Ο Pierre Bourdieu συνοψίζει μια θεμελιώδη διαπίστωση της αχανούς ανθρωπολογικής και φιλοσοφικής γραμματείας όσον αφορά την δώρηση όταν παρατηρεί ότι “τα μείζονα χαρακτηριστικά της εμπειρίας του δώρου είναι, δίχως αμφιβολία, η ασάφειά του”. Αυτή η ασάφεια βρίσκεται εν μέρει στη δύναμη του δώρου να δένει τον παραλήπτη στον δωρητή, να δημιουργεί μια εν δυνάμει κατάσταση χρέους. Όσο πιο μεγάλη η πράξη της γενναιοδωρίας, τόσο πιο μεγάλη η δύναμη επί του παραλήπτη, ο οποίος ταυτόχρονα κερδίζει και χάνει σαν αποτέλεσμα. Πίσω από τη γενναιοδωρία του κληροδοτήματος μπορεί να κρύβεται μια επιθετικότητα που επιζητά να κυριαρχήσει, ή ακόμα και να σκλαβώσει, τον παραλήπτη. Κλασικά, αυτή η κάτω πλευρά της γενναιοδωρίας εμφανίζεται στο potlatch, το φεστιβάλ της ανταγωνιστικής δώρησης. Το δώρο που δεν μπορεί να ανταποδοθεί ικανοποιητικά ενώνει τον δωρητή με τον παραλήπτη σε ένα δεσμό που μπορεί να φέρεται βαρέως ή επίσης να είναι επιθυμητός.
Η αμφισημία του δώρου, μαζί με την ασάφεια που έχει την ικανότητα να προκαλεί, είναι εγγεγραμμένο στη ιστορία του ίδιου του κόσμου. Στο Problems in General Linguistics, ο Emile Benveniste σημειώνει ότι, στις διάφορες ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες, το ρήμα για το δίνω “ήταν σημαδεμένο από μια παράξενη σημασιολογική ασάφεια” που του επέτρεπε να εκφράζεται από το αντίθετό του, όπως το ρήμα για το παίρνω. Ετυμολογικά, το “δώρο” (“gift”) προέρχεται από το λατινικό dosis, που σημαίνει μια δόση δηλητηρίου (αυτό το μήνυμα διατηρείται πιο ανοιχτά στα γερμανικά, όπου το das Gift είναι το ουσιαστικό για το δηλητήριο). Σχολιάζοντας πάνω σε αυτό το αντιθετικό νόημα, ο Marcel Mauss ισχυρίζεται ότι “η συγγένεια του νοήματος που δένει το gift-δώρο με το gift-δηλητήριο είναι…απλή να εξηγηθεί και φυσική”. Ξεδιπλώνει τον ισχυρισμό του αναφερόμενος στα συστήματα δώρων χαρακτηριστικά των πρώιμων γερμανικών κουλτούρων, υποστηρίζοντας ότι
ο τυπικός φόρος τιμής για τους αρχαίους Γερμανούς και Σκανδιναβούς είναι το δώρο του ποτού, της μπίρας. Στη Γερμανία το δώρο par excellence είναι αυτό που κανείς χύνει… Μπορεί κανείς να δει ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την καλή ή κακή φύση των δώρων δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά μεγαλύτερη παρά στην περίπτωση των εθίμων του είδους όπου τα δώρα αποτελούταν με συνέπεια ουσιαστικά από ποτά που τα έπαιρναν από κοινού, σε σπονδές που προσφέρονταν ή που θα γίνονταν. Το ποτό-δώρο μπορεί να είναι ένα δηλητήριο. Ως αρχή, με την εξαίρεση κάποιου σκοτεινού δράματος, δεν είναι δηλητήριο. Αλλά πάντα μπορεί να γίνει.
