Ένας πάνκης μου έκανε πρόσφατα δώρο αυτή την κασέτα που είναι ακριβής ρέπλικα, μαζί με το φωτοτυπημένο ένθετο, της κασέτας ΜΙ-ΑΣΜΑ που είχα τότε που ήμουν μικρός αλλά πλέον έχω χάσει. Και πού να την ακούσω άλλωστε, την τωρινή ή και την ορίτζιναλ, δεν υπάρχουν πια κασετόφωνα. Και μαζί με τα κασετόφωνα δεν υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που κάποτε υπήρχαν.
Θα σας πω, για παράδειγμα, μια παράξενη ιστορία.
Όταν ήμουν 20, πριν 22 χρόνια δηλαδή, είχα έναν γκόμενο αρκετά πιο μεγάλο από εμένα, φοβερό, σέξυ και πιο συνειδητοποιημένο σε πολλά πράγματα. Με τραβούσε στα Πανεπιστήμια για να φιλιόμαστε μπροστά στον κόσμο “γιατί έτσι πρέπει”, με έμαθε να του πιάνω το χέρι και να αγκαλιαζόμαστε δημόσια – κι ας μην ήταν απαραίτητο. Και άλλα πολλά.
Είχε όμως κι ένα μειονέκτημα κι αυτό δεν ήταν άλλο από ένα ξασπρισμένο τζην που πάνω του, σε διάφορα άκυρα σημεία, ήταν ραμμένα διάφορα πολύχρωμα μικρά κουρελάκια σε μέγεθος γραμματόσημου. Κάθε φορά που το έβαζε εγώ σκεφτόμουνα “πανέτοιμος για το ταχυδρομείο λοιπόν” ή κάτι τέτοιο και με ενοχλούσαν τόσο πολύ αυτά τα σαχλά κουρελάκια (που δεν ανήκαν σε κανένα ρεύμα της μόδας ώστε να δικαιολογείται η ύπαρξή τους) που μετά από έξι μήνες δεν κρατήθηκα άλλο και σχολίασα φωναχτά πλέον το παντελόνι που φορούσε. Με κοίταξε σαν να με ζύγιζε, σαν να τσέκαρε αν άξιζα τον κόπο και μου είπε την ιστορία αυτού του παντελονιού.
Ένα βράδυ ο γκόμενός μου ήταν με τον φίλο του τον Θ. στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού για να κάνουν βόλτες και άμα τύχει κάτι καλό να το πάρουν. Και το κάτι καλό ήρθε αναπάντεχα: τους πλεύρισε ένα αυτοκίνητο με δύο τσόλια και με τα πολλά κάλεσαν τον γκόμενό μου να μπει μέσα. Ο Θ. ήταν κάθετος ότι αυτό δεν πρέπει να συμβεί – λίγο η ζήλια, λίγο ο άγραφος κανόνας ότι δεν μπαίνουμε σε αυτοκίνητα με πάνω από ένα άτομο – άρχισε να φωνάζει να μην μπει. Οι νόμοι της γκάβλας, όμως, άλλα προστάζουν κι έτσι ο γκόμενος μου μπήκε μέσα κι αρχίσανε να οδηγάνε. Πηγαίνανε προς τα δυτικά, πηγαίνανε, πηγαίνανε, περάσανε οποιοδήποτε κοντινό σημείο θα μπορούσε να θεωρηθεί καλή καβάντζα, και κάπου σε κάτι ερημιές, μακριά από καθετί κατοικημένο, σε μια αλάνα κοντά στη λαχαναγορά σταματήσανε και τον έβγαλαν έξω. Δεν θυμάμαι να μου είπε αν την περίμενε τελικά την πρώτη κλοτσιά που έφαγε. Πρέπει να ξαφνιάστηκε, όμως, από το επίπεδο της βίας. Επί δέκα λεπτά τον είχαν χάμω και τον κλοτσούσαν αλύπητα. Και μόνον όταν κατάλαβε ότι ίσως αυτά είναι τα τελευταία λεπτά της ζωής του, ότι πρέπει να συμβιβαστεί με τη βεβαιότητα ότι οσονούπω πεθαίνει, νίκησε το ένστικτο και κατάφερε να αρχίσει να φωνάζει “βοήθεια, βοήθεια”. Ασφαλώς δεν υπήρχε κανείς γύρω να ακούσει τις φωνές του, πόσο μάλλον να τρέξει να βοηθήσει. Κι όμως, οι κραυγές του είχαν αποτέλεσμα: αντί να τον αποτελειώσουν, τα τσόλια τον παράτησαν πεσμένο χάμω, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν.
