The killer in me is the killer in you
Ομοφυλοφιλία και φασισμός
“Αυτός που δεν μπορεί να διαλέξει μεριά πρέπει να σιωπήσει.”
̶ Walter Benjamin, “Μονόδρομος”, Επιλεγμένα Γραπτά, 1913-1926
Της Judith Halberstam, από το “The queer art of failure”, κεφ.5
Το The Queer Art of Failure είναι εκτεταμένος στοχασμός πάνω σε μορφές γνώσης ενάντια στην πειθαρχία, οι οποίες έχουν συγκεκριμένους δεσμούς με την queerness. Έχω μιλήσει για τη βλακεία, την αποτυχία και τη λήθη πάνω στη γνώση, την κατοχή και τη μνήμη με όρους σύγχρονων σχηματισμών γνώσης. Οι κοινωνικοί κόσμοι στους οποίους κατοικούμε, όπως μας έχουν θυμίσει τόσοι στοχαστές, δεν είναι αναπόφευκτοι, δεν ήταν πάντα δεδομένο ότι τα πράγματα θα έρχονταν έτσι. Επιπλέον, στη διαδικασία παραγωγής αυτής της πραγματικότητας, πολλές άλλες πραγματικότητες, πεδία γνώσης και τρόποι να υπάρχεις έχουν απορριφθεί και, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Foucault (2003), έχουν “αποκλεισθεί” (disqualified). Τα queer studies, όπως οποιαδήποτε άλλη περιοχή μελέτης που συμφωνεί πάνω σε αρχές, τρόπους ιστοριογραφίας και τόπους διερεύνησης, έχουν επίσης την τάση να παγιώνονται σε αυτό που ο Foucault αποκαλεί “επιστήμη”, ή ένα καθεστώς γνώσης που εξαρτάται απόλυτα από αφηγήσεις κοινής λογικής για εμφανίσεις και καταστολές. Σε μερικές queer θεωρητικές αφηγήσεις, για παράδειγμα, τον ψυχικό εξευτελισμό του ομοφυλόφιλου πρέπει να τον συναντήσει μια καθυστερημένη αναγνώριση της νομιμότητάς του/της. Σε άλλες λόγιες προσπάθειες, το γκέι ή λεσβιακό υποκείμενο πρέπει να ανασκαφεί από τα εδάφη ταφής της ιστορίας ή να του παραχωρηθεί μια αρμόζουσα θέση σε έναν απολογισμό κοινωνικών κινημάτων, παγκοσμιοποιημένων μέσα σε ένα πρόγραμμα βασισμένο στα δικαιώματα ή εγγεγραμμένων σε νέα κοινωνικά συμβόλαια. Αλλά στην πιο πρόσφατη queer theory τα θετικιστικά (positivist) σχέδια, δεσμευμένα στην αποκατάσταση του γκέι υποκειμένου στην ιστορία και στην απολύτρωση του γκέι εαυτού από την παθολογικοποίησή του, έχουν αντικατασταθεί από εμφάσεις στο αρνητικό δυναμικό του queer και στη δυνατότητα να αναστοχαστούμε το νόημα του πολιτικού μέσα από την queerness, αγκαλιάζοντας ακριβώς το ακατανόητο, το μοναχικό, το ηττημένο και τις μελαγχολικές διατυπώσεις της προσωπικής ατομικότητας που θέτει σε κίνηση.
Το να περιγράφεις πρώιμες αφηγήσεις της γκέι και λεσβιακής ζωής ως “κρυμμένες από την ιστορία” είναι συμβατικό. Αυτή η αντίληψη, δανεισμένη από τον τίτλο μιας πολύ γνωστής ανθολογίας επιμελημένης από τον George Chauncey και άλλους, συγκροτεί την γκέι και λεσβιακή ιστορία ως ένα καταπιεσμένο αρχείο και τον ιστορικό ως ατρόμητο αρχαιολόγο που ανασκάπτει μέσα στην ομοφοβική διαγραφή για να βρει την αλήθεια. Αλλά όσο και αν οφείλουμε να ανασκάψουμε μερικές ιστορίες, θάβουμε επίσης κάποιες άλλες, και κάποιες φορές κάνουμε και τα δυο την ίδια στιγμή. Θα μπορούσες να πεις ότι οι γκέι και οι λεσβίες λόγιοι έχουν επίσης αποκρύψει κομμάτια της ιστορίας, ανούσιες ιστορίες, και έχουν την τάση να επιλέγουν από τα ιστορικά αρχεία μόνο τις αφηγήσεις που ευχαριστούν. Έτσι νέοι σχηματισμοί queer ιστορίας έχουν αναφανεί από λόγιες, όπως η Heather Love, οι οποίες υποστηρίζουν ένα αντικρουόμενο αρχείο γεμάτο με απώλεια και λαχτάρα, εξευτελισμό και ασχήμια, καθώς και αγάπη, οικειότητα και επιβίωση. Ένα παράδειγμα ιστορίας από την οποία έχει κρυφτεί η γκέι και λεσβιακή λογιότητα είναι η ιστορία των σχέσεων μεταξύ ομοφυλοφιλίας και φασισμού. Αυτό είναι το θέμα του συγκεκριμένου κεφαλαίου, καθώς προωθώ ένα μοντέλο queer ιστορίας που είναι λιγότερο δεσμευμένο στην εύρεση ηρωικών μοντέλων από το παρελθόν και περισσότερο παραιτημένο στις συγκρουόμενες και συνένοχες αφηγήσεις ο οποίες, στο παρελθόν όπως και στο παρόν, συνδέουν τη σεξουαλικότητα με την πολιτική.
Όταν λέω ότι τούτη η λογιότητα έχει κρυφτεί από αυτή την κατά καιρούς αλληλοεπικαλυπτόμενη ιστορία, δεν εννοώ ότι κανείς δεν έχει συζητήσει την ομοφυλοφιλία και τον φασισμό· στην πραγματικότητα υπάρχει ένα μεγάλο σύνολο έργου πάνω στο θέμα. Αλλά επειδή ο ρόλος της ομοφυλοφιλίας στον φασισμό είναι πολύ ασαφής και πολύπλοκος και έχει υπάρξει υποκείμενο κάθε είδους ομοφοβικής προβολής, συχνά προτιμούμε να μιλάμε για τον διωγμό των γκέι από τους Ναζί, αφήνοντας στην άκρη το ερώτημα της συνεργασίας τους με το καθεστώς. Έτσι, από την αρχή, σκέφτομαι ότι είναι σημαντικό να πω ότι δεν υπάρχει μοναδικός τρόπος περιγραφής της σχέσης μεταξύ Ναζισμού και ανδρικής ομοφυλοφιλίας, αλλά επίσης ότι δεν θα έπρεπε μας αποτρέψει η ντροπή να διερευνήσουμε τη συμμετοχή γκέι ανδρών στο καθεστώς ακόμα και αν φοβόμαστε ομοφοβικές αντιδράσεις κατά τη διαδικασία. Τέλος, ο σκοπός οποιασδήποτε παρόμοιας διερεύνησης δεν θα έπρεπε να εξοφλεί το ερώτημα της ομοφυλοφιλίας στο Ναζιστικό Κόμμα, αλλά να εγείρει ερωτήματα για τις σχέσεις μεταξύ σεξ και πολιτικής, τα ερωτικά της πολιτικής και την ηθική της συνενοχής.
Όπως δήλωσε, σαφώς και σύντομα, η Gayle Rubin στο Thinking sex, “Το σεξ είναι πάντα πολιτικό” (1984:4). Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως, όπως έχουν προτείνει τα έργα των Leo Bersani, Lee Edelman, Heather Love και άλλων, δεν υπάρχει καμία εγγύηση όσον αφορά τη μορφή που θα πάρει το πολιτικό, όταν φθάνει στο ζήτημα του σεξ. Το έργο της Rubin μας ζητά να “σκεφτούμε το σεξ” σε κάθε γενικό πλαίσιο, και ο Foucault μας παρακινεί να εξετάσουμε τις δικές μας επενδύσεις σε άνετες αφηγήσεις σεξουαλικής ελευθερίας και εξέγερσης. Έτσι, η “queer αρνητικότητα” εδώ θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα σχέδιο εντός του οποίου παραμένει κανείς δεσμευμένος, όχι μόνο στον αποσυντονισμό κυρίαρχων λογικών της επιθυμίας, αλλά επίσης στην αμφισβήτηση ομογενών μοντέλων γκέι ταυτότητας εντός των οποίων το queer θύμα στέκεται ενάντια στους καταπιεστές του/της και αναδύεται ως ήρωας/ίδα. Ο Bersani έχει πιστωθεί ευρέως την πρώτη αμφισβήτηση ότι η επιθυμία αναθέτει ένα ηθικό πρόγραμμα σε κάθε είδους γκέι σεξ. Στο “Είναι ο πρωκτός ένας τάφος;1” σχολίασε έξυπνα: “Ενώ είναι αδιαμφισβήτητα αληθές ότι η σεξουαλικότητα πάντοτε πολιτικοποιείται, οι τρόποι με τους οποίους το σεξ πολιτικοποιεί είναι άκρως προβληματικοί. Μπορούν να αναδυθούν, για παράδειγμα, πολύ εύκολα πολιτικές της δεξιάς πτέρυγας από μια συναισθηματικοποίηση των ένοπλων δυνάμεων ή των εργατών, μια συναισθηματικοποίηση η οποία μπορεί η ίδια να προεκβάλλει και να εξαγνίσει μια χαρακτηριστική σεξουαλική προτίμηση για ναύτες και εργάτες τηλεφωνικών γραμμών” (2009:206). Όπως λέει ο Bersani, τα ερωτικά είναι ένα αρχείο ίσων ευκαιριών· δανείζεται το ίδιο εύκολα, πιθανώς πιο εύκολα, από πολιτικά προβληματικές εικόνες παρά από πολιτικά εύγευστο υλικό. Αυτό αφήνει ανοικτό το ερώτημα της σχέσης σεξ και πολιτικής. Ο Bersani, μιλώντας γενικά, σε μια κίνηση που αργότερα θα διασταλθεί σε μια θεωρητική απολογητική από τον Lee Edelman, θέλει να αρνηθεί και να αντισταθεί στην επιθυμία να καταστήσει το σεξ την πρώτη ύλη για μια ορθολογιστική πολιτική θέση. Αντίθετα βλέπει μια τυραννία της επικέντρωσης στην ατομικότητα και μια δοξολογία της κατανόησης του πολιτικού στους περισσότερους ισχυρισμούς για δημοκρατική πλειονοψηφία, κοινωνική ποικιλομορφία, ή ουτοπικό δυναμικό που εγγράφεται στο σεξ: συγυρίζουμε το σεξ, φαίνεται να υπονοεί, καθιστώντας το να αφορά την αυτο-διαμόρφωση αντί τον αυτο-θρυμματισμό.
Το μοντέλο της “ελεύσεως στην εξουσία” (“coming to power”), ένα μοντέλο που ο Foucault έχει αποκαλέσει “αντίστροφο λόγο” (reverse discourse), παρέχει ακόμη σε πολλές περιπτώσεις το κυρίαρχο πλαίσιο για τη σκέψη πάνω στο σεξ. Πολλά έργα στις queer studies τελειώνουν με μια έκρηξη. Φαντάζονται και περιγράφουν τις νέες κοινωνικές μορφές που υποτίθεται ότι αναδύονται από τα γκέι ανδρικά όργια ή τις παρεκτροπές για ψώνισμα ή τα gender-queer ερωτικά ή τον σοδομιτικό σαδισμό ή εν πάσει περιπτώσει μια queer απόλαυση2 της μίας ή της άλλης μορφής. Ο Samuel Delany (2001) αναγνώσκει μια αρμονική αφήγηση κοινωνικής επαφής στις ανώνυμες σεξουαλικές επαφές στα πορνοσινεμά. Ο Tim Dean (2009) βρίσκει ένα νέο μοντέλο ηθικής διαγωγής στο barebacking3 μεταξύ αγνώστων· ακόμη και οι διαβόητα εκκεντρικές θεωρίες του Lee Edelman (2005) για την queerness της ορμής προς το θάνατο4 δείχνουν να υποκρύπτουν κάποιο μικρό άνοιγμα για τη δυνατότητα μιας αντικοινωνικής απόλαυσης.
