Ας θυμηθούμε ότι η ομοφυλοφιλία, ως μια ξεχωριστή κατάταξη της σεξουαλικής συμπεριφοράς, της σεξουαλικής επιθυμίας, και της σεξουαλικής υποκειμενικότητας, είχε αρχικά καθιζήσει μέσα από την εμπειρία και την σύλληψη της έννοιας της αναστροφής φύλου [gender inversion]. Οι πρώτοι ψυχιατρικοί ορισμοί του παρεκκλίνοντος σεξουαλικού προσανατολισμού, που εκπονήθηκαν το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν ορισμοί όχι της ομοφυλοφιλίας αλλά αναστροφής των σεξουαλικών ρόλων ή της τρανσεξουαλικότητας [transgenderism]: το “αντιθετικό σεξουαλικό συναίσθημα” του Carl Friedrich Otto Westphal το 1869 και η “αναστροφή του σεξουαλικού ενστίκτου” του Arrigo Tamassia το 1878. Η παθολογική ψυχική κατάσταση στην οποία αναφέρονταν αυτοί οι όροι περιελάμβανε ομόφυλη επιθυμία αλλά δεν αναγόταν σε αυτήν. Αντίθετα, η ομόφυλη επιθυμία χαρακτηριζόταν ως απλώς ένα σύμπτωμα μιας πιο βαθιάς αναστροφής, ή “αντιστροφής”, της έμφυλης ταυτότητας ενός ατόμου. Στο βαθμό που η επιθυμία για ένα άτομο του ίδιου φύλου ήταν αντίστροφη, ή “αντίθετη”, στο βιολογικό φύλο του ίδιου του ατόμου, κατέδειχνε σε μια βαθύτερη και περισσότερο κυρίαρχη διαταραχή φύλου: μια αποξένωση από το ίδιο του το βιολογικό φύλο και μια ταύτιση με το αντίθετο φύλο, που πάει να πει έναν τρανς ψυχολογικό προσανατολισμό. Αυτός ήταν ο αποκλίνων προσανατολισμός της υποκειμενικότητας του αντεστραμμένου [invert] τον οποίον οι γιατροί θεωρούσαν ιατρικά προβληματικό – “η αίσθηση της αποξένωσης, από το σύνολο της εσωτερικής εσωτερικής του ύπαρξης, από το ίδιο του το φύλο”, όπως αξιομνημόνευτα το έθεσε ο Westphal σε μια υποσημείωση σε άρθρο του το 1869. Η ομόφυλη επιθυμία δεν ήταν η ουσία αλλά απλά μια επιπλέον επέκταση αυτής της βασικής διαταραχής φύλου, ένα πιο ανεπτυγμένο “στάδιο του παθολογικού φαινομένου”.
Αυτός ο κλινικός ορισμός βασιζόταν στις μαρτυρίες και εμπειρίες των ίδιων των αντεστραμμένων. Ο Karl Heinrich Urlichs, ο πρώτος πολιτικός ακτιβιστής για την ομοφυλοφιλική χειραφέτηση, που άρχισε να γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1860, είχε περιγράψει τον εαυτό του με μια διαβόητη λατινική φράση ως έχοντα ψυχή γυναίκας κλεισμένη σε σώμα άντρα (“anima muliebris virili corpore inclusa”). Ο Westphal ήταν εξοικειωμένος με τα γραπτά του. Οι σεξολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα αποδοκίμαζαν έντονα την ομόφυλη σεξουαλική συμπεριφορά, ασφαλώς, αλλά μια τέτοια συμπεριφορά, αν και προφανώς παρεκκλίνουσα, δεν αντιπροσώπευε από μόνη της ένα αλάνθαστο σημάδι σεξουαλικής διαφοράς, ούτε καν σύμφωνα με την μεγάλη γερμανική αυθεντία στην σεξουαλική διαστροφή, τον Richard von Krafft-Ebing, ο οποίος ήταν προσεκτικός ώστε να διακρίνει τη “διαστροφή του σεξουαλικού ενστίκτου” από την απλή “διαστροφή της σεξουαλικής πράξης”. Το ομοφυλοφιλικό σεξ θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδειχτεί ότι ήταν κακό χωρίς να είναι άρρωστο: θα μπορούσε να είναι μια απλή διεφθαρμένη εντρύφηση, μια ακραία μορφή ακολασίας. Δεν ήταν σε κάθε περίπτωση ένδειξη “ηθικού παραλογισμού”. Το αποκλίνον σεξ μπορούσε να διασωθεί από την παθολογία μέσα από κανονιστικές έμφυλες ταυτότητες και στιλ φύλου: η συμβατικά θηλυπρεπής γυναίκα που επέτρεπε στον εαυτό της να της δώσει απόλαυση μια butch, ή ο ταυτιζόμενος ως στρέητ εκδιδόμενος που έπαιζε τον αρρενωπό ρόλο ότι εξέδιδε τον εαυτό του σε αντεστραμμένους, θηλυπρεπείς άντρες, δεν κατέληγαν σε παρατεταμένη ιατρική φροντίδα παρά μόνον όταν μπήκε για τα καλά ο εικοστός αιώνας.
