Στην έναρξη της ολομέλειας του 13ου Διεθνούς Συνεδρίου για το AIDS, που οργανώθηκε στο Ντουρμπάν τον Ιούλιο το 2000, ο Edwin Cameron, γκέι, οροθετικός και μέλος του ανώτατου δικαστηρίου της Νότιας Αφρικής, παρουσίασε την πρώτη ομιλία εις μνήμη του Jonathan Mann. Ήταν ίσως η πλέον παθιασμένη και ευφραδής δήλωση αυτού που κατέστη το κεντρικό θέμα του συνεδρίου: η εξόφθαλμη αδικία όπου οι λίγοι τυχεροί έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν την υγεία τους ενώ οι άτυχοι πολλοί πεθαίνουν από AIDS. “Υπάρχω ως ζωντανή ενσάρκωση της αδικίας στη διαθεσιμότητα και πρόσβαση στα φάρμακα”, είπε ο Cameron. “Μέσα στη φτώχεια της Αφρικής, στέκομαι ενώπιόν σας γιατί έχω την δυνατότητα να αγοράζω υγεία και σθένος. Βρίσκομαι εδώ γιατί μπορώ να πληρώσω για την ίδια τη ζωή”. Συνέχισε συγκρίνοντας αυτή την αδικία με τις χειρότερες απάνθρωπες φάσεις της σύγχρονης εποχής:
Είναι συχνά πηγή απορημένου στοχασμού πώς οι συνηθισμένοι γερμανοί μπόρεσαν να ανεχτούν την ηθική αδικία που ήταν ο ναζισμός, ή πως οι λευκοί νοτιοαφρικανοί μπόρεσαν να επιτρέψουν τα δεινά που επέβαλε το απαρτχάιντ, προς όφελός τους, στην πλειοψηφία των συμπολιτών τους […] [Αλλά] εκείνοι από εμάς που διάγουμε πλούσιο βίο, που δεχόμαστε καλή ιατρική φροντίδα και θεραπεία, δεν θα έπρεπε να ρωτήσουμε πώς οι γερμανοί ή οι λευκοί νοτιοαφρικανοί μπορούσαν να ανέχονται να ζουν σε γειτνίαση με τα ηθικά δεινά. Αυτό το κάνουμε οι ίδιοι σήμερα, στην εγγύτητα της επικείμενης ασθένειας και θανάτου πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων με AIDS. Αυτό πρόκειται να συμβεί, εκτός αν αλλάξουμε το παρόν. Πρόκειται να συμβεί γιατί αυτοί που έχουν ανάγκη τις διαθέσιμες θεραπείες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές εις στο όνομα της συσσώρευσης εταιρικού πλούτου για τους μετόχους οι οποίοι για τα αφρικανικά επίπεδα είναι ήδη αδιανόητα ευκατάστατοι.
Τρεις μήνες μόνο αφού η ομιλία του Cameron αντήχησε σε όλον τον κόσμο, ο Andrew Sullivan, γκέι, οροθετικός και εξωτερικός συνεργάτης του New York Times Magazine συνέγραψε μια μικρή στήλη γνώμης για το περιοδικό με τίτλο “Υπέρ των φαρμακευτικών”. “Επειδή έχω HIV”, έγραψε, “καταπίνω περίπου 800 χάπια συνταγογραφούμενων φαρμάκων κάθε μήνα […] Ζήτησα από τη φαρμακοποιό μου μια μέρα να υπολογίσει το ετήσιο άθροισμα σε κόστος (το οποίο η ασφαλιστική μου εταιρία ευτυχώς πληρώνει): $15.600, άνετα πιο πολλά από όσα πληρώνω χωριστά για στέγαση, τρόφιμα, ταξίδια ή ρούχα. Έπειτα από αρκετές παραγράφους όπου μπαίνει σε λεπτομέρειες για την αυξανόμενη χρήση των φαρμακευτικών προϊόντων από τους αμερικάνους και τα αυξανόμενα παράπονά τους για την τιμή την οποία πρέπει να πληρώσουν, ακολουθούμενες από μια υπεράσπιση της οδηγούμενης από τα κέρδη ανάπτυξης φαρμάκων, ο Sullivan τελειώνει με αυτές τις αράδες: “Ο ιδιωτικός τομέας είναι τώρα υπεύθυνος για περισσότερο από το 70% του συνόλου της φαρμακευτικής έρευνας σε αυτή τη χώρα – και το μερίδιο μεγαλώνει. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτοί οι ιδιωτικοί οργανισμοί έχουν τις ζωές μας στα χέρια τους. Και μπορούμε είτε να είμαστε ενήλικες και να το αναγνωρίσουμε αυτό είτε να είμαστε παιδιάστικοι και να τις κάνουμε τον αποδιοπομπαίο τράγο […] Είναι επιχειρηματίες που προσπαθούν να βγάλουν χρήματα σώζοντας ζωές. Γενικά έχουν πετύχει και στα δύο. Κάθε πρωί ξυπνώ και νιώθω καλά, είμαι ευγνώμων για αυτή την επιτυχία τους”.
