Παρόλο που είχε διάφορες ενσαρκώσεις στη διάρκεια της ιστορίας – άγιος της επιδημίας κατά το Μεσαίωνα, αστραφτερός νέος απολλώνιας ομορφιάς κατά την αναγέννηση, “παρακμιακός” ανδρόγυνος χαρακτήρας στα τέλη του 19ου αιώνα – ο Σεβαστιανός είναι γνωστός ως ο άγιος του ομοφυλόφιλου.
Το πότε και πώς ακριβώς εξελίχθηκε αυτός ο ρόλος μπορεί να σχετίζεται με τα στοιχεία της ζωής του Αγ. Σεβαστιανού, για την οποία η παλαιότερη αναφορά μπορεί να βρεθεί στη Μαρτυρολογία του 354 μ.Χ., στην οποία αναφέρεται ως ένας νεαρός ευγενής μάλλον από το Μιλάνο, του οποίου η βασική ασχολία ήταν να είναι επικεφαλής μιας ομάδας τοξοτών στην αυτοκρατορική σωματοφυλακή. Σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία, στο επίσημο Acta Sanctorum (Πράξεις Αγίων), ο Σεβαστιανός υπηρετώντας τους αυτοκράτορες Διοκλητιανό και Μαξιμιλιανό, βοήθησε στη διάσωση δύο χριστιανών στρατιωτών, του Μάρκου και του Μαρκελλίνου, αποκαλύπτοντας έτσι πως κι ο ίδιος ήταν χριστιανός. Ο Διοκλητιανός επέμενε να εκτελεστεί από τους ίδιους του τοξότες συντρόφους του. Οι διαταγές ακολουθήθηκαν και ο Σεβαστιανός αφέθηκε νεκρός και γεμάτος βέλη. Από νεώτερες αφηγήσεις παραλείπεται το γεγονός ότι ο Σεβαστιανός έζησε της αρχικής επίθεσης, χάρις στις φροντίδες “μιας ευσεβούς γυναίκας”, της Ειρήνης. Ο Διοκλητιανός αναγκάστηκε να διατάξει εκτέλεση και δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά ο Σεβαστιανός γρονθοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από στρατιώτες στον Ιππόδρομο.
Αυτά τα στοιχεία – γραμμένα αιώνες μετά το θάνατο του Σεβαστιανού – ίσως να βοήθησαν στο να διαμορφωθεί η μετέπειτα φήμη του Σεβαστιανού ως ενός ομοφυλόφιλου μάρτυρα, μιας και η ιστορία του αποτελεί ένα είδος αφήγησης της αποκάλυψης της πραγματικής ταυτότητας κάποιου, ακολουθούμενης από την επιβίωση από μια εκτέλεση που συμβολικά μπορεί να αναγνωστεί ως σεξουαλική διείσδυση. Ίσως ο ρόλος του ως αγίου της επιδημίας να επέφερε τους συσχετισμούς μεταξύ του Σεβαστιανού κι αυτού που, στο ιατρικό πλαίσιο του 19ου αιώνα παρουαζόταν ως αρρώστια, της ομοφυλοφιλίας.
Κατά την Αναγέννηση, ο Σεβαστιανός υπήρξε ένα εξαιρετικά δημοφιλές θέμα ζωγραφικής, με μόνους σοβαρούς ανταγωνιστές τον Ιησού και τη Μαρία. Ήταν η ιδιαίτερη αδυναμία ζωγράφων που έβλεπαν στο νεαρό άγιο μια φιγούρα ελληνικής ομορφιάς. Αμέτρητοι ζωγράφοι – Tintoretto, Mantegna, Titian, Guido Reni, Giorgine, Perugino, Botticelli, Bazzi – αναπαριστούν το Σεβαστιανό ως ένα μάρτυρα που δέχεται τα θανατηφόρα βέλη μέσα σε μια αίγλη ομορφιάς. Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σεβαστιανός υπήρξε πηγή ομοερωτικών περιγραφών κατά την Αναγέννηση: στη Δωδεκάτη Νύχτα του Σέξπιρ, για παράδειγμα, ο Σεβαστιανός σώζεται σε ένα ναυάγιο από τον Αντώνιο και αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του. Ήταν κυρίω η αναγεννησιακή απεικόνιση του Σεβαστιανού που ενέπνευσε μια ανοιχτά ομοφυλοφιλικής φανατική θρησκευτική λατρεία κατά τον 19ο αιώνα. Αρρενωπός άντρας, νεαρό αγόρι, θηλυπρεπής νέος, σαδομαζοχιστικό ίνδαλμα, ανδρόγυνος χαρακτήρας: μερικές μόνο από τις μορφές που έλαβε στα χέρια φανατικών θαυμαστών του αλλά και έκπληκτων τρίτων, όπως ο Κάρολος Ντίκενς ή ο Ανατόλ Φρανς. Για τον Όσκαρ Ουάιλντ, ο Σεβαστιανός είναι ένα έμβλημα της υποκουλτούρας. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ουάιλντ υιοθετεί το όνομα “Sebastian Melmoth”, ενώ επικαλείται το Σεβαστιανό στο ποίημά του (1881) προς τον Keats.
