Do you confess?
Στα υψίπεδα της Νέας Γουινέας ζει μια φυλή ανέγγιχτη από τον πολιτισμό μας. Κάθε χρόνο οι γηραιοί της φυλής με τον σαμάνο επικεφαλής διαλέγουν τα αγόρια που πρόκειται να μπουν στην εφηβεία. Τα οδηγούν μέσα στη ζούγκλα, σε μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, μακριά από το χωριό. Μέχρι να μεγαλώσουν και να ανδρωθούν δεν θα έχουν καμία επαφή με οτιδήποτε θηλυκό – μήτε με μανάδες, μήτε με συνομήλικες. Αλλά, πρόσεξέ με, το θηλυκό στοιχείο επιμένει και παραμονεύει στις σκοτεινές γωνιές της ζούγκλας: θάμνοι, δέντρα, λουλούδια, τα πιο πολλά κουβαλούν μέσα τους τη μισητή θηλυκότητα απειλώντας να μαγαρίσουν τον εύθραυστο ανδρισμό των νεαρών εφήβων.
Μία λύση βρήκαν οι σαμάνοι και άκουσέ με καλά. Όλοι με τη σειρά οι άνδρες της φυλής γεμίζουν με σπέρμα τα άγουρα αγόρια, λες και είναι αδειανά δοχεία που περιμένουν τον κύρη τους να τα πληρώσει. Το τελετουργικό στοματικό σεξ συνεχίζεται για χρόνια, κάτω από τη ματιά του σαμάνου, μέχρι τα αγόρια να βγάλουν δικό τους σπέρμα, απόδειξη τρανή ότι έχουν ξεφύγει από την παγίδα του θηλυκού και μπορούν, σωστοί άντρες πια, να επιστρέψουν στην κοινότητά τους.
Σε βλέπω που απορείς γιατί στα λέω / στα λέμε όλα αυτά. Προς στιγμή τρομάζεις, μπας και υπονοώ τίποτα για το καινούριο παπαδάκι σου με το σφιχτό κώλο, αλλά, ησύχασε, απόψε θα μιλήσω μόνο για μένα.
Από μικρή μου άρεσαν οι ποιητές κι οι συγγραφείς που, εκτός από μια ορισμένη νοσηρότητα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν “μισογύνηδες”. Μαρκήσιος Ντε Σαντ, Φρίντριχ Νίτσε, Μποντλέρ, Ουάιλντ, Μπάροουζ… ό,τι μπορεί να προταχθεί ενάντια στο γελοίο δίπολο “γυναίκα-μητέρα”. Η γυναίκα, ανόητε, είναι πάνω από όλα θεά, απειλητική, τρομαχτική, δαιμονισμένη, πανίσχυρη – όχι μηχανή που γεννά τα παιδιά σου. Σωστά κάνεις και τη φοβάσαι, σωστά σιχαίνεσαι τα έμμηνά της και δεν την αφήνεις να λειτουργήσει για το αφεντικό σου, σωστά τρέμεις κάθε φορά που την κοιτάς μήπως και δεις όχι τη μάνα των παιδιών σου, αλλά την τρομερή όψη της Γοργώς έτοιμη να πετρώσει εσένα κι όλο το άθλιο σινάφι σου. Η τεκνοποίηση είναι αισχρή, απάνθρωπη – μια καπιταλιστική υπόθεση με άλλα λόγια – κι εγώ έχω αποφασίσει να θέσω μια και καλή τέρμα στα απομεινάρια της κυρά Καλής που μπορεί ακόμα να κουβαλώ.
Ένα απογευματάκι στο ιατρείο του Δρ. Ρόμπερτσον περιμένω με τα σκέλια ανοιχτά και το μουνάκι μου εκτεθειμένο στη θέα του δόκτορος. Είμαι, χρόνια τώρα, πεπεισμένη ότι η τεκνοποιία είναι ανώμαλη. Στο κάτω κάτω κανένας σαμάνος δεν έχει παιδιά. Ο Δρ. Ρόμπερτσον ανοίγει τα σωθικά μου με μεταλλικά λοστάρια και λεβιέδες μέχρι να φτάσει στις σάλπιγγές μου. Στριφογυρίζω από ανυπομονησία και απαντώ γρυλίζοντας “ναι, χρυσέ μου” στην ερώτηση αν θέλω όντως να το κάνω αυτό. Ο δόκτορ σφραγίζει τις σάλπιγγές μου και μισή ωρίτσα αργότερα φτιάχνω το μαλλί μου στον καθρέφτη της τουαλέτας του. Είναι 1985 κι εγώ είμαι έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο. Ή, έστω, να ξεράσω τη χολή μου πάνω του.