Ο Edwin Cameron είχε παρουσιάσει ένα σκληρό ηθικό δίλημμα. Πώς μπορούμε να ανεχόμαστε μια κατάσταση στην οποία οι ζωές και η ευημερία μας αγοράζονται στην τιμή του θανάτου πολλών εκατομμυρίων άλλων στον κόσμο; Ο Andrew Sullivan επιλύει αυτό το δίλημμα πολύ απλά: Αυτή είναι η πραγματικότητα, και μπορούμε είτε να είμαστε ενήλικες και να την αποδεχτούμε είτε να είμαστε παιδαριώδεις να εναντιωθούμε σε αυτήν. Δεν χρειάζεται μάλλον να πω ότι η άποψη του Sullivan κόβει την ανάσα στην επιπολαιότητά της, τόσο στην περιφρόνηση της ζωής των άλλων όσο και στο ότι θεωρεί δεδομένο το δικό του προνόμιο να “νιώθει καλά”. Αλλά έχω επίσης συναίσθηση ότι έχω παράγει μια απλή εντύπωση θέτοντας σε αντιπαράθεση αυτές τις δύο δηλώσεις: απόλυτη βεβαιότητα για την ηθική ανωτερότητα της ταπεινής, ανθρωπιστικής στάσης του Cameron ενάντια στην ανηλεή εκλογίκευση από τον Sullivan του δικού του δικαιώματος. Με τον τρόπο αυτό, ανησυχώ μήπως αναπαράγω την ίδια την ηθική βεβαιότητα του Sullivan και επομένως μήπως εμπλέκομαι ακριβώς στην ηθικολογία που θεωρώ τον μεγαλύτερο κίνδυνο στην άποψη του Sullivan. Η αυτοπεποίθηση του Sullivan για την ωριμότητα και την αρετή των απόψεών του είναι δίχως αμφιβολία αυτό που του επιτρέπει να υιοθετεί ένα τέτοιο επιπόλαιο τόνο κατ’ αρχάς, και είναι αυτός ο τόνος που καθορίζει κατά το μεγαλύτερο μέρος ότι το επιχείρημά του είναι προσβλητικό. Αλλά η προσβολή θα μπορούσε να φαίνεται ότι ήταν ακριβώς αυτό στο οποίο στόχευε ο Sullivan. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι γνώριζε όταν συνέγραφε το “Υπέρ των φαρμακευτικών” την πολιτική αναστάτωση που είχε προκαλέσει η ομιλία του Cameron. Επομένως θεωρώ ότι η πρόθεση του Sullivan όταν έγραφε το άρθρο γνώμης του ήταν να το παίξει ο κακός, να προκαλέσει οργή μεταξύ όλων εκείνων των “πολιτικά ορθών” ακτιβιστών που τόσο πολύ αγαπά να στηλιτεύει για ανωριμότητα. “Ενηλικιωθείτε”, ωρύεται ο Sullivan, ξανά και ξανά.
Η εξίσωση από μεριάς του Sullivan της ωριμότητας με τη δική του συντηρητική σεξουαλική πολιτική και παιδαριότητα παράγεται με συνέπεια μέσα από μια αφήγηση σχετικά με το AIDS και τους γκέι άνδρες. Αυτή η αφήγηση έχει περίπου ως εξής: Πριν από το AIDS, οι γκέι άνδρες ήταν επιπόλαιοι αναζητητές της ευχαρίστησης, οι οποίοι απέφευγαν τις ευθύνες που έρχονται μαζί με τη φυσιολογική ενηλικίωση – να τακτοποιηθείς με έναν σύντροφο, να μεγαλώσεις παιδιά, να είσαι ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. Οι γκέι άνδρες ήθελαν μόνο να γαμιούνται (και να παίρνουν ναρκωτικά και να μένουν έξω όλη τη νύχτα και να χορεύουν) και επιπλέον να γαμιούνται με τον τρόπο που θέλουν να γαμιούνται τα άτακτα έφηβα αγόρια – με οποιονδήποτε τους ελκύει, οποτεδήποτε, οπουδήποτε, δίχως δεσμεύσεις. Μετά ήρθε το AIDS. Το AIDS έκανε τους γκέι άνδρες να μεγαλώσουν. Έπρεπε να βρουν νόημα στη ζωή πέρα από την απόλαυση της στιγμής. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι τα γαμήσια είχαν συνέπειες. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πραγματική ζωή, που σημαίνει να μεγαλώνεις και να πεθαίνεις. Έτσι έγιναν υπεύθυνοι. Και τότε όλοι αποδέχτηκαν τους γκέι άνδρες. Φαίνεται ότι ο μόνος λόγος που η κοινωνία απέφευγε τους γκέι άνδρες ήταν γιατί επρόκειτο για επιπόλαιους αναζητητές της ευχαρίστησης που απέφευγαν την ευθύνη. Δόξα τω θεώ για το AIDS. Το AIDS έσωσε τους γκέι άντρες.
Για το επιχείρημά μου σε αυτό το βιβλίο, υπάρχει μια ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι αυτή η αφήγηση δομεί το διαβόητο άρθρο πρώτης σελίδα του Sullivan στο New York Times Magazine “Όταν τελειώνουν οι επιδημίες: Σημειώσεις στο λυκόφως μιας επιδημίας”, που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1996. Στη αρχή του άρθρου ο Sullivan ισχυρίζεται ότι ακόμα και η αναγνώριση του τέλους του AIDS είναι κάτι που πολλοί γκέι άνδρες δεν μπορούν κάνουν, τόσο προσδεμένοι είμαστε με την παιδαριώδη εξεγερτικότητά μας, πρόσφατα ενσαρκωμένη στον ακτιβισμό του AIDS. Δίνει αποδείξεις απλά του πόσο ακραίες είναι αυτές οι προσκολλήσεις γράφοντας για έναν “μακροχρόνιο ακτιβιστή του AIDS” που αντιδρά στη πολλά υποσχόμενη προοπτική που φέρνει μια νέα γενιά αντί-ρετροϊκών φαρμάκων για άτομα με HIV: “‘Πρέπει να είναι σκληρό να διαπιστώνεις ότι είσαι οροθετικός τώρα’, είχε πει σκοτεινά. ‘Είναι σαν να έχασες στ’ αλήθεια το πάρτι.’” Αυτό το “σκοτεινά” υπονοεί την απόλαυση του Sullivan αυτού που θεωρεί ότι οι αναγνώστες του θα κατανοήσουν ως τη διαστροφή που παραβρίσκεται σε τέτοιες παιδιάστικες απελευθερωτικές πολιτικές όπως ο ακτιβισμός του AIDS. Εδώ είναι το τμήμα της ιστορίας “AIDS=ωριμότητα” που μας λέει ο Sullivan στο “Όταν τελειώνουν οι επιδημίες”:
