Το Αναταραχή Φύλου της Judith Butler είναι μια λαμπρή προσπάθεια να χωρέσουν κάποιες από τις ριζοσπαστικές απόψεις της σκέψης της Wittig εντός ενός εφαρμόσιμου πολιτικού προγράμματος. Απηχώντας τη Wittig, η Butler ρωτά: “Σε ποιο βαθμό η κατηγορία των γυναικών επιτυγχάνει σταθερότητα και συνοχή μόνο στο γενικό πλαίσιο της ετεροφυλοφιλικής μήτρας;” Αναγνωρίζοντας τη σημασία του πώς σκεφτόμαστε για το σώμα ώστε να υπάρξει οποιαδήποτε επιτυχής αντίσταση στην ανάθεση των έμφυλων ταυτοτήτων, η Butler παραθέτει φεμινιστικές κριτικούς από το πεδίο της μοριακής βιολογίας των οποίων η δουλειά προτείνει ότι “έμφυλα νοήματα πλαισιώνουν την υπόθεση και τα επιχειρήματα εκείνων των βιοϊατρικών ερευνών που επιζητούν να καθιερώσουν το ‘[βιολογικό] φύλο’ για εμάς καθώς είναι πρότερο των πολιτισμικών σημασιών που αποκτά.” Αν ακόμα και το τετριμμένο γεγονός της ανάθεσης φύλου ποτέ δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από πολιτισμικές ορίζουσες, τότε έχουμε δίκιο να σκεπτόμαστε ξανά τους τρόπους με τους οποίους τα σώματά μας είναι πολιτισμικά χαρτογραφημένα, και πιο συγκεκριμένα πώς ορίζονται τα όριά τους. Η περιγραφή των σωμάτων με όρους δυαδικού φύλου εξαρτάται από “την πολιτισμική συζήτηση που θεωρεί ότι τα εξωτερικά γεννητικά όργανα είναι βέβαια σημάδια του φύλου”, μια συζήτηση που η ίδια υπηρετεί “την κοινωνική οργάνωση της σεξουαλικής αναπαραγωγής μέσα από την κατασκευή καθαρών και κατηγορηματικών ταυτοτήτων και θέσεων βιολογικά έμφυλων σωμάτων σε σχέση του ενός με το άλλο.” Παραθέτοντας το επιχείρημα της Mary Douglas στο Καθαρότητα και Κίνδυνος ότι “το σώμα είναι ένα μοντέλο που μπορεί να πάρει τη θέση οποιουδήποτε ορισμένου συστήματος” και ότι “τα όρια μπορούν να αναπαριστούν οποιαδήποτε όρια τα οποία απειλούνται ή είναι επισφαλή”, η Butler τονίζει τους κινδύνους για το κοινωνικό σύστημα από τα “διαπερατά σωματικά όρια”. Το ομοφυλοφιλικό σεξ – ιδιαίτερα το πρωκτικό σεξ μεταξύ ανδρών – είναι μια απειλητική “παραβίαση ορίου”, ένας τόπος κινδύνου και μόλυνσης για το κοινωνικό σύστημα που αναπαρίσταται συνεκδοχικά από το σώμα.
Κάθε δραστηριότητα ή συνθήκη που εκθέτει την διαπερατότητα των σωματικών ορίων θα εκθέσει παράλληλα την τεχνητή φύση των σεξουαλικών διαφορών όπως αξιώνονται εντός της ετεροφυλοφιλικής μήτρας. Όλα αυτά είναι συνεπή με την υποτίμηση της διαφοράς από τη Wittig και το ενδιαφέρον της να “εκραγεί” το ετεροφυλόφιλα έμφυλο σώμα ώστε να πειραματιστεί με νέους τρόπους του να είναι σώμα και, συνακόλουθα, με νέες πολιτισμικές επιταγές. Η Butler διαχωρίζει την εαυτή της από τη Wittig στην αναγνώρισή της ότι το λεσβιακό (και γκέι ανδρικό;) σώμα δεν μπορεί να κατασκευαστεί ολοκληρωτικά έξω από την ετεροφυλοφιλία που θα ανέτρεπε. Επιμένοντας σε μια ανατρεπτική “επανασηματοδότηση” της ετεροφυλοφιλίας παρά την “πέρα ως πέρα αντικατάστασή της”, η Butler επανατοποθετεί την ίδια την ομοφυλοφιλία εντός του πεδίου των πολιτισμικών πολιτικών. Έτσι, κοιτάζει ευνοϊκά εκείνους τους γκέι και λεσβιακούς λόγους στους οποίους όροι όπως queens, bitches, femmes, girls, dyke queer και fag είναι προεξέχοντες, εφόσον ουσιαστικά ανακατανέμουν και αποσταθεροποιούν τις υποτιμητικές κατηγορίες της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας.
Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα ανατρεπτικής οικειοποίησης και παρωδιστικής ανακατανομής των στιλ και λόγων της κυρίαρχης κουλτούρας, το drag αποκτά μια εξαιρετική αξία. Στην επιτέλεση μιας αποσυσχέτισης “όχι μόνο μεταξύ βιολογικού φύλου και επιτέλεσης, αλλά βιολογικού και κοινωνικού φύλου, και κοινωνικού φύλου και επιτέλεσης”, το drag πιθανώς αποκαλύπτει το αρχικό έμφυλο σώμα ως επιτελεστικό το ίδιο. “Κατά τη μίμηση του κοινωνικού φύλου, το drag έμμεσα αποκαλύπτει τη μιμητική δομή του ίδιου του φύλου – καθώς επίσης και τo ενδεχόμενό του” (Υπογραμμισμένο από την Butler). Μας προσκαλεί να ελευθερώσουμε την μετέπειτα εμπειρία του φύλου από όσα θα μπορούσαμε να έχουμε σκεφτεί, μέχρι τη στιγμή του απελευθερωτικού μηνύματος του drag, ως μια αμετάβλητη πρωτεύουσα ταυτοποίηση του φύλου. Το Αναταραχή Φύλου, το drag εμφανίζεται να ικανοποιεί τα κριτήρια για μια βιώσιμη πολιτική αντίστασης, μιας αντίστασης που η Butler τοποθετεί αντίθετα στον ιδεαλισμό του επαναστατικού λεσβιακού σώματος της Wittig: “η κανονιστική εστίαση για την γκέι και λεσβιακή πρακτική θα έπρεπε να είναι στην ανατρεπτική και παρωδιστική ανακατανομή της εξουσίας αντί για την αδύνατη φαντασίωση της καθ’ ολοκληρίαν υπέρβασής της”.
Αλλά πόσο ανατρεπτική είναι η παρωδία; Το επιχείρημα της Butler ενάντια σε κατηγορηματικές έμφυλες ταυτότητες είναι το ισχυρότερο όταν βλεπεται ως μια στρατηγική απάντηση στην κοινωνική έμφαση σε τέτοιες ταυτότητες και στον τρόμο της παραβίασης σωματικών ορίων. Ως μια επίθεση σε οποιαδήποτε συναφή ταυτότητα, αποκλείει τη δυνατότητα μιας γκέι ή λεσβιακής ειδικότητας (διαγράφοντας στην πορεία τον ίδιο τον επιστημονικό κλάδο – γκέι και λεσβιακές σπουδές – εντός του οποίου γίνεται η επίθεση): η αντίσταση στην ετεροφυλοφιλική μήτρα μειώνεται σε λίγο ή πολύ άτακτες μιμήσεις αυτής της μήτρας. Στη χειρότερη περίπτωση, η έμφαση στην παρωδία στο Αναταραχή Φύλου έχει το αποτέλεσμα να υπερτονίζει το ανατρεπτικό δυναμικό μιας απλώς άσκοπης συμπεριφοράς. Η Butler βρίσκει πως όταν οι γκέι ιδιοκτήτες ενός συνοικιακού εστιατορίου, έχοντας φύγει για διακοπές, βάζουν μια πινακίδα που λέει “[Το κορίτσι] παραδούλεψε και χρειάζεται ξεκούραση” τότε πολλαπλασιάζουν “τους δυνατούς τόπους εφαρμογής” του θηλυκού, αποκαλύπτοντας την “αυθαίρετη σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου” και αποσταθεροποιούν και κινητοποιούν την επιγραφή. Βαριές λέξεις για κάποια ανόητη και οικεία campiness. Επιπλέον, οι πολιτικές της παρωδίας αναγκαστικά υποτιμούν τα στοιχεία του ανήκειν και του σεβασμού στις επιδείξεις παρωδίας. Η leather queen και το “γκέι ανδρικό μάτσο σώμα” του D.A. Miller παρωδούν ελαφρώς εις βάρος των ιδίων: αν το αποτέλεσμά τους είναι να παρωδήσουν αυτό που λατρεύουν, πρόκειται, για την πρώτη περίπτωση, που ο σκληρός γκέι στα leather είναι μια queen (μια ακούσια παρωδία του “the real thing”, το οποίο λατρεύει) και, στη δεύτερη περίπτωση, διότι η ερωτική επιθυμία οφείλει να περιπλέξει την επίδειξη μυών με ένα μήνυμα ότι είναι αξιογάμητος.
