά, καταπίεση, ρατσισμός, καθημερινοί εξευτελισμοί, φυλακίσεις, απελάσεις. Φτάνει πια. Δε θα μείνουμε άλλο θεατές. Η αδιαφορία και ο φόβος μας να γίνει οργή ενάντια σε καθετί που μας καταπιέζει. Έλληνες και Αλβανοί εργάτες: αδέρφια. Εκπομπές αλληλεγγύης στους οικονομικούς πρόσφυγες [ώρες] με τη συμμετοχή συντρόφων μεταναστών από την Αλβανία. Ράδιο Ουτοπία 107,7 FM”. Είναι κρίμα που η αναγνώστρια δεν μπορεί να ακούσει την εκφορά του λόγου ή τη συνοδευτική μουσική (ή μάλλον να ακούει την Ουτοπία από το ραδιόφωνό της!). Είναι επίσης κρίμα που δεν βλέπει ολόκληρα χωριά να ταμπουρώνονται, να παίρνουν τα όπλα στα χέρια τους, για να αμυνθούν στην αλβανική απειλή.
Επιστρέφοντας στη φεμινιστική κριτική για τους Αλβανούς, θα προσθέσω μια γκέι ανδρική διάσταση στην όλη συζήτηση. Οι Αλβανοί ήταν αρκετά φετιχοποιημένοι, οπότε ένας “φυσικός” χώρος για αυτούς, πέρα από τα χωράφια και τις οικοδομές, ήταν τα πάρκα και οι χώροι ψωνίσματος. Εκεί συμπλέκονταν ο φόβος, η ερωτική επιθυμία, η πολιτισμική διαφορά, η τάξη αλλά και τα πατριωτικά αντανακλαστικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια συνομιλία στο main του #gayhellas η οποία μου έχει εντυπωθεί τόσο που ισχυρίζομαι ότι τη θυμάμαι απ’ έξω: “Ξεραΐλα, τίποτε δεν κινείται απόψε…” “Ευτυχώς που είναι οι Αλβανοί και μας γαμάει κάνας άντρας” “Αλβανοί, αυτό ξανά πέσ’ το” “Παιδιά, μην αφήνετε Αλβανούς να σας γαμάνε! Θυμηθείτε ότι εκτός από ομοφυλόφιλοι, είστε και Έλληνες!” Θα έλεγα ότι η φετιχοποίηση είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, αλλά όχι πρωτόγνωρες: Το έργο του Γάλλου Guy Hocquenghem, για μεταφραστικούς λόγους, παρέμεινε για πολύ καιρό στη θέση ενός άκαρπου κλάδου της κουήρ θεωρίας, διότι αλλιώς, ο επιμελής αναγνώστης των “Αλλοπαρμένων Κώλων” εύκολα θα αναθυμόνταν τους εκρηκτικούς εκείνους νεαρούς που φώναζαν στον Άραβα παραλήπτη “η μπουρζουαζία σε εκμεταλλεύεται, ο πατέρας μου σε εκμεταλλεύεται, έλα και γάμα με!” στο φυλλάδιο “Οι Άραβες κι Εμείς”. Όπως και με τους Άραβες των Γάλλων ομοφυλόφιλων του ’70, έτσι και με τους δυνατούς, ανδροπρεπείς Αλβανούς των Ελλήνων του ’90, ενδεχομένως – για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Jonathan Dollimore στο “Επιθυμία και Διαφορά” – ο εορτασμός του εξωτικού πολιτισμικού/φυλετικά άλλου είναι απλά το αντίστοιχο της δαιμονοποίησης του άλλου από τον ρατσιστή.
Επειδή φανταζόμαστε ότι θα μας πεις τα καλύτερα, πρέπει να το ρωτήσουμε. Ποια είναι η στάση της ελληνικής αριστεράς –και της αντιεξουσιαστικής εκδοχής- για το ομοφοβικό ζήτημα; Κάποιοι από εμάς ερχόμενοι το 1999 στη Θεσσαλονίκη είδαμε έναν καθαρά στρέιτ κινηματικό χώρο. Μας έχει μεταδοθεί από άλλους συντρόφους που φεύγανε για λίγο καθαρό αέρα στην Αθήνα ότι για gay και λεσβίες κυριαρχούσε ένα κλίμα ασφυξίας. Τι είχε προηγηθεί;
Έχω ζήσει σε παράξενες συνθήκες. Θέλω να πω ότι μια “βαριά και ανίατη ψυχική ασθένεια” που ξεκίνησε νωρίς, στα τέλη των 90s, μού στέρησε το μεγαλύτερο κομμάτι από τα 00s, μέχρι να καταφέρω να ορθοποδήσω και να μπορώ να διαπραγματευτώ ορισμένα λειτουργικά θέματα του πόνου αυτού απαραίτητα για τη επιβίωσή μου. Θα έλεγα ότι, για μια ακόμα φορά, έζησα έγκλειστος στο σπίτι μου, πλήρως αποκομμένος και αντικοινωνικός (δεν ξέρω αν πρέπει να “ευχαριστήσω” τους γονείς μου για αυτές τις α-δεξιότητες). Αλλά η θετική μεριά του να περνάς σημαντικό μέρος της ζωής σου στην κατάψυξη και μετά να ξυπνάς, είναι ότι έχεις χάσει όλη εκείνη τη διαδρομή που οδηγεί “κάπου” και απλά βρίσκεσαι ενώπιον μιας εκπληκτικά νέας συνθήκης. Είναι επομένως πιο χρήσιμο να μιλήσω με παραδείγματα-σημάδια έκπληξης ή αφέλειας.