Μετά από ώρα κατάφερε να σηκωθεί κι αυτός και, μιας και το σπίτι του απείχε μόνο μερικά χιλιόμετρα από την περιοχή που τον εγκατέλειψαν, άρχισε να περπατά προς τα εκεί. Όταν έφτασε στην προσφυγική μονοκατοικία όπου έμενε, περιποιήθηκε τα τραύματά του (το μάτι πήγαινε για γερό πρήξιμο) και έβγαλε τα ρούχα και το παντελόνι. Το τελευταίο είχε δεχτεί τόσο σύρσιμο και κλωτσιά που το χοντρό τζιν είχε μικρά σκισίματα σε διάφορα σημεία εξ ου και τα πολύχρωμα κουρελάκια που τόσο με ενοχλούσαν και στην πραγματικότητα κάλυπταν τη φθορά του παντελονιού.
Μου άρεσε να σκέφτομαι ότι φοράει μια σημαία, μια γκέι, χειροποίητη, απ’ τα κόκαλα βγαλμένη σημαία. Αλλά σε αντίθεση με το σημερινό rainbow flag που ακολουθεί με περηφάνεια και ασφάλεια τη διαδρομή που του έχει οριστεί μία φορά τον χρόνο, η δική του σημαία ακολούθησε, αναπόφευκτα, άλλες, μη εγκεκριμένες διαδρομές. Κι έτσι, όταν πια το μάτι είχε ξεπρηστεί και ήταν και πάλι ευπαρουσίαστος, πάλι σε κάποιο πάρκο κατέβηκε, πάλι κάποιους φίλους βρήκε σε ένα παγκάκι και μιλούσαν και πάλι, με καθόλου μεγάλη έκπληξη, στο διπλανό παγκάκι μια αδερφή τα έλεγε με τους προχθεσινούς δήμιούς του. Πλησίασε με σφιγμένες τις γροθιές, έτοιμος να ζητήσει λογαριασμό, στο κάτω κάτω τόσος κόσμος ήταν τριγύρω. Αλλά οι δήμιοι ήταν απτόητοι, τον κοιτάξανε, τον ρώτησαν καγχάζοντας και με νόημα αν τραβά κανα ζόρι, και τον απώθησαν δίχως καν να τον αγγίξουν.
Τη δεκαετία του ’90 δεν υπήρχε η λέξη “ομοφοβία” στα ελληνικά. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βρεις περιφράσεις για να περιγράψεις τι συνέβαινε και ποιοι ήταν οι δράστες μιας επίθεσης κατά ομοφυλόφιλων. Στη δεκαετία του ’90 ο καιρός ήταν άστατος, μα αν ήταν να βρέξει καλοκαιριάτικα – τι να κάνουμε – θα βρέξει. Κι έτσι, σαν απανωτά μπουρίνια δεχτήκαμε τους απανωτούς φόνους στη Θεσσαλονίκη εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του ’96, που δεν ήταν ένας ή δύο αλλά πέντε. Ο τελευταίος είχε σαν σκηνικό το πάρκο της πλατείας Αριστοτέλους, εκεί όπου το θύμα γνώρισε τους εραστές του, οι οποίοι αποδείχτηκαν και δήμιοι: τον φόνευσαν σπίτι του, εκεί κοντά, με απανωτές μαχαιριές.
Ξαναγυρνώντας λοιπόν στην κασέτα, θυμάμαι που άκουγα το τραγούδι “Μεθυσμένοι” πριν βγω κι εγώ στα πάρκα, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα του σπιτιού ακριβώς την ώρα που φώναζε το μεγάφωνο “βάρα λοιπόν το κεφάλι σου στον τοίχο / μέχρι να σπάσουν τ’ αυτιά σου απ’ τον ήχο”. Και μαζί με τα πάρκα, τα σκηνικά σε αυτά, την κασέτα, θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι και πολλά άλλα πράγματα μεγάλα και μικρά – ευχάριστα τα περισσότερα, αλλά δεν θα σας τα πω τώρα – αλλά πιο πολύ θυμάμαι ότι έχω ζήσει, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, ακριβώς τη μισή μου ζωή και λίγο παραπάνω, κι ότι ο χρόνος που μου μένει είναι λιγότερος από τον χρόνο που κατανάλωσα. Και σκέφτομαι ότι τα πάρκα, η κασέτα των ΜΙ-ΑΣΜΑ, οι περιπέτειες, το φοβερό βλέμμα γεμάτο ένταση και αγωνία, ανήκουν σε μια άλλη εποχή, μια εποχή που μπορεί να επιβιώνει μέσα στο δικό μου κεφάλι ή στο κεφάλι του συνομήλικου κουήρ πάνκη που μου έκανε δώρο την κασέτα ή στα κεφάλια αλλονών, αλλά δεν υπάρχει πλέον “εκεί έξω”. Εκείνη η εποχή προσέδιδε μια τριβή με την πραγματικότητα διαφορετική απ’ ό,τι σήμερα, υπήρχε μια “σοφία” στην ψυχή διόλου ανόητη ή αφελής ή επιτηδευμένη αλλά μάλλον ήταν σαν γλυμμένος από τη θάλασσα βράχος – διαμορφωμένος από την καθημερινή επαφή με το άλλο, το διαφορετικό, το παράξενο, το απροσδιόριστο και το επικίνδυνο.