Πριν από το AIDS, η γκέι ζωή – σωστά ή λανθασμένα – ταυτιζόταν με την ελευθερία από την ευθύνη, παρά με το αντίθετό της. Η γκέι απελευθέρωση γινόταν συνήθως αντιληπτή ως μια απελευθέρωση από τους περιορισμούς των παραδοσιακών νορμών, σχεδόν μια απαλλαγή που επέτρεπε στους ομοφυλόφιλους την απουσία της υπευθυνότητας με αντάλλαγμα μια συγκατάθεση για καθεστώς πολίτη β΄ κατηγορίας. Αυτή ήταν η φαουστική συμφωνία της ντουλάπας πριν το AIDS: Οι στρέιτ έδιναν στους ομοφυλόφιλους ένα συγκεκριμένο ποσό ελευθερίας. Σε αντάλλαγμα, οι ομοφυλόφιλοι πρόδωσαν την αξιοπρέπειά τους. Αλλά με το AIDS η ευθύνη κατέστη ένα κεντρικό, επιβλητικό χαρακτηριστικό της γκέι ζωής […] Άτομα που πίστευαν ότι δεν νοιάζονται για κανέναν άλλον βρέθηκαν ικανά να το κάνουν. Σχέσεις που δεν είχαν κοινωνική υποστήριξη βρέθηκαν να είναι το ίδιο ισχυρές με οποιοδήποτε ετεροφυλόφιλο γάμα. Άνδρες που εδώ και καιρό ήταν μαθημένοι να αναλώνουν τις ζωές τους ήρθαν αντιμέτωποι με τη πιθανότητα ότι στην πραγματικότητα όντως νοιάζονταν για τους εαυτούς τους […]”
Παρόλο που ο Sullivan μπορεί να πίστευε ότι αφηγείται μια αισιόδοξη ιστορία για την αξιοσημείωτη πρόοδο των γκέι ανδρών, με τον τρόπο αυτό, αναπαριστά τους γκέι πριν το AIDS ως το πλέον απεχθές είδος πλασμάτων – άνδρες που ήταν τόσο υπερβολικά πρόθυμοι να παζαρέψουν την αυτοεκτίμηση τους και την εκτίμηση για τους άλλους ώστε να κερδίσουν μια μορφή ελευθερίας που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ελευθερία από τις υποχρεώσεις. Για εκείνους από εμάς που τα καλύτερά μας χρόνια εκτείνονταν χονδρικά ανάμεσα στο Στόνγουολ και την έλευση της επιδημίας (αυτά ήταν τα χρόνια των είκοσι-κάτι και των τριάντα-κάτι μου – ήταν επίσης, φυσικά, τα χρόνια με τη μεγαλύτερη αύξηση του λεσβιακού και γκέι κινήματος και της γκέι κουλτούρας στις ΗΠΑ), είναι βαθιά προσβλητικό να διαβάζει για εμάς ότι ήμασταν εντός της ντουλάπας, ότι αποδεχόμασταν θέση πολίτη β΄ κατηγορίας, ότι ενδιαφερόμασταν λίγο ο ένας για τον άλλον, ότι δεν είχαμε ιδέα ότι μπορούσαμε να σχηματίσουμε ισχυρές σχέσεις, ότι χαραμίζαμε τις ζωές μας. Αλλά αυτό συμβαίνει όταν στρατολογείσαι ως το περιτύλιγμα της ηθικολογικής αφήγησης κάποιου.
Θα επιστρέψω στην αντίληψη του Sullivan περί αυτής της “Φαουστικής συμφωνίας”, γιατί με ενδιαφέρει η επανεμφάνισή της ως εξήγηση για το πώς αυτός μολύνθηκε με τον HIV. Προς το παρόν, όμως, θέλω να κοιτάξω στο δεύτερο μέρος αυτής της αφήγησης του AIDS=ωριμότητα, το μέρος σχετικά με την καινοφανή αποδοχή των γκέι ανδρών από την κοινωνία. “Το AIDS έχει δραματικά μεταβάλλει την ψυχολογική κατασκευή της ομοφοβίας”, γράφει ο Sullivan. “Αυτό που κάποτε ήταν ένας ισχυρός φόβος της ομοφυλοφιλικής διαφοράς, αποκρύπτοντας μια κυρίως σιωπηρή επίγνωση της ομοφυλοφιλικής ανθρωπιάς, έγινε το αντίθετο. Η ανθρωπιά σιγά σιγά επισκίασε τη διαφορά. Ο θάνατος, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν μια ισχυρή εμπειρία για όλη την οικουμένη”. Είναι αξιοθαύμαστο που, στην άποψη του Sullivan, χρειάζεται μόνο η αναγνώριση ότι ομοφυλόφιλοι πεθαίνουν ώστε ο ομοφοβικός να έρθει σε επαφή με τα καταπιεσμένα αισθήματά του για την ανθρωπινότητά μας. Ακόμα πιο αξιοθαύμαστο είναι ότι η ομοφοβία δεν ήταν τελικά καθόλου μίσος, απλά μια προσποίηση μίσους. Ο φόβος της διαφοράς, στο τέλος, δεν έχει ψυχική πραγματικότητα. Μπορεί έτσι εύκολα να “επισκιαστεί” από αυτόν τον μαγικό εξισορροπιστή στον οποίον ο φιλελευθερισμός στοιχηματίζει τα πάντα: το οικουμενικό.
Η εξάρτηση του Sullivan από τη μαγική σκέψη για να κατατροπώσει τόσο την ομοφοβία όσο και το AIDS δεν είναι, όμως, κάποιο είδος οπτιμισμού. Αντίθετα, είναι απλά ευχή καταξίωσης. Η συνεχιζόμενη παρουσία της ασθένειας και ο θάνατος από AIDS σε όλον τον κόσμο και στις δικές μας ζωές είναι, για τον Sullivan, όπως και για μεγάλο μέρος της αμερικάνικης κοινωνίας, τόσο καταπιεσμένη ώστε για κάθε στοιχείο που επιβεβαιώνει αυτή τη συνεχόμενη παρουσία υπάρχει μια άρνηση είτε της πραγματικότητας είτε της σημασίας. Επιπλέον, οποιοσδήποτε διαμαρτύρεται ότι η κρίση του AIDS απέχει πολύ από το να τελειώσει προκαλεί την επίπληξη του Sullivan. Προσκολλόμαστε στο AIDS σαν μελαγχολικοί που αδυνατούμε να θρηνήσουμε τις απώλειές μας και να συνεχίσουμε με την υπόθεση της ζωής, και ζούμε τώρα στον κόσμο των κανονικών ενηλίκων ευθυνών και γνήσιας ελευθερίας – ελευθερίας από την ομοφοβική αποδοκιμασία. Αλλά το επιχείρημα μου θα αντέστρεφε την κατηγορία. Είναι η αντίληψη του Sullivan που είναι μελαγχολική, και η ηθικολογία του είναι το καθαρότερο σύμπτωμα. Ο Sullivan αδυνατεί να αναγνωρίσει το πόσο ανένδοτη είναι η ομοφοβία γιατί η μελαγχολία του συνίσταται ακριβώς στην ταύτισή του με την απόρριψή του ιδίου από τον ομοφοβικό. Και η ηθικολογία του αναπαράγει αυτή την απόρριψη προβάλλοντάς την πάνω σε άλλους γκέι άντρες ανάμεσα στους οποίους απαρνείται ότι βλέπει τον εαυτό του. Αλλά αυτό που λέω εδώ δεν έχει σκοπό να διαγνώσει τον Sullivan. Αντιθέτως αποπειρώμαι να εξηγήσω μια διαδεδομένη ψυχοκοινωνική αντίδραση στη συνεχιζόμενη κρίση του AIDS.