Με την επάνοδό μου στα πράγματα, πέρασα από το Μωβ Καφενείο και τον χώρο της κατάληψης της Υφανέτ. Θυμάμαι λοιπόν που ζητούσα οργισμένα/φοβισμένα εξασφαλίσεις ότι δεν θα αρχίσει κάποιος να με κράζει εκεί πέρα, κι έλαβα μια καθησυχαστική διαβεβαίωση-εγγύηση ότι αυτά “δεν συμβαίνουν πλέον”. Άραγε, λοιπόν, τι μου είχε συμβεί δέκα χρόνια πριν και το κουβαλούσα μαζί μου; Τι “δε συνέβαινε πλέον”;
Θυμάμαι που το workstation στο πανεπιστήμιο to 1993 δεν είχε εκτυπωτή ή δισκέτα, οπότε με μια δική μου εκδοχή στενογραφίας περνούσα στο τετράδιο τις πληροφορίες για να τις διαβάσω στην εκπομπή στην Κιβωτό. Αυτά που είχα σημειώσει ήταν για την κατάσταση στη Ρουμανία – μια χώρα του ανατολικού μπλοκ που επιθυμούσε να μπει στην ΕΕ μη θέλοντας όμως να αφήσει την ορθόδοξη παράδοση πίσω της. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από 150 ομοφυλόφιλοι στη φυλακή, διώξεις, λαοσυνάξεις κατά της ομοφυλοφιλίας και μια νυχτερινή ζωή γεμάτη συγκινήσεις: Όχι μόνο γινόταν έφοδοι στα πάρκα με λυκόσκυλα, αλλά το μοναδικό γκέι μπαρ βρισκόταν στην κορυφή μιας εγκαταλελειμμένης πολυκατοικίας, που στο ισόγειο είχε μπαρ που το διαχειρίζονταν η μαφία (οπότε δεν υπήρχαν μπάτσοι). Αυτές είναι εκπληκτικές ειδήσεις, για μια εποχή που το μόνο που ξέραμε για αυτές τις χώρες ήταν το χρώμα στο χάρτη.
Είναι, λοιπόν, ακαταμάχητη η εικόνα του θύματος στην γοητεία της, ειδικά όταν προστίθενται τέτοιες γραφικές λεπτομέρειες όπως να σε ορμάνε λυκόσκυλα. Αναπόφευκτα λάβαμε πολλά συγχαρητήρια από συντρόφους (μαζί με εντυπωσιασμό για τις πηγές πληροφόρησής μας).
Την επόμενη Κυριακή επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα παλιό χιουμοριστικό ερωτηματολόγιο του “Αμφί”, με ερωτήσεις (και απαντήσεις) “βγαλμένες από τη ζωή”. Θυμάμαι μόνο την ερώτηση 7, “Στο μεσημεριάτικα γεμάτο λεωφορείο για Σταυρούπολη ένα τσόλι σας πιάνει τον κώλο. Τι κάνετε;” (α, β, γ, δ, κλπ). Θα έλεγα ότι ως ομοφυλόφιλο άντρα αυτή η ερώτηση με σημάδεψε, διότι ακόμα και σήμερα παίζω με το ποια θα μπορούσε να είναι η ενδεδειγμένη αντίδραση. Θα έλεγα επίσης ότι το όλο κουίζ ήταν πικρά διδακτικό και εύθυμα δηκτικό, αλλά αυτό δεν φάνηκε να εκτιμάται από τους συντρόφους ακροατές: ελλείψει ανθρωποφάγων λυκόσκυλων, η παρατήρηση αυτή τη φορά ήταν να σοβαρευτούμε και τι πράγματα είναι αυτά.
Ήμουν αρκετά μικρός ακόμα ώστε να μην έχω διαβάσει τι έγραφε αφοριστικά ο Ρέντζο Νοβατόρε για περιπτώσεις σαν κι αυτές: “Αλληλεγγύη: ο μακάβριος βωμός που χρησιμοποιούν ικανοί παλιάτσοι κάθε είδους για να επιδείξουν το παπαδίστικο ταλέντο τους να βγάζουν λόγους. Όσοι τελικά ωφεληθούν πληρώνουν όχι λιγότερα από 100% εξευτελισμό”.
Την εποχή εκείνη δεν είχε πολιτογραφηθεί η λέξη “ομοφοβία” στο πολιτικό λεξιλόγιο. Αναπόφευκτα, δεν είχαμε λόγια να περιγράψουμε σκηνικά όπως το παρακάτω.
Ένα πρωινό σηκωθήκαμε ο φίλος μου κι εγώ να κατέβουμε από Κορδελιό στο κέντρο. Εγώ ήμουν ντυμένος συμβατικά, εκείνος φορούσε ένα κολλητό lycra σορτς ποδηλάτη με έντονα χρώματα. Πήγαμε στο οικείο βιβλιοδισκοπωλείο να χαζέψουμε και σύντομα μπήκε μέσα ένας σύντροφος που χαιρέτησε. Τρία λεπτά αργότερα είχε επιστρέψει σε εμάς μαζί με την απορία του: “γιατί το φοράς αυτό, μπαλαρίνα είσαι;” Νόμιζα ότι είμαι ετοιμόλογος, αλλά η μπαλαρίνα-φίλος μου με ξεπέρασε: “εσύ γιατί φοράς παραλλαγή, σ’ αρέσει ο στρατός;” “Διότι έχουμε πόλεμο…”, ψέλλισε ο σύντροφος και οπισθοχώρησε.
Επρόκειτο, αναμφίβολα, για κάποια ομοφοβικά περιστατικά. Αρκούν 2-3 (ή περισσότερα) συμβάντα για να αμαυρώσουν μια ολόκληρη εποχή; Η μνήμη μου πλέον με γελά. Από τη μία θυμάμαι να μην ντρέπομαι, να μην αισθάνομαι άβολα ποτέ και πουθενά, να έχω ενθουσιασμό για τους συντρόφους μου, από την άλλη μια τεράστια οργή αποθηκευμένη που δεν μπορώ πάντα να καταλήξω σε κάποια ιστορία όπως παραπάνω για να την εξηγήσω.
Μάλλον, μαθημένοι από τα κραξίματα στο δρόμο, ήμασταν αρκετά κωλοπετσωμένοι για να μας πτοούν τέτοια περιστατικά. Αυτό, μαζί με γενναίες δόσεις ρομαντισμού, μας ώθησε για παράδειγμα να κρίνουμε σκόπιμο να εγκαινιάσουμε, μια βραδιά, τη Βίλα Βαρβάρα με τα γκέι φιλιά μας.
