queer
Leave a comment

Τι θέλουν οι γκέι άντρες;

του David Halperin

Σύμφωνα με ορισμένα πρόσφατα μυθιστορήματα, οι γκέι άντρες θέλουν απλά μιαν αγκαλιά. Σύμφωνα με ορισμένα σύγχρονα γραπτά για την πρόληψη του HIV/AIDS, οι γκέι άντρες θέλουν στην πραγματικότητα να φονευθούν. Σύμφωνα με τις περισσότερες κριτικές μελέτες στο πλαίσιο των κουήρ σπουδών – λοιπόν, οι περισσότερες κριτικές εργασίες στις κουήρ σπουδές δεν έχουν να πουν τίποτα για το ζήτημα.

Η σιωπή των κουήρ σπουδών στο θέμα της γκέι ανδρικής υποκειμενικότητας – της εσωτερικής ζωής της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, του τι είναι αυτό που θέλουν οι γκέι άντρες –δεν είναι τυχαία. . Το κίνημα της Γκέι Απελευθέρωσης του ’60 και του ’70 μπορεί να είχε τις ιδεολογικές του ρίζες σε έναν συνδυασμό μαρξισμού και φροϋδισμού και μπορεί να είχε αντιληφθεί τις δύσκολες, στοχευμένες μάχες τόσο ενάντια στην ψυχική καταστολή όσο και την πολιτική καταπίεση, αλλά το είδος των λεσβιακών και γκέι σπουδών που αναδύθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 έδειχνε κατά βάση ελάχιστο ενδιαφέρον για την εξερεύνηση ερωτημάτων γύρω από τη λεσβιακή και γκέι ανδρική υποκειμενικότητα. Ο λόγος είναι ότι η υποκειμενικότητα εκείνη την εποχή έτεινε να γίνεται αντιληπτή με ψυχολογικούς όρους και η ψυχολογία εκπροσωπούσε για πολύ καιρό έναν σκοτεινό κλάδο για τις λεσβίες, τους γκέι άντρες και άλλους σεξουαλικούς αντιφρονούντες.

Για πάνω από έναν αιώνα, κάθε παρέκκλιση από τα πολύ αυστηρά πρότυπα της κανονιστικής παρουσίασης του φύλου και της ετεροφυλοφιλικής συμπεριφοράς θεωρούνταν, και αντιμετωπίζονταν, ως σημάδι ψυχολογικής ασθένειας, που την περιέγραφαν με διάφορους όρους όπως “ηθική παραφροσύνη”, “σεξουαλική διαστροφή”, “διαταραχή προσωπικότητας”, “ψυχική ασθένεια” ή “δυσκολία προσαρμογής”, αλλά είχε το χαρακτηριστικό σε κάθε περίπτωση ενός είδους ανώμαλης ψυχολογίας. Ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του ’70 και του ’80,, πολλοί ευυπόληπτοι ψυχίατροι και ψυχαναλυτές εξακολουθούσαν να διατείνονται με κάθε σοβαρότητα ότι οι ομοφυλόφιλοι ήταν άρρωστοι. Και ακόμα και στο πρόσφατο 1999, ένας διακεκριμένος ψυχολόγος μπορούσε να ισχυριστεί, στις σελίδες μια επιστημονικής έκδοσης, ότι “η ομοφυλοφιλία εκπροσωπεί μια παρέκκλιση από τη φυσιολογική ανάπτυξη και σχετίζεται με άλλες παρόμοιες παρεκκλίσεις που μπορεί να οδηγούν στην ψυχική ασθένεια”. Στον απόηχο περισσότερου από έναν αιώνα ιατρικής και εγκληματολογικής αντιμετώπισης της ομοφυλοφιλίας ως ψυχιατρικής παθολογίας ή παρέκκλισης, οι λεσβίες και οι γκέι άντρες της εποχής μετά το Stonewall κατέβαλλαν μεγάλη πολιτική προσπάθεια στο ξήλωμα της υπόθεσης ότι υπήρχε κάτι θεμελιωδώς στραβό με εμάς. Σε αυτό το πλαίσιο, φάνταζε απαραίτητο να αποκλειστεί το σύνολο του ζητήματος της γκέι υποκειμενικότητας από την αξιοσέβαστη έρευνα, έτσι ώστε να προληφθεί ότι η gayness δεν θα γίνει ποτέ ξανά κατανοητή ως ασθένεια.

