Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν σεξ είκοσι με τριάντα φορές τη νύχτα… Έρχεται ένας άνδρας και πηγαίνει από πρωκτό σε πρωκτό και μέσα σε μία μόνο νύχτα θα λειτουργήσει ως κουνούπι μεταφέροντας μολυσμένα κύτταρα στο πέος του. Όταν αυτό ασκείται επί ένα χρόνο, με έναν άνδρα να έχει τρεις χιλιάδες σεξουαλικές επαφές, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει αυτή τη μαζική επιδημία που μας πλήττει σήμερα.
Καθηγητής Opendra Narayan, Ιατρική Σχολή Johns Hopkins
Θα σας αφήσω να αναρωτηθείτε, μαζί μου, γιατί όταν μια γυναίκα ανοίγει τα πόδια της για μια κάμερα, θεωρείται ότι ασκεί ελεύθερη βούληση.
Catharine A. Mackinnon
Le moi est haïssable. . . .
Pascal
Στη μνήμη του Robert Hagopian
Υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό σχετικά με το σεξ: στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει. Δεν έχω καμία στατιστική που να το επιβεβαιώνει, και αμφιβάλλω (αν και από την εποχή του Kinsey δεν λείπουν οι δημοσκοπήσεις για τη σεξουαλική συμπεριφορά) ότι έχει γίνει ποτέ κάποια δημοσκόπηση στην οποία οι ερωτώμενοι ρωτήθηκαν απλώς: «Σας αρέσει το σεξ;». Ούτε υπονοώ την ανάγκη για οποιαδήποτε τέτοια δημοσκόπηση, αφού οι άνθρωποι θα απαντούσαν μάλλον στην ερώτηση σαν να τους ρωτούσαν: «Νιώθετε συχνά την ανάγκη να κάνετε σεξ;» και ένας από τους στόχους μου θα είναι να υποδείξω γιατί πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές ερωτήσεις.
Ενδιαφέρομαι, ωστόσο, για τα μάλλον ανεύθυνα ανακοινωθέντα ευρήματα της ανύπαρκτης δημοσκόπησής μας, επειδή μου φαίνεται ότι βοηθούν να γίνει κατανοητό ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων σχετικά με το σεξ και τη σεξουαλικότητα από ό,τι ίσως οποιαδήποτε άλλη μεμονωμένη υπόθεση. Λέγοντας ότι στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει το σεξ, δεν υποστηρίζω (ούτε, προφανώς, αρνούμαι) ότι οι πιο αυστηρά ηθικιστικές ρήσεις για το σεξ κρύβουν ηφαίστεια που σιγοβράζουν από καταπιεσμένη σεξουαλική επιθυμία. Όταν προβάλλετε αυτό το επιχείρημα, χωρίζετε τους ανθρώπους σε δύο στρατόπεδα και ταυτόχρονα αφήνετε να γίνει γνωστό σε ποιο στρατόπεδο ανήκετε. Υπάρχουν, όπως υπαινίσσεστε, εκείνοι που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες (ή, συναφώς, τη σχέση μεταξύ αυτών των επιθυμιών και των απόψεών τους για το σεξ), και εκείνοι που γνωρίζουν ότι υπάρχει μια τέτοια σχέση και που κατά τεκμήριο δεν φοβούνται τις δικές τους σεξουαλικές παρορμήσεις. Αντίθετα, με ενδιαφέρει κάτι άλλο, κάτι που έχουν κοινό και τα δύο στρατόπεδα, το οποίο μπορεί να είναι μια ορισμένη αποστροφή, μια αποστροφή που δεν είναι το ίδιο πράγμα με την καταπίεση και που μπορεί να συνυπάρχει αρκετά άνετα με, ας πούμε, την πιο ενθουσιώδη υποστήριξη της πολυσεξουαλικότητας με πολλούς ερωτικούς συντρόφους.
Η αποστροφή στην οποία αναφέρομαι έχει τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις μορφές. Η κακοήθης αποστροφή είχε πρόσφατα μια εξαιρετική ευκαιρία να εκφραστεί (και να αποκαλυφθεί) και, με τραγικό τρόπο, να επιδείξει τη δύναμή της. Σκέφτομαι φυσικά τις αντιδράσεις για το AIDS – πιο συγκεκριμένα, για το πώς μια κρίση δημόσιας υγείας αντιμετωπίστηκε σαν μια άνευ προηγουμένου σεξουαλική απειλή. Τα σημάδια και το νόημα αυτής της έκτακτης μετατόπισης αποτελούν το αντικείμενο ενός εξαιρετικού βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από τον Simon Watney, με τον εύστοχο τίτλο Policing Desire. Η παραδοχή του Watney είναι ότι «το AIDS δεν είναι μόνο μια ιατρική κρίση σε πρωτοφανή κλίμακα, αλλά περιλαμβάνει και μια κρίση της ίδιας της αναπαράστασης, μια κρίση για το σύνολο της πλαισίωσης της γνώσης σχετικά με το ανθρώπινο σώμα και τις δυνατότητές του για σεξουαλική απόλαυση» (σ. 9). Το Policing Desire είναι τόσο ένα βιβλίο περιπτώσεων με γενικά τρομακτικά παραδείγματα αυτής της κρίσης (που προέρχονται κυρίως από την κυβερνητική πολιτική σχετικά με το AIDS, καθώς και από τον Τύπο και την τηλεόραση, στην Αγγλία και την Αμερική) όσο και, το πιο ενδιαφέρον, μια προσπάθεια να εξηγηθούν οι μηχανισμοί με τους οποίους ένα θέαμα πόνου και θανάτου απελευθέρωσε και φάνηκε ακόμη και να νομιμοποιεί την παρόρμηση για δολοφονία.
Υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, τα γνωστά πλέον, λιγότερο ή περισσότερο διαφανή και ολοένα αυξανόμενα στοιχεία της μετατόπισης που μελετά ο Watney. Στα υψηλότερα επίπεδα της επίσημης εξουσίας, υπήρξαν οι εγκληματικές καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση της έρευνας και της θεραπείας, η εμμονή με τις εξετάσεις αντί της θεραπείας, τα παντελώς ακατάλληλα μέλη της επιτροπής που συστάθηκε καθυστερημένα για το AIDS από τον Reagan και η γενική τάση να θεωρείται το AIDS ως επιδημία του μέλλοντος και όχι ως καταστροφή του παρόντος. Επιπλέον, «οι νοσοκομειακές πολιτικές», σύμφωνα με έναν γιατρό της Νέας Υόρκης που αναφέρει ο Watney, «έχουν να κάνουν περισσότερο με τους φόβους των άλλων ασθενών παρά με την ανησυχία για την υγεία των ασθενών με AIDS» (σ. 38). Οι γιατροί έχουν αρνηθεί να χειρουργήσουν άτομα που είναι γνωστό ότι έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV, τα σχολεία έχουν απαγορεύσει σε παιδιά με AIDS να παρακολουθούν μαθήματα, και πρόσφατα οι πολίτες της ειδυλλιακής πόλης Arcadia της Φλόριντα έβαλαν φωτιά στο σπίτι μιας οικογένειας με τρία αιμοκαθαιρόμενα παιδιά που προφανώς είχαν μολυνθεί από τον ιό HIV. Η τηλεόραση και ο Τύπος συνεχίζουν να συγχέουν το AIDS με τον ιό HIV, να μιλούν για το AIDS σαν να επρόκειτο για αφροδίσιο νόσημα και, κατά συνέπεια, να υπονοούν ότι κάποιος το κολλάει με την ακολασία. Η αποτελεσµατικότητα των µέσων ενηµέρωσης ως εκπαιδευτικής δύναµης στον αγώνα κατά του AIDS µπορεί να µετρηθεί από τα αποτελέσµατα µιας δηµοσκόπησης που επικαλείται ο Watney, σύµφωνα µε την οποία το 56,8% των αναγνωστών της News of the World τάχθηκε «υπέρ της ιδέας ότι οι ‘φορείς του AIDS’ θα πρέπει να «στειρωθούν και να λάβουν θεραπεία για να περιορίσουν τη σεξουαλική τους όρεξη», ενώ «µόλις» το 51% τάχθηκε υπέρ της πλήρους επαναποινικοποίησης της οµοφυλοφιλίας” (σ. 141). Λέγεται ότι υπάρχει, σε ένα – κατά τεκμήριο – υψηλό επίπεδο επαγγελματικής εξειδίκευσης, η περιγραφή του σεξ μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών – την οποία παραθέτω ως επίμετρο σε αυτό το δοκίμιο – που δόθηκε στους τηλεθεατές ενός προγράμματος του BBC Horizon από κάποιον Opendra Narayan της Ιατρικής Σχολής του Johns Hopkins (με υπόβαθρο στην κτηνιατρική). Μια λιγότερο γλαφυρή αλλά εξίσου φρικιαστική περιγραφή του γκέι σεξ δόθηκε από τον δικαστή Richard Wallach του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης στο Μανχάταν, όταν, εκδίδοντας την προσωρινή περιοριστική διαταγή που έκλεισε τα λουτρά New St. Marks, σημείωσε: «Αυτό που συμβαλινει σε ένα τέτοιο λουτρό είναι η οργιαστική συμπεριφορά πολλαπλών συντρόφων, ο ένας μετά τον άλλον, όπου μέσα σε πέντε λεπτά μπορείς να έχεις πέντε επαφές». Τέλος, η ιστορία που μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη νοσηρή απόλαυση εμφανίστηκε στη Sun του Λονδίνου με τίτλο «I’d Shoot My Son if He Had AIDS, Says Vicar!» συνοδευόμενη από τη φωτογραφία ενός άνδρα που κρατούσε μια καραμπίνα προς ένα αγόρι σε απόσταση αναπνοής. Ο γιος, προφανώς πιο ευαισθητοποιημένος στην τάση του πατέρα του για βία απ’ ό,τι ο ίδιος ο ευυπόληπτος αιδεσιμότατος, πρόσθεσε με ειλικρίνεια: «Μερικές φορές νομίζω ότι θα ήθελε να με πυροβολήσει είτε είχα AIDS είτε όχι.»
Όλα αυτά είναι, όπως είπα, γνώριμο έδαφος, και αναφέρω αυτά τα λίγα ανόμοια στοιχεία λίγο-πολύ τυχαία, απλώς για να υπενθυμίσω από πού ξεκινάει η αναλυτική μας έρευνα, και για να υποδείξω ότι, δεδομένης της φύσης αυτής της αφετηρίας, η ανάλυση, αν και αναγκαία, μπορεί επίσης να είναι μια αδικαιολόγητη πολυτέλεια. Συμμερίζομαι τα ερμηνευτικά ενδιαφέροντα του Watney, αλλά είναι επίσης είναι σημαντικό να πω ότι, ηθικά, η μόνη αναγκαία απάντηση σε όλα αυτά είναι η οργή. «Το AIDS», γράφει ο Watney, «χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως πρόσχημα σε όλη τη Δύση για να ‘δικαιολογηθούν’ οι εκκλήσεις για αύξηση της νομοθεσίας και της ρύθμισης όσων θεωρούνται κοινωνικά απαράδεκτοι». Και οι απαράδεκτοι στην κρίση του AIDS είναι, φυσικά, οι άνδρες ομοφυλόφιλοι και οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (πολλοί από τους τελευταίους, όπως γνωρίζουμε, είναι φτωχοί μαύροι και ισπανόφωνοι). Είναι άδικο να υποθέσουμε ότι οι αναγνώστες της News of the World και ο Βρετανός εφημέριος που οπλοφορεί είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της αντίδρασης του «κοινού» στο AIDS; Υπάρχουν άραγε περισσότεροι αξιοπρεπείς ετεροφυλόφιλοι, ετεροφυλόφιλοι που δεν ξυπνούν με μια παθιασμένη λαχτάρα να μη μοιραστούμε τον ίδιο πλανήτη μαζί τους; Φυσικά και υπάρχουν, αλλά – και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες – η εξουσία βρίσκεται στα χέρια εκείνων που δείχνουν κάθε σημάδι ότι είναι σε θέση να συμπάσχουν περισσότερο με τη δολοφονική «ηθική» μανία του καλού εφημέριου παρά με την αγωνία ενός ασθενούς με KS [Στμ. Σάρκωμα Καπόζι] σε τελικό στάδιο.
Ήταν, άλλωστε, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών που εξέδωσε νομική γνωμοδότηση σύμφωνα με την οποία οι εργοδότες μπορούσαν να απολύσουν εργαζόμενους με AIDS, αν είχαν έστω και την υποψία ότι ο ιός θα μπορούσε να μεταδοθεί σε άλλους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από ιατρικά στοιχεία. Ο Αμερικανός Υπουργός Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών ήταν αυτός που πρόσφατα προέτρεψε το Κογκρέσο να αναβάλει τη λήψη μέτρων για ένα νομοσχέδιο που θα απαγόρευε τις διακρίσεις σε βάρος των ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV, και ο οποίος επίσης υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται ένας ομοσπονδιακός νόμος που να εγγυάται την εμπιστευτικότητα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων αντισωμάτων HIV. Το να διατυπώνεις τέτοιες απόψεις και επιχειρήματα δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με το να σημαδεύεις με όπλο το κεφάλι του γιου σου, αλλά δεδομένου ότι, όπως έχει συχνά ειπωθεί, η μη εγγύηση της εμπιστευτικότητας θα αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να κάνουν το τεστ και έτσι θα καταστήσει δυσκολότερο τον έλεγχο της εξάπλωσης του ιού, το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι ο υπουργός Otis R. Bowen θεωρεί πιο σημαντικό να έχει τα ονόματα όσων κάνουν θετικό τεστ παρά να επιβραδύνει την εξάπλωση του AIDS στο ιερό «ευρύ κοινό». Για να το θέσουμε σχηματικά: η κατοχή των απαραίτητων πληροφοριών για τον εγκλεισμό των ομοφυλόφιλων σε στρατόπεδα καραντίνας μπορεί να αποτελεί υψηλότερη προτεραιότητα για την, προσανατολισμένη στην οικογένεια, κυβέρνηση Reagan από τη διάσωση των ετεροφυλόφιλων μελών των αμερικανικών οικογενειών από το AIDS. Μια τέτοια προτεραιότητα υποδηλώνει ένα πολύ πιο σοβαρό και φιλόδοξο πάθος για τη βία από ό,τι είναι τελικά οι μάλλον μπανάλ, μάλλον φυσιολογικές παρορμήσεις του αιδεσιμότατου Robert Simpson για τη δολοφονία του γιου του. Τουλάχιστον, πράγματα όπως η παραλίγο σύσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να διώχνουν από τις δουλειές τους ανθρώπους με AIDS υποδηλώνουν ότι αν ο Edwin Meese δεν θα έβαζε ένα όπλο στο κεφάλι ενός ανθρώπου με AIDS, ίσως να μην θεωρούσε τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου άνδρα με AIDS (ή χωρίς AIDS;) απαράδεκτη ή αφόρητη. Και αυτό ακριβώς μπορεί να ειπωθεί για εκατομμύρια νέους Γερμανούς που δεν συμμετείχαν ποτέ στη δολοφονία των Εβραίων (και των ομοφυλόφιλων), αλλά δεν θεώρησαν την ιδέα του ολοκαυτώματος αφόρητη.