Περνώντας από χέρι σε χέρι – καταστρέφοντας πολλές φορές ζωές και καριέρες – ο ρωμαίος μάρτυρας φτάνεις στις μέρες μας, πιο τολμηρός και πιο ανοιχτός. Το 1906, ο αμερικάνος φωτογράφος F. Holland Day καλωσορίζει τον Σεβαστιανό στον κόσμο της φωτογραφίας, τραβώντας μια σειρά φωτογραφιών με νεαρούς άντρες της εργατικής τάξης να αναπαριστάνουν τον άγιο. Το 1911 δίνεται η παράσταση Le Martyre de St. Sebastian του Debussy στο Chatelet Theater του Παρισιού. Η παράσταση ήταν ένα αμάγαλμα ορχηστρικής μουσικής, παντομίμας και χορού. Με πρωταγωνίστρια τη χορεύτρια Ida Rubinstein, ο Σεβαστιανός στέκεται στο επίκεντρο μιας στιλιζαρισμένης φαντασμαγορικής παράστασης. “Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!” διακήρυσσε ο ανδρόγυνος άγιος της Rubinstein καθώς έπεφταν τα βέλη στο ευλύγιστο σώμα της. Το γεγονός ότι μια γυναίκα και εβραία υποδύθηκε έναν χριστιανό μάρτυρα οδήγησε την Καθολική Εκκλησία να βάλει την παράσταση στα μαύρα κατάστιχά της.
Ο Αγ. Σεβαστιανός περνά μέσα από τα απάνθρωπα χαρακώματα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ως ένα δημοφιλές θέμα στα ομοερωτικά ποιήματα που γράφτηκαν από στρατιώτες την περίοδο εκείνη. Ως ένα επίμονο “παρακμιακό” μοτίβο, ο μαρτυρικός νέος εμφανίζεται στα έργα πασίγνωστων σύγχρονων συγγραφέων: Cocteau, T.S. Elliot, W. Stevens, Yukio Mishima, Kafka, Rilke, Auden, Tomas Mann. Το 1976, ο Derek Jarman γυρίζει μια ταινία, με όλους τους διάλογους στα λατινικά, η οποία προτείνει ότι ο Αγ. Σεβαστιανός υπήρξε το αντικείμενο του, χωρίς ανταπόκριση, έρωτα του Διοκλητιανού.
Η εξαιρετική επιτυχία του σεβαστιανού ως “γκέι αγίου” σχετίζεται και με τη θέση του ως ενός πιο μοντέρνου αντικαταστάτη άλλων “ομοφυλοφιλικών θρύλων” του παρελθόντος – Αδριανού και Αντίνοου, Ιωνάθαν και Δαυίδ, Γανυμήδη – των οποίων ο μύθος μπορούσε να μειωθεί σε απλώ ερωτική εξιστόρηση. Η ουσία όμως του μύθου του Αγ. Σεβαστιανού αντιστέκεται σε τέτοια συναισθηματοίηση, στεκόμενος ως ένα σύγχρονο έμβλημα ενός ριζικού απομονωτισμού: τόσο ένα ομοερωτικά φορτισμένο αντικείμενο πόθου, όσο και μια πηγή παρηγοριάς για τον κατατρεγμένο ομοφυλόφιλο. Με την έλευση του Aids, ο ιστορικός ρόλος του Αγ. Σεβαστιανού, ως αγίου που έχει τη δύναμη να αποδιώξει την επιδημία, αποκτά νέα ορμή. Ζωγραφική, στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και σχετικά πρόσφατα στο βιντεοκλίπ Loosing My Religion των R.E.M. (αποτελώντας ίσως ένα outing της αμφιφυλοφιλίας του Michael Stipe), ο Αγ. Σεβαστιανός παραμένει το διαρκώς ανανεούμενο αρχέτυπο της σύγχρονης ομοφυλοφιλικής ταυτότητας.
Το πρόσφατο βιβλίο “Σεβαστιανός” του Μανουήλ Τασούλα, από τις εκδόσεις “Οδός Πανός” αποτελεί στην ουσία μια συλλογή πολλών εικόνων του αγίου από την Ιταλία, την Ελλάδα και αλλού – μερικές από λαϊκά περιοδικά κι άλλες δια χειρός Μποτιτσέλι ή Θεοτοκόπουλου. Η θρησκευτική εικονογράφηση όμως του Σεβαστιανού είναι ένα μόνο κομμάτι του παζλ, ιδιαίτερα για έναν αναγνώστη με “αποκλίνοντα” ερωτισμό. Έτσι το τευχάκι που κυκλοφόρησε μάλλον ως γευστικό ορντέβρ πρέπει να ιδωθεί παρά ως… πλήρες γεύμα. Ας είναι, καλή όρεξη!
Πηγή: “Ο Πόθος”, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1997