Την εποχή που ήμουν γνήσιο bookworm, στα μετεφηβικά χρόνια, χανόμουν για ώρες στα μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης για να ανακαλύψω τον επόμενο «θησαυρό». Ήμουν ήδη φαν του William Samuel Burroughs (ή WSB όπως τον αποκαλούσα αγαπησιάρικα) αλλά μου είχαν ξεφύγει αρκετά βιβλία του. Εκείνη την ημέρα το χέρι μου έπιασε ένα βιβλιαράκι του WSB που λεγόταν «Αδελφή». Και με αυτό το βιβλίο ξεκινάω την ανάρτησή μου.
Παρότι μικρό, ήταν πολύ βαρύ για το νεανικό χέρι μου. Το «Αδελφή» ήταν νέτα σκέτα πολύ ξεκάθαρα βαρύ για μένα λόγω του τίτλου που δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρανόησης και αναγκάστηκα να πάρω το no nonsense ύφος μου στο ταμείο. Αργότερα ανακάλυψα ότι ο τίτλος πρωτοτύπου ήτανε «Queer» που δεν μου έλεγε και πολλά πράγματα την εποχή εκείνη αν και σίγουρα θα είχε κάνει εκείνη την αγορά μου λιγότερο αμήχανη.
Σήμερα, όμως, είδα μια φωτογραφία στο ίντερνετ του «Queer: η οριστική έκδοση» και παράλληλα ανεβαίνει και η σχετική ταινία «Queer», απόδοση στην μεγάλη οθόνη του βιβλίου απ’ ό,τι κατάλαβα.
Σε ποιον μεταφραστή να δώσουμε τα εύσημα; Σε αυτόν που επέλεξε το «Αδερφή» ή σε αυτόν που άφησε το «Queer» αμετάφραστο; Σίγουρα θα έπρεπε να τα ζυγίσουμε ανάλογα με την εποχή τους. Αρχικά, στις αρχές του ’90 δεν υφίστατο η λέξη queer στο ελληνικό καθιερωμένο λεξιλόγιο (κι εδώ βάζω και τα ελληνικά γκέι έντυπα). Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, λοιπόν, για μια υποχρεωτική απόδοση του τίτλου στα ελληνικά τότε. Πώς επιστρέψαμε σήμερα στη χρήση της αγγλικής ορολογίας;
Η χρήση της λέξης queer στη Αμερική πρόκειται για επαναοικειοποίηση της αρχικής λέξης queer, που ναι μεν σήμαινε «ομοφυλόφιλος» αλλά χρησιμοποιούταν και άλλα πράγματα που ενοχλητικά «ξέφευγαν» λ.χ. τους σωματικά ανάπηρους (ή «σακάτηδες» όπως ορισμένοι επιθυμούν να αποκαλούνται και να ασκούν πολιτική). Με άλλα λόγια μια βρισιά κατέστη μια καθόλα κατεστημένη λέξη προς δημόσια χρήση (κι εδώ πρέπει να αναφερθούμε και στο academia που σχεδόν την αποθέωσε). Χρήσιμο θα ήταν να διευκρινίσουμε ότι η κοινότερη έμφυλα φορτισμένη βρισιά μεταξύ εφήβων εκεί είναι «hey, fag!» ή «hey, dyke!». Θα έλεγα ότι την αγωνία και τον αγώνα αυτής της επανοικειοποίησης της λέξης στο εξωτερικό, κατά ένα μεγάλο μέτρο, την αγνοούμε εδώ στην Ελλάδα. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες έχουν υπάρξει αδερφές, συκιές, πισωγλέντες, λούγκρες, πούστηδες, πουστάρες κ.ό.κ. Θέλει πολύ κόπο και αρκετά μεγάλη διαδρομή για να φέρει κανείς κάποια από αυτές τις βρισιές ως εύσημο αγώνα περισσότερο παρά ως λεκτική καταδίκη. Τα πράγματα έγιναν λίγο πιο εύκολα με τον όρο «γκέι», μιας και δεν είχε προέλευση από τα μέρη μας και ήταν σαφώς πιο εύκολο και ευγενικό να πεις «μπαμπά, είμαι γκέι» από το να χρησιμοποιήσεις τις προηγούμενες διαθέσιμες επιλογές.
Μέχρι που φθάσαμε στο «queer» μια λέξη που κανείς δεν καταλαβαίνει και κανείς δεν αποπειράται να μεταφράσει. Queer, κουήρ, κουίρ, κουήαρ είναι βολικά ανώδυνοι ήχοι για τη γλώσσα μας, διατηρώντας ακόμα μια περισσότερο βολική θολούρα — μιας και queer λέγεται ότι μπορεί να είναι κι ένας (ίσως αρκετά έξαλλος;) ετεροφυλόφιλος cis αντρας.
Προχωρώ λοιπόν στη σημερινή απόδοση της λέξης queer τόσο στην «οριστική μετάφραση» του βιβλίου όσο και στη μαρκίζα του κινηματογράφου – που παραμένει τίμια αλλά και θλιβερά ταυτόχρονα αμετάφραστη: “queer”
Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κάνουμε μια στάση και να αναλογιστούμε την προσέλευση κόσμου σε μια ταινία που ονοματίζεται ΑΔΕΛΦΗ και όχι QUEER στη σημερινή εποχή. Ορισμένοι ίσως να μιλούσαν και για επανατραυματισμό από την πρώτη επιλογή – ξεχνώντας ότι ακόμα και τα τραύματα εξελίσσονται μέσα από συλλογικούς και ατομικούς αγώνες ή ότι κάποτε θα αποκτήσεις μια ουλή εκεί που πιστεύεις ότι το τραύμα δεν πρόκειται ποτέ να κλείσει και που του οφείλουμε, περιφερόμενου και, εκβιαστικά μερικά φορές, επιδεικνυόμενου, σεβασμό και φροντίδα στην υποτιθέμενη μονιμότητά του.
Με άλλα λόγια, ποιοι αγώνες στο παρελθόν – τραυματισμένοι, εξουθενωμένοι από ακραία ομοφοβία, με εμάς φοβισμένους στις τρύπες μας, αγκαλιασμένους ομαδικά στις πορείες και τα pride – μας δίνουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε αρκετά αφελώς αυτή τη λέξη;
Ίσως το queer να είναι ρήμα τελικά, διατείνονται μερικοί, όπως στο queering anarchism, για παράδειγμα. Ξεχνάμε, όμως, ότι αυτή η ακόμα πιο δύστροπη στη μετάφραση λέξη έχει ήδη αποδοθεί υποδειγματικά από ανώτερα χείλη: το ανωδυνο, δημοσιογραφικό «the queering of a nation» έχει λεχθεί τα ελληνικά ως «ζούμε την εκπούστρευση του έθνους» [Σημ.: Μου διαφεύγει αν ήταν βουλευτής ή δημοσιογράφος είναι αυτός που το είπε].
Σε ελάχιστο σεβασμό προς την προέλευση και ιστορία των ξενικών λέξεων, διατείνομαι ότι όχι μόνο «ζούμε» αλλά και «ζητούμε» την εκπούστρευση του έθνους.
Κι εδώ τελειώνει ένας κύκλος λέξεων και χρόνου μιας και ξαναφτάσαμε στον παλιό, καλό πούστη που όλοι γνωρίζουμε και εμπιστευόμαστε. Είμαστε όμως αυτή τη φορά έτοιμοι να εκπουστρευθούμε με περηφάνεια ή θα αναθέτουμε σε άλλους to queer things up?