Και στις τρεις περιπτώσεις, όπως και στη δουλειά του Bersani (2009), η ουτοπική απόλαυση φαίνεται κυρίως διαθέσιμη μόνο σε σχέση με πρωκτικό σεξ μεταξύ άγνωστων αντρών. Αλλά, όπως δήλωσα νωρίτερα, παρόλο που δείχνω συμπάθεια σε αυτό το πρόγραμμα της μη τακτοποίησης του σεξ, δεν είμαι τόσο ενθουσιώδης για τα αρχεία από τα οποία αντλούν αυτοί οι συγγραφείς και τις αποφασιστικά ανδριστικές και λευκές ουτοπίες που φαντάζονται μέσα από τις μαγικές πύλες του ψωνιστηριού.
Ίσως είναι πάντα καλύτερο, με κάθε σεβασμό στον T. S. Elliot, να εργαστείς προς το κλαυθμυρισμό παρά προς την έκρηξη, έστω κι αν είναι μόνο και μόνο γιατί οι “εκρηκτικές” αφηγήσεις είναι πάντοτε, ακόμα κι όταν χρησιμοποιούν τον αυτο-θρυμματισμό, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Foucault που δεν είναι κλισέ, “προς το όφελος του ομιλητού”. Τέτοιες αφηγήσεις, προτείνει ο Foucault, είναι εκείνες που παραθέτουμε οι ίδιοι ώστε να συντηρήσουμε μια “καταπιεστική υπόθεση” που εντοπίζει τον θαρραλέο queer ως ηρωικό μαχητή της ελευθερίας σε έναν κόσμο πουριτανών. Αυτή η αφήγηση, υποστηρίζει έντονα ο Foucault στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας, τ.1 (1998), είναι ελκυστική, ακαταμάχητη, πειστική – και εντελώς λάθος. Ενώ το να χρησιμοποιείς το συγκεκριμένοτο είδος διήγησης για την αξιοσημείωτη ανάδυση των σεξουαλικών μειονοτήτων από την τυραννία καταπιεστικών καθεστώτων είναι πάρα πολύ “προς όφελος του ομιλητού”, όπως το θέτει αναιδώς ο Foucault, είναι επίσης ένας τρόπος να αγνοείς τους πραγματικούς μηχανισμούς της ιστορίας της σεξουαλικότητας εντός της οποίας περιθωριοποιημένα υποκείμενα συμμετέχουν και επιδοκιμάζουν τα ίδια συστήματα που τους περιθωριοποιούν. Επίσης αγνοεί το σύστημα μέσω του οποίου οι κοινωνικά παραβατικές συμπεριφορές προσλαμβάνουν τη σαγήνη του κινδύνου, ακριβώς επειδή δελεαζόμαστε ακατάπαυστα από την ιδέα ότι η σεξουαλική έκφραση είναι από μόνη της μια επαναστατική πράξη. Αυτό που φαντάζει εκτός ορίων γίνεται σέξι και εντρυφώντας στο ενδιαφέρον μας για το ταμπού νιώθουμε άτακτοι.
Ενώ ο Foucault αντικαθιστά τη ρομαντική αφήγηση της γκέι και λεσβιακής αντίστασης με την έννοια του “αντίστροφου λόγου”, ο Bersani σπρώχνει στην άκρη ρομαντικές αφηγήσεις μαχητών της σεξουαλικής ελευθερίας για χάρη ενός αντικοινοτιστικού νήματος queer πρακτικής. Η δύναμη της αντικοινοτιστικής θέσης, παρόλο που ο Bersani δεν την χαρακτηρίζει ακριβώς με αυτούς τους όρους, βρίσκεται στο ότι εναντιώνεται στην τάση να σχηματίσουν τόσο οι ομοκοινωνικοί όσο και ομοερωτικοί δεσμοί μεταξύ αντρών ένα δίκτυο υποστήριξης για τα πατριαρχικά συστήματα, αντικαθιστώντας τέτοιους δεσμούς με την απώλεια δυνατότητας σχέτισης, τη μοναξιά, το μαζοχισμό. Με άλλα λόγια, ενώ ο γκέι άντρας θα μπορούσε να είναι στήριγμα της πατριαρχίας την ώρα που ασχολείται με την υπόθεση του ανδρικού δεσίματος και τον σχηματισμό γκέι κοινοτήτων, μπορεί να γίνει απειλή στο πολιτικό status quo, όταν αρνείται την ανδρική κυριαρχία, απορρίπτει κατά ολοκληρία τη σχέτιση, και συμβιβάζεται με μια “μη αυτοκτονική εξαφάνιση του υποκειμένου.” (Bersani, 1996:99) Είναι αυτό το είδος γκέι ανδρικής υποκειμενικότητας που ιχνογραφεί ο Bersani σε όλη τη δουλειά των Genet, Proust και άλλων και την οποία τοποθετεί ως το νόημα της ομοφυλοφιλίας: η ομοφυλοφιλία, λέει, μέσω του Genet, “είναι ταιριαστή με την προδοσία” (1996:153). Δεν θα εξερευνήσω περαιτέρω την ανάγνωση του Genet από τον Bersani, παρά μόνο θα σημειώσω ότι η προδοσία εδώ αποτελεί μια προκλητική άρνηση να ταυτιστείς με άλλους γκέι άντρες ως ομάδα· είναι αρκετό να ειπωθεί ότι η queer αρνητικότητα για τους γκέι λευκούς άντρες εξαρτάται βαρέως από μια παράξενα ηρωική αντίληψη απο-πραγμάτωσης, εντός της οποίας ένας άρρενας παραδίδεται σε μια ανώτερη φαλλική δύναμη. Αυτή η αλληγορία της απο-πραγμάτωσης μπορεί να ιχνηλατηθεί μέσα από το αρχείο του avant garde ανδρικού μοντερνισμού. Πράγματι ο αυτο-θρυμματισμός που καταλαμβάνει το κέντρο της αντίληψης του Bersani της ανδρικής αρρενωπής διάλυσης υποδεικνύει μια προθυμία να υποστεί τη διείσδυση και να σχεδιάσει το μοντέλο μιας αρρενωπότητας που δεν είναι συνεπής με τον ετεροφυλόφιλο ανδρισμό, αλλά που, απολύτως, δεν είναι αναγώγιμη στο να σου αφαιρεθεί η ανδρικότητα ή να σε μετατρέψουν σε “γυναίκα”.
Εφόσον, όπως καθιστά σαφές ο Bersani, οι σεξουαλικές πράξεις δεν μπορούν να εγγυηθούν οποιαδήποτε συγκεκριμένη πολιτική θέση, προοδευτική ή συντηρητική, είναι παράξενο που θέλουμε να συνεχίσουμε να συνδέουμε το γκέι σεξ, οπουδήποτε μπορούμε να το βρούμε, με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό. Ενώ η αρχική θέση του Bersani είναι να διαχωρίσει τη θέση του πολιτικού πλαισίου καθ’ ολοκληρία (όπως στις αναγνώσεις του της Γαλλικής Λεγεώνας στρατιωτών στην ταινία Chocolat της Claire Denis), θα έπρεπε αντίθετα να κοιτάξουμε στα μέρη όπου η διεστραμμένη σεξουαλικότητα δείχνει να συνδέεται με ένα συντηρητικό ή δεξιό πρόγραμμα. Στο βιβλίο μου Θηλυκή Αρρενωπότητα (Female Masculinity) (Halbestram 1998), για παράδειγμα, σημείωσα (χωρίς στην πραγματικότητα να την λάβω υπόψη) τη συμμετοχή της Radclyffe Hall5 και άλλων αρρενωπών γυναικών στα αρχικά βρετανικά φασιστικά κινήματα. Η Hall ήταν γνωστή αντισημίτισσα, και πολλοί από τους αριστοκράτες φίλους της όχι μόνο συμπαθούσαν τον φασισμό αλλά και ενδύονταν φετιχιστικά με στρατιωτικές στολές. Κάποιοι σχημάτισαν αστυνομικές ταξιαρχίες εθελοντών, άλλοι πήγαν φαντάροι. Το νόημα των αρρενωποτήτων τους κατά καιρούς συνδεόταν τέλεια με εθνικιστικά και ρατσιστικά προγράμματα.
Τι συμβαίνει, όταν βρίσκουμε πολλαπλά παραδείγματα γκέι ή λεσβιών που συνεργάζονται αντί να αντιτίθενται πολιτικά σε συντηρητικά και απαράδεκτα καθεστώτα; Όπως έχω προτείνει, μια τακτική είναι να αρνείσαι τα σημεία της συνεργασίας για χάρη μιας αφήγησης θυματοποίησης. Οι διαμάχες όσον αφορά τη χρήση του Ροζ Τριγώνου από τη δεκαετία του 1970 ως ένα οικουμενικό σύμβολο της καταπίεσης σεξουαλικών μειονοτήτων είναι ένα καλό παράδειγμα της προτίμησης σε μια αφήγηση θυματοποίησης αντί μιας αφήγησης συμμετοχής. Ο Erik Jensen έχει ιχνογραφήσει αυτές τις διαμάχες σε ένα δοκίμιο με τίτλο “Το Ροζ Τρίγωνο και η Πολιτική Συνείδηση: Γκέι, Λεσβίες και η Μνήμη των Διώξεων από τους Ναζί” (2002), δείχνοντας πώς ακτιβιστές στην Γερμανία και τις ΗΠΑ, στη δεκαετία του 1970, παρέβλεπαν αποδείξεις για τη συμμετοχή γκέι ανδρών στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ φούσκωναν τον αριθμό των γκέι ανδρών που σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε ένα καλό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης, ο Harvey Milk, γκέι μέλος του Συμβουλίου Επιτηρητών του Σαν Φρανσίσκο, είπε κάποτε: “Δεν πρόκειται να καθίσουμε αδρανείς στη σιωπή, όπως έκαναν 300.000 από τους γκέι αδελφούς και αδελφές μας στη Ναζιστική Γερμανία. Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να μας πάρουν τα δικαιώματά μας και κατόπιν να βαδίσουμε με σκυμμένα κεφάλια στους θαλάμους αερίων.” Αλλά οι γκέι δεν είχαν επιλεχθεί για τους θαλάμους αερίων από τους Ναζί. είχαν φυλακιστεί και κακοποιηθεί στα στρατόπεδα, αλλά δεν τους είχαν σκοτώσει με αέρια. Ο Jensen παρατηρεί ότι, “Ακτιβιστές στις ΗΠΑ, ακόμα πιο πολύ από τη Δυτική Γερμανία, έτειναν να κατευθύνουν τη μνήμη της δίωξης από τους Ναζί προς τα έξω, ώστε να εξασφαλίζουν την υποστήριξη της ευρύτερης κοινωνίας” (2002:329).
Σε ένα δοκίμιο γραμμένο για να συνοδεύει την ταινία του Desire και δημοσιευμένο στον μνημειώδη τόμο How do I look? Queer Film and Video, ο Stuart Marshall είχε σφοδρές ενστάσεις σε απολύτως οποιαδήποτε γενική χρήση του Ροζ Τριγώνου σε σύγχρονα πλαίσια και ειδικότερα στον ακτιβισμό του AIDS. Επιχειρηματολογώντας ότι το Ροζ Τρίγωνο χαλκεύει μια άκρως αμφισβητήσιμη σύνδεση μεταξύ των ομοφυλόφιλων που διώχτηκαν από τους Ναζί σύμφωνα με τις επιταγές της Παραγράφου 175 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα και των γκέι ανδρών που καταπιέζονταν στη δεκαετία του 1980 από ομοφοβικές αντιδράσεις στην κρίση του AIDS, ο Marshall γράφει, “Χαμένες στην αναλογία είναι όλες εκείνες οι όψεις της διαφοράς και της υποκειμενικότητας ότι οι πολιτικές ταυτοτήτων (identity politics) υποτάσσουν και καταπιέζουν ακριβώς για να εξασφαλίσουν πολιτική αλληλεγγύη και δράση. Αυτό έχει σε ένα λεπτό επίπεδο εκτεταμένες και πιθανά αντιδραστικές επιπτώσεις” (1991:87). Η παραπάνω είναι μια έντονη κατάκριση στις πολιτικές ταυτότητας, με όρους που είναι διαφορετικοί από πολλές σύγχρονες κριτικές της ταυτότητας· εδώ η υπόθεση μιας σταθερής και ηθικής ταυτότητας στο παρόν αποκλείει όλες τις αποδείξεις περί αντίθετων και πιθανά πολιτικά απαράδεκτων ταυτοτήτων στο παρελθόν. Έτσι οι γκέι σήμερα ταυτίζονται μέσω του Ροζ Τριγώνου με τα θύματα του Τρίτου Ράιχ, και σε καμία περίπτωση, με τους διώκτες τους. Στο ντοκιμαντέρ Paragraph 175 (σε σκηνοθεσία Rob Epstein και Jeffrey Friedman, 2000), για παράδειγμα, πολλοί από τους άντρες που τους παίρνουν συνέντευξη είχαν φυλακιστεί και βασανιστεί από τους Ναζί στη δεκαετία του 1940, αλλά ορισμένοι μιλούσαν νοσταλγικά για τις μέρες τους στον γερμανικό στρατό, μέρες γεμάτες με ανδρική συντροφικότητα και αντρικό δέσιμο. Η ταινία δεν μπορεί να διανοηθεί κάποιο μοντέλο ιστορίας που θα έδενε τον σύγχρονο θεατή με τον γερμανό άντρα στρατιώτη αντί με το θύμα του. Αυτή την ιστορική σύνδεση θέλω να εξερευνήσω.
