Δε γαμιέμαι συχνά με Έλληνες. Έτσι προστατεύω τον εαυτό μου. Κάποιος μπορεί να γνωρίζει ένα φίλο των γονιών μου ή να ξέρει κάνα θείο. Οι Έλληνες έχουν μεγάλο στόμα και μπορεί να μαθευτεί. Όταν γαμιόμουν με γυναίκες δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Κανείς δε νοιαζόταν με ποια γυναίκα πλάγιαζες, σ’ έκανε άντρα, αρκεί να μην γκάστρωνες την αδερφή ή την κόρη κανενός. Το γαμήσι με τους Έλληνες είναι μισό σεξ, μισό μάχη για το ποιος θα είναι από πάνω. Όταν νιώθω την ανάγκη να κάνω σεξ μ’ ένα σκουρόχρωμο άντρα, ένα Μεσόγειο άντρα, καταλήγω στο Κόπμπουργκ ή το Πρέστον ν’ αναζητώ τούρκικη ή λιβανέζικη ψωλή, κάποιον έξω από τη δική μου κοινότητα, κάποιον που κανείς γνωστός μου δε θα γνωρίσει. Μερικές φορές, ωστόσο, βλέπω έναν Έλληνα, όχι απαραίτητα όμορφο, και θέλω να νιώσω το κορμί του πάνω μου, να του πω ελληνικές βρισιές, να μου ψιθυρίσει βρωμόλογα στα ελληνικά.
Μόλις βγαίνουμε με τη Μαρία από τις τουαλέτες, ο τύπος με το ψαράδικο καπέλο είναι εκεί και περιμένει. Δε λέει κουβέντα. Τον παρακολουθώ καθώς βγαίνει από μια πόρτα με σίτα στην πίσω αυλή της παμπ. Λέω στη Μαρία ότι θα τη βρω αργότερα και τον ακολουθώ.
Έξω από την παμπ, οι μυρωδιές της μπίρας ανακατεύονται με την μπόχα των σκουπιδιών. Μια παρέα τεσσάρων ανδρών έχει στριμωχτεί κοντά-κοντά και μοιράζονται ένα τσιγαριλίκι. Ο τύπος με το ψαράδικο καπέλο τους προσπερνάει, βγαίνει από την ανοιχτή μαύρη πύλη και κατευθύνεται πέρα, προς το μικρό πάρκινγκ. Τον ακολουθώ μέσα στη νύχτα, προχωρώντας κατά μήκος ενός πεζοδρομίου των προαστίων. Ρίχνει μια ματιά πίσω του, κι έπειτα συνεχίζει να περπατάει. Στρίβει σ’ ένα δρομάκι κι εγώ κοντοστέκομαι. Μου έρχονται στο μυαλό μανιακοί καριόληδες, φαντάζομαι ότι κάποιος μου ανοίγει το λαρύγγι, σκέφτομαι όλους αυτούς τους σχιζοφρενείς που τη βρίσκουν σκοτώνοντας. Οι παρανοϊκές εικόνες μπλέκονται με τη λαχτάρα μου για σεξ. Αίμα και σπέρμα. Αυτόν τον καιρό τα υγρά πάνε μαζί. Στρίβω στο δρομάκι, μπαίνοντας αργά στο σκοτεινό τοπίο ενός ονείρου.
Κατουράει, ένας ορμητικός χείμαρρος πάνω στις σανίδες του τοίχου. Πηγαίνω δίπλα του, κατεβάζω το φερμουάρ, βγάζω έξω τον πούτσο μου, έχοντας συναίσθηση ότι είναι μικρός και ζαρωμένος εξαιτίας του σπηντ. Δεν προσποιούμαι ότι κατουράω, στέκομαι δίπλα του και μαλακίζομαι μέχρι να καυλώσω. Τελειώνει το κατούρημα, παίζει το χοντρό του πούτσο, ενώ με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του. Κοιτάζω κάτω προς τον πούτσο του κι απλώνω το χέρι μου να τον πιάσω. Αναστενάζει, κάτι μουρμουρίζει. Διακρίνω τη μυρωδιά κάτουρου και αλκοόλ πάνω του. Του τραβάω μαλακία και προσπαθώ να οδηγήσω το χοντρό, τριχωτό χέρι του στον πούτσο μου. Αντί γι’ αυτό τραβιέται και με σπρώχνει προς τα κάτω πιάνοντάς με από τους ώμους. Σκύβω και παίρνω το πουτσοκέφαλό του στο στόμα. Γεύομαι σταγόνες κάτουρου. Σπρώχνω τον πούτσο του στο λαρύγγι μου κι εγώ συνεχίζω να παίζει την ψωλή μου, προσέχοντας να μην πέσω στα γόνατα γιατί έχει κάτουρα στο έδαφος.