Στην επιδίωξη αυτού του στόχου, το λεσβιακό και γκέι κίνημα έχει παραγάγει έναν αξιοσημείωτα πιστευτό και πειστικό νέο ορισμό της ομοφυλοφιλίας με πολιτικούς αντί για ψυχολογικούς όρους. Το να είσαι γκέι, σύμφωνα με αυτόν τον νέο ορισμό, δεν αφορά την επίδειξη μιας κουήρ υποκειμενικότητας, αλλά το να ανήκεις σε μια κοινωνική ομάδα. Η ομοφυλοφιλία δεν αναφέρεται σε μια ατομική ανωμαλία, αλλά σε μια συλλογική ταυτότητα. Παρόλο που κατ’ αυτήν την άποψη, η ομοφυλοφιλία ίσως απλά είναι μια φυσική ανθρώπινη διακύμανση, έχει εντούτοις καταστεί το αντικείμενο κοινωνικής έχθρας και έντονης και παράλογης προκατάληψης, που οδηγούν σε ευρείες και αναιτιολόγητες διακρίσεις σε βάρος των γκέι ανθρώπων. Το να είσαι γκέι, επομένως, σημαίνει να φέρεις, χωρίς δικό σου σφάλμα, το στίγμα που προέρχεται από την επίμονη κοινωνική απόρριψη και εξαίρεση. Αυτό που είναι κοινό στους γκέι ανθρώπους, επομένως, δεν είναι μια ψυχολογική διαταραχή αλλά ένας κοινωνικός αποκλεισμός. Μοιραζόμαστε επίσης μια μακρά ιστορία από άγρια, ακόμα και γενοκτονική καταπίεση, η οποία μας παρέχει το δικαίωμα σε άμεσες πολιτικές διεκδικήσεις για κοινωνική ανοχή, απαλλαγή από διακρίσεις και συνολική βελτίωση των ευκαιριών ζωής.

Βάσει του ορισμού τους με τον τρόπο αυτό, ως μέλη μιας στιγματισμένης ομάδας, αλλά κατά τα άλλα χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από τους “κανονικούς ανθρώπους”, οι λεσβίες και οι γκέι άντρες έχουν αποκτήσει μια συλλογική ταυτότητα ισοδύναμη με αυτή οποιασδήποτε εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας που είναι σημαδεμένη κοινωνικά μέσα από την εκλαμβανόμενη διαφορά της από τους απλούς ανθρώπους. Από τη στιγμή που οι λεσβίες και οι γκέι άντρες πετύχαμε να πείσουμε εμάς τους ίδιους και τα στρέητ άτομα να μας αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο, με τη βοήθεια του προηγούμενου που έχει τεθεί από παλαιότερες εκστρατείες ενάντια στο κοινωνικό στίγμα (κυρίως το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων και ένα πλήθος αγώνων του τρίτου κόσμου για αποαποικιοποίση), μπορέσαμε να πετύχουμε έναν κάποιο βαθμό κοινωνικής αποδοχής καθώς επίσης και ενσωμάτωση στην κοινωνία γενικότερα. Επομένως, η πρακτική του να φέρνουμε στο προσκήνιο την γκέι ταυτότητα και να σέρνουμε στο παρασκήνιο την γκέι υποκειμενικότητα έχει αποδειχτεί ότι έχει μια πολιτική ανταμοιβή την οποία δεν θα είχαμε το περιθώριο να περιφρονήσουμε. Και μας έχει επίσης σώσει από το επίμονο φάσμα της ψυχοπαθολογίας. Οπότε, εύλογα, εξακολουθούμε να διστάζουμε να εγκαταλείψουμε αυτήν την πολιτική στρατηγική και αγχωνόμαστε όταν κάποιος παρεκκλίνει από αυτή.