Γκέι Ναζί;
Ενώ βρισκόμουν στη Σουηδία δίνοντας ένα σεμινάριο για την queer theory, ενεπλάκην σε μια εξημμένη συζήτηση κατά το γεύμα με έναν σουηδό λόγιο των queer studies σχετικά με τη σχέση των έργων τέχνης του Tom of Finland με κάποιο φασιστικό φαντασιακό.
Με τον τυπικά λεπτό και διπλωματικό τρόπο μου πρότεινα ότι οποιαδήποτε ανάγνωση των υπερ-αρρενωπών daddies του Tom of Finland που θα παρέκαμπτε τη συζήτηση για τον φασισμό απέφευγε ένα κεντρικό στοιχείο του έργου. Ο σουηδός συνάδελφός μου εκνευρίστηκε. Βλακείες, ανταπάντησε έντονα. Ο Tom of Finland ήταν καθαρός έρως και ελάχιστη, αν όχι καμία, σχέση είχε με τον φασισμό, φαντασιακό ή όχι. Αλλά, επέμεινα με τον ευγενικά πειστικό τρόπο μου, δεν ήταν ο καλλιτέχνης στον φινλανδικό στρατό; Δεν συνεργάστηκαν οι Φινλανδοί με τους Γερμανούς; Δεν είχε γεννηθεί η εικονολογία του Tom of Finland μέσα από αυτή τη μοιραία συνάντηση με τους γερμανούς άντρες στρατιώτες; Ο σουηδός συνάδελφός μου εξοργίστηκε: Μήπως δεν ήξερα ότι οι Φινλανδοί αναγκάστηκαν να πολεμήσουν για τη Γερμανία, και ότι δεν στήριζαν κατ’ ανάγκη τον φασισμό; Και τελοσπάντων, πρότεινε, το ιστορικό πλαίσιο δεν μπορεί να ορίσει το νόημα του ερωτικού υλικού! Όσο πιο πολύ ο συνάδελφός μου αντιστεκόταν την ανάγνωσή μου για τη διασταύρωση κάποιου ομοερωτισμού με τον φασισμό, τόσο πιο επίμονη πάνω σε αυτό γινόμουν. Όσο πιο επίμονη γινόμουν, τόσο πιο πολύ αντιστεκόταν και τόνιζε έναν διαχωρισμό μεταξύ ερωτικών εικόνων και πολιτικής ιδεολογίας. Αυτό που ήθελα να γνωρίζω είναι γιατί δεν μπορείς να απολαύσεις τις εικόνες και να παραδεχτείς ότι συμμετέχει σε ένα φασιστικό φαντασιακό της ομοφυλοφιλίας. Αυτό που ήθελε αυτός να γνωρίζει είναι, γιατί δεν μπορείς να διαχωρίσεις αναπαράσταση και πραγματικότητα, ιστορικότητα και σύγχρονα νοήματα, φασιστικές αρρενωπότητες και ομοφυλοφιλικό σεξ.
Η συνάντηση ήταν άβολη, ανησυχητική, και ακριβώς για αυτούς τους λόγους πολύ ελκυστική. Είχα γίνει μια άξεστη κατά γράμμα φεμινίστρια και ανέγνωσκα το ιστορικό πλαίσιο της παραγωγής των ερωτικών ζωγραφιών του Tom of Finland ως καθοριστικό όσον αφορούσε στη σημασία τους; Ή ήταν ο σουηδός συνάδελφός μου πεισματικά αμυντικός αρνούμενος να αναγνώσει οποιοδήποτε ιστορικό πλαίσιο σε ένα αρχείο που έβρισκε διεγερτικό; Αν επιτρέψουμε τη δυνατότητα ο Tom of Finland να λαμβάνει μέρος σε ένα φασιστικό φαντασιακό και παράλληλα να αρνείται να ανάγεται σε αυτό το φαντασιακό, τι είδους σχέση μεταξύ πολιτικής και του ερωτικού έχουμε κάνει; Εδώ δεν διακυβεύεται ούτε το πραγματικό πολιτικό status του φανταστικού κόσμου του Tom of Finland, ούτε η πραγματική ιστορία της παραγωγής των εικόνων. Η πραγματική μάχη δίνεται για το πλαίσιο των σύγχρονων ισχυρισμών που οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν για την πολιτική ακεραιότητα των επιθυμιών τους. Ένας γκέι άντρας, ή οποιοσδήποτε, που βρίσκει το ερωτικό αρχείο του Tom of Finland ελκυστικό δεν θέλει να κατηγορηθεί για λαθραία επένδυση στον φασισμό, μια επένδυση που κρυφομπαίνει από την πίσω πόρτα της επιθυμίας· για τον ίδιο λόγο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι όλα τα ενδιαφέροντά μας σε ερωτικό υλικό είναι πολιτικά αθώα. Δεν υπάρχει σκοπός να διατυπωθεί κάποιο επιχείρημα τύπου Catherine Mackinnon που βλέπει τις σεξουαλικές αναπαραστάσεις φορτωμένες με εξουσία ως εγγενώς κακές. Αντίθετα θέλω να καταλάβω γιατί δεν μπορούμε να ανεχτούμε τη σύζευξη των επιθυμιών μας με πολιτικές που μας αναστατώνουν δυσάρεστα.
Σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε σε ένα ειδικό τεύχος του Journal of the History of Sexuality αφιερωμένο στον γερμανικό φασισμό και τη σεξουαλικότητα, η Dagmar Herzog, ίσως η πιο θρασεία και αυθεντική λόγια που εργάζεται στο θέμα, ξεκινά θέτοντας ένα οικείο πλέον ερώτημα: “Ποια είναι η σχέση μεταξύ της σεξουαλικών και άλλων ειδών πολιτικής;” Συνεχίζει: Λίγες κουλτούρες έχουν θέσει αυτόν τον γρίφο τόσο επιτακτικά, ή τόσο ανησυχητικά, όσο η Ναζιστική Γερμανία. Οι απαντήσεις είναι πολλαπλές και μέχρι τώρα άλυτες· κάθε αναδυόμενη απάντηση θέτει περαιτέρω ερωτήματα. Ποιες είναι ακριβώς οι σεξουαλικές πολιτικές του Ναζισμού; Ήταν καταπιεστικές για όλους, ή δόθηκε ειδική άδεια σε ορισμένα άτομα ή ομάδες ενώ άλλοι διώκονταν, βασανίζονταν ή σκοτώνονταν;… Τι να υποθέσουμε για το γεγονός ότι οι λόγιοι από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα έχουν επανειλημμένα θεωρήσει ότι το Τρίτο Ράιχ ήταν “εχθρικό προς το σεξ”, “ανήδονο”, και χαρακτηρισμένο από “επίσημη γερμανική σεμνοτυφία”, ενώ στις ταινίες και τη λαϊκή κουλτούρα έχει υπάρξει μια αντισταθμιστική τάση να προσφέρει φλογερά και λάγνα ανέκδοτα ως υποκατάστατο της σοβαρής ενασχόλησης με την περιπλοκότητα της ζωής κάτω από τον γερμανικό φασισμό; (2002:3-4)
Η μεγάλη συνεισφορά της Herzog στη λόγια γραμματεία είναι ότι έχει δείξει πως, αντίθετα με τη δημοφιλή άποψη, οι Ναζί δεν ήταν απλά σεξουαλικά καταπιεστικοί ή υποστηρικτές μιας άκαμπτης σεξουαλικής ηθικής τάξης· παρέτασσαν την ομοφοβία και τη σεξουαλική ηθική μόνο όταν και όπου ήταν πολιτικά σκόπιμο να το πράξουν. Σε άλλες στιγμές έκαναν τα στραβά μάτια εφόσον οι συμμετέχοντες στη σεξουαλική δραστηριότητα ήταν “φυλετικά καθαροί”. Σε αυτό το δοκίμιο η Herzog συνδυάζει τον Foucault με τον Freud για να εκθέσει τις αντικρουόμενες και άνισες σεξουαλικές πολιτικές των Ναζί. Μια από τις δυνατότερες στιγμές της διορατικότητάς της είναι όταν λέει “απλά δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Ναζισμός ήταν τόσο ελκυστικός σε τόσους πολλούς ανθρώπους” χωρίς να εξετάσουμε την παραγωγή καθώς και την καταπίεση της σεξουαλικότητας υπό το καθεστώς. Το υπόλοιπο του δοκιμίου, όμως, τείνει να εφαρμόζει αυτή τη διορατικότητα μόνο στις πολιτικές της ετεροφυλοφιλίας. Η Herzog περιγράφει μια φαινομενικά ενοποιημένη πολιτική στο Τρίτο Ράιχ σε σχέση με την ομοφυλοφιλία: η ομοφοβία, σημειώνει, ήταν μέρος ενός γενικότερου φυλετικού συστήματος αφιερωμένου στην προαγωγή της άριας αναπαραγωγής και την καταπίεση κάθε εβραϊκής επιρροής. Αλλά, όταν φθάνουμε στις επικρατούσες αρρενωπότητες, όπως προτείνει το υλικό από τον Tom of Finland, οι πολιτικές της ομοφυλοφιλίας στη Ναζιστική Γερμανία δείχνουν το ίδιο περίπλοκες και αλληλοσυγκρουόμενες με αυτές της ετεροφυλοφιλίας.
Ένας αριθμός από queer θεωρητικούς έχει κάνει την προσπάθειά του στο ξετύλιγμα των συνδέσεων μεταξύ ομοφυλοφιλίας και Ναζισμού. Για παράδειγμα, η Eve Kosofsky Sedwick και αναγνωρίζει τις σχέσεις μεταξύ ομοερωτισμού και Ναζισμού και επιχειρηματολογεί ενάντια σε αυτό το σύνδεσμο: “Θα έπρεπε να είναι αχρείαστο να πούμε ότι η φαντασίωση της ναζιστικής ομοφυλοφιλίας είναι ξεκάθαρα εσφαλμένη· σύμφωνα με οποιονδήποτε τρέχοντα ορισμό της ομοφυλοφιλίας στην κουλτούρα μας, μόνο ένα ναζί ηγέτης, ο Ernst Roehm, ήταν ομοφυλόφιλος, και αυτός δολοφονήθηκε από τα SS κάτω από τις άμεσες εντολές του Χίτλερ το 1934. Αυτό που δείχνει να είναι ακριβέστερα αληθές πάντως είναι ότι ο γερμανικός φασισμός (όπως σε λιγότερο επιδεινωμένη μορφή η κουλτούρα του εικοστού αιώνα γενικότερα) αναδύθηκε σε ένα κοινωνικό έδαφος στο οποίο ‘το ομοφυλοφιλικό ερώτημα’ κατέστη άκρως προέχων” (1994:49). Η Sedwick αντιδρά σε αυτό που εκλαμβάνει να είναι τόσο μια δημοφιλής όσο και φεμινιστική τάση να συγχέονται οι Ναζί με την ομοφυλοφιλική κοινότητα, μια τάση που μπορεί να βρεθεί στο έργο θεωρητικών όπως η Luce Irigaray καθώς και σε λαϊκή μορφή σε ταινίες όπως το The Damned (1969) του Luchino Visconti και το The Conformist (1970) του Bernardo Bertolucci. Δεν έχω καμία επιθυμία να καταλάβω την προσβλητική και δυνητικά ομοφοβική θέση της φεμινίστριας που αναγνώσκει λανθασμένα τον φασιστικό ανδρισμό ως τον ίδιο τον ορισμό της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, αλλά θέλω να προκαλέσω την απόλυτη δήλωση της Sedwick σχετικά με την πλήρη και ολοκληρωτική έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ Ναζισμού και ομοφυλοφιλίας. Το να δηλώνεις τόσο ξερά ότι μόνο ένας ναζιστής ηγέτης ήταν ομοφυλόφιλος ακούγεται αμυντικό δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως υπήρχαν στην πραγματικότητα ομάδες ανδρών που όντως συνέδεαν τους ερωτικούς δεσμούς μεταξύ ανδρών με το είδος της κατασκευής κλασικών μύθων για το οποίο ήταν γνωστοί οι Ναζί. Είναι επίσης ένας τρόπος για να αποφευχθεί η κατηγορία ότι υπάρχει κάποιο είδος δομικής σχέσης μεταξύ ανδρικής ομοφυλοφιλίας και Ναζισμού λέγοντας απλά ότι ξέρουμε μόνο για έναν ομοφυλόφιλο Ναζί. Στην πραγματικότητα ο Roehm ήταν γνωστό ότι προήδρευε ενός σταύλου ομοφυλόφιλων μελών των ταγμάτων εφόδου. Ενώ συμφωνώ με τη Sedwick ότι η παρουσία ομοφυλόφιλων αντρών στις φασιστικές ομάδες δεν καθιστά τον Ναζισμό ομοφυλόφιλο (όχι περισσότερο από το γεγονός ότι η τεράστια πλειοψηφία των Ναζί ήταν ετεροφυλόφιλοι θα έκανε το φαινόμενο του Ναζισμού ετεροφυλόφιλο), πιστεύω επίσης ότι η ανοιχτή δίωξη ομοφυλόφιλων αντρών δεν απομακρύνει την πιθανότητα να υπήρχαν πράγματι ανησυχητικές αλληλοεπικαλύψεις κατά καιρούς μεταξύ Ναζισμού και ομοφυλοφιλίας.