Αυτό ήταν το κάτι παραπάνω από επαρκές μέτρο της συνεργασίας τους, το μήνυμα που έστειλαν στον Φύρερ τους, ακόμη και πριν αρχίσει το ολοκαύτωμα, αλλά όταν η ιδέα του ολοκαυτώματος υπήρχε, δοκιμαζόταν, τρόπον τινά, ως προς την αποδοχή του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 από λιγότερο βίαιες, αλλά παρόλα αυτά μολυσματικές εκδηλώσεις αντισημιτισμού, όπως ακριβώς οι ηγέτες μας, παραπέμποντας την προστασία των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί από τον ιό HIV στις τοπικές αρχές, λένε στις αρχές αυτές ότι όλα επιτρέπονται, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν βρίσκει την ιδέα των στρατοπέδων – ή ίσως και χειρότερα – απαράδεκτη.
Μπορούμε βέβαια να υπολογίζουμε στον πιο φιλελεύθερο Τύπο να αρθρογραφεί εναντίον των απόψεων του Meese και των προτροπών του Bowen. Μπορούμε, ωστόσο, να βασιστούμε επίσης στον ίδιο τύπο για να δώσει πρωτοσέλιδη κάλυψη στην ιστορία ενός κατά πάσα πιθανότητα στρέιτ εργαζόμενου στον τομέα της υγείας που βρέθηκε θετικός στον ιό HIV και – τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα – σχεδόν καθόλου κάλυψη στα παράπονα σχετικά με τον εξαιρετικά αργό ρυθμό με τον οποίο διάφορα φάρμακα δοκιμάζονται και εγκρίνονται για χρήση κατά του ιού. Προσπαθήστε να παρακολουθείτε την έρευνα για το AIDS μέσω της τηλεόρασης και του Τύπου και θα παραμείνετε αρκετά αδαείς. Θα μάθετε, ωστόσο, πάρα πολλά από τη συχνότητα της τηλεόρασης και από την καθημερινή σας εφημερίδα για τις ανησυχίες των ετεροφυλόφιλων. Αντί να μας δώσει αιχμηρά ερευνητικά ρεπορτάζ – ας πούμε, στο 60 Minutes – για την έρευνα που μοιράζεται αναποτελεσματικά μεταξύ διαφόρων ασυντόνιστων και συχνά ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημόσιων κέντρων και οργανισμών, ή για τα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών που συμβάλλουν στη διαθεσιμότητα (ή συμβάλλουν στη μη διαθεσιμότητα) νέων αντιικών θεραπειών και στην προώθηση ή καθυστέρηση της ανάπτυξης ενός εμβολίου, η τηλεόραση μάς περιποιείται με αηδιαστικές λιτανείες γιάπηδων γυναικών που ανακοινώνουν στον κόσμο ότι δεν θα κάνουν πια σεξ με τους γιάπηδες φίλους τους, εκτός αν αυτοί οι φίλοι συμφωνήσουν να χρησιμοποιούν προφυλακτικό. Έτσι, εκατοντάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλοι άνδρες και χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, οι οποίοι έχουν λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να έχουν μολυνθεί με τον ιό HIV, ή οι οποίοι γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί (και οι οποίοι, ως εκ τούτου, ζουν με τον καθημερινό τρόμο ότι θα εμφανιστεί ένα από τα γνωστά συμπτώματα), ή οι οποίοι ήδη πάσχουν από κάποια ασθένεια που σχετίζεται με το AIDS, ή που πεθαίνουν από μια από αυτές τις ασθένειες, καλούνται να συμπάσχουν με όλες εκείνες τις γιάπισσες που αγωνιούν για το αν θα διακινδυνεύσουν να χάσουν ένα καλό πήδημα παίρνοντας την «μη θηλυκή» πρωτοβουλία να διακόψουν τον εισβολέα άνδρα προκειμένου να επιμείνουν να εφαρμόσει ασφαλές σεξ.
Μπροστά σε όλα αυτά, η οξύτητα ενός Larry Kramer μπορεί να φανεί ως η πιο απλή λογική. Ο κίνδυνος να μην υπερβάλλουμε στην εχθρότητα προς την ομοφυλοφιλία που «νομιμοποιήθηκε» από το AIDS είναι ότι, όντας «λογικοί», μπορεί σύντομα να βρεθούμε σε καταστάσεις όπου η υπερβολή θα είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Kramer είπε πρόσφατα ότι «αν το AIDS δεν εξαπλωθεί ευρέως στον λευκό ετεροφυλόφιλο πληθυσμό που δεν κάνει χρήση ναρκωτικών, όπως μπορεί να γίνει ή να μην γίνει, τότε ο λευκός πληθυσμός που δεν κάνει χρήση ναρκωτικών θα μας μισήσει ακόμα περισσότερο – γιατί τους τρομάζουμε, γιατί τους κοστίζουμε μια γαμημένη περιουσία, για τον ‘τρόπο ζωής’ μας, που λένε ότι το προκάλεσε αυτό». Τι νοσηρή, ακόμα και φρικτή, αλλά ίσως λογική πρόταση: μόνο όταν απειλείται το «ευρύ κοινό» μπορεί να ελπίζει ότι το αντίθετο του ευρέος κοινού να τύχει επαρκούς προσοχής και θεραπείας. Σχεδόν το σύνολο της κάλυψης του AIDS από τα µέσα ενηµέρωσης στόχευε στις ετεροφυλόφιλες οµάδες που τώρα κινδυνεύουν ελάχιστα, ωσάν οι οµάδες υψηλού κινδύνου να µην αποτελούσαν µέρος του κοινού. Και κατά μία έννοια, όπως υποδηλώνει ο Watney, δεν είναι. Τα μέσα ενημέρωσης στοχεύουν «σε μια φανταστική εθνική οικογενειακή μονάδα που είναι και λευκή και ετεροφυλόφιλη». Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι τηλεθεατές στην Ευρώπη και την Αμερική δεν είναι λευκοί και ετεροφυλόφιλοι και μέλη μιας οικογένειας. Σημαίνει, ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Stuart Hall, ότι η αναπαράσταση είναι πολύ διαφορετική από τον προβληματισμό: «Συνεπάγεται την ενεργό εργασία της επιλογής και της παρουσίασης, της δόμησης και της διαμόρφωσης: όχι απλώς τη μετάδοση του ήδη υπάρχοντος νοήματος, αλλά την πιο ενεργή εργασία του να κάνεις τα πράγματα να σημαίνουν». Η τηλεόραση δεν φτιάχνει την οικογένεια, αλλά κάνει την οικογένεια να σημαίνει με έναν ορισμένο τρόπο. Δηλαδή, κάνει μια εξαιρετικά οξεία διάκριση μεταξύ της οικογένειας ως βιολογικής μονάδας και ως πολιτισμικής ταυτότητας, και το κάνει αυτό διδάσκοντάς μας τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές με τις οποίες οι άνθρωποι που νόμιζαν ότι ανήκαν ήδη σε μια οικογένεια στην πραγματικότητα αρχίζουν μόνο να χαρακτηρίζονται ως ανήκοντες σε μια οικογένεια. Η μεγάλη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, και ιδίως της τηλεόρασης, είναι, όπως γράφει ο Watney, «η ικανότητά τους να κατασκευάζουν την ίδια την υποκειμενικότητα»), και με τον τρόπο αυτό να υπαγορεύουν τη μορφή μιας ταυτότητας. Το «ευρύ κοινό» είναι ταυτόχρονα ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα και μια ηθική συνταγή.
Επιπλέον, ο ορισμός της οικογένειας ως ταυτότητας είναι, εγγενώς, μια διαδικασία αποκλεισμού και το πολιτιστικό προϊόν δεν έχει καμία υποχρέωση να συμπίπτει ακριβώς με το φυσικό του σημείο αναφοράς. Έτσι, η οικογενειακή ταυτότητα που παράγεται στην αμερικανική τηλεόραση είναι πολύ πιθανότερο να περιλαμβάνει τον σκύλο σας παρά τον ομοφυλόφιλο αδελφό ή αδελφή σας.
Ο ιδιότυπος αποκλεισμός των κύριων πασχόντων από την κρίση του AIDS από τον σχετικό διάλογο έγινε ίσως πιο έντονα αισθητός από τους γκέι άνδρες που, μέχρι πρόσφατα, μπορούσαν να αισθάνονται ότι μπορούσαν να είναι σχετικά ανοιχτοί σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους και ταυτόχρονα να θεωρούνται ότι ανήκουν στο «ευρύ κοινό», στο mainstream της αμερικανικής ζωής. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ήταν βέβαια δύσκολο να διαχειριστούν και τα δύο αυτά πράγματα ταυτόχρονα. Υπάρχει, πιστεύω, κάτι σωτήριο στο ότι έπρεπε να ανακαλύψουμε την απατηλή φύση αυτής της αρμονικής προσαρμογής. Γνωρίζουμε πλέον, ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε, ότι «οι ομοφυλόφιλοι άνδρες», όπως γράφει ο Watney, «θεωρούνται επίσημα, στο σύνολό μας, ως μια αναλώσιμη εκλογική ομάδα». Το «στο σύνολό μας» είναι κρίσιμο. Ενώ θα ήταν βέβαια αισχρό να ισχυριστεί κανείς ότι η άνετη ζωή ενός επιτυχημένου λευκού γκέι επιχειρηματία ή γιατρού είναι εξίσου καταπιεσμένη με εκείνη μιας φτωχής μαύρης μητέρας σε ένα από τα γκέτο μας, είναι επίσης αλήθεια ότι η δύναμη των μαύρων ως ομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των ομοφυλόφιλων. Παραδόξως, όπως είδαμε πρόσφατα στην ψήφο των συντηρητικών Δημοκρατικών γερουσιαστών του Νότου κατά του διορισμού του Bork στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι μαύροι, λόγω του πλήθους τους και της αυξανόμενης συμμετοχής τους στην ψηφοφορία, δεν αποτελούν πλέον μια αναλώσιμη εκλογική ομάδα στις ίδιες εκείνες πολιτείες που έχουν το πιο επιφανές ιστορικό φυλετικών διακρίσεων. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι οι μαύροι τα κατάφεραν στη λευκή Αμερική. Στην πραγματικότητα, κάποια πολιτική προσοχή στα συμφέροντα των μαύρων έχει μια ορισμένη τακτική χρησιμότητα: μαλακώνει το πλήγμα και συσκοτίζει την αντίληψη μιας επίμονης αδιαφορίας απέναντι στην πάντοτε συνεχιζόμενη οικονομική καταπίεση των μαύρων. Πουθενά αυτή η καταπίεση δεν είναι πιο ορατή, λιγότερο συγκαλυμμένη, από ό,τι σε μεγάλες αμερικανικές πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, η Φιλαδέλφεια, η Βοστώνη και το Σικάγο, αν και είναι χαρακτηριστικό της αμερικανικής ιδιοφυΐας για πολιτικά εκτοπισμένες σκέψεις ότι όταν οι λευκοί φιλελεύθεροι Νεοϋορκέζοι (και οι λευκοί φιλελεύθεροι αρθρογράφοι όπως ο Anthony Lewis) σκέφτονται τη φυλετική καταπίεση, έχουν μάλλον πάντα στο μυαλό τους εικόνες της Νότιας Αφρικής [Στμ.: Υπήρχε ακόμα το Απαρτχάιντ]. Ωστόσο, κάποιοι μαύροι χρειάζονται σε θέσεις εξέχουσας θέσης ή εξουσίας, κάτι που δεν ισχύει καθόλου για τους ομοφυλόφιλους. Οι στρέιτ μπορούν πολύ εύκολα να υποδυθούν τους γκέι στην τηλεόραση, ενώ οι λευκοί γενικά δεν μπορούν να ξεφύγουν με το να περάσουν για μαύροι και είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικοί από τους μαύρους ως μοντέλα σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για αλυσίδες γρήγορου φαγητού που απευθύνονται στα εκατομμύρια των μαύρων που δεν έχουν τα χρήματα να φάνε οπουδήποτε αλλού. Όσο πιο λιπαρό είναι το προϊόν, τόσο πιο πιθανό είναι να επιτραπεί σε κάποια μαύρα μοντέλα να βγάλουν χρήματα για την προώθησή του. Επίσης, η χώρα προφανώς χρειάζεται μια Επιτροπή Πολιτικών Δικαιωμάτων, και εξίσου προφανώς πρέπει να έχει μαύρους σε αυτή την Επιτροπή, ενώ δεν υπάρχει προφανώς καμία άμεση προοπτική για μια ομοσπονδιακή επιτροπή για την προστασία και την προώθηση του τρόπου ζωής των ομοφυλοφίλων. Δεν υπάρχει πλέον λογική για την καταπίεση των μαύρων στην Αμερική, ενώ το AIDS έχει κάνει την καταπίεση των ομοφυλόφιλων ανδρών να μοιάζει με ηθική επιταγή.