Χάνω την ισορροπία μου και προσπαθώ να σηκωθώ. Πιέζει τους ώμους μου πιο δυνατά. Μη σου ξεφύγει σταγόνα, ψιθυρίζει άγρια στα ελληνικά. Δε θέλω να χύσει στο στόμα μου, φοβάμαι τις ασθένειες που μπορεί να κυκλοφορούν στο σώμα του. Όμως πιέζει με δύναμη τον πούτσο του στο λαρύγγι μου. Είμαι σε δίλημμα, να καταβροχθίσω τον πούτσο του, να τον πάρω μέσα μου όσο πιο βαθιά γίνεται, ή να σηκωθώ, να τον σπρώξω στον τοίχο και να τον χτυπήσω που μ’ εξευτελίζει έτσι.
Ο χρόνος, ο χρόνος με προδίδει. Προτού προλάβω να πάρω μιαν απόφαση νιώθω το καυτό του σπέρμα να κεντρίζει τον ουρανίσκο μου. Τραβιέται κι εγώ φτύνω το σπέρμα του, τη βρόμα του από το στόμα μου. Σκουπίζει τον πούτσο του μ’ ένα χαρτομάντηλο, κουμπώνει το φερμουάρ του κι αρχίζει να απομακρύνεται. Σηκώνομαι, τον αρπάζω από το μπράτσο και τον σπρώχνω στον τοίχο. Χώνω τον καυλωμένο πούτσο στην παλάμη του. Τράβα μου μια μαλακία, του λέω ξερά στα ελληνικά. Βογκάει, αλλά δεν μπορεί να στραφεί αλλού καθώς τον κρατάω, σπρώχνοντας το στήθος του με το χέρι μου. Τώρα τον σιχαίνομαι και δεν τον αφήνω να φύγει. Η ψωλή μου είναι σκληρή σαν πέτρα. Μου την παίζει κι εγώ κοιτώ τα μάτια του, δύο φωτεινές λάμψεις στο σκούρο, αξύριστο πρόσωπό του.
Δείχνει να πονάει τώρα, η δύναμη που διέκρινα σ’ αυτόν, η δύναμη που με προσέλκυσε, πήγε χαμένη. Χάθηκε στο έδαφος, διαλύθηκε στα ούρα. Τον κοιτώ συνεχώς στα μάτια, δεν τον αφήνω να στραφεί αλλού. Το σιχαίνεται αυτό που κάνει, δε νιώθει πόθο καθώς ανεβοκατεβάζει μηχανικά την πέτσα της ψωλής μου. Τρίβω το άλλο χέρι μέσα από το πουκάμισό του, μπλέκοντας τα δάχτυλά μου στις τρίχες του στομαχιού και του στήθους του. Νιώθω ότι κοντεύω να χύσω. Σηκώνω το πουκάμισό του πάνω από τις ρώγες του και οι λευκές σταγόνες του σπέρματός μου προσγειώνονται στο στομάχι και στο έδαφος γύρω από τα πόδια του. Με σπρώχνει μακριά, σκουπίζεται και αγριοκοιτώντας με βάζει τη φανέλα του μέσα στο παντελόνι. Φτύνω στην παλάμη μου και καθαρίζω τον πούτσο μου. Κατευθύνεται προς την παμπ κι εγώ γέρνω πίσω στον τοίχο κι ανάβω τσιγάρο.
Η ανάσα μου ακούγεται βαριά. Αφήνομαι στο βραδινό αεράκι, να χαϊδέψει το κορμί μου, να με ηρεμήσει, και κατουράω στον τοίχο του στενού. Βάζω την μπλούζα μου μέσα στο τζιν, τσαλαπατώ το τσιγάρο, ανακατεύοντας τον καπνό με το σπέρμα και το κάτουρο στο έδαφος και, βγαίνοντας από το πάρκινγκ, επιστρέφω στην πίσω αυλή της παμπ.
