queer
Leave a comment

Sad punk, Alabama

Ο χρόνος μας τελειώνει, μας πιέζει ασφυκτικά
η μίζερη κατάσταση μας οδηγεί στην τρέλα
οι επιλογές τελειώσανε, το βλέπεις καθαρά,
μείνε – σκέψου – πολέμα τους συνέχεια.

– Ναυτία, “Προσπάθησε ή ψόφα”

Λοιπόν, το δίχως άλλο είναι μια πολύ δύσκολη βραδιά και αυτό το λέω με κάθε βεβαιότητα, εγώ που καυχώμαι ότι τίποτα δεν έχει περισσότερη πλάκα από το να λοιδορώ την κάθε βεβαιότητα, μικρή ή μεγάλη, σοβαρή ή ασόβαρη. Έχω εξασκηθεί πολύ καλά σε αυτό και η απόδειξη είναι ότι αν πιεστώ να αριθμήσω τυχόν βέβαιους φίλους μου, τότε φτάνουν άνετα τα δάχτυλα από το αριστερό χέρι και μου μένει το δεξί ελεύθερο για να ξύνω τα σπυριά μου ή να χουφτώνω τα αρχίδια μου και μετά να τα μυρίζω. Μου αρέσει να μένω άπλυτος 4-5 μέρες τουλάχιστον και να τα μυρίζω και να με μυρίζω. Αυτό δεν είναι φετίχ, όχι καθόλου, είναι πολιτικό αλλά δεν ξέρω να το εξηγώ ακόμα γιατί δεν προσέχω στις συνελεύσεις όπου κάνω σχεδιάκια με το στυλό και ονειρεύομαι ξύπνιος. Ονειρεύομαι συνήθως άπλυτα αγόρια και μια φορά κι έναν καιρό τα είχα φτιάξει με ένα τέτοιο και ζούσαμε μέσα στα σκουπίδια και τα αποφάγια και το καλοκαίρι εκείνος είχε μυκητίαση στα πόδια δηλαδή το άτομο ήταν θ-ε-ό-ς και θα ζούσαμε μαζί για πάντα και θα κάναμε πολλά παιδιά και το σεξ ήταν γαμάτο γιατί ήταν πολιτικό δηλαδή totally fucking hot. Ευτυχώς μετά από μήνες ξαναήρθα σε επαφή με τις απολαύσεις του αυτοτραυματισμού κι εκείνος σε επαφή με το άψογο στρώσιμο του κατωσέντονου δεν θέλω ζάρες (πριν δεν είχαμε κρεβάτι και επομένως ούτε αυτό το μισητό κατωσέντονο δίχως ζάρες). Και έτσι τα χαλάσαμε και έκλαψα αρκετά. Σε κάποια φάση νόμιζα ότι έσκιζα τα χέρια μου και έτρεχαν τα αίματα για εκείνον, δηλαδή πόσο πια του θανατά ρομάντικ, αλλά τελικά τελειοποιούσα την τεχνική μου για άλλους λόγους.

Τελοσπάντων, η βραδιά, έλεγα, είναι πολύ δύσκολη γιατί σε όλα τα Suicide Assessment Scales απαντώ “Every fucking minute of every fucking hour of every fucking day” στην ερώτηση “4. Πόσο συχνά σκέπτεστε την αυτοκτονία;” και με στέλνουν κατευθείαν σε νοσοκομεία και σε τέτοια. Εμ, έχω πάει σε νοσοκομεία και σε τέτοια για να τους πω “κάντε κάτι, αν πάω σπίτι μου τώρα θα πέσω από το μπαλκόνι” και μου λένε κάτι κορακίστικα τύπου “αμισουλπρίδη 800 mg” κι εγώ κάνω τσιγάρο μπροστά στους γιατρούς και μέσα στο νοσοκομείο και είναι και γαμώ. Μετά νιώθω πολύ καλύτερα και γυρνάω από τη Σταυρούπολη με τα πόδια και κάνω σεξ σπίτι και πολλά τσιγάρα ακόμα και μένω ξύπνιος μέχρι το πρωί βλέποντας σειρές είναι υπέροχα κλείνω τα παντζούρια να μην μπαίνει το φως και χορεύω και πίνω και καπνίζω μέχρι να βραδιάσει. Μετά παίρνω τρία z-pills και χαζεύω τα ντουβάρια που λιώνουν και ακόμη πιο μετά κοιμάμαι. Ζω μια έντονη ζωή.

