queer
comment 1

Πώς να είστε γκέι (1)

Κι έτσι στα ραγδαία επεκτεινόμενες περίκλειστες ζώνες των μείζονων πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών και αλλού κατά τη δεκαετία του 1970, ένα νέο και υποτιθέμενα σύγχρονο στιλ γκέι αρρενωπότητας απέκτησε ακόμα πιο στέρεη μορφή, επιτυγχάνοντας θεαματική ορατότητα. Οι στρέητ φίλοι μου στο Σαν Φρανσίσκο με ρωτούσαν γιατί όλοι οι γκέι άντρες στην πόλη έδειχναν να έχουν ανάμεσά τους μόνο τρία ή τέσσερα διαφορετικά λουκ: οικοδόμος, αθλητής στο κολέγιο, ξυλοκόπος, μοτοσυκλετιστής. Η Frances Fitzgerald, επισκεπτόμενη την περιοχή Castro του Σαν Φρανσίσκο την ίδια περίοδο, περιέγραφε τα πεζοδρόμια να υπερχειλίζουν από “νέους άντρες ντυμένους λες και θα πήγαιναν εκδρομή πεζοπορίας”, με όλους να φορούν τζην, φανελένια πουκάμισα, μπότες πεζοπορίας και νάυλον μπουφάν φλάηερ. “Θα ήταν αρκετά εύκολο να χειριστείς τον γκέι macho ως τίποτα περισσότερο από ένα ζήτημα αλλαγής της μόδας”, παραδέχεται η Alice Echols σε ένα βιβλίο για την κουλτούρα της μουσικής disco της δεκαετίας του 1970. “Αλλά ενσωματωμένες σε αυτή τη στροφή στο macho βρίσκονταν αλλαγές στην ταυτότητα και την υποκειμενικότητα των γκέι αντρών. Οι γκέι δεν παρουσίαζαν τους εαυτούς τους διαφορετικά μόνο, θεωρούσαν και τους εαυτούς τους διαφορετικά, αναζητώντας ανοίκεια είδη σεξουαλικών παρτενέρ και διευρύνοντας το σεξουαλικό ρεπερτόριό τους”.

Πράγματι, το νέο στιλ του κλώνου ήταν πολλά περισσότερα από ένα στιλ έμφυλης παρουσίασης. Ήταν επίσης ένα σεξουαλικό στιλ, το οποίο αποτελούταν από την υποβάθμιση των πολωμένων ρόλων. Πάνε οι υποτιθέμενα αυτό-μισούμενες αδερφές που ζούσαν μόνο για να υπηρετούν το στρέητ επιτήδευμα, που περνούσαν μια ζωή πεσμένες στα γόνατα. Δεν ήταν πια οι γκέι άντρες εναλλάξ ο ένας η φιληνάδα του άλλου και ο ένας ο αντίπαλος του άλλου εμπρός στις χάρες των νέων και των όμορφων. Τώρα ήταν ο ένας το προτιμώμενο αντικείμενο επιθυμίας του άλλου. “Ήμασταν οι άντρες που αναζητούσαμε” ήταν το σύνθημα της δεκαετίας του 1970, και σαν να ήθελαν να το αποδείξουν, οι γκέι άντρες κρατούσαν τα χέρια τους και φιλιόταν δημόσια. Η αμοιβαιότητα ήταν το αναμενόμενο σεξουαλικό πρωτόκολλο, στην γκέι ζωή όπως και στην γκέι πορνογραφία. “Μονόπλευρες” ομοφυλοφιλικές σχέσεις, παρόλο που μπορεί ακόμα να υπήρχαν, ήταν ένα απομεινάρι του παρελθόντος πριν τη σύγχρονη εποχή. Ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονταν οι Δρ. Charles Silverstein και ο Edmund White, οι συγγραφείς της πρώτης έκδοσης του The Joy of Gay Sex, που εκδόθηκε το 1977. “Αυτό το είδος [ενεργητικού/παθητικού] παιχνιδιού των ρόλων, με εμμονή ως αυστηρό διαχωρισμό, δείχνει να φθίνει ολοένα”, πρόσθεταν, βεβαιώνοντας τους αναγνώστες τους ότι “οι περισσότεροι γκέι άντρες θα αποκήρυτταν” τέτοια παιχνίδια ρόλων την σύγχρονη ημέρα “ως ‘παλιομοδίτικα’ ή ‘μη απελευθερωμένα’”.