Θα έλεγα ότι υπάρχει μια δίνη συμπεριφορών και αντιλήψεων αρκετά απλή στη λειτουργία της. Αν ως θύμα (ειδικά αν αυτό περιλαμβάνει μπάτσους ή το κράτος) προκαλείς συγκίνηση και συγκατάνευση αναγνώρισης, τότε μια αυτόνομη εξερεύνηση της σεξουλικότητάς σου, του ερωτισμού σου, ζητημάτων πιο υπαρξιακών ή βιωματικών θα επιφέρει αποδοκιμασία, νουθεσία για ελαφρότητα, απώθηση ή κατηγορίες για πάρεργο. Εδώ πολλές και πολλοί δεν παύουν να θυμούνται έναν αγώνα για αντίσταση, εν τέλει αγώνα για αυτονομία, ο οποίος ακόμα κι αν εκφράζει απαιτήσεις προς το κράτος, παραμένει έξω από την οντολογική τάξη της κυριαρχίας του κράτους. Μάταιο, όμως, μιας και ο αγώνας θα βαπτισθεί θεσμικός και σίγουρα όχι αρκετά επαναστατικός, με διάφορα ευχολόγια να βρεις το δρόμο σου κλπ.
Αυτή η δίνη, που φαίνεται ότι πίπτει επί δικαίων και αδίκων, ελάχιστα μας απασχόλησε μιας και είχαμε από πολύ νωρίς ξεκαθαρίσει ότι δεν είμαστε εκπρόσωποι, αγωνιστές, βουλευτές, απολογητές για λογαριασμό κανενός και καμίας – ούτε καν της ομάδας μας. Ό,τι έγινε, έγινε από προσωπική εσωτερική ανάγκη έκφρασης, από το σκουλίκι που μας έτρωγε, από την “γκάβλα” μας όπως γράφαμε τότε – ή έναν πρωτόλειο μηδενισμό ορισμένων θα έλεγα σήμερα κοιτάζοντας πίσω. Με τη μέθοδο αυτή αποφύγαμε παρόμοιες απογοητεύσεις και στενάχωρες καταστάσεις, που σίγουρα υπήρχαν στα 90s αλλά θα συμφωνούσαμε ίσως όλοι και όλες ότι δεν είναι ίδιον της δεκαετίας.
Θα κλείσω εδώ με τη συντρόφισσα που πήγε να μου αφαιρέσει το λόγο σε μια συνέλευση διότι “εί[μ]αι προϊόν του καπιταλισμού”. Μας χάρισε χρόνια άφθονου γέλιου κι ακόμα χαμογελώ όταν τη σκέφτομαι σε τέτοια επετειακά κείμενα.
Είπες στην αρχή της απάντησής σου για «τη ζωή στην κατάψυξη». Σκεφτήκαμε αντανακλαστικά πόσο ‘ανθυγιεινό’, πόσο μη-προστατευτικό είναι συνήθως το περιβάλλον των πολιτικών χώρων μας γύρω από τον ψυχικό πόνο που νιώθει κανείς/καμιά. Είναι, βασικά, άλλο ένα μεγάλο θέμα το οποίο δεν μπορεί να μιληθεί πολιτικά παρά μόνο σε ένα θεωρητικό πλαίσιο έκθεσης της ψυχιατρικής, δίπλα στις άλλες μορφές καταστολής. Κατά τα άλλα, στους πολιτικούς μας χώρους βλέπεις συχνά ό,τι και στην υπόλοιπη κοινωνία: από εχθρότητα και προκαταλήψεις μέχρι αδιαφορία, για να μην πούμε και τίποτα χειρότερο. Έχεις βρει κάτι διαφορετικό σε πολιτικό επίπεδο στο δρόμο σου, ή έχεις προσπαθήσει να το θέσεις εσύ, από τα 90s μέχρι σήμερα;
Διακρίνω από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι σήμερα τρεις περιόδους. Η πρώτη είναι αρκετά κοινή, φαντάζομαι, σε όσους έχουν διαγνωστεί με κάποια ψυχωσική διαταραχή, μια ενημέρωση από τη γιατρό δηλαδή ότι πάσχεις από μια βιολογική ανωμαλία που ναι μεν δεν μπορεί να θεραπευτεί αλλά μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο με τη χρήση συνταγογραφούμενων ουσιών. “Όπως λοιπόν ο διαβητικός παίρνει τακτικά την ινσουλίνη του, παίρνεις κι εσύ το αντιψυχωσικό σου”. Ήταν μια περίοδος ύπνωσης, άκρως καταθλιπτική, με πνιγηρή ατμόσφαιρα λόγω των αντιψυχωσικών (που δεν ήταν μόνο ένα), χέρσα από συναισθήματα και ερεθίσματα πέρα από αυτά που επέτρεπε το θεραπευτικό σχήμα. Εν τέλει, η πολυφαρμακία (το γνωστό “κοκτέιλ” στο οποίο καταλήγουν συχνά τέτοιες περιπτώσεις), οι ραγδαίες σωματικές επιπτώσεις από την αγωγή και κυρίως η λοβοτομημένη σκέψη και συναίσθημα καθώς και κάποια διαβάσματα, με οδήγησαν στη διακοπή της αγωγής: έζησα κατόπιν 3 χρόνια δίχως φάρμακα, με τη στήριξη της ψυχοθεραπείας και ήμουν σαν ένα μικρό παιδί να μαθαίνει τον κόσμο ξανά – από το μπουσούλισμα και τις πρώτες λέξεις του. Αν και ήταν υπέροχα μέσα στο “The right to be free, The right to be me!” που λέει και το σύνθημα των Mad Pride, υπήρχε φόβος, σκοτάδι, πανικός. Χρησιμοποιούσα μερικές φορές, σε δημόσιο χώρο, ουσίες όπως βενζοδιαζεπίνες ή υπνωτικά χάπια σε συνδυασμό με αλκοόλ, σε μια προσπάθεια να καταλαγιάσω τους χτύπους της καρδιάς μου ή τον πανικό που μου προκαλούσε η ανθρώπινη παρουσία. Ήταν εκεί που κατάλαβα ότι πέρα από την δική μου παράνοια, ορισμένοι άνθρωποι έχουν στ’ αλήθεια βλέψεις για εμένα. Το πρώτο σοκ ήταν όταν με πλησίασαν στα έγκατα της Υφανέτ και μέσα στο σκοτάδι μου σφύριξαν αυστηρές απειλές να είμαι πιο χαρούμενος και λιγότερο αυτοκαταστροφικός. Το δεύτερο σοκ ήταν όταν το πρωί μετά από ένα καφενείο, με γερές δόσεις ουσιών και έχοντας κακή επαφή με το περιβάλλον, ξύπνησα σπίτι μου διαπιστώνοντας ότι έχω έναν απρόσκλητο ολόγυμνο άντρα δίπλα μου. Μου είχε κάνει σεξ; Αυτοϊκανοποιήθηκε δίπλα μου; Με άγγιζε; Απλώς ζεσταινόταν; Αυτό θα μπορούσε να είναι κάλλιστα μια ιστορία φροντίδας, ότι με συνόδεψε ευγενικά κάποιος σπίτι στην εκτός επαφής κατάστασή μου, αλλά η βαθύτερη γνώση των περιστάσεων δείχνει ότι πρόκειται για μια περίπτωση όπου το phazed-out ψυχ άτομο θεωρείται κοινόχρηστο – κοινό – και διαθέσιμο σε κάθε χρήση, αγγίζοντας την παραβίαση ή την παρενόχληση. Οι αντιδράσεις αυτές, που έδειχναν ένα κοινωνικό ενδιαφέρον απέναντι μου κι όχι την πολυπόθητη α-ορατότητα που επιθυμούσα, με οδήγησαν αναγκαστικά στην εντονότερη πολιτικοποίηση του λόγου μου.