Σήμερα δεν θα πάω Νοσοκομείο διότι βρίσκω ότι είναι φοβερή ιδέα να κάτσω να τα γράψω όλα αυτά που σκέφτουμαι εντείνεται η ένταση που έχω κι επιπλέον έχω πει στον εαυτό μου εδώ στο downtown που μετακόμισες αυτή τη λύσσα σου θα την κάνεις contained όχι μόνο στο 4x4σπίτι σου αλλά και στο σώμα σου. Είμαι πολύ καλός σε αυτό μέχρι στιγμής, νομίζω ότι θα αποκτήσω λίγα παραπάνω τατού και πήρσινγκ απ’ όσα είναι πρέπον. Τελοσπάντων, δεν γράφω απλά τώρα. Τώρα έχω πάθει ένα πράγμα που λέγεται flashback στη χρυσή εποχή, που κι εκείνη χάλια ήτανε απλά έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια που έγινε χρυσή η καημένη. Μιλάω για όταν ήμουν 22 και για όταν ήμουν επισκέπτης στην Αθήνα στο σπίτι του Ντ.

Θα σας παρακαλέσω τώρα να δώσετε βάση στη σχέση μου με τον Ντ., όπως θα την περιγράψω, γιατί είναι το υπόβαθρο της πιο βαθιά αποκαλυπτικής εμπειρίας που έζησα. First things first, όμως.

Στην Αθήνα με είχε κατεβάσει ο γκόμενός μου ο οποίος θα δούλευε για κάποιες μέρες εκεί. Όπως ήταν φυσικό, εγώ μη ξέροντας απολύτως τίποτα για την πόλη, και με μοναδική διαδρομή μου ένα συγκεκριμένο ασφαλές μονοπάτι Παγκράτι-Κολωνάκι-Εξάρχεια και πίσω, άρχισα να βαριέμαι. Πιο πολύ από τις βραδινές εκδρομές στο Ζάππειο και τους Στύλους,μου είχε αρέσει που με πήγαν Μοναστηράκι κι αγόρασα το πρώτο LP Last Drive σε κίτρινο βινύλιο και έπαιζα “Μισιρλού” στο τέρμα και ήταν τέλεια τέλεια τέλεια και όλα αυτά πριν την κάνει μόδα το Pulp Fiction. Λοιπόν, “ο Καλοφωλιάς έχει τη μεγαλύτερη γούδα σε όλη την Αθήνα” είπε matter-of-fact ο Ντ. για τους Last Drive και έμεινα μαλάκας γιατί δεν είχα σκεφτεί ότι οι Last Drive κάνουν σεξ αφού κάνουν ήδη το καλύτερο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο δηλαδή να παίζουν αυτές τις κιθάρες. Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή, κρατώντας στο χέρι μου το “Black Death” από τη βιβλιοθήκη του, καψουρεύτηκα τον Ντ. Ήρθαν κι έδεσαν το νεροπότηρο με τη ρετσίνα που έβαζε πρωί πρωί για να κάτσει στο πι-σι (που του το είχε πάρει παλιά η αντιτρομοκρατική), το κρεβάτι με τα καφέ από τη βρόμα σεντόνια που με έβαζε να κοιμηθώ, το “Τέλος της Ιστορίας” του Φουκουγιάμα που διάβαζε “για να ξέρουμε τι λένε οι οχτροί μας”, η σημαία καρφωμένη στο καλοριφέρ, το “kinky, kinky…” που μουρμούριζε όταν έβαζα τις αρβύλες με τη βερμούδα, το perfecto που είχε. Και τα λακκάκια στα μάγουλά του. Τον ήθελα.

Και με ήθελε κι εκείνος στα σίγουρα.