Δεν θα κατέπληττα κανέναν αν ισχυριζόμουν ότι το AIDS έδωσε μια επικίνδυνη νέα ζωή στην ηθικολογία της αμερικάνικης κουλτούρας. Αλλά αυτός δεν είναι ακριβώς ο ισχυρισμός μου. Παρόλο που πολλά από τα γραπτά μου σχετικά με το AIDS προσπαθούν να αντιταχθούν στις ηθικοπλαστικές αντιδράσεις στην επιδημία, ιδιαίτερα επειδή αυτές οι αντιδράσεις έχουν δολοφονικές συνέπειες, τα γραπτά μου επιζητούν επίσης να καταλάβουν την ηθικολογία που υιοθετήθηκε από τους ίδιους τους ανθρώπους που αρχικά χτύπησε πιο βαριά το AIDS στις Ηνωμένες Πολιτείες: τους γκέι άνδρες. Με απασχολεί, με άλλα λόγια, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ολέθρου και αυτο-υποβίβασης, μεταξύ μελαγχολίας και ηθικολογίας, μεταξύ της στροφής μακριά από το AIDS και της στροφής προς συντηρητικές γκέι πολιτικές.
Η στροφή μακρυά από το AIDS δεν είναι απλό ζήτημα. Κανείς δεν αποφάσισε μια μέρα, ότι αρκετά με το AIDS – και μετά έγραψε ένα άρθρο “Όταν τελειώνουν οι επιδημίες”. Ούτε η στροφή μακρυά από το AIDS ήρθε τόσο αργά όσο το 1996, όταν ο Sullivan έγραψε το άρθρο του στο New York Times αντιδρώντας στην υπόσχεση των αναστολέων πρωτεάσης. Από τη μια μεριά, τη στροφή μακρυά από το AIDS μπορεί κανείς να τη δει ως μια αντίδραση στην επιδημία από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε το 1981. Είτε ως άρνηση ότι όντως συνέβαινε, ότι συνέβαινε εδώ, ότι συνέβαινε σε ανθρώπους σαν κι εμάς, είτε ως άρνηση του μεγέθους και της κλίμακάς του, ο φόβος απέναντι στο AIDS πάντοτε επέφερε αυτή την τάση στην αποκήρυξη. Από την άλλη πλευρά, εκείνους που όντως αναμετρήθηκαν με το AIDS ως κρίση, συχνά γιατί είχαν λίγες ή καμία επιλογή να πράξουν διαφορετικά, συχνά τους κατέπινε το τεράστιο μέγεθος και η επιμονή της τραγωδίας, και αναζητούσαν κι αυτοί την προσχηματική ανακούφιση του να το βάλουν στα πόδια. Αλλά αυτή η δεύτερη στροφή είναι πιο περίπλοκη από την πρώτη. Η πρώτη εμπεριέχει φοβική άρνηση – “αυτό δεν συμβαίνει”, “αυτό δεν μπορεί να με επηρεάζει”, “δεν έχω τίποτα κοινό με εκείνους τους ανθρώπους”. Η δεύτερη περιλαμβάνει υπερβολικά μεγάλες απώλειες – “δεν μπορώ πλέον να το αντέξω”. Εάν, σε αυτή την τελευταία περίπτωση, η ανακούφιση έδειχνε πιθανή, ποιος δεν θα την άρπαζε; Η άρνηση στην περίπτωση αυτή προέρχεται λιγότερο από την πραγματικότητα του ίδιου του AIDS παρά από τις κατακλυσμιαίες επιδράσεις των συσσωρευτικών απωλειών. Αυτό, επίσης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μελαγχολία.
Έχω ισχυριστεί ότι η ηθικολογική αποκήρυξη από τον Andrew Sullivan των γκέι ανδρών στα χρόνια πριν το AIDS είναι ένα σύμπτωμα της μελαγχολίας, αλλά τώρα έχω παραδεχτεί ότι η άρνηση της απώλειας μπορεί να παραγάγει μελαγχολία επίσης. Ποια είναι τα συμπτώματά της, αν όχι η ηθικολογία; Πώς διαφέρουν αυτές οι μορφές μελαγχολίας μεταξύ τους;
Η διακήρυξη του τέλους του AIDS από τον Andrew Sullivan διαγνώστηκε ως φετιχιστική από τον Phillip Brian Harper σε μια δηκτική κριτική που άσκησε στο “Όταν τελειώνουν οι επιδημίες”. Χρησιμοποιώντας την κλασική ψυχαναλυτική φόρμουλα για τον φετιχισμό – “Ξέρω πολύ καλά, αλλά από την άλλη…” (επομένως, μια ομολογία που είναι συνάμα μια αποποίηση) – ο Harper μεταφράζει την κατάσταση άγνοιας του Sullivan εμπρός στα εκατομμύρια ανθρώπων για τους οποίους η ανάπτυξη των αναστολέων πρωτεάσης ξεκάθαρα δεν μπορεί να σημαίνει “το τέλος της επιδημίας” ως “Ξέρω ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουν AIDS είναι αμερικάνοι λευκοί, αλλά στη δική μου αφήγηση είναι”. Ο Harper εξηγεί:
Εάν ο Sullivan μπορεί να προτείνει ότι “οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτή την επιδημία” βιώνουν την ανάπτυξη των αναστολέων πρωτεάσης ως ένα σημαντικό συμβάν (ειλικρινά ως το “τέλος” του AIDS) ενώ παράλληλα παραδέχεται ότι “η τεράστια πλειοψηφία οροθετικών ατόμων στον κόσμο” – έκδηλα στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μαύροι και οι latinos – δεν θα έχει πρόσβαση στα νέα φάρμακα και, πράγματι, πιθανά θα πεθάνει, τι μπορεί να σημαίνει αυτό παρά ότι, κατά τη αντίληψη του Sullivan, “οι περισσότεροι άνθρωποι στη μέση αυτής της επιδημίας” δεν είναι μη-λευκοί ή μη-κάτοικοι των ΗΠΑ; Επομένως, ενώ μπορεί να είναι αυστηρά αληθές ότι, όπως το θέτει ο Sullivan, οι λέξεις του δεν “έχουν σκοπό την άρνηση” του γεγονότος των συνεχιζόμενων σχετιζόμενων με το AIDS θανάτων, η μορφή που αναλαμβάνει η διακήρυξή του όντως συνιστά μια αποποίηση – όχι του θανάτου per se αλλά της σπουδαιότητας των θανάτων εκείνων που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αντίληψη του της φυλετικής και εθνικής κανονικότητας. Εκείνοι οι θάνατοι συνεχίζουν να υφίστανται στο σενάριο που σκιαγραφεί ο Sullivan στο άρθρο του, αλλά δεν είναι αφομοιώσιμοι στην αφήγηση περί του “τέλους του AIDS” που επιθυμεί να γνωστοποιήσει, σημαίνοντας, για τον Sullivan, ότι ουσιαστικά δεν συνιστούν καν θανάτους από AIDS.