Η ιστορία αυτής της αλληλοεπικάλυψης μπορεί να βρεθεί ακόμα και σε μια τυχαία έρευνα του διατρέχοντος τις γενεές Maennerbund, ή ομάδας αντρών, από τη δεκαετία του 1920 και 1930. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο νήματα στα κινήματα ομοφυλοφιλικής χειραφέτησης στη Γερμανία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ένα από αυτά, συνδεδεμένο με το ινστιτούτο του Max Hirschfeld και τις θεωρίες για άτομα ενδιάμεσου ή τρίτου φύλου, είναι καλά γνωστό· το άλλο νήμα, ο ομοφυλόφιλος ανδρισμός, είναι λιγότερο γνωστό. Αυτό το νήμα περιελάμβανε άντρες όπως ο Hans Blueher και ο John Henry Mackay, που προωθούσαν την Maennerbund στη δεκαετία του 1930, καθώς και ο Adolf Brand (ιδρυτής της Gemeinschaft der Eigenen6) και ακόμα και ο Ναζί Ernst Roehm, μέλος των ταγμάτων εφόδου. Αντιστάθηκαν στις βιολογίστικες θεωρίες της αντιστροφής (inversion7) που προτιμούσε το ινστιτούτο του Hirschfeld για χάρη των με έμφαση στην κουλτούρα αντιλήψεων της ανδρικής ομοφυλοφιλίας που λειτουργούσαν με όρους ερωτικής σύνδεσης μεταξύ δύο συμβατικά αρρενωπών ανδρών. Αυτό το είδος του ανδρισμού συνέπεσε με μια εθνικιστική και συντηρητική έμφαση στην ανωτερότητα της ανδρικής κοινότητας και με μια φυλετική απόρριψη της θηλυκότητας. Πράγματι, μεταξύ αυτών των πρώιμων ομοφυλόφιλων ακτιβιστών, οι άρρενες Εβραίοι θεωρούταν άντρες που είχαν εκθηλυνθεί από την επένδυσή τους στην οικογένεια και το σπίτι – ένα πεδίο που θα έπρεπε αφήνεται στις γυναίκες – και οι οποίοι, όπως οι θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι, δεν ανταποκρίνονταν στο ανδροπρεπές καθήκον τους να παραμείνουν δεσμευμένοι στους λοιπούς αρρενωπούς άνδρες και σε μια ταγμένη στον ανδρισμό πολιτεία και δημόσια σφαίρα. Υπάρχει μάλιστα μια λέξη στα γερμανικά για την απέχθεια που προκαλείται από τον θηλυπρεπή γκέι άντρα: Tuntenhass. Στην επιθυμία τους για άλλους αρρενωπούς άντρες οι θιασώτες του ανδρισμού κατασκεύασαν μια ατομικιστική ιδεολογία σεξουαλικής αγάπης που στην πραγματικότητα συνδεόταν τέλεια με συγκεκριμένες όψεις του φασιστικού κράτους κατά την παραγωγή και ασφάλιση εκ μέρους της των δεσμών μεταξύ άριων αντρών. Όπως το θέτει ο γερμανός ιστορικός Goeffrey Giles, “Ο ανδρικός δεσμός που ενθάρρυναν σθεναρά οι Ναζί στο όνομα της συντροφικότητας δεν ήταν εύκολα διακριτός από τον κίνημα του Wandervogel (Περιπλανώμενος) και πρέπει να υπήρξαν εκατομμύρια νεαρών γερμανών αντρών που δεν είχαν ξεκάθαρη αντίληψη της διαφοράς” (Giles, 2002:260).
Οι συνδέσεις μεταξύ ομοφυλοφιλίας, φασισμού και μοντερνισμού έχουν εκσκαφθεί προσεκτικά και έχουν θεωρητικοποιηθεί από ένα πλήθος ιστορικών και θεωρητικών. Ο George L. Mosse, για παράδειγμα, αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του The Fascist Revolution: Toward a General Theory of Fascism (1999) στην “ομοφυλοφιλία και γαλλικός φασισμός.” Ο Mosse σημειώνει την περίπλοκη φύση των πραγματικών και διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ φασισμού και ομοφυλοφιλίας: Μεμιάς οι ομοφυλόφιλοι διώκονταν κάτω από τον φασισμό ώστε να διατηρηθεί η κανονιστικότητα του φασιστικού ανδρισμού, αλλά την ίδια στιγμή οι φασίστες συνέχιζαν να δέχονται κατηγορίες ότι είναι ομοφυλόφιλοι, και οι ομοφυλόφιλοι κατηγορούνταν τακτικά στη Γαλλία και αλλού ότι συνεργάζονταν με τους Ναζί. Όπως και άλλοι, ο Mosse προτείνει ότι μια ναζιστική έγνοια με τον ανδρισμό και την ανδροπρέπεια και μια προτίμηση για απόσταση από τις γυναίκες και την οικιακή ζωή σύρουν τον Ναζισμό στην επίμαχη περιοχή, που έχει καταγραφεί τόσο καλά από την Sedwick. Περιοχή εντός της οποίας οι πολιτικοί και σεξουαλικοί δεσμοί μεταξύ αντρών καθίστανται μπερδεμένοι και περιπλεγμένοι. Ο Mosse τελειώνει το κεφάλαιό του “Περί ομοφυλοφιλίας και Γαλλικού φασισμού” με ένα κάλεσμα για “περαιτέρω διερεύνηση” (181) των σχέσεων εντός και μεταξύ της ανδρικής φιλίας, του ομοερωτισμού και του εθνικισμού.
Ο Andrew Hewitt έχει θεωρητικολογήσει για τους δεσμούς που φώτισε ο Mosse στο βιβλίο Political Inversions (1996). Στοχεύοντας τόσο στους χοντροκομμένους, ομοφοβικούς και καρτουνίστικους χαρακτηρισμούς των γκέι Ναζί στον κινηματογράφο όσο και στους περισσότερο περίπλοκους και θεωρητικούς δεσμούς του Adorno και λοιπών μεταξύ ολοκληρωτισμού και ομοφυλοφιλίας, ο Hewitt σκιαγραφεί έναν “φαντασιακό φασισμό”, έναν φασισμό που κάνει ανιστορικές συνδέσεις μεταξύ του γκέι άντρα και του φασίστα. Ο Hewitt ιχνηλατεί προσεκτικά την πραγματική εμπλοκή των ομοφυλόφιλων ανδρών μέσα στα πρωτο-φασιστικά κινήματα καθώς και στο Ναζιστικό Κόμμα, αλλά κοιτάζει επίσης τους δομικούς χειρισμούς της γλώσσας, της εξουσίας και της φαντασίας που καθιστούν εύκολη τη σύγχυση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και φασισμού. Γ ψψψ χχδια παράδειγμα, επεκτείνοντας το δοκίμιο του Ernst Bloch για την αδυναμία αναπαράστασης του φασισμού, προτείνει ότι τόσο η ομοφυλοφιλία όσο και ο φασισμός μοιράζονται την αλληγορία του να είναι ανείπωτα: “Αν η ομοφυλοφιλία δεν τολμά να πει το όνομά της, εντούτοις χρησιμεύει ως το ‘όνομα’ για κάτι άλλο που δεν μπορεί να ειπωθεί – τον φασισμό” (9). Ένας άλλος λόγος για την εύκολη σύνδεση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και φασισμού βρίσκεται στο δημοφιλή χαρακτηρισμό ότι αν είσαι προλετάριος τότε είσαι αρρενωπός και ανδροπρεπής ενώ τα ελιτίστικα πρωτοποριακα κινήματα είναι θηλυπρεπή. Ένας τρίτος λόγος, που ο Hewitt συζητά εκτενώς σε σχέση με τον ισχυρισμό του Adorno ότι “ολοκληρωτισμός και ομοφυλοφιλία πάνε μαζί”, βασίζεται στην ταύτιση τόσο του ολοκληρωτισμού όσο και της ομοφυλοφιλίας με την επιθυμία για ομοιότητα που χρωματίζει την “εξουσιαστική προσωπικότητα” και απειλεί κυρίαρχες ή οιδιπόδειες λογικές της επιθυμίας.
Έχοντας επιδείξει ότι οι δημοφιλείς και οι ριζοσπαστικοί σύνδεσμοι της ομοφυλοφιλίας και του φασισμού ενεργοποιούν ορισμένα κοινά δομικά χαρακτηριστικά που καθίστανται μέρος ενός ευρύτερου ομοφοβικού φαντασιακού, ο Hewitt στρέφεται στη συνέχεια στην πραγματική ιστορία των γκέι αντρών θιασωτών του ανδρισμού στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930. Δείχνει ότι ο στενός ενδελεχής έλεγχος εντός της queer ιστοριογραφίας της επίδρασης του Magnus Hirschfeld και των θιασωτών του “τρίτου φύλου” επισκιάζει αυτή την περιπλοκότερη ιστορία των πρώιμων κινημάτων ομοφυλοφιλικής απελευθέρωσης. Οι διαφορές μεταξύ της εκδοχής του Hirschfeld για την ομοφυλοφιλική χειραφέτηση (η αναγνώριση των σεξουαλικών μειονοτήτων από την πολιτεία) και η εκδοχή των θιασωτών του ανδρισμού (η εξύψωση της ανδρικής φιλίας σε νόμο της κρατικής εξουσίας) ωθεί τον Hewitt να προτείνει ένα νέο σύνολο ερωτημάτων σχετικά με την ομοφυλοφιλία: “Πρέπει επομένως να είμαστε ευαίσθητοι στη στρατηγική λειτουργία μιας αναδυόμενης ομοφυλοφιλίας. Αντί να ρωτάμε Τι ήταν η ομοφυλοφιλία (ή με Φουκωικούς όρους, Πότε και πώς ήταν η ομοφυλοφιλία;) πρέπει να κατανοήσουμε ποια η χρήση της ομοφυλοφιλίας τότε και τώρα. Ποιες πολιτικές επιλογές παρείχε, ποιες διεξόδους από έναν αμήχανο ετεροσεξισμό στην πολιτική και τη φιλοσοφία; Ποια λειτουργία εκπλήρωνε εντός του σύγχρονού της πολιτικού και φιλοσοφικού πλαισίου; (1996:81) Με άλλα λόγια, ενώ το ινστιτούτο Hirschfeld και η συγκεκριμένη βιογραφία του Magnus Hirschfeld ως θύματος της ναζιστικής επιθετικότητας βολεύει καλά σύγχρονες διατυπώσεις της μακράς ιστορίας της καταδίωξης των ομοφυλόφιλων στην ευρω-αμερικάνικη κοινωνία, επικαλούνται πολύ σπάνια την παράλληλη ιστορία ομοφυλόφιλων αντρών που ταυτίζονταν έντονα με φασιστικές αρχές και που συμμετείχαν ανοιχτά και ελεύθερα στο Ναζιστικό Κόμμα. Ρωτώντας τι αντιπροσώπευε η ομοφυλοφιλία και ποια η λειτουργία της, ο Hewitt μετατοπίζει την έμφαση μακριά από μια αδιάλειπτη εξιστόρηση ενός ομοφυλόφιλου αγώνα και επιτρέπει μια πιο ποικιλόμορφη ιστορία της σεξουαλικότητας εντός της οποίας η σεξουαλική ανομοιότητα υπηρετεί και κυρίαρχα και υποτακτικά καθεστώτα, μερικές φορές ταυτόχρονα. Αντίθετα με την Sedwick, παρόλο που βασίζεται έντονα στη δουλειά της, ο Hewitt δεν αρνείται τους συνδέσμους μεταξύ ομοφυλοφιλίας και φασισμού· αντίθετα, ο σκοπός του είναι να πει ότι κάτι ριζοσπαστικό μπορεί να εξαχθεί από τους γκέι θιασώτες του ανδρισμού παρά τους ανούσιους πολιτικούς συνδέσμους τους.