Τότε, επίσης, οι παρωδιστικές προθέσεις των drag queens που καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ της Jennie Livingston για τους drag χορούς στο Χάρλεμ, το Paris Is Burning, βρισκόταν στο νου όλων των ακαδημαϊκών αναλυτών της μεσαίας τάξης. Οι drag queens σίγουρα επανανοηματοδότησαν την κυρίαρχη κουλτούρα, αλλά με τρόπους που μόνο να ενισχύσουν μπορούσαν τη κυριαρχία αυτής της κουλτούρας. Οι αγαπημένες και πιστές “οικογένειες” που συνέστησαν μπορούσαν, φαντάζομαι, να γίνουν αντιληπτές ως μια έμμεση κριτική για τη συχνή έλλειψη αγάπης και πίστης στην ετεροφυλοφιλικά θεσμοθετημένη οικογένεια, αλλά παραμένουν φόροι τιμής στο ετεροφυλοφιλικό ιδανικό της ίδιας της οικογένειας. Και ακόμα κι αυτή η κριτική δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την αθέλητη παρενέργεια αυτού που εννοούταν να είναι μια προσωρινή θέση. Το νόημα για τις drag queens είναι να βγουν από την drag οικογένεια και να γίνουν επιτυχίες στον πραγματικό (στρέητ) κόσμο της μόδας και της διασκέδασης (όπως έκανε ο Willi Ninja). Για εκείνους που δεν θα κάνουν αυτή την κίνηση, η ένδεια κι ακόμα και ο θάνατος (όπως στην περίπτωση της Venus Xtravaganza) μπορούν να ληφθούν υπόψη ότι θα διαλύσουν τις οικογενειακές οικειότητες. Η επανανοηματοδότηση της ετεροφυλόφιλης εξουσίας στο Paris Is Burning είναι στην πραγματικότητα ένας φόρος τιμής σε αυτή την εξουσία. Δείχνει πόσο αποτελεσματικά η αμερικάνικη κοινωνία μπορεί να εξουδετερώσει τα περιθώριά της: στην αξιολύπητα μικροσκοπική προσοχής τους στα στιλ μιας εξουσίας από την οποία έχουν μόνιμα αποκλειστεί, οι καταπιεσμένοι δεν επιτελούν τίποτα πιο ανατρεπτικό από τη δική τους υποταγή στην πλύση εγκεφάλου, απομονωμένοι με ασφάλεια και, αν χρειαστεί, ετοιμασμένοι για εξολόθρευση.
