Les Litanies de Satan

Ladies and gentlemen

Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι απλά εγώ, αλλά εγώ / αυτοί / εμείς, ήταν πριν από καμιά ντουζίνα χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Μεγάλο Μήλο. Θα αναρωτιέσαι, και με το δίκιο σου — δεν σε κατηγορώ —, τι δουλειά είχα εγώ στη Νέα Υόρκη, αφού τα λεφτά που βγάζω φτάνουν για ένα πενθήμερο σε φτηνό ξενοδοχείο στη Χαλκιδική το καλοκαίρι κι όχι για υπερατλαντικά ταξίδια. Αυτά τα εξηγώ με κάθε λεπτομέρεια παρακάτω.

Φορούσα, θυμάμαι, μια σεμνή, μαύρη midi φούστα με δαντελένιο τελείωμα κι έναν πέτσινο στηθόδεσμο που κολάκευε τον κόρφο μου. Τα μαύρα γυαλιά μύγα δυσκόλευαν τον προσανατολισμό μου στο φωτισμένο από κεριά ημίφως, αλλά μια γριά μαύρη τραβεστί, που τώρα έχει πεθάνει, μου δίδαξε πως if you gotta do it, girl, you gotta do it with style. Τα χέρια μου έσταζαν κόκκινη μπογιά, το βλέμμα μου σάρωνε κάθε μέτρο του άντρου σου, ψάχνοντας να βρει εσένα / αυτόν / εσάς, κρυμμένο πίσω από τις σκιές των αγαλμάτων, ζαρωμένο δίπλα σε χρωματιστές λιμνούλες φωτός από τα βιτρώ του ταβανιού, στριμωγμένο ανάμεσα σε εικονίσματα. Και τότε, να!, σε είδα! Στεκόσουν μεγαλοπρεπής, σε πλήρη εξάρτυση, μπροστά στην Ωραία Πύλη θυμιατίζοντας το χώρο. Με κοιτούσες απορημένος καθώς άνοιγα το δρόμο μου σχίζοντας το κοπάδι από μαυροφορεμένες γριές που ήταν το ποίμνιό σου τη μέρα εκείνη. Με μια τέλεια χορογραφημένη κίνηση, σαν να ήμασταν εραστές που έχουν μέρες να βρεθούν, σε πλησίασα, σήκωσα ψηλά τα αιματοβαμμένα χέρια μου και πριν καλά καλά το καταλάβεις τα ακούμπησα στο σιχαμένο μέτωπό σου που έζεχνε ιδρώτα. Άφησες το θυμιατό να πέσει από τα χέρια σου, πετρωμένος λες κι είχες δει τη Γοργώ τη Μέδουσα. Άφησα έναν δυνατό λαρυγγισμό, εν μέρει λόγω αηδίας για τη βρόμα του θυμιάματος που κατέτρωγε, πυρωμένο ακόμα, την παχιά μοκέτα στο πάτωμα. “Hoc est signum corpus meum! Hoc est signum sangre meum!”, έσκουξα όσο πιο δυνατά μπορούσα πιέζοντας τις παλάμες μου πάνω στα μάτια σου, πασαλείβοντάς σε με αίμα. Το αίμα μου… / το αίμα τους… / το αίμα μας…

Πριν προλάβεις να ψελλίσεις “βοήθεια” είχα εξαφανιστεί, υποχωρώντας αστραπιαία στο ημίφως του ναού, σαν φάντασμα. Η σκοτεινή οπτασία που ήμουν εγώ, ξεχύθηκε στο skyline της Νέας Υόρκης κι από κει, σαν ερτζιανή εκπομπή, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, πάνω από τον μπλαβί Ατλαντικό. Χιλιάδες μάτια σε κάθε ήπειρο, μάτια αποστεωμένων σωμάτων, μάτια που έσβηναν ανάμεσα σε φαιές σαρκώδεις κηλίδες Καπόζι, μάτια τρελών με dementia, τα μάτια μου / τα μάτια τους / τα μάτια μας, σου λέω, έλαμψαν φευγαλέα στο σκοτάδι…

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.