Εν ολίγοις, κάποιοι λίγοι μαύροι θα πρέπει πάντα να σώζονται από την απαίσια μοίρα των περισσότερων μαύρων στην Αμερική, ενώ δεν υπάρχει καμία πολιτική ανάγκη να σωθούν ή να προστατευθούν καθόλου οι ομοφυλόφιλοι. Η ανακάλυψη της χώρας ότι ο Rock Hudson ήταν ομοφυλόφιλος δεν άλλαξε τίποτα: κανείς δεν χρειάζεται τις ψήφους των ηθοποιών (ή ακόμη και των ίδιων των ηθοποιών, για να λέμε την αλήθεια) με τον ίδιο τρόπο που οι γερουσιαστές του Νότου χρειάζονται τις ψήφους των μαύρων για να παραμείνουν στην εξουσία. Σε αυτές ακριβώς τις πόλεις όπου οι λευκοί ομοφυλόφιλοι μπορούσαν, τουλάχιστον για λίγα χρόνια, να θεωρούν τους εαυτούς τους σαφώς πιο λευκούς από ό,τι μαύρους όσον αφορά την κατανομή των προνομίων στην Αμερική, πόλεις όπου η ολοένα και πιο αποτελεσματική γκετοποίηση των μαύρων προχωράει ανενόχλητη, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες που είχαν το ίδιο μικρό πρόβλημα με τους στρέιτ ομολόγους τους να αποδεχτούν αυτόν τον δημογραφικό και οικονομικό διαχωρισμό πρέπει τώρα να αποδεχτούν το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους υποβαθμισμένους μαύρους γύρω τους, τους οποίους, όπως και οι περισσότεροι άλλοι λευκοί, έχουν αναπτύξει μια τεχνική για να μη βλέπουν, αυτοί – οι ομοφυλόφιλοι – δεν έχουν καμία αξίωση για εξουσία. Συχνά είναι με την πλευρά της εξουσίας, αλλά ανίσχυροι – συχνά είναι θλιμμένοι, αλλά πολιτικά άποροι – συχνά έχουν ευφράδεια, αλλά δεν έχουν παρά ένα ηθικό επιχείρημα – που δεν αναγνωρίζεται καν ως ηθικό επιχείρημα – για να κρατηθούν στους προστατευόμενους λευκούς θύλακες και έξω από τα στρατόπεδα καραντίνας.
Στο σύνολό τους, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες δεν είναι λιγότερο φιλόδοξοι κοινωνικά και, συχνότερα απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, δεν είναι λιγότερο αντιδραστικοί και ρατσιστές από τους ετεροφυλόφιλους. Η επιθυμία για σεξ με έναν άλλο άνδρα δεν αποτελεί ακριβώς διαπιστευτήριο πολιτικού ριζοσπαστισμού – γεγονός που αναγνωρίστηκε και ταυτόχρονα απορρίφθηκε από το κίνημα απελευθέρωσης των γκέι στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έχοντας αναγνωριστεί ο βαθμός που η γκέι απελευθέρωση, όπως το έθεσε ο Jeffrey Weeks, πρότεινε «ένα ριζοσπαστικό διαχωρισμό … μεταξύ της ομοφυλοφιλίας, που αφορούσε τη σεξουαλική προτίμηση, και του ‘γκέι’, που αφορούσε έναν ανατρεπτικά πολιτικό τρόπο ζωής». Και αρνήθηκε ό,τι αυτός ακριβώς ο διαχωρισμός προτάθηκε από τους ομοφυλόφιλους, οι οποίοι έτσι υποστήριζαν τουλάχιστον σιωπηρά την ίδια την ομοφυλοφιλία ως προνομιακό τόπο ή σημείο εκκίνησης για μια πολιτικο-σεξουαλική ταυτότητα που δεν «καθορίζεται» από έναν συγκεκριμένο σεξουαλικό προσανατολισμό ή που κατά κάποιο τρόπο δεν ανάγεται σε αυτόν. Δεν είναι μυστικό ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι αντιστέκονταν ή απλώς αδιαφορούσαν για τη συμμετοχή τους σε «έναν ανατρεπτικά πολιτικό τρόπο ζωής», για να αποχρωματιστούν ως ομοφυλόφιλοι, κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου να ενταχθούν σε αυτό που ο Watney περιγράφει ως «μια κοινωνική ταυτότητα που ορίζεται όχι από τις έννοιες της σεξουαλικής ‘ουσίας’, αλλά σε αντιθετική σχέση με τους θεσμούς και τους λόγους της ιατρικής, του νόμου, της εκπαίδευσης, της πολιτικής στέγασης και πρόνοιας κ.ο.κ.». Πιο συγκεκριμένα – και πιο πολύ στην υπόθεση ότι το ριζοσπαστικό σεξ σημαίνει ή οδηγεί σε ριζοσπαστική πολιτική – πολλοί γκέι άνδρες θα μπορούσαν, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, να αρχίσουν να αισθάνονται άνετα έχοντας «ασυνήθιστες» ή ριζοσπαστικές ιδέες για το τι είναι ΟΚ στο σεξ χωρίς να τροποποιήσουν ούτε στο ελάχιστο την περήφανη μεσοαστική τους συνείδηση ή ακόμα και τον ρατσισμό τους. Οι άνδρες των οποίων η συμπεριφορά τη νύχτα στο Cauldron του Σαν Φρανσίσκο ή στο Mineshaft της Νέας Υόρκης μπορούσε να κερδίσει την έγκριση πέντε αστέρων από τους (κυρίως στρέιτ) θεωρητικούς της πολυσεξουαλικότητας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να είναι γκέι ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι σε άθλια κατάσταση κατά τη διάρκεια της ημέρας και, στο Σαν Φρανσίσκο για παράδειγμα, να διώχνουν από το Western Addition μαύρες οικογένειες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα ενοίκια που ήταν απαραίτητα για τον εξευγενισμό της γειτονιάς.
Δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να έχουν πρόβλημα με τέτοιους συνδυασμούς στη ζωή τους (αν και προφανώς δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να αισθάνονται άνετα με το να είναι ιδιοκτήτες άθλιων ακινήτων), αλλά εννοώ ότι υπήρξε μεγάλη σύγχυση σχετικά με τις πραγματικές ή πιθανές πολιτικές επιπτώσεις της ομοφυλοφιλίας.
Οι γκέι ακτιβιστές τείνουν να συμπεραίνουν αυτές τις συνέπειες από το καθεστώς των ομοφυλόφιλων ως καταπιεσμένης μειονότητας και όχι από αυτό που νομίζω ότι είναι (εκτός ίσως από κοινωνίες πιο σωματικά καταπιεστικές από τη δική μας) οι πιο κρίσιμες συνέχειες μεταξύ των πολιτικών συμπαθειών από τη μία πλευρά και, από την άλλη, των φαντασιώσεων που συνδέονται με τη σεξουαλική απόλαυση.
Χάρη σε ένα σύστημα χαριτωμένων εμφάσεων, η ρητορική των γκέι ακτιβιστών έχει καταφέρει κατά καιρούς να υποδηλώνει ότι η λαγνεία για τα σώματα άλλων ανδρών είναι ένα υποπροϊόν ή μια απόφαση που προκύπτει από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό και όχι ένα δεδομένο σημείο εκκίνησης για ένα ολόκληρο φάσμα πολιτικών συμπάθειας. Ενώ είναι αναμφισβήτητα αλήθεια ότι η σεξουαλικότητα πάντα πολιτικοποιείται, οι τρόποι με τους οποίους η σεξουαλική επαφή πολιτικοποιείται είναι εξαιρετικά προβληματικοί. Η δεξιά πολιτική μπορεί, για παράδειγμα, να προκύψει πολύ εύκολα από μια συναισθηματοποίηση των ενόπλων δυνάμεων ή των εργατών, μια συναισθηματοποίηση που μπορεί η ίδια να παρατείνει και να υποβαθμίσει μια έντονη σεξουαλική προτίμηση για τους ναύτες και τους τηλεφωνητές.
Εν ολίγοις, για να θέσω το θέμα πολεμικά και μάλλον βάναυσα, έχουμε πει μερικά ψέματα – ψέματα των οποίων τη στρατηγική αξία κατανοώ πλήρως, αλλά τα οποία η κρίση του AIDS έχει καταστήσει παρωχημένα. Δεν βρίσκω, για παράδειγμα, χρήσιμο να υπονοούμε, όπως πρότεινε ο Dennis Altman, ότι οι γκέι σάουνες δημιούργησαν «ένα είδος δημοκρατίας σε στυλ Whitman, μια επιθυμία να γνωρίσουν και να εμπιστευτούν άλλους άνδρες σε ένα είδος αδελφότητας που απέχει πολύ από την ανδρική δουλεία της ιεραρχίας, της ιεραρχίας και του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του εξωτερικού κόσμου». Όποιος έχει περάσει ποτέ μια νύχτα σε μια γκέι σάουνα ξέρει ότι είναι (ή ήταν) ένα από τα πιο αδίστακτα βαθμολογούμενα, ιεραρχημένα και ανταγωνιστικά περιβάλλοντα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Η εμφάνισή σου, οι μύες σου, η κατανομή των μαλλιών σου, το μέγεθος του πούτσου και το σχήμα του κώλου σου καθόριζαν ακριβώς πόσο ευτυχισμένος θα ήσουν κατά τη διάρκεια αυτών των λίγων ωρών, και η απόρριψη, που γενικά συνοδευόταν από δύο ή τρεις λέξεις το πολύ, μπορούσε να είναι γρήγορη και βίαιη, χωρίς καμία από τις πολιτιστικές υποκρισίες με τις οποίες ξεφορτωνόμαστε τους ανεπιθύμητους στον έξω κόσμο. Έχει συχνά υποστηριχθεί τα τελευταία χρόνια ότι πράγματα όπως το στυλ gay-macho, το λεσβιακό ζευγάρι butch-fem και ο gay και λεσβιακός σαδομαζοχισμός, μακριά από το να εκφράζουν ανεπιφύλακτη και ανεξέλεγκτη συνενοχή με ένα βίαιο και μισογυνικό ιδεώδες της αρρενωπότητας, ή με το ετεροφυλόφιλο ζευγάρι μόνιμα εγκλωβισμένο σε μια δομή εξουσίας της ανδρικής σεξουαλικής και κοινωνικής κυριαρχίας επί της γυναικείας σεξουαλικής και κοινωνικής παθητικότητας, ή, τέλος, με τον φασισμό, είναι στην πραγματικότητα ανατρεπτικές παρωδίες των ίδιων των σχηματισμών και των συμπεριφορών που φαίνεται να μιμούνται. Τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχουν αποτελέσει αντικείμενο ζωηρής και συχνά ευφυούς συζήτησης, είναι, μου φαίνεται, εντελώς αλλοπρόσαλλοι, μολονότι, με όρους μάλλον απαράδεκτους για τους υπερασπιστές τους, μπορούν επίσης – και μάλιστα πρέπει επίσης – να υποστηριχθούν.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πιθανών επιπτώσεων αυτών των στυλ στον ετεροφυλόφιλο κόσμο που παρέχει τα πρότυπα στα οποία βασίζονται, και της σημασίας τους για τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους άνδρες που τα εκτελούν. Μια συνθηματολογική προσέγγιση δεν θα μας βοηθήσει εδώ. Ακόμα και ο Weeks, του οποίου το έργο θαυμάζω, μιλάει για «την άνοδο του macho-style μεταξύ των γκέι ανδρών στη δεκαετία του 1970 … ως άλλο ένα επεισόδιο στο συνεχιζόμενο ‘σημειωτικό ανταρτοπόλεμο’ που διεξάγεται από σεξουαλικούς παρείσακτους ενάντια στην κυρίαρχη τάξη», και παραθέτει επιδοκιμαστικά την πρόταση του Richard Dyer ότι «παίρνοντας τα σημάδια του ανδρισμού και ερωτικοποιώντας τα σε ένα απροκάλυπτα ομοφυλοφιλικό πλαίσιο, γίνεται μεγάλη ζημιά στην ασφάλεια με την οποία ορίζονται οι ‘άνδρες’ στην κοινωνία και με την οποία εξασφαλίζεται η εξουσία τους.» Αυτές οι παρατηρήσεις αρνούνται αυτό που θεωρώ ότι είναι εντελώς μη ανατρεπτικές προθέσεις, συγχέοντάς τες με προβληματικά ανατρεπτικά αποτελέσματα. Είναι δύσκολο να ξέρουμε πόσο «πολύ κακό» μπορεί να κάνει ένα στυλ που βλέπουν οι στρέιτ άντρες – αν το βλέπουν καθόλου – από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου καθώς οδηγούν στην οδό Folsom. Η ασφάλειά τους ως άνδρες με εξουσία μπορεί κάλλιστα να μην απειλείται καθόλου από αυτό το ελάχιστα τραυματικό θέαμα, επειδή τίποτα δεν τους αναγκάζει να δουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του γκέι-macho στυλ και της εικόνας που έχουν για τη δική τους αρρενωπότητα (μάλιστα, οι ίδιες οι υπερβολές αυτού του στυλ κάνουν τέτοιες αρνήσεις να φαίνονται εύλογες). Μπορεί, ωστόσο, να είναι αλήθεια ότι στο βαθμό που ο ετεροφυλόφιλος άντρας λίγο πολύ κρυφά θαυμάζει ή ταυτίζεται με τον μοτοσικλετιστικό ανδρισμό, η υιοθέτησή του από τους πούστηδες δημιουργεί, όπως προτείνουν οι Weeks και Dyer, μια οδυνηρή (αν και παροδική) κρίση αναπαράστασης. Το γκέι-macho στυλ εφευρίσκει ταυτόχρονα την οξύμωρη έκφραση «leather queen» και αρνείται την οξύμωρη ιδιότητά της – για τον macho στρέιτ άνδρα, η leather queen είναι κατανοητή, και μάλιστα ανεκτή, μόνο ως οξύμωρο – πράγμα που σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να παραμείνει ακατανόητη. Το δέρμα και οι μύες βεβηλώνονται από ένα σεξουαλικά θηλυκοποιημένο σώμα, αν και – και εδώ είναι που έχω πρόβλημα με τον ισχυρισμό του Week ότι το γκέι-macho στυλ «ροκανίζει τις ρίζες της ανδρικής ετεροφυλόφιλης ταυτότητας» – η απόρριψη του macho άνδρα από την αναπαράστασή του από τη leather queen μπορεί επίσης να συνοδεύεται από τη μυστική ικανοποίηση της γνώσης ότι η leather queen, παρ’ όλη την κατάπτυστη βλασφημία της, σκοπεύει τουλάχιστον να αποτίσει λατρευτικό φόρο τιμής στο στυλ και τη συμπεριφορά που βεβηλώνει. Η πολύ πραγματική δυνατότητα ανατρεπτικής σύγχυσης στη σύνδεση της γυναικείας σεξουαλικότητας (θα επανέλθω σε αυτό σε λίγο) και των σημαινόντων του ματσισμού διαλύεται μόλις ο ετεροφυλόφιλος αναγνωρίσει στο γκέι-macho στυλ μια λαχτάρα προς τον ματσισμό, μια λαχτάρα που, πολύ βολικά για τον ετεροφυλόφιλο, καθιστά την απαγορευτική πανοπλία και τους πολεμικούς τρόπους της leather queen μια διαστροφή και όχι μια ανατροπή της πραγματικής αρρενωπότητας.