Μόλις οκτώ χρόνια πριν, το 1969, ο White ακολουθούσε πολύ διαφορετική γραμμή. Είχε παραδεχτεί ότι “πολλοί γκέι άντρες προσπαθούν συνεχώς να αναπαράγουν με τους εραστές τους μια ομοιοτυπία του στρέητ γάμου. Ένας γκέι άντρας παίζει τον ‘butch’ ενώ ο άλλος τον ‘femme’”. Αλλά μέχρι το 1977, όλα αυτά ήταν ήδη αρχαία ιστορία. Από την νεόκοπη επίσημη προοπτική του γκέι ανδρικού κόσμου μετά το Stonewall – και από την προσωπική ενόραση που πολλοί γκέι άντρες είχαν κερδίσει μέσα από έντονο σεξουαλικό πειραματισμό στο ξύπνημα της γκέι απελευθέρωσης – οι πολωμένοι σεξουαλικοί ρόλοι υπήρχαν μόνο στην ομοφοβική φαντασία. Οι γκέι σχέσεις δεν ήταν πλέον “μονόπλευρες”, δεν διαιρούταν πλέον σε ενεργητικούς παρτενέρ που έπαιζαν τον butch και παθητικούς παρτενέρ που έπαιζαν τον femme. “Ποιος από εσάς φορά τα παντελόνια στην οικογένεια; Ποιος από εσάς είναι ο άντρας και ποιος η γυναίκα;” Αυτές ήταν το είδος των ερωτήσεων που μόνο ένα άσχετο στρέητ άτομο θα μπορούσε να ρωτήσει.

Το σύγχρονο γκέι σεξ δεν ήταν πολωμένο ή ιεραρχικό. Ήταν αμοιβαίο, και η αμοιβαιότητά του τοποθετούσε τους δύο παρτενέρ πανομοιότυπα τον έναν σε σχέση με τον άλλον. Δεν υπήρχαν top. Δεν υπήρχαν bottom. Υπήρχε μόνο μια ενιαία ομοφυλοφιλική ταυτότητα – ήτοι, γκέι. Επομένως, οι επιτυχημένες σεξουαλικές σχέσεις περιλάμβαναν ισότιμους παρτενέρ την ίδιας ηλικίας, του ίδιου πλούτου και την ίδιας κοινωνικής θέσης, με έκαστο να κάνει τα πάντα στον άλλο και με τον άλλο με τέλεια αμοιβαιότητα.

Το τυπικό σύγχρονο γκέι ανδρικό ζευγάρι που απεικόνιζαν οι Silverstein και White αποτελούταν από “έναν 35χρονο δικηγόρο ερωτευμένο με έναν 35χρονο ιατρό”. Οι δυο τους “θα μοιράζονταν τα έξοδα και τις ευθύνες του νοικοκυριού” και “θο ένας θα πηδούσε με τη σειρά του τον άλλον”.

Ο Robert Ferro έφθασε ακόμα πιο πέρα. Η ιδανική ερωτική σχέση που περιγραφόταν στη νουβέλα του The Bitter Star (1985) είναι αυτή στην οποία η ερωτική αμοιβαιότητα επιφέρει μια τέτοια απλή, ειλικρινή, φυσική αδελφότητα μεταξύ ίσων παρτενέρ ώστε το σεξ αναλαμβάνει την πρόσχαρη ατμόσφαιρα από φιλαράκια του καθαρά αμερικάνικου αθλήματος του μπέηζμπολ. Απευθυνόμενος στον αναγνώστη με σαρκαστική, κολακευτική γοητεία, αλλά δίχως κατ’ ελάχιστο εσκεμμένη ειρωνεία, ο αφηγητής θυμάται,

“Κάναμε έρωτα ο ένας στον άλλον αρκετές φορές, ο καθένας περιμένοντας τη σειρά του λες και είχαμε στηθείς στο παιχνίδι [at bat], λες και παίζαμε ένα παιχνίδι στο οποίο πρώτα αυτός και μετά εγώ προχωρήσαμε και αγαπηθήκαμε”.