Ο Σπύρος με περιμένει. Ο αδερφός μου αγκαλιάζει μια ψηλή, όμορφη γυναίκα με μαύρο πουλόβερ και κοντή φούστα. Το μακιγιαρισμένο πρόσωπό της έχει μια λευκή χλωμάδα, οι μπούκλες της πυκνές και μαύρες σαν τη νύχτα. Αυτή είναι η Αριάδνη, με συστήνει ο Πήτερ. Ανταλλάσσουμε χειραψία, μυρίζω ακριβό άρωμα. Μια; ιδέα μόνο – ευχάριστη μυρωδιά. Βγάζω το πακέτο με το σπηντ από την τσέπη μου και το δίνω στο Σπύρο. Μου κλείνει το μάτι και βάζει εξήντα δολάρια στο χέρι μου. Ούτε που κοιτάει πόση σκόνη είναι το σακουλάκι. Μου έχει εμπιστοσύνη. Μέσα στην παμπ η ορχήστρα άρχισε να παίζει ρεμπέτικα. Λικνίζομαι στο ρυθμό της μουσικής.
— Γουστάρεις να χορεύεις. Γνέφω καταφατικά στην Αριάδνη, αν και δεν ακούστηκε σαν ερώτηση. Το βλέπει ότι μ’ αρέσει να χορεύω. Ωραίο τραγούδι αυτό, συνεχίζει. Φέρε μια κούπα με κρασί και κάνε μου παρέα, απόψε είναι πια για μας η νύχτα η τελευταία. Εμείς οι Έλληνες γινόμαστε ένα με τον καημό μας, ε; Κοιτάζει ολόγυρα τους άντρες που στέκονται μπροστά της. Πάμε να χορέψουμε; Αρπάζει τον αδερφό μου από το χέρι και τον οδηγεί μέσα.
— Ποια είναι αυτή; ρωτάω τον Σπύρο. Γελάει και μου λέει ότι είναι η γυναίκα που ’χει κλέψει την καρδιά του Πήτερ. Η Τζάνετ, άγρια, μεγαλόσωμη. Τη σκέφτομαι. Σκέφτομαι πώς θα ’ταν να μην την ξαναδώ αν ο Πήτερ την αφήσει. Δε με πονάνε αυτές οι σκέψεις. Η Τζάνετ είναι υπόθεση του Πήτερ, όχι δική μου. Μέρος της δικής του ζωής, δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου. Ο Σπύρος μου δίνει κάτι κλειδιά. Έλα να με βρεις πάνω στην αποθήκη, μου λέει, θέλω να γνωρίσεις κάποιους.
Φεύγει κι εγώ μπαίνω μέσα κι ανεβαίνω τη σκάλα που οδηγεί σ’ ένα σκοτεινό μικρό δωμάτιο όπου είναι στοιβαγμένα άπειρα κουτιά με κονσέρβες και αλκοόλ. Έχει ένα μικρό ξύλινο τραπέζι και τρεις ξύλινες καρέκλες. Ένα γεμάτο σταχτοδοχείο, χαρτάκια για στρίψιμο, μια τράπουλα και δύο άδεια ποτήρια είναι πάνω στο τραπέζι. Κάθομαι, γέρνω πίσω το κεφάλι κρατώντας το στα χέρια μου και ακούω τη μουσική από το κάτω πάτωμα. Θυμάμαι μια ταινία που είχα δει αργά το βράδυ στη μεταμεσονύκτια ζώνη στην τηλεόραση πριν από πολύ καιρό. Ο Τζην Χάκμαν κλειδωμένος σ’ ένα δωμάτιο που έμοιαζε πολύ μ’ αυτό εδώ. Έπινε στη διάρκεια της ταινία. Γουστάρω να πιω κι εγώ κάτι.