Διάβασα αρκετά, διαπιστώνοντας με έκπληξη πόσα πολλά έχει δανειστεί το Mad κίνημα από το ριζοσπαστικό LGBT. Διάβασα επίσης θεωρητικούς μα στο τέλος κατέληξα ότι πρέπει να διαμορφώσω και να εξασκήσω μια δική μου πολιτική για τη δική μου ζωή. Συντάσσομαι πάρα πολύ στον παραλληλισμό Mad/LGBT (που για πρώτη φορά συνάντησα στο “Ένα πρώτο πολιτικό κείμενο από ένα queer toxic άτομο”) διότι μου επιτρέπει να μεταφέρω δεξιότητες, στις οποίες είμαι άρτιος, στο πεδίο της τρέλας. Είναι η τρίτη περίοδος, η περίοδος που μπαίνω πρώτη φορά στο ψυχιατρείο, μια εμπειρία που μου υπέδειξε πόσο μακριά βρίσκομαι από μια γενική θεωρία της τρέλας αλλά πολύ κοντά σε μια προσωπική θεωρία για τον εαυτό μου. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εμπειριών, ερεθισμάτων και βιωμάτων ήταν να θέλω πάρα πολύ να μιλήσω, με έναν εκρηκτικό τρόπο, λίγο πούστικο, λίγο τρελούτσικο και λίγο αναρχικό. Το αποτέλεσμα ήταν δύο φανζίν, το Desperately Seeking Susan και το Ebola. Σε αυτά, έχω την εκτίμηση ότι έμεινα πιστός στην πεποίθηση ότι το βίωμα γυμνό ίσον με τίποτα: ναι, υπάρχουν πολλές ιστορίες, αλλά ακόμα πιο πολλές εικονογραφήσεις και θεωρητικά κείμενα. Υπάρχει μεγάλη ικανοποίηση που στην παρουσίαση του Ebola (στην εκδήλωση “3 fanzines που συναντήθηκαν”, κατάληψη Terra Incognita), αυτός ο λόγος μου βρήκε συγκινητική ανταπόκριση.
Παράλληλα, άρχισε μέσα στο μυαλό μου να παίζει ένα bingo με τα πράγματα που μου λέγανε και των οποίων τη μετάφραση αναλάμβανα λ.χ. “προσπάθησε να είσαι όσο πιο νευροτυπικός γίνεται μαζί μας = δε με νοιάζει τι κάνεις στο κρεβάτι σου”, “δεν είσαι συντροφικός = δεν είσαι σαν κι εμάς”, “ο Α. έχει την τάδε ψύχωση και μάλιστα το λέει = ο Α. είναι αδερφή και μάλιστα δηλωμένη”, “είσαι πολύ επιθετικός = υποφέρω, με ρουφά ένα ψυχωσικό επεισόδιο”, “δεν είναι έτσι όπως τα λες = έχω έναν φίλο γκέι που δε σου μοιάζει καθόλου”, “χαμογέλα λίγο βρε = μην κάθεσαι αδερφίστικα σταυροπόδι”, “system error = αυτοκτονώ, βοήθεια”. Το αγαπημένο μου είναι με τον ελέφαντα, δηλαδή να μιλάνε σε συνελεύσεις ή σε virtual χώρους σε τρίτο πρόσωπο για μένα, παρουσία μου, και να λένε “μην ξεχνάμε και τον ελέφαντα στο δωμάτιο”. Αυτά τα λίγα μάλλον εικονογραφούν ένα κομμάτι από το ψυχιατρικό στίγμα και το βίωσα εδώ και πουθενά αλλού, εδώ στον “χώρο”, γιατί εδώ κινούμαι κι εδώ θέλω να ζω.
Κάποτε στους massqueerraid, που είχα τη χαρά να είμαι μαζί τους από την αρχή μέχρι το τέλος, κάναμε αυτομόρφωση από το βιβλίο με τον καθ’ όλα δηκτικό τίτλο “How To Be Gay” του queer ακαδημαϊκού David Halperin. Στις σελίδες του περιγράφεται το βάσανο της ηχογράφησης ενός welcome message στον τηλεφωνητή από έναν γκέι άντρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε ηχογραφήσει τη φωνή του 36 φορές, προσπαθώντας να είναι αρκετά αρρενωπός και αρκετά όχι αδερφή. Δεν θα ήθελα να ζήσω αυτό το μαρτύριο σε όλη τη ζωή μου, το μαρτύριο να κρύβεσαι και να ευθυγραμμίζεσαι, θέλω να είμαι φανερός και ευθύς και τις ηλιόλουστες μέρες αλλά και τις μέρες της καταιγίδας και τις μέρες που πέφτω κάτω και σέρνομαι. Καταθλιπτικός, αυτοκτοκτονικός, καλά, μανιακός, ψυχωσικός: Όλα αυτά είμαι εγώ, δεν έχω να ανακαλέσω τίποτα ή να αρνηθώ τον εαυτό μου για να ικανοποιήσω την ανάγκη άλλων για μια νευροτυπική εικόνα μου.