Στο κεφάλαιο για τις πρώιμες πολιτικές της ιδεολογίας του ανδρισμού ο Hewitt παραθέτει την ιστορία των ανδρικών ομόφιλων κινημάτων που αναδύθηκαν σε απόκριση προς την ενθάρρυνση των ομοερωτικών δεσμών στη Γερμανία της Βαϊμάρης και τον πρώιμο Ναζισμό. Εξετάζει αυτό που χαρακτηρίζει ως “την παράλειψη της ιδεολογίας του ανδρισμού από την ακόμα πιο πρόσφατη queer ιστοριογραφία” (82). Όπως ο Hewitt, θέλω κι εγώ να εξετάσω αυτή την παράλειψη, αλλά οι λόγοι που το κάνουμε είναι λίγο διαφορετικοί. Για τον Hewitt, η παράκαμψη που κάνει η γκέι ιστορία γύρω από τον γερμανικό ανδρισμό αποκλείει ένα σύνολο ερωτημάτων σχετικά με τη σχέση του πολιτικού με το λιβιδινικό και επιτρέπει την απόρριψη των θιασωτών του ανδρισμού και ως ατόμων που προκαλούν πολιτική αμηχανία και ως σεξουαλικά καταπιεσμένων. Ο Hewitt επιστρέφει στους θιασώτες του ανδρισμού – άνδρες, όπως ο Han Blüher και ο John Henry Mackay, καθώς επίσης (σιωπηρώς) μοχθηρές μορφές, όπως ο Adolf Brand και ακόμα και ο Ernst Röhm – ώστε να αποτρέψει εκδοχές ανδρικής ομοφυλοφιλίας που λειτουργούν με όρους αναγωγής ή διακωμώδησης της ερωτικής σύνδεσης μεταξύ δύο συμβατικά αρρενωπών ανδρών ως καταπιεσμένης, σεξοφοβικής, κρυφής, ή απλά ως αναπόσπαστου μέρους μιας πατριαρχικής τάξης. Πράγματι, ισχυρίζεται ότι, “Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα πως τόσο ο φασισμός όσο και ο ομοφυλοφιλικός ανδρισμός ήταν πραγματικές και ριζοσπαστικές επιθέσεις σε αυτή την τάξη – ακόμα κι αν στις ιστορικές και εμπειρικές συγκεκριμενοποιήσεις ήταν κάθε άλλο παρά απελευθερωτικοί καθ’ οιαδήποτε αποδεκτή έννοια” (85). Αλλά πιστεύω ότι η διαγραφή του γκέι κινήματος των θιασωτών του ανδρισμού υποδεικνύει μια απροθυμία να παλέψει με δύσκολα ιστορικά προηγούμενα και μια επιθυμία να επιβληθεί ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής ταυτοτήτων στην ιστορία. Με άλλα λόγια, η έννοια μια ενοποιημένης γκέι ταυτότητας παράγει μια οικομενικοποιούσα και φυλετικά συγκεκριμένη ιστορία της ομοφυλοφιλίας που εκτείνεται πίσω σε όλη την Ευρώπη του εικοστού αιώνα και είναι εγγεγραμμένη στον avant-garde ανδρικό μοντερνισμό, αλλά όχι στις φασιστικές ευαισθησίες. Επιτρέπει επίσης σε ακτιβιστές του AIDS στη δεκαετία του 1990, πολλοί εκ των οποίων ήταν λευκοί και ανήκαν στη μεσαία τάξη, να φορέσουν ένα ροζ τρίγωνο και να φαντάζονται τον αγώνα τους σε σχέση με τους άνδρες που στόχευε το ναζιστικό καθεστώς.
Ο Hewitt, όπως έχω προτείνει, δεν συμφωνεί με την Sedwick ότι δεν υπάρχει απόδειξη επικάλυψης μεταξύ Ναζισμού και ομοφυλοφιλίας. Στην πραγματικότητα έλκεται από το κοινό έδαφος και προσπαθεί αντίθετα να δει πότε και πού οι ισχυρισμοί των γκέι θιασωτών του ανδρισμού για τις επιθυμίες τους είναι ριζοσπαστικά οικείοι με όρους μιας κριτικής των ετεροκανονικών υποθέσεων πάνω στην οιδιπόδεια επιθυμία. Αναμενόμενα, εδώ είναι που χωρίζει ο δρόμος μας, μεταξύ του Hewitt και εμού. Ενώ κατανοώ πολύ καλά το επιχείρημα ότι η queer θεωρία έχει ευνοήσει αντιθετικά έμφυλα ζεύγη (butch-femme, για παράδειγμα) και αντεστραμμένα έμφυλα υποκείμενα (Wilde, Hall) ενώ στη διαδικασία έχει αγνοήσει συμμορφούμενα έμφυλα υποκείμενα, ή αυτό στο οποίο η Biddy Martin αναφερόταν σε ένα λεσβιακό πλαίσιο ως “θηλυκότητα εκτελεσμένη με στρέητ τρόπο”, αυτός δεν φαντάζει να είναι ο σωστός λόγος για να αποκατασταθούν οι ανδρικές ομάδες που έχουν επενδυθεί την “αρρενωπότητα υποδυόμενη με στρέητ τρόπο.” Ενώ για την Martin η υποτιθέμενα προφανής απόδοση προνομίων στον έμφυλα queer σε βάρος του έμφυλα κανονιστικού συστήνει μια ανησυχητική διαγραφή της λεσβίας femme, για τον Hewitt η εστίαση στην έμφυλη αναστροφή στις αρχές του εικοστού αιώνα συνιστά μια παράκαμψη γύρω από τον γκέι αρρενωπό άντρα. Αλλά ενώ η διαγραφή της queer femme έχει γεύση αντιφεμινιστικής προτίμησης για την υπερβατική αρρενωπότητα σε βάρος της υπερβατικής θηλυκότητας, η διαγραφή του αρρενωπού γκέι άντρα δείχνει μια απροθυμία να παλέψεις με δύσκολα ιστορικά προηγούμενα.
Η queer ανδρική και γυναικεία cross-gender ταύτιση, με άλλα λόγια, όπως η queer ανδρική και γυναικεία gender κανονιστικότητα, έχουν διαφορετικές σχέσεις με τις πολιτικές του φύλου, την ιδεολογία του ανδρισμού και την οικιακότητα. Στην πραγματικότητα μπορούμε να ιχνογραφήσουμε μια κάποια σύγχρονη φεμινιστική καχυποψία της F2M έμφυλης παραλλαγής πίσω στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η θηλυκή αρρενωπότητα είχε απορριφθεί από τον Otto Weiniger και άλλους ως, ταυτόχρονα, δείγμα της κατάρρευσης των διακρίσεων των κοινωνικών φύλων και, σιωπηρώς, της πολιτισμένης κοινωνίας, και σημάδι της γυναικείας ιδιοφυΐας. Οι αρχικές φεμινίστριες έπρεπε να πολεμήσουν ενάντια στις κοινωνικές δομήσεις της θηλυκότητας ως παθητικής και αδύναμης ενώ φυλάγονταν από την αντίληψη ότι όταν ήταν ενεργητικές και δυνατές τότε ήταν αρρενωπές και ανδροπρεπείς. Έτσι, ενώ η αρρενωπή γυναίκα θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως κοινωνικά αποκλίνουσα και πιθανώς εγκληματική σε ορισμένους κύκλους, σε άλλους ήταν αποδεκτή ως ανώτερη από τις θηλυπρεπείς και ασθενείς αδερφές της. Η Gertrude Stein, για παράδειγμα, αγκάλιασε από νωρίς τις ιδέες του Weiniger γιατί της έδιναν μια αιτιολογία για την ιδιοφυΐα της και τη σχέση της με την αρρενωπότητά της. Η βασική ιδέα του Weiniger (2009) ήταν ότι όλοι οι άνθρωποι κατασκευάζονται από ένα μίγμα αρρενωπότητας και θηλυκότητας και ότι οι σύντροφοι θα έπρεπε να ελκύονται μεταξύ τους σε μια βάση συμπληρωματικότητας: για παράδειγμα, η ακραία αρρενωπότητα θα έπρεπε να αναζητά την ακραία θηλυκότητα και η ανδρόγυνη αρρενωπότητα θα έπρεπε να αναζητά την ανδρόγυνη θηλυκότητα. Εργάζεται προς μια ολοκληρωμένη θεωρία της επιθυμία εντός της οποίας το ζευγάρι, σαν κάποιο πλατωνικό ιδανικό, σχηματίζει μαζί ένα σύνολο. Αυτές οι έμφυλες θέσεις επιπλέον γίνονται και φυλετικές, και η διαφορά μεταξύ αρσενικού και θηλυκού χαρακτηρίζεται επίσης με όρους διαφοράς μεταξύ Άριου και Εβραίου. Ενώ ο Άριος άρρεν, για τον Weininger και άλλους ανδριστές, εξιδανικεύει τις σχέσεις μεταξύ δράσης, κράτους και εαυτού, ο Εβραίος, στην ουσιαστικά θηλυκοποιημένη κατάστασή του, ενσαρκώνει τις προϋποθέσεις μιας θηλυκοποιημένης ανιθαγένειας. Ο Εβραίος είναι θηλυκοποιημένος επειδή είναι ενθυλακωμένος στην οικογένεια, δίχως τη δυνατότητα του μεγαλείου ή της ιδιοφυΐας.
Η έλξη της Stein προς στο έργο του Weiginer γίνεται περισσότερο κατανοητή στο πλαίσιο του αξιοσημείωτου βιβλίου της Janet Malcolm Two Lines (2008) το οποίο ρωτά πώς η Gertrude και η Alice, δύο πολύ δημόσιες εβραίες λεσβίες, κατάφεραν να επιβιώσουν στην Ευρώπη του Δευτέρου Παγκοσίου Πολέμου. Η σύντομη απάντηση είναι ότι και οι δύο γυναίκες απο-ταυτίστηκαν ως Εβραίες και δεν είχαν πρόβλημα με την ιδέα να βρουν έναν γερμανό συνεργό, έναν γκέι άντρα που λεγόταν Bernard Fay, για να τις προστατεύει κατά τη διάρκεια εκείνων των δόλιων χρόνων. Η Malcolm χαρακτηρίζει και τις δύο γυναίκες ως συντηρητικές και αντιδραστικές. Βρίσκει αποδείξεις στην υποστήριξη από την Stein του ισπανού φασίστα ηγέτη Franco και δείχνει πώς η Toklas υποστήριξε τον Fay μετά τον πόλεμο και προσπάθησε να βοηθήσει να βγει από τη φυλακή.