Όταν το δώρο είναι υγρό προς κατανάλωση, η συμμετοχή σε αυτό περιλαμβάνει – μαζί με τη θρέψη – το ρίσκο ότι μπορεί να είναι δηλητηριασμένο. Το ρίσκο βρίσκεται στο να μην ξέρεις αν το ζωτικό υγρό, που προσφέρεται στο πνεύμα της γενναιοδωρίας, είναι μολυσμένο. Η τελετουργία του δώρου του να μοιράζεσαι σπονδές φωτίζει την τελετουργική υποκουλτούρα του μοιράσματος του σπέρματος, να το περνάς από στόμα σε στόμα, να το καταναλώνεις. Αυτά τα τελετουργικά καταγράφονται στην σειρά “D.O.C.” (“Drunk on Cum”) της Treasure Island Media, καθώς περιγράφονται οι άντρες που έχουν πάρει τσιμπούκι δεκάδες άλλους άνδρες και έχουν εμποτιστεί με πολλαπλά φορτία σπέρματος σε μια συνεδρία. Παρόλο που το στοματικό σεξ γενικά θεωρείται “ασφαλέστερο σεξ” (αποτελεί οδό μετάδοσης χαμηλής πιθανότητας για τη μετάδοση του HIV), παραμένει στη μορφή της μέθης μια ιδέα ότι κάποιος επηρεάζεται από αυτό που έχει καταναλώσει. Το να είσαι “πιωμένος στα χύσια” σημαίνει να έχεις μεθύσει με ένα εν δυνάμει τοξικό υγρό.
Μια διπλή ετυμολογία συνδέει το δώρο με τον HIV. Δεν είναι μόνο ότι το δώρο (ιδιαίτερα σε υγρή μορφή) μπορεί να είναι δηλητηριώδες, αλλά επίσης ότι η λέξη “ιός” (“virus”) προέρχεται από τη Λατινική λέξη για το δηλητήριο. Ο Λατινικός virus προέρχεται από μια ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που επίσης σημαίνει υγρό και μας δίνει τη λέξη viscous (ιξώδης). Κάθε άλλο παρά αντιφατικό άλμα, λοιπόν, η κωδικοποίηση της υποκουλτούρας του ιού ως δώρου μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά στη γλωσσολογική ιστορία – μια αλυσίδα από σημαίνοντα – που συνθέτουν μέρος αυτού που θα έπρεπε να γίνει κατανοητό ως ένα δεόντως μη προσωπικό ασυνείδητο. Στο ασυνείδητο, μπορεί να μην είναι δυνατόν να διακριθεί ένας ιός από ένα δώρο, όπως είναι συχνά αδύνατο, σε αυτή την κατάσταση, να διακρίνεις το θετικό από το αρνητικό. Ο Freud θέτει αυτό το σημείο στο σύντομο δοκίμιό του “Η αντιθετική σημασία των πρωτόγονων λέξεων”: δεν παραθέτει την περίπτωση του δώρου-δηλητηρίου ως παράδειγμα, αλλά όντως παρατηρεί ότι η ασυνείδητη ανικανότητα να διακριθεί το θετικό από το αρνητικό “είναι παρόμοια με μια ιδιορρυθμία στις παλαιότερες γλώσσες που μας είναι γνωστές”. Παρόλο που εμφανίζεται να συζητά το ασυνείδητο μεμονωμένων ατόμων, στην πραγματικότητα ο Freud αντιλαμβάνεται από ένστικτο ένα απρόσωπο ασυνείδητο που εξαρτάται από τη γλωσσολογική διαμεσολάβηση. Όθεν η παρατήρηση του Lévi-Strauss, στο Introduction to the Work of Marcel Mauss, ότι “είναι η γλωσσολογία, και συγκεκριμένα η δομική γλωσσολογία που μας έχει εξοικειώσει με την ιδέα ότι τα θεμελιώδη φαινόμενα της ψυχικής ζωής, τα φαινόμενα που την διέπουν και την καθορίζουν με τις πιο γενικές μορφές, είναι τοποθετημένα στο πεδίο της ασυνείδητης σκέψης. Το ασυνείδητο θα μπορούσε να είναι επομένως ο διαμεσολαβητικός όρος μεταξύ του εαυτού και των άλλων”. Είναι αυτή η έννοια του ασυνείδητου ως κοινωνικογλωσσολογικής διαμεσολάβησης που διακρίνει ο Lévi-Strauss στο έργο του Mauss για την δώρηση.