Ψάχνω στο δωμάτιο. Πίσω από κάτι στοιβαγμένα κουτιά βρίσκω ένα μισογεμάτο μπουκάλι με ουίσκι. Γεμίζω ένα από τα ποτήρια και κάθομαι, προσποιούμενος ότι δεν είμαι στο Μπρούνσγουικ της Μελβούρνης, αλλά σε κάποιο δωμάτιο στο Σικάγο. Κάποιος χτυπάει την πόρτα, η προσποίηση καταστρέφεται κι ο Σπύρος μπαίνει μέσα, μ’ ένα ξανθό κορίτσι που τον κρατάει από το χέρι. Ένας αδύνατος νεαρός Έλληνας τους ακολουθεί. Ο Σπύρος κλειδώνει την πόρτα και κάνει τις συστάσεις. Άρης, Κριστίν, Στήβεν. Η Κριστίν μου χαμογελάει. Ο Στήβεν δείχνει νευρικός. Εκείνη φοράει ένα μακρύ χίπικο φόρεμα, τρία σκουλαρίκια στο κάθε αυτί, κι ένα ινδιάνικο σάλι γύρω από το λαιμό της. Ο Στήβεν φοράει ένα σκούρο γκρίζο παλιομοδίτικο κοστούμι του ’60 και άσπρο πουκάμισο. Μια σκούρα μπλε γραβάτα κρέμεται χαλαρωμένη, το κολάρο του είναι ξεκούμπωτο. Φοράει μαύρα αθλητικά παπούτσια. Το πρόσωπό του έχει στίγματα, φαίνεται ανήσυχος, νευρικός. Τα μάτια του μεγάλα και σκούρα. Είναι όμορφος και αποφεύγω να τον κοιτάξω.
— Είσαι φοιτητής; Όχι, της λέω. Ο Άρης είναι αδερφός του Πήτερ, της λέει ο Σπύρος. Μ’ αρέσει ο αδερφός σου, μου λέει εκείνη. Δεν απαντώ. Δεν μ’ ενδιαφέρει.
— Σπουδάζεις; Ο Στήβεν κάθεται σ’ ένα καφάσι. Δε σπουδάζω, δε δουλεύω, του λέω. Πάει να μου κάνει άλλη μία ερώτηση, έπειτα αλλάζει γνώμη. Ο Σπύρος αδειάζει το περισσότερο από το σπηντ πάνω στο τραπέζι.
— Και λοιπόν τι κάνεις; Αυτή η γυναίκα δεν πρόκειται να μ’ αφήσει ήσυχο. Ό,τι γουστάρω, της λέω. Ο Σπύρος γελάει. Πόσο χρονών είσαι; συνεχίζει εκείνη. Δεκαεννιά, απαντώ, θα γίνει είκοσι σε λίγους μήνες. Είμαι Λέων, προσθέτω. Επικίνδυνο, σφυρίζει, και μου χαμογελάει. Της χαμογελώ κι εγώ. Ο Στήβεν ανάβει ένα τζόιντ και μου το πασάρει.
Το πιόμα είναι καλό. Οι άλλοι μιλάνε μεταξύ τους κι εγώ παρακολουθώ. Ο Σπύρος κόβει το σπηντ σε οχτώ πανομοιότυπες γραμμές. Παίρνουμε σειρά για να σνιφάρουμε το μερτικό μας. Οι τρεις τους με ευχαριστούν με τη σειρά. Βγάζω δέκα δολάρια από το πορτοφόλι μου και τα δίνω στο Σπύρο. Τι είναι αυτά, μάγκα; φωνάζει. Για το μερτικό μου, απαντώ. Δεν τα δέχεται, αλλά εγώ επιμένω. Γουστάρω που είμαι σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο, μακριά από τον κόσμο και δεν αισθάνομαι καλά που του ’φαγα λίγο από το γραμμάριο. Κέρνα με ένα ποτό κάτω, προσθέτω, κι εκείνος τσαλακώνει το χαρτονόμισμα.
Ο Στήβεν κι ο Σπύρος αρχίζουν να μιλάνε στα ελληνικά, και η Κριστίν μπαίνει στην κουβέντα τους. Εκπλήσσομαι, δε μοιάζει για Ελληνίδα. Κολλάει λίγο σε ορισμένες φράσεις, αλλά μιλάει ελληνικά πολύ καλύτερα από εμένα. Με περισσότερη σιγουριά. Ακούω τη φωνή της, είναι μελωδική. Ο Στήβεν της τη λέει, ο τόνος της φωνής του είναι επιτακτικός και θυμωμένος καθώς η συζήτηση γυρνάει στα πολιτικά. Ο Σπύρος βάζει ένα ποτήρι ουίσκι, και παρακολουθεί, όπως κι εγώ, κλείνοντάς μου πού και που το μάτι. Χαίρομαι που κάθομαι εδώ, μεθυσμένος από τα ναρκωτικά, το ποτό και την ομορφιά των προσώπων γύρω μου.
— Ο μαρξισμός έχει πεθάνει, λέει η Κριστίν στον Στήβεν. Εκείνος κοπανάει τη γροθιά του στο τραπέζι και στέκεται από πάνω μας.
