Les Litanies de Satan

The shit of god

Θυμάμαι αμυδρά την τελευταία φορά που με είχαν πάει στην εκκλησία η μαμά κι ο μπαμπάς· ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και είχαν κατεβάσει το ξύλινο ομοίωμα του πτώματος από το σταυρό και μαυροντυμένες γυναίκες έκλαιγαν γοερά μπροστά σε σωρούς από φρεσκοκομμένα λουλούδια που γέμιζαν τον ημιφωτισμένο χώρο με τη μυρωδιά τους και ένας παπάς θυμιάτιζε με πείσμα στον αέρα λες και τον ενοχλούσε η γλυκερή οσμή από τα ετοιμοθάνατα άνθη. Φίλησα πειθήνια το ξύλο του ομοιώματος του αποθανόντος, έκλεψα μια γυαλιστερή μαργαρίτα και βγήκα σχεδόν τρέχοντας από τα σκοτεινά έγκατα της εκκλησίας. Μου ερχόταν να κλάψω, όχι απαραίτητα για τον νεαρό άντρα με μούσι που κείτονταν στον επιτάφιο, αλλά γιατί όλοι οι υπόλοιποι έδειχναν να είναι κι εκείνοι έτοιμοι να κλάψουν.

Έπειτα μεγάλωσα και δεν πήγαινα πια εκκλησία και έμεινα με την απορία γιατί τόσο κλάμα αφού ο νεκρός τυπάς – που στο μεταξύ είχα μάθει ποιος ήταν – θα ξανασηκώνονταν σε τρεις μέρες και όλα θα ήταν όπως πριν. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80 και άλλα πράγματα απασχολούσαν το κοριτσίστικο μυαλό μου, πολύ πιο γήινα από κάποιον που μας έσπαγε τα νεύρα κάθε άνοιξη με τον θάνατο και την αναπόφευκτη ανάστασή του αμέσως μετά.

Για το λόγο αυτό παραξενεύτηκα διπλά όταν μου τηλεφώνησε η Dahlia και μου ζήτησε να τη συνοδεύσω στην εκκλησία. Ζήτησα εξηγήσεις κι ο λόγος με τρόμαξε τόσο πολύ που έμεινα μαρμαρωμένη με το ακουστικό στο χέρι: ο Steven μόλις είχε πεθάνει από μια σπάνια μορφή πνευμονίας κι έπρεπε να παραβρεθούμε στο ξόδι. Βρέθηκα το ίδιο απόγευμα να έχω καρφώσει το βλέμμα μου στο λευκό πόδι του Steven περιμένοντάς τον να σηκωθεί, να μας χαμογελάσει πονηρά και να μας πει ζαβολιάρικα “σας την έφερα!” Αλλά ο Steven παρέμενε ωχρός και ακίνητος σε όλη τη διάρκεια των μουγκανητών του παπά, κι έπειτα έκλεισαν το φέρετρο και πήγαμε όλοι στο νεκροταφείο όπου κατεβάσαμε τον Steven σε μια τρύπα και ρίξαμε χώματα όλοι από λίγο και μετά ο νεκροθάφτης έκανε την πραγματική δουλειά και τότε είπα από μέσα μου “αυτό ήταν, δεν θα ξαναδώ τον Steven ποτέ πια” και ήμουν πάλι έτοιμη να κλάψω σαν τις γυναίκες του επιτάφιου.

Τους επόμενους μήνες ξαναπήγα πολλές φορές στην εκκλησία, για τον Patrick (που ήταν ο φίλος του Steven), τον Jo, τον Matthew και τον George. Παρατηρούσα με μίσος τον παπά που κρατούσε αποστάσεις από τις σωρούς σαν να μπορούσαν να του κάνουν κακό, άκουγα τα ανούσια λογύδριά του για τη νόσο των ομοφυλόφιλων, την αμαρτία και την τελική κρίση, τον άκουγα δηλαδή, άλλα λόγια, να βρίζει και να φτύνει στον τάφο των αγαπημένων φίλων μου. Εκείνη την περίοδο είχα τελειώσει την ηχογράφηση του “Wild Women With Steak Knives”, τραγουδώντας την απώλεια και το θρήνο έτσι όπως τον βιώνουν οι γυναίκες της Μάνης, που κραδαίνουν μπαλτάδες αποχαιρετώντας το νεκρό. Γύρισα μόνη στο σπίτι, μπήκα δίχως να ανάψω τα φώτα και έμεινα ακίνητη μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή για καμιά ώρα. Οι χαμένοι φίλοι μού μιλούσαν.

Υπακούοντας στις εντολές των νεκρών, έκατσα στο πιάνο και ξεκίνησα να γράφω μια Λειτουργία. Τη Λειτουργία της Επιδημίας.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.