Πράγματι, αν στραφούμε τώρα στη σημασία του στυλ macho για τους ομοφυλόφιλους άνδρες, θα ήταν, νομίζω, ακριβές να πούμε ότι αυτό το στυλ προκαλεί δύο αντιδράσεις, οι οποίες δείχνουν ένα βαθύ σεβασμό για τον ίδιο τον ματσισμό. Η μία είναι η κλασική υποτίμηση: το butch νούμερο που καμαρώνει σε ένα μπαρ με δερμάτινη στολή ανοίγει το στόμα του και ακούγεται σαν αδερφή, σε πηγαίνει σπίτι, όπου το πρώτο πράγμα που προσέχεις είναι τα πλήρη έργα της Jane Austen, σε ρίχνει στο κρεβάτι και – λοιπόν, τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Εν ολίγοις, η διακωμώδηση του γκέι ματσισμού είναι σχεδόν αποκλειστικά μια εσωτερική υπόθεση, και βασίζεται στη σκοτεινή υποψία ότι μπορεί να μην παίρνεις το πραγματικό προϊόν. Η άλλη αντίδραση είναι, πολύ απλά, ο σεξουαλικός ενθουσιασμός. Και αυτό μας φέρνει πίσω στο ζήτημα όχι της αντανάκλασης ή της έκφρασης της πολιτικής στο σεξ, αλλά μάλλον της εξαιρετικά σκοτεινής διαδικασίας με την οποία η σεξουαλική απόλαυση παράγει πολιτική. Αν το να γλείφεις τις δερμάτινες μπότες κάποιου σε ερεθίζει (και αυτόν), κανείς από τους δύο δεν κάνει μια δήλωση ανατρεπτική του macho ανδρισμο. Το camp είναι ένα ερωτικό turn-off, και όλοι οι γκέι άντρες το γνωρίζουν αυτό. Πολλά από τα campy λεγόμενα είναι παρωδιακά, και ενώ αυτό μπορεί να είναι διασκεδαστικό σε ένα δείπνο, αν έχεις σκοπό να το κάνεις με κάποιον, απενεργοποιείς το camp. Το ανδρικό γκέι camp είναι, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό μια παρωδία των γυναικών, γεγονός που, προφανώς, εγείρει κάποια άλλα ερωτήματα. Η γκέι ανδρική παρωδία μιας συγκεκριμένης θηλυκότητας, η οποία, όπως έχουν υποστηρίξει άλλοι, μπορεί να είναι η ίδια μια περίτεχνη κοινωνική κατασκευή, είναι αφενός ένας τρόπος να εκφραστεί η εχθρότητα προς τις γυναίκες που πιθανώς πλήττει κάθε άνδρα (και την οποία οι άνδρες ετεροφυλόφιλοι έχουν φυσικά εκφράσει με απείρως πιο άσχημους και αποτελεσματικούς τρόπους) και αφετέρου θα μπορούσε παραδόξως να θεωρηθεί ότι βοηθάει στην αποδόμηση αυτής της εικόνας για τις ίδιες τις γυναίκες. Ένας συγκεκριμένος τύπος ομοφυλοφιλικού στρατοπέδου εκφράζει την αλήθεια αυτής της θηλυκότητας ως άμυαλης, ασεξουαλικής και υστερικά σκύλας, προκαλώντας έτσι, όπως μου φαίνεται, μια βίαια αντιμιμητική αντίδραση σε κάθε γυναίκα θεατή.
Η γκέι αρσενική σκύλα απενοχοποιεί και αποσεξουαλικοποιεί έναν τύπο θηλυκότητας που εξιδανικεύεται από τους σταρ του κινηματογράφου, τους οποίους δολοφονεί έτσι με αγάπη με το στυλ του, παρόλο που ο ίδιος ο παρωδός μπορεί να διεγείρεται αρκετά από τις μισητές παρορμήσεις που αναπόφευκτα περιλαμβάνονται στην παράστασή του. Το γκέι-macho στυλ, από την άλλη πλευρά, αποσκοπεί στο να διεγείρει σεξουαλικά τους άλλους, και ο μόνος λόγος που συνεχίζει να υιοθετείται είναι ότι συχνά το πετυχαίνει. (Αν, ιδίως στις πιο ακραίες δερμάτινες μορφές του, υιοθετείται τόσο συχνά από ηλικιωμένους άνδρες, είναι ακριβώς επειδή βασίζονται σε αυτό για να συμπληρώσουν τη μειωμένη σεξουαλική τους ελκυστικότητα).
Η θανάσιμη σοβαρότητα της δέσμευσης των γκέι στον ματσισμό (με την οποία φυσικά δεν εννοώ ότι όλοι οι γκέι μοιράζονται, ή μοιράζονται αναμφισβήτητα, αυτή τη δέσμευση) σημαίνει ότι οι γκέι άνδρες κινδυνεύουν να εξιδανικεύσουν και να αισθανθούν κατώτεροι από ορισμένες αναπαραστάσεις του ανδρισμού βάσει των οποίων στην πραγματικότητα κρίνονται και καταδικάζονται. Η λογική της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας περιλαμβάνει τη δυνατότητα μιας ερωτικής ταύτισης με τους εχθρούς του ομοφυλόφιλου άνδρα. Και αυτό είναι μια φαντασίωση-πολυτέλεια που είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη και μη επιτρεπτή πλέον. Αναπόφευκτη επειδή η σεξουαλική επιθυμία για τους άνδρες δεν μπορεί να είναι απλώς ένα είδος πολιτισμικά ουδέτερης έλξης προς μια Πλατωνική Ιδέα του ανδρικού σώματος – το αντικείμενο αυτής της επιθυμίας περιλαμβάνει αναγκαστικά έναν κοινωνικά καθορισμένο και κοινωνικά διαδεδομένο ορισμό του τι σημαίνει να είσαι άνδρας. Τα επιχειρήματα για την κοινωνική κατασκευή του φύλου είναι πλέον γνωστά. Αλλά τέτοια επιχειρήματα έχουν σχεδόν πάντοτε, για σοβαρούς πολιτικούς λόγους, μια εντελώς διαφορετική κλίση – προορίζονται διδακτικά ως αποδείξεις ότι οι ανδρικές και γυναικείες ταυτότητες που προτείνονται από μια πατριαρχική και σεξιστική κουλτούρα δεν πρέπει να λαμβάνονται ως αυτό που προτείνονται να είναι: ανιστορικές, ουσιώδεις, βιολογικά καθορισμένες ταυτότητες. Χωρίς να διαφωνώ με αυτό το επιχείρημα, θέλω να διατυπώσω μια διαφορετική άποψη, μια άποψη που είναι κατανοητό ότι είναι λιγότερο δημοφιλής σε όσους ανυπομονούν να απελευθερωθούν από τους καταπιεστικούς και εξευτελιστικούς αυτοπροσδιορισμούς. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας δεν κινδυνεύει να αγαπήσει τον καταπιεστή του μόνο με τους τρόπους με τους οποίους οι μαύροι ή οι Εβραίοι μπορεί να συνεργάζονται περισσότερο ή λιγότερο κρυφά με τους καταπιεστές τους – δηλαδή, ως συνέπεια της καταπίεσης, εκείνης της λεπτής διαφθοράς με την οποία ένας σκλάβος μπορεί να φτάσει να ειδωλοποιήσει την εξουσία, να συμφωνήσει ότι πρέπει να υποδουλωθεί επειδή είναι υποδουλωμένος, ότι πρέπει να του αρνηθούν την εξουσία επειδή δεν έχει. Αλλά οι μαύροι και οι Εβραίοι δεν γίνονται μαύροι και Εβραίοι ως αποτέλεσμα αυτής της εσωτερίκευσης μιας καταπιεστικής νοοτροπίας, ενώ αυτή η εσωτερίκευση είναι εν μέρει συστατικό στοιχείο της ανδρικής ομοφυλοφιλικής επιθυμίας, η οποία, όπως κάθε σεξουαλική επιθυμία, συνδυάζει και συγχέει τις παρορμήσεις για οικειοποίηση και ταύτιση με το αντικείμενο της επιθυμίας. Μια αυθεντική γκέι ανδρική πολιτική ταυτότητα συνεπάγεται επομένως έναν αγώνα όχι μόνο ενάντια στους ορισμούς της αρρενωπότητας και της ομοφυλοφιλίας, όπως αυτοί επαναλαμβάνονται και επιβάλλονται σε έναν ετεροφυλόφιλο κοινωνικό λόγο, αλλά και ενάντια στους ίδιους αυτούς ορισμούς που τόσο σαγηνευτικά και τόσο πιστά αντανακλώνται από αυτά τα (εν πολλοίς πολιτισμικά επινοημένα και επεξεργασμένα) ανδρικά σώματα που κουβαλάμε μέσα μας ως μόνιμα ανανεώσιμες πηγές διέγερσης.
Υπάρχει, ωστόσο, ίσως ένας τρόπος να ανατινάξουμε αυτό το ιδεολογικό σώμα. Θέλω να προτείνω, αντί για την άρνηση αυτών που θεωρώ σημαντικές (αν και πολιτικά δυσάρεστες) αλήθειες για την ανδρική ομοφυλοφιλική επιθυμία, μια επίπονη αναπαραστατική πειθαρχία. Η σεξιστική εξουσία που ορίζει την αρρενωπότητα στους περισσότερους ανθρώπινους πολιτισμούς μπορεί εύκολα να επιβιώσει από κοινωνικές επαναστάσεις – αυτό που ίσως δεν μπορεί να επιβιώσει είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ανάληψης ή ανάληψης αυτής της εξουσίας. Αν, όπως το θέτει ο Weeks, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες «ροκανίζουν τις ρίζες μιας ανδρικής ετεροφυλόφιλης ταυτότητας», αυτό δεν οφείλεται στην παρωδιακή απόσταση που παίρνουν από αυτή την ταυτότητα, αλλά μάλλον στο γεγονός ότι, μέσα από τη σχεδόν τρελή ταύτισή τους με αυτήν, δεν παύουν ποτέ να αισθάνονται την έλξη της παραβίασής της.
Για να το καταλάβουμε αυτό, είναι ίσως απαραίτητο να αποδεχτούμε τον πόνο που προκαλεί η υιοθέτηση, τουλάχιστον προσωρινά, μιας ομοφοβικής αναπαράστασης της ομοφυλοφιλίας. Ας επιστρέψουμε για λίγο στις διαταραγμένες αρμονίες της Arcadia, στη Φλόριντα, και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι είδαν πραγματικά οι πολίτες της – ιδιαίτερα εκείνοι που έβαλαν φωτιά στο σπίτι των Ray- όταν σκέφτονταν ή κοίταζαν τα τρία αγόρια των Ray. Η καταδίωξη των παιδιών ή των ετεροφυλόφιλων με AIDS (ή που έχουν βρεθεί θετικοί στον ιό HIV) είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ενόψει της δημοφιλούς περιγραφής αυτών των ανθρώπων ως «αθώων θυμάτων». Είναι σαν η «ενοχή» των ομοφυλόφιλων ανδρών να ήταν ο πραγματικός παράγοντας της μόλυνσης. Και τι ακριβώς είναι αυτό για το οποίο είναι ένοχοι;
Όλοι συμφωνούν ότι το έγκλημα είναι σεξουαλικό, και ο Watney, μαζί με άλλους, το ορίζει ως τη φανταστική ή πραγματική ασυδοσία για την οποία οι γκέι άνδρες είναι τόσο διάσημοι. Αναλύει μια ιστορία για το AIDS από τον επιστημονικό ανταποκριτή του Observer, στην οποία το «κύριο επιχείρημα, που υποστηρίζεται από ‘ειδικούς του AIDS στην Αμερική’, [είναι] κατά των ‘περιστασιακών σεξουαλικών επαφών’». Ένας λονδρέζος γιατρός προτρέπει, κατά τη διάρκεια του άρθρου, τη χρήση προφυλακτικών σε τέτοιες επαφές, αλλά «το κύριο πρόβλημα … είναι προφανώς η ‘ασυδοσία’, με τα ζητήματα σχετικά με το είδος του σεξ που κάνει κανείς να μπαίνουν σταθερά στο περιθώριο». Αλλά τα είδη του σεξ που εμπλέκονται, με μια εντελώς διαφορετική έννοια, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κρίσιμα για το επιχείρημα. Εφόσον η ασυδοσία εδώ είναι ομοφυλοφιλική ασυδοσία, μπορούμε, νομίζω, να αναρωτηθούμε δικαιολογημένα αν το τι γίνεται δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το πόσες φορές γίνεται. Ή, ακριβέστερα, η ίδια η πράξη που αναπαρίσταται μπορεί να συνδέεται με την ακόρεστη επιθυμία, με το ασταμάτητο σεξ.
Προτού γίνω πιο σαφής σχετικά με αυτό, θα πρέπει να αναγνωρίσω ότι το επιχείρημα που θέλω να διατυπώσω είναι άκρως υποθετικό και βασίζεται κυρίως στον αποκλεισμό των στοιχείων που το υποστηρίζουν. Ένα σημαντικό μάθημα που μπορεί να αντληθεί από τη μελέτη της αναπαράστασης του AIDS είναι ότι τα μηνύματα που είναι πιο πιθανό να φτάσουν στον προορισμό τους είναι τα μηνύματα που βρίσκονται ήδη εκεί. Ή, για να το θέσουμε με άλλους όρους, οι αναπαραστάσεις του AIDS πρέπει να ακτινογραφηθούν για τη φαντασιακή λογική τους – τεκμηριώνουν τη συγκριτική ασημαντότητα της πληροφορίας στην επικοινωνία.