Αυτά με την αρρενωπή γυναίκα και τις πιθανές πολιτικές πεποιθήσεις της. Όσο για τον θηλυπρεπή άντρα, αυτός ειδώθηκε από τον Weininger και άλλους ως προδότης μιας πολιτικής ανδρισμού και ως κάποιος που είχε προδώσει την πατριαρχική αδερφότητα. Ο Weininger κάνει μια ουσιαστική σύνδεση μεταξύ Εβραίων και γυναικών: αναγνώσκει τους Εβραίους ως απελπιστικά θηλυπρεπείς και τις γυναίκες ολοκληρωτικά δίχως πολιτικές ικανότητες. Και οι δύο έχουν στερηθεί το ευκρινές εγώ και συνεπώς είναι ανίκανοι να κυβερνήσουν, ανίκανοι να επιτύχουν ατομικό μεγαλείο και, στην περίπτωση των Εβραίων, ανίκανοι να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη. Στη Γερμανία των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου η πατριαρχική πολιτεία, το ανδρικό δέσιμο και η ομοερωτική αδελφότητα που παρουσιάζονταν ως συνεχείς η μία με την άλλη, ο θηλυπρεπής ή ταυτιζόμενος ως cross άντρας εξευτελιζόταν από κάθε πλευρά. Όπως έχω ήδη σημειώσει, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ναζί καταδίκαζαν απλά την ομοφυλοφιλία και τίποτα άλλο· πράγματι, ο αρρενωπός ομοφυλόφιλος ήταν σε πλήρη συμφωνία με τις αντισημιτικές και μισογυνιστικές αντιλήψεις της πολιτείας για την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Επιπλέον, η ναζιστική πολιτεία, όπως ισχυρίζεται ο Herzog στο Sex after Fascism ήταν οπορτουνιστική στην επίσημη σχέση της με τη σεξουαλικότητα – καθόλου το καταπιεστικό καθεστώς όπως απεικονίστηκε αργότερα ως τέτοιο. Ο Herzog λέει: “Πολλοί Ναζί ‘εμπειρογνώμονες’ προωθούσαν μια κοινωνικά κονστρουκτιβιστική άποψη της σεξουαλικότητας που επέμενε ότι η σεξουαλική ταυτότητα ήταν μεταβλητή και ευάλωτη” (2007:34). Επομένως, η ομοφυλοφιλία θα μπορούσε να ιδωθεί τόσο ως σύμφυτη όσο και ως πολιτισμικά συγκεκριμένη, τόσο ως έλλειψη ανδρισμού όσο και ως πλεόνασμα αρρενωπότητας. Έτσι ενώ η θέση των Ναζί για την ανδρική σεξουαλικότητα συγκεκριμένα ήταν πολύ ανεκτική, ήταν σε σχέση με την θηλυκοποίηση που εξέφραζαν την ηθική καταισχύνη τους. Ο θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος καταδιώχθηκε στη Ναζιστική Γερμανία τόσο για την απόρριψη εκ μέρους του της ετεροφυλοφιλικής οικογένειας όσο για τον εναγκαλισμό εκ μέρους του του θηλυκού. Ορισμένοι Γερμανοί ομοφυλόφιλοι τοποθετήθηκαν ενάντια στους έμφυλα “αποκλίνοντες” και είδαν τον θηλυπρεπή άντρα ως κάποιον που διασπούσε την Gemeinschaft der Eigenen, ή την Κοινότητα των Ξεχωριστών, μια αδελφότητα αρρενωπών ομοφυλόφιλων.
Όπως και στην επεξεργασία μιας μη λυτρωτικής πολιτικής από τον Bersani στο Homos, ο Hewitt ενδιαφέρεται να ανασκευάσει μια καθ’ ολοκληρίαν φιλελεύθερη παράδοση ιστορικής ανάγνωσης της ομοφυλοφιλίας μέσα από ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα. Θέλει να θυμηθεί μια κατά πολύ λιγότερο φιλελεύθερη παράδοση ομοφιλίας από τις αρχές του εικοστού αιώνα, και συγκεκριμένα από τη Γερμανία, ώστε να αναλύσει τη σχέση μεταξύ έρωτος και πολιτικής και να δει ότι ο έρως δεν είναι πάντα και παντού μια δύναμη που φέρνει το καλό η οποία έχει συναντηθεί με μια αρνητική και καταπιεστική εξουσία. Το ερώτημα του Hewitt σχετικά με τη λειτουργία της ομοφυλοφιλίας αντηχεί στον σχολιασμό του Bersani πάνω στην αρνητική δύναμη της ανδρικής ομοφυλοφιλίας που αναζητά να λυθεί. Χτίζω πάνω στις σύνθετες εικόνες τους και προσπαθώ να τις χρησιμοποιήσω και τις δύο, ώστε να αποκαλύψω τη μακρά ιστορία του γκέι ανδρισμού, αλλά επίσης για να προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω αυτή την ιστορία, ώστε να κατανοήσω τη σύγχρονη πολιτική: στην Ευρώπη των πρόσφατων χρόνων υπήρξαμε μάρτυρες της ανόδου μιας συγκεκριμένης μορφή ομοεθνικισμού μεταξύ δεξιών ηγετών που συμβαίνει επίσης να είναι γκέι. Ο Joerg Haider, για παράδειγμα, ο ηγέτης του Αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας και αργότερα ιδρυτής της Συμμαχίας για το Μέλλον της Αυστρίας, εκτέθηκε ως γκέι άντρας αφότου πέθανε ξαφνικά σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα το 2008. Το κόμμα του Haider ήταν αυστηρά δεξιό, εθνικιστικό, και οδηγούταν από αντισημιτικά συναισθήματα και συναισθήματα κατά των μεταναστών· οι γονείς του υπήρξαν μέλη του Ναζιστικού Κόμματος. Μετά τον θάνατό του εκτέθηκε ως γκέι άντρας που είχε σχέση με έναν άλλο άντρα, παρόλο που ήταν δημόσια παντρεμένος με γυναίκα. Όπως και ο ολλανδός γκέι πολιτικός Pim Fortuyn, ο Haider θεωρούταν “ακροδεξιός λαϊκιστής” και κανένας άντρας δεν έβλεπε οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ της σεξουαλικής ταυτότητάς του και των μη ανεκτικών απόψεών τους για τους “παρείσακτους”, τους ξένους, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους. Η αντιμεταναστευτική γκέι πολιτική ορθώνεται μέσα από άγαρμπους χαρακτηρισμούς του Ισλάμ ως βαθιά ομοφοβικού και υποθέτει μια σχέση μεταξύ γκέι ανεκτικότητας και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σύμφωνα με θεωρητικού, όπως ο Joseph Massad, η Fatima El-Tayib και η Jasbir Puar, αυτοί οι χαρακτηρισμοί του Ισλάμ αναγνώσκουν λανθασμένα τη σεξουαλική οικονομία των ισλαμικών χωρών από τη μία μεριά και ενώνουν την γκέι και λεσβιακή σεβασμιότητα με τον νεοφιλελευθερισμό από την άλλη. Δίνουν επίσης χώρο σε παράξενες πολιτικές συζεύξεις μεταξύ του δεξιού λαϊκισμού και των γκέι δικαιωμάτων.
Έχω υποστηρίξει ότι η επιθυμία να διαχωριστεί πλήρως η ομοφυλοφιλία από τον Ναζισμό και να χαρακτηριστούν ως ομοφοβικές όλες οι προσπάθειες να τα συνδέσει κανείς, οδηγεί σε παρανόηση της πολλαπλότητας της γκέι ιστορίας και απλοποιεί τη λειτουργία της ομοφυλοφιλίας. Για την Sedwick, η ομοφυλοφιλία συνιστά ένα ζωτικό μέρος ενός νέου τρόπου να γνωρίζεις, ο οποίος έδωσε υπόσταση σε νέα καθεστώτα του προσωπικού, του κοινωνικού και του σώματος. Για τον Hewitt, η ομοφυλοφιλία συνιστά μια λογική συσχετισμού που κατά καιρούς ευθυγραμμίζεται και άλλοτε συγκρούεται με χειραφετικά καθεστώτα, αλλά όχι κατά κάποιο προβλέψιμο τρόπο. Και για τους δύο θεωρητικούς, η ομοφυλοφιλία δεν είναι τόσο κάποια ταυτότητα που εκτείνεται στο χρόνο όσο ένα μετατοπιζόμενο σύνολο σχέσεων μεταξύ της πολιτικής, του έρωτα και της εξουσίας. Έχω ισχυριστεί ότι για να συλλάβουμε την πολυπλοκότητα αυτών των μετατοπιζόμενων σχέσεων δεν έχουμε το περιθώριο να εφησυχαστούμε σε γραμμικές σχέσεις μεταξύ ριζοσπαστικής επιθυμίας και ριζοσπαστικών πολιτικών· αντίθετα, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να διαταραχτούμε από τις πολιτικά προβληματικές συνδέσεις που ρίχνει η ιστορία στο δρόμο μας.
The Killer in Me Is the Killer in You
Καταλήγοντας, θέλω να θεωρήσω μερικές εικόνες από σύγχρονους καλλιτέχνες οι οποίοι, με τον δικό τους τρόπο, ασχολούνται με τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ των ομο-αρρενωποτήτων και του φασισμού. Ο ζωγράφος Attila Richard Lukacs και η φωτογράφος και επιμελήτρια Collier Schorr έχουν και οι δύο συντήξει φασιστικές εικόνες με τον ομοερωτισμό. Και οι δύο δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν τις ιστορικές, αισθητικές και σεξουαλικές συνέπειες της βίαιας σύγκρουσης μεταξύ αυτών των δύο συστημάτων αναπαράστασης. Ενώ για τον Lukacs ο γκέι σκίνχεντ αναπαριστά ένα είδος κορύφωσης της ηρωικής, θυσιαζόμενης και ρομαντικής αρρενωπότητας, για την Schorr ο άνδρας ναζί στρατιώτης αναπαριστά τον τόπο μιας κατεστραμμένης αρρενωπότητας, ένα τόπο προδοσίας (όπως καθιστά ξεκάθαρο η φωτογραφία της “Προδότης”). Αυτές οι εικόνες αναδύονται ως ερώτημα που περνά από τη μία γενιά στην άλλη: Τι σημαίνει τώρα η αρρενωπότητά σου;
Η Crystal Parikh (2009) έχει αρθρώσει πρόσφατα μια “ηθική της προδοσίας” εντός αυτού που αποκαλεί “αναδυόμενες κουλτούρες και λογοτεχνίες των ΗΠΑ”. Ορίζει την προδοσία ως μια κριτική προοπτική στην κατάσταση “του ανήκειν, της αφομοίωσης και της εξαίρεσης” εντός της φυλετικής πολιτείας. Η προδοσία, είτε γίνεται αντιληπτή με ψυχαναλυτικούς όρους ως κάποιο είδος άρθρωσης της αλήθειας που αψηφά την καταπίεση είτε με αποδομητικούς όρους ως μια αναπόφευκτη διπλοπροσωπία, κατονομάζει έναν τρόπο ύπαρξης τον οποίο και απαιτούν και απορρίπτουν τα ηθικά συστήματα στα οποία κατοικούμε. Τα περιθωριοποιημένα υποκείμενα συγκεκριμένα τείνουν να τοποθετούνται σε μια ενεργή σχέση με το δίλημμα της προδοσίας, εφόσον τα κανονιστικά μοντέλα υπηκοότητας θεωρούν το μειονοτικό υποκείμενο ως ένα είδος διπλού πράκτορα, ο οποίος πρέπει να είναι πιστός στο έθνος, αλλά δεν μπορεί παρά να το προδώσει. Οι queer και φεμινιστικές διαστάσεις της απιστίας και της προδοσίας οδηγούν σε διαφορετικά είδη πολιτικής, μιας πολιτικής όπου, σε διάφορες στιγμές σε αυτό το βιβλίο, καταλήγει να συνδέεται με τον μαζοχισμό, τη λύση και την αρνητικότητα. Αλλά σε καιρούς που η πίστη στο έθνος συχνά σημαίνει δίχως ερωτήσεις συναίνεση τόσο στις κτηνωδίες της δίχως έλεγχο πολεμικής επιθετικότητας των ΗΠΑ όσο και στις ιδεολογίες της ελευθερίας και δημοκρατίας που χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν μια τέτοια πολιτική βία, η προδοσία και η απιστία είναι μέρος του οπλοστασίου ενός ζωτικού και δυναμικού αντιθετικού λόγου.
Μια άλλη από τις εικόνες της Schorr, ο “Night Porter (Matthias)”, επικαλούμενη όχι μόνο την άκρως προβληματική ταινία της Liliana Cavani που γυρίστηκε το 1974, αλλά επίσης και το δοκίμιο της Sontag για την “Γοητεία του Φασισμού”, παρέχει μια εντυπωσιακή επανεκτέλεση μιας εικόνας προδοσίας. Εδώ ο Matthias ντύνεται ως μια Charlotte Rampling η οποία ντύνεται ως αξιωματικός των SS στο The Night Porter. Ενώ για την Sontag, η Cavani εικονογράφησε την άνοδο του φασισμού στη μεταπολεμική περίοδο ως στιλ, ως, επιπλέον, ένα σύνολο αισθητικών προτιμήσεων για συμμετρία και τάξη και ως ένα γκέι ερωτικό ενδιαφέρον για τον σαδομαζοχισμό, η Schorr έχει μια πολύ πιο ευφυή αντίληψη του φασισμού, της εξουσίας, της queerness και της αρρενωπότητας, καθώς διαδέχονται η μία την άλλη μέσα σε μια οπτική αισθητική. Εδώ δεν πρόκειται για μια μια S/M δυναμική που έχει αντικαταστήσει την οικειότητα με το θέατρο ή για το ότι ο κόσμος, ειδικά οι γυναίκες, επιθυμεί τη δική του υποδούλωση· αντίθετα η εικόνα της Schorr εικονογραφεί ότι ο φασισμός δεν μπορεί να προβληθεί εύκολα πάνω στον άλλον. “The killer in you is the killer in me”, ο τίτλος για τον στοχασμό της ίδιας της Schorr για την παράσταση και την πολιτική στο Freeway Balconies (2008), υπαινίσσεται ότι οι μικροπολιτικές του φασισμού επιβιώνουν τόσο στον εαυτό όσο και στον άλλο, τόσο στο διεστραμμένο όσο και στο σφύζον από υγεία, τόσο στο πράττειν όσο και στο είναι.
