queer
comment 1

Πώς να είστε γκέι (1)

Ο Will Fellows θέτει ένα αντίστοιχο ζήτημα στην αρχή του δικού του βιβλίου για την ανδρική ομοφυλοφιλία ως πολιτισμική πρακτική. Στο A Passion to Preserve: Gay Men as Keepers of Culture, ο Fellows ερευνά τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν παίξει οι γκέι άντρες στην ιστορική συντήρηση, στην αρχιτεκτονική αποκατάσταση και σε διάφορες αρχαιόφιλες ενασχολήσεις. “Στην αρχή, με ενοχλούσε αυτή η έντονη τάση, μη τυπική σε σχέση με το φύλο” στην γκέι ανδρική συμπεριφορά, παραδέχεται. “Φαντάζομαι ότι έβλεπα την προφανώς δυσανάλογη παρουσία των γκέι ανδρών στην ιστορική συντήρηση ως το υλικό των στερεοτύπων. Και έτσι απέτυχα να το λάβω σοβαρά υπόψη”. Ο Fellows ρίχνει το φταίξιμο στην αρχική, ενστικτώδη άρνησή του να δει οτιδήποτε άξιο λόγου σε αυτό το μοτίβο πολιτισμικής πρακτικής μεταξύ γκέι ανδρών στο

οι παλιοί φρόντιζαν οι γκέι άντρες να μην είναι διαφορετικοί από τους στρέητ άντρες εκτός από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Αυτή η αντίληψη αναπτύχθηκε ως πολιτισμικό αξίωμα του κινήματος των γκέι δικαιωμάτων από τη δεκαετία του 1970… αν έξω από τις σεξουαλικές ζωές μας εμείς οι γκέι είμαστε ακριβώς όπως οι στρέητ, τότε πρέπει να είναι μόνο μια στερεοτυπική ψευδαίσθηση ότι οι γκέι άντρες ελκύονται υπέρμετρα στο να είναι αναστηλωτές σπιτιών and αρχαιόφιλοι – ή σχεδιαστές εσωτερικών χώρων, ανθοπώλες, κομμωτές, σχεδιαστές μόδας, και ούτως καθεξής. Τώρα μου είναι ξεκάθαρο ότι οι γκέι άντρες ελκύονται ασυνήθιστα σε αυτά τα είδη εργασίας. Αντί να αποπέμπω αυτές τις πραγματικότητες ως υλικό για στερεότυπα, τις βλέπω ως υλικό για αρχέτυπα, σημαντικές αλήθειες που αξίζουν εξερεύνηση.

Μιλώντας για αρχέτυπα και ουσιαστικές γκέι διαφορές, ο Fellows πηγαίνει πιο πέρα απ’ όσο θα πήγαινα εγώ. Προσπαθώ να κάνω διάκριση της άποψής μου από τη δική του στο κεφάλαιο 15 αυτού του βιβλίου. Αλλά σίγουρα έχει δίκιο όταν σημειώνει το διηνεκές αμυντικό αντανακλαστικό που αμέσως πυροδοτεί τη σήμερον ημέρα οποιοσδήποτε υπαινιγμός ότι η “έμφυλη διαφορά” ή η “μη τυπική έμφυλα” συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι μέρος μιας γκέι ανδρικής ταυτότητας – ένα τρανσφοβικό αντανακλαστικό του οποίου τέλειο παράδειγμα είναι ο φίλος μας από την Annapolis. Ο Fellows γνωρίζει αυτή την διαδικασία απ’ έξω. Και την αναμένει και την αναπαράγει δίχως να κάνει λάθη: “’Είμαι ομοφυλόφιλος’, θα διαμαρτυρηθούν, ‘αλλά δεν είμαι θηλυπρεπής’”. Περισσότερο αμφιλεγόμενα, και περισσότερο με τρόπο που προκαλεί την περιέργεια, ο Fellows αντικρούει αυτούς τους ισχυρισμούς ισχυριζόμενος ότι η απλά αποτυχία να εμφανιστείς ως θηλυπρεπής δεν υποστηρίζει μια τέτοια αμυντική βεβαίωση εκ μέρους ενός γκέι άντρα, εφόσον η έμφυλη διαφορά “μπορεί να εκφράζεται περισσότερο εσωτερικά στα ενδιαφέροντά του, τις φυσικές κλίσεις, τις αξίες, τη συναισθηματική συγκρότηση και στον τρόπο επικοινωνίας”. Θα δούμε κάποιες εύγλωττες μαρτυρίες για αυτό το λόγο στις επόμενες σελίδες.

