I wake up and I see the face of the devil
Ήρθες το προηγούμενο βράδυ. Δεν σε περίμενα, μα ήρθες. Τα σωθικά σου είχαν σαπίσει, σκουλήκια έτρωγαν το πρόσωπό σου, μα εσύ μου χαμογέλασες – “εγώ είμαι, my angel, εγώ είμαι, λατρεία μου”. Άπλωσα το χέρι να σε αγγίξω, μα ένας παπάς με πρόλαβε και στάθηκε από πάνω σου – “Μετανοείς;” Έκανα ξόρκια για να τον διώξω, έμπηξα βελόνες σε κέρινες κούκλες, έκαψα μια τούφα από τα μαλλιά του, μουρμούρισα το Πάτερ Ημών ανάποδα, αλλά δεν μπόρεσα… “Μετανοείς; Μετανοείς;” Έξω χιονίζει, τα παιδιά ψέλνουν την “Άγια νύχτα” κάπως παράφωνα και ο παπάς έχει σκυλιάσει: “Μετανοείς; Μετανοείς;”, ουρλιάζει πια. Πάνω από το κρεβάτι σου βρόμικοι άγγελοι περιμένουν: “Μετανοείς; Μετανοείς;” Με κοιτάς με λατρεία, είσαι ο αδερφός μου, δεν το βουλώνεις παρά μιλάς μουρμουριστά, τόσο σιγανά που ίσα που σε ακούω. Μίλησέ μου, καρδιά μου, μίλα μου ψυχή μου… “Τώρα με παίρνουν μακριά, κρυώνω… Κατεβαίνω τα σκαλιά… Κρυώνω… Ένα πρόσωπο σκύβει από πάνω μου… Είναι ο Δικαστής μου;… Με βλέπει…”