* * *

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο πολλοί ειδήμονες των λεσβιακών και γκέι σπουδών τείνουν στις μέρες μας να αποφεύγουν το θέμα της γκέι υποκειμενικότητας είναι το γεγονός ότι παραμένουν βαθιά επηρεασμένοι από το έργο του Μισέλ Φουκό, ενός γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού που ήταν επίσης γκέι άντρας. Στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά το 1976 και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1978, ο Φουκό προήγαγε μια δυνατή κριτική της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Υποστήριξε, απροσδόκητα αλλά πειστικά, ότι ο αγώνας ενάντια στην ψυχική καταστολή, αντί να απελευθερώνει τη σεξουαλική επιθυμία και να οδηγεί σε ανατροπή του καθεστώτος του κανονικού, κάποιες φορές στην πραγματικότητα καταλήγει σε νέους και πιο ύπουλους τρόπους φυσικοποίησης και επιβολής της σεξουαλικής κανονικότητας. Διότι, εννοούμενες στο επαναστατικό πρόγραμμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, υπάρχουν πολλές ανεξερεύνητες, φαινομενικά αυταπόδεικτες, αλλά πολύ φορτισμένες και άκρως κανονιστικές παραδοχές για το τι είναι η σεξουαλικότητα, πώς διαμορφώνει την ανθρώπινη φύση και ποιοι είναι οι πλέον δόκιμοι, υγιείς τρόποι για να εκφραστεί.

Προκειμένου να αμφισβητηθούν αυτές οι υποθέσεις, ο Φουκό ανέπτυξε μια ριζοσπαστικά πολιτική προσέγγιση στη σεξουαλικότητα. Όρισε εκ νέου τη σεξουαλικότητα ως ένα απαιτούμενο στοιχείο εσωτερικό στη λειτουργία του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους και των συστημάτων εξουσίας του. Η πολιτική αντίληψη της σεξουαλικότητας από τον Φουκό έδωσε έμφαση στην απρόσωπη λειτουργία των λόγων, των θεσμών και παρόμοιων κοινωνικών πρακτικών, δίνοντας ελάχιστη σημασία στις λειτουργίες της ατομικής εσωτερικότητας και εκτοπίζοντας σκόπιμα ανταγωνιστικές προσεγγίσεις που τοποθετούσαν τη σεξουαλικότητα στον πυρήνα του ανθρώπινου υποκειμένου. Μέσα από την έμφασή της στην κοινωνική και πολιτική χρησιμότητα της σεξουαλικότητας για τη διακυβέρνηση των ατόμων, η εκπληκτική άποψη του Φουκό για τη σεξουαλικότητα αποδείχτηκε ότι ανταποκρινόταν πλήρως στις ανάγκες της γκέι και λεσβιακής αντίστασης τη δεκαετία του ’80, όταν η άνοδος της Νέας Δεξιάς και η εμφάνιση της επιδημίας του HIV/AIDS εξέφραζε μια στάση κοινή για να καταργήσουν τις κουήρ κοινότητες και να καταργήσουν πολλά από τα κοινωνικά οφέλη μας που κερδήθηκαν με τόσο κόπο.

Ο Φουκό πρόσφερε, επίσης, τη μόνη θεωρητική προσέγγιση στη σεξουαλικότητα που ήταν επαρκώς ουσιαστική και πρωτότυπη ώστε να αναμετρηθεί με την ψυχανάλυση – και να προσφέρει μια ουσιαστική διανοητική εναλλακτική λύση σε αυτήν εντός του πεδίου των σπουδών της σεξουαλικότητας. Εφόσον η ψυχανάλυση είχε συμμετάσχει επί μακρόν στην παθολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, και εφόσον η επανα-παθολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας ήταν ακριβώς αυτό που είχαν να αντιμετωπίσουν οι λεσβιακές/γκέι πολιτικές κατά τη διάρκεια της έναρξης της πανδημίας του HIV/AIDS, δεν είναι απορίας άξιο που τόση πρώιμη δουλειά στις λεσβιακές/γκέι σπουδές και στην κουήρ θεωρία άντλησε την αρχική έμπνευσή της και πήρε ιδέες για πολλά από τα αποφασιστικής σημασίας αξιώματά της από τον Φουκό.

