κι οι γέροι ποιητές / προβάλλουν το κεφάλι στο παράθυρο, / είναι ώρα τους, / φωνάζουν βοήθεια, / φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω, / επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους, /
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους / που πήρε μια ζωή να γράψουν, / γδύνονται να ‘ναι έτοιμοι, / ανάβουν κερί, βάζουν κολόνια, πίνουν ηρεμιστικά, / ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν, και ξαφνικά-σωπαίνουν.Ανδρέας Αγγελάκης «Η μεταφυσική της μιας νύχτας»
Ο Μένης Κουμανταρέας, πριμοδοτημένος αστός, προικισμένος με περίσσεια ταλέντου, γόνιμη ανησυχία και βαθιά «συμπόνια» για τα ανθρώπινα πάθη, αναδείχτηκε με το σπαθί του σε έναν απ’ τους κορυφαίους ελληνόγλωσσους πεζογράφους του περασμένου και του τωρινού αιώνα. Το βάρβαρο φονικό του δεν μοιάζει παράταιρο με την «εποχή των δολοφόνων» που διανύουμε.
Εσχατο δώρο του Μένη, το κύκνειο άσμα του, «Ο θησαυρός του χρόνου», συναρπαστικό ανάγνωσμα, αποχαιρετισμός στη ζωή με επίμονες αναγωγές στο σπαραγμένο κοινωνικό και ερωτικό οδοιπορικό του.
Λογάριαζε για ξαδέρφια του -και είναι- τον Ιωάννου και τον Ταχτσή. Και «μαγκιά του» του Μένη, αυτός, ένας μποέμ αριστοκράτης, μεγαλωμένος στα πούπουλα, να πιάνει τον σφυγμό των λούμπεν αλλά και σημαίνουσες πτυχές της προλεταριακής νεολαίας του καιρού μας, ποδοσφαιριστές, μηχανόβιους, φοιτητές και άλλους πολλούς μέσα στα φυλλοκάρδια του αστικού κέντρου της πρωτεύουσας και να αναδεικνύει πρωταγωνιστικά τις περιπτώσεις τους σε λογοτεχνία υψηλής στόφας.
Στα αφηγήματά του, σχοινοτενή ή σύντομα (πολύ σπανίως), πάντοτε άρτια και αριστοτεχνικά, δεν υπάρχει χαρά. Ούτε πλάκα. Είναι βέβαια όλα τους μουσκεμένα σ’ έναν άγριο σαρκασμό για τη ζωή και τα τερτίπια της. Μα ένα δραματικό κλίμα νοτίζει τις σχέσεις των ηρώων του, μια στυφή τραγικότητα διαπερνά την ατμόσφαιρά τους και τα σφραγίζει.
Κι αν το φρικτό του τέλος μάς θυμίζει το φινάλε του Παζολίνι και ιδίως του Ταχτσή, αυτών των «γενναίων της ηδονής» -για κάποιους βέβαια, ουκ ολίγους, «κυνικών διεφθαρμένων»- δεν πέφτουμε έξω.
Ετσι είθισται, σε μια στιγμή, στα μπόσικα, οι άντρες αυτοί, ερωτοπαθείς έως εσχάτων -ιδίως όταν πρόκειται για έναν «ζωηρό» ολομόναχο γέροντα- να θυσιάζονται στον βωμό της «κατάρας» που τους δέρνει μια ζωή. Κι ας σπεύσουν ξανά και ξανά οι «τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» να μιλήσουν για την «ευθύνη» των «ανώμαλων» και τους «παρασυρμένους» κολασμένους νεαρούς, αιώνια «θύματα» της αναπαραδιάς και της εκάστοτε «κρίσης».
Μα δεν σώνει κάποτε αυτό το πάθος; Σε κάποιους όχι, ποτέ. Εις τας δυσμάς του βίου του ο άνθρωπος ο ερωτομανής και λαγνουργός προς ανατολάς στρέφεται, ψάχνει για «φως στα μάτια του». Και έτσι την «πατάει».