Το Paris Is Burning μας θυμίζει ότι το drag δεν είναι πάντα πλάκα και παιχνίδια ή η δήλωση μόδας εκείνων των μεσοαστών γκέι αντρών που φοράνε φούστες όταν βγαίνουν για δείπνο. Η ιστορική και ιδεολογική κριτική της ταυτότητας σίγουρα αξίζει να εμπνεύσει περισσότερα από ένα γούστο για το crossdressing. Για να είμαι δίκαιος στην Butler, θα έπρεπε να πω εδώ ότι υπάρχει λιγότερη έμφαση στην παρωδία σε πιο πρόσφατα έργα της από ότι στο Αναταραχή Φύλου. Έχει κάνει πίσω από τις επιπτώσεις σε αυτό το βιβλίο (χειροκροτούμενη ή επιτεθόμενη αναλόγως από τους αναγνώστες της) ότι μπορούμε να βγούμε επιτελεστικά εκτός του φύλου. “Γιατί η σεξουαλικότητα”, επιχειρηματολογεί τώρα, “δεν μπορεί να συνοπτικά να φτιαχτεί ή να διαλυθεί”. Απορρίπτοντας μια “βολονταριστική” αφήγηση του φύλου, γράφει: “Η παρανόηση για την έμφυλη επιτελεστικότητα είναι η εξής: ότι το φύλο είναι επιλογή, ή ότι το φύλο είναι ρόλος, ή ότι το φύλο είναι μια κατασκευή που φορά κανείς, όπως βάζει κανείς τα ρούχα το πρωί, ότι υπάρχει ο ‘κάποιος’ που είναι πρότερος σε αυτό το φύλο, ο κάποιος που πάει στη ντουλάπα του φύλου και αποφασίζει με περίσκεψη ποιο φύλο θα είναι σήμερα”. Αυτή η παρανόηση ακούγεται σαν μια εξοργισμένη παρωδία του Αναταραχή Φύλου, πράγμα που είναι κατανοητό δεδομένων των ενθουσιωδών απλοποιήσεων αυτού του δύσκολου και συχνά αφηρημένου έργου από αντι-ταυτοτικούς ακτιβιστές.
Είναι παρόλα αυτά σημαντικό που η Butler τώρα δίνει έμφαση στους περιορισμούς της επιτελεστικότητας. Το Paris Is Burning, για παράδειγμα “θέτει ένα ερώτημα αν η παρωδία των κυρίαρχων κανονικοτήτων είναι αρκετή για να τις εκτοπίσει. Πράγματι, αν η αποφυσικοποίηση του φύλου δεν μπορεί να είναι το ίδιο το όχημα για μια επανασταθεροποίηση των ηγεμονικών κανονικοτήτων.” Το drag είναι τώρα, “στην καλύτερη περίπτωση”, “ένας τόπος μιας ορισμένης αμφιθυμίας”, παρόλο που παραμένει “ανατρεπτικό στο βαθμό που στοχάζεται στην μιμητική δομή με την οποία το ηγεμονικό φύλο παράγεται το ίδιο και αμφισβητεί τις αξιώσεις της ετεροφυλοφιλίας στην φυσικότητα και την αυθεντικότητα.” Η οικειοποίηση ηγεμονικών κανονικοτήτων εν μέρει τις ανατρέπει και εν μέρει τις εξιδανικεύει ξανά.