Τούτες οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό της συνέντευξης είναι ίσως από τις λιγότερο δομημένες ή επεξεργασμένες. Μου θυμίζουν, μάλιστα, πολύ έντονα τις πρώτες μέρες του “Πόθου”, όπου ένα μάτσο από ετερόκλητα κείμενα, πολύ πείσμα και οργή από νεαρά άτομα και καθόλου παίδευση στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής φιλοδοξούσαν να εκφράσουν κάτι. Αν το καταφέραμε εν τέλει μία φορά, ίσως το καταφέρω κάποτε ξανά κι εγώ.
Τον τελευταίο χρόνο σχεδίασα ένα λεύκωμα μεγάλων διαστάσεων και 176 σελίδων που του έδωσα τον μεγαλεπήβολο τίτλο “Πουστιά, Ψυχική Ασθένεια και Μουσική Πανκ”. Με έναν τρόπο θεωρητικό, βιωματικό, με στίχους, κολάζ, φωτογραφίες και πολύ ξεκάθαρη και σαφή αισθητική συμπυκνώνω εκεί μέσα ό,τι με έχει απασχολήσει, ό,τι έχω σκεφτεί εγώ μέχρι τώρα κι αυτά από τα οποία έχω τραφεί. Είναι κατά κάποιο τρόπο το τρίτο φανζίν που βγάζω. Θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι και ελπίζω να είναι το τέλος μιας μοναχικής πορείας. Ελπίζω με άλλα λόγια ότι χάρις στο λεύκωμα αυτό θα υπάρχει ένα υπόστρωμα για να φυτρώσουν συζητήσεις, γνωριμίες, συνασπισμοί και άλλα πολλά που θα προσθέσουν σε αυτό όσα δεν μπόρεσα εγώ.
Στο δρόμο μου βρήκα την ομάδα “Παθογέννημα” – για μια διέξοδο από το ψυχιατρικό οικοδόμημα – που δέχτηκε με ενδιαφέρον και καλοσύνη το de-briefing μου από το ψυχιατρείο.
Σήμερα η κοινωνική πραγματικότητα όσον αφορά τα lgbt θέματα φαίνεται να έχει αλλάξει από τα 90ς. Σύμφωνο συμβίωσης, περισσότερες ομάδες που ασχολούνται, ένα pride πολύ μαζικό, μεγαλύτερη ορατότητα στα διεθνή μμε, σε μικρότερο βαθμό και στα ελληνικά. Όλα καλά άρα;
Η ερώτηση μού θυμίζει μια υπόθεση εργασίας και μια συζήτηση που έχει ήδη δρομολογηθεί, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Η υπόθεση εργασίας είναι η εξής: Με την πανδημία του AIDS ένα νέο κύμα ακτιβισμού ξεκίνησε στην Αμερική. Ήταν πάνω από όλα ένα κίνημα, αθέλητης και ηθελημένης, ορατότητας και κατόπιν ένα κίνημα που περιστρεφόταν πρώτα γύρω από την ίδια την επιβίωση και δευτερευόντως ενδεχομένως γύρω από άλλα ζητήματα. Το όνομα της ACT UP θα ήταν εμβληματικό εδώ. Διαδηλώσεις, παρεμβάσεις, δρώμενα, παραγωγή λόγου ακτιβιστικού και ακαδημαϊκού, πορείες και μια έκρηξη ορατότητας ήταν η συνέπεια του ακτιβισμού του AIDS. Εδώ πάνω από όλα δομήθηκε η ταυτότητα, σφυρηλατήθηκε η αίσθηση της κοινότητας και του ανήκειν. Αυτή η κινητικότητα οδήγησε με μια λογική συνοχή (που τους μηχανισμούς της δεν θα εξετάσουμε εδώ, ενδεχομένως και να μην μπορούμε) σε επόμενα στάδια του κινήματος μέχρι και σήμερα, τα οποία, καλώς ή κακώς, ήταν οι LGBT στο στρατό και ο LGBT γάμος.
Κοιτάζοντας την ίδια περίοδο στον ελλαδικό χώρο, διαπιστώνουμε μια νεκρική σιγή. Θα ήταν πραγματικά κοινότοπο και σε όλες γνωστό να αναφέρω ότι δεν υπήρχαν διαδηλώσεις, πορείες, παραγωγή πολιτικού λόγου και πολιτικής παρακαταθήκης (πέρα από το μερτικό μας στον “Πόθο”). Δεν θα ήταν κοινοτοπία, όμως, να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη το 1997. Ήταν σε ένα βαλκανικό συνέδριο για τον HIV/AIDS που έγινε στη Θεσσαλονίκη και έτυχε να παρακολουθώ. Στο μεγάλο διάλειμμα κατευθύνθηκα προς το ελληνικό πηγαδάκι, με άτομα διακεκριμένα, που τα ονόματά τους ακόμα εμφανίζονται στις ειδήσεις και τα νέα. Απαίτησα να μάθω γιατί έχουμε 1997 και δεν έχει κυκλοφορήσει καν ένα φυλλάδιο για ασφαλέστερο σεξ μεταξύ ανδρών. Ας κρίνει η αναγνώστρια τη στάση σώματος των ερωτώμενων: με κεφάλια σκυφτά, γεμάτα σύνεση, μου εξήγησαν ότι όσο η Εκκλησία είναι κοινωνικός εταίρος στο ΚΕΕΛΠΝΟ το φυλλάδιο που ζητώ δεν πρόκειται να υπάρξει.
Κρατώ από την ιστορία αυτή τα σκυφτά κεφάλια, γερτά, σιωπηλά, αδύναμα, υποταγμένα, πάνω από τα σώματα ομοφυλόφιλων ανδρών που πέθαιναν από την άγνοια και τα αντιπαραβάλλω με την εισβολή μελών και φίλων της ACT UP/NY σε καθεδρικό ναό της Νέας Υόρκης, όπου διέκοψαν τη λειτουργία και εγκάλεσαν τον καθολικό αρχιεπίσκοπο.
Ήταν μια νύχτα. Κι αυτό το ταξίδι μέσα στη νύχτα, στο οποίο κινήσεις όπως ο “Πόθος” δεν ήταν παρά μικρά γιορτινά φωτάκια, έλαβε κάποτε σιγά σιγά τέλος. Μετά από πάνω από μια δεκαετία σιωπής, κάτι άρχισε να κινείται ξανά, καταλήγοντας στην κατάσταση που περιγράφει η ερώτηση.
