Fuck me raw
Ο Tommy στέκεται στην πόρτα με τον αριθμό 33. Χτυπά το κουδούνι και κοιτά τον άντρα που του ανοίγει. Οι ματιές τους συναντώνται, ο ένας ελέγχει τον άλλον, τα stats από το internet ανακαλούνται, αξιολογούνται, επιβεβαιώνονται. Δεν είναι καλή μέρα – 20 mg Zyprexa κυλούν στις φλέβες του, πολιορκούν τα εγκεφαλικά του κύτταρα, οι νευροϋποδοχείς ανοιγοκλείνουν σαν καυλωμένες τρύπες, καταπίνουν διψασμένα την ολανζαπίνη, παλεύουν ο ένας με τον άλλο. Η κ. Γαλανού του έχει συστήσει να αποφεύγει το σεξ, «να ηρεμήσεις πρώτα», «Tommy, φοβάμαι μην κάνεις κακό στον εαυτό σου». Όμως το σεξ είναι η μόνη ελπίδα γι’ αυτόν, είναι το μόνο σημάδι πως είναι ακόμα ζωντανός. Μα όχι για πολύ – απόψε ήρθε για το δώρο του, κάτι που μόνο αυτός ο άντρας γύρω στα 35 μπορεί να του προσφέρει. Του το υποσχέθηκε.
Οι δυο τους προσπερνούν βιαστικά τα δωμάτια, ένα κακόγουστο σαλόνι, μια βρόμικη κουζίνα με άπειρα άδεια μπουκαλάκια Viracept, ένα στενό διάδρομο που μυρίζει μούχλα και φτάνουν στον προορισμό τους. Ένα τεράστιο κρεβάτι σαν θυσιαστήριο δεσπόζει σε ένα άδειο δωμάτιο. Δεν υπάρχουν πίνακες, ούτε συρταριέρες, ούτε ντουλάπες, ούτε κομοδίνα, ούτε έπιπλα. Οι τοίχοι, που ήταν κάποτε λευκοί, είναι γεμάτοι από λεκέδες και υγρασία. Ακόμα και η λαδομπογιά στο σφαλιστό παραθυρόφυλλο έχει σκάσει, μη μπορώντας να αντισταθεί στην παρακμή του χώρου. Όταν η πόρτα κλείνει, ο Tommy γνωρίζει καλά ότι από εδώ και πέρα είναι μόνο αυτός κι ο γαμιάς του στον κόσμο – η πραγματικότητα σταματά στους τέσσερις τοίχους αυτού του δωματίου.
Χέρια ερευνούν το κορμί του, ξεκουμπώνουν παντελόνια, αφαιρούν μπλουζάκια, λύνουν κορδόνια. Ο Tommy στέκεται ακίνητος, παθητικός, πειθήνειος, ακούγοντας τα μουγκρητά επιδοκιμασίας του άλλου που εξετάζει, μετράει, ζυγίζει το σώμα του. Ένα ζεστό χέρι τον αρπάζει από το σβέρκο και τον ρίχνει στο κρεβάτι. Όποιος έρχεται εδώ για φιλιά και χάδια είναι χαμένος, όμως οι δυο τους τα έχουν κανονίσει από πριν, ξέρουν τι θέλουν, γνωρίζουν τι είδους δοσοληψία θα διεξαχθεί σε λίγο.
Ο άντρας πέφτει επάνω του, καρφώνει τα χέρια του στο στρώμα με τα δικά του χέρια, αμίλητος, μεθοδικός, αμείλικτος. Ο Tommy νιώθει τη μέθη να εξαπλώνεται στο μυαλό του, είναι αυτή η ζάλη από τα φάρμακα ή από το βάρος ενός ξένου ιδρωμένου κορμιού πάνω στο δικό του; Στο νου του έρχονται εικόνες από μακρινά καλοκαίρια στην παραλία, με τον μπαμπά και τη μαμά, από αθώα Χριστούγεννα με δώρα κάτω από το δέντρο που ξετυλίγονται με λαχτάρα από παιδικά χέρια.
“Δευρο, δείξω σοι το κρίμα της πόρνης της μεγάλης της καθημένης επί υδάτων πολλών, μεθ’ ης επόρνευσαν οι βασιλείς της γης, και εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην εκ του οίνου της πορνείας αυτης και απήνεγκέν με εις έρημον εν πνεύματι. Και είδον γυναίκα καθημένην επί θηρίον κόκκινον, γέμοντα ονόματα βλασφημίας, έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα. Και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφυρούν και κόκκινον, και κεχρυσωμένη χρυσίω και λίθω τιμίω και μαργαρίταις, έχουσα ποτήριον χρυσούν εν τη χειρί αυτής γέμον βδελυγμάτων και τα ακάθαρτα της πορνείας αυτής, και επί το μέτωπον αυτης όνομα γεγραμμένον, μυστήριον, Βαβυλών η μεγάλη, η μήτηρ των πορνών και των βδελυγμάτων της γης”.
Η μέγγενη χαλαρώνει ξαφνικά και πίσω, μακριά, πολύ μακριά μια ανδρική φωνή βραχνιασμένη από την καύλα προστάζει «στήσου». Αργά, υπάκουα, όπως αρμόζει στην περίσταση ο Tommy ακολουθεί τις οδηγίες και περιμένει στα τέσσερα. «Τα ύδατα α είδες, ου η πόρνη κάθηται, λαοί και όχλοι εισίν και έθνη και γλώσσαι. και τα δέκα κέρατα α είδες και το θηρίον, ούτοι μισήσουσιν την πόρνην, και ηρημωμένην ποιήσουσιν αυτήν και γυμνήν, και τας σάρκας αυτής φάγονται, και αυτήν κατακαύσουσιν εν πυρί.»
“Όπως τα είπαμε, χωρίς προφυλακτικό”, λέει η φωνή.
“Χωρίς…”, ψυθιρίζει κι ο Tommy…
ζυπρεξα γυρο μοσχαρισιο και τατου