Μην εμπιστεύεσαι το διάβολο
1987. Οι Globus και Golan με προσλαμβάνουν να κάνω τα ηχητικά εφέ, τη φωνή των ιαπώνων ασσασίνων στο American Ninja 2. Είμαι καλό κορίτσι, συμπεριφέρομαι υποδειγματικά, μιλάω γιαπωνέζικα, γελάω και ουρλιάζω κάθε φορά που οι ασσασίνοι ετοιμάζονται για επίθεση. Είμαι καλό κορίτσι, μιλάω γιαπωνέζικα, ο σκηνοθέτης με εμπιστεύεται, με αφήνει να γράψω τα δικά μου κείμενα στα γιαπωνέζικα. Κακή, κάκιστη ιδέα, ώρα να γίνει αυτή η μαλακισμένη ταινία πιο ενδιαφέρουσα. Αντί να λέω “Είμαι ο γιαπωνέζος εκτελεστής” βάζω το μεταφραστή να μου μαθαίνει πώς να λέω πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα όπως “Αυτή δεν είναι η φωνή του Τσάρλυ Μάνσον. Αυτή είναι η φωνή της Λίντα Μπλερ που κόβει τα αρχίδια του Τσάρλυ Μάνσον και τα χώνει στο στόμα του”. Οι παραγωγοί δεν έμαθαν ποτέ τι έλεγα, αλλά είμαι βέβαιη ότι η ταινία θα είχε περισσότερη πλάκα έτσι για το ιαπωνικό κοινό.
1988. Αποφασίζω να κάνω κάτι πιο σοβαρό, αρκετά έπαιξα. Ο Ντέρεκ Τζάρμαν έρχεται σε επαφή μαζί μου και μου ζητά να συνεισφέρω στην ταινία του “The Last of England”. Ο Τζάρμαν είναι μια αδερφάρα του κερατά, πράγμα που σημαίνει ότι έχει την αμέριστη βοήθειά μου. Ο Τζάρμαν μιλά για την Αρρώστια, εγώ τραγουδώ για τον Τζάρμαν. It’s as simple as that. Παράλληλα, τελειώνω το τρίτο και τελευταίο μέρος της Λειτουργίας της Επιδημίας.
1993. Η φήμη μου ως παγωμένης (ή φλεγόμενης, όπως το δει κανείς) Βαλκυρίας φτάνει στα αυτιά του Φράνσις Φορντ Κόππολα. Σηκώνει το τηλέφωνο, πληκτρολογεί το νούμερό μου, “hello, θέλεις να συμμετέχεις στο ‘Δράκουλα’;”. “Ναι, αρκεί να του συμπεριφερθείς καλά, του καημένου…”. Ο Φράνσις γυρίζει μια ταινία για έναν καταραμένο έρωτα, κι εγώ προμηθεύω όλα τα δαιμονικά εφέ. Καθώς ο Δράκουλας επιστρέφει στον πύργο του μέσα στο φέρετρο, τον καλώ να σηκωθεί, να βγει από το χώμα που τον σκεπάζει. Ο ήλιος πέφτει, ο καιρός γαρ εγγύς, σκούζω ανυπόμονα.
1996. Η καριέρα μου στον κινηματογράφο τελειώνει εδώ. Με καλούν να παίξω μια αστρολόγο ταρώ στο “City Hall” δίπλα τον Αλ Πατσίνο. Δυστυχώς για αυτούς, είμαι μια μάντισσα ταρώ with an attitude. Το χέρι μου είναι μαρκαρισμένο με τη σφραγίδα όλων εκείνων που χάθηκαν. Που χάνονται. Όταν η παραγωγή μου ζητά να καλύψω το “We’re all HIV+” τατουάζ μου, τα βροντάω και φεύγω. Στον καιρό της επιδημίας, αυτή η ταινία αξίζει όσο ένας κουβάς με σκατά. I’m thru with it.