Ένας “γοητευτικός φασισμός” επιβιώνει στα ηρωικά πορτέτα των σκίνχεντ από τον Attila Richard Lukacs: σκίνχεντ μόνοι τους, μαζί, σε ομάδες, να γαμιούνται, να στέκονται, να πολεμούν. Ο Lukacs αρνείται να αποστρέψει τη ματιά του από την ισχυρή δια-ιστορική έλξη που ασκεί η ναζιστική εικονογραφία σε ένα γκέι ανδρικό φαντασιακό. Αντίθετα αντικρίζει τη δυνατότητα ότι η ταύτιση μπορεί να πάρει μακάβριες και αρνητικές μορφές: “Έχω αυτό το επαναλαμβανόμενο όνειρο ότι είμαι κατά συρροήν δολοφόνος”, είπε στον Richard Goldstein στην Village Voice. Ο Goldstein σχολιάζει, “ο Lukacs έχει αφήσει το αποτύπωμά του αναπαριστώντας πράξεις που γειτνιάζουν με τον φόνο – κτηνώδη ξυλοκοπήματα και τελετουργικοί εξευτελισμοί καθώς και ραψωδικό σεξ μεταξύ σκληρών νεαρών αντρών. Τα γεμάτα λατρεία πορτραίτα του από σκίνχεντ και κακούργους τον έχουν καταστήσει επίσημα το κακό παιδί της χώρα του, του Καναδά.” Για τον Lukacs, ο άνδρας στρατιώτης, είτε με στρατιωτική στολή είτε με τη στολή του σκίνχεντ, καθίσταται ένα δυνατό κομβικό σημείο για την επιθυμία και τον θάνατο. Τα πορτρέτα του εφιστούν την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους η πολιτική μιλά μέσα από την επιθυμία, αν και όχι με κάποιον κυριολεκτικό τρόπο (βλ. Εκτύπωση 12).
Ο Lukacs εξερευνά την ερωτική φόρτιση του φασισμού σε πολλαπλές μορφές. Σε κάποια από τα έργα του ζωγραφίζει τους σκίνχεντς του στη σκιά μιας σβάστικας, να εναγκαλίζονται και να απορρίπτουν ταυτόχρονα το σύμβολο μέσα από τη ζευγαρωμένη μορφή τους. Σε άλλα ζωγραφίζει ενεργητικά και μετά επικαλύπτει το σύμβολο, λες και το ζωγραφίζει ως μια διαγραμμένη πηγή για ορισμένες μορφές ομοφυλοφιλικής ανδριστικής επιθυμίας. Με τον τρόπο αυτό ο Lukacs χειροτεχνεί γκέι μυθολογίες μέσα από φετιχιστικούς συνδυασμούς εθνικισμού, βίας και σεξ και επιτρέπει στην πορνογραφία να αναμετρηθεί με την κλασική εικονογραφία.
Η ηρωοποιημένη εικόνα του λευκού σκίνχεντ, μια αγγλική εκδοχή εδώ, παραμένει σταθερή καθώς ο Lukacs μεταβαίνει από το ένα στιλ και από τη μία εθνική εκδοχή στην άλλη (περσικές ή ινδικές μινιατούρες, ακραίος ρεαλισμός, κιτς). Αλλά αυτές οι οικειοποιήσεις άλλων τρόπων ζωγραφικής δεν επηρεάζουν τη σύλληψη εκ μέρους του της αρρενωπότητας. Αντίθετα, οι φιγούρες του καταλαμβάνουν και αποικιοποιούν τις ίδιες τις μορφές και τις προσαρμόζουν στις ανάγκες μιας πολύ χριστιανικής ουτοπίας. Όπως το περιγράφει ο Goldstein, “Εδώ είναι το Fight Club τοποθετημένο σε έναν ειδυλλιακό κόσμο, όπου δεν υπάρχουν καν οι γυναίκες – έναν Παράδεισο δίχως την Εύα.” Για να είμαστε ωμοί, ο γερμανικός γκέι ανδρισμός βρίσκει άπλετη έκφραση εδώ, και πολλά από τα μοντέλα στους πίνακες του Lukacs προέρχονται από το διάστημα που πέρασε στο Βερολίνο. Ενώ ο Lukacs και οι σχολιαστές του τείνουν να θέλουν να τοποθετούν το έργο του στο βασίλειο του φετιχιστικού, του “μη λογοκριμένου”, του απολίτικου, σαφώς μπορούμε να βρούμε μια πολιτική εδώ: απρόσκοπτος ανδρισμός – αποπλανητικός, γυμνός και απεχθής. Οικειοποιούμενος, επικίνδυνος και ενάντιος στην αναπαραγωγή. Όπως ο Bersani, ο Lukacs δείχνει να θέλει να πει ότι όπου κι αν ο πόθος περιπλανηθεί, διεστραμμένα πρέπει να ακολουθήσουμε και στη διαδρομή θα βρούμε νέες τομές μεταξύ της επιθυμίας και του πολιτικού. Αλλά το κάνουμε;
Τι θα συνέβαινε αν θελγόμασταν λιγότερο από το ισχυρό και φετιχιστικό αρχείο της αρρενωπής εικονογραφίας που προσφέρει ο φασισμός στη σύγχρονη γκέι φαντασία; Τι θα συνέβαινε αν επιμέναμε να θέλουμε να αμφισβητήσουμε τους συγκεκριμένους δεσμούς μεταξύ πολιτικής και σεξ που παράγει ο φασισμός; Η Collier Schorr, μια Εβραία και queer φωτογράφος, είναι ιδιαιτέρως γνωστή για μια σειρά φωτογραφιών που τράβηξε, όταν ζούσε στη νότια Γερμανία και έμενε με μια οικογένεια σε μια μικρή πόλη εκεί. Το πρότζεκτ της “Neue Soldaten (Νέοι Στρατιώτες), 1998” περιλαμβάνει φωτογραφίες νεαρών αντρών που παριστάνουν τους στρατιώτες. Σε μερικές σκηνές οι στρατιώτες είναι ντυμένοι με σουηδικές στολές, σε άλλες φορούν στολές παραλλαγής των ΗΠΑ, σε λιγοστές εμφανίζονται ως ισραηλινοί στρατιώτες και σε άλλες φορούν ναζιστικές στολές. Η Schorr συζητά πόσο διαφορετικό ήταν για τα παιδιά να βάλουν τη ναζιστική στολή. Ενώ ένοιωθαν ότι ήταν δυνατόν να παίξουν τον “καλό” ενώ φορούσαν τις άλλες στολές, αισθάνονταν άβολα με τη γερμανική στολή, αβέβαιοι, φοβούμενοι να είναι οι κακοί, φοβούμενοι να μην είναι. Οι φωτογραφίες κατείχαν τη θέση ενός μη δυνάμενου να αναπαρασταθεί παρελθόντος. Η Schorr σχολιάζει: “Έφερα σε αυτούς ένα κομμάτι ιστορίας στο οποίο δεν είχαν προηγουμένως πρόσβαση.” Αυτό το παρελθόν ήταν ενσωματωμένο στο τοπίο, την οικογένεια, το χωριό, το έθνος, αλλά δεν μπορούσε να κατοικηθεί ή να επιδειχθεί. Η Schorr συνεχίζει λέγοντας ότι “Κάνω τα έργα που θα έκαναν οι Γερμανοί για τη Γερμανία αν ήταν Αμερικάνοι.” Προσπαθούσε, όμως, να μεταβάλλει τη σημασία της Εβραϊκότητάς της αντιμετωπίζοντας τον μεγάλο, Άρειο Άρρενα, το φάσμα του τρόμου των νιάτων της, τον εχθρό. Αλλά σε αυτό το άκρως αντιναρκισσιστικό πρότζεκτ συνειδητοποίησε ότι “το να μιλάς για τους εχθρούς σου είναι μια άλλη μορφή ναρκισσισμού.” Η δουλειά της προσπαθεί σκληρά να φανταστεί, όχι με τον εαυτό και τις ωδίνες του, αλλά με τον γείτονα, τον γειτονεύοντα άλλο, τον εγγύτατο εαυτό που παρ’ όλα αυτά δεν είναι εσύ.
Η Schorr θεωρεί τη δουλειά της ως μια εξελισσόμενη διερεύνηση της σημασίας της γερμανικής αρρενωπότητας στη μακρά γέννηση του Ολοκαυτώματος (ένα πλαίσιο που απουσιάζει πλήρως από τη δουλειά του Lukacs) και σιωπηρώς οι φωτογραφίες της τοποθετούν επίσης την αμερικάνικη λευκή αρρενωπότητα στο ίδιο σκοτεινό μέρος και τον ισραηλινό μιλιταρισμό δίπλα και στις δύο (Schorr 2009). Ενδύοντας νεαρούς Γερμανούς άντρες με μια ποικιλία από στρατιωτικές στολές και τραβώντας φωτογραφίες στη φύση, στοχάζεται πάνω στη μακρά ιστορία της κατασκευής της γερμανικής αρρενωπότητας στο πλαίσιο μιας σχέσης με μια εξιδανικευμένη αντίληψη μιας παρθένας φύσης και την ίδια στιγμή τα αποδομεί. Όπως λέει η Brett Ashley Kaplan για τη δουλειά της Schorr, “Εισαγάγοντας τα μοντέλα της σε ένα διάστικτο από τραυματικές μνήμες γερμανικό τοπίο, η Schorr ανακτά τη φασιστική μόλυνση του παράδοσης του τοπίου και το οικειοποιείται χάριν μιας εβραϊκής, αντιφασιστικής ευαισθησίας” (2010:128).
Σε αντίθεση με τις εικόνες του Tom of Finland και τους σκίνχεντ του Lukacs, οι οποίοι συμμετέχουν στην αναπαραγωγή του ναζιστικού φετιχισμού, οι εικόνες της Schorr αναγνωρίζουν την ειλικρινή σεξουαλική έλξη της μιλιταριστικής εικονονογραφίας, αλλά επίσης συλλαμβάνουν και την δυσφορία που προκαλεί η πραγματικότητα αυτής της έλξης. Η δουλειά της γενικά αφορά στη μνήμη και τη λήθη, στην πολιτισμική ταυτότητα και τις οικειοποιήσεις, στη μεταμφίεση και την αποκάλυψη και στη διασταυρούμενη ταύτιση ως έναν queer τρόπο λειτουργίας του φύλου που μπορεί να παραταχθεί καθ’ εύρος άλλων επιφανειών ταύτισης. Η Schorr λέει για την έκθεσή της στο Deutsche Guggenheim, “Freeway Balconies”, έναν ομαδικό στοχασμό πάνω στην παράσταση, την εθνική ταυτότητα και το ανήκειν: “Η δική μου δουλειά περιλαμβάνει να ρωτάω ανθρώπους να επιτελέσουν τις ιδέες μου για την ιστορία και την ταυτότητά τους.” Αναφερόμενη στη σειρά πορτρέτων της από βαυαρούς νέους με στρατιωτικό ρουχισμό λέει: “Ξεκίνησα με αυτή την ιδέα του τι ‘αναγνωρίζουμε’ εμείς στους άλλους, πώς τοποθετούμε τους εαυτούς μας δίπλα τους. Κάθε καλλιτέχνης στην έκθεση κατά κάποιο τρόπο ζητά από το κοινό να στοχαστεί πάνω σε αυτόν το στοχασμό”. (Latimer 2008).