Αυτές οι γνωστικές επιφυλάξεις, όμως, αποκαλύπτουν πόσο εξαρτώμενη από τις κανονικότητες ήταν ακόμα και η ουτοπική ανατροπή της Αναταραχής Φύλου, μιας και η πρακτική της επαναοικειοποίησης και η αποπειρούμενη επανανοηματοδότηση μέλλουν να αποκαλύψουν την εξουσία των κανονικοτήτων – μια εξουσία ιστορικά κατοχυρωμένη από τους πολυάριθμους φορείς και δίκτυα στα οποία είναι ενθυλακωμένη – να αντιστέκονται στην επανανοηματοδότηση. Ακριβέστερα, η επανανοηματοδότηση δεν μπορεί να καταστρέψει. Απλά παρουσιάζει στην κυρίαρχη κουλτούρα θεάματα πολιτικά αδύναμης έλλειψης σεβασμού. Είναι αυτό πραγματικά ανατρεπτικό, και, πιο θεμελιωδώς, τι σημαίνει ανατρεπτικός; Η ανατροπή, ακόμα ένας κεντρικός όρος στη σκέψη της Butler, σημαίνει πρώτα από όλα, σύμφωνα με το λεξικό, την ανατροπή ενός συστήματος, αλλά στον τρέχοντα ακαδημαϊκό πολιτικό λόγο δείχνει να σημαίνει κάτι πολύ ασθενέστερο από αυτό, αναφερόμενη σε συμπεριφορά που υποσκάπτει γενικά αποδεκτές αρχές. Είναι, σε κάθε περίπτωση, άκρως αμφίβολο ότι η επανανοηματοδότηση, η ανασύνταξη ή η υπερβολική μίμηση, θα μπορέσουν ποτέ να ανατρέψουν κάτι. Αυτές οι μιμητικές δραστηριότητες είναι υπερβολικά συνυφασμένες με τις κανονικότητες που ακολουθούν. Για όσο καιρό τα σημάδια της ανατροπής θα παρέχονται από τα αντικείμενα που πρόκειται να ανατραπούν, η επαναοικειοποίηση μπορεί να καθυστερήσει αλλά είναι αναπόφευκτη: επαναοικειοποίηση και εξιδανίκευση ξανά. Η Butler αρκετά συγκινητικά βλέπει στην συγγένεια στους διάφορους “οίκους” στους οποίους ανήκουν οι drag queens από το Paris Is Burning ένα μάθημα για όλους από εμάς που ζούμε έξω από την ετεροφυλόφιλη οικογένεια. Παρόλο που έχει πει ότι δεν νομίζει ότι εκείνες οι σχέσεις απλά παρέχουν μια νέα και καλύτερη εκδοχή της οικογένειας, οι περιγραφές της από τα σπίτια – ως μητρικά, που ανατρέφουν, φροντίζουν, διδάσκουν, δίνουν καταφύγιο, που καθιστούν κάποιον ικανό – είναι πάνω κάτω ένας κατάλογος των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών.
Αυτοί οι άνδρες φροντίζουν “μητρικά” ο ένας τον άλλον, “στεγάζουν” ο ένας τον άλλον, “αναθρέφουν” ο ένας τον άλλον, και η επανανοηματοδήτηση της οικογένειας μέσα από αυτούς τους όρους δεν είναι μια μάταιη ή άχρηστη μίμηση, αλλά το κοινωνικό και συλλογιστικό χτίσιμο μιας κοινότητας, μιας κοινότητας που επιδένει, φροντίζει και διδάσκει, που δίνει στέγη και σε καθιστά ικανό. Αυτό είναι το δίχως άλλο μια πολιτισμική επανεπεξεργασία της συγγένειας που οποιοσδήποτε εκτός του προνομίου της ετεροφυλοφιλικής οικογένειας (κι εκείνων μέσα σε εκείνα τα “προνόμια” που υποφέρουν εκεί) χρειάζεται να δει, να ξέρει, και να μάθει από αυτή, μια εργασία που δεν καθιστά κανέναν από εμάς που είμαστε εκτός της ετεροφυλοφιλικής οικογένειας να είναι απόλυτος παρίας σε αυτήν την ταινία. Έχεi σημασία ότι είναι στην επεξεργασία της συγγένειας που σφυρηλατείται μέσα από επανανοηματοδότηση των ίδιων όρων που επηρεάζουν τον αποκλεισμό μας και την ταπείνωσή μας που μια τέτοια επανανοηματοδότηση δημιουργεί το συλλογιστικό και κοινωνικό χώρο για κοινότητα, τον οποίο βλέπουμε ως μια οικειοποίηση των όρων της κυριαρχίας που τους στρέφει προς ένα μέλλον με περισσότερες δυνατότητες.
Επιπλέον οι οίκοι συντηρούν τα μέλη τους “σε πείσμα της εκτόπισης, φτώχειας, έλλειψης στέγης”. Αλλά οι δομές που συντηρούν αυτά τα κακά φαινόμενα με κανένα τρόπο δεν απειλούνται ή ανατρέπονται. Εδώ η επανανοηματοδότηση είναι ελάχιστα περισσότερα από μια παρηγορητική κοινότητα θυμάτων.
Leo Bersani, “Homos”, Κεφ. 2 – “The Gay Absence”