Ένας άλλος τρόπος να το θέσουμε είναι να πούμε ότι οι λεσβίες και οι γκέι άντρες είχαν πολλούς λόγους ανεξάρτητους από τον Φουκό που δεν ήθελαν να σκέφτονται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κουήρ υποκειμενικότητας. Δεδομένης της μακράς ιστορίας της μεταχείρισης των σεξουαλικών διαφορών όχι ως άκακων διαφοροποιήσεων αλλά ως ασθενειών ή βδελυγμάτων, θα ήταν ριψοκίνδυνο, πράγματι, να αποδοθούν οποιαδήποτε ιδιαίτερα υποκειμενικά χαρακτηριστικά ή πρακτικές στην ομοφυλοφιλία, διότι οποιοδήποτε γνώρισμα μοναδικό στις εσωτερικές ζωές των λεσβιών ή γκέι αντρών θα ερμηνευόταν πιθανά ως σύμπτωμα ή έκφραση παθολογίας. Όταν ο Φουκό δήλωσε το 1981 ότι “το σύνολο της τέχνης της ζωής συνίσταται στην εξολόθρευση της ψυχολογίας” (L’art de vivre, c’est de tuer la psychologie), εξέφραζε μια στάση κοινή σε πολλές λεσβίες και γκέι άντρες της γενιάς του οι οποίοι, όπως κι αυτός, είχαν περάσει μια ζωή αγωνιζόμενοι ενάντια στη δική τους αίσθηση της ψυχολογικής παρέκκλισης, ενώ προσπαθούσαν παράλληλα να αντιπαρέλθουν τις μη κολακευτικές κρίσεις των ειδικών της ψυχολογίας και να αποφύγουν τις επίμονες, πολυετείς κατηγορίες για διαστροφή, αρρώστια και ανωμαλία.

Το πρόβλημα με την εξολόθρευση της ψυχολογίας, όμως, ήταν ότι για περισσότερο από εκατό χρόνια η ψυχολογία, και κατόπιν η ψυχανάλυση, παρείχαν τα κύρια μέσα πρόσβασης στην φαντασιακή αλήθεια της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Η εξολόθρευση της ψυχολογίας σε ένα τέτοιο πλαίσιο σήμαινε ότι αποκόπτουμε κάθε πρόσβαση στην ίδια την κατηγορία της γκέι υποκειμενικότητας, ταξινομώντας την ως αντικείμενο μιας γκέι διερεύνησης, κι επομένως καθιστώντας αδύνατο να θέσει κανείς, πόσο μάλλον να απαντήσει, την ερώτηση “Τι θέλουν οι γκέι άντρες;”. Αυτό, πράγματι, ήταν ακριβώς το νόημα: να καταστεί ο κόσμος ασφαλής για τις λεσβίες και τους γκέι άντρες εστιάζοντας στην πολιτικά αποδεκτή κατηγορία της γκέι ταυτότητας και μετατοπίζοντας την προσοχή από τις ανησυχητικές και εν δυνάμει δυσφημιστικές λεπτομέρειες της γκέι υποκειμενικότητας. Ο στόχος ήταν να μετακινηθεί η προσοχή των στρέητ από οτιδήποτε σχετικό με την γκέι κουλτούρα που θα μπορούσε να τους κάνει να νιώσουν άβολα με αυτό, καχύποπτους για αυτό, ή αποκλεισμένους από αυτό, και, αντίθετα, να τους κάνει να συμπάσχουν με τις πολιτικές (και για τον λόγο αυτό λιγότερο ενστικτωδώς ενοχλητικές) απαιτήσεις για ίση μεταχείρηση, κοινωνική αναγνώριση και διαδικαστική δικαιοσύνη. Αυτό είναι το είδος των απαιτήσεων, στο κάτω κάτω, που είναι πιθανότερο να θεωρηθούν λογικές από τον κόσμο που δεν έχει ιδιαίτερα θερμά συναισθήματα για τους γκέι ανθρώπους αλλά μπορούν να υποκινηθούν ώστε να μας ανέχονται, ή τουλάχιστον να μη μας κακομεταχειρίζονται, όταν κανείς κάνει έκκληση στη βασική τους αίσθηση δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας. Ο αποκλεισμός του ερωτήματος της γκέι υποκειμενικότητας ήταν ένα μικρό τίμημα για την καταστροφή ενός ψυχολογικού μοντέλου ομοφυλοφυλικής διαφοράς βασισμένης στη σεξουαλική ανωμαλία και για την αντικατάστασή του από ένα πολιτικό πρόγραμμα εδρασμένο σε μια μη ψυχολογική αντίληψη της gayness ως μια ημι-εθνικής κοινωνικής ταυτότητας.