Για τον Mauss, τα δώρα είναι παραδειγματικά εκείνα που διαμεσολαβούν σχέσεις μεταξύ ατόμων και μεταξύ ομάδων. Στην κλασική πραγματεία του για το θέμα, ο Mauss περιγράφει πώς οι μη σύγχρονες κοινωνίες οργάνωναν κοινωνικές σχέσεις γύρω από το αμοιβαίο δόσιμο και λήψη δώρων κάθε είδους. Τέτοιες κουλτούρες έχουν οικονομίες δώρων (αντί για οικονομίες αγοράς) στις οποίες το δόσιμο συμβαίνει κυρίως μεταξύ ομάδων (φυλών, σογιών, οικογενειών), όχι μεταξύ ατόμων, και στο οποίο εμπλέκονται όλα τα πολιτισμικά μέλη και θεσμοί. Προβλέποντας την δομική ανθρωπολογία, ο Mauss χαρακτήρισε το δόσιμο του δώρου ως ένα “απόλυτο κοινωνικό γεγονός”, στο βαθμό που μέσα από αυτό “σε κάθε είδος θεσμού δίδεται έκφραση σε μία και ταυτόχρονη στιγμή – θρησκευτική, νομική και ηθική, οι οποίες σχετίζονται τόσο με την πολιτική όσο και με την οικογένεια. Παρομοίως οι οικονομικοί [θεσμοί], ο οποίοι υποθέτουν ειδικές μορφές παραγωγής και κατανάλωσης”. Από αυτή την οπτική, το δόσιμο δώρου αναπαριστά μια βάση για κοινωνική οργάνωση παρά απλά ένα σημάδι ατομικής επιθυμίας.
Ενσωματωμένη σε αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης είναι η υπόθεση ότι οι δωρητές αποκτούν κύρος μέσα από το δόσιμό τους (όσο πιο πολύ δίνεις, τόσο ανώτερη η θέση σου), επιβάλλοντας την ίδια στιγμή στους λήπτες την υποχρέωση να ανταποδώσουν. Το να δίνεις επομένως δεν σημαίνει να χάνεις αλλά να κερδίζεις, τόσο συμβολικά (με όρους κοινωνικής θέσης) όσο και υλικά (με όρους αγαθών και υπηρεσιών που τα δώρα σου αναμένεται να αποσπάσουν). Τον Mauss τον είχαν συνεπάρει ορισμένες ιθαγενείς Αμερικάνικες κουλτούρες του Ειρηνικού, όπως οι Haïda, ο οποίοι, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ ανταγωνιστικού δοσίματος δώρων, ξεφορτώνονταν ουσιαστικά από ό,τι κατείχε η φυλή. Όπως έχω δείξει, υπάρχει ένα επιθετικό κομμάτι στο δόσιμο δώρων που μετριάζει τη γενναιοδωρία του, καθιστώντας την πρακτική επιρρεπή στην αμφιθυμία.