Έτσι, οι ιατρικές γνωματεύσεις των ειδικών για το πώς ο ιός δεν μπορεί να μεταδοθεί (πληροφορίες τις οποίες έχουν ακούσει και αναφέρουν ο δήμαρχος της Αρκαδίας και η σύζυγός του με πανεπιστημιακή μόρφωση) συζητούνται ταυτόχρονα ορθολογικά και αποκρύπτονται. Η SueEllen Smith, η σύζυγος του δημάρχου της Αρκαδίας, κάνει το ανεπιφύλακτο σχόλιο ότι «υπάρχουν πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με αυτή την ασθένεια», για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «αν είσαι έξυπνος και ακούς και διαβάζεις για το AIDS φοβάσαι όταν αφορά τα ίδια σου τα παιδιά, γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι όλες οι διαβεβαιώσεις δεν βασίζονται σε αδιάσειστα στοιχεία». Με αυστηρά ορθολογικούς όρους, αυτό μπορεί βέβαια να απαντηθεί εύκολα: υπάρχουν πράγματι «πολλά αναπάντητα ερωτήματα» σχετικά με το AIDS, αλλά οι διαβεβαιώσεις που δίνουν οι ιατρικές αρχές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού HIV μέσω περιστασιακών επαφών μεταξύ μαθητών βασίζονται στην πραγματικότητα σε «αδιάσειστα στοιχεία». Αλλά αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο στη συνέντευξη των New York Times με τους Smiths από την οποία παραθέτω (είναι ένα ευγενικό, ακόμη και αφοπλιστικό ζευγάρι: «Ξέρω ότι πρέπει να ακούγομαι σαν χωριάτης που το λέει αυτό», παρατηρεί ο κ. Smith, ο οποίος πραγματικά ποτέ δεν ακούγεται σαν χωριάτης) είναι τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα έχουν λάβει και αφομοιώσει σε βάθος εντελώς διαφορετικά μηνύματα για το AIDS. Ο δήμαρχος είπε ότι «πολλοί ντόπιοι, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, πίστευαν ότι ισχυρά συμφέροντα, κυρίως οι εθνικοί ηγέτες των ομοφυλόφιλων, είχαν πιέσει την κυβέρνηση να απέχει από τη λήψη νόμιμων μέτρων για να βοηθήσει στον περιορισμό της εξάπλωσης του AIDS». Ας αγνοήσουμε τη γοητευτική ψευδαίσθηση ότι οι «εθνικοί ηγέτες των ομοφυλόφιλων» είναι αρκετά ισχυροί ώστε να πιέσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει οτιδήποτε, και ας επικεντρωθούμε στην πραγματικά εκπληκτική υπόθεση ότι όσοι ανήκουν στην ομάδα που πλήττεται περισσότερο από το AIDS δεν θέλουν τίποτα πιο έντονα από το να δουν την εξάπλωσή του ανεξέλεγκτη. Με άλλα λόγια, αυτοί που σκοτώνονται είναι δολοφόνοι. Ο Watney παραθέτει άλλες εκδοχές αυτής της ιδέας των γκέι ανδρών ως δολοφόνων (η συμπεριφορά τους θεωρείται ως η αιτία και η πηγή του AIDS), και μιλάει για «μια εκτοπισμένη επιθυμία να τους σκοτώσουμε όλους – τα σφύζοντα σε απόκλιση εκατομμύρια». Ίσως – αλλά η υποτιθέμενη αρχική επιθυμία να σκοτωθούν οι ομοφυλόφιλοι μπορεί η ίδια να είναι κατανοητή μόνο από την άποψη της φαντασίωσης για την οποία προσφέρεται ως εξήγηση: οι ομοφυλόφιλοι είναι δολοφόνοι. Τι είναι όμως αυτό ακριβώς που τους κάνει δολοφόνους;
Ο δημόσιος λόγος για τους ομοφυλόφιλους από τότε που ξεκίνησε η κρίση του AIDS έχει μια εκπληκτική ομοιότητα (την οποία ο Watney σημειώνει παρεμπιπτόντως) με την αναπαράσταση των γυναικών ιερόδουλων τον δέκατο ένατο αιώνα «ως μολυσμένων δοχείων, που μεταφέρουν ‘γυναικείες’ αφροδίσια ασθένειες σε ‘αθώους’ άνδρες». Κάποιο περισσότερο φως ρίχνει αναδρομικά σε αυτές τις αναπαραστάσεις η σύνδεση της δολοφονικότητας των ομοφυλόφιλων ανδρών με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ο ειδικός σεξουαλικός ηρωισμός της ασυδοσίας τους. Οι αφηγήσεις του καθηγητή Narayan και του δικαστή Wallach για τους γκέι άνδρες που κάνουν σεξ είκοσι έως τριάντα φορές τη νύχτα ή μία φορά το λεπτό, είναι πολύ λιγότερο περιγραφικές ακόμη και για την πιο άσωτη ανδρική σεξουαλικότητα παρά θυμίζουν τις ανδρικές φαντασιώσεις για τους πολλαπλούς οργασμούς των γυναικών.
Η βικτοριανή αναπαράσταση των ιερόδουλων μπορεί να ποινικοποιεί ρητά αυτό που είναι απλώς συνέπεια μιας πιο βαθιάς ή αρχικής ενοχής. Η ακολασία είναι το κοινωνικό αντίστοιχο μιας σεξουαλικότητας που φυσιολογικά εδράζεται στο απειλητικό φαινόμενο της μη κλιμακούμενης κορύφωσης. Οι πόρνες διαφημίζουν (και μάλιστα πωλούν) την έμφυτη ικανότητα των γυναικών για αδιάκοπο σεξ. Αντίθετα, οι ομοιότητες μεταξύ των αναπαραστάσεων των γυναικών ιερόδουλων και των ανδρών ομοφυλόφιλων θα πρέπει να μας βοηθήσουν να προσδιορίσουμε την ακριβή μορφή της σεξουαλικής συμπεριφοράς που στοχοποιείται, στις αναπαραστάσεις του AIDS, ως η εγκληματική, μοιραία και ακαταμάχητα επαναλαμβανόμενη πράξη. Πρόκειται φυσικά για το πρωκτικό σεξ (με τη δυνατότητα πολλαπλών οργασμών να έχει εξαπλωθεί από τον εισάγοντα στον εισάγοντα, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, μπορεί πάντα να αλλάζει ρόλους και να είναι ο εισάγων για δέκα ή δεκαπέντε από αυτές τις τριάντα νυχτερινές συναντήσεις), και πρέπει φυσικά να λάβουμε υπόψη μας την ευρέως διαδεδομένη σύγχυση σε ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους άνδρες μεταξύ φαντασιώσεων πρωκτικού και κολπικού σεξ. Οι πραγματικότητες της σύφιλης τον δέκατο ένατο αιώνα και του AIDS σήμερα «νομιμοποιούν» μια φαντασίωση της γυναικείας σεξουαλικότητας ως εγγενώς άρρωστη – και η ασυδοσία σε αυτή τη φαντασίωση, μακριά από το να αυξάνει απλώς τον κίνδυνο μόλυνσης, είναι το σημάδι της μόλυνσης. Οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι άνδρες ανοίγουν τα πόδια τους με μια άσβεστη όρεξη για καταστροφή. Αυτή είναι μια εικόνα με εξαιρετική δύναμη – και αν οι καλοί πολίτες της Arcadia, στη Φλόριντα, μπόρεσαν να βγάλουν από τη μέση τους μια μέση, νομοταγή οικογένεια, είναι, θα έλεγα, επειδή κοιτάζοντας τρία αιμοφιλικά παιδιά μπορεί να είδαν – δηλαδή, ασυνείδητα να αναπαριστούν – την απείρως πιο σαγηνευτική και αφόρητη εικόνα ενός ενήλικου άνδρα, με τα πόδια ψηλά στον αέρα, ανίκανου να αρνηθεί την αυτοκτονική έκσταση του να είσαι γυναίκα.
Αλλά γιατί «αυτοκτονικό»; Πρόσφατες μελέτες έχουν τονίσει ότι ακόμη και σε κοινωνίες στις οποίες, όπως γράφει ο John Boswell, «τα πρότυπα ομορφιάς συχνά βασίζονται σε ανδρικά αρχέτυπα» (αναφέρει την αρχαία Ελλάδα και τον μουσουλμανικό κόσμο) και, ακόμη πιο εντυπωσιακά, σε πολιτισμούς που δεν θεωρούν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών αφύσικες ή αμαρτωλές, το όριο βρίσκεται στο «παθητικό» πρωκτικό σεξ. Στο μεσαιωνικό Ισλάμ, παρόλη την έμφασή του στον ομοφυλοφιλικό ερωτισμό, «η θέση του ‘εισερχόμενου’ θεωρείται παράξενη ή και παθολογική», και ενώ για τους αρχαίους Ρωμαίους, «η διάκριση μεταξύ των ρόλων που εγκρίνονταν για τους άνδρες πολίτες και τους άλλους φαίνεται να επικεντρώνεται στη χορήγηση του σπόρου (σε αντίθεση με τη λήψη του) και όχι στον πιο γνωστό σύγχρονο διαχωρισμό ενεργητικού-παθητικού», το να διεισδύει κανείς πρωκτικά δεν κρινόταν λιγότερο ως «ακατάλληλος ρόλος για τους άνδρες πολίτες.» Και στον τόμο ΙΙ της Ιστορίας της σεξουαλικότητας, ο Michel Foucault έχει τεκμηριώσει επαρκώς την αποδοχή (ακόμη και την εξύμνηση) και τη βαθιά καχυποψία της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Η γενική ηθική πόλωση στην ελληνική σκέψη της αυτοκυριαρχίας και της αβοήθητης ικανοποίησης των ορέξεων έχει, ως ένα από τα αποτελέσματά της, τη δόμηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς με όρους δραστηριότητας και παθητικότητας, με τη συνακόλουθη απόρριψη του λεγόμενου παθητικού ρόλου στο σεξ.
Αυτό που οι Αθηναίοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν, γράφει ο Foucault, είναι η εξουσία ενός ηγέτη που ως έφηβος ήταν «αντικείμενο ηδονής» για τους άλλους άνδρες – υπάρχει ένα νομικό και ηθικό ασυμβίβαστο μεταξύ σεξουαλικής παθητικότητας και πολιτικής εξουσίας. Η μόνη «έντιμη» σεξουαλική συμπεριφορά «συνίσταται στο να είναι κανείς ενεργός, να κυριαρχεί, να διεισδύει και να ασκεί έτσι την εξουσία του». Με άλλα λόγια, το ηθικό ταμπού για το «παθητικό» πρωκτικό σεξ στην αρχαία Αθήνα διατυπώνεται πρωτίστως ως ένα είδος υγιεινής της κοινωνικής εξουσίας. Η διείσδυση σημαίνει παραίτηση από την εξουσία. Βρίσκω ενδιαφέρον ότι ένα σχεδόν πανομοιότυπο επιχείρημα – από μια, βέβαια, εντελώς διαφορετική ηθική οπτική γωνία – προβάλλεται σήμερα από ορισμένες φεμινίστριες. Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια στο Salmagundi, ο Foucault είπε: «Οι άνδρες πιστεύουν ότι οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν ευχαρίστηση μόνο αναγνωρίζοντας τους άνδρες ως αφέντες» – μια φράση που θα μπορούσε κανείς εύκολα να εκλάβει ότι προέρχεται από τις πένες της Catharine MacKinnon και της Andrea Dworkin.
Πρόκειται για απίθανους συνοδοιπόρους. Στην ίδια συνέντευξη από την οποία μόλις παρέθεσα ένα απόσπασμα, ο Foucault επαινεί λίγο-πολύ ανοιχτά τις σαδομαζοχιστικές πρακτικές που βοηθούν τους ομοφυλόφιλους άνδρες (πολλοί από τους οποίους μοιράζονται τον φόβο των ετεροφυλόφιλων ανδρών να χάσουν την εξουσία τους «όντας κάτω από έναν άλλο άνδρα στην ερωτική πράξη») να «ανακουφίσουν» το «πρόβλημα» του να αισθάνονται ότι «ο παθητικός ρόλος είναι κατά κάποιο τρόπο εξευτελιστικός». Η MacKinnon και η Dworkin, από την άλλη πλευρά, δεν ενδιαφέρονται φυσικά να κάνουν τις γυναίκες να αισθάνονται άνετα που βρίσκονται κάτω από τους άνδρες, αλλά να αλλάξουν την κατανομή της εξουσίας που τόσο σηματοδοτείται όσο και συγκροτείται από την επιμονή των ανδρών να είναι από πάνω. Είχαν αρκετή κακή δημοσιότητα, αλλά νομίζω ότι διατυπώνουν ορισμένα πολύ σημαντικά σημεία, σημεία που – μάλλον απροσδόκητα – μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την ομοφοβική οργή που εξαπέλυσε το AIDS. Η MacKinnon, για παράδειγμα, επιχειρηματολογεί πειστικά ενάντια στη φιλελεύθερη διάκριση μεταξύ βίας και σεξ στο βιασμό και την πορνογραφία, μια διάκριση που, εκτός από το να αρνείται αυτό που θα έπρεπε να είναι προφανές ότι η βία είναι σεξ για το βιαστή, έχει βοηθήσει να ακούγεται η πορνογραφία απλώς σέξι, και επομένως να προστατεύεται. Αν η ίδια και η Dworkin χρησιμοποιούν τη λέξη βία για να περιγράψουν πορνογραφία που κανονικά θα ταξινομούνταν ως μη βίαιη (για παράδειγμα, ταινίες πορνό χωρίς ρητό σαδομαζοχισμό ή σκηνές βιασμού), είναι επειδή ορίζουν ως βίαιη τη σχέση εξουσίας που βλέπουν να εγγράφεται στις σεξουαλικές πράξεις που αναπαριστά η πορνογραφία. Η πορνογραφία, γράφει η MacKinnon, «ερωτικοποιεί την ιεραρχία» – «μετατρέπει την ανισότητα σε σεξ, πράγμα που την κάνει απολαυστική, και στο φύλο, πράγμα που την κάνει να φαίνεται φυσική». Όχι πολύ διαφορετικά από τον Foucault (εκτός, βέβαια, από τη ρητορική κλιμάκωση), η MacKinnon μιλάει για «τον ανδροκρατικό ορισμό της γυναικείας σεξουαλικότητας ως λαγνεία για αυτοκαταστροφή». Η πορνογραφία «θεσμοθετεί τη σεξουαλικότητα της ανδρικής υπεροχής, συγχωνεύοντας την ερωτικοποίηση της κυριαρχίας και της υποταγής με την κοινωνική κατασκευή του αρσενικού και του θηλυκού». Έχει υποστηριχθεί ότι ακόμη και αν τέτοιες περιγραφές της πορνογραφίας είναι ακριβείς, υπερβάλλουν για τη σημασία της: Οι MacKinnon και Dworkin βλέπουν την πορνογραφία να παίζει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή μιας κοινωνικής πραγματικότητας της οποίας στην πραγματικότητα αποτελεί μόνο μια περιθωριακή αντανάκλαση. Κατά μία έννοια -και ιδίως αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος του σταθερού κοινού για τη σκληρή πορνογραφία – αυτό είναι αλήθεια.
Αλλά η αντίρρηση είναι επίσης κάτι σαν αποφυγή, διότι αν συμφωνηθεί ότι η πορνογραφία ερωτικοποιεί – και έτσι εξυμνεί – τη βία της ίδιας της ανισότητας (και η ανισότητα δεν χρειάζεται να επιβάλλεται με μαστίγια για να είναι βίαιη: η άρνηση στους μαύρους να έχουν ίσα προνόμια στις θέσεις στα δημόσια λεωφορεία θεωρήθηκε δικαίως ως μια μορφή φυλετικής βίας), τότε η νόμιμη πορνογραφία είναι νομιμοποιημένη βία.
