“…Γιατί ο Μύρωνας δεν θα χτυπάει πια τις νύχτες τα κουδούνια. Σβήνοντας φώτα και σφαλώντας τα διπλά θυρόφυλλα, έχει για πάντα κλειδωθεί να ησυχάσει. Κι όμως, κι εμείς τάχα ξέρουμε τι είδους θάνατος μας περιμένει;”
Με αυτή την ερώτηση τελειώνει το πρώτο από τα “Τρία Ποιήματα”, που δημοσίευσε στην τελευταία του συλλογή – το 1987 – ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, γέννημα-θρέμμα της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος του είναι: Ο Θάνατος του Μύρωνα· ένα από τα πολλά γεγονότα που σημάδεψαν (και σακάτεψαν) τη ζωή του ποιητή. Γραμμένο σε πεζό λόγο, υποβλητικό όπως και τα άλλα δυο, γεμάτο υποχθονια μουσικότητα, μας παραπέμπει στην ομώνυμη συλλογή (1960), καθώς επίσης και το ομότιτλο ποίημα που περιέχει: “…Θεέ μου, ετοιμάζεις κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για τον χαμό μου”. Κανείς δεν ξέρει πράγματι τι τον περιμένει στα στερνά του. Όμως, ποιος τον περίμενε αυτόν τον θάνατο καλοκαιριάτικα; Κανείς! Όλα, πάντως, ήταν κάπως απατηλά και ατρικύμιστα στην πόλη όπου έζησε τα τελευταία δεκαέξι χρόνια ο ποιητής.
Στις 9 Αυγούστου 1996 βρέθηκε το πτώμα του Ν.Α. Ασλάνογλου από τον ανηψιό του. Έμενε σ’ ένα δώμα στους Αγίους Αναργύρους, σε μια από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, τις “δυτικές ακτές” όπως του άρεσε να τις αποκαλεί. Της πόλης για την οποία είχε γράψει στα τέλη της δεκαετία του ’40: “Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες / δεν είναι δω τόπος για να μείνουμε / εδώ δεν έχει δρόμους, δεν έχει μάτια…”. Ήταν ήδη τρεις μέρες νεκρός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μακριά από τα άπληστα σαγόνια των τηλεοπτικών σταθμών και τις επίσημες νεκρολογίες. Ένας αθόρυβος και “εύκολος” θάνατος, όπως ακριβώς και η ζωή του: “Ένα ζεστό συννεφιασμένο πρωινό / μια αρρυθμία στο μυαλό και στην καρδιά / και μια αίσθηση ότι σε λίγο θα πεθάνω / με οδήγησαν σε γνώριμα κλειστά τοπία…”
Το γεγονός ανακοινώθηκε στις εφημερίδες ένα μήνα μετά, στις 7 Σεπτεμβρίου! Η Ελλάδα είχε χάσει έναν από τους πιο νευραλγικούς και μοντέρνους ποιητές της. Μια τιμητική διάκριση από τον δήμο Αθηναίων το 1986, καθώς επίσης και το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών που έλαβε πριν από δύο χρόνια από το υπουργείο πολιτισμού, ήταν όλα κι όλα όσα εισέπραξε για την προσφορά του, η οποία αριθμητικά είναι λιγάκι μικρότερη από εκείνη του Καβάφη: 141 ποιήματα. Ουσιαστικά ο ποιητής είχε σωπάσει από την άνοιξη του 1976, όταν τελείωνε το τρίτο από τα πεζά του ποιήματα, το “Αργό Πετρέλαιο”. Αν και δημοσιεύτηκαν το 1981, οι “Ωδές στον Πρίγκηπα” έχουν γραφτεί πολύ νωρίτερα. Τέσσερις κούτες με χειρόγραφα και υλικό αρχείου άφησε πίσω του. Ας ελπίσουμε πως θα μας αναταμείψουν όλους εμάς που αγαπήσαμε την ποίησή του, καλύπτοντας αυτό το 20ετές κενό.
“Ο Πόθος”, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1996
Φωτογραφίες εξωφύλλου από την κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ, Θεσσαλονίκη, Μάιος 2015