Για τις κουλτούρες που περιγράφονται από τον Mauss, ο σκοπός του δοσίματος δεν είναι ούτε αλτρουϊστικός ούτε πλήρως ιδιοτελής. Αντίθετα, το κοινωνικό κίνητρο που δίνει ζωή σε αυτούς τους περίπλοκους κύκλους δοσίματος και ανταπόδοσης είναι αυτό της αλληλεγγύης: τα δώρα εγκαθιστούν κοινωνικούς δεσμούς. Ενώνουν οικογένειες με συγγενικά δίκτυα. Και, γενικά, βοηθούν να χτιστούν συλλογικότητες. “Ένα δώρο που δεν κάνει τίποτα για να ενισχύσει την αλληλεγγύη είναι μια αντίφαση”, εξηγεί η ανθρωπολόγος Mary Douglas. “Το δώρο [είναι] φορέας κοινωνικής συνοχής”, επιβεβαιώνει ο Lewis Hyde. Εγκαθιστώντας σχέσεις αμοιβαιότητας, μια οικονομία του δώρου γεννά κοινωνικούς δεσμούς διαφορετικά από οικονομία της αγοράς: όταν κανείς αγοράζει ένα αγαθό, η συναλλαγή ολοκληρώνει τη σχέση, αλλά όταν κάποιος κάνει ένα δώρο, αυτός ή αυτή βάζει εμπρός έναν κύκλο ανταπόδοσης που συνεχίζει μετά την αρχική ανταλλαγή. Μέσα από την αρχή της ανταπόδοσης, ένα δώρο δημιουργεί ή σταθεροποιεί τη σχέση μεταξύ δωρητή και λήπτη. Όπως το θέτει ο Hyde, προβλέποντας τέλεια την απέχθεια για προφυλακτικά της bareback υποκουλτούρας, “στην ανταλλαγή αγαθών είναι λες και ο πωλητής και ο αγοραστής ήταν μέσα σε πλαστικές τσάντες – δεν υπάρχει καμία από την επαφή μιας ανταλλαγής δώρου”. Το δόσιμο δώρου επομένως μπορεί να γίνει κατανοητό ως ένας στοιχειώδης τρόπος να σχετίζεσαι με άλλους, και είναι κρίσιμο στο επιχείρημά μου σχετικά με την υποκουλτούρα ότι το δόσιμο δώρου εγκαθιδρύει σχέσεις ειδικά συγγένειας.
Οι γκέι άντρες έχουν ανακαλύψει ότι ένα από τα πράγματα που μπορούν να κάνουν με τον HIV είναι να δημιουργούν αλληλεγγύη και να σχηματίζουν κοινότητες. Η “bareback κοινότητα” δεν είναι απλά παράγωγο ή υποσύνολο της “γκέι κοινότητας”, βασισμένη μόνο στη φαντασιακή ταύτιση και τον συμβολικό δεσμό, εφόσον οι barebackers επανειλημμένα χαλυβδώνουν κοινοτικές σχέσεις μέσα από πράξεις ανταλλαγής του ιού. Η μετάδοση του HIV έχει το δυναμικό να δημιουργήσει κοινωνικούς δεσμούς που είναι και συμβολικοί και υλικοί. Το να είσαι μέλος είναι εγγεγραμμένο στο κορμί σαν τατουάζ. Κάποιοι barebackers έχουν οικειοποιηθεί το σύνθημα της εταιρίας American Express – “Membership has its privileges” – για να αρθρώσουν τη σχέση τους του ανήκειν σε κάτι περισσότερο από μια φαντασιακή κοινότητα. Οι bug chasers πιστεύουν ότι το να είναι HIV θετικοί τους κάνει μέλη μιας συμμορίας. Αυτοί με τους οποίους μοιράζονται τον ιό ονομάζονται οι “bug brothers” τους. “Ήθελα να είμαι θετικός γιατί ήθελα να ανήκω”, εξηγεί ένας νεαρός άντρας. Ερχόμενη σε αντίθεση με την εικόνα του ατόμου με AIDS ως ενός μοναχικού παρία, η εθελοντική ορομετατροπή έχει φτάσει να γίνεται αντιληπτή ως μια νέα βάση για σχηματισμό κοινότητας. Με τον τρόπο αυτό, το στίγμα που συσχετίζεται με τον HIV έχει εναγκαλιστεί ως σήμα τιμής.
Tim Dean, Unlimited Intimacy, Reflections in the Subculture of Barebacking