Η δική μου ερώτηση εδώ είναι, με ποια ιστορική φόρτιση, με ποια γνώση και εμπειρία από το παρελθόν, βασισμένοι σε ποιους πολιτικούς, κινηματικούς, ακτιβιστικούς, ακαδημαϊκούς λόγους, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, ζητώντας (αν πρέπει να ζητάμε) αυτά που ζητάμε, συγκινούμενοι από αυτά που όντως “αξίζει” κανείς να συγκινηθεί, νιώθοντας συλλογικά αυτό που είναι αρμόζον να συναισθανθεί κανείς, έχοντες μια νεοπαγή ταυτότητα άγνωστης αρχαιολογίας, προέλευσης και μνήμης.
Κεντρικό σημείο στο σημερινό λόγο κατέχει το έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ. Κάνοντας μια τρομαχτική υπεραπλούστευση των καλύτερων και των όχι και τόσο καλών στιγμών της, θα έλεγα ότι στην ιδεολογία της ταιριάζει ο τίτλος “ριζοσπαστικός περιεκτισμός”. Αυτές οι δύο λέξεις εξηγούν το άρωμα θυματοποίησης που υποκρύβεται όχι τόσο πίσω από τις φράσεις της αλλά πίσω από τις φράσεις φανατισμένων ακτιβιστών οπαδών της. Θα ήθελα να δω μια διέξοδο από αυτόν τον “μπατλερισμό” και για εμένα αυτή είναι απλά το κομμάτι εκείνο που ονομάζεται anti-social και anti-communitarian queer ή απλά “μηδενιστικό queer”.
Σε μια φιλική συζήτηση που είχα, εξέφρασα με άλλα λόγια αυτή την απορία. Στο τ.19 του “Πόθου” η προμετωπίδα γράφει “Να καταλάβουμε τους δρόμους” κι αυτό μου είναι υπερβολικά οικείο μιας και το έγραψα εγώ. Δεν ήταν μια πρόσκληση για μια επετειακή πορεία, για μια γκέι πράηντ, αλλά ένα κάλεσμα καθημερινής ορατότητας στο δημόσιο χώρο – ένας πούστης στημένος σε κάθε πεζοδρόμιο, μια αδερφάρα σε κάθε σταυροδρόμι. Ήταν ένα κάλεσμα και σε ατομικό επίπεδο: η εξέγερση ενάντια στην εξουσία οφείλει να περιλαμβάνει μια μικρο-πολιτική εξέγερση η οποία λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της επιθυμίας του υποκειμένου. Αντί αυτού – παρατήρησα στο συνομιλητή μου – δίνεται μεγάλη έμφαση σήμερα σε μια αντίστροφη, κεντρομόλο κίνηση – να περιοριστούμε, να ασφαλιστούμε, να υποχωρήσουμε σε περίκλειστους, αστυνομευόμενους εξωτερικά και εσωτερικά χώρους, χώρους που ονομάζουμε με ευκολία και δογματισμό “safe spaces”. Το ότι η ιδεολογία του “safe space” έχει τις ρίζες του, αν πιστέψουμε τον Halberstam στο “You are triggering me”, στα gentrified areas κι ότι το gentrification της ζωής έμελλε να γίνει και gentrification της πολιτικής – για να παραφράσω τη Sarah Schulman – είναι μια άγνωστη, ανώδυνη, μη-διαπίστωση για τους περιφρουρητές αυτής της ασφάλειας.
Είναι καιροί αναστοχασμού, εσωστρέφειας, μου ειπώθηκε. Αυτό είναι απολύτως σεβαστό και ενδιαφέρον, θα επιθυμούσα όμως μέσα σε αυτή την περίσκεψη να μπορούσαν να λαμβάνονται υπόψη όσα ερωτήματα τέθηκαν στο παρελθόν και πολλά από αυτά παραμένουν ακόμα επώδυνα ανοιχτά.
Περιγράφει λοιπόν η ερώτηση ένα κλίμα κατακτήσεων σε ζητήματα ορατότητας αλλά και δικαιωμάτων. Φευ! Διαθέτουμε ακόμα και γκέι μπάτσο που τα λέει και ωραία. Τόσο ωραία που θα του αναθέσω ένα θέμα για την επόμενη αγαπησιάρικη έκθεσή του. Δεν ξέρω για αυτόν όταν είναι σε υπηρεσία αλλά οι συνάδελφοί του, διαχρονικά, κακοποιούν σεξουαλικά τις τρανς στο δρόμο (και δεν είμαστε δα και τόσο μακριά από τους διωγμούς των τρανς στη Θεσσαλονίκη τις μέρες του Γκέη Πράηντ). Νομίζω δεν υπάρχει τίποτα πιο μπρουτάλ και σκληρό από τον ακτιβισμό ορισμένων τρανς σε εποχές ακόμα πιο βαθιά πίσω στο χρόνο, φερ’ ειπείν 1985. Ήταν τότε, σύμφωνα με την αφήγηση της Πετρωνίας, που οι μπάτσοι βίασαν κάποιες τρανς ένα βράδυ. Η Πετρωνία μάζεψε τις καπότες, έγραψε τα ονόματα των διόλου άγνωστων αστυνομικών οργάνων πάνω τους, και πήγε και τις πέταξε στο γραφείο του διοικητή την άλλη μέρα. Αν ο γκέι μπάτσος νομίζει ότι η δουλειά του θα είναι τα ταξινομεί αλφαβητικά καπότες για χάρη του διοικητή του και να μην βγαίνει σε αποστολές κάνοντας αυτά που κάνουν τα ρουνά, ε, τι να πω, σου έχω νέα, φιλαράκι.