Η ακολασία ως χαρακτηριστικό ή και «προνόμιο» των πάσης φύσεως καλλιτεχνών και «καλλιτεχνών» θεωρείται περίπου δεδομένη κι όχι ιδιαίτερα μεμπτή. Στην περίπτωση των πλούσιων ισχύουν σχεδόν τα ίδια, όμως δυσμενή σχόλια συνοδεύονται από αισθήματα απέχθειας λόγω, ας πούμε, «ταξικού συμπλέγματος», ευλόγως βέβαια, γιατί οι ερωτικά παρεκκλίνοντες στιγματίζονται διά βίου στις λαϊκές τάξεις και γιατί «αυτοί οι πλούσιοι κάνουν με τα λεφτά τους ό,τι θέλουν» και περίπου έτσι είναι, κάπου τους «πιάνουμε» μεταξύ ωμής πραγματικότητας και λαγνοθηρικής παραμυθολογίας.
Οι ηδυπαθείς γέροντες που κατέχονται από φόβο, κυρίως της απειλής κατά της ζωής τους, αλλά και αιδώ, λόγω του πιθανότατου χλευασμού και της κατακραυγής («ανεπαίσχυντα τα τέλη της ζωής ημών» εύχεται συν τοις άλλοις και η Ορθόδοξη Εκκλησία), πειθαναγκάζονται να κρατούν καταχωνιασμένους πόθους μυστικούς, να στραγγαλίζουν ορέξεις που ανασταίνονται στη θωριά ενός νέου καλλίγραμμου ή μιας νέας δροσερής και συνήθως κλειδώνονται για να θάψουν τις επιθυμίες τους στις σκοτεινές τους κάμαρες.
Για τους τολμητίες ηλικιωμένους, τους εξορισμένους κοινωνικά απ’ την ερωτική δράση -γιατί έτσι «επιβάλλεται» (τα «πουρά» οφείλουν να καλογερεύουν»)-, που παραβαίνουν όμως το διαχρονικό αυτό -για δεξιούς κι αριστερούς- ταμπού, οι κίνδυνοι πάντοτε ελλοχεύουν. Είναι τα ευκολότερα θύματα προμελετημένου ή ευκαιριακού δόλιου φόνου. Περί τα μεσάνυχτα πέπρωται να τελούνται οι πλέον ειδεχθείς. Κυνικά και χωρίς μεγάλα ρίσκα για τον δράστη. Τα εν βρασμώ, συχνά εωθινά και δίχως μέθη.
«Τα τσόλια, αδερφέ μου, είναι σκατόψυχα», θα μπορούσε ίσως να εξομολογηθεί ο Μένης· «τα ταΐζεις, τα ποτίζεις, τα χαρτζιλικώνεις βαρβάτα, τα κάνεις “θεούς”, και στο τέλος σού τη φέρνουν». Στην αρχή παίζουν θέατρο, είναι προπονημένα σ’ αυτό. Ακόμη και τον ερωτευμένο έχουν μάθει άριστα να κάνουν.
Εξαιρείται βέβαια ένα ποσοστό γεροντόφιλων («πουρολάγνων»). Πειστικοί θεατρίνοι ή όχι, λειτουργούν σαν γελαστούρια σωτήρια στην ηδονοθηρική παραφορά της γεροντικής ερημίας. Δεν εξαιρούν κανέναν, ούτε αριστοκράτη, ούτε φουκαρά. Τον δεύτερο τον ξεπαστρεύουν μάνι μάνι, ο πρώτος από κάποιο δέος (το χρήμα, οι υψηλές γνωριμίες, η διασημότητα) αναστέλλει κάπως τη βία τους. Μα όπως και να ’χει, τα θρασύδειλα τσόλια είναι αδίστακτα, άμα τους κάτσει.