Σε αντίθεση με τον Fellows, δεν θεωρώ την έμφυλη διαφορά ως το κλειδί για την κατανόηση της γκέι ανδρικής υποκειμενικότητας. Αλλά το πρόγραμμα του μαθήματός μου και του βιβλίου αυτού συμφωνεί μαζί του σε βαθμό που εναντιώνεται στις ιστορικές τάσεις που είναι υπεύθυνες για να καθιστούν την γκέι ανδρική κουλτούρα μια μόνιμη πηγή αμηχανίας για τους γκέι άντρες – κι ότι το επιτυγχάνουν αυτό συγκροτώντας την γκέι κουλτούρα ως εγγενώς οπισθοδρομική, απαρχαιωμένη, μη αρρενωπή, μη σεξουαλική και επομένως μη αφομοιούμενη από τη σύγχρονη, κανονιστική γκέι ταυτότητα. Αυτές είναι οι ίδιες ιστορικές τάσεις που έχουν κάνει την άρνηση όλων ανεξαιρέτως των μη σεξουαλικών διαφορών μεταξύ γκέι και μη γκέι ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων διαφορών στην κουλτούρα ή το έμφυλο στιλ, ζήτημα πίστης στην ιδεολογία του γκέι κινήματος μετά το Stonewall. Μια τέτοια άρνηση βρίσκεται πίσω από την επιμονή ότι οι νεότεροι γκέι άντρες, υγιείς και ανέγγιχτοι από την ομοφοβία, δεν έχουν ανάγκη την γκέι ανδρική κουλτούρα – και σίγουρα καμία ανάγκη για μια γκέι ανδρική κουλτούρα που υπονοεί κάποιο είδος θηλυκής ταύτισης ή θηλυπρέπειας.

Μια παρόμοια άρνηση εμμένι, καθ’ έκπληξη, στην έκταση μεγάλου μέρους από τα γραπτά στο ακαδημαϊκό πεδίο της “queer theory”. Εκεί προσλαμβάνει τον προστατευτικό χρωματισμό μιας αξιωματικής αντίθεσης στην “ουσιοκρατία” – την επίμονη αλλά τελικά αστήρικτη πίστη ότι οι κοινωνικές ταυτότητες εδράζονται σε κάποια εγγενή ιδιότητα ή φύση ή ποιότητα κοινή σε όλα τα μέλη μιας ομάδας βασιζόμενης σε ταυτότητα. Η απόρριψη της ουσιοκρατίας δεν απέτρεψε τους αρχικούς ιδρυτές της queer theory να ρωτούν, “Τι επιζητούν οι queer;” ή να εξερευνούν τις ιδιαιτερότητες της γκέι κουλτούρας. Αλλά καθώς η queer theory γίνεται θερμοποιημένη, η κατανοητή διστακτικότητα να αποδεχτεί ουσιοκρατικές θεωρήσεις για τις λεσβίες και τους γκέι άντρες έχει σκληρυνθεί σε έναν αυτόματο αυτό-δικαιούμενο δογματισμό, μια διαισθητική παρόρμηση να υπερφαλλαγιστεί η απλούστερη αναγνώριση ή παραδοχή οποιουδήποτε πολιτιστικού μοτίβου ή πρακτικών που θα μπορούσαν να είναι χαρακτηριστικά ομοφυλόφιλα.