Μέχρι και το 1919, ασήμαντοι αξιωματικοί στο Ναυτικό των ΗΠΑ μπορούσαν να ζητήσουν από “φυσιολογικούς” άνδρες που είχαν καταταγεί να δηλώσουν εθελοντές να κάνουν επαναλαμβανόμενα σεξ με “αδερφές” [fairies] ώστε να αποκαλυφθούν οι ανήθικες συνθήκες μέσα και γύρω από μια ναυτική βάση. Και στα μπαρ του λιμανιού της Νέας Υόρκης την ίδια περίοδο, ναύτες που αναζητούσαν εύκολες γυναίκες για σεξουαλική ικανοποίηση μπορούσαν να ανακατευθυνθούν στις αδερφές ως εύλογα υποκατάστατα για αυτές. Σε πολλά μέρη του ανδρικού κόσμου σήμερα, ακόμα και στις βιομηχανοποιημένες φιλελεύθερες δημοκρατίες, αυτό που μετρά ως σεξουαλικά φυσιολογικό μερικές φορές έχει να κάνει περισσότερο με το έμφυλο στιλ και τον σεξουαλικό ρόλο παρά με την επιλογή του σεξουαλικού αντικειμένου (δηλαδή, με το βιολογικό φύλο του επιθυμητού σεξουαλικού αντικειμένου).
Εν τούτοις, είναι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο ότι κάτι άλλαξε στην πορεία του εικοστού αιώνα. Η αναστροφή φύλου έπρεπε να κάνει χώρο για μια καινοφανή κατηγορία: “ομοφυλοφιλία”. Η χαρακτηριστικά σύγχρονη, στενά καθορισμένη αλλά φιλόδοξα ουκουμενική αντίληψη της ομοφυλοφιλίας εμφανίστηκε όταν η ομόφυλη επιλογή αντικειμένου έφθασε να διακρίνεται κατηγορικά από την αναστροφή των σεξουαλικών ρόλων και άρχισε να χαρακτηρίζεται, από μόνη της, ως σημάδι σεξουαλικής διαφοράς.
Ο ρυθμός του μετασχηματισμού αυξήθηκε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Στο πεδίο της σεξολογίας, η αποφασιστική ρήξη συνετελέσθη το 1948, με τη δημοσίευση των πρώτων Αναφορών Kinsey. Ο Alfred Kinsey υποστήριζε ότι “η αναστροφή και η ομοφυλοφιλία είναι δύο διακριτοί και όχι πάντα συσχετιζόμενοι τύποι συμπεριφοράς”. Η ομοφυλοφιλία, όπως καταλάβαινε ο Kinsey αυτή την αντίληψη, αναφερόταν στην ομοιότητα των φύλων των ατόμων που εμπλεκόταν σε μια σεξουαλική πράξη. Δεν παραδεχόταν κατηγορικές διαφορές μεταξύ ανδρών που είχαν διεισδυτικούς σεξουαλικούς ρόλους και ανδρών που είχαν δεκτικούς σεξουαλικούς ρόλους σε ομόφυλες σεξουαλικές επαφές. Ίσχυε για όλους όσους εμπλέκονταν σε ομόφυλη σεξουαλική συμπεριφορά. Ο Kinsey απέρριψε ως απλή “προπαγάνδα” τον ισχυρισμό ορισμένων αντρών που πήρε συνέντευξη και δήλωναν στρέητ ότι το να δέχονται στοματικό σεξ από κάποιον άλλο άνδρα δεν συνιστούσε ομοφυλοφιλική πράξη. Σύμφωνα με τον Kinsey, ο ρόλος που είχες δεν είχε σημασία. Σημασία είχε το φύλο του παρτενέρ σου. Όλες οι “σωματικές επαφές με άλλους άντρες” που καταλήγουν σε οργασμό είναι “εξ αυστηρού ορισμού…ομοφυλοφιλικές”, επέμενε ο Kinsey, χωρίς να έχει σημασία ποιος κάνει τι και σε ποιον και χωρίς σημασία πόσο σκληροί ή καταβεβλημένοι μπορεί να τυγχάνει να δείχνουν οι άνδρες που κάνουν το σεξ μεταξύ τους.
Pingback: Πώς να είστε γκέι (2) – Η γκέι ταυτότητα πηγή δυστυχίας | αθάνατη ελληνική λεβεντιά