Και όχι μόνο αυτό: Οι MacKinnon και Dworkin διεκδικούν πραγματικά τον ρεαλισμό της πορνογραφίας. Δηλαδή, είτε τη θεωρούμε συστατική (και όχι απλώς αντανακλαστική) μιας ερωτικοποίησης της βίας της ανισότητας είτε όχι, η πορνογραφία θα ήταν η πιο ακριβής περιγραφή και η πιο αποτελεσματική προώθηση αυτής της ανισότητας. Η πορνογραφία δεν μπορεί να απορριφθεί ως λιγότερο σημαντική κοινωνικά από άλλες πιο διάχυτες εκφράσεις της ανισότητας των φύλων (όπως οι αποτρόπαιες και αναρίθμητες τηλεοπτικές διαφημίσεις στις οποίες, στο πλαίσιο της προώθησης πωλήσεων φαρμάκων για το βήχα και δημητριακών με πίτουρο, οι γυναίκες απεικονίζονται ως σκλάβες της φυσιολογικής λειτουργίας των βρογχικών σωλήνων και των παχέων εντέρων των ανδρών τους), διότι μόνο η πορνογραφία μας λέει γιατί η διαφήμιση με πίτουρο είναι αποτελεσματική: η δουλοπρέπεια των γυναικών είναι ερωτικά συναρπαστική. Η απόλυτη λογική της κριτικής της MacKinnon και της Dworkin στην πορνογραφία –και, όσο παρωδιακό κι αν ακούγεται αυτό, πραγματικά δεν το εννοώ ως παρωδία των απόψεών τους – θα ήταν η ποινικοποίηση του ίδιου του σεξ έως ότου αυτό επανεφευρεθεί. Διότι ο πιο ριζοσπαστικός ισχυρισμός τους δεν είναι ότι η πορνογραφία έχει βλαβερή επίδραση στις κατά τα άλλα μη βλαβερές σεξουαλικές σχέσεις, αλλά μάλλον ότι η λεγόμενη κανονική σεξουαλικότητα είναι ήδη πορνογραφική.
«Όταν η βία κατά των γυναικών ερωτικοποιείται, όπως συμβαίνει σε αυτή την κουλτούρα», γράφει η MacKinnon, «είναι πολύ δύσκολο να πούμε ότι υπάρχει σημαντική διάκριση στο επίπεδο το σεξ που εμπλέκεται μεταξύ της επίθεσης από ένα πέος και της επίθεσης από μια γροθιά, ειδικά όταν ο δράστης είναι άνδρας». Η Dworkin έχει φτάσει αυτή τη θέση στο λογικό της άκρο: στην απόρριψη της ίδιας της συνουσίας. Αν, όπως υποστηρίζει, «υπάρχει σχέση μεταξύ της συνουσίας καθεαυτής και του χαμηλού στάτους των γυναικών» και αν η ίδια η συνουσία «έχει ανοσία στη μεταρρύθμιση», τότε δεν πρέπει να υπάρχει πλέον διείσδυση. Η Dworkin αναγγέλλει: «Η διείσδυση δεν μπορεί να είναι η πρώτη φορά που θα πρέπει να γίνει: ‘Σε έναν κόσμο ανδρικής εξουσίας – εξουσίας του πέους – το γαμήσι είναι η ουσιαστική σεξουαλική εμπειρία της εξουσίας και της δύναμης και της κατοχής – γαμήσι από θνητούς άνδρες, κανονικούς άντρες».
Σχεδόν όλοι όσοι διαβάζουν τέτοιες προτάσεις θα τις θεωρήσουν τρελές, αν και κατά μία έννοια απλώς αναπτύσσουν την έμμεση ηθική λογική της πιο αποστασιοποιημένης και επομένως πιο αξιοσέβαστης διατύπωσης του Foucault: «Οι άνδρες πιστεύουν ότι οι γυναίκες μπορούν να βιώσουν ευχαρίστηση μόνο αναγνωρίζοντας τους άνδρες ως αφέντες». Η MacKinnon, η Dworkin και ο Foucault λένε ότι ένας άνδρας που βρίσκεται πάνω σε μια γυναίκα υποθέτει ότι αυτό που τη διεγείρει είναι η ιδέα ότι στο σώμα της εισβάλλει ένας φαλλικός αφέντης.
Το επιχείρημα κατά της πορνογραφίας παραμένει, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα φιλελεύθερο επιχείρημα όσο θεωρείται ότι η πορνογραφία παραβιάζει τη φυσική σύνδεση του σεξ με την τρυφερότητα και την αγάπη. Γίνεται ένα πολύ πιο ανησυχητικά ριζοσπαστικό επιχείρημα όταν η κατηγορία κατά της πορνογραφίας ταυτίζεται με την κατηγορία κατά του ίδιου του σεξ. Αυτό το βήμα συνήθως αποφεύγεται με την τοποθέτηση της βίας της πορνογραφίας είτε ως ένδειξη ορισμένων φαντασιώσεων που συνδέονται ελάχιστα με μια κατά τα άλλα ουσιαστικά υγιή (φροντίδα, αγάπη) μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε ως συμπτωματικό υποπροϊόν των κοινωνικών ανισοτήτων (πιο συγκεκριμένα, της βίας που ενυπάρχει σε μια φαλλοκεντρική κουλτούρα). Στην πρώτη περίπτωση, η πορνογραφία μπορεί να υπερασπιστεί ως θεραπευτική ή τουλάχιστον καθαρτική διέξοδος για αυτές τις ίσως αναπόφευκτες αλλά ευτυχώς περιθωριακές φαντασιώσεις, και στη δεύτερη περίπτωση η πορνογραφία καθίσταται λίγο πολύ άσχετη με έναν πολιτικό αγώνα ενάντια σε πιο διάχυτες κοινωνικές δομές ανισότητας (διότι μόλις οι τελευταίες διαλυθούν, τα πορνογραφικά παράγωγά τους θα έχουν χάσει τον λόγο ύπαρξής τους).
Οι MacKinnon και Dworkin, από την άλλη πλευρά, υποθέτουν δικαίως την τεράστια δύναμη των σεξουαλικών εικόνων να προσανατολίζουν τη φαντασία μας για το πώς μπορεί και πρέπει να διανέμεται και να απολαμβάνεται η πολιτική εξουσία, και, μου φαίνεται ότι εξίσου δικαίως δυσπιστούν σε μια ορισμένη διανοητική προχειρότητα στο επιχείρημα της κάθαρσης, μια προχειρότητα που συνίσταται στην αποφυγή του ερωτήματος πώς ένα κέντρο υποθετικά υγιούς σεξουαλικότητας παρήγαγε ποτέ αυτά τα δυσάρεστα περιθώρια. Δεδομένου του δημόσιου λόγου γύρω από το κέντρο της σεξουαλικότητας (ενός λόγου που προφανώς δεν παρακινείται από μια κανονιστική ιδεολογία για το σεξ), τα περιθώρια μπορεί να είναι το μόνο μέρος όπου το κέντρο γίνεται ορατό.
Επιπλέον, αν και οι στρατηγικές και οι πρακτικές συστάσεις τους είναι μοναδικές, το έργο της MacKinnon και της Dworkin θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα γενικότερο εγχείρημα, το οποίο θα ονομάσω λυτρωτική επανίδρυση του σεξ. Το εγχείρημα αυτό τέμνει τις συνήθεις γραμμές στο πεδίο μάχης της σεξουαλικής πολιτικής, και περιλαμβάνει όχι μόνο την πανικόβλητη άρνηση της παιδικής σεξουαλικότητας, η οποία «αξιοποιείται» στις μέρες μας ως μια σχεδόν ψυχωτική ανησυχία για την παιδική κακοποίηση, αλλά και τις δραστηριότητες επιφανών λεσβιών υποστηρικτών του σαδομαζοχιστικού σεξ όπως η Gayle Rubin και η Pat Califia, καμία από τις οποίες, για να το θέσω ήπια, δεν συμμερίζεται την πολιτική ατζέντα της MacKinnon και της Dworkin. Ο τεράστιος όγκος του σύγχρονου λόγου που υποστηρίζει μια ριζικά αναθεωρημένη φαντασία της ικανότητας του σώματος για απόλαυση – ένα διακριτικό πρόταγμα στο οποίο ανήκουν ο Foucault, ο Weeks και ο Watney – έχει ως την ίδια τη συνθήκη της δυνατότητάς του μια ορισμένη άρνηση του σεξ όπως το ξέρουμε, και μια συχνά κρυφή συμφωνία για τη σεξουαλικότητα ως κάτι που είναι, στην ουσία του, λιγότερο ενοχλητικό, λιγότερο κοινωνικά τραχύ, λιγότερο βίαιο, περισσότερο σεβαστό στην «προσωπικότητα» απ’ ό,τι ήταν σε μια ανδροκρατούμενη, φαλλοκεντρική κουλτούρα. Οι μυστικοποιήσεις στον γκέι ακτιβιστικό λόγο για τον γκέι ανδρικό ματσισμό ανήκουν σε αυτό το εγχείρημα – θα επιστρέψω σε άλλα σημάδια της συμμετοχής των γκέι στο λυτρωτικό σεξουαλικό πρόταγμα.
Προς το παρόν, θέλω να υποστηρίξω, πρώτα απ’ όλα, ότι η MacKinnon και η Dworkin είχαν τουλάχιστον το θάρρος να είναι σαφείς σχετικά με τη βαθιά ηθική απέχθεια για το σεξ που εμπνέει ολόκληρο το πρόταγμα, είτε το συγκεκριμένο πρόγραμμά τους είναι νόμοι κατά της πορνογραφίας, είτε η επιστροφή στις αρκαδικές κινητικότητες της παιδικής πολυσεξουαλικότητας, είτε το S&M που κακοποιεί το σώμα προκειμένου να πολλαπλασιάσει ή να αναδιανείμει τους τόπους απόλαυσης, ή, όπως θα δούμε, η συγκριτικά ανώδυνη ατζέντα (που υποστηρίζεται από τους Weeks και Watney) του σεξουαλικού πλουραλισμού. Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα έχουν την ελαφρώς αμφισβητήσιμη αρετή ότι είναι αναμφισβήτητα πιο υγιή από το λυρικό αφιέρωμα της Dworkin στον μαχητικό ποιμενισμό της παρθενίας της Ιωάννας της Λωραίνης, αλλά η ποιμενική παρόρμηση βρίσκεται πίσω από όλα αυτά. Αυτό που με ενοχλεί με τη MacKinnon και την Dworkin δεν είναι η ανάλυσή τους για τη σεξουαλικότητα, αλλά μάλλον οι ποιμαντικές, λυτρωτικές προθέσεις που υποστηρίζουν την ανάλυση. Δηλαδή – και αυτό είναι το δεύτερο, μείζον σημείο που θέλω να υποστηρίξω – μας έδωσαν τους λόγους για τους οποίους η πορνογραφία πρέπει να πολλαπλασιαστεί και όχι να εγκαταλειφθεί, και, πιο βαθιά, τους λόγους για την υπεράσπιση, για την καλλιέργεια του ίδιου του σεξ που βρίσκουν τόσο μισητό. Η καταγγελία τους για το σεξ – η άρνησή τους να το ωραιοποιήσουν, να το ρομαντικοποιήσουν, να ισχυριστούν ότι το γαμήσι έχει σχέση με την κοινότητα ή την αγάπη – είχε το εξαιρετικά επιθυμητό αποτέλεσμα να δημοσιοποιήσει, να μας εκθέσει με σαφήνεια την ανεκτίμητη αξία του σεξ ως – τουλάχιστον σε ορισμένες από τις αδιόρθωτες πτυχές του – αντικοινοτικό, αντι-ισονομικό, αντι-τροφοδοτικό, αντι-αγάπη.
Ας ξεκινήσουμε με ορισμένες ανατομικές εκτιμήσεις. Τα ανθρώπινα σώματα είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι, ή τουλάχιστον ήταν, σχεδόν αδύνατο να μην συνδέσουμε την κυριαρχία και την υποταγή με την εμπειρία των πιο έντονων απολαύσεών μας. Αυτό είναι πρώτα απ’ όλα ένα ζήτημα τοποθέτησης. Αν η διείσδυση που είναι απαραίτητη (μέχρι πρόσφατα…) για την αναπαραγωγή του είδους επιτυγχάνεται κατά κανόνα με το να ανέβει ο άνδρας πάνω στη γυναίκα, είναι επίσης αλήθεια ότι το να είσαι από πάνω δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς θέμα φυσικής θέσης – είτε για το άτομο που είναι από πάνω είτε για εκείνο που είναι από κάτω. (Και για τη γυναίκα το να βρεθεί από πάνω είναι απλώς ένας τρόπος να την αφήσουμε να παίξει για λίγο το παιχνίδι της εξουσίας, αν και – όπως δείχνουν αρκετά αποτελεσματικά οι εικόνες των ταινιών πορνό – ακόμη και από κάτω, ο άνδρας μπορεί να συγκεντρώσει την παραπλανητικά απαρνημένη επιθετικότητά του στην ωστική κίνηση του πέους του). Και, όπως αυτό υποδηλώνει, υπάρχει, δυστυχώς, και το ζήτημα του πέους. Δυστυχώς, η απόρριψη του φθόνου του πέους ως ανδρικής φαντασίωσης και όχι ως ψυχολογικής αλήθειας για τις γυναίκες δεν κάνει πραγματικά τίποτα για να αλλάξει τις υποθέσεις πίσω από αυτή τη φαντασίωση.
Γιατί η ιδέα του φθόνου του πέους περιγράφει το πώς αισθάνονται οι άνδρες που έχουν πέος, και, όσο υπάρχουν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα σημαντικό γεγονός για τις γυναίκες. Εν ολίγοις, οι κοινωνικές δομές από τις οποίες συχνά λέγεται ότι απορρέει ο ερωτισμός της κυριαρχίας και της υποταγής είναι ίσως οι ίδιες παράγωγα (και υποβαθμίσεις) της αδιαχώριστης φύσης της σεξουαλικής απόλαυσης και της άσκησης ή της απώλειας της εξουσίας. Το να λέμε αυτό δεν σημαίνει ότι προτείνουμε μια «ουσιοκρατική» άποψη για τη σεξουαλικότητα. Ο προβληματισμός σχετικά με το φαντασιακό δυναμικό του ανθρώπινου σώματος – οι φαντασιώσεις που γεννά η σεξουαλική του ανατομία και οι συγκεκριμένες κινήσεις που κάνει κατά τη λήψη της σεξουαλικής απόλαυσης – δεν είναι το ίδιο πράγμα με μια a priori, ιδεολογικά υποκινούμενη και κανονιστική περιγραφή της ουσίας της σεξουαλικότητας. Αντίθετα, λέω ότι εκείνα τα αποτελέσματα της εξουσίας που, όπως έχει υποστηρίξει ο Foucault, είναι εγγενή στην ίδια τη σχέση (παράγονται άμεσα από «τις διαιρέσεις, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες» που αναπόφευκτα υπάρχουν «σε κάθε σχέση από το ένα σημείο στο άλλο») μπορούν ίσως πιο εύκολα να επιδεινωθούν, και να πολωθούν σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, στο σεξ, και ότι αυτή η δυνατότητα μπορεί να θεμελιωθεί στην μεταβαλλόμενη εμπειρία που έχει κάθε ανθρώπινο ον σχετικά με την ικανότητα ή την αποτυχία του σώματός του να ελέγχει και να χειρίζεται τον κόσμο πέρα από τον εαυτό του.