“Όλα καλά άρα;”
Στη δεύτερη από τις έξι δολοφονίες ομοφυλόφιλων αντρών που συνέβησαν το παγωμένο καλοκαίρι του 1996, επισκέφθηκα βραδιάτικα το ερημωμένο πάρκο που είχαν βρει τον στραγγαλισμένο. Υπήρχε σιωπή αλλά και ένα ανελέητο θρόισμα των φύλλων και άλλοι νυχτερινοί μικροθόρυβοι της υπαίθρου. Ίσως μια καλή ιδέα θα ήταν να είμαι με παρέα εκείνη τη βραδιά, επέλεξα όμως τη γνώριμη μοναχικότητα, την επαφή με τον κίνδυνο, το θάνατο και το τέλος. Πώς τελειώνει λοιπόν κανείς; αναρωτήθηκα. Πώς τελειώνει κανείς; Ίσως και με 36 μαχαιριές κι έναν μπάτσο να ρωτά σαρκαστικά αν ήξερες κι εσύ αυτή την πουστάρα. Πώς τελειώνει κανείς και πώς συνεχίζει; Το σκοτάδι στο πάρκο, σε εκείνο το υποθετικό παγκάκι που υπολόγιζα ότι είχε συμβεί το έγκλημα, έμπαινε μέσα μου και ψάχνοντας να βρω αν έχω τίποτα άλλο πέρα από νύχτα μέσα μου, βρήκα μια μαύρη, γλυμμένη πέτρα: Ήμουν 15 χρονών όταν είχα διαβάσει τον “Ξένο” του Καμύ και στα 23 μου καταλάβαινα ότι είχα φάγει το βιβλίο τούτο, το είχα εγγράψει μέσα μου. Ήταν μια μοναξιά που θα την έλεγα και πούστικη. Αν όχι τον θεό, κάποιον έπρεπε να ευχαριστήσω που ήμουν ακόμα ζωντανός κι όμως παράδοξα απονεκρωμένος.
“Όλα καλά άρα;”
Εργάστηκα πολύ σκληρά για να έχει αυτή η πόλη γκέι πράηντ. Την πρώτη φορά σχεδόν τα καταφέραμε. Πωρωμένοι από τις ανταποκρίσεις από την ευρύτερη περιοχή, τη λάγνα επιθυμία και την κατάσταση στον ελλαδικό χώρο, στο τρίτο και πιο μεγάλο ημιυπαίθρο gay pride party που οργανώσαμε (1999) κάποιοι διέδιδαν ότι θα γίνει πορεία με σημείο εκκίνησης τον Λευκό Πύργο. Χωρίς ευτυχείς δημαρχιακές συγκυρίες, χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς μέτρημα δυνάμεων. Από τα κάτω. Η πορεία δεν καλέστηκε ποτέ κι ήταν ο τελευταίος χρόνος του “Πόθου”. Δεν έμελλε να υπάρξει ποτέ αυτή η πορεία.
Πολλά χρόνια μετά, πάλι θα εργαζόμουν νυχθημερόν για να υπάρξει το κατάλληλο κλίμα και, δοθείσης της εξευτελιστικής αφορμής ενός φιλικού δημάρχου, υπήρξε ξανά ένα κάλεσμα, ένα κάλεσμα που κάναμε δυο άτομα και επέμενα να είναι όσο πιο ανοιχτό γίνεται, ένα κάλεσμα που γνώρισε ανταπόκριση και το απώτερο αποτέλεσμά του ήταν αυτό που έχουμε σήμερα στην πόλη ως πράηντ. Ένα κομμάτι μου έχει τύψεις που δεν εργάστηκα πιο πολύ για να έχει τα χαρακτηριστικά που επιθυμώ κι ένα άλλο κομμάτι νιώθει μια αμείλικτη επιθανάτια παγωνιά να κατεβαίνει μέσα μου. Θα έλεγα ότι παραδόξως δεν με ενδιαφέρει πια και τόσο αυτό για το οποίο τόσο εργάστηκα τόσο πολύ. Ίσως να είναι πιο ταιριαστή η θέση του σιωπηλού θεατή – ταιριαστή, πρωτόγνωρη και τόσο οικεία τελικά.
“Όλα καλά άρα;”
Αν ρωτάτε προσωπικά εμένα, θα κλείσω κλείνοντας έναν λογαριασμό από το παρελθόν και συγκεκριμένα του μικρού τίτλου, που σε μια άσχετη σελίδα του “Πόθου” αλλά όχι με μια άσχετη διάθεση έγραφε “ουτοπία ή θάνατος”. Κάποιο ουτοπικό στοιχείο – είτε το αναγνωρίζουμε είτε όχι – είναι ουσιαστικό κομμάτι της ριζοσπαστικής πολιτικής. Επειδή δεν συνηθίζω να μην πιστεύω αυτά που γράφω, θα έλεγα ότι στη ζωή μου το φάσμα της ουτοπίας ήταν τόσο χλωμό ώστε συνάντησα πολλές φορές τον θάνατο. Για εμένα αν κάτι αξίζει στην τωρινή εποχή θα ήταν το φάσμα της ουτοπίας να αστράψει πιο λαμπερό κι εγώ να σταματήσω να σέρνομαι στο έδαφος. Δεν ξέρω αν αυτό είναι μια έγκυρη ή επίκαιρη ή συλλογική επιθυμία, πάρτε το ως το βίτσιο ενός μοναχικού παλιόπουστα. Έτσι κι αλλιώς, σε όλη αυτή την ιστορία που ανέπτυξα, ένα πράγμα επιμελήθηκα αδιάκοπα: τη μοναχικότητα, τον ατομικισμό και τον πόνο της συνδιαλλαγής με τον μηδενισμό.
Από όλα όσα θα μπορούσε να μου προκαλέσει αυτή η συνέντευξη, πάνω από όλα θα επιθυμούσα να διαβάσω ξανά τον “Ξένο”. Λέγεται ότι δεν είναι καλό να διαβάζει κανείς αυτό το βιβλίο σε εφηβικές εποχές: το μυαλό ταξιδεύει επικίνδυνα, παράξενες σκέψεις γεννιώνται. Μα τώρα που έχω ζήσει πάνω από τη μισή μου ζωή, έχω επενδύσει σε αυτό το τευχίδιο – ακούγεται σαν μια μέθοδος να είμαι ελεύθερος. Που δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να είμαι ευτυχισμένος ή “περήφανος”.