Η Schorr πέρασε πολύ καιρό σε εκείνη την μικρή πόλη στη νότια Γερμανία προσπαθώντας να εκπληρώσει τον ρόλο μιας καλλιτέχνιδος, ενός αρχειοθέτη και μιας ιστορικού της γερμανικής κουλτούρας και φανταζόμενη το είδος της δουλειάς που θα μπορούσε να κάνει ένας γερμανός καλλιτέχνης πάνω στην αρρενωπότητα αν το ναζιστικό παρελθόν δεν ήταν τόσο εκτός ορίων. Ως Εβραία και Αμερικάνα, για να μην πούμε και ως queer άτομο, η Schorr μπόρεσε να εμπλακεί σε ένα είδος μη αναμενόμενης μορφής ταύτισης και αποταύτισης που οδηγεί σε ορισμένες καταπληκτικές εικονογραφίες: “Είμαι καλλιτέχνις με μια περσόνα”, εξηγεί η Schorr. “Η δουλειά μου αφορά την σφυρηλάτιση μιας ταύτισης με έναν τόπο από τον οποίο δεν κατάγομαι.” Για τη σχέση που δημιούργησε με τη μικρή βαυαρική πόλη όπου φιλοτέχνησε εκείνες τις εικόνες των γερμανών στρατιωτών, σχολιάζει: “Τη θεωρώ πόλη μου, αλλά μια πόλη που μισοϋπάρχει μεταξύ αυτού που βλέπω και αυτού που φαντάζομαι ότι συνέβη εκεί. Κάπως σαν να αφηγούμαι ξανά τη γερμανική ιστορία με αμερικάνικη φωνή.”
Η Schorr ενδιαφέρεται επίσης πάρα πολύ για τον χώρο, για το τοπίο επί του οποίου παίζουν τα γερμανικά αγόρια της. Η γη, που προηγουμένως είχε τόσο έντονη σημασία για τις προ-ναζιστικές ομάδες νεολαίας, τώρα κρύβει τα συντρίμμια αυτού του παρελθόντος στη μορφή αυτού που η Schorr ονομάζει “κειμήλια και αναμνήσεις”. Αυτά τα κειμήλια μπορεί να έχουν τη μορφή ενός κουμπιού που έχει παραχωθεί στο έδαφος, του κομματιού μιας στολής. Όταν ερωτάται τι σκεφτόταν η οικογένεια με την οποία έμενε, όταν έντυνε τα αγόρια της με ναζιστικές στολές, η Schorr είχε απαντήσει: “Νομίζω ότι όταν βγάζεις μια ναζιστική στολή στη Γερμανία συμβαίνουν πολύ γρήγορα καναδυό πράγματα. Ο κόσμος φοβάται και κάπως διεγείρεται. Είναι κάπως σαν την περίπτωση του απαγορευμένου πράγματος. Θυμάμαι που ξεδίπλωνα τις στολές και ρώτησα τη γιαγιά της οικογένειας, ‘Α, μοιάζει αυτό το πουκάμισο λες και είναι από εκείνη την περίοδο;’ Γιατί δεν ήμουν βέβαιη αν κρατούσα μια αναπαραγωγή ή όχι. Κι αυτή έλεγε, ‘Α, έχω να το δω αυτό από τη δεκαετία του ’40.’ Κι εγώ έλεγα, ‘Λοιπόν, εδώ είμαστε…’ Ξεκάθαρα, αυτά ήταν πράγματα που αναγνώριζε από τότε που ήταν ας πούμε οκτώ ή εννιά χρονών” (Schorr 2003). Τι σημαίνει να έχεις μια συναισθηματική αντίδραση σε ένα κομμάτι ύφασμα που τώρα έχει πάρει την έννοια της γενοκτονίας;
Όταν τους δείχνεις μια ναζιστική στολή, λέει η Schorr, “ο κόσμος φοβάται και λιγάκι διεγείρεται.” Ξανά ο συνδυασμός του έρωτος και του τρόμου, το ξεχασμένο και το απαγορευμένο είναι αυτό που επιτρέπει στη ναζιστική εικονογραφία να ανακυκλώνεται αέναα ως σεξουαλικό φετίχ. Η Schorr θα μπορούσε σχεδόν να αναφέρει κατά λέξη τα σχόλια της Sontag για τη γοητεία που ασκείται από τον φασισμό. Στην αποκήρυξή της, το 1975, του έργου της Leni Riefenstahl η Sontag έγραφε: “Οι φωτογραφίες στολών αποτελούν ερωτικό υλικό· και οι φωτογραφίες των στολών των SS αποτελούν τις συσκευές μιας εξαιρετικά ισχυρής και διαδεδομένης σεξουαλικής φαντασίωσης. Γιατί τα SS; Διότι τα SS ήταν η ιδανική ενσάρκωση της απροκάλυπτης διεκδίκησης που πρόβαλε ο φασισμός επί της νομιμότητας της βίας, επί του δικαιώματος να ασκεί ολοκληρωτική εξουσία πάνω στους άλλους και να τους μεταχειρίζεται ως κατώτερους. Στα SS αυτή η διεκδίκηση υπήρξε ολοσχερής, διότι την υποστήριξαν με μοναδικά κτηνώδη και αποτελεσματικό τρόπο και διότι την δραματοποίησαν συνδέοντας τον εαυτό τους με ορισμένα αισθητικά πρότυπα.” (Sontag, 1975:4). Η Schorr θέλει να αντισταθεί στην απλουστευτική εξίσωση του Ναζισμού με το S/M, αλλά επίσης προσπαθεί να μην φετιχοποιήσει ή τουλάχιστον να μην επαναφετιχοποιήσει το υλικό. Αντίθετα δείχνει να θέλει να το χρησιμοποιήσει ώστε να σκεφτεί μέσα από θανάσιμα δίχτυα της αρρενωπότητας εντός των οποίων ρίχνονται οι νέοι άντρες. Βλέπει τους στρατιώτες της ως σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από ήρωες και όμως είναι κάτι παραπάνω από θύματα ή μάρτυρες. Σε μια εικόνα, ένα λευκό γερμανικό αγόρι ντύνεται ως αφροαμερικάνος στρατιώτης σε μια προσπάθεια να επανακατευθύνει την αρρενωπότητά του μακρυά από τη Γερμανικότητα και μέσα από μια ταύτιση με μια ανομοιότητα η οποία πρέπει πάντοτε να του διαφεύγει. Η Schorr λέει για το μοντέλο της: “Η άρνησή του να είναι Γερμανός είναι άσκοπη – σφυροκοπά νότια μουσική από το αμάξι του σαν μια κραυγή ενάντια σε έναν γερμανικό ουρανό που δεν δίνει καμία σημασία.” Ενδιαφέρεται λιγότερο για την (αποτυχημένη) παράσταση του να είσαι μαύρος παρά για την ισχυρή επιθυμία να είσαι κάποιος άλλος, ιδιαίτερα την επιθυμία για τον λευκό Γερμανό να είναι “μια μορφή την οποία βλέπει ως καταδιωκόμενη, παρεξηγημένη ή υποτιμημένη” (Schorr 2003).
Σε μια αρχική μελέτη για το πορτραίτο “Traitor”, μια εικόνα που χρησιμοποίησε στην επιμελημένη έκθεσή της “Freeway Balconies” στο Deutsche Guggenheim το 2008, η Schorr έχει βάψει τα χείλη του νεαρού άντρα, λογόκρινε τη σβάστικα στο μπράτσο του και τα διακριτικά των SS στο πέτο του και μαύρισε τα μάτια του (βλ. Εικόνα 14). Κάτω από την εικόνα εμφανίζεται ο τίτλος του κεφαλαίου “Booby Trap” μαζί με χειρόγραφο κείμενο: “το να μιλάς για τους εχθρούς σου είναι μια άλλη μορφή ναρκισσισμού.” Η έκθεση ως σύνολο απευθύνεται στο σχέδιο της ταύτισης όχι απλά με άλλους ανθρώπους αλλά με ρόλους, παραστάσεις, καταστάσεις. Απευθύνεται επίσης στο σχέδιο που έχω σκιαγραφήσει εδώ, στο οποίο κανείς είναι αναγκασμένος να ταυτιστεί ή τουλάχιστον να αναγνωρίζει κάποια μη ηρωικά παρελθόντα. Αναγνωρίζοντας το απροσδόκητο της ατομικότητας, το “Freeway Balconies” και η συνεισφορά συγκεκριμένα της Schorr στην έκθεση ρωτούν, και παραθέτω την Schorr, “Θα μπορούσαν όλα να είναι διαφορετικά αν η εικόνα κάποιου για τον εαυτό του ήταν αυτή κάποιου άλλου;” (Schorr, 2008:15). Αυτή η εικόνα ενός “Traitor” με ρουζ παρέχει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Δεν μπορούμε να μειώσουμε τον “Night Porter (Matthias)” της Schorr ως μια ανάκτηση μιας προσβλητικής εικόνας ή ως μια αποκήρυξη της γοητείας του φασισμού· είναι στην πραγματικότητα μια ανεξιχνίαστη εικόνα, μια οπτική αντίφαση, μη αναγώγιμη, αποπλανητική, τρομακτική και ταυτόχρονα σέξι. Αν λέει κάτι, αυτό είναι “The killer in you is the killer in me” και δεν απαλλάσσει κανέναν.
Επίλογος
Χρησιμοποιώντας το προκλητικό παράδειγμα της φανταστικής και πραγματικής σχέσης μεταξύ ομοφυλοφιλίας και Ναζισμού, έχω ισχυριστεί με προδοτικούς όρους (προδοτικούς σε μια πολιτικά καθαρή ιστορία της ομοφυλοφιλίας) ότι η επιθυμία να διαχωριστεί πλήρως η ομοφυλοφιλία από τον Ναζισμό και να παρουσιαστούν ως ομοφοβικές όλες οι προσπάθειες σύνδεσής τους παρανοούν την πολυπλοκότητα της γκέι ιστορίας και απλοποιούν τη λειτουργία της ομοφυλοφιλίας. Σε μια παράσπονδη ιστοριογραφία η ομοφυλοφιλία δεν είναι τόσο μια ταυτότητα που εκτείνεται στον χρόνο όσο ένα μεταβαλλόμενο σύνολο σχέσεων μεταξύ πολιτικής, έρωτος και εξουσίας. Για να συλλάβουμε την πολυπλοκότητα αυτών των μεταβαλλόμενων σχέσεων δεν έχουμε το περιθώριο να εφησυχαστούμε σε γραμμικές συνδέσεις μεταξύ ριζοσπαστικών επιθυμιών και ριζοσπαστικών πολιτικών. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αναστατωθούμε από τις πολιτικά προβληματικές συνδέσεις που ρίχνει στο διάβα μας η ιστορία. Έτσι αυτό το βιβλίο έχει εμπλέξει την ηλιθιότητα, έχει αντιμετωπίσει ηγεμονικούς τρόπους μνήμης με queer λήθη και κοίταξε στον γυναικείο μαζοχισμό και την γκέι προδοσία, ώστε να σκεφτούμε για το νόημα της αποτυχίας ως τρόπο ζωής.
“η επιθυμία να διαχωριστεί πλήρως η ομοφυλοφιλία από τον Ναζισμό και να παρουσιαστούν ως ομοφοβικές όλες οι προσπάθειες σύνδεσής τους παρανοούν την πολυπλοκότητα της γκέι ιστορίας και απλοποιούν τη λειτουργία της ομοφυλοφιλίας. ”
η πρόταση αυτή και κατ’ επέκταση το πόιντ που θέλεις να κάνεις περιέχει μια βασική παρεξήγηση: κανείς δε διαχωρίζει την ομοφυλοφιλία από το Ναζισμό, κάτι τέτοιο είναι το ίδιο ομοφοβικό με το να τη συνδέεις. Η ομοφυλοφιλία, το κούηρνες, η μη-ετεροφυλοφιλία αν θες είναι ή περιμένουμε να είναι παρούσα ως συμπεριφορά και ως αισθητική σε ένα καθεστώς που διάρκεσε 12 χρόνια. Κάτι τέτοιο όμως δε σημαίνει πως αυτό το καθεστώς δεν ήταν από τα πιο ειδεχθή ομοφοβικά καθεστώτα. Πως δολοφόνησε μέλη του ΕΠΕΙΔΗ ήταν γκέι. Κάθε σύνδεση λοιπον της ομοφυλοφιλίας κάποιου ναζί με το ότι είναι ναζί αποτελεί προσβολή για τα θύματα του ναζισμού τα οποία εκτελέστηκαν με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας. Δεν έχει νόημα να βρεις μια υποτιθέμενη πολυπλοκότητα της γκέι ιστορίας επειδή κάποιοι ομοφοβικοί εγκληματίες τύχαινε να μην είναι στρέιτ, η ιστορία της ομοφυλοφιλίας και της ετεροφυλοφιλίας είναι αυτή της ομοφοβίας και των θυμάτων της, κάθε άλλη προσέγγιση απλά ενισχύει κανονιστικές αφηγήσεις για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Με λίγα λόγια : δε μας ενδιαφέρει – δε μας ενοχλέι – τι κάνουν στα κρεβάτια τους οι ομοφοβικοί!
Pingback: Gay Nazis: Ομοφυλοφιλία και φασισμός