Περιττό να πούμε ότι οι ιδεολογικές εκμεταλλεύσεις αυτού του φανταστικού δυναμικού έχουν μακρά και άδοξη ιστορία. Πρόκειται κυρίως για μια ιστορία της ανδρικής εξουσίας, η οποία έχει πλέον τεκμηριωθεί πλούσια από άλλους. Θέλω να προσεγγίσω αυτό το θέμα από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία και να υποστηρίξω ότι μια σοβαρά δυσλειτουργική πτυχή αυτού που είναι, τελικά, η υγιής ευχαρίστηση που παίρνουμε από τη λειτουργία ενός συντονισμένου και ισχυρού φυσικού οργανισμού είναι ο πειρασμός να αρνηθούμε την ίσως εξίσου ισχυρή έλξη της αδυναμίας, της απώλειας του ελέγχου. Ο φαλλοκεντρισμός είναι ακριβώς αυτό: όχι πρωτίστως η άρνηση της εξουσίας στις γυναίκες (αν και προφανώς έχει οδηγήσει και σε αυτό, παντού και πάντα), αλλά κυρίως η άρνηση της αξίας της αδυναμίας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Δεν εννοώ την αξία της ευγένειας, ή της μη επιθετικότητας, ή ακόμη και της παθητικότητας, αλλά μάλλον μιας πιο ριζικής διάλυσης και ταπείνωσης του εαυτού. Γιατί υπάρχει τελικά, πέρα από τις φαντασιώσεις της σωματικής εξουσίας και υποταγής που μόλις συζήτησα, μια υπέρβαση αυτής ακριβώς της πολικότητας, η οποία, όπως έχει προτείνει ο Georges Bataille, μπορεί να είναι το βαθύ νόημα τόσο ορισμένων μυστικιστικών εμπειριών όσο και της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Κάνοντας αυτή την πρόταση σκέφτομαι επίσης την κάπως απρόθυμη εικασία του Freud, ιδίως στα Τρία δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, ότι η σεξουαλική ευχαρίστηση εμφανίζεται κάθε φορά που επιτυγχάνεται ένα ορισμένο κατώφλι έντασης, όταν η οργάνωση του εαυτού διαταράσσεται στιγμιαία από αισθήσεις ή συναισθηματικές διεργασίες κατά κάποιον τρόπο «πέρα» από εκείνες που συνδέονται με την ψυχική οργάνωση. Απρόθυμος, διότι, όπως έχω υποστηρίξει αλλού, ο ορισμός αυτός απομακρύνει το σεξουαλικό από το διακειμενικό, στερώντας έτσι από το τελεολογικό επιχείρημα των Τριών Δοκιμίων μεγάλο μέρος της βαρύτητάς του. Διότι από τη μια πλευρά ο Freud σκιαγραφεί μια κανονιστική σεξουαλική ανάπτυξη που βρίσκει τον φυσικό της στόχο στη μετα-οιδιπόδεια, γεννητικά επικεντρωμένη επιθυμία για κάποιον του αντίθετου φύλου, ενώ από την άλλη πλευρά προτείνει όχι μόνο την ασημαντότητα του αντικειμένου στη σεξουαλικότητα αλλά και, και ακόμη πιο ριζικά, μια συντριβή των ίδιων των ψυχικών δομών που αποτελούν την προϋπόθεση για την ίδια την εγκαθίδρυση μιας σχέσης με τους άλλους. Σε αυτή την περίεργα επίμονη, αν και διακεκομμένη, προσπάθεια να προσεγγίσει την «ουσία» της σεξουαλικής ηδονής –μια προσπάθεια που διανθίζει και διακόπτει το πιο ασφαλές αφηγηματικό περίγραμμα της ιστορίας της επιθυμίας στα Τρία Δοκίμια – ο Freud επανέρχεται διαρκώς σε μια γραμμή συλλογισμού στην οποία η αντίθεση μεταξύ ηδονής και πόνου καθίσταται άνευ σημασίας, στην οποία το σεξουαλικό αναδύεται ως η jouissance των εκρηγμένων ορίων, ως η εκστατική οδύνη στην οποία βυθίζεται στιγμιαία ο ανθρώπινος οργανισμός όταν «πιέζεται» πέρα από ένα ορισμένο όριο αντοχής. Η σεξουαλικότητα, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται, μπορεί να είναι μια ταυτολογία για τον μαζοχισμό. Στο βιβλίο Το φροϋδικό σώμα πρότεινα ότι αυτός ο σεξουαλικά συγκροτημένος μαζοχισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη και ως εξελικτική κατάκτηση, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο βρέφος να επιβιώσει, και μάλιστα να βρει ευχαρίστηση, στην οδυνηρή και χαρακτηριστικά ανθρώπινη περίοδο κατά την οποία τα βρέφη συντρίβονται από ερεθίσματα για τα οποία δεν έχουν ακόμη αναπτύξει αμυντικές ή ενοποιητικές δομές του εγώ. Ο μαζοχισμός θα ήταν η ψυχική στρατηγική που νικά εν μέρει μια βιολογικά δυσλειτουργική διαδικασία ωρίμανσης. Από αυτή τη φροϋδική οπτική γωνία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Bataille αναδιατυπώνει αυτόν τον αυτο-συντριβή στο σεξουαλικό ως ένα είδος όχι ανεπίσημου αυτοεξευτελισμού, ως έναν μαζοχισμό στον οποίο η μελαγχολία του ηθικού μαζοχισμού του μετα-οιδιπόδειου υπερεγώ είναι εντελώς ξένη, και στον οποίο, τρόπον τινά, ο εαυτός απορρίπτεται πληθωρικά.
Η συνάφεια αυτών των εικασιών με την παρούσα συζήτηση θα πρέπει να είναι σαφής: ο εαυτός που το σεξουαλικό συντρίβει παρέχει τη βάση στην οποία η σεξουαλικότητα συνδέεται με την εξουσία. Είναι δυνατόν να σκεφτούμε το σεξουαλικό ως, ακριβώς, κινούμενο μεταξύ μιας υπερβολικής αίσθησης του εαυτού και μιας απώλειας κάθε συνείδησης του εαυτού. Αλλά το σεξ ως υπερβολή του εαυτού είναι ίσως μια καταστολή του σεξ ως κατάργηση του εαυτού. Ανακριβώς αναπαράγει την αυτοκαταστροφή ως αυτοδιόγκωση, ως ψυχική διόγκωση.
Αν, όπως υποδηλώνουν αυτές οι λέξεις, οι άνδρες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να «επιλέγουν» αυτή την εκδοχή της σεξουαλικής απόλαυσης, επειδή ο σεξουαλικός τους εξοπλισμός φαίνεται να προσκαλεί κατ’ αναλογία, ή τουλάχιστον να διευκολύνει, τη φαλλοποίηση του εγώ, κανένα από τα δύο φύλα δεν έχει αποκλειστικά δικαιώματα στην πρακτική του σεξ ως αυτο-υπερβολή. Διότι είναι ίσως πρωτίστως ο εκφυλισμός του σεξουαλικού σε σχέση που καταδικάζει τη σεξουαλικότητα να μετατρέπεται σε αγώνα για την εξουσία. Από τη στιγμή που τίθενται πρόσωπα, αρχίζει ο πόλεμος. Είναι ο εαυτός που φουσκώνει από ενθουσιασμό στην ιδέα ότι είναι από πάνω, ο εαυτός που κάνει το αναπόφευκτο παιχνίδι των ωθήσεων και των υποχωρήσεων στο σεξ επιχείρημα για τη φυσική εξουσία του ενός φύλου έναντι του άλλου.
Μακριά από το να απολογούνται για την ασυδοσία τους ως αποτυχία να διατηρήσουν μια σχέση αγάπης, μακριά από το να καλωσορίζουν την επιστροφή στη μονογαμία ως ευεργετική συνέπεια της φρίκης του AIDS, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες θα πρέπει να θρηνούν αδιάκοπα την πρακτική αναγκαιότητα, τώρα, τέτοιων σχέσεων, θα πρέπει να αντιστέκονται στο να παρασυρθούν στο να μιμηθούν τον αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ ανδρών και γυναικών, τον οποίο τίποτα δεν έχει αλλάξει ποτέ. Ακόμη και μεταξύ των πιο επικριτικών ιστορικών της σεξουαλικότητας και των πιο οργισμένων ακτιβιστών, υπήρξε αρκετή αμυντική στάση σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι γκέι. Έτσι, για τον Jeffrey Weeks η πιο χαρακτηριστική πτυχή της γκέι ζωής είναι ο «ριζοσπαστικός πλουραλισμός» της. Η Gayle Rubin απηχεί και επεκτείνει αυτή την ιδέα υποστηρίζοντας έναν «θεωρητικό καθώς και σεξουαλικό πλουραλισμό». Ο Watney επαναλαμβάνει αυτό το θέμα με, είναι αλήθεια, κάποιες σημαντικές αποχρώσεις. Βλέπει ότι «η νέα γκέι ταυτότητα κατασκευάστηκε μέσα από πολλαπλές συναντήσεις, μετατοπίσεις της σεξουαλικής ταύτισης, πράξεις, πολιτισμικές ενισχύσεις και μια πλειάδα ευκαιριών (τουλάχιστον στις μεγάλες αστικές περιοχές) για την απενοχοποίηση της κληρονομημένης σεξουαλικής ενοχής μιας τραγελαφικά ομοφοβικής κοινωνίας» και γι’ αυτό θρηνεί για τη «καταφανή αποσεξουαλικοποίηση της γκέι κουλτούρας και εμπειρίας» που ενθαρρύνθηκε από την κρίση του AIDS. Παρ’ όλα αυτά, αμβλύνει αυτό που θεωρώ ότι είναι η συγκεκριμένη απειλή του γκέι σεξ για αυτή την «γκροτέσκα ομοφοβική κοινωνία», επιμένοντας στη διαβεβαίωση της «ποικιλομορφίας της ανθρώπινης σεξουαλικότητας σε όλες τις παραλλαγές της» ως «ίσως την πιο ριζοσπαστική πτυχή της γκέι κουλτούρας». Η ποικιλομορφία είναι η λέξη-κλειδί στις συζητήσεις του για την ομοφυλοφιλία, την οποία ορίζει ως «ένα κυμαινόμενο πεδίο σεξουαλικών επιθυμιών και συμπεριφορών» – μεγιστοποιεί «τις αμοιβαίες ερωτικές δυνατότητες του σώματος, και γι’ αυτό είναι ταμπού».
Πολλά από αυτά προέρχονται φυσικά από τη ρητορική της σεξουαλικής απελευθέρωσης στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μια ρητορική που έλαβε την πιο έγκριτη διανοητική δικαίωσή της από το κάλεσμα του Foucault – ιδιαίτερα στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας – για την επανεφεύρεση του σώματος ως επιφάνεια πολλαπλών πηγών απόλαυσης. Τέτοιες εκκλήσεις, παρόλη τη λυτρωτική τους γοητεία, είναι, ωστόσο, περιττά και ακόμη και επικίνδυνα εξημερωμένες. Το επιχείρημα για την ποικιλομορφία έχει το στρατηγικό πλεονέκτημα ότι κάνει τους ομοφυλόφιλους να φαίνονται σαν παθιασμένοι υπερασπιστές μιας από τις πρωταρχικές αξίες της κυρίαρχης φιλελεύθερης κουλτούρας, αλλά το να προβάλλει κανείς αυτό το επιχείρημα σημαίνει, μου φαίνεται, ότι είναι ανειλικρινές ως προς τη σχέση μεταξύ της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς και της απέχθειας που εμπνέει. Η απέχθεια, όπως αποδεικνύεται, είναι ένα μεγάλο λάθος: αυτό που πραγματικά επιδιώκουμε είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία, και το να πηδιόμαστε είναι απλώς μια στιγμή στην πρακτική αυτών των αξιέπαινων ανθρωπιστικών αρετών. Ο Foucault θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα διεστραμμένος για όλα αυτά: απαιτητικός, προκλητικός, και όμως, παρά τις ριζοσπαστικές του προθέσεις, κάπως κατευναστικός στις εμφάσεις του. Έτσι, στη συνέντευξη στο Salmagundi στην οποία ήδη αναφέρθηκα, αφού ανακοινώσει ότι «δεν θα κάνει χρήση μιας θέσης εξουσίας ενώ [του] παίρνουν συνέντευξη για να διακινήσει απόψεις», παραδίδει στον εαυτό του τις άκρως ιδιότυπες απόψεις, πρώτα απ’ όλα, ότι «για έναν ομοφυλόφιλο, η καλύτερη στιγμή του έρωτα είναι πιθανότατα όταν ο εραστής φεύγει με το ταξί» («η ομοφυλοφιλική φαντασία ασχολείται ως επί το πλείστον με την ανάμνηση της πράξης παρά με την πρόβλεψη [ή, προφανώς, την απόλαυσή της]») και, δεύτερον, ότι οι τελετουργίες των ομοφυλόφιλων S&M είναι «το αντίστοιχο των μεσαιωνικών δικαστηρίων όπου ορίζονταν αυστηροί κανόνες ιδιοκτησιακής ερωτοτροπίας.» Η πρώτη άποψη είναι κάπως ενοχλητική – η δεύτερη έχει μια κάποια campy γοητεία.