Επόμενο ήταν και οι κηδείες, τα ξόδια ή τα μνημόσυνα να είναι διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα. Ο ξαφνικός θάνατος ή ο εξαθλιωμένος θάνατος από τα γηρατειά ήταν μέσα στο παιχνίδι, ήταν το τίμημα έγκυρων και συνειδητών επιλογών ζωής των πούστηδων, κι ο χαμός τους ήταν σχεδόν πάντα μοναχικός και σιωπηλός, σχεδόν πάντα ξαφνικός – αλλά όλα ξαφνικά ήταν στη ζωή οπότε δεν σου έκανε εντύπωση. Ω, σίγουρα υπάρχουν κι οι απίθανες, τρελές περιπέτειες μέσα σε όλα αυτά αλλά όχι εις πείσμα όλων αυτών. Αλλά αυτές είναι δουλειά άλλων να τις καταγράψουν, να τις αφηγηθούν, να τις διασώσουν.
Είναι παράξενο, η ζωή μου στα πάρκα ξεκίνησε πηγαίνοντας σε εκείνο ακριβώς το μέρος κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου η μια τρανς, η Αλόμα, είχε πετάξει μια πέτρα ή ένα τούβλο σε έναν μπάτσο. Κι εγώ ήμουν τόσο χαϊβάνι που είχα πάρει τα πόδια μου, είχα πάει κι είχα στηθεί καταμεσίς στην πιάτσα από τις τρανς. Με κοίταζαν έντονα, σκύβοντας και σχηματίζοντας ορθή γωνία με το σώμα τους και μου έλεγαν νοερά δυο πράγματα: φύγε από εδώ, τώρα, κινδυνεύεις, και είναι στο ξεκίνημά του το νεαρό αγόρι. Και με μια άλλη τρανς τελειώνει η αποψινή βραδιά μου, μια τρανς που τελειώνει κι αυτή, μια τρανς που δεν έχει πνευμόνια πια από το κάπνισμα και η ζωή της έγινε ντοκιμαντέρ και θα γίνει και ταινία. Δεν ξέρω τι θα λέει η ταινία, είναι πάντως σκηνοθετικά και σεναριακά σε χέρια που εκτιμώ. Αυτό που θα ήθελα να πω εγώ, είναι ότι σήμερα ακούγονται πολλά συνθήματα και βγαίνουν πολλά πολιτικά κείμενα. Λείπουν, όμως, οι σοφοί βράχοι που, μετά από 37 μαχαιριές, αποχαιρετούν τον φίλο τους που έπεσε με ένα ποίημα. Είναι ένα ποίημα για τον πέμπτο, αλλά όχι τελευταίο, φονευθέντα του 1996.
Ληστεία μετά φόνου
Εις ανάμνηση του Π.Π. που φονεύτηκε
την 13η/8/96 εν Θεσσαλονίκη
Θάνατο θέλω τραγικό
να ξεπληρώσω ψέματα,
του κόσμου τ’ αναθέματα,
μ΄ένα λυγμό.
Τώρα που η αγάπη μου
πουλιέται κι αγοράζεται,
όλοι εσείς που με δικάζετε
πάρτε το δάκρυ μου.
Στην αγορά κι ο Θάνατος
μαχαίρι του Έρωτος,
λύτρο του αίματος,
μόνος κι αθάνατος.
Μόνος ήρθα κι έφυγα·
φίλου, γνωστούς, γονείς αρνήθηκα
κι, άμα με γύρεψε κανείς,
πείτε του: πέθανα…
Φώτης και Νίκος
Εφημερίδα “Ο πόθος”, Νοέμβριος 1996