Ο Barry Adams, ένας κοινωνιολόγος και ένας από τους εφευρέτες των lesbian/gay/queer studies, έχει θέσει το ζήτημα ως ακολούθως.

Βρισκόμαστε τώρα σε μια περίοδο όπου η διαφορά είναι το πρόσταγμα της ημέρας, και η queer ορθοδοξία αρνείται την αναζήτηση, ή την βεβαίωση, για τα κοινά [commonality] τώρα που τα κοινά τα οποία θεωρούσαν ως δεδομένα οι γκέι/λεσβιακές ταυτότητες, έχουν αποκαλυφθεί ότι δεν υπήρξαν ποτέ (πράγμα που είναι ο λόγος που η queer θεωρία δεν θα μπορέσει ποτέ να εξηγήσει γιατί τόσοι πολλοί άντρες και γυναίκες αψηφούν τις πιθανότητες να επικυρώσουν την ταυτότητα ξανά και ξανά). Αλλά μια αίσθηση αμοιβαίας αναγνώρισης, κοινών και – τολμά κανείς να πει – ταυτότητας αντέχουν, παρά τα πολλά κατάγματα και επιθέσεις που προσπαθούν να τα υποσκάψουν.

Η ίδια η προσοχή της queer theory έχει κατασπαληθεί στη διαφορά, τη διαθεματικότητα και η σύγκριση έχει καταλήξει να εμποδίζει την είσοδο στο ερώτημα πώς, για ένα μεγάλο τμήμα ομοφυλόφιλων Αμερικάνων κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα περίπου, το να είσαι γκέι έχει βιωθεί ως έντονα διαμορφωμένες μορφές ενσαρκωμένης συναίσθησης – ακόμα κι όταν αυτά τα μοτίβα τείνουν κατά συνήθη τρόπο να αποκηρύττονται από γκέι άνδρες στις προσπάθειές τους να ξεφύγουν από “στερεότυπα” και “ταμπέλες”. Δεν είναι τυχαίο που οι σπουδές στην γκέι ανδρική κουλτούρα που όντως εστιάζουν περισσότερο έντονα σε αυτό το ερώτημα τείνουν να αναλαμβάνονται από ακαδημαϊκούς όπως ο Will Fellows και ο John Clum, οι οποίοι γράφουν τουλάχιστον εν μέρει για μη ακαδημαϊκό κοινό, ή από διανοούμενους με έδρα την κοινότητα όπως ο Michael Broski, ο Neil Barlett και ο David Nimmons – που η δουλειά όλων τους δεν ανήκει στον κανόνα της queer theory.

Η γενική άρνηση οποιασδήποτε ομοφυλοφιλικής ιδιαίτερότητας, ιδιαίτερα πολιτισμικής ιδιαίτερότητας, είναι ένα ευγλωττο σύμπτωμα της τρέχουσας δυσάρεστης κατάστασής μας μας. Μαρτυρεί την άνοδο ενός ισχυρού ταμπού, αυτό που ο νομικός θεωρητικός Kenji Yoshimo έχει αποκαλέσει “μια νέα μορφή διακρίσεων” που “στοχεύει σε μειονοτικές κουλτούρες αντί σε άτομα μειονοτήτων”. Μπορεί να τρέφουμε εκτίμηση στην ποικιλομορφία και τη διαφορά, αλλά τρέμουμε στην ίδια την αντίληψη ότι οι μειονότητες μπορεί να είναι πολιτισμικά διαφορετικές. Και εν πάσει περιπτώσει, η γκέι κουλτούρα στις πολύμορφες συγκεκριμένες εκδηλώσεις της συχνά δείχνει να είναι ένα υπερβολικά ποταπό θέμα για σοβαρές διανοητικές αναζητήσεις, πράγμα που μπορεί επίσης να εξηγεί γιατί πολλοί ακαδημαϊκοί queer θεωρητικοί – ακόμα ή ιδιαίτερα μερικοί από τους πιο διακεκριμένους – τείνουν να την αποφεύγουν.