Ένα μικρό τίμημα, λοιπόν – αλλά όντως αναγκαίο; Τι θα γινόταν αν η ψυχολογία δεν ήταν ο μόνος τρόπος πρόσβασης στην υποτιθέμενη αλήθεια της υποκειμενικότητας; Τι θα γινόταν αν ο ψυχισμός δεν ήταν απαραίτητα η βασιλική οδός προς τη γνώση των εσωτερικών διεργασιών του γκέι υποκειμένου; Ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανόδου τους, η ψυχολογία και η ψυχανάλυση επισκιάζονταν από μια εναλλακτική παράδοση, ίσως όχι τόσο μια συνεπή παράδοση όσο μια σταθερή παρόρμηση, ορατή εμφανώς (αν και όχι αποκλειστικά) στα έργα ενός πλήθους από γκέι άνδρες συγγραφείς. Με τον ιδιαίτερο τρόπο ο καθένας, οι Ουόλτερ Πάτερ, Όσκαρ Ουάιλντ, Αντρέ Ζιντ, Μαρσέλ Προυστ, Ζαν Ζενέ και Ρολάντ Μπαρτ, όλοι προσπάθησαν να φανταστούν και να αναπαραστήσουν την ανθρώπινη υποκειμενικότητα δίχως να προσφύγουν στην ψυχολογία. Και όπως ξεκαθαρίζεται στο ύστερο έργο του Φουκό, ο ίδιος ο Φουκό καθόλου δεν προσπαθούσε να επιβάλλει ολοκληρωτική απαγόρευση σε κάθε έρευνα πάνω “στην ερμηνευτική του υποκειμένου”: αυτός, εξάλλου, ήταν ο τίτλος που έδωσε στις διαλέξεις του στο Collège de France τον χειμώνα και την άνοιξη του 1982. Αντίθετα, ο Φουκό προέτρεπε τον εαυτό του, και εμάς, να βρούμε τρόπους προσέγγισης της υποκειμενικότητας που δεν θα δρομολογούνταν μέσα από την ψυχολογία ή μέσα από τις ήδη οικείες και αυξανόμενα τετριμμένες εννοιολογικές κατηγορίες της ψυχανάλυσης.

* * *

Σίγουρα ο Φουκό δεν είχε πολλά να πει, ακόμα και σε εκείνες τις διαλέξεις του 1982, σχετικά με το το πώς θα μπορούσε να είναι μια αντι-ψυχολογική ερμηνευτική της υποκειμενικότητας. Στην πραγματικότητα, δεν είχε πολλά να πει σχετικά με οποιοδήποτε είδος ερμηνευτικού ή επεξηγηματικού υποδείγματος του εαυτού. Παρά τον τίτλο στον οποίο κατέληξε για το μάθημά του, ο Φουκό αποφάσισε να προσεγγίσει τις σχέσεις μεταξύ υποκειμένου και αλήθειας – το κύριο θέμα του – μέσα από τη μελέτη της θεωρίας και της εξάσκησης της “φροντίδας του εαυτού” στην ελληνιστική και ρωμαϊκή φιλοσοφία περίπου πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Ο Φουκό επέλεξε να εστιάσει σε εκείνη τη μακρινή, μεταβατική περίοδο στην ιστορία της δυτικής σκέψης ακριβώς γιατί, σύμφωνα με τον ίδιο, μια κάποια ερμηνεία του υποκειμένου με τη σύγχρονη έννοια ήταν εντυπωσιακά, αποκαλυπτικά απούσα από αυτή. Με άλλα λόγια, ο Φουκό αποφάσισε να την εξετάσει τόσο στενά, εξαιτίας της σχέσης του υποκειμένου με την αλήθεια στον φιλοσοφικό λόγο της εποχής που δεν λάμβανε τη μορφή ενός ψυχολογικού κανόνα εσωστρέφειας και αποκωδικοποίησης – μιας πραγματικής “ερμηνευτικής”. Στη θέση μιας σύγχρονης επιστήμης του υποκειμένου που θεωρεί τον εαυτό ως επίκεντρο ψυχολογικού βάθους, ως μέρος μιας εσωτερικότητας η οποία είναι κρίσιμο να εξερευνηθεί και να χαρτογραφηθεί (έτσι ώστε να διακριθούν τα φυσιολογικά είδη νοητικής λειτουργίας από τα διεστραμμένα αντίθετά τους), ο Φουκό ήθελε να προωθήσει “μια ανάλυση των μορφών αναστοχασμού … που συνιστούν το υποκείμενο ως τέτοιο.” Ο Φουκό ενδιαφερόταν, επομένως, σχεδόν αποκλειστικά για τις τεχνικές αυτο-δημιουργίας – και για τα διάφορα είδη υποκειμένων που μπορούσαν να δημιουργήσουν οι διαφορετικές σχέσεις με τον εαυτό. Παρουσίασε αυτές τις τεχνικές αυτο-δημιουργίας ως μια ιστορική εναλλακτική αν όχι αντίθεση στην στις πρακτικπές της αυτο-ανάλυσης οικείες σε μας από τη χριστιανική και φροϋδική κουλτούρα. Το αναγνώρισε μάλιστα κι ο ίδιος, τονίζοντας στη δημοσιευμένη περίληψη του μαθήματός του στο Annuaire του Collège de France ότι η ελληνική και ρωμαϊκή “φροντίδα του εαυτού” που είχε περιγράψει στις διαλέξεις του ήταν “ακόμη πολύ μακριά από αυτό που [αργότερα] θα καθίστατο μια ερμηνευτική του υποκειμένου.”

