queer
Leave a comment

Πώς πούστεψα (Μελβούρνη 1973)

O πατέρας μου άρχισε να ρωτάει δεξιά κι αριστερά. Δεν του πήρε και πολύ να μάθει τα κουτσομπολιά. Ένα απόγευμα με πήγε βόλτα με το αμάξι του. Μου έδειξε το εργοστάσιο στο οποίο δούλεψε για πρώτη φορά αφού έφτασε στη Μελβούρνη, με πήγε στην παραλία και, καθισμένοι δίπλα δίπλα στο φαρδύ, ταπετσαρισμένο με βινύλιο, κάθισμα της Πλύμουθ του, παρακολουθούσαμε τα κυματάκια να σκάνε στην απέραντη παραλία της Σαιντ Κίλντα. Θυμάμαι ότι είχε βάλει Σαββόπουλο στο κασετόφωνο κι ότι τα ρούχα του μύριζαν μαριχουάνα.

– Πόσο συχνά βλέπεις τον σινιόρ Μπρούνο Παρλοβέκιο; Θυμάμαι ότι του ζήτησα τσιγάρο.

– Σου αρέσει το σεξ μαζί του ή το κάνεις για λεφτά; Δε θυμάμαι τι του απάντησα.

– Είσαι αδερφή;

– Ναι. Σ’ αυτό απάντησα σίγουρα ναι.

Θυμάμαι ότι τότε άναψε τσιγάρο, αγκάλιασε το τιμόνι και κοίταξε έξω τη θάλασσα.

– Να μην το κάνεις ποτέ για λεφτά, εντάξει; Μου το υπόσχεσαι; Νομίζω πως κατένευσα.

– Άμα σου βγει το όνομα ότι ψωνίζεσαι, χάθηκες. Κατάλαβες; Νομίζω πως κατένευσα ξανά.

– Σε ζηλεύω, Ισαάκ. Μακάρι να μου χάριζε κι εμένα ο Θεός την αγάπη για τον πούτσο αντί να με καταδίκαζε στην επιθυμία για μουνί. Σε ζηλεύω. Ελευθερία να μην έχεις να σκέφτεσαι οικογένεια. Μπορείς να κάνεις τα πάντα να το θυμάσαι αυτό, μπορείς να κάνεις ό,τι γουστάρεις.

Και μ’ έκανε σκνίπα στο μεθύσι εκείνο το βράδυ.

Ο πατέρας μου ήταν αυτός που με σύστησε στον πρώτο μου έρωτα. Ο Πωλ Ρίκκο ήταν σαράντα ενός, παντρεμένος, με δύο παιδιά, ένα εκ των οποίων ήταν μόνο μερικές τάξεις μικρότερο από μένα στο σχολείο. Σε αντίθεση, όμως, με τον σινιόρ Μπρούνο, ο Πωλ Ρίκκο ήταν όμορφος και δυνατός το σώμα του ήταν τόσο όμορφο, που ήθελα να τυλιχτώ γύρω του και να χαθώ μέσα του. Τον θεωρούσα τον πιο αρρενωπό άντρα που είχα δει ποτέ. Το δέρμα του ήταν σκληρό, το πρόσωπό του μακρόστενο και τα πόδια του γεροδεμένα και τριχωτά. Δεν τον έχω σε καμία φωτογραφία, οπότε βασίζομαι μόνο στη μνήμη μου. Ο χοντρός του πούτσος ήταν σκούρος, και το πετσάκι του μακρύ και ελαστικό. Είχε μια κρεατοελιά στον αριστερό του ώμο, ένα χρυσό μπροστινό δόντι. Κάπνιζε Benson & Hedges κι έπινε μπίρα Melbourne Bitter. Εκείνη την εποχή ήμουν έτοιμος να κάνω τα πάντα για τον Πωλ Ρίκκο. Ήμουν έτοιμος να κόψω και το πουλί μου ακόμα και να γίνω κορίτσι, αν μου το ζητούσε.

Ο πατέρας μου κι ο Πωλ έκαναν παρέα με κάποιον Τάσο και τη γυναίκα του, την Αθηνά, οι οποίοι είχαν ένα κατάστημα στο κέντρο, που πουλούσε χάρτινες διακοσμητικές βάσεις για γλυκά, λευκά είδη και διάφορα μπιχλιμπίδια για γάμους. Τα ράφια ήταν σκονισμένα και το μαγαζί μύριζε πάντοτε τσιγαρίλα. Η αδερφή μου ορκιζόταν ότι είχε δει έναν αρουραίο να τρέχει στο βρόμικο, ξύλινο πάτωμα, κι από τότε εκείνη κι η μαμά μου αρνιούνταν να πατήσουν το πόδι τους στο μαγαζί. Ο Τάσος κι η Αθηνά έμεναν μερικά τετράγωνα νοτιότερα απ’ το δικό μας σπίτι και, τις Κυριακές, ο μπαμπάς μάς πήγαινε, εμένα και τη Σόφι, να παίξουμε μαζί με τα παιδιά τους. Παίζαμε κρίκετ ή ποδόσφαιρο, Μονόπολη ή Τουίστερ, ενώ στο γκαράζ μια ομάδα αντρών καταπιανόταν με κάποια βρομοδουλειά. Μια φορά τούς κατασκόπευσα. Μέσα από ένα κενό στις βρόμικες γρίλιες, παρακολούθησα τους άντρες ν’ αποσυναρμολογούν ρολόγια. Τα ρολόγια είχαν μεγάλες προσόψεις και μπαρόκ, πλαστικές θήκες, οι οποίες ήταν βαμμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζουν φτιαγμένες από κόκκινο ξύλο. Οι άντρες έβγαζαν μικρά πακέτα απ’ το εσωτερικό των ρολογιών, βίδωναν και πάλι τις προσόψεις και τις θήκες, έπιναν κρασί, κάπνιζαν και γελούσαν. Θα πρέπει να ήταν καλοκαίρι. Ο Πωλ φορούσε εφαρμοστή φανέλα και καθόταν σ’ ένα σκαμπό με την πλάτη του γυρισμένη σε μένα. Πρόσεξα την τούφα από μαύρες τρίχες που πετάγονταν κάτω απ’ τις μουσκεμένες μασχάλες του. Ο πατέρας μου, που καθόταν απέναντι απ’ τον Πωλ, σήκωσε το βλέμμα του και κατασκόπευσε το εκστατικό πρόσωπό μου.

–Τι κοιτάς, βρε διάολε;

Ο Πωλ γύρισε. Χαμογελούσε. Ακόμα ονειρεύομαι εκείνο το χαμόγελο.

Του Christos Tsiolkas, “Νεκρή Ευρώπη”

 

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.