Τα ενδημικά μάλλον ηπιότερα, τα αλλοδαπά εκδικητικότερα, ένεκα η ξενιτιά και το ρεβανσιστικό πύον της ταλαιπωρίας και της ένδειας. Ξεφτιλίζοντας, ξεπαραδιάζοντας, ληστεύοντας -και σπανιότερα «καθαρίζοντας»- τον «πουστόγερο» (ή τη «γριά πουτάνα») εκδικούνται τις «αδικίες» που τους έγιναν στο τσαλάκωμα της αξιοπρέπειας των θυμάτων τους και με τη βίαια αφαίρεση της ζωής τους.
Τα τσόλια είναι άσπλαχνα, ο Μένης ήπιε το πικρότερο ποτήρι. Ως τσαμπουκαλεμένος γέροντας ο Κουμανταρέας φαίνεται πως διέθετε ικανή θρασύτητα ώστε να προκαλεί κάποιους ευέξαπτους και ανερμάτιστους εκδιδόμενους νεαρούς ώστε να τον κάνουν να φτύσει αίμα.
Ο εκλεκτός συγγραφέας ζούσε γενναία μελετώντας «καβαφικώ τω τρόπω» την έξοδό του· σαν πρόβα θανάτου μοιάζει το τελευταίο του αριστούργημα, ο «Θησαυρός του χρόνου», σαν τον θάνατό του να τον ήξερε καλά: ή λιώσιμο απ’ τον φρικτό καρκίνο που τον τυραννούσε ή ξεπάστρεμα από ευεργετημένα χέρια «ερωτικά». Του ’λαχε το δεύτερο.
Τι νιώθουμε εμείς, οι πιο πολλοί από μας, και μιλάμε αψήφιστα για το τι και το πώς; Οχι για το «τι» διημείφθη και το «πώς» δολοφονήθηκε, αυτά μπορεί κανείς να τα υποθέσει, να τα φανταστεί, σ’ αυτές τις περιπτώσεις παρόμοια επεισόδια συμβαίνουν κάθε μέρα και κυρίως κάθε νύχτα κατά τρόπο παραπλήσιο παντού. Αλλά τι κατέχουμε για το «τι» συνέβαινε στα μύχια της ψυχής του, για το μέγεθος της ταραχής, για τη βρικολακιασμένη αγωνία, για την καταγωγή του πόθου, για το άγριο υπαρξιακό αδιέξοδο που επιτείνει το προθανάτιο άγχος;
Ποιος ξέρει τι βαθύ σαράκι μπαίνει στην ψυχή και τη φλομώνει, στοιχειωμένες μορφές απ’ το παρελθόν, ματαιωμένοι ή μισοτελειωμένοι έρωτες, «θυμάται ορμές που βάσταγε», όλο αυτό το απρόσκλητο κομφούζιο κατακυριεύει τον άνθρωπο που βρίσκεται στο κατώφλι του Αδη αλλά διψάει ακόμη για αληθινή ζωή, για ερωτική ζωή, έστω και για τα ελάχιστα, τα πιο τιποτένια ψίχουλά της.
Κι ο τελευταίος ετοιμοθάνατος ποθεί να ξεγελαστεί, ρουφώντας τη στερνή ικμάδα ζωντάνιας από γύρω του, έξω και κόντρα σε κείνον τον απαίσιο θάλαμο των φαντασμάτων, αφήνεται και ενδίδει, όσο μπορεί, όπως κάποιες νύχτες παλιά. Κι ας μη γίνεται να τα καταφέρει. Μα ποιος δικαιούται να στερεί τους γέροντες απ’ τα έσχατα ερωτικά τους δικαιώματα;
Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας, Μένη, εσύ ήξερες καλύτερα απ’ τον καθένα μας τι έκανες –κι ας λένε-, κι ας ήπιες το πιο πικρό ποτήρι, του θανάτου, από χέρια που ίσως να αγάπησες και σε σταύρωσαν.
Δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, στις 04.12.2015
Συντάκτης: Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας («Το πρώτο φιλί», «Τι πάθος ατέλειωτο», «’55» κ.ά.)