Καταλάβαμε μέσα από τις διάφορες απαντήσεις σου ότι εστίασες αρκετές φορές στα συνθήματα αλλά και στα μέσα της μετάδοσης τους και δεν κρύβουμε ότι μας άρεσε αυτό. Ο αναστοχασμός γύρω από τα μέσα του λόγου είναι πάντα χρήσιμος, θεωρούμε. Επίσης, η συμπύκνωση του λόγου σε ένα εύστοχο σύνθημα είναι μια πολιτική αρετή, όπως και να το κάνουμε… για να πούμε δύο μόνο από τα πολλά που μας έρχονται στο μυαλό. Σε άλλο σημείο είπες για τα βιώματα της ομοφοβίας στη Θεσσαλονίκη, για τα οποία τότε δεν ήταν τόσο διαδεδομένη η λέξη ‘ομοφοβία’ να τα περιγράψει. Ωστόσο, μια χαρά βάζατε τους ομοφοβικούς στη θέση τους και χωρίς τις λέξεις αυτές, όπως το περιέγραψες. Είναι ενδιαφέρον αυτό, να έχεις ζήσει όχι μόνο μια εποχή με μικρότερες δυνατότητες διάδοσης του λόγου σου αλλά και με λιγότερα εργαλεία στο λεκτικό ας πούμε οπλοστάσιο. Φαίνεται σα να κινούμαστε με μια διττή τροχιά. Κάποια νοήματα έχουν κατοχυρωθεί λεκτικά. Παρόλα αυτά μερικές φορές οι δυνατότητες επικοινωνίας πίσω από αυτές τις ‘μεγάλες’ λέξεις φαίνονται φτωχότερες… Έχεις μια παρόμοια αίσθηση;
Μιλώντας για πολιτική αρετή όσον αφορά τα πετυχημένα συνθήματα, να πω χωρίς αιδώ ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα δικό μου: “Δεν θέλουμε παιδιά, θέλουμε τους γιους σας”. Είναι σχετικά πρόσφατο αλλά εγγυώμαι ότι είναι ξεκάθαρα τρελά 90s φάση. Αλλά αυτό είναι ακόμα μια άλλη ιστορία.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έμαθα με την επάνοδό μου στη “σκηνή” ήταν να μιλώ πιο συμπυκνωμένα, αντιλαμβανόμενος ότι υπάρχουν οι κατάλληλες ‘μεγάλες’ λέξεις για να αντικαταστήσουν τις περιφράσεις μου. Πέρασε αρκετός καιρός, χρόνια, για να αρχίσω να υποψιάζομαι ότι υπάρχει μια ομίχλη γύρω από αυτές τις λέξεις που συσκοτίζει αντί να διαυγάζει το περιεχόμενό τους. Με άλλα λόγια, η πολιτική τους πυκνότητα απέκτησε μια άγευστη ποιότητα.
Θα πρότεινα να είμαστε τριπλά φροντιστικοί με τις λέξεις αυτές. Μία φορά να είμαστε φροντιστικοί απέναντί τους, φειδωλοί με τη χρήση τους, δίνοντας την ευκαιρία να ειπωθούν δυο τρεις ή όσες κουβέντες παραπάνω αναλογούν στην περίσταση. Μια δεύτερη φορά να είμαστε φροντιστικοί απέναντι στις εαυτές μας, προκρίνοντας τις δυνατότητες επικοινωνίας και ανάλυσης που έχει η περίφραση, δίνοντας χώρο σε αντιφάσεις, πολλαπλές τομές, δυναμικές, διαδρομές, αμηχανίες παρά σε στιβαρές και υπερβολικά οριστικές κρίσεις. Μια τρίτη φορά να είμαστε φροντιστικοί απέναντι στις κοινότητες που ανήκουμε, φροντίζοντας τουλάχιστον να πλέουμε σε καθαρά νερά, μίλια μακριά από τα μολυσμένα χωρικά ύδατα προβληματικών καταστάσεων λόγω υπερβολικά εύκολης χρήσης των λέξεων αυτών – όπως η κουλτούρα του name-calling. Όσο κι αν μας δίνουν τη δύναμη να μιλάμε από ισχυρότερη θέση και πιο συμπυκνωμένα, ειδικά απέναντι στους αντιπάλους μας, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν εξ ολοκλήρου άλλες μεθόδους επικοινωνίας μεταξύ μας – στις οποίες περιλαμβάνεται και το να μιλάμε, βάζοντας προσωρινά στην άκρη τον φόβο μήπως εκφραζόμαστε με ασάφεια, με αντιφάσεις, ελλιπώς ή ακόμη προσβλητικά ή προκαλούντες αμηχανία. Για να το πω διαφορετικά, η φτώχεια πίσω από τις δυνατότητες επικοινωνίας μέσα από τις ‘μεγάλες’ λέξεις διαγράφεται πολύ καθαρά σε πολιτικά κείμενα που έχουν μια generic ποιότητα αντί για μια οξύτητα στην παρατήρηση και στο λόγο.
Μερικές φορές οι ‘μεγάλες’ λέξεις είναι οι ‘μικρές’. Κάποτε είπα: “Θέλω να ζήσω ελεύθερος” και μου αντιγύρισαν λέγοντας – ίσως ειρωνικά ενώπιον μιας ενδεχόμενης αφέλειας – “τι θα πει ‘ελεύθερος’;”. Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση και θα έλεγα ότι είναι μια από τις κεντρικές “ερωτήσεις μας”, τις ερωτήσεις όλων μας, πέρα κι από το κουήρ και το έμφυλο. (Και γιατί να μη βάλω εδώ και ένα ερωτηματικό στο τι σημαίνει “θέλω να ζήσω”, δεδομένου του πόσο λιγοστά ικανοποιητικό ή αυτονόητο είναι ότι επιβιώνω ή διατηρούμαι ‘ζωντανός’ — λόγω του ψυχικού πόνου). Θα μου άρεσε λοιπόν μια συζήτηση για τα περιεχόμενα και τις μορφές της ελευθερίας για εμάς (άλλωστε κι ο Milton Friedman “Καπιταλισμός και Ελευθερία” ονόμασε το βιβλίο του), αλλά για κάποιο λόγο μια τέτοια συζήτηση δεν φαίνεται να είναι επίκαιρη σε μια έμφυλη συνέλευση.
Ίσως είναι καιρός για μια παύση, για έναν αναστοχασμό στο ποιες είμαστε, πού το πάμε και τι εργαλεία επιλέγουμε να χειριζόμαστε.