Ο φετιχισμός του Sullivan τον δεσμεύει επίσης στο γεγονός ότι παίρνει τη δική του εμπειρία της ανάπτυξης των αναστολέων πρωτεάσης όχι ως την εμπειρία ενός προνομιούχου υποκειμένου – λευκού, ανδρικού, που κατοικεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, που έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας – αλλά ως ενός οικουμενικού υποκειμένου. Με τον τρόπο αυτό ο φιλελεύθερος οικουμενισμός του Sullivan δεν είναι η διαφωτισμένη πολιτική θέση που νομίζει ότι είναι. Είναι μάλλον ένα κοινωνικοπολιτικό φετίχ, που δομείται μέσα από τον ψυχικό μηχανισμό της αποποίησης.
Αναγνωρίζοντας τη λανθασμένη αναγνώριση από τον Sullivan της δικής του υποκειμενικότητας, ο Harper ξεκινά το άρθρο του απομακρυνόμενος από τον Sullivan: “Για κάμποσο καιρό τώρα, υποψιάζομαι έντονα ότι ο Andrew Sullivan κι εγώ κατοικούμε σε τελείως διαφορετικούς κόσμους”. Παρόλο που γνωρίζω ότι η διατύπωση των διαφορών του Harper από τον Sullivan με αυτόν τον τρόπο είναι εσκεμμένα θανάσιμες, συνεχίζω να ελκύομαι από αυτές. Όσο σύμφωνος κι αν είμαι με την κριτική του Harper, δεν μπορώ να νιώσω ότι η διαφωνία μου με τον Sullivan είναι το αποτέλεσμα του ότι κατοικούμε σε διαφορετικούς κόσμους. Πράγματι, μερικές φορές έχω το κλειστοφοβικό αίσθημα ότι ο Andrew Sullivan κι εγώ κατοικούμε ακριβώς στον ίδιο κόσμο.
Αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος των καλά πληροφορημένων αλλά παρόλα αυτά πρόσφατα μολυσμένων γκέι ανδρών που δυσκολεύονται να το εξηγήσουν, ακόμα και στους εαυτούς τους, πώς επιτρέψαμε να συμβεί το χειρότερο σε αυτούς. Ας το αναπτύξω περισσότερο. Αυτό που μοιράζομαι με τον Sullivan είναι ότι η μόλυνση μου από HIV συνέβη αφού ο HIV και το AIDS μού ήταν γνωστά, χωρίς άγνοια των βαθμών επικινδυνότητας σε σχέση με διάφορες σεξουαλικές πρακτικές, ούτε επειδή αποτύγχανα να υιοθετήσω το ασφαλές σεξ ως συνήθη πρακτική. Όπως κι ο Sullivan, κατοικώ σε έναν γκέι κόσμο που είναι ιδιαίτερα ενημερωμένος για κάθε άποψη του HIV, από τρόπους μετάδοσης μέχρι αγωγές θεραπείας. Επίσης όπως ο Sullivan, το ότι είμαι γκέι είναι μέρος της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής μου ταυτότητας, και οι δοσοληψίες με το AIDS έχουν σχηματίσει ένα μεγάλο κομμάτι της πρόσφατης επαγγελματικής μου ζωής. Έχω αφιερώσει αμέτρητες ώρες στη σκέψη, στη συγγραφή και στη δημόσια ομιλία σχετικά με το AIDS, ένα προνόμιο που, φερ’ ειπείν, ένας νεαρός αφροαμερικάνος ή latino γκέι άνδρας είναι απίθανο να μοιράζεται. Αυτό το προνόμιο μονάχα αυξάνει την ντροπή που διακινδύνευσα τη μόλυνση.
Αυτό που δεν μοιράζομαι με τον Andrew Sullivan είναι η εξήγηση γιατί ανέλαβα αυτό το ρίσκο. Ο Sullivan αποδίδει την μόλυνσή του από HIV στην αποτυχία του να ζήσει στο ύψος του ηθικού ιδανικού του μιας δεσμευμένης μονογαμικής σχέσης. Εδώ είναι ένα κομμάτι απ’ όσα λέει για την επικίνδυνη συμπεριφορά του στην έκδοση του “Όταν τελειώνουν οι επιδημίες” έτσι όπως έχει αναπτυχθεί για το βιβλίο του Love Undetectable.