Παρόλα αυτά, σε κάποιες φευγαλέες παρατηρήσεις του Φουκό στις διαλέξεις του το 1982 πάνω στις διαφορές μεταξύ της αρχαίας γνώσης του εαυτού, από τη μία μεριά, και τη χριστιανική και φροϋδική εξήγηση του εαυτού, από την άλλη, μπορούμε να αρχίσουμε να διακρίνουμε το περίγραμμα μιας πιθανής μη πειθαρχικής ερμηνευτικής του υποκειμένου. Αναδυόμενο από τις επίπονες προσπάθειες του Φουκό να ορίσει μια ιστορική μορφή των σχέσεων μεταξύ του υποκειμένου και της αλήθειας που θα πρόσφερε μια εναλλακτική στις σύγχρονες μεθόδους χαρτογράφησης και ανάλυσης του ψυχικού εσωτερικού κόσμου και θα αποτελούσε μια πρακτική γνώσης του εαυτού αντίθετη, ή τουλάχιστον αντιτάξιμη, με πιο πρόσφατες χριστιανικές και φροϋδικές τεχνικές. Ο Φουκό προσπαθούσε να ανακτήσει και να περιγράψει ένα μοντέλο γνώσης του εαυτού που ήταν εξέχον στο παρελθόν, που ήταν διακριτό από “τις επιστήμες του μυαλού, την ψυχολογία, την ανάλυση της συνείδησης”, και που δεν εντοπιζόταν στις πηγές τους. Ενάντια “στην αντικειμενοποίηση [l’objectivation] του εαυτού σε έναν αληθινό λόγο”, χαρακτηριστικό τόσο του χριστιανισμού όσο και της ψυχολογίας, η αρχαία “φροντίδα του εαυτού” επέτρεπε μια ριζικά διαφορετική δυνατότητα: “την υποκειμενοποίηση ενός αληθινού λόγου μέσα σε μια πρακτική και άσκηση του εαυτού πάνω στον εαυτό”.

Ο Φουκό υποστήριξε ότι αυτός ο μη-εξηγητικός τρόπος γνώσης του εαυτού, αν και σε μεγάλο βαθμό παραμελημένος από τη σύγχρονη φιλοσοφία και πολιτισμό στη Δύση, δεν είχε ποτέ σβήσει εντελώς. Πράγματι, “ένα ολόκληρο τμήμα της σκέψης του 19ου αιώνα μπορούσε να αναγνωστεί ξανά ως μια δύσκολη προσπάθεια, μια σειρά από δύσκολες προσπάθειες, να ανασυσταθεί μια ηθική και μια αισθητική του εαυτού”. Στις συνεντεύξεις που έδωσε στον γκέι τύπο περίπου την ίδια περίοδο που παρέδιδε αυτές τις διαλέξεις, ο Φουκό καθιστούσε ξεκάθαρο ότι έβλεπε την υπόσχεση του λεσβιακού και γκέι κινήματος υπό ένα παρόμοιο πρίσμα. Η κουήρ πολιτική ήταν ένας τρόπος για να εξοντωθεί η ψυχολογία και να επανεργοποιηθεί μια ηθική του εαυτού που θα συνίστατο όχι στην την ανάλυση του εαυτού, ούτε στην προσκόλληση σε κανόνες κατάλληλης, υγιούς λειτουργίας, αλλά σε “μια αισθητική της ύπαρξης”. Ο Φουκό βρήκε σε ορισμένες πτυχές της κουήρ ζωής νέες δυνατότητες για αυτοδιαμόρφωση και αυτογνωσία. Παρόλο που εκείνοι οι κουήρ τρόποι ζωής μπορεί να ήταν πολύ διαφορετικοί από τις αρχαίες πρακτικές του εαυτού με τις οποίες ασχολούταν ο Φουκό στην ακαδημαϊκή δουλειά του, έμοιαζαν με τους αρχαίους προγόνους τους στον βαθμό που προσέφεραν μια εναλλακτική λύση στους επιστημονικούς και κανονιστικούς κλάδους του εαυτού που ευνοούνται από τον μεταχριστιανικό, μεταφροϋδικό πολιτισμό μας. Τουλάχιστον, αυτή ήταν η ριζοσπαστική ελπίδα που ο Φουκό είδε φευγαλέα στο λεσβιακό και γκέι κίνημα.

