Τα τελευταία 10 χρόνια συνέβαινε κάτι φοβερό. Κάθε βράδυ πήγαινα για ύπνο στο κρεβατι μου μετά φόβου θεού. Έκλεινα τρομαγμένος τα μάτια μου και περίμενα καρτερικά τους απρόσκλητους επισκέπτες μου: αγριόσκυλα, σκοτεινές σκιές, στρατιές από έντομα, μαύρα λαβυρινθώδη κτίρια, σκοτεινές πόλεις με ανθρωποφάγες οντότητες. Ξυπνούσα μία και δύο φορές με την ψυχή στο στόμα, ουρλιάζοντας, μη ξέροντας πού βρίσκομαι. Είχα κι ένα φρέσκο πακέτο τσιγάρα για να βγάζω τη νύχτα. Αλλά εδώ και ένα χρόνο όλα αυτά έχουν σταματήσει, ανεξήγητα. Ξυπνάω πάλι πολύ πρωί, συχνά πριν χαράξει, αλλά τουλάχιστον έχω 4-5 ώρες γαλήνιου ύπνου.
Τώρα, μετά από καιρό, είδα έναν τέτοιο εφιάλτη ξανά. Μισοξύπνησα κλοτσώντας και μουγκανίζοντας. Ακούστηκε δίπλα μου μια φωνή μισοκοιμισμένη αλλά σταθερή, “σώπασε, ησύχασε τώρα”. Βρήκα την αναπνοή μου και έλεγξα πού βρίσκομαι. Βρίσκομαι σε ένα πολύ μικρό σπίτι στο κέντρο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο, σε ένα πολύ μικρό στρώμα. Δίπλα μου κοιμάται ένα νεαρό αγόρι. Κι ανάμεσά μας, σφηνωμένο και με τρόπο που να εφάπτεται όσο γίνεται και στους δυο ταυτόχρονα, ένα καυτό μαύρο σκυλάκι.
Σ αυτό το δωμάτιο βασιλεύει η ομορφιά. Δεν μπορούνε να με πιάσουν πλέον. Πάει πέρασε. (Ευτυχώς έχω λίγο καπνό)
Αφιερωμένο.