Θυμάμαι συγκεκριμένα τον συναισθηματικό σπασμό που ένοιωσα στο χαλαρό σχόλιο ενός παλιού και καλού φίλου μου από το Λύκειο, όταν του είπα ότι είχα μολυνθεί. Με ρώτησε ποιός με μόλυνε. Και του είπα, χωρίς να θυμάμαι κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό μη ασφαλούς σεξ, ότι πραγματικά δεν ήξερα. Ο χρόνος μεταξύ του αρνητικού και του θετικού τεστ μου ήταν πάνω από ένα έτος, εξήγησα. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. “Οποιοσδήποτε;” με ρώτησε, δύσπιστα. “Με πόσους ανθρώπους έχεις πλαγιάσει, για τ’ όνομα του Θεού;” Ο Θεός ξέρει ότι ήταν υπερβολικά πολλοί. Υπερβολικά πολλοί για να δοθεί νόημα και αξιοπρέπεια στον καθένα τους, υπερβολικά πολλοί για να είναι παρών ο έρωτας στον καθένα τους…
Βρίσκω αυτό το απόσπασμα βαθειά αποκρουστικό. Πρώτα, θέλω να αντιδράσω, ποιού είδους φίλος, όταν μαθαίνει ότι έχεις γίνει οροθετικός, ρωτάει “Ποιός σε μόλυνε;” και μετά σε επιπλήττει που είχες υπερβολικά πολύ σεξ; Αλλά το πιο σημαντικό, θέλω να ρωτήσω πόσοι σεξουαλικοί παρτενέρ είναι υπερβολικά πολλοί; Πως ποσοτικοποιείς το νόημα; την αξιοπρέπεια; τον έρωτα; Μπορεί κανείς μόνο να θεωρήσει ότι ο Sullivan γράφει ότι αυτές οι ποιότητες επαναφέρουν στο σωστό δρόμο το σεξ, αλλά το κάνουν μόνο σε αντίστροφη αναλογία με τον αριθμό των σεξουαλικών παρτενέρ. Αυτό είναι ηθική;
Λοιπόν, φυσικά, αυτό είναι που περνά για ηθική στη θρησκεία του Sullivan, η οποία απαιτεί όντως το σεξ να λυτρώνεται – μέσω της τεκνοποίησης – και ότι οφείλει να λαμβάνει χώρα εντός του ιερού μυστηρίου του γάμου. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αυτό που είναι καινούργιο είναι ότι παρέχει επίσης στον Sullivan μια έτοιμη δικαιολογία για το δικό του “σφάλμα”: “Όσον αφορά την ομοφυλοφιλία, δεν κληρονόμησα καμία ηθική ή θρησκευτική διδαχή η οποία θα μπορούσε να με οδηγήσει στην επιτυχία ή την αποτυχία […] Μέσα σε πάνω από τριάντα χρόνια εβδομαδιαίου εκκλησιασμού ποτέ δεν άκουσα ένα κήρυγμα που θα αποπειρώταν να εξηγήσει πώς ένας γκέι άνδρας θα έπρεπε να ζει ή πώς θα έπρεπε να εκφράζεται η σεξουαλικότητά του”. Κι όμως ο Sullivan όντως κληρονόμησε μια σεξουαλική ηθική, διότι είναι ικανός για τις πιο τετριμμένες ηθικοπλαστικές δηλώσεις για τη σεξουαλική ελευθεριότητα, οι οποίες είναι την ίδια στιγμή, φυσικά, τυπικές εκδοχές της ομοφοβίας. Οι ακόλουθες φράσεις και προτάσεις εμφανίζονται εντός λίγων σελίδων στο Love Undetectable:
[…] οι σεξουαλικές παθολογίες που μαστίζουν τους ομοφυλόφιλους […]
[…] δεν προκαλεί ίσως έκπληξη ότι η ηθική και σεξουαλική συμπεριφορά (των ομοφυλόφιλων) καθίσταται αγρίως αλλοπρόσαλλη. Εκτρέπεται από καταναγκαστική δραστηριότητα στη ντροπή και την απόσυρση. Αναισθητοποιείται από ναρκωτικά και αλκοόλ ή παραμορφώνεται θανάσιμα από την πλαστή, χονδροειδή ιδεολογία εύκολων προφητών. [… οι υπέρ της γκέι απελευθέρωσης] δόμησαν και υπερασπίστηκαν και έπλεξαν το εγκώμιο των σφαγείων της επιδημίας, ακόμα κι όταν γνώριζαν ακριβώς τι συμβαίνει. Ναι, φυσικά, επειδή η έσχατη εμπάθεια τους κείτεται σε εκείνους που έχουν παγιδευτεί σε αυτόν τον κύκλο, ήταν πιο ηθικά δικαιολογίσιμοι παρά καταδικασμένοι ή σε άγνοια παρίες. Αλλά δεν βοήθησαν την κατάσταση, με μια αντανακλαστική υπεράσπιση της ολέθριας αυτο-καταστροφής, ενδεδυμένης ως προχωρημένης θεωρίας.
Δεν υπάρχει μεγάλη αμφιβολία ότι η ιδεολογία πως τα ανθρώπινα όντα είναι απλές κοινωνικές κατασκευές κι ότι το σεξ βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό διευκόλυναν έναν κόσμο στο οποίο οι γκέι άνδρες κυριολεκτικά σκότωναν ο ένας τον άλλον ανά χιλιάδες.
Η διατριβή του Sullivan ενάντια στη σεξουαλική κουλτούρα των γκέι άνδρών – της οποίας τα “σφαγεία” μ’ όλα ταύτα βρίσκει αρκετά θελκτικά ώστε να τα επισκέπτεται τακτικά – ενώνεται σε αυτά τα τελευταία αποσπάσματα με επιθέσεις στις πολιτικές της απελευθέρωσης και την κουήρ θεωρία. Ως κάποιος που δημοσίευσε “προχωρημένη” θεωρητική υπεράσπιση της συνεχιζόμενης ελευθεριότητας εν όψει του AIDS, μπορώ μόνο να υποθέσω ότι αυτό το δηλητήριο προορίζεται για μένα. Επομένως όσο κι αν μοιράζομαι τον κόσμο του Sullivan, ξεκάθαρα δεν μοιράζομαι τίποτα από την άποψή του για τον κόσμο.