Αν θέλουμε να κρατήσουμε αυτή την ελπίδα ζωντανή, θα πρέπει να σφυρηλατήσουμε κουήρ εναλλακτικές στη σύγχρονη, επιστημονική κουλτούρα του εαυτού και της ψυχολογικής ερμηνευτικής του υποκειμένου. Η κουήρ κουλτούρα έχει στην πραγματικότητα δείξει ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να εφευρίσκει απτές εξόδους διαφυγής από την αυτοανάλυση, κυμαινόμενες από γκέι εκκλησίες μέχρι γκέι σάουνες. Και αρκετοί γκέι άντρες συγγραφείς, όπως έχω αναφέρει, έχουν ήδη αναπτύξει διάφορες αντιψυχολογικές προσεγγίσεις στην αναπαράσταση του κουήρ υποκειμένου. Επομένως, τα κουήρ άτομαι έχουν μια πλειάδα κοινωνικών και διανοητικών πόρων για να εμπνευστούν όταν πρόκειται να ανακαλύψουν πώς να έχουν μια υποκειμενικότητα, και ιδιαίτερα μια σεξουαλική υποκειμενικότητα, χωρίς να την εννοιοποιούν ή να τη βιώνουν με όρους ψυχολογίας ή ψυχανάλυσης.

Γιατί αυτή είναι πράγματι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε την υποκειμενικότητα, τη σεξουαλικότητα, την αλήθεια και την εξουσία μετά τον Φουκό. Είναι λιγότερο ένα ερώτημα εύρεσης νέων θεωριών σεξουαλικότητας και περισσότερο κινητοποίησης κουήρ δυνατοτήτων φαντασίας και αναπαράστασης της υποκειμενικής ζωής του σεξ – της υποκειμενικής ζωής της ομοφυλοφιλίας, πιο συγκεκριμένα – και, αν είναι αναγκαίο, της απελευθέρωσής μας από την αυθεντία της Θεωρίας και από τους δογματικούς και επιστημονικούς περιορισμούς που πλέον ασκεί στο τι μπορεί κανείς να πει και να σκεφτεί. Δεν είναι ζήτημα παντελούς διάψευσης ή απόρριψης της ψυχανάλυσης, ούτε καταδίκης και δαιμονοποίησης του ακαδημαϊκού τομέα της Ψυχολογίας στο σύνολό του – ο οποίος, στο κάτω κάτω, περιλαμβάνει τους ριζοσπαστικούς υποτομείς της κοινωνικής ψυχολογίας και της κριτικής ψυχολογίας, που είναι τόσο χρήσιμοι για την καταγραφή συλλογικών πρακτικών και σχηματισμών υποκειμενικοτήτων και για τον εντοπισμό μέσα στην ίδια την υποκειμενικότητα ενός δυνατού τόπου πολιτικής αντίστασης. Είναι μάλλον ένα ζήτημα αμφισβήτησης της διάχυτης κουλτούρας της ψυχολογίας στη νεωτερικότητα, των πρακτικών και λόγων της ψυχολογίας του συρμού (δηλαδή, της ψυχολογίας με πεζό ψ), μαζί με την πειθαρχική, ακαδημαϊκή βάση τους στην ψυχολογία του βάθους, την ψυχολογία της προσωπικότητας, αλλά και αμφισβήτησης των ψυχολογικών επιστημών του ατόμου. Ο στόχος δεν είναι τόσο να κηλιδωθεί η ψυχολογία ως πνευματικό έργο όσο να διαφύγουμε από έναν τρόπο σκέψης που αντιλαμβάνεται το πρόσωπο με όρους ατομικής εσωτερικότητας και κρίνει τη ζωή του υποκειμένου σύμφωνα με ένα κανονιστικό πρότυπο υγιούς λειτουργικότητας.