Η αναλογία με το μπέηζμπολ δεν ήταν τελείως τυχαία. Το ερωτικό μοντέλο της ισότιμης περιπάθειας που υπονοεί αποδεικνύεται ότι είναι εξίσου αγαπημένο στον κεντρικό χαρακτήρα της νουβέλας An Arrow’s Flight (1998) του Mark Merlis. Αυτός ο άνδρας, σημαντικά, έφτασε στην σεξουαλική ωριμότητα κατά την “εποχή των ηρώων” αμέσως μετά το Stonewall. Η πιο πεισματάρικη, λατρεμένη εικόνα που έχει για τον γκέι έρωτα ενσαρκώνεται σεμνά από “ένα ζευγάρι αγόρια που παίζουν μπεήζμπολ [catch]… Τεμπέλικα και σιωπηλά ένα ανοιξιάτικο πρωινό, σε τέλεια επικοινωνία”. Η πορνογραφία που παράχθηκε από τα Falcon Studios τη δεκαετία του 1970 παρείχε το οπτικό αντίστοιχο: προωθούσε ένα πρότυπο του γκέι σεξ ως υγιεινής, ανέμελης αρρενωπής συναλλαγής μεταξύ φιλικών, με αμοιβαίο σεβασμό συναθλητών, και προσέφερε στους κατάπληκτους θεατές της δελεαστικές ματιές σε μια γκέι συναδελφική αλληλεγγύη που ήταν ταυτόχρονα σεξουαλική και αδερφική, περιεκτική και τρυφερή, ανδροπρετής αλλά δίχως να κρίνει, χαρούμενα ελεύθερη από ρόλους, ιεραρχία και σεξουαλική διαφορά.

Το κλασικό, ουτοπικό όραμα – παλιό όσο και ο Walt Whitman, καινούργιο όσο και το τελευταίο circuit party ή άλλη συγκέντρωση της γκέι ανδρικής “φυλής” – δεν επέζησε επί μακρόν άθικτο. Γιατί την δεκαετία του 1990 ήρθε η “queer” στιγμή, με την μαχητική διακαίωση εκ μέρους τους του παρεκκλίνοντος σεξ κα έμφυλων στιλ, των ανδρών του με φορέματα και δερμάτινα και μαργαριτάρια, την τέρψη του στην butch επίδειξη και τα άκρως femme θεατρινίστικά του, την αποκατάσταση των top και των bottom και τον πολλαπλασιασμό (ή την ανακάλυψη ξανά) των queer υπο-ταυτοτήτων: twink, bear, emo. Από τότε και στο εξής, είναι πια δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά την αισθηματική ιστορία του γκέι ανδρικού έρωτα ως μια αδιαφοροποίητη αδελφότητα, μια αθώα ανδρική αναψυχή, το σεξουαλικό ισοδύναμο του μπέηζμπολ. Το πλησιέστερο που φτάνει τη σήμερον ημέρα το γκέι σεξ στα ομαδικά αθλήματα είναι το “Gag the Fag”. Αναφέρομαι σε εκείνες τις συλλογές ημιερασιτεχνικών πορνογραφικών βίντεο, που πωλούνται στο Internet και τώρα έχουν ξεπεράσει την πέμπτη γενιά τους, που απεικονίζουν πράξεις στοματικής συνουσίας τόσο σκληρής ώστε να προκαλείται εμετός. Ποιο είδος σεξ θα μπορούσε να είναι λιγότερο αδερφικό, λιγότερο ισότιμο, λιγότερο αμοιβαίο, λιγότερο συμμετρικό; Σίγουρα απέχει πάρα πολύ από εκείνο το παιχνίδι μπέηζμπολ μεταξύ αξιαγάπητων νέων σε ένταση που πετούν τεμπέλικα μια μπάλα πέρα δώθε σε τέλεια αρρενωπή επικοινωνία ένα ανοιξιάτικο πρωινό.