Το βράδυ γύρισε μεθυσμένος με το πρόσωπο σκοτεινό είχε γνωρίσει έναν πάνκη στα Εξάρχεια “αλλά μου βγήκε παθητικιά…” είπε με ασήκωτη παιδική σοβαρότητα εμπρός στη συμφορά που τον βρήκε. Όπως θα βεβαιωνόμουν στο μέλλον, αυτή η σκιά ήταν σχεδόν μόνιμα εγκατεστημένη σε πολλά από όσα έκανε και έλεγε ο Ντ., κι εγώ αναγνώρισα ερασιτεχνικά in foresight σε αυτήνέναν μελλοντικό επισκέπτη και μακροχρόνιο σύντροφο. Με άλλα λόγια, ταιριάζαμε και αυτό πρέπει να το έδειχναν τα μάτια μου γιατί έστριψε κατά πάνω μου γυρίζοντάς το στο αγγλικό this kid needs to get fucked και με μια μπερδεμένη ακολουθία κινήσεων βρέθηκα να με κρατάει στημένο ο γκόμενος μου στο κρεβάτι και τον Ντ. να μου δίνει σφαλιάρες και έσβησε πριν το γαμήσι ή το φιστ φακ ή ό,τι άλλο είχε κατά νου. Ήμουν λιγάκι ερωτευμένος. Και έκλαψα λιγάκι στα σκοτεινά.

Το επόμενο πρωί ήρθε στο κρεβάτι μου με έναν καφέ φάκελο. “Μας ήρθαν αυτά” είπε και μου τον άφησε.

Είχε αρχίσει να μου αρέσει η φάση που μου μάθαινε διάφορα πράγματα ο Ντ., δες αυτό, διάβασε εκείνο, άκουσε το άλλο. Ήθελα να κάθομαι δίπλα του να μαθαίνω πιο πολύ βέβαια με ενδιέφερε η σκιά στο βλέμμα του αλλά βολευόμουν και με John Boswel “Christianity, Social Tolerance, and Homosexuality: Gay People in Western Europe from the Beginning of the Christian Era to the Fourteenth Century”. Αν μη τι άλλο θα μπορούσα να σταθώ σε μια κουβέντα βρε αδερφέ. Οπότε πήρα τον φάκελο με την επόμενη αποστολή “now what?” και έβγαλα από μέσα κάτι φωτοτυπίες στα αμερικάνικα.

Πέρασα τις επόμενες ώρες διαβάζοντας κάθε κείμενο, παρατηρώντας κάθε φωτογραφία, περιεργαζόμενος κάθε σκίτσο από εκείνα τα φανζίν και γύριζα τις σελίδες προς τα πίσω για να φωτογραφήσω στη μνήμη μου ό,τι έβλεπα. Κατέγραφα, κατάπινα, καταβρόχθιζα ονόματα από συγκροτήματα, από φεστιβάλ, από μαγαζιά, από συγγραφείς, από σκηνοθέτες, από κομιξάδες, από σεξ ιστορίες. Και από παντού παντού παντού ανέβλυζε μια επιθυμία ανείπωτη, μια μοναξιά αλλά και μια απάντηση σε ένα ερώτημα που είχα κι εγώ αλλά μου ήταν τόσο απίθανα αστείο να υπάρξει απάντηση που σχεδόν νόμιζα ότι δεν υπήρχε:

why?”

Γιατί να είναι έτσι; Γιατί να σέρνομαι ακόμα μια φορά στο Βιολογικό ή στη Φιλοσοφική και να περιμένω τρέμοντας μπροστά από το stage να αρχίσουν οι κιθάρες; Γιατί να κλείνω τα μάτια μου ορμώντας πάνω σε αγόρια που χοροπηδάνε άγρια και κλωτσάνε; Γιατί να ζαλίζομαι από ένα άγουρο κορμί που με έχει καβαλήσει, παθαίνοντας ηλεκτροπληξία από τα χέρια που σφίγγουν τους ώμους μου και από γόνατα που πιέζουν την κοιλιά μου; Γιατί θα μπορούσε να είναι, ω, τόσο ωραία αλλά όλα αυτά, σύνελθε, ω,“δεν αφορούν εσένα”; Γιατί να τη βγάζω πάντα μόνος μου σε εκείνη τη μεριά που αράζουν τα σκυλιά και τα πρεζάκια που κοιμούνται; Γιατί γαμώ το χριστό και την παναγία να μη ζήσω έναν έρωτα που να ξεκινήσει με τα τύμπανα από το “Σ’ αυτή την πόλη”;