Και αυτό δεν πρόκειται να είναι εύκολο. Οι εξειδικευμένες, εννοιολογικές γλώσσες της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης έχουν διαμορφωθεί για πάνω από έναν αιώνα. Παρέχουν ένα συστηματικό, περίπλοκο, εκτενές και αναγνωρισμένο λεξιλόγιο για Για την αναπαράσταση των ψυχικών διαδικασιών. Καμία άλλη γλώσσα χαρτογράφησης του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπινων όντων δεν μπορεί πλέον να τις ανταγωνιστεί στην περιγραφική ή αναλυτική δύναμή τους (οι γλώσσες της χριστιανικής πνευματικότητας κάποτε είχαν πλησιάσει πολύ). Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα. Η άκρως ανεπτυγμένη θεωρητική και μεθολογική κατάσταση της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης δίνει τη λάθος εντύπωση ότι είναι αληθείς, ότι οι όροι με τους οποίους διατυπώνονται βρίσκονται σε σχέση αντιστοιχίας ένας-προς-έναν με τις ψυχικές διαδικασίες που ισχυρίζονται ότι αναπαριστούν. Ακόμα χειρότερα, δίνει έναυσμα σε ένα είδος γλωσσικής και εννοιολογικής μονοκαλλιέργειας, στην οποία δεν υπάρχει παρά μόνο ένα εφικτό λεξιλόγιο για να περιγράψει τους υποκειμενικούς μας κόσμους. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι να μας κάνει να νιώθουμε ότι οποιοιδήποτε άλλοι τρόποι να μιλάμε για τους εαυτούς μας είναι απελπιστικά ιμπρεσιονιστικοί, ότι στερούνται ακρίβειας, ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις επιστήμες ή να μας προσφέρουν ουσιαστική πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο μας.

Και όμως, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι οι γλώσσες της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης δεν είναι απαραίτητα οι ορθοί τρόποι ή οι καλύτεροι τρόποι για να μιλήσουμε για την υποκειμενική ύπαρξή μας. Όταν, για παράδειγμα, πρόκειται για την αποτύπωση των εμπειριών της απώλειας, της θλίψης και του πένθους – ή του πόθου, της σύνδεσης και της αγάπης – οι γλώσσες της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης είνα άκρως πτωχές, αδέξιες, μηχανικές, ανακριβείς και ανεπαρκείς. Χρειαζόμαστε, πέραν αυτών, άλλους τρόπους να μπορούμε να μιλάμε για εμάς, για τις εμπειρίες μας, τα συναισθήματά μας και, ιδιαίτερα, για την υποκειμενική ζωή του σεξ και της σεξουαλικότητας.

Η κουήρ κουλτούρα ήδη μας προσφέρει κάποιες από τις εναλλακτικές που χρειαζόμαστε. Χρειάζεται απλά να μάθουμε πώς να αναγνωρίζουμε, πως να εκτιμούμε και πώς να προασπιζόμαστε τις κουήρ πολιτιστικές παραδόσεις που μας κληροδοτήθηκαν. Αυτές οι παραδόσεις μάς παρέχουν εύγλωττα παραδείγματα για το πώς να σκεφτόμαστε για τη σεξουαλικότητα πέρα και έξω από την ψυχανάλυση – και πώς να σκεφτόμαστε για την σεξουαλική υποκειμενικότητα χωρίς την ψυχολογία. Η κουήρ σκέψη μπορεί να μην έχει την ίδια λάμψη της επιστημονικής αντικειμενικότητας ή την ίδια στιλπνότητσ με τη ψυχολογία ή την ψυχανάλυση. Στην πραγματικότητα, μπορεί να φαίνεται εντελώς γελοία ως επιστήμη. Αλλά αυτό, στο παρόν πλαίσιό μας τουλάχιστον, είναι απολύτως προς όφελός της.

Ή αυτό ελπίζω να δείξω σε ό,τι ακολουθεί.

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.