Αλλά επιστρέφω σε αυτό που όντως μοιραζόμαστε: τις πρόσφατες μολύνσεις μας από τον HIV. Χαρακτηρίζω την εξήγηση του Sullivan για την μόλυνσή του ως ενδεικτική μιας μελαγχολίας επειδή εμπεριέχει αυτο-υποβιβασμό, έναν αυτο-υποβιβασμό που στην περίπτωση του Sullivan είναι επίσης μια εκλογίκευση. Ο Sullivan τοποθετεί τον εαυτό του εντός της ηθικοπλαστικής αφήγησης σχετικά με τους γκέι άντρες και το AIDS που σκιαγράφησα πιο πάνω. Ως κάποιος που μεγάλωσε πριν το AIDS, θεωρεί τον εαυτό του μια αμετάκλητα κατεστραμμένη ψυχή, καταδικασμένος από την ομοφοβία της εκκλησίας του να βιώσει τη σεξουαλική ζωή του στο ηθικό κενό που ήταν η γκέι ζωή πριν την επιδημία. Δεν μπορεί ποτέ να φθάσει την υπεύθυνη ενηλικίωση που βλέπει ως το μεγάλο δώρο του AIDS στους γκέι άνδρες γιατί είναι υπερβολικά θεμελιωδώς παραμορφωμένος από την Καθολική ομοφοβία ώστε να επιτύχει ποτέ τα ιδανικά του. Μπορεί μονάχα να στηρίζει τα ιδανικά του για την επόμενη γενιά. “Ναι”, γράφει ο Sullivan, “επιθυμούσα μια σχέση που θα μπορούσε να επιλύσει αυτές τις αντιφάσεις, που θα διοχέτευε το σεξ στον έρωτα και τη δέσμευση και την υπευθυνότητα, αλλά, για τους όποιους λόγους, δεν τη βρήκα. Αντίθετα εόρτασα και τόνισα την πιθανότητα της και έκανα ό,τι μπορούσα για προωθήσω τη μέρα που τέτοιες σχέσεις θα ήταν το κανονικό”. Παρουσίασε την περίπτωσή του ακόμα πιο αξιολύπητα στον Charlie Rose του τοκ σόου του PBS το 1997: “Κάπως νιώθω ότι είναι πολύ αργά για μένα. Είναι πολύ αργά για τη γενιά μου. Η ζημία έχει ήδη γίνει. Αγωνιστήκαμε ήδη για χρόνια για να υπερνικήσουμε τα κατώτερα πρότυπα που θέταμε για τους εαυτού μας όταν ήμασταν επτά και οκτώ και εννιά”. Νιώθω την υποχρέωση να τραβήξω την προσοχή στην πονηρή μετατόπιση του Sullivan σε αυτή τη δήλωση από το να κατηγορεί την ομοφοβία για τη ζημιά που έγινε στη γενιά του των γκέι ανδρών στο να κατηγορεί απλά την γενιά του από γκέι άνδρες. Αλλά το θέμα μου είναι ακριβώς το αντίθετο: ο Sullivan καταφεύγει σε αυτή την αντίληψη ότι είναι πολύ αργά γι’ αυτόν ώστε να απαλλάξει τον εαυτό του από τις ευθύνες ακριβώς που απαιτεί από τους άλλους. “Μεγαλώστε”, επιμένει, “ακόμα κι αν εγώ δεν χρειάζεται, γιατί, ξέρετε, είμαι για πάντα κατεστραμμένος”. Ο Sullivan έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Να μεγαλώσεις; Στ’ αλήθεια δεν είναι τόσο εύκολο, τουλάχιστον όχι όταν σημαίνει να γίνεσαι γηραιότερος. Η Bette Davis είχε δίκιο: “Η μεγάλη ηλικία δεν είναι για τις αδερφές”. Δεν ξέρω αν εννοούσε το είδος των αδερφών που λατρεύουν τη Bette Davis, αλλά για αυτή την αδερφή η αύξηση της ηλικίας ήταν καταραμένα σκληρή. Έτσι η ηθικοπλαστική επίπληξη του Sullivan στους γκέι άνδρες να μεγαλώσουν έχει μια προσωπική διάσταση για μένα. Όπως είπα παραπάνω, είμαι μία γενιά μεγαλύτερος από τον Sullivan, είμαι στη γενιά της γκέι απελευθέρωσης που τόσο αγαπά να δυσφημεί. Έτσι ήταν μόλις όταν κατέφθανα στη μέση ηλικία που η επιδημία του AIDS έγινε ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην γκέι ζωή στις ΗΠΑ. Αυτό σήμαινε ότι πολλά από τα οποία ήταν ζωτικά για τη ζωή μου – τα πιο περιπετειώδη, πειραματικά και αναζωογονητικά, τα πιο αυτό-καθοριστικά και το πιο αυτό-εκτεινόμενα – άρχισαν βαθμιαία, αλλά στα σίγουρα, να εξαφανίζονται. Ένας κόσμος, ένας τρόπος ζωής, έσβησε, και μετά εξαφανίστηκε. Φίλοι και εραστές πέθαναν, το ίδιο έκαναν οι γνωστοί, οι δημόσιες προσωπικότητες και τα πρόσωπα στο πλήθος τα οποία είχα συνηθίσει. Άνθρωποι των οποίων η ενέργεια και οι πόροι είχαν καταναλωθεί για την εφεύρεση της γκέι ζωής είτε υπέκυπταν είτε έστρεφαν την προσοχή τους στη διαπραγμάτευση με τον θάνατο. Γκέι πολιτιστικά και σεξουαλικά ιδρύματα που επεκτείνονταν εδώ και είκοσι χρόνια, άρχισαν να συρρικνώνονται καθώς βρέθηκαν υπό επίθεση ή προέκυψε ότι συσχετίζονταν υπερβολικά πολύ με την ασθένεια και τον θάνατο. Και καθώς όλα αυτά συνέβαιναν – αυτό μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά για μένα δεν ήταν – η νεανική μου σεξουαλική εμπιστοσύνη και η αίσθηση του να είσαι επιθυμητός έφθιναν. Η κρίση μέσης ηλικίας που είναι ένα τετριμμένο γεγονός στη ζωή του κάθε προνομιούχου ατόμου, ήταν υπέρ του δέοντος καθοριστική για εμένα διότι συνέβη στη μέση μιας επιδημίας που κατέστρεφε τον κόσμο μου. Η αντιμετώπιση της θνητότητάς μου – το πραγματικό περιεχόμενο αυτής της κρίσης – ήταν βαθιά περίπλοκο γιατί αναλωνόμουν από αυτό σε μια στιγμή που η πραγματικότητα της κατάστασης ήταν ότι ήμουν υγιής και ζωντανός ενώ δεκάδες χιλιάδες σαν κι εμένα πέθαιναν.