Τα διάβασα όλα όσα έγραφαν τα zine και έμεινε για το τέλος το καλύτερο μέρος που πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι οι μικρές αγγελίες. Ήταν ήδη απίστευτο πράμα να κρατάω εδώ σε προ internet εποχή κάτι που είχε τυπωθεί και κυκλοφορούσε στην Αμερική και να σου τώρα εδώ όλοι αυτοί οι τύποι που νιώθουν περίπου όπως κι εσύ αλλά βρίσκονται έναν ωκεανό και μια ήπειρο μακριά δηλαδή άπειρα μακριά πιο μακριά κι απ’ το μακριά και λέγονται τύπου Sad Punk Alabama “ψάχνω τύπους για να αράζουμε και να ακούμε μουσική ίσως και περισσότερα”. Σκέφτηκα να του γράψω, αλλά σε δεκαπέντε μέρες που θέλει το γράμμα για να πάει Alabama θα έχω αλλάξει εκατό φορές μυαλά και έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να αράξω ποτέ στ’ αλήθεια με τον Θλιμμένο Πάνκη από την Αλαμπάμα, απλά δεν γίνεται δεν γίνεται, κι ούτε θα φτιάξουμε συγκρότημα να γκαρίζουμε πόσο μας αρέσουν τα αγόρια και δεν θα πάμε στο μαγαζί για να πάρουμε strings για την κιθάρα και αυτοκολλητάκια με το τρίγωνο και το αλφάδι μπλεγμένα μαζί κι όταν είπα φεύγω πιο νωρίς από τη συνέλευση έχει συναυλία Μάστιγα μου είπανε σ’ αυτήν την αηδία θα πας και αηδία είσαι εσύ εσύ εσύ κι εσύ σας βαρέθηκα ω πόσο σας βαρέθηκα.

That’s how you get old, you know? You stop looking for really intense emotional experiences.

– Dennis Cooper

Τα queercore φανζίν τα πήρα μαζί μου, μαζί με το φωτοτυπημένο “ Christianity, Social Tolerance κλπ.”, αλλά τα έχασα δέκα χρόνια μετά σε μια μετακόμιση. Έχασα επίσης τον Ντ., μεταφορικά και κυριολεκτικά. Έχει πεθάνει τώρα και εγώ είμαι πάνω-κάτω στην ηλικία που είχε όταν τον γνώρισα. Η αγαπημένη μου ευχάριστη δραστηριότητα είναι να ξεροκαταπίνω και να αναστενάζω διαρκώς και σκέφτομαι αυτό που μου είπε όταν τα έφτιαξε για ένα καλοκαίρι με έναν μαθητή του: “Πρώτη φορά είμαι τόσο ήρεμος εδώ και πάρα πολλά χρόνια”. Λοιπόν, θα ήθελα να τον βάλω να συμπληρώσει αυτή τη φράση από Καραπάνου: “Επιθυμίες… επιθυμίες… Αν τις αφήσω να βγουν, θα με κατασπαράξουν…”, διότι αυτό που χρειάζομαι απεγνωσμένα είναι μια καλή συμβουλή από έναν καλό άνθρωπο.

Ξέρετε, πέρασα μια ζωή προσπαθώντας να σκοτώσω τον πατέρα μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα πολύ την δίχως όρους αγάπη ενός Μπαμπά που Ξέρει γιατί είμαι μόνος μου πια και φοβάμαι πολύ. Ο Ντ. φοβόταν κι έκλαιγε ένα βράδυ στο γκέι μπαρ γιατί ένας μπρατσαράς τον έφτυσε και “δεν αρέσω πια”: θα ήθελα αυτό το δύσκολο βράδυ να ‘ναι αυτός που θα είναι εδώ και τις δικές του πατρικές συμβουλές να ακούσω.

Και σιγά μην τις ακολουθήσω. Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΘΑ ΚΑΝΩ.

Στη μνήμη.

Σημ.: Εάν παρατηρήσατε ανεξήγητη αλλαγή ύφους στην πορεία του κειμένου είναι γιατί έκανα διακοπή για μαλακία. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.