Και τα δύο στρέφουν την προσοχή μας μακριά από το σώμα – από τις πράξεις στις οποίες συμμετέχει, από τον πόνο που προκαλεί και εκλιπαρεί – και στρέφουν την προσοχή μας στους ρομαντισμούς της μνήμης και στις εξιδανικεύσεις της προσεξουαλικής, της ερωτικής φαντασίας. Αυτή η απομάκρυνση από το σεξ προβάλλεται στη συνέχεια στους ετεροφυλόφιλους ως εξήγηση για την εχθρότητά τους. «Νομίζω ότι αυτό που ενοχλεί περισσότερο αυτούς που δεν είναι ομοφυλόφιλοι σχετικά με την ομοφυλοφιλία είναι το γκέι στυλ ζωής, όχι οι ίδιες οι σεξουαλικές πράξεις», και, «Είναι η προοπτική ότι οι ομοφυλόφιλοι θα δημιουργήσουν ακόμη απρόβλεπτα είδη σχέσεων που πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να ανεχτούν». Αλλά τι είναι «το γκέι στυλ ζωής»; Υπάρχει τέτοιο; Ήταν το life style του Foucault το ίδιο με αυτό του Rock Hudson; Και το πιο σημαντικό, μπορεί μια μη αναπαραστατική μορφή σχέσης να είναι πραγματικά πιο απειλητική από την αναπαράσταση μιας συγκεκριμένης σεξουαλικής πράξης – ειδικά όταν η σεξουαλική πράξη συνδέεται με τις γυναίκες αλλά εκτελείται από άνδρες και, όπως έχω προτείνει, έχει την τρομακτική έλξη της απώλειας του εγώ, του αυτοεξευτελισμού;
Μελετήσαμε παραδείγματα αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ένα φρενήρες έπος μετατοπίσεων στο λόγο για τη σεξουαλικότητα και το AIDS. Η κυβέρνηση μιλάει περισσότερο για εξετάσεις παρά για έρευνα και θεραπεία – ενδιαφέρεται περισσότερο για εκείνους που μπορεί τελικά να απειληθούν από το AIDS παρά για εκείνους που έχουν ήδη προσβληθεί από αυτό. Υπάρχουν νοσοκομεία στα οποία η μέριμνα για την ασφάλεια των ασθενών που δεν έχουν εκτεθεί στον ιό HIV υπερισχύει της φροντίδας όσων πάσχουν από ασθένεια που σχετίζεται με το AIDS. Η προσοχή στρέφεται μακριά από τα είδη του σεξ που ασκούν οι άνθρωποι σε έναν ηθικιστικό λόγο για την ασυδοσία. Η παρόρμηση για τη δολοφονία των ομοφυλόφιλων βγαίνει στην επιφάνεια ως οργή κατά των ομοφυλόφιλων δολοφόνων που σκοπίμως διαδίδουν έναν θανατηφόρο ιό στο «ευρύ κοινό». Ο πειρασμός της αιμομιξίας γίνεται εθνική εμμονή με την κακοποίηση παιδιών από εργαζόμενους σε παιδικούς σταθμούς και δασκάλους. Μεταξύ των διανοουμένων, το πέος έχει εξυγιανθεί και υποβιβαστεί στον φαλλό ως το αρχικό σημαίνον – το σώμα πρέπει να διαβαστεί ως γλώσσα. (Τέτοιες τεχνικές αποστασιοποίησης, για τις οποίες οι διανοούμενοι έχουν μια φυσική κλίση, δεν είναι φυσικά μόνο σεξουαλικές: η εθνική ντροπή των οικονομικών διακρίσεων εις βάρος των μαύρων θάβεται στην αυτοδικαιωμένη έκκληση για κυρώσεις κατά της Πρετόριας). Ο άγριος ενθουσιασμός του φασιστικού S&M γίνεται παρωδία του φασισμού – η ειδωλολατρία των γκέι ανδρών για τον πούτσο «ανυψώνεται» στην πολιτική αξιοπρέπεια του «σημειωτικού ανταρτοπόλεμου». Ο φαλλοκεντρισμός του gay cruising γίνεται ποικιλομορφία και πλουραλισμός – η αναπαράσταση μετατοπίζεται από τη συγκεκριμένη πρακτική της πεολειχίας και του σοδομισμού στη μελαγχολική γοητεία των ερωτικών αναμνήσεων και στις εγκεφαλικές εντάσεις του φλερτ. Υπήρξε ακόμη και η μετατόπιση της ίδιας της μετατόπισης. Ενώ είναι αναμφισβήτητα σωστό να μιλάμε – όπως, μεταξύ άλλων, έχουν μιλήσει ο Foucault, ο Weeks και η MacKinnon – για την ιδεολογικά οργανωτική δύναμη της σεξουαλικότητας, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να υποστηρίζουμε – όπως προτείνουν επίσης αυτοί οι συγγραφείς – ότι οι σεξουαλικές ανισότητες είναι κυρίως, ίσως αποκλειστικά, εκτοπισμένες κοινωνικές ανισότητες. Ο Weeks, για παράδειγμα, μιλάει για ερωτικές εντάσεις ως εκτόπιση των πολιτικά επιβαλλόμενων θέσεων εξουσίας και υποταγής, λες και το σεξουαλικό – που εμπλέκει την πηγή και τον τόπο της αρχικής εμπειρίας της εξουσίας (και της αδυναμίας) κάθε ατόμου στον κόσμο: το ανθρώπινο σώμα – θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να νοηθεί μακριά από όλες τις σχέσεις εξουσίας, θα μπορούσε, τρόπον τινά, να μολυνθεί καθυστερημένα από την εξουσία από αλλού.
Ο εκτοπισμός είναι ενδημικό φαινόμενο της σεξουαλικότητας. Έχω γράψει, ιδίως στον Baudelaire και τον Freud, για την κινητικότητα της επιθυμίας, υποστηρίζοντας ότι η σεξουαλική επιθυμία ξεκινά, και μάλιστα μπορεί να αναγνωριστεί από μια ταραγμένη φαντασιακή δραστηριότητα, κατά την οποία τα αρχικά (αλλά, εξ αρχής, μη εντοπίσιμα) αντικείμενα της επιθυμίας χάνονται στις εικόνες που δημιουργούν. Η επιθυμία, από τη φύση της, μας απομακρύνει από τα αντικείμενά της. Αν αναφέρομαι κριτικά σε αυτό που θεωρώ ότι είναι μια ορισμένη άρνηση να μιλήσουμε ειλικρινά για το γκέι σεξ, δεν είναι επειδή πιστεύω είτε ότι το γκέι σεξ μπορεί να αναχθεί σε μια μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας είτε ότι το ίδιο το σεξουαλικό είναι μια σταθερή, εύκολα παρατηρήσιμη ή εύκολα προσδιορίσιμη λειτουργία. Αντίθετα, προσπαθώ να εξηγήσω τις δολοφονικές αναπαραστάσεις των ομοφυλόφιλων που απελευθερώθηκαν και «νομιμοποιήθηκαν» από το AIDS, και με αυτόν τον τρόπο μου έκανε εντύπωση αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί αποστροφή-μετατόπιση που χαρακτηρίζει τόσο αυτές τις αναπαραστάσεις όσο και τις αντιδράσεις των ομοφυλόφιλων σε αυτές. Ο Watney έχει έντονη επίγνωση των μετατοπίσεων που λειτουργούν σε «περιπτώσεις ακραίας λεκτικής ή σωματικής βίας απέναντι στις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους άνδρες και, κατ’ επέκταση, σε όλο το θέμα του AIDS»- μιλάει, για παράδειγμα, για «μετατοπισμένο μισογυνισμό», για «μίσος απέναντι σε ό,τι προβάλλεται ως ‘παθητικό’ και επομένως θηλυκό, το οποίο εγκρίνεται από τις ετεροφυλόφιλες ορμές του υποκειμένου». Αλλά, όπως υποστήριξα προηγουμένως, τόσο η βία προς τους ομοφυλόφιλους άνδρες (και προς τις γυναίκες, ομοφυλόφιλες και στρέιτ) όσο και η επανεξέταση από τους ομοφυλόφιλους (και από τις γυναίκες) του τι σημαίνει να είσαι ομοφυλόφιλος (και τι να είσαι γυναίκα) εμπεριέχουν μια ορισμένη συμφωνία για το τι πρέπει να είναι το σεξ. Το έργο της ποιμαντικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενημερώνει ακόμη και τις πιο καταπιεστικές εκδηλώσεις εξουσίας. Αν, για παράδειγμα, υποθέσουμε ότι η καταπίεση των γυναικών συγκαλύπτει μια φοβισμένη ανδρική αντίδραση στη σαγηνευτικότητα μιας εικόνας σεξουαλικής αδυναμίας, τότε ο πιο βίαιος ματσισμός είναι στην πραγματικότητα μέρος ενός έργου εξημέρωσης, ακόμη και εξυγίανσης. Η φιλοδοξία της επιτέλεσης του σεξ ως μοναδικής δύναμης είναι ένα σωτηριολογικό σχέδιο, σχεδιασμένο να μας διαφυλάξει από τον εφιάλτη της οντολογικής αισχρότητας, από την προοπτική της κατάρρευσης του ίδιου του ανθρώπου στις σεξουαλικές εντάσεις, από ένα είδος αυτοσκοπού επικοινωνίας με τις «κατώτερες» τάξεις ύπαρξης. Ο πανικός για την παιδική κακοποίηση είναι η πιο διαφανής περίπτωση αυτού του καταναγκασμού να ξαναγράψουμε το σεξ. Η ενήλικη σεξουαλικότητα χωρίζεται στα δύο: ταυτόχρονα λυτρώνεται από την αναδρομική μεταμόρφωσή της στην αγνότητα μιας άφυλης παιδικής ηλικίας, αλλά και διατηρείται στις πιο δυσοίωνες μορφές της, καθώς προβάλλεται στην εικόνα του εγκληματία αποπλανητή των παιδιών. Η «αγνότητα» είναι κρίσιμη εδώ: πίσω από τις βιαιότητες κατά των ομοφυλόφιλων, κατά των γυναικών και, στην άρνηση της ίδιας τους της φύσης και της αυτονομίας τους, κατά των παιδιών, κρύβεται η ποιμαντική, η εξιδανίκευση, το λυτρωτικό σχέδιο για το οποίο μίλησα. Πιο συγκεκριμένα, η βαρβαρότητα είναι ταυτόσημη με την εξιδανίκευση.
Η συμμετοχή των ίδιων των ανίσχυρων σε αυτό το σχέδιο είναι ιδιαίτερα αποκαρδιωτική. Οι ομοφυλόφιλοι και οι γυναίκες πρέπει βεβαίως να καταπολεμήσουν τη βία που στρέφεται εναντίον τους, και σίγουρα δεν υποστηρίζω τη συνενοχή με τις μισογυνιστικές και ομοφοβικές φαντασιώσεις. Υποστηρίζω, ωστόσο, την αντίθεση σε εκείνη τη μορφή συνενοχής που συνίσταται στην αποδοχή, ακόμη και στην εξεύρεση νέων τρόπων υπεράσπισης, των ψεμάτων της κουλτούρας μας για τη σεξουαλικότητα. Σαν σε μυστική συμφωνία με τις αξίες που υποστηρίζουν τις μισογυνιστικές εικόνες της γυναικείας σεξουαλικότητας, οι γυναίκες ζητούν το μόνιμο κλείσιμο των μηρών στο όνομα των χιμαιρικά μη βίαιων ιδανικών της τρυφερότητας και της φροντίδας – οι ομοφυλόφιλοι ξαφνικά ανακαλύπτουν ξανά τα χαμένα λουτρά τους ως εργαστήρια ηθικού φιλελευθερισμού, μέρη όπου τα κακώς εφαρμοσμένα ιδανικά της κοινότητας και της διαφορετικότητας ενός πολιτισμού εφαρμόζονται αυθεντικά στην πράξη. Τι θα γινόταν όμως αν λέγαμε, για παράδειγμα, όχι ότι είναι λάθος να θεωρούμε το λεγόμενο παθητικό σεξ «εξευτελιστικό», αλλά μάλλον ότι η αξία της ίδιας της σεξουαλικότητας είναι να εξευτελίζει τη σοβαρότητα των προσπαθειών για τη λύτρωσή της; «Το AIDS», γράφει ο Watney, «προσφέρει ένα νέο σημάδι για τον συμβολικό μηχανισμό της καταστολής, καθιστώντας τον πρωκτό τάφο» (σ. 126). Αλλά αν ο πρωκτός είναι ο τάφος στον οποίο θάβεται το ανδρικό ιδεώδες (ένα ιδεώδες που μοιράζονται – διαφορετικά – άνδρες και γυναίκες) της περήφανης υποκειμενικότητας, τότε θα πρέπει να γιορτάζεται για την ίδια τη δυνατότητα θανάτου του. Κατά τραγικό τρόπο, το AIDS έχει κυριολεκτήσει αυτή τη δυνατότητα ως τη βεβαιότητα του βιολογικού θανάτου, και επομένως έχει ενισχύσει την ετεροφυλοφιλική συσχέτιση του πρωκτικού σεξ με μια αυτοκαταστροφή που αρχικά και πρωτίστως ταυτίστηκε με το φανταστικό μυστήριο μιας ακόρεστης, ασταμάτητης γυναικείας σεξουαλικότητας. Ίσως, τελικά, ο ομοφυλόφιλος άντρας να κατεδαφίζει στον πρωκτό του την ίδια την ίσως κατά τα άλλα ανεξέλεγκτη ταύτισή του με μια δολοφονική κρίση εναντίον του.
Αυτή η κρίση, όπως έχω υποδείξει, βασίζεται στην ιερή αξία του εαυτού, μια αξία που εξηγεί την εξαιρετική προθυμία των ανθρώπων να σκοτώσουν προκειμένου να προστατεύσουν τη σοβαρότητα των δηλώσεών τους. Ο εαυτός είναι μια πρακτική ευκολία – αναβαθμισμένος σε ηθικό ιδεώδες, είναι μια κύρωση για τη βία. Αν η σεξουαλικότητα είναι κοινωνικά δυσλειτουργική, δεδομένου ότι φέρνει τους ανθρώπους κοντά μόνο και μόνο για να τους βυθίσει σε μια αυτοκαταστροφική και σολιψιστική jouissance που τους απομακρύνει, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως η πρωταρχική υγιεινή πρακτική της μη βίας. Η «εμμονή» των ομοφυλόφιλων ανδρών με το σεξ, κάθε άλλο παρά αρνούμενη, πρέπει να γιορτάζεται – όχι λόγω των κοινοτικών αρετών της, όχι λόγω της ανατρεπτικής δυναμικής της για παρωδίες του ματσισμού, όχι επειδή προσφέρει ένα μοντέλο γνήσιου πλουραλισμού σε μια κοινωνία που ταυτόχρονα εξυμνεί και τιμωρεί τον πλουραλισμό, αλλά μάλλον επειδή δεν παύει ποτέ να αναπαριστά το εσωτερικευμένο φαλλικό αρσενικό ως ένα απείρως αγαπημένο αντικείμενο θυσίας. Η ανδρική ομοφυλοφιλία διαφημίζει τον κίνδυνο του ίδιου του σεξουαλικού ως τον κίνδυνο της αυτοαπόρριψης, της απώλειας του εαυτού, και με αυτόν τον τρόπο προτείνει και αναπαριστά επικίνδυνα την jouissance ως τρόπο άσκησης.