— Ο κομμουνισμός, το εκφυλισμένο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να έχει πεθάνει, όχι όμως ο μαρξισμός. Γυρνάει σ’ εμένα και το Σπύρο για υποστήριξη. Κοιτάω αλλού. Αυτός μιλάει για πολιτικά κι εγώ σκέφτομαι πόσο γκόμενος είναι.
— Ο μαρξισμός, συνεχίζει, δεν έχει πεθάνει, δεν μπορεί να πεθάνει. Είναι η μόνη θεωρία που κατανοεί την αλλοτρίωση.
Βάζω άλλο ένα ποτό. Δεν παρακολουθώ τη συζήτηση, την έχω χεσμένη. Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα. Θέλω να μιλήσω, να πω κάτι έξυπνο, αλλά δεν έχω τίποτα έξυπνο να πω. Η Κριστίν υψώνει τη φωνή της και επιχειρηματολογεί εναντίον του Στήβεν.
— Ο μαρξισμός οδήγησε στα γκούλαγκ. Ο Στήβεν κουνάει το κεφάλι. Μαλακίες, ξεσπάει. Έχει μάτια τρομακτικά. Μάτια που καίνε. Μάτια ενός Έλληνα.
— Την έχεις έτοιμη την απάντηση, έτσι; φωνάζει η Κριστίν. Κάτι που είπε ο Στήβεν την έκανε εξαλλη. Ο Σπύρος αγγίζει τον ώμο της κι εκείνη απομακρύνεται. Δεν αισθάνεσαι καμία ευθύνη ως υποστηριχτής του κομμουνισμού για τις αποτυχίες του; συνεχίζει.
— Όχι. Η φωνή του Στήβεν είναι ήρεμη. Καμία απολύτως ευθύνη. Κάνει μια παύση. Ο Σπύρος σφυρίζει έναν ελληνικό σκοπό. Νιώθω το σπηντ να τρέχει στο λαρύγγι μου. Ο Στήβεν γυρνάει στην Κριστίν και λέει, απλά και ήσυχα, χωρίς θυμό στη φωνή του, ποτέ δεν θα πάψω να αντιστέκομαι στον καπιταλισμό.
— Γιατί εγώ δεν αντιστέκομαι;
— Ε, βρες μου μια λύση, γαμώτο. Τα φτυσίδια του Στήβεν παίρνουν την Κριστίν και μένα στο πρόσωπο. Μέχρι να μου βρεις λύση καλύτερη από το μαρξισμό, θα παραμείνω αφοσιωμένος μαρξιστής.
Σηκώνομαι, πίνω το υπόλοιπο ουίσκι μου. Πάω κάτω, λέω, και ξαναγεμίζω το ποτήρι μου. Η Κριστίν και ο Σπύρος με χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι, αλλά το πρόσωπο του Στήβεν είναι απαθές. Θέλω να του πω κάτι, αλλά έχω τρομοκρατηθεί από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και αντί γι’ αυτό γυρίζω, ξεκλειδώνω την πόρτα και βγαίνω στο χολ. Ήχοι από κάτω έρχονται στ’ αυτιά μου, το κλάμα του μπουζουκιού, ήχοι από φωνές. Όλη η παμπ βρίσκεται σε παραλήρημα, ρουφώ τον ενθουσιασμό που αντηχεί στους τοίχους και χαίρομαι που απελευθερώθηκα από την αποπνικτική ένταση του μικρού δωματίου. Τα μάτια του Στήβεν, σκοτεινά, θυμωμένα. Χαίρομαι που απόδρασα.
Καθώς κατεβαίνω τα σκαλιά, κατευθυνόμενος πίσω στα τραγούδια, τους χορούς, τις συζητήσεις, πιάνω ένα ρεφρέν στο μυαλό μου. Τραγουδώ το χασικλίδικο τραγούδι του ’30 που παίζουν κάτω, τραγουδάω, γάμα την πολιτική, έλα να χορέψουμε. Το τραγουδώ με ελληνική προφορά, δίνω στη φράση ανατολίτικο χρώμα, τραβώ τις λέξεις και κρατώ τη φωνή μου στα φωνήεντα. Γάμα την πολιτική, έλα να χορέψουμε, τραγουδώ κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Είμαι θυμωμένος και δεν ξέρω με τι έχω θυμώσει.