Δεν μπορώ να πω ακριβώς ποια η σημασία αυτής σύγχυσης για τη διακινδύνευση εκ μέρους μου μιας μόλυνσης από HIV. Επιζητούσα υποσυνείδητα να επιλύσω το παράδοξο της καλής μου υγείας ενώ “έπρεπε” να είμαι άρρωστος; Επιζητούσα να ανακτήσω την περιπέτεια και την χαρά του νεότερου εαυτού μου; Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι αυτά τα αισθήματα απώλειας διαπότιζαν τη ζωή μου. Ένιωθα μια πλημμύρα απώλειας απλά περπατώντας τους δρόμους της Νέας Υόρκης, της πόλης που από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μού είχε δώσει την αίσθηση να είμαι πραγματικά ζωντανός. Αυτό ήταν σίγουρα μελαγχολία επίσης, αλλά διαφορετική από τη μελαγχολία που παράγει ηθικοπλαστική αθλιότητα, αυτή ήταν το αντίθετο. Η δική μου εκδοχή της μελαγχολίας με απέτρεψε από το να ενδώσω στη συγκαταβατικότητα και επομένως να θρηνήσω το χαμό μιας κουλτούρας που μου είχε δείξει μια ηθική εναλλακτική σε σχέση με τη συμβατική ηθική, μια κουλτούρα που μου έμαθε αυτό που ο Thomas Keenan υποδεικνύει στο Fables of Responsibility “η μόνη υπευθυνότητα που αξίζει να λέγεται έτσι”, υπευθυνότητα που “έρχεται με την άρση των λόγων, την απόσυρση των κανόνων ή της γνώσης στην οποία θα μπορούσαμε να βασιστούμε για να πάρουμε αποφάσεις για λογαριασμό μας. Έλλειψη λόγων σημαίνει έλλειψη άλλοθι, κανέναν άλλον τόπο όπου θα μπορούσαμε να συστήσουμε την περίπτωση της απόφασής μας,…Είναι όταν δεν ξέρουμε ακριβώς τι θα έπρεπε να κάνουμε, όταν τα αποτελέσματα και οι συνθήκες των πράξεών μας δεν μπορούν πλέον να υπολογιστούν, και όταν δεν έχουμε πού αλλού να στραφούμε, ούτε καν πίσω στον ‘εαυτό’ μας, τότε συναντάμε κάτι σαν υπευθυνότητα”.
Ενώ ο Andrew Sullivan βλέπει τους γκέι άνδρες ως ανεύθυνους γιατί η ομοφοβία απέτρεψε τους κριτές της ηθικής να μας παρέχουν κανόνες με τους οποίους να ζούμε, δημιουργώντας έτσι ένα ηθικό κενό, εγώ βλέπω αυτό το κενό ως την προϋπόθεση για την πραγματικά ηθική ζωή που οι γκέι άνδρες αγωνίστηκαν να δημιουργήσουν. Το AIDS δεν έκανε τους γκέι άνδρες να μεγαλώσουν και να γίνουν υπεύθυνοι. Το AIDS έδειξε σε οποιονδήποτε ήθελε να προσέξει πόσο αυθεντικά ηθική ήταν η εφεύρεση της γκέι ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γκέι ζωή δεν είναι σχισμένη από συγκρούσεις ή ότι το να είσαι γκέι σου απονέμει αυτόματα ηθικές αξιώσεις. Αλλά η άρση των λόγων που ο Keenan βλέπει ως την αρχή μιας αυθεντικής υπευθυνότητας είναι όρος για να είσαι γκέι στην Αμερική – απλά γιατί οι λόγοι που μας δίνονται είναι αυτοί που μας αποκλείουν από την αρχή. Καλώ επομένως αυτή τη αυθεντική υπευθυνότητα κουήρ. Και θα προτείνω ότι είναι πανομοιότυπη ή συστατική της ζωτικότητας που ένιωθα από τη συμμετοχή μου στην κουήρ ζωή πριν την επιδημία. Προφανώς αυτό δεν είναι το μόνο μέρος που μπορεί κανείς να βιώσει την ιλιγγιώδη έλξη της, αλλά είναι εκεί που τη βίωσα εγώ. Με άλλα λόγια η αυθεντική υπευθυνότητα μπορεί να βιωθεί στον συναρπαστικό αποπροσανατολισμό του ίδιου του σεξ. Έτσι υπευθυνότητα δεν είναι κάτι που θα μας ανάγκαζε να τροποποιήσουμε ή να περιορίσουμε το σεξ, ή να το δικαιώνει ή να το επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Τουναντίον, η υπευθυνότητα μπορεί κάλλιστα να πηγάζει από το σεξ. Αυτό έχει κάνει το σεξ τρομαχτικά παράδοξο για τους γκέι άνδρες κατή τη διάρκεια μιας επιδημίας ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου θανάσιμου συνδρόμου. Το παράδοξο σημαίνει ότι είχαμε να ζήσουμε με ένα ιδιαίτερα βαρύ φορτίο σύγκρουσης, με βαθιά και ανθεκτική αμφιθυμία. Και έπρεπε να διακρίνουμε και αντισταθούμε στις εύκολες απαντήσεις που οι ηθικοπλαστικές στάσεις απέναντι στο σεξ θα παρείχαν ώστε να επιλύσουν λανθασμένα τη σύγκρουση και την αμφιθυμία μας. Και, για να γίνει η κατάσταση ακόμα χειρότερη, είχαμε να παρακολουθήσουμε καθώς τα media των ΗΠΑ έδιναν όλο και πιο διακεκριμένο βήμα σε γκέι ομιλητές οι οποίοι δίχως δισταγμό ήταν η φωνή της ηθικοπλασίας, γκέι άντρες που βγαίνουν στο Nightline και στον Charlie Rose και, με άμετρη πεποίθηση για τον εαυτό τους, να αναλάβουν την υπευθυνότητα που τους αρμόζει.
Του Douglas Crimp, από το Melancholia and Moralism: Essays on AIDS and Queer Politics (2002)